Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 92/2018

Αριθμός     92/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α΄, 287 και 291 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την έφεση, συνάγεται ότι η δίκη διακόπτεται αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος, ενώ η διακοπή αυτή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει την δίκη και ότι ο αντίδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης μπορεί να προκαλέσει την επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί προσκαλώντας τον για τον σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου, ενώ μπορεί να κοινοποιήσει την πρόσκληση και πριν από τη γνωστοποίηση του γεγονότος που προκάλεσε τη διακοπή θεωρώντας ότι αυτή επήλθε και η δίκη στην περίπτωση αυτή επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την κοινοποίηση της προσκλήσεως. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση του θανάτου του αρχικού διαδίκου νοείται ο κληρονόμος αυτού, ο οποίος όμως, κατά το άρθρο 292 του ΚΠολΔ, δεν μπορεί να κληθεί για να επαναληφθεί η δίκη που έχει διακοπεί πριν περάσει η προθεσμία της αποποιήσεως ή πριν χάσει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο το δικαίωμα της αποποιήσεως (ΑΠ 751/2010, ΕφΛαμ 160/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες (……… και ……..) άσκησαν την από 1-8-2014 (αρ. καταθ. …/2014) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2228/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε (αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία) επί της από 14-1-2013 (αρ. καταθ. …/2013) ανακοπής τους κατά της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….» και της υπ΄ αρ. …/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν αυτοί, ως πρωτοφειλέτης και εγγυήτρια αντίστοιχα, να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην ήδη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 317.321,69 ευρώ, για απαίτηση προερχόμενη από την υπ΄ αρ. …./15-5-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Με την από 23-9-2015 (αρ. καταθ. …./2015) κλήση της ήδη εφεσίβλητης (εφεσίβλητου, πιστωτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία «………») κατά των ήδη εκκαλούντων επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ως άνω έφεση, μετά τη ματαίωση αυτής κατά τη δικάσιμο της 17-9-2015, πλην όμως, ματαιώθηκε εκ νέου κατά τη δικάσιμο της 12-5-2016. Μετά την άσκηση της ένδικης εφέσεως, (η οποία ασκήθηκε την 5-9-2014), και πριν τη συζήτηση αυτής, και συγκεκριμένα στις 29-11-2014, απεβίωσε στη Νέα Ιωνία Αττικής η δεύτερη από αυτούς (εκκαλούντες) (βλ. το από 23-11-2015 αντίγραφο της υπ΄ αρ. ./../2014 ληξιαρχικής πράξης θανάτου της Ληξιάρχου του Δήμου Αθηναίων) και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον πρώτο των εκκαλούντων. Η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη έλαβε γνώση του θανάτου της, εκτός ακροατηρίου. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομιάς της θανούσας (δεύτερης των εκκαλούντων), η  εφεσίβλητη κατέθεσε νομίμως, κατ΄ άρθρα 291 και 292 του ΚΠολΔ, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την από 12-7-2016 (αρ. καταθ. …/2016) κλήση για επανάληψη, απευθυνόμενη προς τον ………. ως καθολικού διαδόχου (κληρονόμου) της δεύτερης των εκκαλούντων, αλλά και για τον εαυτό του ατομικά, την οποία επέδωσε προς αυτόν (κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα), για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (16-2-2017). Συνεπώς, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η επανάληψη της δίκης και η κλήτευση του κληρονόμου της θανούσας- δεύτερης των εκκαλούντων έγιναν νόμιμα. Συνεπώς, νόμιμα φέρεται για συζήτηση η ένδικη έφεση με την άνω κλήση της εφεσίβλητης.

Κατά το άρθρο 524 παρ. 3 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, στην περίπτωση της ερημοδικίας του εκκαλούντος, το Δικαστήριο που δικάζει την έφεση οφείλει, αν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή αν αυτός, στην περίπτωση που τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος, κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρα 271 παρ. 1 και 2 και 524 παρ. 3 του ΚΠολΔ), να απορρίψει την έφεση χωρίς περαιτέρω έρευνα της ουσίας (ΟλΑΠ 16/1990 ΝοΒ 38.1337, ΑΠ 654/2008 ΕλλΔνη 51.35).

Κατά δε το άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους, ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στην δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, υφίσταται και επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από αλληλόχρεο λογαριασμό μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή (ΑΠ 30/2003, ΕφΑθ 3865/2012, ΕφΠειρ 950/2005, ΕφΘεσ 1627/2003), λόγω του αδιαίρετου χαρακτήρα της αξιουμένης παροχής και της εντεύθεν ανάγκης για ενιαία ρύθμιση της διαφοράς. Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 328 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι το δεδικασμένο επεκτείνεται υπέρ του εγγυητή από τη δίκη μεταξύ του δανειστή και του πρωτοφειλέτη και υπέρ του πρωτοφειλέτη από τη δίκη μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή. Η απόφαση, δηλαδή, που εκδίδεται υπέρ του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή περί ανυπαρξίας του χρέους αποτελεί δεδικασμένο υπέρ του άλλου. Περαιτέρω η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον αναγκαίο ομόδικο έχει αποτέλεσμα και ως προς τους λοιπούς (άρθρο 76 παρ. 1, 4 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, αν όλοι οι αναγκαίοι ομόδικοι ασκήσουν έφεση, όπως έχουν δικαίωμα [άρθρο 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, Φαλτσή: Ομοδικία (1970), σελ. 284, 285] και ένας ερημοδικασθεί, οπότε η έφεση του απορρίπτεται (άρθρα 271 παρ. 1 και 2, 272 παρ. 1 και 2, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), μετέχει στη δίκη εκπροσωπούμενος από τον ομόδικό του, η έφεση του οποίου κρίθηκε παραδεκτή και θεωρείται εκκαλών με βάση πλέον την έφεση αυτή (του παρισταμένου ομοδίκου) και όχι τη δική του, η οποία βέβαια, λόγω της απόρριψης, δεν εξετάζεται (ΕφΛαρ 343/2012, ΕφΔωδ 218/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, εισάγεται προς συζήτηση η ένδικη από 1-8-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2228/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία). Από α) την υπ΄ αρ. ……΄/24-10-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. που επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα την παρούσα συζήτηση εφεσίβλητη, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 17-9-2015, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής, επιδόθηκε νομοτύπως στην δεύτερη των εκκαλούντων με επιμέλεια της εφεσίβλητης, καθώς επίσης β) από την υπ΄ αρ. …..΄/15-7-2016 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., που επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα την παρούσα συζήτηση εφεσίβλητη, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσης για επανάληψη βιαίως διακοπείσας δίκης με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, αντίστοιχα, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον πρώτο των εκκαλούντων για τον εαυτό του ατομικά και ως καθολικού διαδόχου της δεύτερης των εκκαλούντων. Ο τελευταίος όμως, με την ιδιότητά του ως καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) της δεύτερης των εκκαλούντων, δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο [εμφανίστηκε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσια Δικηγόρο μόνο για τον εαυτό του, ατομικά, ενώ με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις του, χωρίς να αμφισβητεί την ιδιότητά του ως καθολικού διαδόχου (κληρονόμου) της …….., επικαλείται ότι λόγω του θανάτου αυτής (…….), δεύτερης των εκκαλούντων, ως προς αυτήν υπάρχει κατάργηση της δίκης, από δε την από 16-2-2017 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που παρέδωσε η πληρεξούσια Δικηγόρος του στην αρμόδια Γραμματέα την 14-2-2017, δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι παρίσταται και ως καθολικός διάδοχος της  δεύτερης των εκκαλούντων, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η τελική κρίση για την εμφάνιση και εκπροσώπηση των διαδίκων (με βάση το φάκελο της δικογραφίας) ανήκει στο Δικαστήριο και αποτυπώνεται στην απόφασή του (άρθρα 300, 312 του   ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 1710/2005 ΕλλΔνη 2006.231, ΕφΑθ 2395/2003 ΑρχΝ 2003.729, ΕφΑθ 4658/1999, ΕλλΔνη 2000.191), ανεξαρτήτως της καταχωρήσεως δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ στο σχετικό πινάκιο, η οποία δεν επηρεάζει την πραγματική παράσταση του διαδίκου], και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην [με την ιδιότητά του ως καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) της δεύτερης των εκκαλούντων]. Κατά συνέπεια η ένδικη έφεση της ήδη αποβιώσασας …….., δεύτερης των εκκαλούντων, στη θέση της οποίας υπεισήλθε ο ……., πρώτος των εκκαλούντων, κατά της υπ΄ αρ. 2228/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, θεωρώντας όμως, κατ΄ άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ότι ο υπεισελθών στη θέση της δεύτερης των εκκαλούντων (πρώτος των εκκαλούντων), μετέχει στη δίκη και με την ιδιότητά του αυτή (ήτοι ως υπεισελθών στη θέση της δεύτερης των εκκαλούντων) εκπροσωπούμενος από τον ίδιο με την ιδιότητα που παρίσταται, ήτοι ατομικά, αφού η αρχικώς δεύτερη των εκκαλούντων τελούσε με αυτόν (πρώτο των εκκαλούντων) σε σχέση αναγκαστικής οµοδικίας και συνεπώς (η αρχικώς δεύτερη των εκκαλούντων στη θέση της οποίας υπεισήλθε ο πρώτος των εκκαλούντων) θεωρείται (αρχικώς) εκκαλούσα (στη θέση της οποίας υπεισήλθε ο πρώτος των εκκαλούντων) με βάση πλέον την έφεση του παρισταμένου ομοδίκου της και όχι τη δική της (αρχικώς δεύτερης των εκκαλούντων), η οποία λόγω ερημοδικίας απορρίπτεται σύμφωνα, επίσης, με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω ως προς τον πρώτο των εκκαλούντων η ένδικη από 1-8-2014 (αρ. καταθ. …./2014) έφεση του ηττηθέντος πρώτου των ανακοπτόντων κατά της υπ΄ αρ. 2228/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στον πρώτο των ανακοπτόντων, ήδη πρώτο των εφεσίβλητων, με επιμέλεια της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης, την 18-7-2014 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ΄ αρ. ….΄/18-7-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 5-9-2014 (άρθρα 144 παρ. 1, 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ), όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση ασκήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, την 5-9-2014, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον πρώτο των εκκαλούντων (ενιαίο) παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και ………. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012.

Με την από 14-1-2013 (αρ. καταθ. …../2013) ανακοπή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 5-3-2014, οι ανακόπτοντες, ήδη εκκαλούντες, ……… και ….….., στη θέση της οποίας υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) αυτής ο ήδη πρώτος των εκκαλούντων, και για την οποία, κατά τα προαναφερόμενα η ένδικη έφεσή της απορρίφθηκε, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (ανακοπή) λόγους, την ακύρωση  της υπ΄ αρ. …../2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ΄ ης η αίτηση και ήδη εφεσίβλητης, και με την οποία, όπως επίσης προαναφέρθηκε, υποχρεώθηκαν αυτοί, ως πρωτοφειλέτης και εγγυήτρια αντίστοιχα, να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην τελευταία το συνολικό ποσό των 317.321,69 ευρώ, για απαίτηση προερχόμενη από την υπ΄ αρ. …../15-5-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Επίσης, οι ανακόπτοντες ζήτησαν να καταδικασθεί η καθ΄ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 2228/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, απέρριψε αυτή κατ΄ ουσίαν στο σύνολό της και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση ο ηττηθείς πρώτος των ανακοπτόντων, ήδη πρώτος των εκκαλούντων, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η ανακοπή του.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2 του  ΚΠολΔ, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ  προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49,424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999 ΕΤρΑΧΔ 2000.487, ΕφΑθ 1587.2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 317/2009, ΕφΘεσ 2788/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγή Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές, Σινανιώτη: Ειδικές διαδικασίες, εκ. Β΄, σελ. 193). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Ακόμη ειδικότερα, επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε για απαίτηση κατάλοιπου αλληλόχρεου λογαριασµού, η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισµένοι, να περιέχουν ισχυρισµούς που ανάγονται στα κατ΄ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασµού, µόνη δε η µε τους λόγους αυτούς γενική αµφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΕφΔωδ 2/1996 ΔΕΕ 1997.725, ΕφΑθ 6709/1986 ΕλλΔνη 26.995). Περαιτέρω, αν οι επικουρικές βάσεις της αγωγής ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν, το Εφετείο δεν μπορεί να προβεί σε αυτεπάγγελτη εξέταση αυτών, αλλά απαιτείται υποβολή αυτοτελούς εφέσεως του εναγομένου (ΑΠ 124/2007 ΕλλΔνη 48.1415, ΑΠ 43/2008 ΝοΒ 2008.1284). Τα όσα προαναφέρθηκαν ισχύουν και επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ), με την οποία ο ανακόπτων (ο οποίος επέχει εδώ θέση εναγομένου) προβάλλει περισσότερους λόγους ανακοπής, δηλαδή σωρεύει περισσότερες βάσεις σ΄ αυτή (ΑΠ 13/2010, ΕφΘρακ 321/2015, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012.168). Ακολούθως, o υπολογισμός των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, διότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ΄ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον, (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον, επιβάρυνση, να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Τούτο, ιδίως, σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/Ε.Κ. που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, με την ΚΥΑ Ζ1- 178/13-2-2001 (ΦΕΚ Β΄ 255/9-3-2001) στην καταναλωτική πίστη, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου [ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ (Μον) 37/2016]. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες (πρώτος και δεύτερη) ισχυρίστηκαν ότι η ήδη προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη διότι το επιτόκιο συμφωνήθηκε να υπολογίζεται με έτος 360 ημερών και όχι 365 ημερών κατά παράβαση των ΓΟΣ και της κοινοτικής νομοθεσίας, ως εκ τούτου η καθ΄ ης χρέωνε μεγαλύτερα επιτόκια από τα επιτρεπόμενα. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρωτίστως είναι απορριπτέος ως αόριστος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 3 και 628 παρ. 1 α΄ του ΚΠολΔ, αφού ναι μεν η συμφωνία περί υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη τς παρούσας, ωστόσο, ο ήδη πρώτος των εκκαλούντων, αμφισβητεί γενικά το σε βάρος του χρεωστικό κατάλοιπο από την επίδικη σύμβαση, χωρίς να προσβάλλει συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού και χωρίς να επικαλείται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 1778/2010), όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε απορρίπτοντας τον τρίτο λόγο της ανακοπής, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως. Περαιτέρω η έφεση κατά το μέρος που ο πρώτος των εκκαλούντων παραπονείται ότι ως προς τον τρίτο λόγο της ανακοπής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν είναι απορριπτέα διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξέτασε το λόγο αυτό στην ουσία του και δεν εκτίμησε τα προσκομισθέντα έγγραφα ως προς αυτόν, αλλά απέρριψε αυτόν ως αόριστο, χωρίς καμία εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων (εγγράφων).

Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι ο προβλεπόμενος στη σύμβαση όρος ότι «οι συμβατικοί τόκοι που βαρύνουν το χρεωστικό υπόλοιπο στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) υπολογίζονται με βάση κυμαινόμενο επιτόκιο, που καθορίζεται κάθε φορά από την τράπεζα με βάση τις συνθήκες τις χρηματαγοράς και το κόστος χρήματος και ανέρχεται σήμερα …», ως προς τη μη αναφορά του προσδιορισμού του με τρόπο ορισμένο (λ.χ. του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως επιτοκίου αναφοράς), το οποίο επηρεάζει το ύψος του συμβατικού επιτοκίου, το οποίο έχει συμφωνηθεί να είναι κυμαινόμενο, δεν είναι σύμφωνος με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002. Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι η καθ΄ ης χρησιμοποιεί στον εν λόγω όρο ως κριτήρια, που θα της επιτρέψουν να μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο, παντελώς αόριστες έννοιες, όπως «τις συνθήκες της αγοράς» και «το κόστος του χρήματος», με αποτέλεσμα το σκέλος του όρου αυτού να είναι καταχρηστικό και αντίθετο τόσο στις προαναφερθείσες διατάξεις όσο και στις διατάξεις του Ν. 2251/1994. Ότι η ύπαρξη των αόριστων αυτών κριτηρίων μεταβολής του επιτοκίου και ιδίως της έλλειψης ορισμού επιτοκίου αναφοράς, σύμφωνα με το οποίο θα μεταβάλλεται και το συμβατικό επιτόκιο, επέτρεψε στην καθ΄ ης να της επιβάλει επιτόκια που σε πολλές περιπτώσεις υπερέβαιναν το διπλάσιο του ανώτατου νόμιμου. Ότι η ήδη προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε μετά από άκυρη εν μέρει σύμβαση παροχής πίστωσης, στην οποία οι ίδιοι αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν διότι περιέχει όρους καταχρηστικούς και, συνεπώς, το τελικώς διαμορφωμένο χρεωστικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε σε αυτό το ύψος ως απόρροια καταχρηστικής μονομερούς επιβολής εξοντωτικού και παράνομου επιτοκίου. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι, επίσης, απορριπτέος ως αόριστος καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, ο ήδη πρώτος των εκκαλούντων αμφισβητεί, όπως επίσης προαναφέρθηκε, γενικά το σε βάρος τους χρεωστικό κατάλοιπο από την επίδικη σύμβαση, πλην, όμως, ουδόλως προσδιορίζει ποια είναι τα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού, που έχει παρανόμως χρεωθεί, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε απορρίπτοντας τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 623 του ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγή πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη, κατά δε το άρθρο 626 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώτριας, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή Δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 του ΚΠολΔ,  52 του Ν.Δ. 3026/1954 και 14 του Ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της Τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή Δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 1117/2002). Εξάλλου, η φωτοτυπία αποτελεί ακριβή απεικόνιση του φωτοτυπημένου εγγράφου. Επικυρωμένη δε φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπημένου εγγράφου και επιπλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής. Αν το φωτοτυπημένο έχει ή όχι το χαρακτήρα πρωτότυπου εγγράφου κρίνεται από το Δικαστήριο και όχι από αυτόν που βεβαιώνει τη γνησιότητα της φωτοτυπίας. Έτσι, για να αποτελεί η φωτοτυπία αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας κυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου θα πρέπει να υπάρχει: α) στο φωτοτυπημένο έγγραφο (απόσπασμα), που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, βεβαίωση του υπαλλήλου της Τράπεζας, που έκανε την εκτύπωση, για τη γνησιότητα της εκτύπωσης και η βεβαίωση αυτή να έχει αποτυπωθεί στη φωτοτυπία, και β) στη φωτοτυπία βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή Δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής (ΑΠ 1421/2013, ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 902/2006 ΕλλΔνη 50.126, ΑΠ 1579/2005 ΧΡΙΔ 2006.246, ΕφΔωδ 25/2015, ΕφΔωδ 32/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η ήδη προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, καθόσον αυτή εκδόθηκε με βάση έγγραφα-αποσπάσματα των βιβλίων της καθ΄ ης, τα οποία είχαν εξαχθεί από ηλεκτρονικό υπολογιστή και δεν διέθεταν την απαιτούμενη από το νόμο αποδεικτική δύναμη, ήτοι από απλά αντίγραφα, επικυρωμένα από Δικηγόρο, χωρίς τις απαιτούμενες βεβαιώσεις γνησιότητας. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερθείσες διατάξεις, πλην, όμως, είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, όπως προκύπτει από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της καθ΄ ης η ανακοπή ………., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι. Ειδικότερα από την επισκόπηση της ίδιας της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι για την έκδοσή της προσκομίστηκε εκ μέρους της καθ΄ ης η ανακοπή το από 8-8-2012 αντίγραφο κίνησης του υπ΄ αρ. ….. λογαριασμού, το οποίο αποτελούσε γνήσια εκτύπωση από το ηλεκτρονικό αρχείο της καθ΄ ης (βλ. σχετ. σφραγίδα), ήταν υπογεγραμμένο από τους αρμόδιους υπαλλήλους αυτής, ….., Διευθύντρια, και ……, και εμφάνιζε με σαφήνεια και ακρίβεια τις γενόμενες χρεοπιστώσεις του λογαριασμού από το άνοιγμά του (17-12-2010) καθώς και το οφειλόμενο υπόλοιπο κατά το κλείσιμό του (8-8-2012), ανερχόμενο στο ποσό των 303.876,56 ευρώ, εντόκως από 9-8-2012 μέχρις εξόφλησης. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή Δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε απορρίπτοντας τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως. Μετά την απόρριψη των τρίτου και τέταρτου λόγων της ανακοπής ως αόριστων, των οποίων η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή δικόγραφα ή με διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, δεν τίθεται θέμα διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης και επομένως η εκκαλουμένη ορθά απέρριψε σιωπηρά το σχετικό αίτημα που υποβλήθηκε με τον τέταρτο λόγο αυτής (ανακοπής). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε (ως προς τους τρίτο, τέταρτο και δεύτερο λόγο της ανακοπής) και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά ως προς τον δεύτερο λόγο αυτής (ένδικης ανακοπής), και ορθά απέρριψε τους ως άνω λόγους αυτής (ανακοπής), για τους οποίους ασκήθηκε έφεση και εξετάσθηκαν από το παρόν Δικαστήριο, και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει και η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, λόγω της ήττας του εκκαλούντος …… ατομικά και ως καθολικού διαδόχου (κληρονόμου) της ……. στη θέση της οποίας υπεισήλθε, πρέπει να διαταχθεί, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. …… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και ………. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1 και 501 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας δικαίωμα να ασκήσει αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, κατά της απόφασης που εκδόθηκε παρά την απουσία του, έχει ο αναγκαίος ομόδικος που ήταν απών κατά τη δίκη, έστω και αν αυτός, σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τους παρόντες αναγκαίους ομοδίκους του, δεν μπορεί δε εκ των προτέρων να αποκλεισθεί το έννομο συμφέρον του απόντος αναγκαίου ομοδίκου, να ασκήσει κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του ανακοπή ερημοδικίας, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της οποίας, όπως είναι και η ύπαρξη έννομου συμφέροντος προς άσκησή της, κρίνει μόνο το Δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ερημοδικίας, το οποίο κρίνει και τη βασιμότητα των λόγων της ανακοπής (ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 855/2015, ΑΠ 709/2012). Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που ο εκκαλών ……. ως καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) της ……. στη θέση της οποίας υπεισήλθε, ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο πρώτος των εκκαλούντων, [ατομικά και ως καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) της δεύτερης των εκκαλούντων στη θέση της οποίας υπεισήλθε], επίσης λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του υπεισελθόντος στη θέση της αρχικώς δεύτερης των εκκαλούντων και κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων [πρώτου των εκκαλούντων (ατομικά) και εφεσίβλητης].

Ορίζει παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον υπεισελθόντα στη θέση της δεύτερης των εκκαλούντων, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση ως προς τον υπεισελθόντα στη θέση της αρχικώς δεύτερης των εκκαλούντων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 1-8-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2228/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και ……… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον πρώτο των εκκαλούντων, ατομικά και ως καθολικό διάδοχο (κληρονόμο) της δεύτερης των εκκαλούντων στη θέση της οποίας υπεισήλθε, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 2 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων του πρώτου των εκκαλούντων (ατομικά) και της εφεσίβλητης.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ