Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 76/2018

Αριθμός   76 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ιωάννα Πέττα – Χριστοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του ΆΚ.: “Αν  ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται,  να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί  μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και επί γάμων που τελέσθηκαν και επί περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και πριν από την έναρξη της ισχύος του ν.1329/1983 (άρθρο 12 ν.1649/1986), συνάγεται ότι η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ΄ αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλ΄  η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα με βάση τις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου 1400 του Α.Κ. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης  προστασίας, ήτοι ο  χρόνος της  έγερσης της αγωγής.

Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε ,από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση.  Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Ο δικαιούχος σύζυγος θα πρέπει να αποδείξει την  τελική περιουσία, από τι αποτελείται και ποια είναι η αξία της  (ΑΠ. 447/2005).  Ο εναγόμενος περαιτέρω, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής  που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι  ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση  της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα  δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ 287/2011 ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι κατ’ αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου. Ο κανόνας, όμως, αυτός κατά την έννοια  της εν λόγω διάταξης, δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα του ενός ή του άλλου συζύγου, ενοχικώς πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας ως προς το ποσοστό της συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Ακόμη σύμφωνα με την παράγραφο 3 του προαναφερόμενου άρθρου (1400 ΑΚ), δεν αποτελεί αύξηση της περιουσίας ότι οι σύζυγοι απέκτησαν από δωρεά κληρονομία ή κληροδοσία, όπως και από τη διάθεση των όσων απέκτησαν από τις αιτίες αυτές. Δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία που προέρχονταν από τις αιτίες αυτές δεν συνυπολογίζουν στην αύξηση, δεν προστίθενται δηλαδή στην τελική περιουσία του υπόχρεου συζύγου, ενώ συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν. Άρα, όσα δωρήθηκαν στον υπόχρεο σύζυγο και γενικότερα όσα αποκτήθηκαν από αυτόν εκ χαριστικής αιτίας, θα πρέπει να διακριθούν, ώστε να μην προστεθούν στην τελική περιουσία του. Αν τα στοιχεία αυτά διατηρούνται αυτούσια κατά τη λύση του γάμου ή επί τριετούς διαστάσεως κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, τότε εύκολα μπορούν να διακριθούν και  εντεύθεν να μην συνυπολογισθούν στην τελική περιουσία. Αν όμως αυτά έχουν συγχωνευθεί με άλλα περιουσιακά αντικείμενα του υποχρέου συζύγου, τα οποία υπολογίζονται στην περιουσιακή του επαύξηση και μάλιστα κατά τρόπο, ώστε να μην είναι πια δυνατή η διάκριση μεταξύ τους, όπως, μεταξύ άλλων, συμβαίνει  επί ανοικοδομήσεως οικοπέδου, που ο υπόχρεος σύζυγος απέκτησε διαρκούντος του λόγου από τρίτου με δωρεά ή κληρονομική διαδοχή, οπότε υπάρχει ένωση κινητών πραγμάτων (οικοδομικών υλικών με ακίνητο (άρθρο 1057 ΑΚ) και εντεύθεν αύξηση της αξίας του  δωρηθέντος ακινήτου, συνιστώσα απόκτημα, τότε για την ορθή αποτίμηση της αυξήσεως της περιουσίας του υποχρέου επί της οποίας ο δικαιούχος έχει δικαίωμα αποδόσεως, πρέπει να γίνει αναδρομή στο χρόνο που έγινε η εκ χαριστικής αιτίας κτήση  και να αφαιρεθεί αυτή από την τελική περιουσία. Για να είναι δε η εκτίμηση αυτή δίκαιη και ανεπηρέαστη από τις  υποτιμήσεις του νομίσματος θα πρέπει να γίνει σε τιμές υπολογισμού της τελικής περιουσίας, ήτοι του χρόνου άσκησης της αγωγής. Τα παραπάνω έχουν εφαρμογή και όταν η διαρκούντος του γάμου κτήση στηρίζεται σε γονική παροχή ή σύσταση προίκας, διότι και στις περιπτώσεις αυτές αποκλείεται  να υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του λήπτη (βλ. Ανδρέα Γαζή, Προβλήματα από Νέο Οικογενειακό Δίκαιο Νοβ 31 1089  επ προβλ. ΑΠ 1297/1995 ΕλΔ 38.795, Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη, Η αξίωση Συμμετοχής στα Αποκτήματα ΕλΔ 29. 1322). Επίσης η συμβολή του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του υποχρέου μπορεί να  συνίσταται όχι μόνον στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή διαφόρων υπηρεσιών αποτιμωμένων σε χρήμα κατά θετικό ή αρνητικό (με εξοικονόμηση δαπανών) τρόπο, όπως είναι η παροχή εργασίας εκτός της οικογενειακής στέγης ή η απασχόληση του ενός συζύγου με την ανάπτυξη της επιχειρήσεως του άλλου, εφόσον οι παροχές αυτές υπερβαίνουν το μέτρο εκπλήρωσης της υφισταμένης (από  τις 1389,1390) υποχρεώσεως, για κοινή συμβολή στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 252/2002 ΕλΔ 44.130- ΑΠ 430/2002 Εφ Αθ. 1249/2003, ΕλΔ 45.1066-ΕφΑθ. 8505/2002 ΕλΔ 44810- Εφ Θεσ 3485/2004 ΕλΔ 46 σελ 514). Έτσι είναι αναγκαία η χρηματική αποτίμηση στην αγωγή των υπηρεσιών αυτών μόνον κατά το μέρος που αυτές υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 438/2007 δημ ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 1889/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ- 1511/2005 ΕλΔ 2006. 103).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 30.5.2012 (αριθ. κατ. δικ. …../2012) αγωγή της  εξέθετε, κατ΄ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι με τον εναγόμενο, τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο στη Νίκαια  Αττικής την 9.5.2003,  από την οποία δεν απέκτησαν τέκνα. Ότι η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και επήλθε η οριστική της διάσπαση στις 26.5.2006. Ότι ήδη έχει λυθεί αμετάκλητα ο μεταξύ τους γάμος, δυνάμει της υπ’ αριθμ 3667/2008 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατέστη αμετάκλητη στις 2.6.2010. Ότι ο εναγόμενος προ του χρόνου τελέσεως του γάμου τους διέθετε σημαντική ακίνητη περιουσία και ότι διαρκούντος αυτού απέκτησε, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου με άρθρου …/2004 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …., με γονική παροχή από τον πατέρα του …….., το δικαίωμα υψούν του τρίτου (Γ΄) υπέρ το ισόγειο ορόφου τετραώροφης οικοδομής μετά υπογείου και δώματος ευρισκομένης στη θέση … του πρώην Δήμου Κερατσινίου Αττικής και νυν Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας  επί της οδού ……., αξίας του εν λόγω εμπράγματου δικαιώματος κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου αλλά και κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής 30.000 ευρώ. Ότι το επόμενο έτος (2005) άρχισε ο εναγόμενος να ανεγείρει το διαμέρισμα του Γ΄   ορόφου της ως άνω οικοδομής, το οποίο το Μάιο του έτους 2007 βρισκόταν στο στάδιο των επιχρισμάτων (οπτοπλινθοδομές) και είχαν τοποθετηθεί οι εγκαταστάσεις ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτρολογικές, θέρμανσης και ανελκυστήρα με προσδιοριζόμενο ποσοστό αποπερατώσεως 60% και εμπορική αξία 90.063,30ευρώ). Ότι κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους οπότε είχε πλήρως αποπερατωθεί αλλά και κατά την άσκηση της  ένδικης αγωγής η εν λόγω οικοδομή είχε εμπορική  αξία ποσού 160.000 ευρώ, από την οποία  (οικοδομή) μετ’ αφαίρεση της αξίας του δικαιώματος υψούν (30.000 ευρώ), επήλθε επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά το ποσόν των (160.000-30.000 =)130.000 ευρώ. Ότι επίσης κατά τη διάρκεια του μεταξύ τους γάμου και συγκεκριμένα το έτος 2005 ο εναγόμενος αγόρασε και ένα φορτηγό αυτοκίνητο μάρκας FIAT FIORINO  αξίας κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, αλλά και κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής 4.000 ευρώ ότι τέλος, επαυξήθηκε η περιουσία του εναγομένου, διαρκούντος του γάμου τους, και κατά το ποσόν των 50.000 ευρώ κατά το οποίο αυξήθηκαν οι ήδη υπάρχουσες προ του γάμου τους τραπεζικές του καταθέσεις ύψους 150.000 ευρώ. Ότι, συνεπώς, η συνολική επαύξηση της περιούσιας του ενάγοντος ανήλθε στο ποσό των (130.000 + 4.000 + 50.000=) 184.000 ευρώ. Ότι η ίδια καθ’ όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου της με τον εναγόμενο και συγκεκριμένα από την 1η Μαΐου έως την  30ή Σεπτεμβρίου, καθώς και κατά τα Σαββατοκύριακα  του μηνός Απριλίου εργαζόταν ανελλιπώς στην ατομική επιχείρηση εστίασης (ταβέρνα) του συζύγου της με την επωνυμία «…..», που διατηρούσε ο τελευταίος στην … Αττικής και η οποία αποτελούσε την κύρια πηγή των προς βιοπορισμό εισοδημάτων του.  Ότι για την εργασία της αυτή παρεχομένη κατά τους επακριβώς προσδιοριζόμενους σ΄ αυτήν (αγωγή) χρόνους, τη συνολική αμοιβή της οποίας αποτιμά στο ποσόν των 104.000 ευρώ, ελάμβανε μόνον ένα μηδενικό ποσόν, ύψους 200 ευρώ μηνιαίως συμβάλλοντας κατά το υπόλοιπο ποσόν στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Ότι, επίσης, κατά τους χειμερινούς μήνες και κατά τα επακριβώς προσδιοριζόμενα διαστήματα παρείχε τις υπηρεσίες της  ως σερβιτόρα και ως μπουφετζής σε καφετέριες, καφενεία και μπάρ, που συγκεκριμένα  αναφέρει, ενώ κατά το τελευταίο έτος του έγγαμου βίου (2006) εργάσθηκε ως καθαρίστρια σε διάφορες οικίες αποκομίζοντας απ΄ όλες αυτές τις δραστηριότητες το συνολικό ποσόν των 22.980 ευρώ.  Ότι το ποσόν αυτό διέθετε σχεδόν εξ ολοκλήρου στις οικογενειακές υποχρεώσεις, παρακρατώντας μόνον μικρό μέρος για την κάλυψη των προσωπικών της αναγκών έτσι ώστε να υπερβαίνει το μέτρο της υποχρεώσεώς της  για συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες τουλάχιστον κατά το ποσόν των 150 ευρώ μηνιαίως. Ότι, με βάση τα προεκτεθέντα, συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά το ποσόν των (150 ευρώ Χ 6 μήνες=) 900  ευρώ ετησίως και για τα τέσσερα έτη της έγγαμης συμβίωσης 900 Χ 4=) 3.600 ευρώ. Ότι, συνεπώς, το συνολικό ποσόν της οικονομικής συμβολής της ενάγουσας με την παροχή υπηρεσιών της  αποτιμητών σε χρήμα στην οικογενειακή ταβέρνα, του εναγομένου, καθώς και με την συνεχή ενάσκηση των λοιπών προαναφερόμενων δραστηριοτήτων, ανέρχεται συνολικά σε (104.700+ 3.600 =) 108.300 ευρώ. Ότι, συνεπώς με βάση τα ανωτέρω η συμβολή της (ενάγουσας) στην αύξηση της κτηθείσας από τον εναγόμενο περιουσίας, διαρκούντος του γάμου τους και μέχρι την αμετάκλητη λύση του, ανέρχεται σε ποσό [(108.300: 184.000=)0.59 Χ 100]=59%. Τέλος δε ισχυριζόμενη ότι ο εναγόμενος αρνείται να της καταβάλει το παραπάνω ποσόν των 108.300 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ως άνω ποσοστό του 59% της αυξήσεως της περιουσίας του, ζητούσε : Α) κατά την κυρία βάση της, που αφορά τον πραγματικό υπολογισμό : 1) να αναγνωρισθεί η κατά τα ανωτέρω συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου και 2) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσόν των 108.300 ευρώ, που αντιστοιχεί στην κατά ποσοστό 59% συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως δε και επικουρικά να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει αυτούσια το προπεριγραφέν οροφοδιαμέρισμα, κατά το ποσοστό της επικαλούμενης συμβολής της (59%) στην απόκτησή τους και Β) κατά την επικουρική της βάση, που αφορά τον τεκμαρτό υπολογισμό, α) να αναγνωρισθεί το δικαίωμα συμμετοχής της στα αποκτήματα του εναγομένου, κατά το ποσοστό της τεκμαιρόμενης συμβολής της  (1/3) και β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσόν των (184 Χ 1/3= )72.200 ευρώ, που αντιστοιχεί στη συμβολή αυτή, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως να της αποδώσει αυτούσια το ποσοστό αυτό συγκυριότητας του επί του ως άνω αποκτηθέντος οροφοδιαμερίσματος.

Η ένδικη αγωγή εξεδικάσθη αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 215 επ. ΚΠολΔ και εξεδόθη επ’ αυτής η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε αυτήν ορισμένη και νόμιμη, την δέχθηκε κατά ένα μέρος και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά την κυρία βάση της, που αφορά τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγομένου, παρελκούσης, κατόπιν αυτού, της εξετάσεως της επικουρικής της βάσης, που αφορά τον τεκμαρτό υπολογισμό. Πιο συγκεκριμένα : α) αναγνώρισε ότι η ενάγουσα συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά ποσοστό ½  ήτοι 50%, β) υποχρέωσε τον εναγόμενο να της καταβάλει το ποσόν των 108.304 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και  μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε η κρινόμενη από 12.10.2016 (αριθμ κατ. δικ …/…./2016 έφεση του εναγομένου, με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου καθώς και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση,  άλλως τη μεταρρύθμιση της ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή  ή διαφορετικά  να  εναρμονισθεί με τους λόγους της εφέσεώς του. Η έφεση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει πάροδος της προθεσμίας ασκήσεως ή άλλος λόγος απαραδέκτου πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της  κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (άρθρο 533, 270 ΚΠολΔ δεδομένου ότι για τον παραδεκτό της ασκήσεως της έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της κατ’ έφεση δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει περί του βασίμου ή μη των προβαλλομένων λόγων εφέσεως, μπορεί και χωρίς να εξαφανίσει την προσβαλλομένη εκκληθείσα απόφαση, να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν, κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που  χρειάζονται κενά ή  αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή  επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, συνέχεια της προηγουμένης. Η εξουσία που παρέχεται από τις ως άνω διατάξεις, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να διατάξει τη διεξαγωγή νέων ή συμπληρωματικών αποδείξεων με τα αποδεικτικά μέσα, που ορίζει το άρθρο 339 ΚΠολΔ, ήτοι την εξέταση μαρτύρων, των οποίων είχε αρνηθεί την εξέταση ή τη συμπληρωματική εξέταση μαρτύρων ή την εξέταση διαδίκων ή τη  διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αν κρίνει ότι πρόκειται περί ζητήματος για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (άρθρο 368 ΚΠολΔ- ΑΠ 755/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ), παρά την ισχύ του κανόνα της  απαγόρευσης έκδοσης αποφάσεως περί αποδείξεων, ο οποίος κάμπτεται, πλην των άλλων περιπτώσεων και κατ΄ εκείνη, κατά την οποία υπάρχει ανάγκη διενέργειας  πραγματογνωμοσύνης, για τους προεκτεθέντες λόγους (Εφ Πειρ. 366/2013 ΝΟΜΟΣ). Μετά δε τη  συνεκτίμηση αυτών των αποδείξεων και εκείνων που εκτιμήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο θα κρίνει αν είναι λαθεμένη η εκκαλουμένη απόφαση (ΟλΑΠ 1285/1982, Εφ. Λαμ 139/2011- Εφ Πειρ. 601/2015  δημ στη ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση κρίσιμο ζήτημα για τον προσδιορισμό του ποσού, που αντιστοιχεί στο ποσοστό της συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου με την ανέγερση του οροφοδιαμερίσματος του Γ΄ υπέρ το υπόγειο ορόφου της προαναφερόμενης πολυκατοικίας αποτελεί, σύμφωνα με  τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο καθορισμός της αξίας αυτού (κατασκευαστικής, αντικειμενικής και εμπορικής) κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων (3.6.2010), καθώς και εκείνος της ασκήσεως της ένδικης αγωγής (31-5-2012) αλλά και της τυχόν επερχομένης διαφοροποιήσεως μέχρι την πρώτη  συζήτηση αυτής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (14.11.2014)  (βλ. Εφ. Αθ. 79/2014- Εφ. Αθ. 2565/2011 δημ ΝΟΜΟΣ).

Από τα προσκομιζόμενα, όμως με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας καθώς, και από το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, το Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί σε ασφαλή δικανική  πεποίθηση, ως προς το ουσιώδες αυτό ζήτημα, δεδομένου, μάλιστα, και της διαφορετικότητας των ισχυρισμών των διαδίκων, αναφορικά με το ποσοστό κτιριακής ετοιμότητας του συγκεκριμένου διαμερίσματος κατά τους χρόνους α) της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης (από το χρονικό αυτό σημείο (26.5.2006), και εφεξής με το κόστος κατασκευής του εν λόγω ακινήτου επιβαρύνεται ο ενάγων, αφαιρουμένου κατά συνέπεια του ποσού αυτού, καθώς και της αξίας του δικαιώματος υψούν από την  υπολογιζόμενη κατά τον κρίσιμο χρόνο αξία του αποκτήματος (διαμερίσματος), β) της αμετάκλητης λύσης του γάμου (2.6.2010) και γ) της ασκήσεως της ένδικης αγωγής. Η σχετική, άλλωστε, αβεβαιότητα ενισχύεται και από τις προσκομιζόμενες : α) από Ιανουάριο 2017 εκθέσεως εκτιμήσεως της αγοραίας αξίας του επίμαχου οροφοδιαμερίσματος, που συνέταξε η ορκωτός εκτιμητής – πολιτικός μηχανικός ……. β) από 11.10.2016 τεχνική έκθεση περιγραφής υφιστάμενης κατάστασης ακινήτου και έρευνα αγοράς στην περιοχή Κερατσινίου, που συνέταξε η πολιτικός μηχανικός ….. και γ) από 8.6.2007 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού …….. Για την αντίληψη των ανωτέρω ζητημάτων, απαιτούνται ειδικές γνώσεις πολιτικού μηχανικού – αρχιτέκτονα και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο κατ’ αποδοχή και του σχετικού αιτήματος του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος κρίνει αναγκαίο να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη (άρθρο 368 παρ. 1 ΚΠολΔ), από τη συνεκτίμηση της οποίας με τις λοιπές αποδείξεις, που έχουν ήδη προσκομισθεί, θα παρασχεθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα συναγωγής ασφαλούς συμπεράσματος επί των προαναφερόμενων ζητημάτων,  που είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, ώστε, σε δικάσιμο που θα ορισθεί αρμοδίως, με μέριμνα του επιμελέστερου των διαδίκων και θα αποτελεί συνέχεια της ήδη διεξαχθείσης, να προσκομισθεί έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία θα διενεργηθεί με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα την ……., αρχιτέκτονα-μηχανικό Ε.Π.Π, κάτοικο Πειραιώς, οδός ….. τηλ. ……. Η τελευταία θα δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του νεώτερου, κατά διορισμό, Εφέτη Πειραιώς και αυτού κωλυομένου, ενώπιον του νομίμου αναπληρωτή του, σε ημέρα και ώρα που θα ορισθεί, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη επίδοση της απόφασης σε αυτήν. Στη συνέχεια, αφού λάβει κάθε πληροφορία, που θα κρίνει αναγκαία ή απλώς χρήσιμη και αφού λάβει υπόψη της και τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας και όσα τυχόν θα παραδώσουν οι διάδικοι και θα κρίνει αναγκαία ή απλώς χρήσιμα, θα διενεργήσει πραγματογνωμοσύνη,  για να  αποφανθεί, με έγγραφη αιτιολογημένη γνωμοδότηση της, περί  των αναφερόμενων στο σκεπτικό της προκειμένης απόφαση ζητημάτων και ειδικότερα : α) για το στάδιο κτιριακής ετοιμότητας του ακινήτου κατά το χρόνο διενεργείας της πραγματογνωμοσύνης και  για  την  κατασκευαστική, αντικειμενική και εμπορική αξία αυτού, κατά τον ίδιο χρόνο, με αναγωγή όμως στις τιμές του χρόνου  ασκήσεως και α΄ συζητήσεως της ένδικης αγωγής β) για το στάδιο ετοιμότητας του ακινήτου, (εφόσον καθίσταται αυτό εφικτό βάσει  φωτογραφιών, παραστατικών αγοράς υλικών κ.λ.π), κατά την αμετάκλητη λύση του γάμου καθώς και για την αξία του (κατασκευαστική, αντικειμενική και εμπορική) κατά το στάδιο αυτό, εφόσον δεν ταυτίζεται με το τελευταίο (υπάρχουν κατά τη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη) στάδιο, με αναγωγή, όμως, στις ισχύουσες τιμές κατά το χρόνο ασκήσεως και συζητήσεως της ένδικης αγωγής γ) για το ποσοστό κτιριακής ετοιμότητας του ακινήτου κατά το χρόνο διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων και για την αξία αυτού κατά το εν λόγω στάδιο καθώς και για το υπολειπόμενο κόστος μέχρι του σταδίου πλήρους αποπερατώσεώς του δ) για την αξία του δικαιώματος υψούν το Γ΄ υπέρ του ισόγειο ορόφου, κατά το χρόνο της  αμετάκλητης λύσης του γάμου, αλλά με αναγωγή στις τιμές που ισχύουν κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής, καθώς και της α΄ συζητήσεως αυτής και ε) για τυχόν ύπαρξη αυθαίρετων κατασκευών που επηρεάζουν την αξία του ακινήτου, καθώς και για τη δυνατότητα νομιμοποιήσεως αυτών. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να κατατεθεί στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου,  μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την ημέρα, που  ο ανωτέρω πραγματογνώμονας θα ορκισθεί, συντασσομένης σχετικής έκθεσης.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων  τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

μεταθέσεώς της και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών