ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Απόφασης 55 /2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————-
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’αριθμ.4762/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος του ανωτέρω εκκαλούντος ασκηθείσα από 5.11.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./6.11.2014) αγωγή του εφεσιβλήτου, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται α) διεκδικητική της κυριότητας οριζόντιας ιδιοκτησίας πολυώροφης οικοδομής αγωγή και β) αγωγή επιδίκασης αποζημίωσης για την αποκατάσταση της αναφερομένης στο δικόγραφο περιουσιακής (θετικής και αποθετικής) ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη ο ενάγων, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της κυριότητάς του επί του επιδίκου ακινήτου από τον εναγόμενο, που το κατέλαβε και το κατέχει άνευ δικαιώματος, αποβάλλοντας αυθαίρετα τον ενάγοντα από τη νομή του, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, άλλως επικουρικώς, όσον αφορά στην περιουσιακή ζημία του ενάγοντος στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και, αφενός μεν αναγνωρίσθηκε ο ενάγων κύριος με παράγωγο τρόπο του ακινήτου αυτού και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να του το αποδώσει, αφετέρου δε υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 14.873,15 ευρώ, με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 22.2.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./22.2.2016), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, με την επιμέλεια του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 29.1.2016, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……../29.1.2016 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……., και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 5.11.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/6.11.2014) αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι κατέστη με παράγωγο τρόπο κύριος της ειδικότερα περιγραφομένης στο δικόγραφο αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του πρώτου ορόφου πολυώροφης οικοδομής, κειμένης στη …. Αττικής, ως εξ ιδιόγραφης διαθήκης – νόμιμα δημοσιευθείσας – κληρονόμος του αποβιώσαντος στις 2.11.1999 και εν ζωή κυρίου του ακινήτου αυτού πατρός του ………, την επαχθείσα προς αυτόν κληρονομία του οποίου αποδέχθηκε με δήλωσή του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ………, συνταχθείσας σχετικά της υπ’αριθμ……/2009 πράξης της τελευταίας, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, ότι ο εναγόμενος – αδελφός του, μετά το θάνατο του πατρός τους το έτος 1999 κατά τα προεκτεθέντα, κατέλαβε το ανωτέρω ακίνητο και έκτοτε το κατέχει άνευ δικαιώματος και εναντίον της θέλησής του, χρησιμοποιώντας το ως κύρια και μόνιμη κατοικία του, αποβάλλοντας τον ίδιο αυθαίρετα από τη νομή του, και αρνούμενος να του το αποδώσει, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του, προφορικώς, αλλά και εγγράφως, διά της επίδοσης σ’αυτόν της από 31.7.2009 σχετικής εξώδικης δήλωσής του, καθώς και ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της κυριότητάς του επί του ακινήτου αυτού υπέστη περιουσιακή ζημία (θετική και αποθετική) και ηθική βλάβη, ζήτησε, αφενός μεν ν’αναγνωρισθεί η κυριότητά του επί του επιδίκου, την αξία του οποίου προσδιορίζει στο ποσό των 50.912 ευρώ, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του αποδώσει, διατασσομένης, σε περίπτωση μη οικειοθελούς συμμόρφωσής του, της αποβολής του, ώστε να εγκατασταθεί ο ίδιος σ’αυτό, και ν’απαγορευθεί στον εναγόμενο κάθε μελλοντική προσβολή της κυριότητάς του, απειλουμένων σε βάρος του για την περίπτωση αυτή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, αφετέρου δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περουσιακής ζημίας του α) το συνολικό ποσό των 13.000 ευρώ, που αφορά στα μηνιαία μισθώματα του χρονικού διαστήματος Αύγουστος έως Δεκέμβριος του έτους 2009, και των ετών 2010 έως 2014, τα οποία θα αποκέρδαινε με πιθανότητα και σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων εάν εξεμίσθωνε το ακίνητο, πλην όμως απώλεσε, εφόσον ο εναγόμενος το έχει καταλάβει και το κατακρατεί άνευ δικαιώματος, κατά τα αναλυτικά στην αγωγή εκτιθέμενα, β) το ποσό των 1.273,15 ευρώ, που αφορά στην αξία του καταναλωθέντος ηλεκτρικού ρεύματος του εν λόγω διαμερίσματος, και το ποσό των 400 ευρώ σε δημοτικά τέλη αυτού, ήτοι συνολικά το ποσό των 14.673,15 ευρώ, κυρίως μεν κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, άλλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι κατά το ποσό αυτό αυτό ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της δικής του περιουσίας, καθώς και το ποσό των 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που αυτός (ενάγων) υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αντιδίκου του, και συνολικά το ποσό των 16.173,15 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, και να καταδικασθεί αυτός στη δικαστική του δαπάνη. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.4762/2015 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η αγωγή έχει εμπρόθεσμα καταχωρηθεί στα κτηματολογικά φύλλα του επιδίκου ακινήτου και απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του εναγομένου, καθώς και απορρίφθηκαν ως μη νόμιμη η επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού αναφορικά με το αίτημα της επιδίκασης στον ενάγοντα αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, καθώς και ως μη νόμιμα τα αιτήματα περί επιβολής στον εναγόμενο της υποχρέωσης να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή της κυριότητας του ενάγοντος με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, αλλά και η ένσταση του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, ακολούθως, κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, και αφενός μεν αναγνωρίσθηκε ο ενάγων κύριος του επιδίκου διαμερίσματος και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος, ως προς τον οποίο έγινε δεκτό ότι το κατέλαβε και το κατέχει άνευ δικαιώματος, κατοικώντας σ’αυτό, να του το αποδώσει, αφετέρου δε υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας (θετικής και αποθετικής), ειδικότερα συνισταμένης στα απολεσθέντα εισοδήματά του εκ της αδυναμίας του να εκμισθώσει το ακίνητό του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αφού αποβλήθηκε από τη νομή του, στην αξία του καταναλωθέντος στο ακίνητο ηλεκτρικού ρεύματος και στα δημοτικά τέλη αυτού, το συνολικό ποσό των 14.673,15 ευρώ, και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της κυριότητάς του, το ποσό των 200 ευρώ, αμφότερα αυτά κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ήτοι συνολικά το ποσό των 14.873,15 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ενώ επιβλήθηκε σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 2.600 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, καθ’ό μέρος τον βλάπτει, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο του ενδίκου μέσου λόγους, που, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί εμπρόθεσμης καταχώρησης της αγωγής στα κτηματολογικά φύλλα του ακινήτου, ως προς τη σιωπηρή απόρριψη των περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου προβληθεισών αιτιάσεών του, ως προς την κρίση του περί απόρριψης ως μη νόμιμης της ένστασής του καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, καθώς και ως προς το ύψος της επιδικασθείσας σε βάρος του δικαστικής δαπάνης, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στην ουσία της υπόθεσης, διότι, όπως ισχυρίζεται, ουδέποτε αμφισβήτησε το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, ούτε κατέλαβε το ακίνητο αυτό, στο οποίο άλλωστε ουδέποτε κατοικούσε, αφού ήδη από το έτος 2003 συμβιώνει με τη σύντροφό του στην οικία της τελευταίας, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής του και κατ’ουσίαν, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση εξαρχής, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά το άρθρο 1094 του ΑΚ, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1099 του ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ, 297, 298 του ΑΚ). Η αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή καλύπτει κάθε ζημία του κυρίου του πράγματος, άρα και το διαφυγόν κέρδος, και προϋποθέτει πταίσμα του εναγομένου. Για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αγωγικής ευθύνης απαιτείται η συνδρομή και της υπαιτιότητας στο πρόσωπο του εναγομένου νομέα. Κτήση δε της νομής με παράνομη πράξη αποτελεί κάθε ενέργεια εναντίον της θέλησης του κυρίου (άρθρο 984 παρ.1 του ΑΚ), με την οποία συντελείται η αφαίρεση της νομής του, ανεξάρτητα εάν ο αφαιρέσας τελεί ή όχι σε καλή πίστη και αν η ενέργεια, με την οποία συντελέστηκε η παράνομη κτήση, αποτελεί ή όχι αξιόποινη πράξη. Η παρεχόμενη από την εν λόγω διάταξη αγωγή δεν έχει ως θεμέλιο την βλάβη της νομής του ενάγοντος, αλλά απορρέει από το δικαίωμα της κυριότητάς του. Δικαιούχος της αξίωσης είναι ο κύριος του πράγματος κατά το χρόνο της παράνομης αφαίρεσης της νομής. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι εκτός από την υπαιτιότητα του υπόχρεου, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση, έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Στην έννοια της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται τόσο η αμέλεια, όσο και ο δόλος. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη, αντιβαίνουσα σε απαγορευτική διάταξη νόμου, όπως επί προσβολής απόλυτου δικαιώματος, όπως εκείνο της κυριότητας (άρθρο 1000 του ΑΚ), ή στο όλο πνεύμα του δικαίου και τις επιταγές της έννομης τάξης, και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανές και μπορούσαν αντικειμενικά να επιφέρουν, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 932 εδαφ.α΄του ΑΚ “σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης”. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει με ελεύθερη κρίση το εύλογο ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα περιστατικά (βαθμός πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών) με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη (ΑΠ 2201/2013, ΑΠ 71/2011, ΑΠ 624/2011, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος).
Το δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ………. (του ενάγοντος) και ……… (του εναγομένου), που δόθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις προσκομιζόμενες στον πρώτο βαθμό καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία του εναγομένου, μαρτύρων …… και ………, οι οποίες λήφθηκαν μετά από τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, ήτοι κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος, σύμφωνα με την υπ’αριθμ…../19.5.2015 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείου Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……., περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. …. κι ……/25.5.2015 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ……., γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, πλην της από 31.5.2015 δήλωσης των σ’αυτήν αναφερομένων δέκα (10) φυσικών προσώπων, καθόσον αποτελεί ανεπίπρεπτο αποδεικτικό μέσο, διότι αποτελεί μαρτυρία τρίτων, που δόθηκε, χωρίς να τηρηθούν οι για την εξέταση των μαρτύρων ή τη λήψη ένορκων βεβαιώσεων δικονομικές διατάξεις, και, επομένως, δε λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 28.629), και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την εκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων κατέστη με παράγωγο τρόπο, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, πλήρης και αποκλειστικός κύριος του επιδίκου ακινήτου, ήτοι μίας αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος), του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου νόμιμα υπαχθείσας στο σύστημα της οροφοκτησίας οικοδομής, κειμένης στη …. Αττικής, στον … «…..΄», επί της οδού …. στον αριθμό …. αυτής, και ανεγερθείσας επί οικοπέδου, έκτασης 240,63 τ.μ, η οποία (οριζόντια ιδιοκτησία) έχει επιφάνεια 54,62 τ.μ. και ποσοστό συγκυριότητας στο οικόπεδο και στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής 90/000. Αποδείχθηκε ειδικότερα ότι αυτός απέκτησε την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου ως κληρονόμος του αποβιώσαντος στις 2.11.1999 και εν ζωή κυρίου αυτού – πατρός του ……….., δυνάμει της από 7.10.1997 ιδιόγραφης διαθήκης του τελευταίου, η οποία έχει νόμιμα δημοσιευθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με το υπ’αριθμ.430/11.4.2008 πρακτικό του, την επαχθείσα προς αυτόν κληρονομία του οποίου έχει αποδεχθεί με δήλωσή του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κορυδαλλού . …., συνταχθείσας σχετικώς της υπ’αριθμ. ……/23.6.2009 πράξης της τελευταίας, που έχει νόμιμα καταχωρηθεί στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο ενάγων ότι ο εναγόμενος – αδελφός του (πλήρης και αποκλειστικός κύριος ενός καταστήματος του ισογείου ορόφου της αυτής οικοδομής, επίσης ως κληρονόμος του αποβιώσαντος πατρός τους, δυνάμει της ιδίας ιδιόγραφης διαθήκης του τελευταίου, την επαχθείσα προς αυτόν κληρονομία του οποίου έχει με τη σειρά του αποδεχθεί με δήλωσή του ενώπιον της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, συνταχθείσας σχετικώς της υπ’αριθμ. ……/13.6.2008 πράξης της τελευταίας, που έχει νόμιμα καταχωρηθεί στα οικεία κτηματολογικά φύλλα), έχει από το θάνατο του πατρός τους το έτος 1999 αυθαίρετα καταλάβει το επίδικο διαμέρισμα, το οποίο χρησιμοποιεί έκτοτε ως κύρια και μόνιμη κατοικία του, και εξακολουθεί να το κατέχει άνευ δικαιώματος, έχοντας αποβάλει τον ίδιο από τη νομή του, και αρνείται να του το αποδώσει, παρότι πλειστάκις προφορικώς, αλλά και άπαξ εγγράφως οχληθείς, προσβάλλοντας, συνεπώς, παράνομα και υπαίτια το επ’αυτού απόλυτο δικαίωμα κυριότητάς του, με αποτέλεσμα από την προεκτεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου του να έχει υποστεί την αναφερόμενη στο δικόγραφο της αγωγής του περιουσιακή ζημία (θετική και αποθετική), που ανάγεται στο χρονικό διάστημα των ετών 2009 -2014, αλλά και ηθική βλάβη, ζητώντας εξ αυτού του λόγου την επιδίκαση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Πλην όμως ο ανωτέρω αγωγικός ισχυρισμός δεν αποδείχθηκε σε βαθμό σχηματισμού στο παρόν Δικαστήριο πλήρους δικανικής περί αυτού πεποίθησης, διότι ο ενάγων, που τον προέβαλε, δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος απόδειξής του. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ο οποίος επί σειρά ετών και μέχρι τις αρχές του έτους 2015, διατηρούσε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος (εστίασης) στο ισόγειο κατάστημα της ανωτέρω οικοδομής, που απέκτησε κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα ως εκ διαθήκης κληρονόμος του αποβιώσαντος πατρός του, κατά τα προεκτεθέντα, ουδέποτε αμφισβήτησε, λόγω ή έργω, την επί του επιδίκου διαμερίσματος κυριότητα του ενάγοντος, επικαλούμενος ίδιον δικαίωμα επ’αυτού, καθώς και ότι ουδέποτε το κατέλαβε αυθαίρετα και εξακολουθεί να το κατέχει, κατοικώντας σ’αυτό, άνευ δικαιώματος και εναντίον της θέλησης του κυρίου του, αρνούμενος να του το αποδώσει, αν και οχληθείς, έχοντας αποβάλει αυτόν παράνομα και υπαίτια από τη νομή του, καθώς, ήδη από το έτος 2003, όταν και συνήψε ερωτικό δεσμό με τη ………., και στο εξής, συνεχώς και αδιαλείπτως, συμβιώνει με την ανωτέρω και το τέκνο της ………., στην επί της συμβολής των οδών …. αριθμ… και … αριθμ….. στη … Αττικής οικία της, που αποτελεί έκτοτε την κύρια και μόνιμη κατοικία του, και όχι στο επίδικο διαμέρισμα, όπως κατηγορηματικά και πειστικά κατατέθηκε ενόρκως από την προαναφερθείσα κατά την εξέτασή της ως μάρτυρα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και από τους επίσης εξετασθέντες ως μάρτυρες ……. και …… στις ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίοι ανέφεραν ότι τον έχουν πλειστάκις επισκεφθεί εκεί. Σημειωτέον μάλιστα ότι η ανωτέρω διεύθυνση διαλαμβάνεται ως κατοικία του εναγομένου, προφανώς κατόπιν δήλωσης του ιδίου, στις προσκομιζόμενες απ’αυτόν βεβαιώσεις ασφάλισης του οχήματός του της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……», που αφορούν στα χρονικά διαστήματα από 9.12.2009 έως 9.12.2010 και από 9.12.2010 έως 9.12.2011, ήτοι σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και τη μεταξύ των διαδίκων αντιδικία. Η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται, αντίθετα επιρρωνύεται, από την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 31.7.2009 «εξώδικη δήλωση με γνωστοποίηση πρόσκληση διαμαρτυρία και επιφύλαξη δικαιωμάτων» προς τον εναγόμενο, η οποία κοινοποιήθηκε στον τελευταίο στο ανωτέρω κατάστημα, όπου λειτουργούσε η επιχείρησή του, και παραλήφθηκε απ’αυτόν στις 3.8.2009, σύμφωνα με την επίσης προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπ’αριθμ……/3.8.2009 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……….., στην οποία ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει σχετικά με το επίδικο διαμέρισμα ότι χρησιμοποιείται από τον εναγόμενο ως οικία του από το θάνατο του πατέρα τους «κατά παράκληση», φράση, η οποία σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας παραπέμπει εκ των πραγμάτων σε παρασχεθείσα συναίνεσή του για τη συγκεκριμένη χρήση από τον εναγόμενο του διαμερίσματος και στη χορήγηση αδείας του προς τούτο, και συγκεκριμένα σε άνευ ανταλλάγματος παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου του με τη θέλησή του, σε αντίθεση με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής του περί αυθαίρετης και εναντίον της βούλησής του κατάληψης αυτού από τον αντίδικό του και αποβολής του ιδίου από τη νομή του ήδη από το έτος 1999, και, επιπροσθέτως, τον καλεί να του το αποδώσει εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση του εγγράφου, δηλώνοντάς του ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του, μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, θα προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια. Λεκτέον δε ότι ο ενάγων, παρά τα αναφερόμενα στο εν λόγω έγγραφο περί άμεσης προσφυγής του στη δικαιοσύνη για την προστασία της κυριότητάς του, σε περίπτωση μη οικειοθελούς απόδοσης του ακινήτου του από τον εναγόμενο, τελικά άσκησε την ένδικη αγωγή του στις 6.11.2014, δηλαδή πλέον των πέντε (5) ετών από την επίδοση στον εναγόμενο της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης, όπερ δε συνάδει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής με αυθαίρετη κατάληψη του διαμερίσματός του από τον αντίδικό του, διότι θα συνιστούσε ανεξήγητη και αδικαιολόγητη ανοχή από πλευράς του, και μάλιστα επί μακρόν, μίας τέτοιας καθολικής προσβολής της κυριότητάς του από τον κωφεύσαντα στις προφορικές οχλήσεις του εναγόμενο, συνισταμένης στην αποβολή του από τη νομή του ακινήτου του, η οποία εκ των πραγμάτων συνεπάγεται αποστέρηση της χρήσης ενός περιουσιακού του στοιχείου διόλου ευκαταφρόνητης αξίας, και της δυνατότητας εκμίσθωσής του και, συνεπώς, πορισμού εισοδήματος, ήτοι σημαντική απώλεια εσόδων γι’αυτόν, χωρίς εναντίωση ή διαμαρτυρία του, πολλώ δε μάλλον, που η εν λόγω προσβολή της κυριότητάς του φέρεται να λαμβάνει χώρα επί μεγάλο χρονικό διάστημα ενώπιόν του και υπό τα όμματά του, διότι κατοικεί μόνιμα με την οικογένειά του άνωθεν του επιδίκου, και, συνεπώς, όλο αυτό το διάστημα είχε διαρκώς προσωπική, ίδια, και άμεση αντίληψη των τεκταινομένων στο διαμέρισμα, όπου κατά τους ισχυρισμούς του κατοικούσε μόνιμα ο εναγόμενος, δηλαδή προσβάλλοντας καταφανώς και συνεχώς την κυριότητά του. Σημειωτέον δε ότι η ολιγωρία αυτή του ενάγοντος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα προς προστασία της κυριότητάς του δε μπορεί να αποδοθεί σε προβλήματα υγείας του, διότι αυτός, συνεπεία εργατικού ατυχήματος, το οποίο έλαβε χώρα το έτος 1985, και της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, που υπέστη, έχει συνταξιοδοτηθεί λόγω βαριάς αναπηρίας από τον ασφαλιστικό του φορέα το Ι.Κ.Α. ήδη από το έτος 1999, όταν απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων, και ο εναγόμενος, όπως ισχυρίζεται, κατέλαβε το διαμέρισμά του, ενώ κατά το έτος 2014 υπέστη πράγματι ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, εξαιτίας του οποίου, όμως, νοσηλεύθηκε κατά το χρονικό διάστημα από τις 26.1.2014 έως 7.2.2014, όταν και εξήλθε σε βελτιωμένη κατάσταση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον ίδιο (ως σχετικό υπ’αριθμ.9), και επομένως, δεν προκύπτει αδυναμία του εξ αυτού του λόγου να επιμεληθεί των υποθέσεών του και να αντιδράσει, ασκώντας τα νόμιμα δικαιώματά του, ενόψει μίας προφανούς και κατ’εξακολούθηση προσβολής της κυριότητάς του, που ελάμβανε χώρα επί μακρόν και υπό τα όμματά του. Εξάλλου, το γεγονός ότι αναφέρεται ως διεύθυνση του εναγομένου η οδός ….. αριθμ…. στη …. Αττικής στα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα έγγραφα, που αφορούν στον εναγόμενο (λογαριασμοί εταιρίας κινητής τηλεφωνίας, έγγραφο της ασφαλιστικής εταιρίας «………», με ημερομηνία έκδοσης 3.8.1983 άδεια ικανότητας οδήγησης αυτού, από 5.1.2015 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της οδοντριάτρου ………, από 23.1.2004 ατομική ειδοποίηση της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Χανίων περί επιβολής σ’αυτόν κλήσης για παράνομη στάθμευση του οχήματός του, από 20.6.2009 βεβαίωση παράβασης του Τμήματος Τροχαίας Κορυδαλλού, και άδεια κυκλοφορίας του οχήματός του, που μεταβιβάσθηκε στον ίδιο στις 28.8.2007), δε συνεπάγεται άνευ ετέρου ότι πρόκειται περί του επιδίκου διαμερίσματος και, συνεπώς, ότι ο εναγόμενος κατοικούσε σ’αυτό, προσβάλλοντας έτσι παράνομα και αυθαίρετα την επ’αυτού κυριότητα του ενάγοντος, διότι ο εναγόμενος, όπω έχει ήδη αναφερθεί, ήταν και ο ίδιος κύριος άλλης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ιδίας οικοδομής, δυνάμει της από 7.10.1997 ιδιόγραφης διαθήκης του πατρός του, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκε μεταγενέστερα το έτος 2008, και δη ενός καταστήματος του ισογείου ορόφου, όπου μάλιστα λειτουργούσε επί σειρά ετών και μέχρι τις αρχές του έτους 2015 επιχείρηση εστίασης, και είναι εύλογο να χρησιμοποιεί για την παραλαβή της αλληλογραφίας του τη διεύθυνση αυτή, όπου διαθέτει ιδιόκτητο περιουσιακό στοιχείο, και όπου, άλλωστε, βρισκόταν η επαγγελματική του έδρα, και όχι τη διεύθυνση της οικίας της συντρόφου του, όπου πράγματι κατοικεί, πλην όμως φιλοξενούμενος, ενώ η αναγραφή της ανωτέρω διεύθυνσης στην από ημερομηνία έκδοσης 3.8.1983 άδεια ικανότητας οδήγησης αυτού πράγματι αφορά στο επίδικο διαμέρισμα, και δικαιολογείται διότι το εν λόγω ακίνητο κατά το συγκεκριμένο χρόνο αποτελούσε την πατρική του οικία (έχει γεννηθεί το έτος 1963), μάλιστα σ’αυτό κατοικούσε και η μητέρα των διαδίκων μέχρι το θάνατό της το έτος 2006, αν και ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η κατάληψη από τον εναγόμενο του επιδίκου ανάγεται στο έτος 1999 μετά το θάνατο του πατρός τους. Ούτε όμως εκ του γεγονότος ότι στο επίδικο διαμέρισμα γινόταν κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, την αξία του οποίου, συνολικού ποσού 1.273,15 ευρώ, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη εκτύπωση του σχετικού λογαριασμού της Δ.Ε.Η., ζήτησε ο ενάγων να του καταβληθεί με την ένδικη αγωγή κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση ισόποσης ζημίας του, μπορεί να αντληθεί επιχείρημα ότι η κατανάλωση αυτή πραγματοποιήθηκε από τον εναγόμενο, διότι κατοικούσε σ’αυτό, πολλώ δε μάλλον, που, όπως αμφότεροι οι διάδικοι ισχυρίζονται, η ηλεκτροδότηση του ανωτέρω ακινήτου διεκόπη από τη Δ.Ε.Η. από το μήνα Αύγουστο του έτους 2012, γεγονός, που κατά την κοινή πείρα και λογική, καθιστά αδύνατη, ή έστω ιδιαίτερα δυσχερή τη διαμονή σ’αυτό, και μάλιστα για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών περίπου, καθώς, κατά τον ενάγοντα, ο εναγόμενος αποχώρησε από το επίδικο στις 3.6.2015, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Και ναι μεν ο ενάγων διατείνεται ότι ο εναγόμενος παράνομα ηλεκτροδοτούσε μέχρι τότε το επίδικο από διαφορετικό μετρητή από το δικό του, με τον οποίο είχε συνδέσει με καλώδιο την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος του εν λόγω διαμερίσματος, προσκομίζοντας το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσης φωτογραφία, που απεικονίζει ένα καλώδιο συνδεδεμένο σε κάποιο μετρητή ηλεκτρικού ρεύματος, πλην όμως ουδόλως αποδείχθηκε ότι πράγματι το επίδικο ηλεκτροδοτείτο με τον τρόπο αυτό, εφόσον σχετικό έγγραφο της Δ.Ε.Η., εκ του οποίου να προκύπτει ότι πράγματι διαπιστώθηκε από τους υπαλλήλους της η παράνομη ηλεκτροδότηση του συγκεκριμένου ακινήτου, δεν προσκομίζεται, πολλώ δε μάλλον και σε κάθε περίπτωση, που εν προκειμένω ουδόλως αποδείχθηκε ότι ήταν ο εναγόμενος αυτός, που είχε προβεί στη σύνδεση αυτή και, συνακόλουθα, στη ρευματοκλοπή. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι δικανική κρίση περί κατάληψης του επιδίκου από τον εναγόμενο δε μπορεί να συναχθεί ούτε εκ των προσαγομένων επίσης το πρώτον κατά τη συζήτηση της έφεσης από τον ενάγοντα φωτογραφιών, οι οποίες, κατ’αυτόν ελήφθησαν μετά την αποχώρηση του εναγομένου από το διαμέρισμα, και απεικονίζουν γλάστρες με φυτά, ενδύματα και υποδήματα, όπερ, όπως ισχυρίζεται, καταδεικνύει ότι ο εναγόμενος πράγματι κατοικούσε εκεί, διότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω πράγματι ανήκουν στον εναγόμενο. Ούτε όμως κρίνεται πειστική για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης επί των αγωγικών πραγματικών ισχυρισμών η γενικόλογη ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, ο οποίος, κάτοικος ….. Αττικής ων, και όχι της περιοχής, ανέφερε ότι το επίδικο βρίσκεται στον …., ενώ βρίσκεται στη …., ότι ο εναγόμενος κατοικεί σε αυτό «περίπου από το 2009» και «κατά διαστήματα», ενώ στην αγωγή αναφέρεται το έτος 1999, προσθέτοντας ότι κατ’εντολήν του εναγομένου προέβη «μετά το 2009» σε μικροεπισκευές στο εν λόγω διαμέρισμα, προκειμένου να καταστεί λειτουργικό, όπως και στο ισόγειο κατάστημά του, καθώς και ότι είδε τον εναγόμενο να «μπαίνει στο διαμέρισμα», ότι δε μπορεί να ξέρει εάν κοιμάται (ο εναγόμενος) εκεί τη νύχτα, και ότι νομίζει ότι ο ενάγων δε μπορεί να εισέλθει στο επίδικο. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι ο εναγόμενος κατά το έτος 1999 κατέλαβε το επίδικο ακίνητο, χωρίς δικαίωμα και έκτοτε το κατέχει, κατοικώντας σ’αυτό, παρά την αντίθετη βούληση του αληθούς κυρίου του – ενάγοντος, έχοντας αποβάλει αυτόν από τη νομή του, καθώς και ότι τελευταίος λόγω της παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος κυριότητάς του υπέστη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, και, στη συνέχεια, βάσει των παραδοχών αυτών, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αφενός μεν αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του εν λόγω διαμερίσματος και υποχρέωσε τον εναγόμενο να του το αποδώσει, αφετέρου δε τον υποχρέωσε να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 14.873,15 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας (θετικής και αποθετικής) και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος με τους υποστηρίζοντες τα ανωτέρω σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσής του. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και κατ’ουσίαν (η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής παρέλκει ως άνευ αντικειμένου) και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση εξαρχής, ν’απορριφθεί η αγωγή ως αναπόδεικτη, και, συνακόλουθα, ως ουσία αβάσιμη, καθώς ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης των αγωγικών πραγματικών ισχυρισμών του. Τέλος, ενόψει της νίκης του εναγομένου, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτόν του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), καθώς και να επιβληθεί σε βάρος του ενάγοντος, που ηττήθηκε, η δικαστική δαπάνη του εναγομένου, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από πλευράς του σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που εμπρόθεσμα και νομότυπα κατέθεσε (άρθρο 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 22.2.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../22.2.2016 και …../70/22.2.2016) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4762/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα – εναγόμενο.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση στο σύνολό της.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 5.11.2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../…../6.11.2014) αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανωτέρω αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη του εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 25-1-2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ