Αριθμός 44 /2018
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη- Εισηγήτρια και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση 1) από 28-5-2014 (αρ κατ. …../2-5-2014) και 2) από 9-1-2015 (αρ κατ. …./18-1-2015) αντίθετες εφέσεις των εκκαλουσών- εναγουσών -εναγομένων …….. και ……… κατά της υπ αριθ 6134/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εντός της οριζομένης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν 4335/2015) προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της, δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής (εκκαλούμενης) οπωσδήποτε δε δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης αυτής απόφασης, η οποία έλαβε χώρα την 27-11-2013. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές οι ένδικες αυτές αντίθετες εφέσεις και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), διατασσόμενης της ένωσης και συνεκδίκασης τους, δοθέντος ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι οριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ προϋποθέσεις.
Με την από 17-7-2012 (αρ κατ. …../9-8-2012) αγωγή της, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα της και όπως το δικόγραφο αυτής αγωγής) εκτιμάται από το δικαστήριο, η τότε ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα …….. ζήτησε για την αναφερόμενη στην ανωτέρω αγωγή αιτία, να υποχρεωθεί η τότε εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη (ως προς την έφεσή της) …….., να της καταβάλει κυρίως μεν το ποσό των 6.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται ότι είχε υποστεί από την ιστορούμενη στην εν λόγω αγωγή και εις βάρος της επιδειχθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά της (εναγομένης) καθώς και το ποσό των 39.950 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη η οποία – κατά τους ισχυρισμούς της προκλήθηκε σε αυτή από την ίδια αιτία και συνολικά το ποσό των 45.950 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην ένδικη αγωγή, η αποδιδόμενη στην εναγομένη αδικοπρακτική συμπεριφορά συνίστατο στο ότι η τελευταία φερόταν ότι είχε συνδράμει θετικά το σύζυγό της και οφειλέτη της ενάγουσας …….. στην απαλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων και συγκεκριμένα ότι τελώντας η εν λόγω αντίδικός της σε γνώση των προς αυτή (ενάγουσα) αναφερομένων στην αγωγή οφειλών του και επιδιώκοντας την μη ικανοποίησή τους προς βλάβη της περιουσίας της, συγχρόνως δε ενεργώντας σε συμπαιγνία με αυτόν, δεχόταν ως δωρεά από τον τελευταίο τμηματικά χρηματικά ποσά ύψους 6.000 ευρώ, για την αποπληρωμή του αναφερόμενου στην αγωγή και χορηγηθέντος σε αυτή στεγαστικού δανείου, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η ικανοποίηση των κατά του ως άνω συζύγου της και οφειλέτη της ενάγουσας αξιώσεων της τελευταίας, για το λόγο αυτό δε ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό αυτό ως αποζημίωση λόγω της αδικοπραξίας της άλλως, κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ, να υποχρεωθεί η τελευταία να αποκαταστήσει τα πράγματα στην προηγούμενη της μεταβίβασης κατάσταση, ήτοι στην επαναμεταβίβαση των καταβληθέντων σε αυτή, εκ μέρους του συζύγου της τμηματικών ποσών μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Εξάλλου με την από 15-11-2012 (αρ κατ. …./19-11-2012) αγωγή της, όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το δικαστήριο η τότε ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα- εφεσίβλητη ….. ζήτησε, για την αναφερόμενη στην ως άνω αγωγή της αιτία, να υποχρεωθεί η τότε εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη …… (ως άνω πρώτη ενάγουσα) να της καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, η οποία προκλήθηκε σε αυτή, συνεπεία των διαλαμβανόμενων στην ως άνω αγωγή της (πρώτης ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης) δυσφημιστικών και εξυβριστικών- κατά τους ισχυρισμούς της για το πρόσωπο της χαρακτηρισμών, διατυπωθέντων ενώπιον τρίτων, που είχαν ως αποτέλεσμα να προσβληθεί η τιμή και η αξιοπρέπεια της. Επί των ως άνω αγωγών εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων εκκαλούμενη απόφαση του προαναφερθέντος πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, αφού διατάχθηκε η ένωση και συνεκδίκαση τους ακολούθως: 1) η ασκηθείσα από την ενάγουσα ……. αγωγή κρίθηκε νόμιμη μόνο ως προς τη βάση της, η οποία θεμελιωνόταν στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, δηλαδή κατά το αίτημα περί διάρρηξης των ως άνω αναφερομένων στην ένδικη αγωγή της καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων και όχι και ως προς το αίτημα περί υποχρεώσεως της εναγομένης να αναμεταβιβάσει στην ως άνω ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο ως μη νόμιμο, ενώ απορρίφθηκε η ίδια αγωγή ως μη νόμιμη κατά την επίσης επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού και β) η ασκηθείσα από την ως άνω ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα …… αγωγή κρίθηκε νόμιμη θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920, 932, 299 και 346 ΑΚ. Στη συνέχεια δε απορρίφθηκαν και η δύο ανωτέρω ένδικες αγωγές ως κατ’ ουσία αβάσιμες στο σύνολο τους, παράλληλα δε συμψηφίσθηκαν στο σύνολό τους τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται πλέον οι εκκαλούσες ενάγουσες, για τους λόγους που αναφέρονται στα δικόγραφα των εφέσεων τους, ζητώντας να εξαφανισθεί αυτή και στη συνέχεια να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ασκηθείσα από κάθε μία ενάγουσα αγωγή και να απορριφθεί αντίστοιχα η αγωγή της άλλης.
Η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, γιατί είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται ως συνέπειά της όμως τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της (ΑΠ 1396/2015 ΑΠ 1531/2013, ΑΠ 1734/2007, ΑΠ 1849/2007 ΑΠ 554/2005. Όμως, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Τούτο συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 ΠΚ ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου (ΑΠ 1344/1997). Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό το οποίο βρίσκεται πέρα από το «δόλο του οφειλέτη» και τη «γνώση του τρίτου» που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 ΑΚ προϋποθέσεις της διαρρήξεως, εμφανίζει δε την συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβην των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα.
Περαιτέρω, για τη δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ απαιτείται συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (εκ δόλου ή εξ αμελείας), επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας (Ολ ΑΠ 12/2008 ΑΠ 1354/2015 ΑΠ 84/2004, ΑΠ 284/1997). Εξάλλου από τη διάταξή του άρθρου 919 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «οποίος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», προκύπτει ότι συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήδη, η οποία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ αποτελεί αδικοπραξία, υπάρχει στον κατ’ αντικειμενική κρίση σύμφωνα με τις αντιλήψεις των «χρηστώς και εμφρόνως» σκεπτόμενων ατόμων η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, στις οποίες στηρίζεται το δίκαιο (βλ. Ολ ΑΠ 10/1991, ΑΠ 1354/2015 ΑΠ 784/2014, ΑΠ 864/2014, ΑΠ 764/2014, ΑΠ 1517/2014,ΑΠ 1019/2010). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 534 και 535 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εκτιμώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, προέβη σε λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή τους όχι στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση από το Εφετείο, αφού στο στάδιο αυτό δεν έχει διαπιστωθεί αν το διατακτικό της είναι ορθά και κατά πόσον περιέχει σφάλμα ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά αντικαθισταμένων των αιτιολογιών, η αγωγή θα κριθεί μέσα στα πλαίσια της νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει (βλ. ΑΠ 778/2009, Ε Αν Κρ 139/2017). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ 106, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 και 8 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Νομική βάση δεν είναι ανάγκη να περιέχει η αγωγή, και γενικά η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, τυχόν δε μνεία σ΄αυτήν της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο διάδικος για την θεμελίωσή της σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής κλπ., και από το περιεχόμενο της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτήν έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων. (ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 881/2010 ΑΠ 539/2010 ΑΠ 752/2000). Στην προκειμένη διαφορά, ενόψει των όσων ήδη ιστορήθηκαν ανωτέρω αναφορικά με την ιστορική βάση της ασκηθείσας από την ενάγουσα εκκαλούσα ………ως άνω αγωγής και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αμέσως παρατεθείσα νομική σκέψη, είναι σαφές ότι προεχόντως και κυρίως τα παρατιθέμενα στην αγωγή εκείνη περιστατικά θεμελίωναν αδικοπρακτική εις βάρος της συμπεριφορά της με την εν λόγω αγωγή ανωτέρω εναγομένης (και εφεσίβλητης), θεμελιούμενη στις ήδη παρατεθείσες διατάξεις και σε συνδυασμό με την επίσης ανωτέρω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ (όπως η έννοια αυτής επίσης παρατίθεται ανωτέρω). Τούτο δε διότι υπό τα ως άνω εκτιθέμενα στην εν λόγω ένδικη αγωγή, είναι προφανές ότι η αποδιδόμενη στην εν λόγω εναγομένη ανωτέρω συμπεριφορά είναι προδήλως αντίθετη στην επικρατούσα κοινωνική και συναλλακτική ηθική και στις θεμελιώδεις ηθικές και οικονομικές αντιλήψεις του μέσου χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ατόμου, επικουρικά δε στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ κατά το μέρος μόνο της διάρρηξης των προαναφερθεισών καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων και όχι περί υποχρεώσεως της εναγομένης να αναμεταβιβάσει στην ενάγουσα το ως άνω ποσό των 6.000 ευρώ. Αναφορικά δε με την επίσης επικουρική βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904) είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι όπως παγίως έχει νομολογηθεί, η αγωγή αυτή είναι επιβοηθητικής φύσεως, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία (Ολ ΑΠ 22/2003, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 1468/2010, ΑΠ 16/2008). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η ανωτέρω αγωγή θεμελιωνόταν κυρίως στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ και όχι στις ως άνω περί αδικοπραξίας διατάξεις, έσφαλε, όπως βάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα εκκαλούσα …….. με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της και πρέπει να ερευνηθεί η αγωγή αυτή στα πλαίσια του ως άνω ορθού νομικού χαρακτηρισμού, χωρίς να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο στάδιο αυτό, αφού μόνο ο εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός δε οδηγεί απαραιτήτως και σε εσφαλμένο διατακτικό.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της απόδειξης και της ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονταν στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου καθώς και από τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν εκ νέου οι διάδικοι κατά το παρόν στάδιο της έκκλητης δίκης είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα λαμβανόμενα αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ….. λόγω μη ομαλής εξέλιξης της σύμβασης που είχε συνάψει με τον υπεργολάβο οικοδομών- μαρμαρά ….. (σύζυγο της εναγομένης ….), στον οποίο είχε αναθέσει την τοποθέτηση μαρμάρων σε ανεγειρόμενη οικοδομή της στον ….. Αττικής, προέβη στην άσκηση διαφόρων ενδίκων μέσων κατ΄εκείνου, επιδιώκοντας να υποχρεωθεί ο τελευταίος να αποκαταστήσει τη ζημία, την οποία φερόταν ότι είχε υποστεί αυτή (. …) συνεπεία της – κατά τους ισχυρισμούς της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του, εν τέλει δε δικαιώθηκε. Ακολούθως, προκειμένου να επιτύχει την ικανοποίηση των κατά του ως άνω υπεργολάβου αξιώσεών της, οι οποίες είχαν πλέον εξοπλισθεί με εκτελεστούς τίτλους, κοινοποίησε σε αυτόν την από 16-4-2008 επιταγή προς εκτέλεση, με βάση την οποία ο εν λόγω οφειλέτης της επιτάχθηκε να της καταβάλει: Α) το ποσό των 933.48 ευρώ συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων εκτελέσεως) ως δικαστική δαπάνη η οποία είχε επιδικασθεί υπέρ αυτής με την υπ΄αριθ 762/2006 αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου β) το ποσό των 2.934,47 ευρώ, το οποίο της επιδικάσθηκε ως αποζημίωση με βάση την υπ’ αριθ 2624/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, πλέον των δικαστικών εξόδων ποσού 542,16 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.476,63 ευρώ, το οποίο μετά από συμψηφισμό με αντίθετη αξίωση του αναφερθέντος αντιδίκων της υπεργολάβου διαμορφώθηκε στο ποσό των 3.156,86 ευρώ και γ) το ποσό των 434 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων εκτελέσεως) το οποίο της είχε επιδικασθεί ως δικαστική δαπάνη με βάση την υπ αριθ 7697/2007 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της επιταγής εκείνης. Περαιτέρω λόγω μη οικειοθελούς συμμόρφωσης του προαναφερθέντος αντιδίκου και οφειλέτη της προς το διατακτικό των ανωτέρω αποφάσεων, επιδίωξε να ενημερωθεί για την περιουσιακή κατάσταση του τελευταίου για να προχωρήσει στην αναγκαστική εκτέλεση των περιουσιακών στοιχείων αυτού, για το λόγο δε αυτό κατέθεσε αίτηση στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς με αίτημα να υποχρεωθεί αυτός να υποβάλει κατάσταση περιλαμβάνουσα τα περιουσιακά του στοιχεία, δίδοντας συγχρόνως βεβαιωτικό όρκο περί της αληθείας της. Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η υπ΄αριθ 69/2008 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία επιδόθηκε στον προαναφερθέντα αντίδικο οφειλέτη της εν λόγω ενάγουσας την 23-10-2008 (βλ. σχετικά την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ …../23-10-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……) δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε αυτός να υποβάλει κατάλογο περιλαμβάνοντα τα περιουσιακά του στοιχεία και παράλληλα να δώσει τον προβλεπόμενο από το νόμο βεβαιωτικό όρκο περί της αλήθειας του, με την κατ’ αυτού απειλή προσωπικής κράτησης για την περίπτωση μη εμφάνισής του ή εμφάνισής και μη δόσης του όρκου. Ακολούθως ο ως άνω καθ’ ου η εκτέλεση εκείνη και οφειλέτης της εν λόγω ενάγουσας άσκησε έφεση κατά της ως άνω υπ’ αριθ 69/2008 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, παράλληλα δε άσκησε την με αριθ καταθ. ../…/31-10-2008 αίτηση αναστολής εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της έφεσής του, η συζήτηση της οποίας (αίτησής) προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 7-11-2008. Μετά τη συζήτηση ωστόσο της ως άνω αίτησης και συγκεκριμένα την 12-11-2008 (επί της οποίας- αίτησης εκδόθηκε η υπ’ αριθ 258/2008 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας ανεστάλη η εκτέλεση της υπ’ αριθ 69/2008 ομοίας του ίδιου δικαστηρίου, μόνο ως προς το σκέλος του διατακτικού της με βάση το οποίο απαγγελλόταν προσωπική κράτηση κατά του οφειλέτη για την περίπτωση άρνησης του να δώσει τον βεβαιωτικό όρκο), ο προαναφερθείς οφειλέτης της ενάγουσας προχώρησε στην πώληση σε τρίτο πρόσωπο, αντί τιμήματος 2.500 ευρώ, του με αριθμό κυκλοφορίας …….. ΙΧ μεταχειρισμένου επιβατηγού αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής FIAT και τύπου TEMΠΡA κυλινδρισμού 1581 κ κ.ε. με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 1992, το οποίο αποτελούσε το μοναδικό εμφανές περιουσιακό του στοιχεία. Κατ΄αυτόν τον τρόπο ματαιώθηκε, έστω και εν μέρει, η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας κατά του προαναφερθέντος οφειλέτη της, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου, δοθέντος ότι εκμηδενίσθηκε η εμφανής περιουσία του, με συνέπεια την πρόκληση στην ενάγουσα αντίστοιχης περιουσιακής ζημίας. Η τελευταία (ενάγουσα) ισχυρίσθηκε στην ένδικη αγωγή της ότι η ήδη αντίδικός της εναγομένη, σύζυγος του ως άνω οφειλέτη της συνέδραμε θετικά τον τελευταίο στην αλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων και ειδικότερα ότι τελώντας η εν λόγω αντίδικός της σε γνώση των προς αυτή (ενάγουσα) ανωτέρω οφειλών του και επιδιώκοντας τη μη ικανοποίησή τους προς βλάβη της περιουσίας της, συγχρόνως δε και ενεργώντας σε συμπαιγνία με αυτόν, δεχόταν ως δωρεά από τον τελευταίο χρηματικά ποσά, τα οποία αντιστοιχούσαν στις μηνιαίες δόσεις τις οποίες κατέβαλε αυτή για την εξόφληση ενός στεγαστικού δανείου ύψους 200.000 ευρώ, εξοφλητέου εντός είκοσι (20) ετών με την καταβολή αντιστοίχων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, το οποίο της είχε χορηγηθεί από την τράπεζα ALPHA BANK για την ανέγερση μιας οικοδομής κειμένης στην περιοχή «…….», με άμεση συνέπεια την πλήρη απαλλοτρίωση της αντίστοιχης περιουσίας του ως άνω οφειλέτη της. Από τα τεθέντα, ωστόσο, υπό την κρίση του δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των προαναφερθέντων αγωγικών ισχυρισμών ειδικότερα δε, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε συμπαιγνία μεταξύ της εναγομένης και του συζύγου της- οφειλέτη της ενάγουσας με σκοπό την απαλλοτρίωση των περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου. Τούτο δε διότι πλήρως αποδείχθηκε ότι οι σχετικές δόσεις για την εξόφληση του ως άνω δανείου είχαν καταβληθεί από αυτήν την ίδια την εναγόμενη, από δικά της αποκλειστικά εισοδήματα προερχόμενα αφενός από τα μισθώματα τα οποία ελάμβανε από την προς τρίτους εκμίσθωση ενός ακινήτου της κειμένου στον ίδιο τόπο στον οποίο αναγειρόταν η ως άνω κατοικία της (βλ. σχετ επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την εναγομένη από 1-6-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως νομοτύπως θεωρημένο από την οικείο ΔΟΥ) και αφετέρου από το τίμημα ύψους 140.000 ευρώ, το οποίο είχε εισπράξει αυτή από την πώληση ενός ακινήτου της κειμένου στη θέση «…. ή …….» στην …. Αττικής (βλ. επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ΄ αριθ …./2008 προσύμφωνο αγοραπωλησίας 1/2 εξ αδιαιρέτου δασοτεμαχίου που έχει συντάξει η συμβολαιογράφος Αθηνών …….) Παράλληλα αποδείχθηκε επίσης ότι κατά την κρίσιμη εκείνη χρονική περίοδο συνέδραμαν οικονομικά την εναγομένη για την εξόφληση των ως άνω υποχρεώσεών της και τα τέκνα της από τα οποία ο μεν υιός της ασκούσε το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού, έχοντας σταθερό εισόδημα από την άσκηση του επαγγέλματος του, ενώ η θυγατέρα της ήταν ιατρός παρέχοντας τις αντίστοιχες ιατρικές υπηρεσίες της στο νοσηλευτικό ίδρυμα «….» Σαφής περί όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών είναι η κατάθεση του ενόρκως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθέντος μάρτυρος ανταπόδειξης της εναγομένης, υιού της τελευταίας, η οποία εμπεριέχεται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεως του εν λόγω δικαστηρίου αποτελεί δε αυτή αποδεικτικό μέσο παρέχον πλήρη αξιοπιστία, δεδομένου ότι αυτός έχει άμεση, σαφή και προσωπική γνώση και αντίληψη περί όλων των πραγματικών περιστατικών τα οποία κατέθεσε αναφορικά με την ένδικη διαφορά, λόγω μάλιστα και της στενής συγγενικής του σχέσης με την εναγομένη μητέρα του. Τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν αναιρούνται από την περί του αντιθέτου ένορκη κατάθεση ενώπιον του ίδιου πρωτοβαθμίου δικαστηρίου της μάρτυρος απόδειξης, η οποία κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσον παρέχον αξιοπιστία, διότι όπως προκύπτει από την ενδελεχή επισκόπηση της κατάθεσής της, αυτή δεν έχει άμεση, σαφή και προσωπική γνώση και αντίληψη των πραγματικών περιστατικών τα οποία κατέθεσε αναφορικά με την κρινόμενη ένδικη διαφορά αφού την όλη γνώση της αντλεί από πληροφορίες από αυτή την ίδια την ενάγουσα. Σε κάθε δε περίπτωση η τελευταία δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει και κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο προς ενίσχυση των ως άνω αγωγικών της ισχυρισμών και ικανό να αναιρέσει όλα όσα αναδείχθηκαν ανωτέρω. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών στα οποία θεμελιώνονταν η ιστορική βάση της ως άνω ένδικης αγωγής, έπρεπε να είχε απορριφθεί αυτή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, τόσο ως προς την ως άνω κύρια όσο και ως προς την επικουρική της βάση, αφού όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, τα συγκροτούντα αυτές πραγματικά περιστατικά είναι ταυτόσημα. Εφόσον, επομένως στην ίδια απορριπτική κρίση κατέληξε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αγόμενο με την εκκαλούμενη απόφαση σε απόρριψη της ως άνω ένδικης αγωγής ως κατ΄ουσίαν αβάσιμης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει επομένως να απορριφθεί ο συναφής με τα ως άνω περιστατικά δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης. Εφόσον δε δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αυτή έφεση της εκκαλούσας …… ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθεί η ως άνω εκκαλούσα – ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και την μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρο 914 επ. ΑΚ) δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (Ολ ΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009]. Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361. Ο παράνομος χαρακτήρας της κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 914 και 920 ΑΚ αδικοπραξίας κατά της προσωπικότητας, που τελείται με την προσβολή της τιμής και υπόληψης άλλου με εξύβριση ή δυσφήμηση, αίρεται κατά το άρθρο 367 ΠΚ, και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο δε ενδιαφέρον έχει και κάθε πρόσωπο κατά την υπεράσπιση των έννομων συμφερόντων του επί δικαστηρίου, καθώς και κάθε δικηγόρος κατά την επί δικαστηρίου υπεράσπιση των πελατών του. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και, συνεπώς, παραμένει η παρανομία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η εκδήλωση αυτή αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση ή όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει τη τιμή άλλου (ΑΠ 1231/2004, 967/2011, 179/2011). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ (AΠ 712/2016, ΑΠ 1230/2015 ΑΠ 265/2015, ΑΠ 354/2012). Στην προκειμένη περίπτωση από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η εναγομένη (και ενάγουσα στην πρώτη αγωγή) ……., ασκώντας την εν λόγω αγωγή ενήργησε αποκλειστικά και μόνο για να διαφυλάξει περιουσιακό της δικαίωμα και συγκεκριμένα την προαναφερθείσα νόμιμη απαίτηση την οποία διατηρούσε εις βάρος του ως άνω οφειλέτη της και συζύγου της ενάγουσας (και εναγομένης στην πρώτη αγωγή) ….., καθώς είχε δημιουργηθεί σε αυτή η πεποίθηση ότι η εν λόγω αξίωση της διακυβεύεται λόγω της υποτιθέμενης εμπλοκής της εναγομένης στην ένδικη διαφορά της με το σύζυγό της τελευταίας. Από την επισκόπηση δε της πρώτης αγωγής της ενάγουσας και ήδη εναγομένης …. . δεν προέκυψε ειδικός σκοπός εξύβρισης του προσώπου της ήδη ενάγουσας στη δεύτερη αγωγή, δεδομένου ότι ο τρόπος έκθεσης των γεγονότων, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν υπερέβαινε το αναγκαίο από τις περιστάσεις μέτρο, παρά τη χρήση βαριών εις βάρος της ενάγουσας εκφράσεων και ισχυρισμών, που όπως ήταν φυσικό, ήταν απότοκες της προαναφερθείσας σφοδρής αντιδικίας, η οποία υφίστατο μεταξύ αυτής και τους ως άνω οφειλέτη της και συζύγου της ενάγουσας στη δεύτερη αγωγή . …. Επιπροσθέτως θα πρέπει εν προκειμένω να αξιολογηθεί και να σταθμισθεί η συναισθηματική φόρτιση από την οποία διακατεχόταν η εναγομένη … . στη συγκεκριμένη και κρίσιμη χρονική συγκυρία, διότι ενώ αυτή δεν είχε τη δυνατότητα να ικανοποιηθεί ως προς τις προαναφερθείσες νομικές αξιώσεις της κατά του ως άνω οφειλέτη της και συζύγου της ενάγουσας ……. παρά τις απεγνωσμένες, επίμονες και τελικά ατελέσφορες προσπάθειές της, εν τούτοις η τελευταία (……) προέβαινε στην κανονική καταβολή των δόσεων για την εξόφληση του στεγαστικού δανείου, τα οποίο όπως ήδη εκτέθηκε, είχε λάβει από την Τράπεζα ALPHA BANK. Και όπως είναι φυσικό, ενόψει της δυσμενούς για την εναγομένη ……. καταστάσεως, ευλόγως κατά την κρίση του δικαστηρίου δημιουργήθηκε σε αυτή η πεποίθηση (όπως άλλωστε και σε κάθε άλλο μέσο κοινό άνθρωπο ευρισκόμενο υπό τις αυτές συνθήκες) ότι ενώ ο οφειλέτης της και σύζυγος της αντιδίκου της ενάγουσας απέφευγε να εξοφλήσει τις νόμιμες κατ΄ αυτού απαιτήσεις της, όπως άλλωστε είχε κατά νόμο προς τούτο υποχρέωση, προβαίνοντας μάλιστα και στην απαλλοτρίωση του προαναφερθέντος μοναδικού εμφανούς περιουσιακού του στοιχείου (δηλαδή του ως άνω αναφερόμενου επιβατηγού αυτοκινήτου), εν τούτοις συνέδραμε οικονομικά την ενάγουσα σύζυγό του για την ομαλή και κανονική εξυπηρέτηση του ως άνω ληφθέντος από αυτή στεγαστικού δανείου. Η πεποίθηση δε αυτή της εναγομένης ενισχύθηκε κατά την κρίση του δικαστηρίου έτι περαιτέρω και από το γεγονός ότι ο εν λόγω οφειλέτης της εναγομένης είχε οριστεί με την ως άνω δανειακή σύμβαση εγγυητής της συζύγου του ενάγουσας (βλ. επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από 9-9-2010 και 19-8-2011 πρόσθετες πράξεις στη σύμβαση στεγαστικού δανείου με αριθμό …. με οφειλέτιδα την ως άνω ενάγουσα ………). Σε κάθε περίπτωση η εναγομένη δεν γνώριζε ότι η ενάγουσα …… κατέβαλε τις σχετικές δόσεις για την εξόφληση του ως άνω δανείου που είχε λάβει, από δικά της αποκλειστικά χρήματα προερχόμενα αφενός μεν από τα μισθώματα που εισέπραττε από την προς τρίτους εκμίσθωση ενός ακινήτου της και αφετέρου από το τίμημα που είχε εισπράξει από την πώληση ενός ακινήτου της. Τέλος στερείται ουσιαστικής βασιμότητας ο ισχυρισμός της ενάγουσας .. … ότι δεν γνώριζε την υφιστάμενη αντιδικία του συζύγου της, με την εναγομένη, αφού κατά τον κρίσιμο χρόνο επίδοσης σε αυτόν (δηλαδή την 16-4-2008) των προαναφερθεισών υπ αριθ 762/2006, 2624/2002 και 7697/2007 αποφάσεων αντιστοίχως του Αρείου Πάγου του Ειρηνοδικείου Αθηνών και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (βλ. επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ΄αριθ …./16-4-2008, …./16-4-2008 και …../16-4-2008 αντιστοίχως εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……) προκύπτει ότι οι σχέσεις της ….. με τον ως άνω σύζυγό της και οφειλέτη της εναγομένης είχαν ήδη αποκατασταθεί εφόσον ήθελε κριθεί ότι είναι βάσιμη η κατάθεση του προαναφερθέντος, μάρτυρα και υιού της ενάγουσας, ότι δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2002 και 2007 οι σχέσεις των εν λόγω συζύγων είχαν διαταραχθεί. Επομένως δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ΄ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω αναφερόμενων κανόνων δικαίου αλλά και κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε στην ίδια ως άνω κρίση με την εκκαλούμενη απόφαση, δεχόμενο ότι η τότε ενάγουσα και ήδη εναγομένη ….. προέβη στη διατύπωση των ως άνω επίμαχων εκφράσεων κατά της τότε εναγομένης και ήδη ενάγουσας …… από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, κατά παραδοχή αντίστοιχης ένστασης προταθείσας από την ως άνω ενάγουσα και ήδη εναγομένη, θεμελιούμενης στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1γ ΠΚ καθώς και ότι από αυτές τις εκφράσεις δεν προέκυψε ειδικός σκοπός εξύβρισης της ενάγουσας ……, απορρίπτοντας την προταθείσα από την τελευταία αντένσταση, η οποία θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2β ΠΚ και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι συναφείς με τα ως άνω περιστατικά πρώτος και δεύτερο λόγοι της ασκηθείσας από την εκκαλούσα .. ως άνω έφεσης. Εφόσον δε δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η εν λόγω έφεση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικαστεί η ως άνω εκκαλούσα- ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Διατάσει την ένωση και συνεκδίκαση των από 28-5-2014 (αρ κατ. …./2014) και από 9-1-2015 (αρ κατ …./13-1-2015) αντίθετες εφέσεις των ….. και …. αντίστοιχα κατά της ίδιας εκκαλουμένης υπ΄αριθ. 6134/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Δέχεται τυπικά την απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 28-5-2014 (αρ κατ. …./2-5-2014) έφεση της ….
Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 9-1-2015 (αρ κατ. …../13-1-2015) έφεση της ……
Καταδικάζει την ως άνω εκκαλούσα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 24 Ιουλίου 2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 19 Ιανουαρίου 2018 με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχώρησης της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτες και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ