Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 49/2018

Αριθμός    49/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη με αριθμό …./2017 (…/2017 ειδικός αριθμός) έφεση κατά της 330/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …./2015 (…./2015) αγωγής του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος κατά της εναγομένης ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε με τη με αριθμό …./2015 (…/2015) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι µε διαδοχικές συµβάσεις ναυτικής εργασίας, που κατήρτισε προφορικά µε την ήδη εφεσίβλητη εναγοµένη, στα γραφεία της στον Πειραιά, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, για αόριστο κάθε φορά χρόνο, µε την ειδικότητα του Βοηθού Φροντιστή, στο υπό ιταλική σηµαία Ε/Γ – O/Γ πλοίο «CO», Κ.Ο.Χ. 54.310, µε αριθµό Νηολογίου Παλέρµο …., του οποίου η εναγοµένη, ως ναυλώτρια, είχε τον εφοπλισµό, ότι κατά τις µεταξύ τους συµφωνίες, οι όροι της σχέσης εργασίας του διέπονταν από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ πληρωµάτων µεσογειακών τουριστικών επιβατηγών πλοίων και ότι στη συνέχεια κατήρτισε προφορικά µε την εναγοµένη ήδη εφεσίβλητη σύµβαση ναυτικής εργασίας, δυνάµει της οποίας προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο λιµάνι του Ηρακλείου Κρήτης, µε την ίδια ως άνω ειδικότητα, στο υπό ελληνική σηµαία και µε αριθµό Νηολογίου Ηρακλείου  ΕΙΓ -OIΓ πλοίο «ΚΠ, Κ.Ο.Χ. 24.003, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην εναγοµένη ήδη εφεσίβλητη. Ότι οι όροι εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο συµφωνήθηκε να καθορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωµάτων επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων, και ότι κατά τη διάρκεια της συνολικής του απασχόλησης και στα δύο πλοία, εργαζόταν καθηµερινά επί 15 ώρες τουλάχιστον, κατά µέσον όρο, συµµετέχοντας στις παντός είδους εργασίες της ειδικότητας του, χωρίς ωστόσο να του καταβάλλεται η νόµιµη αµοιβή για την εργασία του αυτή, ούτε η ειδική αµοιβή για την εκ µέρους του µεταφορά των τροφίµων και των λοιπών εφοδίων του πρώτου εκ των ως άνω πλοίων στις αποθήκες αυτού, αλλά ούτε και οι εισφορές που, κατά ρητή µεταξύ τους συµφωνία, είχε αναλάβει η εφεσίβλητη να καταβάλει κατά το διάστηµα της εργασίας του στο ίδιο πλοίο στον ασφαλιστικό του φορέα και τον φορέα πρόνοιας για το χρονικό διάστηµα από 16.01.2014 έως 19.03.2014, όπως πράγματι είχε πράξει κατά το προγενέστερο χρονικό διάστηµα οπότε και κατέβαλλε κανονικά αυτές. Ότι επιπλέον η εφοπλίστρια εφεσίβλητη εναγομένη του οφείλει αναλογία επί του Δώρου Χριστουγέννων 2014, καθώς και τη διαφορά επί του µισθού ενός πλήρους µηνός, τον οποίον έπρεπε να του καταβάλει, κατά την απόλυση του, αµοιβαία συναινέσει, την 22.05.2014, από το πλοίο «ΚΠ». Ακολούθως, ο ήδη εκκαλών ναυτικός αιτήθηκε κυρίως µε βάση τις συµβάσεις εργασίας του και επικουρικά, ήτοι για την περίπτωση που αυτές για οιονδήποτε λόγο κριθούν άκυρες, µε βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισµού, και μετά τον παραδεκτό περιορισµό του αιτήματος της αγωγής, µε τη µερική τροπή του καταψηφιστικού της αιτήµατος σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εφοπλίστριας εργοδότριας εναγοµένης να του καταβάλει για οφειλόµενη υπερωριακή αµοιβή κατά το διάστηµα της απασχόλησης του στο πλοίο «CO» το χρηµατικό ποσό των 23.735,94 ευρώ και να υποχρεωθεί να του καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση για τις λοιπές ως άνω αιτίες το συνολικό χρηµατικό ποσό των 9.224,48 ευρώ, ενώ ζήτησε και το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προπεριγραφόμενη παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά, η οποία συνίσταται στην απασχόληση του µε εξαντλητικό ωράριο από την ήδη εφεσίβλητη εφοπλίστρια χωρίς να του καταβληθεί τη νόµιµη γι’ αυτή αµοιβή, και επίσης χωρίς να του καταβληθούν οι αναλογούσες στην απασχόληση του εισφορές κοινωνικής ασφάλισης στο ΝΑΤ. Αιτήθηκε όλα τα ανωτέρω νοµιµότοκα από το χρόνο που κάθε επιµέρους απαίτηση του κατέστη ληξιπρόθεσµη και απαιτητή, άλλως από το χρόνο της τελευταίας απόλυσης του από έκαστο πλοίο, ειδικά δε ως προς την αξίωση της χρηµατικής του ικανοποίησης από το χρόνο επίδοσης της αγωγής. Η εναγομένη ήδη εφεσίβλητη αρνήθηκε την ιδιότητα της εφοπλίστριας δηλαδή τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης, ισχυριζόμενη ότι είναι η χρονοναυλώτρια του πρώτου πλοίου (OC) του οποίου η εκναυλώτρια είχε τη ναυτική διεύθυνση και εκμετάλλευση, ότι οποιαδήποτε αξίωση για υπερωριακή εργασία στο ΚΠ του έτους 2013 έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή και περαιτέρω αρνήθηκε όλα τα αγωγικά κονδύλια ισχυριζόμενη ότι δεν υφίσταται καμία αξίωση για υπερωριακή εργασία και για ειδική αμοιβή διότι ούτε υπερωρίες ούτε μεταφορά τροφίμων πραγματοποιήθηκαν από τον ήδη εκκαλούντα ναυτικό, οποιαδήποτε δε επιπλέον εργασία εξοφλήθηκε σε κάθε περίπτωση με την καταβολή του κλειστού μισθού και ότι οι ασφαλιστικές εισφορές που αφορούσαν το OC καταβλήθηκαν στον ιταλικό φορέα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, πλην του κονδυλίου περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και στη συνέχεια τη δέχθηκε μόνο ως προς το αιτηθέν κονδύλι περί αποζημίωσης δεχόμενο αφενός ότι η εναγομένη ήδη εφεσίβλητη δεν ήταν η εφοπλίστρια του πλοίου, αφετέρου ότι οι αξιώσεις που αφορούσαν το έτος του 2013 παραγράφηκαν και ότι σε κάθε περίπτωση το διάστημα που ακολούθησε δεν τελέστηκε υπερωριακή απασχόληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο ήδη εκκαλών ενάγων με την κρινόμενη έφεση του και τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και σχετικά και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή του στο σύνολο της.

Μόνον η μη πληρωμή των νόμιμων αποδοχών δεν συνιστά αδικοπραξία, διότι η παράλειψη του υπόχρεου προς πληρωμή αυτών δεν οδηγεί σε απώλεια τους, ώστε ο δικαιούχος να υφίσταται περιουσιακή ζημία, αλλά αντιθέτως, ο τελευταίος μπορεί να τα διεκδικήσει με ευθεία αγωγή (άρθρο μόνο Α.Ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δ παρ. 1 του Ν. 2336/1995, ΑΠ 259/1981 ΝοΒ 29.1486, ΕφΑθ 7982/2000 ΕλλΔνη 2002.806, ΕφΘεσ 3200/1998 ΔΕΕ 1999.429). Ειδικότερα η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ μόνο για τη ζημία, που υπέστη από το ως άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του – η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους, σε κάθε περίπτωση, τόκους υπερημερίας (άρθρο 346 ΑΚ) – και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση (βλ. πάγια νομολογία, ΑΠ 1017/2008 ΝοΒ 2008.2139, ΑΠ 1436/2002 ΕλλΔνη 2004.757, ΕφΙωαν 264/2006 ΕΕργΔ 2007.93. ΕφΠειρ 892/2005 ΠειρΝομ 2005.507, ΕφΘεσ 584/2005 ΔΕΕ 2006.89), ενώ ακόμη και η άκυρη απόλυση του μισθωτού είτε για τυπικούς λόγους είτε λόγω παράβασης του άρθρου 281 ΑΚ δεν συνιστά καθαυτή προσβολή της προσωπικότητας αυτού, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει κατά τα άρθρα 59 και 932 του ΑΚ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΕφΑθ 5592/1999 ΕλλΔνη 2000.1402). Με τον τρίτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών ναυτικός παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο το αγωγικό αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών που αφορούσαν υπερωριακή απασχόληση, ακολουθώντας το σύστημα της μη χορήγησης σε αυτόν αντιγράφων λογαριασμού μισθοδοσίας, μεθόδευση που είχε ως αποτέλεσμα αυτός να μην γνωρίζει το ύψος των καταβαλλόμενων αποδοχών και για ποια αιτία σε συνδυασμό με τη μη καταβολή των οφειλομένων εισφορών στο ΝΑΤ. Για το δεύτερο σκέλος του σχετικού λόγου εφέσεως θα γίνει αναφορά παρακάτω, όμως το πρώτο σκέλος αυτού είναι απορριπτέο ως αβάσιμο καθόσον όπως προαναφέρθηκε η μη πληρωμή των νόμιμων αποδοχών δεν συνιστά αδικοπραξία, διότι η παράλειψη του υπόχρεου προς πληρωμή αυτών δεν οδηγεί σε απώλεια τους και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή των διατάξεων περί προσβολής προσωπικότητας.   Από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 20,71, ΕφΠειρ 762/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 350/1996 Νομ. Ναυτ. Τμ. ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 199). Ειδικότερα, κατά την έννοια των 105-106 του ΚΙΝΔ, ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Εξ άλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος. Ο κύριος του πλοίου, για να ανατρέψει το τεκμήριο, πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει, όχι μόνο ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται άλλος, αλλά και ότι ο τρίτος γνώριζε αυτό όταν συνήπτε με τον πλοίαρχο τη σύμβαση και στην περίπτωση που ενδιαφέρει τη σύμβαση ναυτολόγησης. Τούτο διότι οι πιο πάνω διατυπώσεις δημοσιότητας σκοπό έχουν να προστατέψουν τους τρίτους, που επισήμως λαμβάνουν γνώση της μεταβολής και ως εκ τούτου η μη τήρησή τους δημιουργεί σε αυτούς την εντύπωση ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται ο ίδιος, που δεν τις τήρησε (ΑΠ 776/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝΔ 2013.190, ΕφΠειρ 110/2013, ΕφΠειρ 764/2012, ΕφΠειρ 624/2012, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 259/2012, ΕφΠειρ 468/2011, ΕφΠειρ 327/2011, ΕφΠειρ 114/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 19/1998 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης είναι και η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (bareboat charter ή charter by damise, affretement, coguenue), κατά την οποία ο εκναυλωτής θέτει έναντι ανταλλάγματος στη διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό (βλ. Αλίκη Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2007, τόμος 2ος παρ.115, σελ. 20). Στην έννοια της χρήσης περιλαμβάνεται κάθε νόμιμος τρόπος εκμετάλλευσης του πλοίου από τους γνωστούς στο ναυτικό δίκαιο και στη ναυτιλιακή πρακτική, το είδος δε αυτό της ναύλωσης προσομοιάζει, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, με απλή μίσθωση πράγματος οι διατάξεις της οποίας (574 επ. ΑΚ) εφαρμόζονται και στη χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (Εφ.Πειρ. 452/2008 Ε.Εμπ.Δ. 2009, σελ. 645, Εφ.Πειρ. 882/2000 ΕΝΔ 2001, 122, Εφ. Πειρ. 2/1998 Ε.Εμπ.Δ. 1998, 121, Αλίκη Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2007, τόμ. 2ος , παρ. 116, σελ. 26, Γράββαρης: Η μίσθωση γυμνού πλοίου Ε.Εμπ.Δ 1980, σελ. 4 επ.). Αντιθέτως εάν την τακτική διαχείριση του πλοίου διατήρησε ο εκναυλωτής (απλή χρονοναύλωση), αυτός εξακολουθεί να είναι ο πλοιοκτήτης και να φέρει τους κινδύνους από την εκμετάλλευση του πλοίου με όλη την περιουσία του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμετάλλευσης αυτής. Έτσι, οι συμβάσεις που συνάπτονται από το χρονοναυλωτή ή τον πλοίαρχο του χρονοναυλωμένου πλοίου με τρίτους, δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, έστω και εάν έχουν συναφθεί για λογαριασμό αποκλειστικά του χρονοναυλωτή σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσύμφωνου [βλ. Ρόκα, Ναυτ. Δικ. 1968, σελ. 158-159, Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτ. Δικ. 1989, σελ. 68-69, Δελούκα, Ναυτ. Δικ. 1979, σελ 253, ΑΠ 624/1968 ΝοΒ 17.300, ΠΠΠειρ 624/1994 ΕΝΔ 23.509 και ιδίως 513, ΠΠΠειρ 1486/1983 ΕΝΔ 2.65 και ιδίως 67].

Από την εκτίμηση από το δικαστήριο αυτό των αποδεικτικών μέσων που νομίμως προσκομίζονται με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ και ειδικότερα όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα έγγραφα είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα με αριθμό ………/02.12.2015 και ……../01.12.2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου (η πρώτη ενώπιον του συμβολαιογράφου Αιγίου ….. και η δεύτερη ενώπιον της συμβολαιογράφου Κρανιδίου Αργολίδας ……), που δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό …../26.11.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ηρακλείου ………. και τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από την εφεσίβλητη με αριθμό …../12.11.2015,  …./19.11.2015 και …./20.11.2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφων (η πρώτη ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης ……. και οι επόμενες ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών …..), που δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τις με αριθμό ……./16.11.2015 και ……/09.11.2015 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ….., τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας, τις ομολογίες των διαδίκων μερών σχετικά με το χρόνο ναυτολόγησης του εκκαλούντος πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Ο εκκαλών Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο υπό ιταλική σημαία, Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «CO», με αριθμό νηολογίου Παλέρμο …, κόρων ολικής χωρητικότητας 54.310, με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, από τον Πλοίαρχο του πλοίου, στις 20.11.2012, 07.03.2013, 10.10.2013, 16.01.2014, στο λιμάνι της Πάτρας, όπως αποδεικνύεται από το ναυτικό φυλλάδιο αυτού, απασχολήθηκε δε δυνάμει αυτών, με την ειδικότητα του βοηθού φροντιστή, έως τις 22.01.2013, 04.09.2013, 04.12.2013 και 19.03.2014, αντίστοιχα, οπότε απολύθηκε, στο ίδιο λιμάνι, «αμοιβαία συναινέσει» του Πλοιάρχου και του ιδίου. Η εφεσίβλητη είχε χρονοναυλώσει το προαναφερόμενο πλοίο με το από 11.06.2010, σύμφωνο χρονοναύλωσης, όπως τροποποιήθηκε και η ισχύς του παρατάθηκε με το πρώτο Παράρτημα της 23.09.2010, δεύτερο Παράρτημα της 30.09.2011, τρίτο Παράρτημα της 11.10.2012, τέταρτο Παράρτημα της 18.07.2013, πέμπτο Παράρτημα της 10.12.2013, έκτο Παράρτημα της 01.01.2014, έβδομο Παράρτημα της 30.09.2014, όγδοο Παράρτημα της 30.12.2014 και ένατο Παράρτημα της 24.09.2015 από την εταιρία με την επωνυμία ………, με έδρα το … Ιταλίας. Η μίσθωση του ανωτέρω πλοίου παρατάθηκε με τα ως άνω συμπληρωματικά ναυλοσύμφωνα έως και την 31.12.2015, με ευχέρεια της ναυλώτριας για παράταση ή σύντμηση της διάρκειας αυτής επί είκοσι ημέρες, αντί του συνομολογηθέντος μεταξύ των μερών ναύλου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εκναυλώτρια του πλοίου «CO» διατήρησε τον επιχειρηματικό κίνδυνο δηλαδή την εκμετάλλευση του πλοίου μέσω της ναυλώτριας εφεσίβλητης, και αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία είχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα την ιδιότητα εφοπλίστριας του πλοίου. Και τούτο διότι πρωτίστως αυτή δεν προέβη στη σχετική δήλωση εφοπλισμού του πλοίου στην αρμόδια λιμενική αρχή, από κοινού με την ιδιοκτήτρια του πλοίου, κατ’ άρθρο 105 ΚΙΝΔ, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται πρωτίστως ότι η ιταλική εταιρία ……. κυρία του πλοίου είναι και η πλοιοκτήτρια και το εκμεταλλεύεται το πλοίο για λογαριασμό της. Επιπλέον όμως από το προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως σε μετάφραση ναυλοσύμφωνο αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε, όπως το πλοίο, κατά την παράδοση του στη ναυλώτρια, να είναι έτοιμο να δεχθεί φορτίο, περιλαμβανομένων αυτοκινήτων, λεωφορείων, ρυμουλκούμενων, φορτηγών, ανοιχτών φορτηγών και επιβάτες. Αυτό επίσης συμφωνήθηκε ότι θα έχει καθαρά αμπάρια, γκαράζ, καταλύματα επιβατών και κοινόχρηστους χώρους, και θα είναι ικανό, δυνατό και από κάθε άποψη κατάλληλο για τις προβλεπόμενες υπηρεσίες. Επίσης ότι θα διαθέτει πλήρη πιστοποιητικά κλάσης και επίσημα πιστοποιητικά χωρίς περιορισμούς, με ισχύ ικανή να λειτουργεί τον πλήρη εξοπλισμό του ταυτόχρονα και με πλήρες πλήρωμα, Πλοίαρχο, αξιωματικούς και πλήρωμα για σκάφος τέτοιου τύπου και μεγέθους οι οποίοι να απασχολούνται με την νόμιμη μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών μεταξύ ασφαλών λιμανιών της Ελλάδας και της Ιταλίας καθ’ υπόδειξη της ναυλώτριας και των πρακτόρων της (βλ. σχετικό άρθρο 2 ναυλοσυμφώνου). Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι η πλοιοκτήτρια ιταλική εταιρία θα παρέχει την ασφάλιση του πλοίου την οποία και θα πληρώνει έναντι κινδύνων θαλάσσιων, πολέμου καθώς και αλληλασφάλισης (Ρ&Ι) και για όλες τις προμήθειες για το κατάστρωμα, το μηχανοστάσιο και όλα τα άλλα απαραίτητα εφόδια, περιλαμβανομένων του νερού του λέβητα, αναλώσιμα και χημικά που χρησιμοποιούνται στο κατάστρωμα, στις μηχανές, λιπαντικά και για όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην παρ. 7 και για όλες τις προμήθειες για την καμπίνα, το κατάστρωμα, το μηχανοστάσιο και όλα τα απαραίτητα εφόδια, συμπεριλαμβανομένου του νερού λέβητα, και κυρίως συμφωνήθηκε ότι η πλοιοκτήτρια θα κατέβαλε τους μισθούς του ναυτολογημένου πληρώματος, τα προξενικά τέλη, τα έξοδα απόλυσης του Πλοιάρχου, των αξιωματικών και των μελών του πληρώματος καθώς και τα έξοδα για τις λιμενικές υπηρεσίες που τα αφορούν. Επίσης η πλοιοκτήτρια ιταλική εταιρία με έδρα το … θα ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί την κατηγορία του πλοίου και να συντηρεί σε άριστη κατάσταση τη γάστρα του, τις μηχανές και τον εξοπλισμό, τις ράμπες, τις πόρτες, τους ανελκυστήρες καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του, ενώ θα το διατηρούσε πάντα πλήρως επανδρωμένο με αξιωματικούς και πλήρωμα. Το πλοίο κατά την παράδοση στη ναυλώτρια ήταν κατάλληλα εξοπλισμένο με λευκά είδη καθώς και όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό/σκεύη/επίπλωση για να λειτουργήσει στους τομείς της ανάπαυσης, του μπαρ, του μαγειρείου και των καμπινών, καλύπτοντας την πλήρη χωρητικότητα του πλοίου σε επιβάτες και πλήρωμα για ημερήσια και νυχτερινά ταξίδια (βλ. σχετικό άρθρο 6 του ναυλοσυμφώνου). Επίσης ο πλοίαρχος θα διοριζόταν πάντα από την ιταλική εταιρία θα ήταν γνώστης της αγγλικής αλλά βέβαια θα ήταν υποχρεωμένος να  συμμορφώνεται με τις εντολές και οδηγίες της ναυλώτριας σε ότι αφορά την εμπορική χρήση του πλοίου προφανώς για την ομαλότερη άσκηση της επιχείρησης εκ μέρους της πλοιοκτήτριας. Στο άρθρο 8 του ναυλοσυμφώνου ορίστηκε επίσης ότι εκτός και αν συμφωνηθεί διαφορετικά η φόρτωση/το δέσιμο/ το λύσιμο/ η ασφάλιση/ η απασφάλιση/ η εκφόρτωση κοντέινερ, ψυγείων, ρυμουλκούμενων, φορτηγών, λεωφορείων, τροχόσπιτων ή αυτοκινήτων θα διεξάγεται από την πλοιοκτήτρια υπό την επίβλεψη και ευθύνη του πλοιάρχου και η πλοιοκτήτρια θα αποζημιώνει τη ναυλώτρια για οποιαδήποτε απώλεια, ζημία, ευθύνη, κόστος ή έξοδα οποιασδήποτε φύσεως την επιβαρύνουν οφειλόμενα σε πράξη ή παράλειψη του πλοιάρχου και/ή του πληρώματος σε σχέση με τα προαναφερόμενα καθήκοντα της φόρτωσης. Συνεπώς από το ίδιο περιεχόμενο του ως άνω συμφώνου χρονοναύλωσης συνάγεται ότι δεν καταρτίστηκε από την εφεσιβλητη σύμβαση ναυλώσεως γυμνού πλοίου, αλλά αντίθετα η πλοιοκτήτρια προαναφερόμενη εταιρία με έδρα το …. εκναύλωσε το ως άνω πλοίο επανδρωμένο, με πλήρες πλήρωμα, διατηρώντας η ίδια την υποχρέωση ασφάλισης του πλοίου, κάλυψης των προμηθειών και εξόδων του, καταβολής των μισθών και εξόδων απόλυσης του πληρώματος, παρέχοντας στην εφεσίβλητη το δικαίωμα παροχής εντολών προς τον Πλοίαρχο (τον οποία η ίδια η πλοιοκτήτρια διόριζε και έπαυε) μόνον ως προς την εμπορική χρήση του πλοίου, όχι δε και ως προς τη ναυσιπλοΐα αυτού. Επιπλέον οι ναυτολογήσεις του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου γίνονταν από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, η οποία είχε την ευθύνη πληρωμής και ασφάλισης των ναυτικών, η μισθοδοσία δε των τελευταίων γινόταν από την εφεσίβλητη, κατόπιν σχετικής συμφωνίας με την πλοιοκτήτρια, με καταβολές σε τραπεζικού; λογαριασμούς στην Εθνική Τράπεζα, οι οποίες ωστόσο αφαιρούνταν ακολούθως από τον οφειλόμενο στην πλοιοκτήτρια ναύλο. Εξάλλου από την από 16.01.2014 έγγραφη σύμβαση ναυτολόγησης του εκκαλούντος, η οποία συνετάγη στην ιταλική και στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζεται από την εφεσίβλητη σε νόμιμη μετάφραση, στην οποία φέρεται ως αντισυμβαλλόμενη του εκκαλούντος η προαναφερόμενη κυρία του πλοίου, προκύπτει σαφώς και η γνώση του τελευταίου ως προς την ταυτότητα της εργοδότριας εταιρίας, γνώση που συνέτρεχε εξάλλου και κατά την εργασία του δυνάμει των προηγούμενων συμβάσεων, καθώς η χρονοναύλωση του εν λόγω πλοίου ήταν γεγονός γνωστό στο πλήρωμα του πλοίου ο δε Πλοίαρχος και οι αξιωματικοί γέφυρας ήταν ιταλικής υπηκοότητας, ενώ οι συμβάσεις εργασίας των Ελλήνων ναυτικών διέπονταν από το ιταλικό δίκαιο. Το γεγονός ότι οι ναυτολογημένοι στο ανωτέρω πλοίο Έλληνες λάμβαναν αποδοχές με γνώμονα τις ελληνικές συλλογικές συμβάσεις οφείλεται σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση της ………. στο γεγονός ότι έγινε μετά από αίτημα των συνδικαλιστικών φορέων, ρητή πρόβλεψη στο από 11.6.2010 ναυλοσύμφωνο μεταξύ πλοιοκτήτριας και ναυλώτριας ώστε για την πληρωμή των ναυτικών να τηρηθεί ο κανονισμός εργασίας των …. γραμμών, ώστε να λαμβάνουν οι Έλληνες ναυτικοί κλειστό μισθό ώστε οι καθαρές αποδοχές τους να μην υπολείπονταν αποδοχών της Ελληνικής Συλλογικής Σύμβασης εργασίας πληρωμάτων Μεσογειακών και τουριστικών πλοίων, με αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ειδικότητα του εκκαλούντος η συμφωνία να περιλαμβάνει κλειστή αμοιβή 125 υπερωριών και ποσοστό 1,5% επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων κα του self service. Σε αντίθετο αποδεικτικά συµπέρασµα περί εφοπλισμού της εφεσίβλητης παρά τα ανωτέρω δεν µπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους τα παραστατικά της εκκαθαρίσεως των αποδοχών του πληρώµατος του OC από το τµήµα µισθοδοσίας του λογιστηρίου της εφεσίβλητης, ούτε φυσικά η παρουσίαση του πλοίου ως µονάδας του στόλου της εφεσίβλητης στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο (την οποία προσκομίζει ο εκκαλών) για τους εξής λόγους: α) Η εκκαθάριση των αποδοχών των εργαζοµένων στο πλοίο οι οποίοι αμείβονταν με γνώμονα τις ρυθµίσεις Ελληνικής συλλογικής συµβάσεως εργασίας, μετά τη ρητή συμφωνία για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, είναι φυσικό να γίνεται από το αρµόδιο τµήµα του λογιστηρίου της εφεσίβλητης, τα στελέχη του οποίου ήταν εξοικειωµένα στο χειρισµό αυτής (σσνε) ενόψει µάλιστα και του γεγονότος ότι αµφότερες (εφεσίβλητη και πλοιοκτήτρια) ανήκαν στον ίδιο όµιλο επιχειρήσεων. β) Η εµφάνιση του πλοίου ως ανήκοντος στον στόλο της εφεσίβλητης στην ιστοσελίδα αυτής στο διαδίκτυο προφανώς έλαβε χώρα για την προώθηση των πωλήσεών της, λόγω του υψηλού, από κάθε άποψη, επιπέδου του πλοίου, και όχι για τη δηµοσιοποίηση της νοµικής σχέσεώς της µε αυτό (πλοίο). Επομένως δεν αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η εναγομένη ήταν η εφοπλίστρια του προαναφερόμενου υπό ιταλική σημαία πλοίου και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η εφεσίβλητη δε νομιμοποιείται παθητικά ως προς τις αγωγικές αξιώσεις του εκκαλούντος, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο πρώτος περί του αντιθέτου σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την από 16.1.2014 σύμβαση εργασίας που υπέγραψε ο εκκαλών κατά τη ναυτολόγηση του από τον ιταλό πλοίαρχο παρουσία δύο υπάρχων μαρτύρων ιταλικής υπηκοότητας αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε η σύμβαση ναυτολόγησης να διέπεται από το ιταλικό δίκαιο, έγινε αναφορά σε συγκεκριμένη ιταλική συλλογική σύμβαση εργασίας του έτους 2007, ενώ συμφωνήθηκε περαιτέρω οι ασφαλιστικές και παροχές υγείας να παρέχονται από το ΙΝΑΙL/INPS. Βέβαια από τις σχετικές καταστάσεις μισθοδοσίας που προσκομίζει ο εκκαλών προκύπτει συνυπολογισμός εργαζομένου και εργοδότη μέχρι και τις 19.3.2014 και στο επίδομα εορτών Πάσχα, πλην όμως ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι μετά τον Ιανουάριο του 2014 αυτές δεν έχουν καταβληθεί. Σε κάθε περίπτωση με το άρθρο 11 του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αριθμό 883/2004 όπως ισχύει μετά τον κανονισμό 987/2009 που ισχύει από 9.10.2010, περί συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, (και ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 8 έχει αντικαταστήσει οποιαδήποτε σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας που εφαρμόζεται μεταξύ των κρατών μελών η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του) ορίζεται καταρχήν το απαράδεκτο συρροής παροχών υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Στην παράγραφο 3 της προαναφερόμενης διάταξης ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16, το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου (προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας), η μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα που ασκείται κανονικά σε πλοίο το οποίο ταξιδεύει στη θάλασσα υπό σημαία κράτους μέλους, θεωρείται ως δραστηριότητα που ασκείται σε αυτό το κράτος μέλος. Ωστόσο, το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε πλοίο υπό σημαία κράτους μέλους και αμείβεται για τη δραστηριότητα αυτή από επιχείρηση ή πρόσωπο του οποίου η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων του βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, εάν κατοικεί σε αυτό. Η επιχείρηση ή το πρόσωπο που καταβάλλει την αμοιβή θεωρείται ως εργοδότης για τους σκοπούς της εν λόγω νομοθεσίας. Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση πρωτίστως δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της εξαιρέσεως του δευτέρου εδαφίου της αμέσως προαναφερόμενης διάταξης, αφού όπως προαναφέρθηκε η πλοιοκτήτρια με έδρα το …. εκναύλωσε επανδρωμένο το υπό ιταλική σημαία πλοίο της και συνεπώς υπόχρεη για την καταβολή των εισφορών αυτών ήταν η ίδια η ιταλική εταιρία, διότι ήταν η εργοδότρια του εκκαλούντος στο πλοίο OC, ενώ η εφεσίβλητη ουδεμία υποχρέωση είχε αλλά ό,τι κατέβαλε το κατέβαλε για λογαριασμό της εργοδότριας. Σε κάθε περίπτωση η τύχη των ασφαλιστικών εισφορών που καταβλήθηκαν από την πλοιοκτήτρια εταιρία, κατά το χρόνο συνταξιοδότησης του εκκαλούντος θα καθοριστεί με βάση των προαναφερόμενο κανονισμό και από την τυχόν υπάρχουσα διμερή σύμβαση των δύο κρατών μελών (Ιταλίας στην οποία εδρεύει η πλοιοκτήτρια – εργοδότρια και Ελλάδα που κατοικεί ο εργαζόμενος και αιτηθείς τη σύνταξη). Τα ίδια προκύπτουν και από το προαναφερόμενο προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη έγγραφο του ΝΑΤ και του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, κατά το οποίο οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοίο που πλέει υπό τη σημαία κράτους μέλους, ασφαλίζονται δυνάμει της νομοθεσίας αυτού του κράτους μέλους, ενώ, όταν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτού ο ενδιαφερόμενος υπάγεται σε υποχρεωτική ασφάλιση στο εν λόγω κράτος μέλος (εν προκειμένω στον INPS), δεν δύναται να υπαχθεί σε σύστημα προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης άλλου κράτους μέλους. Επομένως και με δεδομένο ότι οι διατάξεις που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση είναι δημοσίου δικαίου ο δε ευρωπαϊκός κανονισμός που ισχύει άμεσα, αποτελεί υπέρτερη διάταξη των λοιπών ουσιαστικών νόμων αβασίμως ο εκκαλών παραπονείται και αλυσιτελώς ισχυρίζεται ότι υφίστατο σχετική ειδική συμφωνία του με την εφεσίβλητη περί καταβολής εισφορών στο ΝΑΤ για το χρονικό διάστημα μετά τις 16.1.2014 και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου εφέσεως με το οποίο υποβάλλεται παράπονο διότι απορρίφθηκε το σχετικό αγωγικό κονδύλι περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας του εκκαλούντο εκ της μη καταβολής των εργοδοτικών εισφορών είναι απορριπτέο πρωτίστως διότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Βοηθού Φροντιστή, την 11.05.2014, στο λιμάνι του Ηρακλείου Κρήτης, σε πλοίο πράγματι  πλοιοκτησίας της εφεσίβλητης, δηλαδή στο υπό ελληνική σημαία, Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΚΠ», κόρων ολικής χωρητικότητας 24.003, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην εφεσίβλητη. Δυνάμει της σύμβασης αυτής, η οποία διεπόταν από την ισχύουσα τότε ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων, όπως κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525/1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ ΒΊ664/24.06.2014), απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 22.05.2014, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει». Ο εκκαλών ισχυρίστηκε με την αγωγή του ότι παρείχε υπερωριακή απασχόληση εργαζόμενος επί 14ωρο καθημερινά όλο το διάστημα της ναυτολόγησης του συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και αργιών και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων απορρίπτοντας το σχετικό αγωγικό αίτημα που αφορούσε το διάστημα απασχόλησης του στο πλοίο ΚΠ και ακολούθως στον υπολογισμό του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης. Πλην όμως δεν προσκόμισε αποδεικτικά μέσα αναφορικά με την επικαλούμενη στο ΚΠ υπερωριακή απασχόληση καθώς οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε αφορούσαν την απασχόληση του στο πλοίο πλοιοκτησίας της ……… Ακόμη δε και αν ληφθεί υπόψη η ένορκη βεβαίωση του ….. που δόθηκε προς αντίκρουση της αγωγής του εκκαλούντος, ο οποίος καταθέτει ενόρκως ότι η υπερωριακή απασχόληση του βοηθού φροντιστή ανερχόταν το πολύ στις 2 με 2μιση ώρες ημερησίως, ενώ να σημειωθεί ότι από τις μισθοδοτικές καταστάσεις που προσκομίζονται από την εφεσίβλητη φέρεται να έχει εργαστεί πράγματι για 14 ώρες μόνο όμως το Σάββατο στις 17.5.2014, αυτή η υπερωριακή απασχόληση έχει εξοφληθεί με την καταβολή του κλειστού μισθού που κάλυπτε 23 υπερωρίες τις καθημερινές και 35 υπερωρίες για την απασχόληση του τα Σάββατα αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση καταβλήθηκε το ποσό των 307,23 ευρώ. Επομένως τόσο ο υπολογισμός της αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων αλλά και της αποζημίωσης απολύσεως του δεν έπρεπε να γίνει με την προσαύξηση υπερωριακής εργασίας 14 ωρών ημερησίως, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών με τους τέταρτο, πέμπτο και έκτο λόγο έφεσης οι οποίοι είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατόπιν των ανωτέρω και επειδή δεν υφίστανται προς εξέταση άλλοι λόγοι εφέσεως πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η κρινομένη με αριθμό …/2017 (…./2017 ειδικός αριθμός) έφεση κατά της 330/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …/2015 (…./2015) αγωγής του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος. Τέλος επειδή ο εκκαλών ηττήθηκε, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ   ΛΟΓΟΥΣ   ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την κρινομένη με αριθμό …/2017 (…/2017 ειδικός αριθμός) έφεση κατά της 330/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …./2015 (…./2015) αγωγής του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος.

Δέχεται την έφεση τυπικά και

Απορρίπτει αυτή κατ’ουσίαν

Επιβάλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600) για κάθε εφεσίβλητο

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  23 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ