Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 50/2018

Αριθμός     50/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες α) από 3-9-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) έφεση του ……… κατά της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» και β) από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….» κατά του …….. και κατά (και οι δύο εφέσεις) της υπ΄ αρ. 3070/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή τους ή άλλος λόγος απαραδέκτου τους, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 30-7-2015, μέχρι την άσκησή τους (εφέσεων) στις 8-9-2015 και στις 4-9-2015 αντίστοιχα [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι ένδικες εφέσεις, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016]. Επομένως, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των ένδικων εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως ποσού διακοσίων (200) ευρώ, λόγω της φύσεως της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012).

Με την από 15-12-2014 (αρ. καταθ. …../2014) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 24-3-2015, ο ενάγων, ήδη εκκαλών της από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεσης και εφεσίβλητος της από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεσης, ισχυρίστηκε, κατ΄ εκτίμηση αυτής, και όπως αυτή διορθώθηκε (και ως προς τον εσφαλμένο λογιστικό υπολογισμό) με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε νόμιμα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι προσλήφθηκε, διαθέτοντας βιβλιάριο υγείας, από την εναγομένη εταιρεία, ήδη εφεσίβλητη της από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …/2015) έφεσης και εκκαλούσα της από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεσης, στις 7-1-2004, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης (διήμερη εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές από 09:00 έως 17:00) αορίστου χρόνου προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος – σερβιτόρος στην επιχείρηση καφετέριας που διατηρεί αυτή (εναγομένη). Ότι οι ημερήσιες αποδοχές του είχαν καθορισθεί από την εναγομένη σε ποσοστό 0,10% επί της ακαθάριστης ημερήσιας είσπραξής του με επιπλέον καταβολή του συμβολικού μισθού, των νόμιμων προσαυξήσεων για την απασχόληση τις Κυριακές και των επιδομάτων εορτών και αδείας, όπως αυτά προβλέπονται από τις εκάστοτε ΣΣΕ και ΔΑ. Ότι η εναγομένη δεν τηρούσε τους όρους της σύμβασης εργασίας του και δεν του χορηγούσε ούτε τον συμβολικό μισθό των ΣΣΕ, ούτε τη νόμιμη προσαύξηση για την απασχόλησή του τις ημέρες των Κυριακών και επιπλέον δεν του κατέβαλε πλήρως τις αποδοχές αδείας και τα επιδόματα εορτών και αδείας. Ότι εργάστηκε κανονικά στην επιχείρηση της εναγομένης με τα ως άνω καθήκοντα καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα από 7-1-2004 έως 21-9-2014, απασχολούμενος κάθε Σάββατο και Κυριακή από 09:00 έως 17:00. Ότι στις 12-8-2014 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας λόγω μη καταβολής σε αυτόν των δεδουλευμένων αποδοχών του, εν συνεχεία δε έλαβε την ετήσια άδεια αναψυχής του από 14-8-2014 έως 29-8-2014. Ότι επανήλθε στην εργασία του και στις 17-9-2014 η εναγομένη του γνωστοποίησε προφορικά ότι θα τον απολύσει, με αποτέλεσμα αυτός να προσφύγει εκ νέου στην Επιθεώρηση Εργασίας, κατόπιν δε υπόδειξής της επανήλθε στην εργασία του και εργάσθηκε κανονικά στις 20-9-2014 και 21-9-2014, όμως στις 23-9-2014 η εναγομένη κατήγγειλε προφορικά και χωρίς καταβολή αποζημίωσης τη σύμβαση εργασίας του. Ότι στις 6-10-2014 η εναγομένη του κοινοποίησε εξώδικη δήλωση περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του συγκοινοποιώντας και το υπ’ αρ. ……../3-10-2014 Γραμμάτιο Σύστασης Παρακαταθήκης που αφορούσε την αποζημίωση απόλυσης. Ότι οι γενόμενες καταγγελίες της συμβάσεως εργασίας του είναι άκυρες, η μεν προφορική, λόγω μη τηρήσεως του έγγραφου τύπου και μη καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, η δε έγγραφη καταγγελία, το μεν διότι δεν υπήρξε προσήκουσα προσφορά της αποζημίωσης απόλυσης, αφού αυτή έγινε δια δημόσιας καταθέσεως χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπερημερίας δανειστή, το δε διότι το ποσό αυτής υπολείπεται του ποσού που δικαιούται, καθόσον η εναγομένη υπολόγισε την αποζημίωση λαμβάνοντας αυτόν ως εργάτη και όχι υπάλληλο, όπως θα έπρεπε. Ότι περαιτέρω η εναγομένη ως αιτία της απόλυσής του προέβαλε οικονομοτεχνικούς λόγους, όμως στην πραγματικότητα η απόλυσή του έγινε από λόγους εκδίκησης λόγω της διεκδίκησης εκ μέρους του των δεδουλευμένων αποδοχών που του οφείλονταν και της έντονης συνδικαλιστικής του δράσης στο χώρο εργασίας, και επομένως η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος υπήρξε καταχρηστική. Ότι λόγω των ανωτέρω λόγων η γενόμενη από την εναγομένη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του τυγχάνει άκυρη. Ότι οι μηνιαίες καταβαλλόμενες από την εναγομένη αποδοχές του ανήρχοντο κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του στο ποσό των 336 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, να αναγνωριστεί ότι οι καταγγελίες της συμβάσεως εργασίας του τυγχάνουν άκυρες, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει α) το συνολικό ποσό των 10.138,98 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών (συμβολικός μισθός, προσαύξηση Κυριακών, υπολογιζομένης με το κατώτατο ημερομίσθιο) χρονικού διαστήματος από 1-1-2009 έως 23-9-2014, β) το ποσό των 3.192 (= 336 ευρώ Χ 9,5 μήνες) ευρώ για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 23-9-2014 έως 23-5-2015 (πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής) (συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων Χριστουγέννων 2014 και Πάσχα 2015), καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της ως άνω παράνομης – άκυρης καταγγελίας, με το νόμιμο τόκο για μεν τις αποδοχές (δεδουλευμένες, υπερημερίας) αφότου αυτές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, ήτοι από το τέλος κάθε μήνα, άλλως από το τέλος του επίδικου έτους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, για δε την αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και να τον απασχολεί πραγματικά με την απειλή, σε περίπτωση άρνησής της, χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης ενός (1) έτους κατά του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Επικουρικά σε περίπτωση που κριθεί νόμιμη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 10.832,98 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και το ποσό των 1.176 ευρώ για διαφορά αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο για μεν τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών από την δήλη ημέρα καταβολής τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, για δε την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη της απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Επικουρικά, για την περίπτωση που η προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας του κριθεί άκυρη, ζήτησε την επιδίκαση των διαφορών αποδοχών σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθότι κατά το παραπάνω ποσό η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη, αφού θα το κατέβαλε σε όποιον άλλο εργαζόμενο απασχολούσε στη θέση του με έγκυρη σύμβαση εργασίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3070/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, εντός της αυτεπάγγελτα λαμβανόμενης υπόψη από το Δικαστήριο τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, και ως προς το επικουρικό αίτημα της αποζημίωσης απόλυσης εξ εγκύρου καταγγελίας εντός της καθοριζομένης από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 εξάμηνης απoσβεστικής προθεσμίας, καθώς επίσης α) ότι η αγωγή, ως προς τα αιτήματά της περί καταβολής του συμβολικού μισθού ανερχόμενου στο ποσό των 7,40 ευρώ ημερησίως, του υπολοίπου εορτής Χριστουγέννων 2013, υπολοίπου αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας έτους 2014, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς την κύρια βάση της, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, β) ότι είναι απορριπτέα, λόγω αοριστίας, ως απαράδεκτα τα ανωτέρω κονδύλια και κατά την επικουρικά σωρευόμενη βάση της αγωγής, με αίτημα την καταβολή των εν λόγω ποσών σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και γ) ότι επίσης απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας είναι το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής περί απειλής προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, αφού επιπλέον έκρινε ότι το κονδύλιο που αφορά στην προσαύξηση της εργασίας την Κυριακή, είναι ορισμένο, καθώς επίσης ότι κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη η αγωγή, είναι νόμιμη, καθώς και ως προς την επικουρική της βάση, ότι όσον αφορά το αίτημα για καταβολή μισθών υπερημερίας, αυτό είναι νόμιμο μόνο για το μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, που έλαβε χώρα στις 24-3-2015, χρονικό διάστημα και απορριπτέο ως προώρως ασκηθέν για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα (από 24-3-2015 έως και 23-5-2015, ενώ το αίτημα να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση, είναι μη νόμιμο όσον αφορά στο αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και α) αναγνώρισε την ακυρότητα των από 17-9-2014 και 23-9-2014 προφορικών καταγγελιών της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, καθώς και της από 6-10-2014 έγγραφης καταγγελίας της συμβάσεως στην οποία προέβη η εναγομένη, β) υποχρέωσε την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, στη θέση που κατείχε κατά την πρόσληψή του, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού διακοσίων (200) ευρώ, για κάθε ημέρα αρνήσεώς της να συμμορφωθεί στην υποχρέωσή της αυτή να απασχολεί πραγματικά τον ενάγοντα, γ) κήρυξε την εκκαλουμένη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, ήτοι ως προς την υπoχρέωση της εναγoμένης να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, στη θέση που ο ενάγων κατείχε κατά την πρόσληψή του, δ) υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι έξι ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (9.526,23 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (απόφαση), μέχρι την πλήρη εξόφληση, ε) κήρυξε την εκκαλουμένη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και στ) επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις προαναφερόμενες εφέσεις οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές (εφέσεις) αντίστοιχα λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν 1) με την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων να γίνει δεκτή η έφεση, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που απέρριψε την ένδικη αγωγή του και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του, όπως παραδεκτά περιορίστηκε πρωτοδίκως και 2) με την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση, η εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί καθ΄ ολοκληρία η ένδικη αγωγή, αποφαινόμενο το παρόν Δικαστήριο ότι η έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εφεσίβλητου δεν ήταν εκδικητική, αλλά έγινε για οικονομικούς λόγους, και συνεπώς ότι αυτή είναι έγκυρη.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118  εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής), πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο Δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε και με απλή αναφορά στη σχετική διάταξη του νόμου, γιατί αντίκειται στις, για την προδικασία, διατάξεις του άρθρου 111 του ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται, επίσης, αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 1147/2003 ΕλλΔνη 2005.388, ΕφΑθ 4457/2009, ΕφΑθ 5545/2006 ΝοΒ 2007.642). Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ και θεωρείται σαν να μην έγινε, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζόμενου καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή προς αυτόν του μισθού του κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 667/2004 ΔΕΝ 60.1597, ΑΠ 95/2004 ΕλλΔνη 45.759, ΑΠ 1096/2003 ΔΕΝ 60.176, ΑΠ 1539/2001 ΕλλΔνη 44.1606). Ειδικότερα η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου κατά τη διεκδίκηση από αυτόν, νομίμως, δικαστικώς ή εξωδίκως, των δικαιωμάτων του, χωρίς να ασκεί επιρροή το τυχόν αβάσιμο των αξιώσεων που προβάλλει ο εργαζόμενος, εκτός αν πρόκειται για περιπτώσεις προπετούς προβολής προφανώς αστήρικτων αξιώσεων (ΑΠ 809/2014, ΑΠ 307/2010, ΑΠ 791/2008), ή όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή, για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε η επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά) (ΑΠ 1096/2003). Έτσι επί απολύσεων, που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως είναι μεταξύ άλλων, η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχείρησης ή τμημάτων της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομίας, που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχείρησης δεν ελέγχεται από τα Δικαστήρια από πλευράς σκοπιμότητας ή αναγκαιότητας. Ελέγχεται, όμως, αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως συγκεκριμένου εργαζομένου, ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχειρήσεως, και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ιδίου επιπέδου από άποψη ικανότητος, προσόντων και υπηρεσιακής αποδόσεως, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, η οποία, ως αντικειμενικό κριτήριο, εκτιμάται υπό την έννοια της διάρκειας της απασχόλησης του εργαζομένου στη συγκεκριμένη επιχείρηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία του σε άλλους εργοδότες, της ηλικίας, της οικογενειακής κατάστασης κάθε μισθωτού, της αποδοτικότητας και της δυνατότητας εξεύρεσης απ΄ αυτόν άλλης εργασίας ή έστω να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί την απασχόλησή του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σ΄ αυτή (ΑΠ 1404/2014, ΑΠ 412/2004, ΕφΘεσσαλ 842/2006). Περαιτέρω δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι΄ αυτήν κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ΄ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι΄ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 του ΑΚ (ΑΠ 809/2014, 307/2010). Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648 και 672 του ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι εάν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομες και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας του και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το Δικαστήριο κατ΄ εύλογη κρίση (ΑΠ 84/2010 ΔΕΕ 2011.500, ΑΠ 983/2009, ΑΠ 876/2009 ΔΕΕ 2011.955, ΕφΑθ 642/2010 ΔΕΕ 2011.232). Σύμφωνα δε με τις 41/1981, 54/1982, 40/1983, 102/1984 και 112/1985 αποφάσεις του ΔΔΔΔ Αθηνών, εκ των οποίων οι πρώτες τέσσερις κηρύχθηκαν εκτελεστές με τις 14481/1981, 16016/1982, 17901/1983 και 21768/1984 αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και η πέμπτη κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών με την 130/1985 πράξη κατάθεσης, οι οποίες κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με τις 15560/1981, 18420/1982, 12256/1984, 11452/1985 και 13650/1987 αποφάσεις του ως άνω Υπουργού, οι σερβιτόροι καφενείων, ζαχαροπλαστείων κλπ. και οι βοηθοί τους αμείβονται με το οριζόμενο κάθε φορά από την οικεία αγορανομική διάταξη ποσοστό φιλοδωρήματος. Στην περίπτωση δε κατά την οποία το ποσό που προκύπτει από το ποσοστό αυτό υπολείπεται του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, υπολογιζόμενου χωρίς καμία προσαύξηση επιδομάτων, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει τη διαφορά. Το παραπάνω ποσοστό υποχρεωτικού φιλοδωρήματος, το οποίο παλαιότερα οριζόταν στην 102/1997 αγορανομική διάταξη, καθορίστηκε στη συνέχεια με το άρθρο 238 της 14/1989 αγορανομικής διάταξης, που κωδικοποίησε τις μέχρι τότε εκδοθείσες αγορανομικές διατάξεις. Το ποσοστό αυτό καθορίστηκε τελικά με τη διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 2224/1994. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτήν η αμοιβή που δίδεται στους σερβιτόρους των καφενείων, ζαχαροπλαστείων, γαλακτοπωλείων, μπαρ, ουζερί, αναψυκτηρίων, καφεζυθο-ζαχαροπλαστείων, κυλικείων γενικά και λοιπών παρομοίων καταστημάτων καθορίζεται σε ποσοστό 16% και υπολογίζεται στο λογαριασμό των πελατών, ενώ η αμοιβή που δίδεται στους σερβιτόρους των εστιατορίων, ζυθεστιατορίων, οινομαγειρείων, ταβερνών, πιτσαριών, κέντρων διασκέδασης γενικά, καθώς και γαλακτοπωλείων, που προσφέρουν και χορτοφαγία και των μικτών αυτών, ανεξάρτητα της κατηγορίας κατάταξής τους ταβερνών κλπ. καθορίζεται σε ποσοστό δεκατρία τοις εκατό (13%) από λογαριασμό των πελατών, από το οποίο το μεν δέκα τοις εκατό (10%) δίδεται στους σερβιτόρους, το δε τρία τοις εκατό (3%) στους βοηθούς τους, εφόσον υπάρχουν. Αν δεν υπάρχουν βοηθοί, η αμοιβή καθορίζεται σε ποσοστό ένδεκα τοις εκατό (11%) στους λογαριασμούς των πελατών. Με την παρ. 5 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι η αμοιβή του σερβιτόρου υπολογίζεται στο λογαριασμό των πελατών για τα είδη που κατανάλωσαν, χωρίς τις επιβαρύνσεις από φόρους και τέλη, που αποδίδονται στο Δημόσιο ή ΟΤΑ. Από την αδιάστικτη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι τα προαναφερόμενα ποσοστά αμοιβής των σερβιτόρων και των βοηθών τους καθορίζονται με βάση το ποσά που καταβάλλουν οι πελάτες των εστιατορίων κλπ. για την καθαρή αξία των ειδών που κατανάλωσαν χωρίς καμία επιβάρυνση, ήτοι για την αξία που απομένει μετά την αφαίρεση των επιβαρύνσεων από φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου και των ΟΤΑ και όχι με βάση το τελικό ποσό που καταβάλλουν οι πελάτες, αφού το τελευταίο αυτό ποσό απαρτίζεται από το άθροισμα της καθαρής αξίας των καταναλωθέντων ειδών, των προαναφερόμενων επιβαρύνσεων και της αμοιβής των σερβιτόρων και βοηθών. Ακόμη οι σερβιτόροι των πιο πάνω κατηγοριών επιχειρήσεων αμείβονται και με τον λεγόμενο συμβολικό μισθό, που συνίσταται σε ένα μικρό σταθερό ποσό που προσδιορίζεται δραχμικά και αναπροσαρμόζεται περιοδικά με τις συλλογικές ρυθμίσεις. Ο μηνιαίος συμβολικός μισθός καταβάλλεται παράλληλα με τα εισπραττόμενα κάθε φορά (ΑΠ 573/2011, ΑΠ 551/2001). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 παρ 2 της 25825/1951 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 28/1944 και με την οποία ερμηνεύθηκαν αυθεντικά οι 8900/1946 και 18310/1946 αποφάσεις των ιδίων Υπουργών, του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/1959 και του άρθρου 1 παρ. 1 και παρ. 2 του Ν. 435/1976 συνάγεται ότι απαγορεύεται ο μονομερής συμψηφισμός από τον εργοδότη (ορθότερα: καταλογισμός) των καταβαλλομένων υπερτέρων των νομίμων αποδοχών προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από εργασία που παρασχέθηκε κατά τις νύκτες, Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες, είναι, όμως, κατ΄ αρχήν επιτρεπτός και έγκυρος, ύστερα από συμφωνία των μερών για αξιώσεις από τέτοιες προσαυξήσεις, καθώς και για επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και αδείας, εφόσον, όμως, με τη σχετική συμφωνία προσδιορίζεται το τμήμα των επιπλέον των νομίμων αποδοχών που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις αξιώσεις αυτές, ενώ ως προς τις αξιώσεις από παράνομες υπερωρίες τέτοια συμφωνία είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη (ΑΠ 1668/2012, ΑΠ 593/2012, ΑΠ 1352/2009, Λαναράς: Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, 2014, σελ. 596). Περαιτέρω, για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων όλης της χώρας εκδόθηκαν οι υπ΄ αρ. 16/2009 και 36/2010 διαιτητικές αποφάσεις με πράξη κατάθεσης Υπ. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας: 8/25-6-2009 και πράξη κατάθεσης Υπ. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης: 19/2-8-2010 αντίστοιχα. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, ως προς τα αιτήματά της περί καταβολής του συμβολικού μισθού ανερχόμενου στο ποσό των 7,40 ευρώ ημερησίως, του υπολοίπου επιδόματος (δώρου) Χριστουγέννων 2013, υπολοίπου αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας έτους 2014, είναι ορισμένη γιατί ο συμβολικός μισθός είναι ανεξάρτητος των φιλοδωρημάτων και του ποσοστού επί των εισπράξεων, το δε επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων 2013, υπόλοιπο αποδοχών αδείας και επίδομα αδείας έτους 2014 υπολογίζονται στο κατώτατο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη, όπως αυτό καθορίζεται από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε και συνεπώς για το ορισμένο των ως άνω αιτημάτων δεν απαιτείται να αναφέρει ο ενάγων, στην αγωγή του, τα ποσά που ελάμβανε για την κάθε ημερήσια απασχόλησή του, καθώς και την καθαρή ημερήσια είσπραξη που πραγματοποιούσε, ενώ σε περίπτωση που αυτά τα ποσά έχουν καταβληθεί ή έχει καταβληθεί μέρος αυτών, δύναται η εναγομένη να προτείνει την ένσταση εξοφλήσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως προς τα κονδύλια αυτά ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, έσφαλε και δεν ερμήνευσε, ούτε εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεσης του ενάγοντος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την αντίστοιχη διάταξή της και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η από 15-12-2014 (αρ. καταθ. ……./2014) αγωγή ως προς τα κονδύλια αυτά (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί η αγωγή περαιτέρω. Είναι δε (η αγωγή) νόμιμη και ως προς τα ως άνω αιτήματα, στηριζομένη επιπλέον στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 2 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε µε την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004, και 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, θα πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω (αγωγή) ως προς τα αιτήματα αυτά και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι και για τα αιτούμενα κονδύλια δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το καταψηφιστικό της αίτημα δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1 του ΚΠολΔ και την ΥΑ 125.804/1-8-2003. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από την εναγομένη με τον σχετικό λόγο της από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεώς της, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση [στο δικόγραφό της (αγωγής)] των αναγκαίων για τη νομική θεμελίωσή της γεγονότων. Ειδικότερα δε στο δικόγραφο της εν λόγω αγωγής αναφέρονται η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης εταιρείας, η ειδικότητα του ενάγοντος (σερβιτόρος), η εκ μέρους του (ενάγοντος) παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός νόμιμος μισθός του (ενάγοντος), ο οποίος, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ανερχόταν στο ποσό των 336 ευρώ, ο συμβολικός μισθός, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν τα επίδικα ποσά, η χρονική διάρκεια της ημερήσιας και της εβδομαδιαίας απασχόλησης του (μισθωτού) με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή  κατά τα ως άνω ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) εφέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ………  και ……… αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε μερικά εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), εκτός από το υπό στοιχείο σχ. 28 έγγραφο του οποίου γίνεται επίκληση από τον εφεσίβλητο και προσκομίζεται το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών του (εφεσίβλητου), δηλαδή μετά την κατά τη δικάσιμο της 2-2-2017 συζήτηση στο ακροατήριο και εντός της κατά το άρθρο 524 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1, 674 παρ. 2 και 270 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι έγγραφα επικαλούμενα με την προσθήκη των προτάσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται με τις προτάσεις, γεγονός όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω,  σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο, (σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη-εκκαλούσα, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», διατηρεί επιχείρηση καφετέριας στον …., επί της οδού ….. αρ. …., με το διακριτικό τίτλο «………». Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (μερικής απασχόλησης) που συνήφθη στις 7-1-2004 μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος, ο τελευταίος (διαθέτοντας βιβλιάριο υγείας) προσλήφθηκε για να εργαστεί ως σερβιτόρος στην ως άνω επιχείρηση της εναγομένης με την συμφωνία ότι θα εργάζεται δύο ημέρες την εβδομάδα, και συγκεκριμένα Σάββατο και Κυριακή, με οκτάωρη απασχόληση (09:00 έως 17:00). Ειδικότερα, οι αρμοδιότητές του συμπεριλάμβαναν τη λήψη παραγγελιών από πελάτες, το σερβίρισμα των πελατών και την είσπραξη των λογαριασμών των πελατών. Όσον αφορά στην αμοιβή του ενάγοντος συμφωνήθηκε ότι αυτός θα αμείβεται με ποσοστό 10% επί της ακαθάριστης ημερήσιας είσπραξής του. Πράγματι από την ως άνω ημεροχρονολογία πρόσληψής του, ο ενάγων προσέφερε στην παραπάνω επιχείρηση της εναγομένης, κανονικά την εργασία του υπό την ειδικότητα του σερβιτόρου με την οποία είχε προσληφθεί καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα από 7-1-2004 έως 23-9-2014, απασχολούμενος κάθε Σάββατο και Κυριακή από 09:00 έως 17:00, εισπράττοντας τις καθορισθείσες, ως άνω, ημερήσιες αποδοχές του. Η εναγομένη όμως, δεν κατέβαλε στον ενάγοντα την προσαύξηση για την εργασία του την Κυριακή, την οποία αυτός εκ του νόμου δικαιούταν. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε ειδική συμφωνία μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ότι τυχόν υπέρτερες καταβαλλόμενες αποδοχές θα καλύπτουν την προσαύξηση 75% που αυτός δικαιούταν για την εργασία του την Κυριακή. Ούτε άλλωστε η εναγομένη προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό. Συνεπώς, ο, κατ΄ εκτίμηση αυτού, προβαλλόμενος από την εναγομένη συμψηφισμός της ανωτέρω απαιτήσεως του ενάγοντος με τις αποδοχές που έλαβε ο τελευταίος, τυγχάνει απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Επομένως, οφείλεται στον ενάγοντα για την εργασία του κάθε Κυριακή κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 23-9-2014, προσαύξηση 75% επί του γενικού κατωτάτου ορίου ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργατοτεχνίτη και συγκεκριμένα: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-4-2009 το ποσό των 399,33 [= 23,49 (= 31,32 ευρώ Χ 75%) ευρώ Χ 17 Κυριακές] ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από 1-5-2009 έως 31-6-2011 το ποσό των 2.775,36 [ = 24,78 (33,04 ευρώ Χ 75%) ευρώ Χ 112 Κυριακές] ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα από 1-7-2011 έως 13-2-2012 το ποσό των 830,85 [= 25,17 (= 33,57 ευρώ Χ 75%) ευρώ Χ 33 Κυριακές] ευρώ και δ) για το χρονικό διάστημα από 14-2-2012 έως 23-9-2014 το ποσό των 2.552,55 [= 19,63 (= 26,18 ευρώ Χ 75%) ευρώ Χ 130 Κυριακές] ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 6.558,09 (= 399,33 + 2.775,36 + 830,85 + 2.552,55) ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα από 1-1-2009 έως 31-12-2009: 7,40 ημερομίσθιο (συμβολικός μισθός) Χ 8 ημέρες το μήνα εργασίας = 59,20 ευρώ Χ 12 μήνες = 710,40 ευρώ. Για το έτος 2010: από 1-1-2010 έως 31-12-2010: 7,40 ευρώ Χ 8 ημέρες = 59,20 ευρώ Χ 12 μήνες = 710,40 ευρώ. Για το έτος 2011: από 1-1-2011 έως 31-12-2011: 7,51 ευρώ Χ 8 ημέρες = 60,08 ευρώ Χ 12 μήνες = 720,96 ευρώ. Όσον αφορά το επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων 2013 έπρεπε να λάβει, με βάση το βασικό ημερομίσθιο της ΕΓΣΣΕ το ποσό των 268,56 ευρώ, ήδη έχει λάβει, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς το ποσό των 300 ευρώ, επομένως ουδέν του οφείλεται για την αιτία αυτή. Όσον αφορά το υπόλοιπο αποδοχών αδείας και επίδομα αδείας έτους 2014 έπρεπε να λάβει, με βάση το βασικό ημερομίσθιο της ΕΓΣΣΕ το ποσό των 402,84 ευρώ, ήδη έχει λάβει, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το ποσό των 300 ευρώ, επομένως του οφείλεται, το ποσό των 102,84 (= 402,84 – 300) ευρώ. Συνεπώς, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 2.244,60 (= 710,40 + 710,40 + 720,96 + 102,84) ευρώ. Σημειώνεται ότι η απόρριψη ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμου του ως άνω αιτήματος [επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων 2013] και ως εν μέρει κατ΄ ουσίαν αβάσιμου του ως άνω αιτήματος (υπόλοιπο αποδοχών αδείας και επίδομα αδείας έτους 2014) τα οποία είχαν απορριφθεί πρωτόδικα ως αόριστα, παρά το γεγονός, ότι η απόρριψη στην ουσία και η εν μέρει απόρριψη στην ουσία αντίστοιχα είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα σε σχέση με την απόρριψη αυτής ως αόριστης, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση της παραγράφου 1 του άρθρου 536 του ΚΠολΔ αφού αυτή (απαγόρευση) δεν ισχύει μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, οπότε το Εφετείο, υποκαθίσταται στη θέση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δικάζει την αγωγή, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος (ΑΠ 829/2007, ΕφΙωαν 102/2008 ΑρχΝομ 2009.101, ΕφΑθ 3374/2006 Αρμ. 2007.388, ΕφΔωδ 65/2002, ΔωδΝομ 2003.116). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων λόγω μη καταβολής σε αυτόν, μεταξύ άλλων, δεδουλευμένων αποδοχών, υπόλοιπου αδείας και επιδόματος αδείας του 2013, υπόλοιπου δώρου Χριστουγέννων 2014 και υπόλοιπο αδείας και επιδόματος αδείας του 2014, προσέφυγε στις 12-8-2014 στην Επιθεώρηση Εργασίας, Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Κεντρικού Τομέα Πειραιά, εν συνεχεία δε έλαβε την ετήσια άδεια αναψυχής του από 14-8-2014 έως 29-8-2014. Κατόπιν δε αιτήματός του η Επιθεώρηση Εργασίας ενημέρωσε τηλεφωνικώς την εναγομένη για το αίτημά του (ενάγοντος) περί άμεσης αποπληρωμής μέρους των οφειλών της προς αυτόν (ενάγοντα). Ο ενάγων επανήλθε στην εργασία του και στις 17-9-2014 η εναγομένη του γνωστοποίησε προφορικά ότι θα τον απολύσει, με αποτέλεσμα ο ενάγων να προσφύγει εκ νέου στην Επιθεώρηση Εργασίας. Κατόπιν δε υπόδειξής της επανήλθε στην εργασία του και εργάσθηκε κανονικά στις 20-9-2014 και 21-9-2014, όμως στις 23-9-2014 η εναγομένη κατήγγειλε προφορικά και χωρίς καταβολή αποζημίωσης τη σύμβαση εργασίας του. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, που έγινε προφορικά και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης σε αυτόν είναι άκυρη, αφού έγινε χωρίς να τηρηθούν προηγουμένως από την εναγομένη οι διατυπώσεις που ορίζει το άρθρο 5 του Ν. 3198/1955, γεγονός που αντιλήφθηκε αυτή (εναγομένη) και για το λόγο αυτό στις 6-10-2014 κοινοποίησε στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του συγκοινοποιώντας και το υπ’ αρ. ……/3-10-2014 Γραμμάτιο Σύστασης Παρακαταθήκης που αφορούσε στην αποζημίωσή του, λόγω καταγγελίας συμβάσεως εργασίας, ποσού 1.176 ευρώ, αφού ήδη στις 3-10-2014 του είχε προσφέρει στα γραφεία της επιχείρησης την αποζημίωσή του, την οποία αυτός αρνήθηκε να παραλάβει. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της από 3-9-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) έφεσης περί μη νόμιμης παρακατάθεσης και μετέπειτα προσφοράς του Γραμματίου Σύστασης Παρακαταθήκης, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Η καταγγελία αυτή της συμβάσεως εργασίας αποδείχθηκε ότι έγινε για λόγους εκδικήσεως, γιατί ο ενάγων, διαμαρτυρόμενος για την καθυστέρηση της καταβολής μέρους των αποδοχών του, διεκδικούσε αυτές και προσέφυγε, κατά τα άνω, στην  ση Εργασίας. Βέβαια, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η καταγγελία οφείλεται σε οικονομικούς λόγους. Μάλιστα για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της αυτόν προσκομίζει και επικαλείται οφειλές της προς το Δήμο Πειραιά, το ΙΚΑ, αλλά και προς τρίτους, πλην όμως, όπως αποδεικνύεται από τον από 21-10-2014 θεωρημένο πίνακα προσωπικού της, μετά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, αυτή απασχολούσε 15 άτομα, ενώ στις 15-11-2013 απασχολούσε (μαζί με τον ενάγοντα) 14 άτομα. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι από τον ως άνω πίνακα προσωπικού αποχώρησαν εν συνεχεία 4 άτομα, ήτοι ο …….. είχε ήδη αποχωρήσει οικειοθελώς από την επιχείρηση την 24-11-2014,  ο ….. . αποχώρησε οικειοθελώς την 27-1-2015, ο ……. αποχώρησε την 5-2-2015 και ο . …. αποχώρησε την 29-3-2015. Πλην όμως, οι ως άνω αναγγελίες οικειοθελούς αποχώρησης δεν υποδηλώνουν άνευ άλλου τινός οικονομικά προβλήματα της εναγομένης, αφού οι ανωτέρω εργαζόμενοι αποχώρησαν οικειοθελώς και όχι κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους, όπως θα συνέβαινε, εάν η εναγομένη βρισκόταν προ της αδήριτης ανάγκης να διατηρήσει τη βιωσιμότητα της επιχείρησής της με την περικοπή προσωπικού, όπως ισχυρίζεται. Μάλιστα και ο μάρτυρας απόδειξης, ο οποίος, κατά το χρόνο της κατάθεσής του εξακολουθούσε να εργάζεται στην εναγομένη, κατέθεσε ότι στην επιχείρηση της εναγομένης τώρα απασχολούνται περισσότεροι σερβιτόροι από ό,τι πριν την απόλυση του ενάγοντος, ενώ από τις 2-12-2014 μέχρι και τις 14-3-2015 η εναγομένη προσέλαβε τέσσερα άτομα σε αντικατάσταση εργαζομένων της που αποχώρησαν οικειοθελώς ή απολύθηκαν. Άλλωστε και ο μάρτυρας της εναγομένης, ο οποίος είναι ο λογιστής αυτής, κατέθεσε ότι 15 ημέρες μετά την απόλυση του ενάγοντος προσελήφθη άλλο άτομο με μερική απασχόληση. Η εναγομένη ισχυρίζεται μεν ότι ο ενάγων είχε μεγάλο κόστος, καθόσον η αμοιβή του υπολογιζόταν με ποσοστά και ήταν υπέρτερη σε σχέση με αυτή των υπόλοιπων εργαζομένων σ΄ αυτή, για το λόγο δε αυτό προτιμήθηκε έναντι των συναδέλφων του, και ότι οι νεοπροσληφθέντες συμφωνήθηκε να παρέχουν την εργασία τους με καθεστώς μερικής απασχόλησης, ωστόσο γίνεται δεκτό ότι η καθιέρωση της μερικής απασχόλησης μπορεί να λειτουργήσει ως μια εναλλακτική της απόλυσης λύση, όταν εξαιτίας της επιχειρηματικής απόφασης του εργοδότη δεν εξαλείφεται πλήρως η δυνατότητα απασχόλησης του εργαζομένου. Συνεπώς, η εναγομένη θα έπρεπε να προτείνει στον ενάγοντα να συνεχίσει να απασχολείται και να αμείβεται με ημερομίσθιο (ανεξαρτήτως εάν θα το αποφάσιζε αυτό ο ενάγων, κατόπιν της προτάσεως αυτής), όπως οι υπόλοιποι συνάδελφοί του, άλλως εφόσον επρόκειτο να προσληφθεί άλλο άτομο στη θέση του ενάγοντος με μερική απασχόληση, θα έπρεπε να του προταθεί, προκειμένου να μη χάσει τη θέση εργασίας του, να δεχθεί αυτός να εργαστεί με μερικότερη απασχόληση από αυτή που ήδη εργαζόταν, πλην όμως καμία τέτοια πρόταση δεν υπήρξε από μέρους της. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν ήταν ο νεότερος υπάλληλος της επιχείρησης, αντιθέτως ο ίδιος ως άνω μάρτυρας, ήταν νεότερος σε ηλικία από τον ενάγοντα, 29 ετών, αλλά και είχε προσληφθεί στην επιχείρηση στις 6-3-2008 ως σερβιτόρος, σε αντίθεση με τον ενάγοντα, ο οποίος κατά το χρόνο της απόλυσής του ήταν 37 ετών, απασχολούταν δε στην εναγομένη από τις 7-1-2004, ενώ ο μισθός του ήταν η μοναδική πηγή εισοδημάτων του και συνεπώς δεν θα έπρεπε να επιλεγεί ως το μέλος του προσωπικού του οποίου θα καταγγελλόταν η σύμβαση εργασίας, εάν αυτή οφειλόταν σε οικονομοτεχνικούς λόγους. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του οφείλεται στο γεγονός ότι διεκδίκησε δυναμικά τα δικαιώματά του με προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας περισσότερες από μία φορές. Για τους λόγους αυτούς, αποδείχτηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καταχρηστικότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και συνακόλουθα η ακυρότητά της, εξαιτίας της οποίας η εναγομένη κατέστη από τότε υπερήμερη στην αποδοχή της εργασίας του. Περαιτέρω όμως, δεν αποδείχθηκε κάποια έντονη συνδικαλιστική δράση του ενάγοντος στο χώρο εργασίας του που να δικαιολογεί την ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, όπως αυτός ισχυρίζεται. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της από 3-9-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Η εναγόμενη, από τότε που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση εργασίας (στις 23-9-2014), μη αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του ενάγοντος, όπως η άρνησή της αυτή εμπεριέχεται και στην καταγγελία, περιήλθε, όπως προαναφέρθηκε, σε υπερημερία και οφείλει να καταβάλει τους μισθούς (υπερημερίας) του ενάγοντος. Συνεπώς του οφείλει για αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τις 23-9-2014 έως τις 24-3-2015 το ποσό των 2.016 [= 336 ευρώ καταβαλλόμενες κατά το χρόνο της καταγγελίας συνολικά  μηνιαίες αποδοχές Χ 6 μήνες] ευρώ, καθώς επίσης του οφείλει για το επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων 2014 το ποσό των 336 ευρώ και για την αναλογία επιδόματος Πάσχα το ποσό των 116,14 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.468,14 (= 2.016 + 336 + 116,14) ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια ως προς τις αποδοχές υπερημερίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) έφεση πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη καταγγέλλοντας την σύμβαση εργασίας του ενάγοντος από λόγους εκδίκησης, υπερβαίνοντας προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ήτοι με την ως άνω άκυρη (ως καταχρηστική) καταγγελία, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του ενάγοντος, καθόσον μειώθηκε η επαγγελματική του αξία και η υπόληψή του. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται από την εναγόμενη και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τα άνω και πρέπει, για την αιτία αυτή, να επιδικασθεί το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ το οποίο, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό της υπαιτιότητας της εναγομένης, τις συνθήκες τέλεσης, το είδος και την έκταση της προσβολής του ενάγοντος, καθώς και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική κατάσταση του ενάγοντος, κρίνεται εύλογο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε για την ίδια αιτία το άνω ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) έφεση πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Επομένως, το συνολικό ποσό που οφείλει η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ανέρχεται στο ποσό των 11.770,83 (= 6.558,09 + 2.244,60 + 2.468,14 + 500) ευρώ. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει α) να απορριφθεί η από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …../2015)  έφεση ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, β) να γίνει δεκτή η από 3-9-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της που αφορά, όπως προαναφέρθηκε, την καταβολή του συμβολικού μισθού, του υπολοίπου επιδόματος (δώρου) Χριστουγέννων 2013, υπολοίπου αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας έτους 2014, καθώς και ως προς τη διάταξη και τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν και όσα δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, και τούτο χάριν της ενότητας της  εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναγκαίως  δε  και  κατά τη διάταξη  περί  δικαστικών εξόδων  που  θα  καθορισθεί εξ αρχής, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η από 15-12-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη (ως προς τα ως άνω κεφάλαια) και α) να αναγνωρισθεί ότι τυγχάνουν άκυρες οι από 17-9-2014 και 23-9-2014 προφορικές καταγγελίες της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, καθώς και η από 6-10-2014 έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως στην οποία προέβη η εναγομένη, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, στη θέση που κατείχε κατά την πρόσληψή του, επ΄ απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της ποσού διακοσίων (200) ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς της να συμμορφωθεί στην υποχρέωσή της αυτή και γ) υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.770,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό μέχρι την πλήρη εξόφληση, ως ακολούθως: για την προσαύξηση για την εργασία την ημέρα της Κυριακής και τους μισθούς υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την εργασία του, για το επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων από την 1-1 του επομένου έτους στο οποίο αφορά, για το επίδομα (δώρο) Πάσχα από 1-5 του έτους στο οποίο αφορά, για το υπόλοιπο αποδοχών αδείας και το επίδομα αδείας από 31-12 του έτους στο οποίο αφορούν, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα  βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει  να καταδικασθεί η εναγομένη (εφεσίβλητη-εκκαλούσα) στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (εκκαλούντος-εφεσίβλητου) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση του …… κατά της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» και β) την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» κατά του ……. και κατά (και οι δύο εφέσεις) της υπ΄ αρ. 3070/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 του ΚΠολΔ)].

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …/2015) έφεση.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 3-9-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 3070/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 του ΚΠολΔ)].

Κρατεί και δικάζει την από 15-12-2014 (αρ. καταθ. …./2014) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την ακυρότητα των από 17-9-2014 και 23-9-2014 προφορικών καταγγελιών της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, καθώς και της από 6-10-2014 έγγραφης καταγγελίας της συμβάσεως στην οποία προέβη η εναγομένη.

Υποχρεώνει την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, στη θέση που κατείχε κατά την πρόσληψή του, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού διακοσίων (200) ευρώ, για κάθε ημέρα αρνήσεώς της να συμμορφωθεί στην υποχρέωσή της αυτή να απασχολεί πραγματικά τον ενάγοντα.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ένδεκα χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (11.770,83 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα στο σκεπτικό της παρούσας αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των 850 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 23 Ιανουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ