Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 57/2018

Αριθμός    57 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 1, 329 και 920 ΚΠολΔ, μεταξύ ομόρρυθμης εταιρίας και ομόρρυθμων εταίρων, όταν ενάγονται από κοινού για χρέη της εταιρίας, υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, αφού η ισχύς της απόφασης που εκδίδεται για την εταιρία και το δεδικασμένο απ’ αυτήν εκτείνεται και σ’ αυτούς (εταίρους) και επηρεάζει τις έννομες σχέσεις τους, ενώ δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν στην ίδια υπόθεση διαφορετικές αποφάσεις (ΑΠ 1240/2011, ΑΠ 1103/2010, ΕφΠειρ 172/2015 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9775/2002 ΝοΒ 2003.1237, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 27, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Ι, άρθρο 76, αρ. 7, σελ. 159, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, τόμ. 1ος, έκδ. 2017, άρθρο 76, αρ. 3, σελ. 269). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παρισταμένους, υπό την έννοια ότι θεωρείται ότι παρίσταται και αυτός, ότι συμμετέχει στη συζήτηση και ότι ενεργεί με τον ίδιο τρόπο που ενεργεί και ο παριστάμενος αναγκαίος ομόδικός του, γι` αυτό και η απόφαση που εκδίδεται είναι κατ` αντιμωλίαν απόφαση ως προς όλους τους ομόδικους και, ως εκ τούτου, δεν είναι επιτρεπτή η προσβολή της με ανακοπή ερημοδικίας εκ μέρους του μη συμμετάσχοντος αναγκαίου ομοδίκου (ΑΠ 1135/1993 ΕλλΔνη 1995.330, ΕφΑθ 205/2002 Αρμ. 2003.840, ΕφΛαρ 343/2012 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 76, αρ. 18, σελ. 162).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ’ αριθ. …/2-11-2015 και …/8-8-2017 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, . …., τις οποίες επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι εκκαλούντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο τόσο της υπό κρίση έφεσης, όσο και της από 15-12-2016 κλήσης των εκκαλούντων (μετά από προηγηθείσα ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης) με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 19-10-2017), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην πρώτη εφεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρία (άρθρα 126 παρ. 1 δ΄, 127 παρ. 1 και 130 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όμως, η τελευταία, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο (βλ. τα πρακτικά συνεδρίασης), πλην όμως αυτή αντιπροσωπεύεται από τους (με αυτήν συνεναχθέντες για χρέος της) νομίμως παριστάμενους ομόρρυθμους εταίρους της, ήτοι τους δεύτερο και τρίτη των εφεσίβλητων, με τους οποίους συνδέεται με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με τους εφεσίβλητους-εναγόμενους, ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παρισταμένους, γι` αυτό και η απόφαση που εκδίδεται είναι κατ` αντιμωλίαν απόφαση ως προς όλους τους ομόδικους.

ΙΙ. Η υπό κρίση από 11-7-2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …/14-7-2014) έφεση των ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ’ αριθ. 1377/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 έως 662 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015) και απέρριψε την από 26-7-2012 αγωγή τους, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία (όπως η προθεσμία αυτή ίσχυε προ του Ν. 4335/2015) από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε εισάγεται (με την από 15-12-2016 κλήση των εκκαλούντων) προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την σχετική έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το (ισχύον τότε) νόμιμο παράβολο των 200 ευρώ κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/23-7-2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές τυγχάνουν εφαρμογής για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 και εφεξής, ενώ, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη ως άνω έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016.

ΙΙΙ. Με την από 26-7-2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./27-7-2012)  αγωγή τους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), οι ενάγοντες ……. και …….. (ήδη εκκαλούντες) ισχυρίσθηκαν ότι με το υπ’ αριθ. …../28-4-2007 πωλητήριο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πόρου, απέκτησαν, λόγω αγοράς από τους αναφερόμενους πωλητές, κατά πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, τα περιγραφόμενα δύο ακίνητα (οριζόντιες ιδιοκτησίες-καταστήματα), που βρίσκονται στη θέση «….» της νήσου …. του Δήμου Πόρου. Ότι τα ακίνητα αυτά είχαν εκμισθωθεί, ως ενιαίος χώρος, από τον αναφερόμενο δικαιοπάροχο των πωλητών, δυνάμει του από  18-4-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, στην πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία «………» (ήδη πρώτη εφεσίβλητη), της οποίας ομόρρυθμα μέλη ήταν ο δεύτερος και τρίτη εναγόμενοι (ήδη δεύτερος και τρίτη εφεσίβλητοι), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αρτοποιείο. Ότι, μετά την κατάρτιση και μεταγραφή του ως άνω πωλητήριου συμβολαίου, αυτοί (ενάγοντες) υπεισήλθαν ως εκμισθωτές, από 1-5-2007 και εφεξής, στην εν λόγω σύμβαση μίσθωσης, με την οποία είχε συμφωνηθεί μηνιαίο μίσθωμα προκαταβλητέο το πρώτο τριήμερο κάθε μήνα, ανερχόμενο ήδη (κατόπιν συμφωνηθεισών ετήσιων αναπροσαρμογών) στο ποσό των 1.350 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-5-2007 έως 30-4-2008 και στο ποσό των 1.400 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-5-2008 έως 31-7-2009. Ότι η ως άνω μίσθωση λύθηκε μονομερώς την 31-7-2009 κατόπιν δήλωσης της εναγόμενης μισθώτριας εταιρίας δια των εναγόμενων ομόρρυθμων εταίρων της, οπότε και αποδόθηκε σ’ αυτούς (ενάγοντες) το μίσθιο κατάστημα (αποτελούμενο από τα δύο εν λόγω ακίνητα) με σχετική έγγραφη απόδειξη παραλαβής, την οποία αυτοί υπέγραψαν με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους από την σύμβαση μίσθωσης. Ότι κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2008 έως και Ιούλιο 2009 (ήτοι για 16 μήνες), η πρώτη εναγόμενη εταιρία, αν και έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, αδικαιολόγητα και από δυστροπία δεν τους κατέβαλε τα οφειλόμενα μισθώματα που ανέρχονται στο  συνολικό ποσό των 22.350 ευρώ και τα οποία οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος (η πρώτη ως μισθώτρια και οι λοιποί ως ομόρρυθμοι εταίροι αυτής), τους οφείλουν. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν σε έκαστο αυτών, κατά την αναλογία της μερίδας τους στα οφειλόμενα μισθώματα, το ποσό των 11.175 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημερομηνίας κατά την οποία κάθε επιμέρους μίσθωμα έγινε απαιτητό (ήτοι από την τέταρτη ημέρα κάθε μήνα), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη της επίδικης απαίτησης (οφειλόμενα μισθώματα) των εναγόντων εκμισθωτών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες, με την υπό κρίση έφεσή τους για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους.

ΙV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……. και ……., που εξετάσθηκαν, ο πρώτος με επιμέλεια των εναγόντων και ο δεύτερος με επιμέλεια των εναγομένων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου δικαστηρίου, από την χωρίς όρκο εξέταση του πρώτου ενάγοντος στο ακροατήριο ομοίως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία (εξέταση) περιέχεται στα ως άνω πρακτικά συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 650 παρ. 1, 654 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ όπως ίσχυαν προ του Ν. 4337/2015), ενώ η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ’ αριθ. ……./28-4-2007 «πωλητήριο συμβόλαιο αυτοτελών ιδιοκτησιών» της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……. που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πόρου, οι ενάγοντες απέκτησαν, λόγω αγοράς από τους πωλητές ….. και ….., κατά πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, τα εξής ακίνητα-αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες: α) ένα κατάστημα του ισογείου μίας διώροφης οικοδομής, επιφάνειας 97,62 τ.μ. και β) ένα άλλο κατάστημα του ισογείου της ίδιας ως άνω διώροφης οικοδομής, επιφάνειας 97,88 τ.μ., η οποία (οικοδομή) βρίσκεται στην θέση «..» της νήσου … του Δήμου Πόρου του τέως Δήμου Τροιζήνας επί της οδού ………. Οι ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες, κατά τον χρόνο της αγοράς τους από τους ενάγοντες, ήταν ήδη εκμισθωμένες και συγκεκριμένα είχαν εκμισθωθεί, ως ενιαίος χώρος (επιφάνειας περίπου 200 τ.μ.), από τον δικαιοπάροχο των πωλητών, …., δυνάμει του από 18-4-1999 ιδιωτικού «συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης», στην πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……..», εκπροσωπούμενη νομίμως από τους ομόρρυθμους εταίρους της, …. και . …. (δεύτερο και τρίτη των εναγομένων), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αρτοποιείο (φούρνος και πωλήσεις τυποποιημένων προϊόντων πωλουμένων από αρτοποιεία). Με το ως άνω μισθωτήριο συμφωνητικό είχε ορισθεί μηνιαίο μίσθωμα ανερχόμενο αρχικά στο ποσό των 300.000 δραχμών, προκαταβλητέο από την μισθώτρια εταιρία εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, το οποίο (μίσθωμα) είχε ήδη διαμορφωθεί, κατόπιν συμφωνηθεισών ετήσιων αναπροσαρμογών, στο ποσό των 1.350 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-5-2007 έως 30-4-2008 και στο ποσό των 1.400 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-5-2008 έως 31-7-2009, όπως το ύψος του ποσού αυτού, ως συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος, δεν αμφισβητείται ειδικά από τους εναγόμενους, έτσι ώστε να συνάγεται γι’ αυτό και σιωπηρή ομολογία τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Επίσης, αποδείχθηκε ότι με το ίδιο άνω πωλητήριο συμβόλαιο, όπως αναγράφεται σ’ αυτό, οι πωλητές εκχώρησαν στους αγοραστές (ήδη ενάγοντες), για το χρονικό διάστημα από 1-5-2007 και εφεξής, όλα τα εκ της προαναφερθείσας σύμβασης μίσθωσης δικαιώματά τους, όπως, μεταξύ άλλων, την είσπραξη των μισθωμάτων, γεγονός που οι τελευταίοι γνωστοποίησαν στην μισθώτρια εταιρία (ήδη πρώτη εναγομένη). Ανεξαρτήτως πάντως τούτου, πρέπει να αναφερθεί ότι στις περιπτώσεις μεταβίβασης της κυριότητας μισθίων, οι μισθώσεις των οποίων υπάγονται στις διατάξεις του Π.Δ. 34/1995 (όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την επίδικη μίσθωση), η μεταβίβαση της κυριότητάς τους έχει ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη υπεισέλευση του νέου κύριου στη μισθωτική σχέση και την απόκτηση των σχετικών μισθωτικών δικαιωμάτων, γιατί στο νέο κύριο μεταβιβάζεται από το νόμο (ex lege) η μισθωτική σχέση χωρίς καμία άλλη διατύπωση, με αποτέλεσμα ο νέος κύριος να καθίσταται φορέας όλων των αξιώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση και το νόμο, αλλά και των σχετικών δικαιωμάτων στην έκταση που τα είχε και ο δικαιοπάροχός του εκμισθωτής, όπως το δικαίωμα είσπραξης του μισθώματος, καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης κλπ. (ΟλΑΠ 6/2004 ΕλλΔνη 2004.702, ΑΠ 999/2014 ΧρΙΔ 2015.31, ΑΠ 1484/2014 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2004 ΕλλΔνη 2006.166, βλ. Ι. Κατρά, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, ζ΄ έκδ., παρ. 40, σελ. 208-209). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά την ως άνω υπεισέλευση (από 1-5-2007) των εναγόντων, ως εκμισθωτών, στην εν λόγω μισθωτική σχέση, η εναγόμενη μισθώτρια εταιρία καθυστέρησε την καταβολή των μηνιαίων μισθωμάτων για το χρονικό διάστημα από Μάιο έως και Σεπτέμβριο 2007, ανερχόμενων στο συνολικό ποσό των 6.750 ευρώ (ήτοι 1.350 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα Χ 5 μήνες). Για το λόγο αυτό οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν με την από 5-9-2007 έγγραφη εξώδικη δήλωσή τους, που επιδόθηκε στην μισθώτρια εταιρία την 6-9-2007 (βλ. την υπ’ αριθ. …../6-9-2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……..). Στην εξώδικη αυτή διαμαρτυρία οι εναγόμενοι, με την από 13-9-2007 έγγραφη απάντηση του αναφερόμενου σ’ αυτήν πληρεξούσιου δικηγόρου τους, γνωστοποίησαν στους ενάγοντες ότι προέβησαν τελικά με καθυστέρηση, μη οφειλόμενη σε δική τους υπαιτιότητα, σε κατάθεση του ποσού των 6.750 ευρώ στον αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό των εκμισθωτών-εναγόντων προς πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων μισθωμάτων των μηνών Μαΐου έως και Σεπτεμβρίου 2007, συνομολογώντας έτσι και εγγράφως το ύψος του οφειλόμενου, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, μηνιαίου μισθώματος εκ ποσού 1.350 ευρώ. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη μισθώτρια εταιρία, αν και έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου καταστήματος, δεν κατέβαλε από δυστροπία το οφειλόμενο μίσθωμα του μηνός Απριλίου 2008 εκ ποσού 1.350 ευρώ, καθώς και τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Μαΐου 2008 έως και Ιουλίου 2009, συνολικού ύψους 21.000 ευρώ (ήτοι 1.400 ευρώ Χ 15 μήνες), με αποτέλεσμα να οφείλει, για την αιτία αυτή, στους ενάγοντες εκμισθωτές το συνολικό ποσό των 22.350 (1.350 + 21.000) ευρώ και συγκεκριμένα το ποσό των 11.175 ευρώ σε έκαστο των εναγόντων κατά την αναλογία του ποσοστού συγκυριότητάς τους στο μίσθιο (ήτοι 22.350 Χ ½). Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από την κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του μάρτυρα των εναγόντων, . …., ενώ και οι εναγόμενοι, με τις προτάσεις τους στο ίδιο δικαστήριο, ουδόλως επικαλέσθηκαν ότι κατέβαλαν εμπροθέσμως (ή έστω σε μεταγενέστερο χρόνο) τα ως άνω οφειλόμενα μισθώματα, αλλά μόνο ότι, κατόπιν προφορικής συμφωνίας τους με τους ενάγοντες εκμισθωτές, συμψήφισαν την οφειλή τους εκ των μισθωμάτων με την αξία του ανήκοντος σ’ αυτούς μηχανολογικού εξοπλισμού του αρτοποιείου, που άφησαν εντός του μισθίου κατά την παράδοσή του στους τελευταίους (ενάγοντες) την 31-7-2009. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περί την 21-7-2009 η πρώτη εναγομένη μισθώτρια εταιρία, δια των λοιπών εναγόμενων ομορρύθμων εταίρων της, γνωστοποίησε προφορικώς στους ενάγοντες εκμισθωτές ότι λύει μονομερώς την σύμβαση μίσθωσης και ότι σκοπεύει να αποχωρήσει από το μίσθιο κατάστημα, όπως και πράγματι έγινε την 31-7-2009, οπότε και απέδωσε σ’ αυτούς το μίσθιο (αποτελούμενο από τα δύο ως άνω συνενωμένα ακίνητα) κενό (πλην των κατωτέρω αναφερόμενων αντικειμένων) και τα κλειδιά του, συνταχθείσης προς τούτο της από 31-7-2009 έγγραφης «απόδειξης αποδόσεως μισθίων ακινήτων και παράδοσης και παραλαβής των κλειδιών τους», που υπεγράφη τόσο από τον πρώτο ενάγοντα εκμισθωτή, ενεργούντα ατομικώς και για λογαριασμό της συζύγου του, δεύτερης ενάγουσας, όσο και από τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, ……. και …….., ως ομόρρυθμα μέλη της πρώτης εναγόμενης μισθώτριας εταιρίας. Από το περιεχόμενο του ανωτέρω από 31-7-2009 εγγράφου προκύπτει ότι ο πρώτος των εναγόντων-εκμισθωτών (ενεργών και για λογαριασμό της δεύτερης αυτών) παρέλαβε πράγματι το μίσθιο κατάστημα κενό, με την ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός τους (όπως η φράση αυτή αναγράφεται πριν την υπογραφή του), ενόψει της ύπαρξης των ως άνω οφειλόμενων μισθωμάτων εκ μέρους των εναγομένων, για τα οποία υπήρχαν προφορικές διαβεβαιώσεις καταβολής τους από αυτούς. Στην δεύτερη σελίδα της εν λόγω έγγραφης απόδειξης απόδοσης του μισθίου και συγκεκριμένα στην προτελευταία παράγραφο της σελίδας αυτής, αναγράφονται, κατά λέξη, τα εξής: «Έτσι κατόπιν της ανωτέρω δηλώσεως περί μονομερούς εκ μέρους της μισθώτριας λύσεως της υφισταμένης μισθώσεως, παρέλαβα σήμερα από την ……… ως εκπρόσωπο των ομορρύθμων μελών της μισθώτριας εταιρίας τα μίσθια καταστήματα, κενά με τα κλειδιά τους, και αμφότερα τα μέλη δεν έχουν καμία απαίτηση το ένα από το άλλο». Σημειώνεται, ότι στην ανωτέρω παράγραφο, σε αντίθεση με το υπόλοιπο κείμενο αυτής, το όνομα του προσώπου που παραδίδει τα κλειδιά, ήτοι η “. ….” έχει γραφεί με το χέρι, ενώ με το χέρι έχει γραφεί και η τελευταία πρόταση της παραγράφου, ήτοι “και αμφότερα τα μέλη δεν έχουν καμία απαίτηση το ένα από το άλλο”. Ακόμη, η χειρόγραφη αυτή προσθήκη έχει υπογραφεί μόνο από την ……. (τρίτη εναγομένη και ομόρρυθμο μέλος της πρώτης εναγόμενης μισθώτριας εταιρίας). Από το περιεχόμενο της παραγράφου αυτής προκύπτει με σαφήνεια ότι η χειρόγραφη πρόταση “και αμφότερα τα μέλη δεν έχουν καμία απαίτηση το ένα από το άλλο” αναφέρεται στα δύο ομόρρυθμα μέλη της μισθώτριας εταιρίας, ευρισκόμενη σε λογική συνάφεια και σχέση και με το υπόλοιπο κείμενο της ίδιας παραγράφου, στην οποία, σε προηγούμενη σειρά, αναγράφεται ότι η παράδοση (του μισθίου και των κλειδιών) γίνεται «από την ……. ως εκπρόσωπο των ομορρύθμων μελών της μισθώτριας εταιρίας». Αντιθέτως, η ανωτέρω χειρόγραφη πρόταση δεν αναφέρεται στα συμβαλλόμενα μέρη της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι «από την δήλωση αυτή (ήτοι ότι τα μέρη δεν έχουν καμία απαίτηση το ένα από το άλλο), πείθεται ότι, κατά την λήξη της μισθώσεως, δεν υπήρχαν εκκρεμή, δεδουλευμένα, μη εξοφληθέντα μισθώματα…». Η κρίση αυτή του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και στο προαναφερθέν γεγονός ότι οι εκμισθωτές, κατά την παραλαβή του μισθίου, ρητώς και εγγράφως επιφυλάχθηκαν παντός νομίμου δικαιώματός τους από την επίδικη σύμβαση μίσθωσης, καθώς και στο γεγονός ότι, κατά την συζήτηση της ως άνω αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι εναγόμενοι, ενώ πρόβαλαν άλλους ισχυρισμούς, ουδόλως επικαλέσθηκαν ότι, κατά την σύνταξη της απόδειξης παραλαβής του μισθίου, ανεγράφη επ’ αυτής ότι ουδεμία απαίτηση έχουν τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης μίσθωσης, ήτοι οι εκμισθωτές και η μισθώτρια εταιρία, από την σύμβαση αυτή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ως άνω αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την προαναφερόμενη αιτιολογία (ότι δηλαδή, με βάση την από 31-7-2009 απόδειξη απόδοσης του μισθίου, δεν υπήρχαν, κατά την λήξη της μίσθωσης, οφειλόμενα μισθώματα), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού μοναδικού λόγου της έφεσης των εναγόντων. Μετά την παραδοχή του ανωτέρω λόγου έφεσης και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και επειδή το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας πλέον την ως άνω αγωγή και όχι την έφεση, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα ζητήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως (βλ. ΑΠ 1887/2008 ΝοΒ 2009.655), αναφορικά με τους λοιπούς προβληθέντες στον πρωτοβάθμιο δικαστήριο ισχυρισμούς των εναγομένων, τους οποίους αυτοί επαναφέρουν και με τις προτάσεις τους στο παρόν δικαστήριο, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατ’ αρχήν, η ως άνω αγωγή των εκμισθωτών είναι πλήρως ορισμένη, απορριπτόμενου, ως αβάσιμου, του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί αοριστίας της αγωγής με την επίκληση ότι δεν αναγράφεται σ’ αυτήν ότι η σύμβαση αγοραπωλησίας μεταγράφηκε, αφού, όπως προεκτέθηκε στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας, το περιστατικό αυτό της μεταγραφής της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, στοιχείο που είναι αναγκαίο για την πληρότητά της και για την ενεργητική νομιμοποίηση των εναγόντων που υπεισήλθαν εκ του νόμου στη μισθωτική σχέση, γιατί επήλθε μεταβίβαση του μισθίου για νόμιμη αιτία και μεταγραφή της οικείας μεταβιβαστικής πράξης, ενώ δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ειδικότερα ο τόμος και ο αριθμός μεταγραφής (ΑΠ 1095/2004 ΕλλΔνη 2005.467, βλ. Ι. Κατρά, ό.π., σελ. 210). Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι είναι ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι, κατόπιν προφορικής συμφωνίας τους με τους ενάγοντες εκμισθωτές, συμψήφισαν την οφειλή τους εκ των μισθωμάτων με την αξία του ανήκοντος σ’ αυτούς μηχανολογικού εξοπλισμού του αρτοποιείου, που άφησαν εντός του μισθίου κατά την παράδοσή του στους τελευταίους (ενάγοντες) την 31-7-2009. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι την ανωτέρω ημεροχρονολογία, το μίσθιο παραδόθηκε κενό στον πρώτο ενάγοντα εκμισθωτή, όπως τούτο αναφέρεται ρητώς και στην σχετική έγγραφη απόδειξη, στην τελευταία παράγραφο της οποίας αναγράφεται ότι εντός του μισθίου «εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ άλλων άχρηστων αντικειμένων και ένας ψυκτικός θάλαμος, τέσσερα ψυγεία και μία πρέσσα ζαχαροπλαστικής (μπαλαδόρος), τα οποία όπως μου εδήλωσαν ήδη οι εταίροι της μισθώτριας και επανέλαβε σήμερα και η ανωτέρω εκπρόσωπός τους, είναι παντελώς άχρηστα και άνευ αξίας τα οποία και αναλαμβάνω εγώ μετά την απόδοση των μισθίων καταστημάτων, να απομακρύνω αυτά». Κατά συνέπεια, εντός του μισθίου παρέμεινε μόνο ο ανωτέρω άνευ αξίας εξοπλισμός, ενώ, εάν εντός αυτού παρέμεναν και άλλα μηχανήματα και μάλιστα τέτοιας αξίας ώστε να μπορεί να γίνει συμψηφισμός (ολικά ή έστω εν μέρει) με τα ως άνω οφειλόμενα μισθώματα, αυτό θα αναγραφόταν οπωσδήποτε επί της από 31-7-2009 απόδειξης απόδοσης του μισθίου, με σαφή αναφορά του είδους και του αριθμού των εν λόγω μηχανημάτων, ενόψει και της επικαλούμενης υψηλής αξίας τους.

  1. V. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Εξάλλου μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι αυτός δε θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ` ανάγκην και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003.648, ΑΠ 206/2017, ΑΠ 1225/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του. Συνεπώς, η επίκληση περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση ή συνεπάγεται την κατάλυση του δικαιώματος, δεν θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του αλλά είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής είτε θεμελιώνει άλλη παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος ένσταση (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1799/2006, ΕφΘεσ 721/2010 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση οι εναγόμενοι, προς απόκρουση της αγωγικής αξίωσης των εναγόντων (καταβολή οφειλόμενων μισθωμάτων), προέβαλαν τον ισχυρισμό της καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματός τους, επικαλούμενοι: α) ότι οι ενάγοντες άσκησαν την αγωγή τους, παρά το ότι γνώριζαν τα περί συμψηφισμού, κατόπιν προφορικής συμφωνίας των διαδίκων, της δικής τους απαίτησης για τα οφειλόμενα μισθώματα με την αξία του ανήκοντος σ’ αυτούς (εναγομένους) μηχανολογικού εξοπλισμού του αρτοποιείου, που άφησαν εντός του μισθίου κατά την παράδοσή του στους ενάγοντες την 31-7-2009 και β) ότι οι ενάγοντες αδράνησαν επί τρία και πλέον έτη (μετά την παράδοση του μισθίου) να ασκήσουν το επίδικο δικαίωμά τους. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, τα ανωτέρω υπό στοιχείο α΄ περιστατικά (συμψηφισμός των εκατέρωθεν απαιτήσεων) δεν θεμελιώνουν την ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά, εφόσον είναι αληθινά, συνεπάγονται την απόρριψη της αγωγής, λόγω μη οφειλής μισθωμάτων, ενώ εξάλλου μόνη η επίκληση της αδράνειας των εναγόντων επί τρία και πλέον έτη  (κατά τα ανωτέρω υπό στοιχείο β΄ περιστατικά), δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματος αυτών καταχρηστική, καθόσον οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται ότι συντρέχουν επιπροσθέτως ειδικώς μνημονευόμενες ειδικές συνθήκες, οι οποίες καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος αυτών (εναγόντων), μη αρκούσης προς τούτο μόνης της μη άσκησης της επίδικης αξίωσής τους για σημαντικό χρονικό διάστημα σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος.

  1. VI. Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση έφεση, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου της, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 26-7-2012 αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί από τους ενάγοντες το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου µε τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα αναφερόμενα στην εκκαλούμενη απόφαση υπ’ αριθ. …. και …. διπλότυπα είσπραξης της ΔΟΥ Γ΄ Πειραιά µε τα επ’ αυτών ένσημα ΤΝ και ΕΤΑΑ), να γίνει αυτή (αγωγή) δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος (οι δεύτερος και τρίτη αυτών, ως ομόρρυθμοι εταίροι της μισθώτριας ομόρρυθμης εταιρίας – άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου και ήδη άρθρο 258 του Ν. 4072/2012 περί προσωπικών εμπορικών εταιρειών), να καταβάλουν α) στο πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.175 ευρώ και β) στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 11.175 ευρώ, ως οφειλόμενα μισθώματα για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2008 έως και Ιούλιο 2009, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την τέταρτη ημέρα εκάστου μηνός, όταν έκαστο επιμέρους μηνιαίο μίσθωμα έγινε αντίστοιχα απαιτητό. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων-εκκαλούντων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της νίκης των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτούς του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσαν με τα υπ’ αριθ. …….. παράβολα Δημοσίου, εκ ποσού σαράντα (40) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. ./…….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 11-7-2014 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …./2014) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ` αριθ. 1377/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας μισθωτικών διαφορών).

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 26-7-2012 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2012) αγωγής.

Δέχεται την ως άνω αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους, ήτοι την ομόρρυθμη εταιρία «……», τον …… και την …., να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, α) στο πρώτο ενάγοντα, …, το ποσό των ένδεκα χιλιάδων εκατόν εβδομήντα πέντε (11.175) ευρώ και β) στη δεύτερη ενάγουσα, ………, το ποσό των ένδεκα χιλιάδων εκατόν εβδομήντα πέντε (11.175) ευρώ, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την τέταρτη ημέρα εκάστου μηνός για έκαστο αντίστοιχο μηνιαίο μίσθωμα κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τους εναγόμενους-εφεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων-εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για έκαστο των εναγόντων-εκκαλούντων.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος απ’ αυτούς παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  25 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ