Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 52/2018

Αριθμός αποφάσεως       52/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισεν ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Αι υπ’ αριθ. καταθ. …../15-9-2014, …../27-3-2015 και …../6-5-2015 εφέσεις
πρέπει να συνεκδικασθούν προς διευκόλυνσιν της διεξαγωγής της δίκης και μείωσιν των εξόδων (άρθρα 246 και 524§1 ΚΠολΔ).

Β) Κατά τον πρώτον βαθμόν δικαιοδοσίας: α) οι ενάγοντες και αι ενάγουσαι: …………… άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την υπ’ αριθ. καταθ. ….. /31-7-2012 (χρονικώς ασκηθείσαν πρώτην) αγωγή κατά των εναγομένων: …….. και 3. Ανωνύμου Ασφαλιστικής Εταιρείας υπό την επωνυμίαν «.. ……», διά της οποίας [πρώτον κατόπιν δηλώσεως κατά την πρωτοβάθμιον συζήτησιν της υποθέσεως εκ μέρους των τρίτης, πέμπτης και έκτης εναγουσών (εξ αδιαθέτου κληρονόμων του δευτέρου ενάγοντος) περί βιαίας διακοπής της δίκης εις το πρόσωπον του δευτέρου ενάγοντος πάππου (πατρός του προαποβιώσαντος πατρός) των τρίτης και πέμπτης και πατρός της έκτης εξ αυτών λόγω θανάτου επισυμβάντος μετά την άσκησιν της αγωγής και εκούσιας επαναλήψεως της δίκης υπ’ αυτών, δεύτερον κατόπιν δηλώσεως των εναγόντων και εναγουσών (των τρίτης, πέμπτης και έκτης εξ αυτών και ως εκουσίως επαναλαμβανουσών την δίκην υπό την ιδιότητα αυτών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του θανόντος δευτέρου ενάγοντος) περί παραιτήσεως αυτών από του δικογράφου της αγωγής έναντι του ως άνω δευτέρου εναγομένου (…………..) και τρίτον κατόπιν δηλώσεως περί επιτρεπτού μερικού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικού εις εν μέρει αναγνωριστικόν (άρθρον 223, 294, 295§1 και 591 §1 ΚΠολΔ)] εζήτησαν αφ’ ενός να υποχρεωθούν ο πρώτος εναγόμενος (. …..) και η τρίτη εναγομένη (ασφαλιστική εταιρεία «………….») να καταβάλουν εις ολόκληρον εις την πρώτην ενάγουσαν χρηματικόν ποσόν 30.000 ευρώ, εις την τρίτην ενάγουσαν και τον τέταρτον ενάγοντα χρηματικά ποσά 25.000 ευρώ και 5.000 ευρώ ατομικώς και χρηματικά ποσά 10.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντιστοίχως υπό την ιδιότητα αυτών ως νομίμων εκπροσώπων των δύο ανηλίκων τέκνων αυτών, εις την πέμπτην ενάγουσαν χρηματικόν ποσόν 25.000 ευρώ ατομικώς και χρηματικόν ποσόν 15.000 ευρώ υπό την ιδιότητα αυτής ως νομίμου εκπροσώπου του ανηλίκου τέκνου της, εις την έκτην ενάγουσαν χρηματικόν ποσόν 20.000 ευρώ και εις τον έβδομον εξ αυτών χρηματικόν ποσόν 5.000 ευρώ και αφ’ ετέρου να αναγνωρισθεί ότι ο ως άνω πρώτος εναγόμενος και η ως άνω τρίτη εναγομένη υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον εις την πρώτην ενάγουσαν επιπρόσθετον χρηματικόν ποσόν 69.550 ευρώ, εις τις εκουσίως επαναλαβούσες την δίκην εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος δευτέρου ενάγοντος χρηματικόν ποσόν 50.000 (= 12.500 + 12.500 + 25.000) ευρώ, εις την τρίτην ενάγουσαν και τον τέταρτον ενάγοντα επιπρόσθετα χρηματικά ποσά 54.955 ευρώ και 20.000 ευρώ ατομικώς και επιπρόσθετα χρηματικά ποσά 30.000 ευρώ και 30.000 ευρώ υπό την ιδιότητα αυτών ως νομίμων εκπροσώπων των δύο ανηλίκων τέκνων αυτών, εις την πέμπτην ενάγουσαν επιπρόσθετον χρηματικόν ποσόν 54.955 ευρώ ατομικώς και επιπρόσθετον χρηματικόν ποσόν 25.000 ευρώ υπό την ιδιότητα αυτής ως νομίμου εκπροσώπου του ανηλίκου τέκνου της, εις την έκτην ενάγουσαν επιπρόσθετον χρηματικόν ποσόν 30.000 ευρώ και εις τον έβδομον ενάγοντα επιπρόσθετον χρηματικόν ποσόν 20.000 ευρώ διά χρηματικήν ικανοποίησιν της ψυχικής οδύνης αυτών από τον θανάσιμον τραυματισμόν του συζύγου της πρώτης, υιού του δευτέρου, πατρός της τρίτης και πενθερού του τετάρτου και πάππου των υπ’ αυτών νομίμως εκπροσωπουμένων δύο ανηλίκων τέκνων, πατρός της πέμπτης και πάππου της υπ’ αυτής νομίμως εκπροσωπούμενης ανηλίκου θυγατρός αυτής, αδελφού της έκτης και γαμβρού επ’ αδελφή του εβδόμου εξ αυτών, ο οποίος (θανάσιμος τραυματισμός) επήλθεν, κατά τους ισχυρισμούς αυτών, εξ αδικοπραξίας τροχαίου ατυχήματος προκληθέντος εξ υπαιτιότητος του πρώτου εναγομένου οδηγού του εις την τρίτην εναγομένη ασφαλιστικήν εταιρείαν διά τον κίνδυνον προκλήσεως ζημιών προς τρίτους ασφαλισμένου αυτοκινήτου, άπαντα δε ταύτα τα ως άνω χρηματικά ποσά (καταψηφιστικά και αναγνωριστικά) νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, β) οι ενάγοντες και αι ενάγουσαι: ………… άσκησαν ενώπιον του ιδίου ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την υπ’ αριθ. καταθ. …. /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσα δευτέραν) αγωγήν κατά των εναγομένων: ……… και 5. νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου υπό την επωνυμίαν «Επικουρικόν Κεφάλαιον», διά της οποίας, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικού εις αναγνωριστικόν (άρθρο 223 ΚΠολΔ), εζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι (ο πρώτος ως προστήσας ιδιοκτήτης του ανασφαλίστου ζημιογόνου οχήματος), αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του θανόντος υπαιτίου (κατά τους ισχυρισμούς αυτών) οδηγού του ως άνω ανασφαλίστου οχήματος και το πέμπτον ως κατά νόμον υπόχρεον προς κάλυψιν της ζημίας της προκληθείσης εξ υπαιτιότητος του ως άνω οδηγού του ανασφαλίστου οχήματος) υποχρεούνται εις ολόκληρον (αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη μέχρι του ύψους του αναλογούντος εις το κληρονομικό μερίδιον εκάστης εξ αυτών εις την κληρονομίαν του θανόντος υπαιτίου οδηγού) να καταβάλουν εις την πρώτην ενάγουσαν (ως σύζυγον του θανόντος συνεπιβάτου του εμπλακέντος εις το ως άνω τροχαίο ατύχημα ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγού αυτοκινήτου) χρηματικόν ποσόν 80.000 ευρώ, εις τους δεύτερον και τρίτον ενάγοντες υιούς του θανόντος συνεπιβάτου χρηματικά ποσά 70.000 ευρώ και 70.000 ευρώ αντιστοίχως, εις τους τέταρτον και πέμπτον ενάγοντες υιούς του θανόντος και παραλλήλως τραυματισθέντας συνοδηγόν και οδηγόν του προαναφερθέντος ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγού αυτοκινήτου χρηματικά ποσά 100.000 ευρώ και 100.000 ευρώ, εις την έκτην ενάγουσαν σύζυγον του δευτέρου ενάγοντος (νύμφην του θανόντος) χρηματικόν ποσόν 40.000 ευρώ, εις τους έβδομον και όγδοον ενάγοντες εγγονούς του θανόντος χρηματικά ποσά 50.000 ευρώ και 50.000 ευρώ, εις την ενάτην ενάγουσαν σύζυγον του τρίτου ενάγοντος (νύμφην του θανόντος) χρηματικόν ποσόν 40.000 ευρώ και εις τους δέκατον και ενδέκατον ενάγοντες εγγονούς του θανόντος χρηματικά ποσά 50.000 ευρώ διά χρηματικήν ικανοποίησιν της ψυχικής οδύνης εκάστου τούτων από τον θανάσιμον τραυματισμόν του προαναφερθέντος οικείου αυτών (αλλά παραλλήλως και διά ηθική βλάβην των τετάρτου και πέμπτου εξ αυτών από τον τραυματισμόν εκάστου τούτων κατά το επίδικον τροχαίον ατύχημα) νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, και γ) το ενάγον νομικόν πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου υπό την επωνυμίαν «Επικουρικόν Κεφάλαιον» άσκησεν ενώπιον του αυτού πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την υπ’ αριθ. καταθ. ….. /19-11-2012 (χρονικώς ασκηθείσαν τρίτην) αγωγήν κατά των εναγομένων: …………., διά της οποίας, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικού εις αναγνωριστικό (άρθρον 223 ΚΠολΔ) εζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο ως άνω εναγόμενος και αι ως άνω εναγόμενοι (ο πρώτος ως προστήσας ιδιοκτήτης και αι λοιπαί εναγόμενοι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του θανόντος υπαιτίου οδηγού του ανασφαλίστου ιδιωτικής χρήσεως φορτηγού αυτοκινήτου) οφείλουν να καταβάλουν προς αυτό εις ολόκληρον (αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη εναγόμενοι μέχρι του ύψους του αναλογούντος εις το κληρονομικό μερίδιον εκάστης εξ αυτών εις την κληρονομίαν του θανόντος υπαιτίου οδηγού) οποιοδήποτε χρηματικό ποσό πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης υποχρεωθεί το ίδιο να καταβάλει εις τους ενάγοντες και τις ενάγουσες της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής και δή νομιμοτόκως από της επιδόσεως της (παρεμπιπτούσης) αγωγής.

Γ) Επί των ως άνω αγωγών (μετά συνεκδίκασιν) εξεδόθη κατ’ αντιμωλίαν η υπ’ αριθ. 2846 /2014 απόφασις ειδικής διαδικασίας αυτοκινητικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας: α) η υπ’ αριθ. καταθ. ….. /31-7-2012 (χρονικώς ασκηθείσα πρώτη) αγωγή αφ’ ενός εθεωρήθη ως μη ασκηθείσα έναντι του δευτέρου εναγομένου (………) και αφ’ ετέρου απερρίφθη ως προς τον έβδομον ενάγοντα (……..) ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως και αναφορικώς προς τους λοιπούς και τις λοιπές ενάγοντα και ενάγουσες ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, β) η υπ’ αριθ. καταθ. …. /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσα δευτέρα) αγωγή εκρίθη άκυρος έναντι του πρώτου εναγομένου (………) ως θανόντος προ της ασκήσεως της και έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν έναντι των λοιπών εναγομένων [ειδικώτερον ανεγνωρίσθη ότι αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον (κατά ποσοστά 2/8, 3/8 και 3/8) εις την πρώτην ενάγουσαν χρηματικόν ποσόν 30.000 ευρώ, εις τους δεύτερον και τρίτον ενάγοντες αντίστοιχα χρηματικά ποσά 20.000 ευρώ και 20.000 ευρώ, εις τους τέταρτον και πέμπτον ενάγοντες αντίστοιχα χρηματικά ποσά 35.000 (= 20.000 + 15.000) ευρώ και 35.000 (= 20.000 + 15.000) ευρώ, εις την έκτην ενάγουσαν χρηματικόν ποσόν 8.000 ευρώ, εις τους έβδομον και όγδοον ενάγοντες αντίστοιχα χρηματικά ποσά 12.000 ευρώ και 12.000 ευρώ, εις την ενάτην ενάγουσαν χρηματικόν ποσόν 8.000 ευρώ και εις τους δέκατον και ενδέκατον ενάγοντες αντίστοιχα χρηματικά ποσά 12.000 ευρώ και 12.000 ευρώ (του πέμπτου εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου κριθέντος ως ευθυνόμενου εις ολόκληρον μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ έναντι εκάστου ενάγοντος και εκάστης εναγούσης)] και γ) η υπ’ αριθ. καταθ. ….. /19-11-2012 (χρονικώς ασκηθείσα τρίτη) αγωγή εκρίθη άκυρος έναντι του πρώτου εναγομένου (………) ως θανόντος προ της ασκήσεως της) και έγινε δεκτή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν έναντι των λοιπών εναγομένων [ειδικώτερον ανεγνωρίσθη ότι αι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον (κατά ποσοστά 2/8, 3/8 και 3/8) εις το ενάγον Επικουρικόν Κεφάλαιον οποιοδήποτε χρηματικόν ποσόν (κατά κεφάλαιον, τόκους και δικαστική δαπάνην) υποχρεωθεί το ίδιο να καταβάλει προς τους ενάγοντες της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής και δή νομιμοτόκως από της συντελεσθησομένης καταβολής.

Δ) Κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως έχει ασκηθεί η υπ’ αριθ. καταθ, …… /15-9-2014 (χρονικώς ασκηθείσα πρώτη εκ των ως άνω συνεκδικαζομένων συνολικώς τριών) έφεσις των εκκαλούντων και εκκαλουσών [1…………….] εναντίον των εφεσίβλητων (1. ………, 2. Ανωνύμου Ασφαλιστικής Εταιρείας υπό την επωνυμίαν «…………», 3. ………. και 13) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου υπό την επωνυμίαν «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ», διά της οποίας: α) άπαντες και άπασαι οι εκκαλούντες και αι εκκαλούσαι υπό την ιδιότητα αυτών ως πρώτης, τρίτης, τετάρτου, πέμπτης, έκτης και εβδόμου εναγόντων και εναγουσών της υπ’ αριθ. καταθ. …… /31-7-2012 (χρονικώς ασκηθείσης πρώτης ως άνω) αγωγής (αι εξ αυτών τρίτη, πέμπτη και έκτη ενάγουσαι και ήδη δευτέρα, τετάρτη και πέμπτη εκκαλούσαι ενεργούσαι και ως εκουσίως επαναλαβούσαι την πρωτόδικον δίκην υπό την ιδιότητα αυτών ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του ως άνω θανόντος δευτέρου ενάγοντος) ζητούν έναντι των πρώτου και δευτέρας εφεσίβλητων …….. και ασφαλιστικής εταιρείας «………..» (πρώτου και τρίτης εναγομένων της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης ως άνω αγωγής) διά λόγους αναγόμενους σε πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων την εξαφάνισιν του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, διά του οποίου απερρίφθη κατ’ ουσίαν η υπ’ αυτών ασκηθείσα ως άνω αγωγή, και την ουσιαστικήν παραδοχήν αυτής έναντι των πρώτου και δευτέρας εφεσίβλητων – πρώτου και τρίτης εναγομένων (οδηγού και ασφαλιστικής εταιρείας), β) αι πρώτη, δευτέρα και τετάρτη εκκαλούσαι (……….. υπό την ιδιότητα αυτών ως δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων της υπ’ αριθ. καταθ. …. /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής) ζητούν έναντι των πρώτου, τρίτης, τετάρτου, πέμπτου, έκτου, εβδόμης, ογδόου, ενάτου, δεκάτης, ενδεκάτου και δωδεκάτου εφεσίβλητων (εναγόντων και εναγουσών της ως άνω χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής διά λόγους αναγόμενους σε πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων την εξαφάνισιν του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, διά του οποίου έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμος κατ’ ουσίαν η κατ’ αυτών ασκηθείσα ως άνω αγωγή, και την ολοκληρωτικήν απόρριψιν αυτής ως ουσιαστικώς αβασίμου, επικουρικώς δέ (κατ’ ορθήν εκτίμησιν) ζητούν έναντι του δεκάτου τρίτου εφεσίβλητου Επικουρικού Κεφαλαίου (πέμπτου εναγομένου της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής) την ουσιαστικήν παραδοχήν της ως άνω αγωγής και έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου κατά το αυτό χρηματικόν ποσόν ευθύνης των ιδίων έναντι των εναγόντων και εναγουσών της ως άνω χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής και δή καθ’ όσον το εις βάρος αυτών χρηματικόν ποσόν αποζημιώσεως υπερβαίνει το χρηματικόν ύψος των 6.000 ευρώ και γ) αι πρώτη, δευτέρα και τετάρτη εκκαλούσαι (………..) υπό την ιδιότητα αυτών ως δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων της υπ’ αριθ. καταθ. …… /19-11-2012 (χρονικώς ασκηθείσης τρίτης ως άνω αγωγής) ζητούν διά λόγους αναγόμενους σε πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων την εξαφάνισιν του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, διά του οποίου έγινε δεκτή ως βάσιμος κατ’ ουσίαν η κατ’ αυτών ασκηθείσα ως άνω χρονικώς ασκηθείσα τρίτη (παρεμπίπτουσα) αγωγή, και την ολοκληρωτική απόρριψιν αυτής ως ουσιαστικώς αβασίμου (άλλως την παραδοχήν αυτής διά το εις δεύτερον βαθμόν τυχόν επιδικασθησόμενον μικρότερον του αντιστοίχου πρωτοδίκου χρηματικόν ποσόν αποζημιώσεως εις βάρος των ιδίων και υπέρ των εναγόντων και εναγουσών της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής). Η ως άνω χρονικώς ασκηθείσα πρώτη έφεσις έχει, κατά τα άρθρα 144§1,147§2, 495§1, 511, 513§1περ.β και 518§§1&2 ΚΠολΔ, ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [ήτοι, ι. κατά το μέρος προσβολής του κεφαλαίου της εκκαλουμένης του κρίναντος επί της υπ’ αριθ. καταθ. …… /31-7-2012 (χρονικώς ασκηθείσης πρώτης ως άνω) αγωγής προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης μεταξύ εκκαλούντων και εκκαλουσών αφ’ ενός και πρώτου εφεσίβλητου (πρώτου εναγομένου) οδηγού αφ’ ετέρου και εντός προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως της εκκαλουμένης υπό της δευτέρας εφεσίβλητου (τρίτης εναγομένης) ασφαλιστικής εταιρείας αφ’ ενός προς τους εκκαλούντες και τις εκκαλούσες (ενάγοντες και ενάγουσες) της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης ως άνω αγωγής αφ’ ετέρου, ιι. κατά το μέρος προσβολής του κεφαλαίου της εκκαλουμένης του κρίναντος επί της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής) προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης μεταξύ των πρώτης, δευτέρας και τετάρτης εκκαλουσών (δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων) αφ’ ενός και των πρώτου εκκαλούντος (πέμπτου ενάγοντος) και τρίτης εφεσίβλητου (πρώτης εναγούσης), τετάρτου εφεσίβλητου (δευτέρου ενάγοντος), πέμπτου εφεσίβλητου (τρίτου ενάγοντος), έκτου εφεσίβλητου (τετάρτου ενάγοντος), εβδόμης εφεσίβλητου (έκτης εναγούσης), ογδόου εφεσίβλητου (εβδόμου ενάγοντος), ενάτου εφεσίβλητου (ογδόου ενάγοντος), δεκάτης εφεσίβλητου (ενάτης εναγούσης), ενδεκάτου εφεσίβλητου (δεκάτου ενάγοντος) και δωδεκάτου εφεσίβλητου (ενδεκάτου ενάγοντος) αφ’ ετέρου όσον αφορά την απεύθυνσιν της χρονικώς δευτέρας ως άνω αγωγής υπό των ως άνω εναγόντων και εναγουσών (εφεσίβλητων) κατά των ως άνω εναγομένων (εκκαλουσών) και προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης μεταξύ των ως άνω πρώτης, δευτέρας και τετάρτης εκκαλουσών (δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων) αφ’ ενός και του δεκάτου τρίτου εφεσίβλητου (πέμπτου εναγομένου) Επικουρικού Κεφαλαίου αφ’ ετέρου όσον αφορά την απεύθυνσιν της χρονικώς δευτέρας ως άνω αγωγής υπό των ως άνω εναγόντων (εφεσίβλητων) κατά του πέμπτου εναγομένου (δεκάτου τρίτου εφεσίβλητου) Επικουρικού Κεφαλαίου και ιιι. κατά το μέρος προσβολής του κεφαλαίου της εκκαλουμένης του κρίναντος επί της υπ’ αριθ. καταθ. …… /19-11-2012 (χρονικώς ασκηθείσης τρίτης ως άνω αγωγής) προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης μεταξύ των πρώτης, δευτέρας και τετάρτης εκκαλουσών (δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων) και του δεκάτου τρίτου εφεσίβλητου (ενάγοντος)]. Έχει δέ καταβληθεί κατά την άσκησιν της ως άνω εφέσεως το εκ του άρθρου 495§4εδ.α’ ΚΠολΔ προβλεπόμενον παράβολον εκ διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. …. /15-9-2014 και …../15-9-2014 παράβολα του Δημοσίου). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή (άρθρον 532§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδίαν διαδικασίαν ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (βλ. ως προς την απεύθυνσιν της εφέσεως του εκκαλούντος κατά του εις πρώτον βαθμόν μετ’ αυτού συνεναχθέντος απλού ομοδίκου κατά την περίπτωσιν προσβολής διά της εφέσεως διατάξεως της εκκαλουμένης επιβλαβούς διά τον εκκαλούντα και επωφελούς διά τον απλόν ομόδικο του: ΕφΠειρ 372 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 562579 και ΕφΛαρ 699 /2006, ΤΝΠΔΣΑ).

Ε) Επίσης κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως έχει ασκηθεί η υπ’ αριθ. καταθ. ….. /27-3-2015 (χρονικώς ασκηθείσα δευτέρα εκ των ως άνω συνεκδικαζομένων συνολικώς τριών) έφεσις του εκκαλούντος Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου υπό την επωνυμίαν «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ» κατά των εφεσίβλητων: …………, διά της οποίας: α) υπό την ιδιότητα αυτού ως πέμπτου εναγομένου της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω) αγωγής ζητεί έναντι των πρώτης, δευτέρου, τρίτου, τετάρτου, πέμπτου, έκτης, εβδόμου, ογδόου, ενάτης, δεκάτου και ενδεκάτου εφεσίβλητων (εναγόντων και εναγουσών της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής) διά λόγους αναγόμενους σε εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών και δικονομικών διατάξεων ως προς την κρίσιν περί παραδοχής της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των έκτης και ενάτης εφεσίβλητων και σε πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων έναντι όλων των εφεσίβλητων την εξαφάνισιν του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, διά του οποίου έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμος κατ’ ουσίαν η κατ’ αυτού ασκηθείσα χρονικώς δευτέρα ως άνω αγωγή και την ολοκληρωτικήν ουσιαστικήν απόρριψιν αυτής και β) υπό την ιδιότητα αυτού ως (παρεμπιπτόντως) ενάγοντος της υπ’ αριθ. καταθ. …… /19-11-2012 (χρονικώς ασκηθείσης τρίτης ως άνω) αγωγής ασκεί επικουρικήν έφεσιν εναντίον των δωδέκατης, δεκάτης τρίτης και δεκάτης τετάρτης εφεσίβλητων (δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων της χρονικώς ασκηθείσης τρίτης ως άνω παρεμπιπτούσης αγωγής), διά της οποίας ζητεί -εν περιπτώσει μερικής ή ολικής εξαφανίσεως της εκκαλουμένης (κατόπιν παραδοχής της τρίτης εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων) ως προς το κεφάλαιον περί εκφοράς κρίσεως επί της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω) αγωγής- την ουσιαστικήν παραδοχήν της ως άνω παρεμπιπτούσης αγωγής έναντι των παρεμπιπτόντως εναγομένων και διά το τυχόν επιπρόσθετον του πρωτοδίκου επιδικασθησόμενον εις βάρος του ιδίου (εκκαλούντος ως πέμπτου εναγομένου της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής) χρηματικόν ποσόν αποζημιώσεως υπέρ των εναγόντων και εναγουσών της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής. Η ως άνω χρονικώς ασκηθείσα δευτέρα έφεσις έχει, κατά τα άρθρα 144§1, 495§1, 511, 513§1περ.β και 518§2 ΚΠολΔ, ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης μεταξύ των ως άνω αντιδίκων. Έχει δέ καταβληθεί κατά την άσκησιν της ως άνω εφέσεως το εκ του άρθρου 495§4εδ.α’ ΚΠολΔ προβλεπόμενον παράβολον εκ διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. …….. σειράς Α’ παράβολα του Δημοσίου και υπ’ αριθ. ……. σειράς Α’ παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή (άρθρον 532§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδίαν διαδικασίαν ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής.

ΣΤ) Ωσαύτως κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως έχει ασκηθεί η υπ’ αριθ. καταθ. …… /6-5-2015 (χρονικώς ασκηθείσα τρίτη εκ των ως άνω συνεκδικαζομένων συνολικώς τριών) έφεσις των εκκαλούντων και εκκαλουσών: 1. ……….. κατά των εφεσίβλητων: 1. ………… και 4. Επικουρικού Κεφαλαίου, διά της οποίας: α) άπαντες και άπασαι οι εκκαλούντες και αι εκκαλούσαι υπό την ιδιότητα αυτών ως εναγόντων και εναγουσών της υπ’ αριθ. καταθ. …. /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής) ζητούν έναντι απάντων των εφεσίβλητων διά του πρώτου λόγου εφέσεως (αναγομένου σε πλημμελή εκτίμησιν των αποδείξεων) και έναντι του τετάρτου εφεσίβλητου (Επικουρικού Κεφαλαίου) διά του δευτέρου λόγου εφέσεως (αναγομένου σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αναφορικώς προς τον περιορισμόν της ευθύνης αυτού μέχρι του χρηματικού ύψους των 6.000 ευρώ και αναφορικώς προς το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας σε ποσοστόν 6%) την εξαφάνισιν του αντιστοίχου κεφαλαίου της εκκαλουμένης, διά του οποίου απερρίφθη εν μέρει ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν η υπ’ αυτών ασκηθείσα χρονικώς δευτέρα αγωγή, και την ολικήν ουσιαστικήν παραδοχήν της ως άνω αγωγής. Η ως άνω χρονικώς ασκηθείσα τρίτη έφεσις έχει, κατά τα άρθρα 144§ 1, 495§ 1, 511, 513§ 1 περ. β και 518§2 ΚΠολΔ, ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης μεταξύ των ως άνω αντιδίκων. Έχει δέ καταβληθεί κατά την άσκησιν της ως άνω εφέσεως το εκ του άρθρου 495§4εδ.α’ ΚΠολΔ προβλεπόμενον παράβολον εκ διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. ………. σειράς Α’ παράβολα του Δημοσίου και υπ’ αριθ. ……… σειράς Α’ παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή (άρθρον 532§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδίαν διαδικασίαν ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής.

Ζ) Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως των αντιδίκων των χρονικώς πρώτης και δευτέρας ως άνω αγωγών, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: την 3η Αυγούστου 2010 και περί ώραν 17:35 στο 32° χιλιόμετρο και 100° μέτρον της επαρχιακής οδού Χαλκίδος – Θηβών εκινείτο μετά κατευθύνσεως από Θηβών προς Χαλκίδα το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …….. ΙΧΦ αυτοκίνητο (μη ανατρεπόμενον κοινόν αγροτικόν εργοστασιακού οίκου «ISUZU» τύπου «ΚΒ 25», καθαρού βάρους 1.240 κιλών και ημερομηνοχρονολογίας πρώτης αδείας κυκλοφορίας 20-9-1978), το οποίον ωδηγείτο υπό του ……… αλλά δεν ήτο ασφαλισμένο διά τον κίνδυνο προκλήσεως ζημιών προς τρίτους σε κάποιον ασφαλιστικήν εταιρείαν. Η ως άνω οδός τυγχάνει διπλής κατευθύνσεως μετά μιάς λωρίδος ανά κατεύθυνσιν και μετά διπλής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δύο ρευμάτων αντιθέτου κατευθύνσεως. Κατά δέ το κάτωθι περιγραφόμενον σημείον συγκρούσεως η επαρχιακή οδός έχει συνολικόν πλάτος οδοστρώματος 8,65 (= 4,40 + 4,25) μέτρων, το δέ πλάτος του ρεύματος κατευθύνσεως από Θηβών προς Χαλκίδα έχει πλάτος 4,40 μέτρων. Εκ δεξιών του οδοστρώματος του ρεύματος κατευθύνσεως προς Χαλκίδα (εν σχέσει προς τον κατευθυνόμενον προς Χαλκίδα) υφίσταται διαγεγραμμισμένο (διά λευκών καθέτων λωρίδων) επιπρόσθετο βοηθητικό οδόστρωμα πλάτους 2,30 μέτρων και δεξιώτερον τούτου νησίς. Από την άλλην πλευράν πέραν της δεξιάς άκρης (διά τον κατευθυνόμενον προς Θήβας) του αντιθέτου ρεύματος κυκλοφορίας (προς Θήβας) υφίστανται συνεχόμενες αγροτικές εκτάσεις, ενώ κατά το ύψος του κάτωθι περιγραφομένου σημείου συγκρούσεως, το οποίον ενετοπίσθη εντός του ρεύματος κυκλοφορίας προς Χαλκίδα, το αντίθετον ρεύμα κινήσεως (προς Θήβα) σχηματίζει (μεταξύ των οριοθετουσών την άκρην αυτού αγροτικών εκτάσεων) οδικήν συμβολήν, διά της οποίας υφίσταται δευτερεύων κάθετος δρόμος άγων προς το Κέντρο Βιολογικού Καθαρισμού Θηβών και προς την Δημοσίαν Επιχείρησιν Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Θηβών (Δ.Ε.Υ.Α.Θ.). Κατά το οδικό τμήμα διακοσίων μέτρων προ του σημείου συγκρούσεως (διά τον κατευθυνόμενον από Θηβών προς Χαλκίδα) η οδός σχηματίζει ελαφρόν κύρτωμα, εξ αιτίας του οποίου το οπτικό πεδίον των οδηγών προς το σημείον συγκρούσεως δεν τυγχάνει καθαρόν προ της τοιαύτης αποστάσεως των διακοσίων μέτρων. Η οδός τυγχάνει ευθεία μετά κλίσεως οδοστρώματος 6% κατά την κατεύθυνσιν από Θηβών προς Χαλκίδα και η άσφαλτος έχει καλό συντελεστήν τριβής. Κατά τον ως άνω χρόνον οι καιρικές συνθήκες ήσαν καλές, η κατάστασις του οδοστρώματος ήτο ξηρά και επικρατούσε φωτισμός ημέρας. Ενώ το προαναφερόμενον ιδιωτικής χρήσεως φορτηγόν αυτοκίνητον, του οποίου τα ελαστικά είχαν σκληρυνθεί λόγω της παλαιότητος αυτών, εκινείτο μετά ταχύτητος περίπου 20 χιλιομέτρων ανά ώραν επί (της αριστεράς άκρης) του διαγεγραμμισμένου βοηθητικού τμήματος του προς Χαλκίδα ρεύματος κυκλοφορίας (μετά το κάτωθι περιγραφόμενον τροχαίον ατύχημα ο μοχλός ταχυτήτων του αγροτικού αυτοκινήτου ευρέθη τοποθετημένος εις την θέσιν της δευτέρας ταχύτητος, εξ ού καταδεικνύεται διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου η ως άνω ταχύτης του αγροτικού αυτοκινήτου), ο οδηγός αυτού διενήργησεν όλως αιφνιδίως αριστερόν ελιγμόν αλλαγής κατευθύνσεως, βάσει του οποίου διά ουχί σταδιακής αλλά αποτόμου (σχεδόν καθέτου) διασχίσεως του ρεύματος κινήσεως του επεχείρησε να μετακινήσει το υπ’ αυτού οδηγούμενο όχημα από την δεξιάν άκρην του οδοστρώματος του προς Χαλκίδα ρεύματος κινήσεως (όπου μέχρι τότε εκινείτο επί του διαγεγραμμισμένου βοηθητικού τμήματος εκ δεξιών της δεξιάς άκρης του ως άνω ρεύματος κυκλοφορίας) προς την διαχωριστικήν των δύο αντιθέτων ρευμάτων κυκλοφορίας διπλήν γραμμήν, ούτως ώστε διά υπερβάσεως (παραβιάσεως) της διπλής διαχωριστικής γραμμής (ήτοι εκ σημείου μη επιτρέποντος την αριστεράν στροφήν) να διασχίσει εν συνεχεία καθέτως το αντίθετον ρεύμα κινήσεως (προς Θήβα) και να εισέλθει μέσω της προαναφερθείσης οδικής συμβολής του αντιθέτου ρεύματος εις τον δευτερεύοντα δρόμον, ο οποίος άρχιζε κατά το σημείον εκείνο από την άκρην του αντιθέτου ρεύματος και ήγεν προς την Δ.Ε.Υ.Α.Θ. και το Κέντρο Βιολογικού Καθαρισμού Θηβών. Επεχείρησε δέ να διενεργήσει τον προπεριγραφόμενον ελιγμόν, δίχως προηγουμένως να έχει θέσει σε λειτουργία τους αριστερούς φωτεινούς δείκτες αλλαγής κατευθύνσεως και χωρίς προηγουμένως να ελέγξει μέσω του καθρέπτου της αριστεράς θύρας και του αντιστοίχου καθρέπτου του χώρου του θαλάμου οδηγήσεως διά την τυχόν εκ των όπισθεν προς την αυτήν (προς Χαλκίδα) κατεύθυνσιν προσεγγιζόντων οχημάτων. Ούτως, δεν αντελήφθη το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητον (εργοστασιακού οίκου «BMW», τύπου 3161, κυλινδρισμού 1.596 κυβικών εκατοστών και ημερομηνοχρονολογίας πρώτης αδείας κυκλοφορίας 2-7-1992), το οποίον, οδηγούμενον υπό του . ….., προσέγγιζεν εις το σημείον διενεργείας του ως άνω αριστερού ελιγμού αλλαγής κατευθύνσεως του αγροτικού αυτοκινήτου μετά ταχύτητος 90 χιλιομέτρων ανά ώραν (ίσης προς το επιτρεπόμενον ανώτατον -βάσει του άρθρου 20§2περ.α’ Ν. 2696 /2999- όριον ταχύτητος διά επιβατηγά οχήματα κινούμενα εκτός ορίων κατοικημένων περιοχών) και ευρίσκετο εις απόστασιν δέκα πέντε περίπου μέτρων από αυτό. Λόγω του απροβλέπτου, αιφνίδιου και αποτόμου ελιγμού αλλαγής κατευθύνσεως του οδηγού του αγροτικού αυτοκινήτου, κατά τον χρόνον διενεργείας του οποίου τα δύο οχήματα απείχαν την ως άνω απόστασιν μεταξύ αλλήλων, ο οδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου, του οποίου τα ελαστικά είχαν ικανοποιητικήν πρόσφυσιν επί του οδοστρώματος και ήσαν ασφαλή διά κυκλοφορίαν, δεν ηδυνήθη να προβεί εις οιονδήποτε (και δή επιτυχή) αποφευκτικόν ελιγμόν της συγκρούσεως (διά τροχοπεδήσεως ή ελιγμού αλλαγής κατευθύνσεως) αλλά διά ολοκλήρου του εμπρόσθιου τμήματος αυτού (κυρίως διά του δεξιού μέρους του εμπρόσθιου τμήματος) και διά της εμπρόσθιας δεξιάς γωνίας του αμαξώματος επέπεσεν επί του μέσου της αριστεράς πλευράς του αγροτικού αυτοκινήτου (επί του τμήματος του αμαξώματος από του μέσου του θαλάμου οδηγήσεως έως του σημείου του οπισθίου αριστερού τροχού) και δή προεξένησεν βάθος κοιλώματος εξήκοντα εκατοστών του μέτρου εις το κάτω μέρος της αριστεράς πλευράς του φορτηγού (αγροτικού) αυτοκινήτου. Η σύγκρουσις έγινε εντός του μέχρι τότε ρεύματος κινήσεως αμφοτέρων των ως άνω οχημάτων (ήτοι εντός του έχοντος πλάτος καθαρού οδοστρώματος 4,40 μέτρων ρεύματος προς Χαλκίδα) και δή εις απόστασιν τριών μέτρων και σαράντα εκατοστών (3,40 μέτρων) από την εκ δεξιών (διά τον κινούμενον επί του ρεύματος προς Χαλκίδα) βοηθητικήν διαγράμμισιν του εν λόγω ρεύματος και εις απόστασιν ενός (1) μέτρου από την εξ αριστερών διαχωριστικήν των δύο ρευμάτων διπλήν γραμμήν. Τούτο προκύπτει διά αριθμητικής αφαιρέσεως του μεγέθους της αποστάσεως των 5,70 μέτρων από του δεξιού άκρου της βοηθητικής διαγραμμίσεως του προς Χαλκίδα ρεύματος κυκλοφορίας έως του (εντός του ιδίου ρεύματος) εντοπισθέντος σημείου της επιδίκου συγκρούσεως από το μέγεθος των 6,70 (= 2,30 + 2,40) μέτρων της αποστάσεως από του ιδίου δεξιού άκρου της βοηθητικής διαγραμμίσεως του αυτού ρεύματος κυκλοφορίας έως της διπλής διαχωριστικής των δύο ρευμάτων γραμμής. Η γωνία συγκρούσεως της εμπρόσθιας πλευράς του επιβατηγού αυτοκινήτου μετά της αριστεράς πλευράς του αγροτικού αυτοκινήτου ήτο σχεδόν κάθετος. Λόγω της σφοδρότητος της συγκρούσεως τα δύο οχήματα (το επιβατηγόν εμπηγμένον μετά του εμπρόσθιου τμήματος αυτού επί της αριστεράς πλευράς του αγροτικού αυτοκινήτου) συνέχισαν να κινούνται κατά την φοράν του επιβατηγού οχήματος, καθώς το αγροτικόν αυτοκίνητον εμβολισθέν υπό του επιβατηγού αυτοκινήτου άρχισε να πλαγιολισθαίνει προς την φοράν κινήσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου (ήτοι καθέτως προς την ιδίαν αυτού φοράν). Αφού δέ διέγραψαν καμπύλην τροχιάν προς την φοράν κινήσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου, επί του εμπρόσθιου τμήματος του οποίου το αγροτικόν αυτοκίνητον παρέμεινεν κολλημένον διά της αριστεράς πλευράς αυτού, εξήλθαν δι’ αριστεράς καμπυλοειδούς κινήσεως από το μέχρι τότε ρεύμα κινήσεως αυτών, εισήλθαν δι’ ολίγον εις το αντίθετον προς την κίνησιν αυτών ρεύμα κυκλοφορίας (ήτοι εις το ρεύμα προς Θήβας) και επανήλθαν διά δεξιάς καμπυλοειδούς κινήσεως εις το κέντρον του οδοστρώματος, όπου και ακινητοποιήθησαν επί της διαχωριστικής γραμμής των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας και δή εις απόστασιν τριάκοντα τεσσάρων μέτρων από του αρχικού σημείου συγκρούσεως. Συγκεκριμένως, κατά την ακινητοποίησιν μετά την ελαφρώς καμπυλοειδή πορείαν (εν μέρει εντός του αντιθέτου προς την μέχρι τότε κίνησιν αυτών ρεύματος κυκλοφορίας) το επιβατηγόν αυτοκίνητον ευρέθη ακινητοποιημένον διαγωνίως επί της διπλής διαχωριστικής των δύο ρευμάτων γραμμής και δή κατά μέν το ήμισυ (δεξιόν) διαγώνιον τμήμα του (το οριζόμενον από της εμπρόσθιας αριστεράς γωνίας, της εμπρόσθιας δεξιάς γωνίας και της οπίσθιας δεξιάς γωνίας του αμαξώματος του) εντός του μέχρι τότε ρεύματος κινήσεως του (προς Χαλκίδα) κατά δέ το έτερον ήμισυ (αριστερόν) διαγώνιον τμήμα του (το οριζόμενον από της εμπρόσθιας αριστεράς γωνίας, της οπίσθιας αριστεράς γωνίας και της οπίσθιας δεξιάς γωνίας του αμαξώματος του) εντός του αντιθέτου ρεύματος κινήσεως (προς Θήβας), ενώ το αγροτικόν όχημα (μετά βυθισμένου του εμπρόσθιου τμήματος του επιβατηγού αυτοκινήτου επί της εμβολισθείσης αριστεράς πλευράς αυτού) ευρέθη κατά μέν το πρώτον ήμισυ (εμπρόσθιον τμήμα) αυτού (από της εμπρόσθιας μετώπης έως του θαλάμου επιβατών) επί του ρεύματος κινήσεως προς Θήβας και κατά το δεύτερον ήμισυ (οπίσθιον τμήμα) αυτού (από της ενάρξεως έως του τέλους της αμάξης φορτώσεως πραγμάτων) εντός του μέχρι τότε ρεύματος κινήσεως αυτού (προς Χαλκίδα). Η προπεριγραφείσα τοιαύτη καμπυλοειδής πορεία των δύο οχημάτων επί τριάκοντα τέσσερα περίπου μέτρα από του σημείου συγκρούσεως μέχρι του σημείου τελικής ακινητοποιήσεως αυτών αποδεικνύεται (ελλείψει οιωνδήποτε ιχνών τροχοπεδήσεως) διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου από τα αποτυπώματα των χαραγμών του στρεβλωθέντος από την σύγκρουσιν εμπρόσθιου δεξιού τροχού και των ιχνών πλαγιολισθήσεως του καταστραφέντος αντιστοίχου ελαστικού του ως άνω τροχού του επιβατηγού αυτοκινήτου επί του οδοστρώματος (όπως έχουν αποτυπωθεί διά του από 3-8-2010 σχεδιαγράμματος των προανακριτικών υπαλλήλων του Τμήματος Τροχαίας Θηβών της Αστυνομικής Διευθύνσεως Βοιωτίας). Από την εξ αριστερών εν σχέσει προς τον οδηγόν του αγροτικού αυτοκινήτου ωστικήν δύναμιν της συγκρούσεως των δύο οχημάτων ο οδηγός του αγροτικού αυτοκινήτου εξετινάχθη από της θέσεως του οδηγού προς προς την άνω δεξιά γωνίαν, την άνω δεξιάν κολώναν και προς την εσωτερικήν πλευράν της δεξιάς θύρας του θαλάμου επιβατών. Ο δέ ανεμοθώραξ του θαλάμου επιβατών του αγροτικού αυτοκινήτου απεκολλήθη από του πλαισίου του και εξετινάχθη εις απόστασιν άνω των είκοσι μέτρων εις την παρακειμένην αγροτικήν έκτασιν πέραν του άκρου του προς Θήβαν ρεύματος κυκλοφορίας. Τούτο δέ οφείλεται εις την ωστικήν δύναμιν της συγκρούσεως, η οποία μετεδόθη βιαιότατα και ισχυρότατα εκ της αριστεράς προς την δεξιάν πλευράν του αμαξώματος του αγροτικού αυτοκινήτου και μετεδόθη συνακολούθως και εις το πλαίσιον προσαρμογής του αποκολληθέντος ανεμοθώρακος. Το αγροτικόν αυτοκίνητον, όπως εμφαίνεται διά των αντιστοίχων φωτογραφιών, έχει απωλέσει την ευθύτητα και την γεωμετρίαν της αριστεράς πλευράς αυτού, η οποία πλέον έχει λυγίσει και στρεβλωθεί και σχηματίσει γωνίαν κατά το όριον του θαλάμου επιβατών και της αμάξης φορτώσεως πραγμάτων. Από την άλλην πλευράν το επιβατηγόν αυτοκίνητον έχει παραμορφωθεί εφ’ όλης της εμπρόσθιας προσόψεως του εμπρόσθιου τμήματος αυτού μετά μεγαλυτέρας συμπιέσεως των χαλύβδινων ελασμάτων κατά το δεξιόν μέρος της εμπρόσθιας προσόψεως αυτού. Το μεταλλικόν κάλυμμα (σκέπασμα) της μηχανής έχει υποστεί σχίσιμον και στρέβλωσιν και ανασήκωσιν της χαλύβδινου επιφανείας του από την πρόσκρουσιν επί του κάτω μέρους του αμαξώματος (έμπροσθεν του οπισθίου αριστερού τροχού) του αγροτικού αυτοκινήτου, ενώ ο εμπρόσθιος δεξιός τροχός αυτού ομού μετά της αντιστοίχου αναρτήσεως έχει στρεβλωθεί και υποχωρήσει από την αρχικήν θέσιν αυτού προς τα πίσω κατά εικοσιπέντε εκατοστά του μέτρου. Ο ανεμοθώραξ του επιβατηγού αυτοκινήτου έχει δύο κεχωρισμένες εστίες θραύσεως (άνευ εμφανούς αποκολλήσεως τεμαχίων υάλων εξ αυτού), εκ των οποίων η μία έχει σχηματισθεί περί το κέντρον του άνω τμήματος αυτού (κατ’ ολίγον δεξιώς εν σχέσει προς την θέσιν του οδηγού) και η άλλη έχει σχηματισθεί επί της δεξιάς άκρης αυτού (εκ δεξιών της θέσεως του συνοδηγού). Αύται έχουν προκληθεί εκ της στιγμιαίας κατά την σύγκρουσιν εκτινάξεως του οδηγού και του συνοδηγού προς τον ανεμοθώρακα και της πλήξεως αυτού διά των κεφαλών των ως άνω προσώπων. Εξ αυτού καταδεικνύεται διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου ότι οι οδηγός και συνοδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου δεν είχαν θέσει τις αντίστοιχες ζώνες ασφαλείας των αντιστοίχων καθισμάτων επί του σώματος αυτών κατά την κίνησιν του ως άνω οχήματος (τούτο προκύπτει και διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου εκ του ελέγχου του προανακριτικώς διορισθέντος δευτέρου πραγματογνώμονος …. …… εντός του εσωτερικού του θαλάμου επιβατών του επιβατηγού αυτοκινήτου). Εκ της ιδίας ως άνω διαπιστώσεως και δή εκ του εντοπισμού των εστιών θραύσεως του ανεμοθώρακος (των προκληθεισών από την πρόσκρουσιν των κεφαλών του οδηγού και του συνοδηγού) καταδεικνύεται ωσαύτως διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου ότι κατά την σχεδόν κάθετον σύγκρουσιν των δύο οχημάτων το επιβατηγόν αυτοκίνητον είχε λάβει ανεπαίσθητον αριστεράν εν σχέσει προς την κίνησιν του φοράν, ένεκα της οποίας αι κεφαλαί και τα σώματα του οδηγού και του συνοδηγού δεν ωθήθησαν προς τον ανεμοθώρακα ακριβώς έμπροσθεν (εις ευθείαν) εν σχέσει προς την θέσιν του καθίσματος εκάστου εξ αυτών αλλά κατ’ ολίγον δεξιώς λόγω της φυγοκέντρου αντιθέτου δυνάμεως, η οποία εσχηματίσθη εκ της ανεπαίσθητου ταύτης αριστεράς κλίσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου κατά την σύγκρουσιν. Η κρίσις αυτή ενισχύεται και εκ του γεγονότος ότι η αμέσως μετά την σύγκρουσιν μέχρι της ακινητοποιήσεως των δύο οχημάτων καμπυλοειδής πορεία (τριάκοντα τεσσάρων μέτρων) του επιβατηγού αυτοκινήτου (μετά του αγροτικού εσφηνωμένου διά της αριστεράς πλευράς αυτού επί του εμπρόσθιου τμήματος του επιβατηγού αυτοκινήτου) εσχημάτισεν την αρχήν της καμπύλης αυτής προς τα αριστερά εν σχέσει προς την μέχρι τότε κίνησιν του επιβατηγού αυτοκινήτου και μάλιστα ένεκα της τοιαύτης αρχικώς αριστεράς καμπυλοειδούς κινήσεως το επιβατηγόν αυτοκίνητον παρεξέκλινεν δι’ ολίγον αριστερώς εντός του αντιθέτου προς την κατεύθυνσιν του ρεύματος κυκλοφορίας προτού επανέλθει και ακινητοποιηθεί (μετά του αγροτικού, ως προανεφέρθη, εσφηνωμένου επί του εμπρόσθιου τμήματος αυτού) επί της διπλής διαχωριστικής γραμμής εις το μέσον της οδού (των δύο ρευμάτων κυκλοφορίας). Η δέ τοιαύτη δεξιά επαναφορά της αρχικώς αριστεράς καμπυλοειδούς πορείας του επιβατηγού αυτοκινήτου μετά την σύγκρουσιν (το δεξιόν καταληκτικόν τμήμα του τόξου της καμπύλης) καταδεικνύεται και από την εκ μέρους του πραγματογνώμονος διαπίστωσιν περί του ότι το στρεβλωμένον εκ της ωστικής πιέσεως του σώματος του οδηγού πηδάλιον διευθύνσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου ευρέθη (κατά την τελικήν θέσιν αυτού) γυρισμένον κατά δύο περίπου μοίρες προς τα δεξιά (όπως και οι εμπρόσθιοι τροχοί του ως άνω αυτοκινήτου). Η ως άνω σχηματισθείσα κρίσις περί του ότι η ταχύτης του επιβατηγού αυτοκινήτου δεν υπερέβαινε το ανώτατον επιτρεπόμενον όριον των ενενήκοντα (90) χιλιομέτρων ανά ώραν αποδεικνύεται διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου, πρώτον εκ της διαπιστώσεως ότι τα σώματα και αι κεφαλαί των μη προσδεδεμένων διά ζωνών ασφαλείας οδηγού και συνοδηγού του επιβατηγού αυτοκινήτου απλώς προσέκρουσαν επί του εμπρόσθιου ανεμοθώρακος του θαλάμου επιβατών και προεκάλεσαν εις την επιφάνειαν αυτού δύο ρωγμοειδείς εστίες θραυσμάτων άνευ, όμως, εμφανούς αποκολλήσεως τεμαχίων υάλων εκ του ανεμοθώρακος και άνευ εκτινάξεως των σωμάτων αυτών εκτός του θαλάμου επιβατών, ως άλλως έδει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρον 336§4 ΚΠολΔ), να έχει συμβεί, εάν το επιβατηγόν αυτοκίνητον εκινείτο μετά ταχύτητος μείζονος της ως άνω αναφερθείσης, δεύτερον εκ της συνακολούθου διαπιστώσεως ότι οι ως άνω οδηγός και συνοδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου υπέστησαν μόνον περιορισμένες σωματικές βλάβες εκ της προσκρούσεως του εμπρόσθιου τμήματος του επιβατηγού αυτοκινήτου επί του στιβαρού μεταλλικού αμαξώματος της αριστεράς πλευράς του αγροτικού αυτοκινήτου, ενώ εν περιπτώσει κινήσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου μετά ταχύτητος μείζονος της ως άνω αναφερθείσης οι ως άνω οδηγός και συνοδηγός, μη φέροντες ζώνες ασφαλείας, έδει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, (αμφότεροι ή είς εξ αυτών) να έχουν υποστεί από βαρύτατες σωματικές κακώσεις (βαρύτατα κατάγματα κεφαλής και σώματος και διαμελισμόν άκρων) έως και θάνατον και τρίτον εκ του ότι εκ των φωτογραφιών απεικονίσεως της υλικής ζημίας του επιβατηγού αυτοκινήτου καταδεικνύεται ότι τούτο υπέστη καθολικήν ζημίαν επί της προσόψεως μόνον του εμπρόσθιου τμήματος αυτού, ενώ εν περιπτώσει κινήσεως αυτού μετά ταχύτητος μείζονος της ως άνω δεκτής γενομένης έδει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να έχει υποστεί εμφανεστάτην καθολικήν στρέβλωσιν και διάλυσιν ολοκλήρου του εμπρόσθιου ημίσεος του αμαξώματος αυτού ή ακόμη και επιπροσθέτως ανάφλεξιν και πυρκαϊάν. Εκ των ως άνω στοιχείων εκτιμάται αξιόπιστος και επιβεβαιούται η από 30-10-2010 ένορκος εξέτασις του οδηγού του επιβατηγού αυτοκινήτου ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Τμήματος Τροχαίας Θηβών περί οδηγήσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου μετά ταχύτητος 80 περίπου χιλιομέτρων ανά ώραν, όπερ μέγεθος τυγχάνει παραπλήσιον του διά του σκεπτικού της παρούσης υπολογιζόμενου αντιστοίχου των 90 χιλιομέτρων ανά ώραν. Ειδικώτερον ο ως άνω οδηγός, (βιώσας όπως και ο προανακριτικώς μη εξετασθείς ως πάσχων εκ ψυχωσικής συνδρομής και μη τυγχάνων εις διανοητικήν κατάστασιν εξετάσεως συνοδηγός αδελφός αυτού) το επίδικον τροχαίον ατύχημα, κατά την συντέλεσιν του οποίου δεν υπήρξαν άλλοι αυτόπται, διευκρίνισεν ότι εκινείτο μετά ταχύτητος ογόντα περίπου χιλιομέτρων ανά ώραν και ότι ομού μετά του συνοδηγού αδελφού αυτού διεκόμιζαν τον επί του οπισθίου δεξιού καθίσματος του επιβατηγού αυτοκινήτου καθήμενον υπερήλικα (ογδοηκονταεξαετή) πατέρα αυτών, ως από οκταμήνου πάσχοντα εκ καρκίνου του προστάτου, εις το Νοσοκομείον Θηβών. Αντιθέτως, η εκτίμησις του προανακριτικώς (διά της υπ’ αριθ. ………15-10-2010 εκθέσεως των προανακριτικών υπαλλήλων του Τμήματος Τροχαίας Θηβών) διορισθέντος δευτέρου πραγματογνώμονος ……… (βάσει της υπ’ αυτού συνταχθείσης υπό στοιχεία ……../31-12-2010 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης) περί του ότι το επιβατηγόν αυτοκίνητον εκινείτο μετά ταχύτητος 138,40 χιλιομέτρων ανά ώραν στηρίζεται επί όλως εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι ο ως άνω πραγματογνώμων εκθέτει και θεωρεί ως δεδομένον το ζητούμενον, καθώς (λαμβανομένου υπ’ όψιν βάσει της κατά την 15ην σελίδα της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης της ποινικής προδικασίας διαπιστώσεως εκ της μετά δύο μήνες από το επίδικον τροχαίον ατύχημα επιτόπιου μεταβάσεως του ιδίου εις τον τόπον της ερευνωμένης συγκρούσεως ότι διακόσια μέτρα προ του σημείου συγκρούσεως υφίσταται κύρτωμα της εχούσης κλίσιν κατωφέρειας 6% οδού μη επιτρέπον καθαρόν οπτικόν πεδίον διά τον κινούμενον επί του ρεύματος κινήσεως από Θηβών προς Χαλκίδα) ούτος αναφέρει: α) «ότι ο οδηγός του φορτηγού (αγροτικού) είναι πιθανόν να κοιτά στον αριστερόν καθρέπτην διά μία μικρή χρονική στιγμή και δεν βλέπει κανέναν όχημα και ότι εκείνη την στιγμήν το επιβατηγό αυτοκίνητο βρίσκεται στο μη ορατό τμήμα στο τέλος της ανωφέρειας και συνεπώς δεν το βλέπει ο οδηγός του φορτηγού», δίχως, όμως, να επεξηγεί βάσει ποίων αποδεικτικών στοιχείων (όπως αυτόπτου μάρτυρος ή άλλων αποδείξεων) εξετίμησεν ως δεδομένον το ζητούμενον [ότι δηλαδή ο οδηγός του αγροτικού αυτοκινήτου διενήργησεν πράγματι έλεγχον της κυκλοφορίας μέσω του αριστερού καθρέπτου, ότι κατά τον χρόνον διενεργείας του ελέγχου από τον οδηγό του αγροτικού αυτοκινήτου το επιβατηγόν αυτοκίνητον απείχεν απόστασιν άνω των εκατόν μέτρων από του σημείου συγκρούσεως και ότι συνακολούθως διά τον λόγον αυτόν ο οδηγός του αγροτικού αυτοκινήτου δεν ηδυνήθη να ιδεί το εκ των όπισθεν προσεγγίζον επιβατηγόν αυτοκίνητον (ο τοιούτος συλλογισμός αντιφάσκει και προς την προηγουμένην επιτόπιον διαπίστωσιν του πραγματογνώμονος περί του ότι το κύρτωμα της οδού το ευρισκόμενον εις προγενέστερον σημείον του ρεύματος κινήσεως από Θηβών προς Χαλκίδα και παρεμποδίζον το καθαρόν οπτικόν πεδίον των κινουμένων επί του συγκεκριμένου ρεύματος προς το οδικόν τμήμα του σημείου συγκρούσεως απέχει απόστασιν ουχί εκατόν αλλά διακοσίων μέτρων από του σημείου συγκρούσεως)], β) ότι το αγροτικόν αυτοκίνητον, κινούμενον επί της δεξιάς λωρίδος (δεξιού τμήματος του ρεύματος κινήσεως προς Χαλκίδα) μετά ταχύτητος περίπου 20 χιλιομέτρων ανά ώραν και διενεργούν σχεδόν κάθετον αριστερόν ελιγμόν αλλαγής κατευθύνσεως (σχεδόν γωνίας 100°), διενήργησεν τον τοιούτον ελιγμόν και διήνυσεν την αντίστοιχον απόστασιν από του σημείου ενάρξεως του ελιγμού έως του σημείου συγκρούσεως σε χρονικό διάστημα 2,6 δευτερολέπτων, δίχως, όμως, να επεξηγεί βάσει ποίου μαθηματικού υπολογισμού η διάνυσις της εις ανωτέρω σημείον του σκεπτικού υπολογισθείσης αποστάσεως των 3,40 μέτρων (από του αριστερού άκρου της βοηθητικής λωρίδος διαγραμμίσεως έως του σημείου συγκρούσεως εντός του ρεύματος κυκλοφορίας από Θηβών προς Χαλκίδα) διηνύθη, βάσει ταχύτητος 20 χιλιομέτρων ανά ώραν, εντός χρονικού διαστήματος 2,6 δευτερολέπτων, όταν βάσει μαθηματικού υπολογισμού καταδεικνύεται και εξάγεται ότι αυτοκίνητον, κινούμενον μετά ταχύτητος 20 χιλιομέτρων ανά ώραν, διανύει απόστασιν 5,55 μέτρων ανά δευτερόλεπτον και συνακολούθως απόστασιν 28,86 μέτρων εντός 2,6 δευτερολέπτων [βάσει της υπό του πραγματογνώμονος ορθώς ως προς το μέγεθος (με γνώμονα την διαπιστωθείσα τελική θέσιν του μοχλού αλλαγής ταχυτήτων εις την δευτέρα ταχύτητα) εκτιμηθείσης ταχύτητος των 20 περίπου χιλιομέτρων ανά ώραν το αγροτικόν αυτοκίνητον διήνυσε την απόστασιν των 3,40 μέτρων από του αριστερού άκρου της διαγεγραμμισμένης βοηθητικής λωρίδος έως του σημείου της επιδίκου συγκρούσεως σε χρόνο 0,612 του δευτερολέπτου], γ) ότι το επιβατηγόν αυτοκίνητον κινούμενον μετά αρχικής ταχύτητος 140 περίπου χιλιομέτρων ανά ώραν διανύει εντός του υπό του πραγματογνώμονος (ως άνω εσφαλμένως) υπολογισθέντος χρόνου των 2,6 δευτερολέπτων απόστασιν 100 μέτρων ή άλλως ότι κατά τον (υπό του πραγματογνώμονος εσφαλμένως) ως άνω υπολογισθέντα χρόνον των 2,6 δευτερολέπτων διανύσεως από το αγροτικόν αυτοκίνητον της αποστάσεως των 3,40 μέτρων (από την αριστεράν άκρην της διαγεγραμμισμένης βοηθητικής λωρίδος έως του σημείου συγκρούσεως) το επιβατηγόν αυτοκίνητον διήνυσεν απόστασιν 100 μέτρων μετά αρχικής ταχύτητος 140 χιλιομέτρων ανά ώραν και μετά τελικής (κατά την στιγμήν συγκρούσεως) ταχύτητος 138,40 χιλιομέτρων ανά ώραν, δίχως, όμως, ο πραγματογνώμων (πέραν του ως άνω εσφαλμένου χρονικού υπολογισμού διανύσεως της σχεδόν καθέτου αποστάσεως των 3,40 μέτρων εκ της εγκαρσίου κινήσεως από το αγροτικόν αυτοκίνητον) να επεξηγεί βάσει ποίων υπαρκτών δεδομένων της αντίστοιχης ποινικής δικογραφίας (τέτοια στοιχεία ούτε εις την ερευνωμένην αστικήν δίκην υφίστανται) διεπίστωσεν ότι κατά την έναρξιν της τοιαύτης καθέτου κινήσεως του αγροτικού αυτοκινήτου (από την αριστεράν άκρην της διαγεγραμμισμένης βοηθητικής λωρίδος έως του σημείου συγκρούσεως) το επιβατηγόν αυτοκίνητον απείχεν απόστασιν εκατόν μέτρων από του σημείου συγκρούσεως και ότι συνακολούθως βάσει της υπό του πραγματογνώμονος θεωρούμενης (αλλά εν τοις πράγμασιν μη τυγχανούσης) ως δεδομένης τοιαύτης παραμέτρου το επιβατηγόν αυτοκίνητον εκινείτο μετά ταχύτητος 138,40 χιλιομέτρων ανά ώραν, δ) ότι, εάν ο οδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου είχε τεταμένην την προσοχήν αυτού και είχεν αναπτύξει εντός της ως άνω αποστάσεως των 100 μέτρων προ του σημείου συγκρούσεως ταχύτητα κυμαινόμενη εντός του ανωτάτου επιτρεπομένου ορίου των 90 χιλιομέτρων ανά ώραν, ηδύνατο να αποφύγει το ατύχημα διά πραγματοποιήσεως συνδυασμού δεξιού ελιγμού μετά τροχοπεδήσεως, δίχως, όμως, και πάλι να διευκρινίζει βάσει ποίων παραμέτρων εκτιμά ως δεδομένες και προσδιοριζόμενες αφ’ ενός σε 100 μέτρα την απόστασιν του επιβατηγού αυτοκινήτου από το σημείον συγκρούσεως κατά τον χρόνον ενάρξεως της σχεδόν καθέτου απροβλέπτου κινήσεως του αγροτικού αυτοκινήτου και αφ’ ετέρου σε 138,40 χιλιόμετα ανά ώραν την ταχύτητα κινήσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου. Η εκτίμησις του ως άνω πραγματογνώμονος περί του ότι το επιβατηγόν αυτοκίνητον επέπεσεν διά του εμπρόσθιου τμήματος αυτού επί της αριστεράς πλευράς του φορτηγού (αγροτικού) αυτοκινήτου μετά ταχύτητος 138,40 χιλιομέτρων ανά ώραν αποδυναμούται έτι μάλλον, ως άλλωστε έχει επισημανθεί κατά τον προσδιορισμόν της ταχύτητος κινήσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου, αφ’ ενός εκ των μη βαρέων σωματικών βλαβών των μη προσδεδεμένων μετά ζωνών ασφαλείας οδηγού και συνοδηγού του επιβατηγού αυτοκινήτου, οίτινες εν αντιθέτω περιπτώσει (κινήσεως του επιβατηγού αυτοκινήτου μετά ταχύτητος 138,40 χιλιομέτρων ανά ώραν) έδει να έχουν διαμελισθεί και θανατωθεί, και αφ’ ετέρου εκ της εκτάσεως της υλικής ζημίας του επιβατηγού αυτοκινήτου, το οποίον φέρει στρέβλωσιν ολικής καταστροφής μόνον επί της προσόψεως του εμπρόσθιου τμήματος αυτού (εν περιπτώσει κινήσεως τούτου μετά ταχύτητος 138,40 χιλιομέτρων ανά ώραν το εμπρόσθιον τμήμα του επιβατηγού αυτοκινήτου έδει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να έχει συμπιεσθεί προς τα πίσω έως του ύψους του θαλάμου επιβατών και ο ανεμοθώραξ του επιβατηγού αυτοκινήτου να έχει έλθει εις επαφήν μετά της αριστεράς πλευράς του αγροτικού αυτοκινήτου και να έχει στρεβλωθεί και συντριβεί εξ ολοκλήρου μετά συνθλίψεως των επιβατών των εμπρόσθιων καθισμάτων του επιβατηγού αυτοκινήτου). Ούτως, βάσει της ταχύτητος κινήσεως των 90 χιλιομέτρων ανά ώραν το επιβατηγόν αυτοκίνητον διήνυεν 25 μέτρα ανά δευτερόλεπτον (= 90.000 μέτρα ανά ώραν: 3.600 δευτερόλεπτα) και συνακολούθως κατά την έναρξιν της καθέτου κινήσεως του αγροτικού αυτοκινήτου, το οποίον μετά ταχύτητος 20 χιλιομέτρων ανά ώραν διήνυσεν την απόστασιν των 3,40 μέτρων από της αριστεράς άκρης της διαγεγραμμισμένης βοηθητικής λωρίδος έως του σημείου συγκρούσεως εντός χρόνου 0,612 του δευτερολέπτου, τούτο (επιβατηγόν αυτοκίνητον απείχε απόστασιν μόλις 15,3 μέτρων από του σημείου συγκρούσεως (= 25 μέτρα ανά δευτερόλεπτον Χ 0,612 του δευτερολέπτου). Βάσει των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών αποκλειστικός υπαίτιος της επιδίκου συγκρούσεως ετύγχανεν ο οδηγός του αγροτικού αυτοκινήτου, ο οποίος, κινούμενος μετά ταχύτητος 20 περίπου χιλιομέτρων ανά ώραν επί της αριστεράς (ως προς την κίνησίν του) άκρης της διαγεγραμμισμένης βοηθητικής λωρίδος του προς Χαλκίδα ρεύματος κυκλοφορίας της επαρχιακής οδού Θηβών – Χαλκίδος, δεν κατέβαλεν την προσήκουσαν προσοχήν και επιμέλειαν ενός μέσου συνετού οδηγού αλλά εξ αμελείας και κατά παράβασιν των άρθρων 330 ΑΚ και 12§1 και 21§§1&2 Ν. 2696 /1999 ενεργήσας, επεχείρησεν αιφνιδίως και απροβλέπτως σχεδόν κάθετον αριστεράν ελιγμόν αλλαγής κατευθύνσεως προς τον σκοπόν καθέτου μεταβάσεως από του δεξιού άκρου του προς Χαλκίδα ρεύματος κυκλοφορίας εις το μέσον της επαρχιακής οδού και διά παραβιάσεως της διπλής διαχωριστικής των δύο ρευμάτων γραμμής να διασχίσει καθέτως και το αντίθετον (προς Θήβας) ρεύμα κυκλοφορίας, διά να εισέλθει εις παρακείμενον δευτερεύοντα δρόμον αρχόμενον από (ήτοι συμβάλλοντα εις) το αντίθετο ρεύμα κινήσεως και καταλήγοντα προς την Δ.Ε.Υ.Α.Θ. και το Κέντρο Βιολογικού Καθαρισμού Θηβών, δίχως προηγουμένως να ανάψει τους αριστερούς δείκτες αλλαγής κατευθύνσεως και χωρίς να προβεί εις οιονδήποτε προληπτικόν έλεγχον (μέσω του αριστερού καθρέπτου της θύρας του οδηγού) της κινήσεως διά την τυχόν προσέγγισιν εκ των όπισθεν άλλων ομορρόπως προς αυτόν κινουμένων οχημάτων. Ούτως δεν αντελήφθη το προπεριγραφέν επιβατηγόν αυτοκίνητον, το οποίον κατά την έναρξιν του τοιούτου αριστερού καθέτου ελιγμού του αγροτικού αυτοκινήτου προσέγγιζε εις τον άξονα διενεργείας του σχεδόν καθέτου τοιούτου ελιγμού μετά ταχύτητος εγγιζούσης το ανώτατον επιτρεπόμενον όριον των 90 χιλιομέτρων ανά ώραν εξ αποστάσεως μόλις 15,30 μέτρων, αλλά παρενεβλήθη παρανόμως εις την πορείαν αυτού και προεκάλεσεν ούτως την επίδικον σύγκρουσιν. Εις την ως άνω αμελή οδηγικήν συμπεριφοράν συνετέλεσεν και η διαπίστωσις της ανευρέσεως ιχνών φαρμάκων αναισθησίας (πεθιδίνης και λιδοκαΐνης) εντός του αίματος του οδηγού του αγροτικού αυτοκινήτου, η οποία ανίχνευσις προέκυψεν εκ της υπ’ αριθ. ………… /19-1-2011 των χημικών – τοξικολόγων …… και …….. του Τοξικολογικού Εργαστηρίου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών. Αντιθέτως δεν απεδείχθη συνυπαιτιότης του οδηγού του επιβατηγού αυτοκινήτου εις την πρόκλησιν του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος. Ειδικώτερον, ο οδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου, ο οποίος μετά του συνοδηγού αδελφού αυτού μετέφεραν τον υπερήλικα ασθενή πατέρα αυτών εις το νοσοκομείον, κινούμενος μετά ταχύτητος μη υπερβαινούσης το ανώτατον επιτρεπόμενον όριον των 90 χιλιομέτρων ανά ώραν διά τα εκτός κατοικημένων περιοχών κινούμενα επιβατηγά αυτοκίνητα, δεν ηδύνατο διά της καταβολής της επιμελείας, ήν ώφειλε και ηδύνατο είς μέσος συνετός οδηγός (κινούμενος υπό τας αυτάς συνθήκας), να διενεργήσει οιονδήποτε και δή επιτυχή αποφευκτικόν ελιγμόν διά τροχοπεδήσεως ή διά αποφευκτικού ελιγμού αλλαγής κατευθύνσεως εντός του ελαχίστου χρόνου του δεκαδικού αριθμού 0,612 του δευτερολέπτου, εντός του οποίου διήνυσεν την απόστασιν των 15,30 μέτρων, την οποίαν απείχεν από του σημείου συγκρούσεως κατά τον χρονον ενάρξεως της όλως απροβλέπτου και αιφνίδιου καθέτου αλλαγής κατευθύνσεως του αγροτικού αυτοκινήτου, το οποίον διήνυσεν απόστασιν 3,40 μέτρων από του σημείου ενάρξεως της καθέτου παρεμβολής έως του σημείου της επιδίκου συγκρούσεως εις τον αυτόν ως άνω χρόνον. Η τοιαύτη σύγκρουσις δεν ηδύνατο να αποφευχθεί ακόμη και εάν το επιβατηγόν αυτοκίνητον εκινείτο μετά ταχύτητος 60 έως 70 χιλιομέτρων ανά ώραν, αφού η τοιαύτη ταχύτης (των 60 έως 70 χιλιομέτρων ανά ώραν) αντιστοιχεί εις διάνυσιν 16,66 έως 19,44 αντιστοίχως μέτρων ανά δευτερόλεπτον, οπότε και πάλιν διά της ενάρξεως της καθέτου παρεμβολής του αγροτικού αυτοκινήτου, καθ’ ήν στιγμήν το επιβατηγόν αυτοκίνητον απείχεν απόστασιν μόλις 15,30 μέτρων από του νοητού άξονος της τοιαύτης παρεμβολής, δεν ηδύνατο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, διά της καταβολής της επιμελείας και προσοχής ενός μέσου συνετού να αποφευχθεί μέσω οιασδήποτε οδηγικής αντιδράσεως η σύγκρουσις (και δή σφοδρή) των δύο οχημάτων. Ορθώς, επομένως, εκρίθησαν διά της εκκαλουμένης αποφάσεως αι αποδείξεις ως προς το κεφάλαιον περί υπαιτιότητος (διά αποφάνσεως της υπάρξεως αποκλειστικής υπαιτιότητος εις το πρόσωπον του οδηγού του αγροτικού αυτοκινήτου και διά απορρίψεως ως κατ’ ουσίαν αβασίμου της ενστάσεως περί συνυπαιτιότητος του οδηγού του επιβατηγού αυτοκινήτου ως προς την πρόκλησιν του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος) και συνακολούθως οι περί του αντιθέτου αντίστοιχοι λόγοι εφέσεως των εκκαλούντων και εκκαλουσών της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης εφέσεως και του εκκαλούντος της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας εφέσεως τυγχάνουν απορριπτέοι. Ειδικώς, όμως, ως προς τον έκτον εκκαλούντα της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης εφέσεως – έβδομον ενάγοντα της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης αγωγής (…….) πρέπει να επισημανθεί ότι ο υπ’ αυτού προβληθείς αντίστοιχος λόγος εφέσεως περί πλημμελούς εκτιμήσεως των αποδείξεων κατά της ουσιαστικής κρίσεως περί μη συνδρομής υπαιτιότητος εις το πρόσωπον του οδηγού του επιβατηγού αυτοκινήτου, εις ήν εξιστορηθείσαν υπαιτιότητα επεστηρίχθη η αγωγική αξίωσίς του κατά των πρώτου και τρίτης εναγομένων οδηγού και ασφαλιστικής εταιρείας της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης αγωγής (πρώτου και δευτέρας εφεσίβλητων της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης εφέσεως) τυγχάνει απορριπτέος ως στηριζόμενος εις εσφαλμένην προϋπόθεσιν, διότι η χρονικώς ασκηθείσα πρώτη ως άνω αγωγή (ορθώς) απερρίφθη, καθ’ ό μέρος ησκήθη υπό του ως άνω διαδίκου, ουχί κατ’ ουσίαν αλλά ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως αυτού ως (εβδόμου) ενάγοντος, δίχως διά της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης εφέσεως να περιέχεται και να προβάλλεται υπό του ως άνω διαδίκου (έκτου εκκαλούντος της πρώτης εφέσεως – εβδόμου ενάγοντος της πρώτης ως άνω αγωγής) κάποιος λόγος περί του ότι υφίσταται ενεργητική νομιμοποίησις του ιδίου προς άσκησιν της ως άνω αγωγής και περί του ότι συνακολούθως ετύγχανεν εσφαλμένη η (ορθή) πρωτόδικος απόρριψις της ως άνω αγωγής υπό την αιτιολογίαν της ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως εις το πρόσωπον του ως ενάγοντος. Από την σύγκρουσιν των δύο οχημάτων: α) ετραυματίσθη θανασίμως ο οδηγός του αγροτικού αυτοκινήτου (………..), ο οποίος υπέστη βαρείες κακώσεις θώρακος και κοιλίας, και β) υπέστησαν σωματικές βλάβες οι οδηγός και συνοδηγός και θανάσιμον τραυματισμόν ο συνεπιβάτης του οπισθίου δεξιού καθίσματος (πατήρ των οδηγού και συνοδηγού) του επιβατηγού αυτοκινήτου. Ειδικώτερον, ο οδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου (……..) υπέστη κάκωσιν κεφαλής, θλαστικόν τραύμα προσώπου, πολλαπλές εκδορές προσώπου και κάκωσιν θώρακος και ο συνοδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου (……….) υπέστη κάκωσιν κεφαλής, κάκωσιν θώρακος, θλαστικόν τραύμα γλώσσης και ρινός και κάταγμα αριστεράς ωμοπλάτης. Νοσηλευθέντες δε εις το Γενικόν Νοσοκομείον Θηβών επί τριήμερον, έλαβαν εξιτήριον την 6ην Αυγούστου 2010. Ο επί του οπισθίου δεξιού καθίσματος καθήμενος συνεπιβάτης πατήρ των προαναφερομένων οδηγού και συνοδηγού του επιβατηγού αυτοκινήτου (……….) υπέστη κατάγματα μετωπικού οστέος, δεξιού μηριαίου οστέος, δεξιάς κνήμης και έκτου αριστερού πλευρού. Διακομισθείς δε αρχικώς εις το Γενικόν Νοσοκομείον Θηβών και εν συνεχεία εις το Κοργιαλένειο -Μπενάκειο Νοσοκομείον Αθηνών, υπέστη μετά νοσηλείαν έξ ημερών οξείαν καρδιοαναπνευστικήν ανακοπήν απότοκον των ως άνω τραυμάτων και απεβίωσεν την 9ην Αυγούστου 2010. Λαμβανομένου, όμως, υπ’ όψιν ότι ο ως άνω θανών συνεπιβάτης του επιβατηγού αυτοκινήτου δεν ήτο προσδεδεμένος μετά ζώνης ασφαλείας και ότι μεταξύ των πολλών τραυμάτων αυτού συγκαταλέγεται και το κάταγμα του μετωπικού οστέος της κεφαλής αυτού, εξ αυτού καταδεικνύεται ότι η παράλειψις προσδέσεως μετά ζώνης ασφαλείας θεμελιώνει οικείον πταίσμα αυτού κατά ποσοστόν 20% εις την επέλευσιν του θανάσιμου τραυματισμού του, κατά μερικήν παραδοχήν των αντιστοίχων λόγων εφέσεως (και των δι’ αυτών επαναπροβληθεισών πρωτοδικών αντιστοίχων ενστάσεων) αφ’ ενός των πρώτης, δευτέρας και τετάρτης εκκαλουσών της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης εφέσεως υπό την ιδιότητα αυτών ως εναγομένων -αμυνομένων εναντίον της κατ’ αυτών χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής και αφ’ ετέρου του εκκαλούντος της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας εφέσεως υπό την ιδιότητα αυτού ως ωσαύτως εναγομένου – αμυνομένου εναντίον της κατ’ αυτού ασκηθείσης ιδίας ως άνω χρονικώς δευτέρας αγωγής (βλ. ως προς την -και εκ μέρους του Επικουρικού Κεφαλαίου προβλητήν- ένστασιν οικείου πταίσματος εν σχέσει προς την επέλευσιν του θανάτου λόγω μη προσδέσεως του θανόντος μετά ζώνης ασφαλείας: ΑΠ 810 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι αντίστοιχος ένστασις περί οικείου πταίσματος εις την έκτασιν του τραυματισμού εκάστου εξ αυτών λόγω μη προσδέσεως μετά ζώνης ασφαλείας δεν προεβλήθη εις πρώτον βαθμόν και εναντίον των τετάρτου και πέμπτου εναγόντων της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής (έκτου και πρώτου εφεσίβλητων της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης εφέσεως και τετάρτου και πέμπτου εφεσίβλητων της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας εφέσεως) ….. ……… (συνοδηγού και οδηγού αντιστοίχως του επιβατηγού αυτοκινήτου) εκ μέρους των δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής ούτε προεβλήθη εις δεύτερον βαθμόν διά αντιστοίχου λόγου εφέσεως τέτοια ένστασις υπό των ως άνω διαδίκων (υπό την ιδιότητα πλέον αυτών ως πρώτης, δευτέρας και τετάρτης εκκαλουσών της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης εφέσεως). Ούτε προεβλήθη τέτοια ένστασις εις πρώτον βαθμόν (διά καταχωρήσεως αντιστοίχου συνοπτικής δηλώσεως εις τα πρακτικά) εκ μέρους του πέμπτου εναγομένου της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής κατά των ως άνω αντιδίκων του, οπότε τυγχάνει απαράδεκτος η διά πρώτην φοράν εις δεύτερον βαθμόν προβολή τέτοιας αιτιάσεως διά αντιστοίχου λόγου εφέσεως εκ μέρους του ως άνω διαδίκου υπό την ιδιότητα αυτού ως εκκαλούντος της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας εφέσεως (αφού μάλιστα ουδόλως εκτίθεται, κατά τα άρθρα 527περ.3 και 269§2περ.α’ ΚΠολΔ, οιαδήποτε δεδικαιολογημένη αιτία επιστηρικτική του παραδεκτού της βραδείας τοιαύτης προβολής). Ο θανών συνεπιβάτης του επιβατηγού αυτοκινήτου ογδοηκονταεξαετής τότε ………. έπασχεν, ως προανεφέρθη, εκ καρκίνου του προστάτου επί οκτάμηνον προ του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος και κατά τον χρόνον της επιδίκου συγκρούσεως διεκομίζετο υπό των ως άνω δύο τέκνων αυτού (………….) λόγω οξέος πόνου εκ της ως άνω παθήσεως εις το Γενικόν Νοσοκομείον Θηβών. Λόγω της τοιαύτης παθήσεως συνηγορούσης και της υπερηλικότητος αυτού ο ως άνω θανών δεν είχε μεγάλον προσδόκιμον ζωής. Όμως, εκ του βιαίου θανάτου αυτού εκ της αδικοπραξίας του επίσης θανόντος και αποκλειστικώς υπαιτίου ως προς την πρόκλησιν του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος οδηγού του αγροτικού αυτοκινήτου οι οικείοι του θανόντος συνεπιβάτου του επιβατηγού αυτοκινήτου υπέστησαν ισχυροτάτην ψυχικήν οδύνην, διά την χρηματικήν ικανοποίησιν της οποίας, λαμβανομένων υπ’ όψιν των συνθηκών τελέσεως της αδικοπραξίας, της αποκλειστικής υπαιτιότητος του οδηγού του αγροτικού αυτοκινήτου εις την πρόκλησιν του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος, του προπεριγραφέντος οικείου πταίσματος του θύματος ως προς την επέλευσιν του θανάτου του και της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως των αντιδίκων πλευρών (εξαιρέσει του κατά νόμον ευθυνόμενου Επικουρικού Κεφαλαίου) κρίνεται εύλογη η επιδίκασις: εις την πρώτην ενάγουσαν χήραν του θανόντος χρηματικού ποσού 12.000 ευρώ, εις έκαστον των δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και πέμπτου υιών του θανόντος χρηματικού ποσού 9.000 ευρώ, εις εκάστην των έκτης και ενάτης εναγουσών (νυμφών -ως συζύγων τέκνων- του θανόντος) χρηματικόν ποσόν 3.000 ευρώ και εις έκαστον των εβδόμου, ογδόου, δεκάτου και ενδεκάτου εγγονών του θανόντος χρηματικόν ποσόν 5.000 ευρώ [βλ. ως προς την υπαγωγήν εις την έννοιαν των οικείων της οικογενείας των δικαιουμένων χρηματικής ικανοποιήσεως ψυχικής οδύνης και των μέχρι πρώτου -αλλ’ ουχί και δευτέρου- βαθμού εξ αγχιστείας συγγενών του θανόντος και ως προς το συνακόλουθον δικαίωμα των συζύγων των τέκνων (γαμβρών και νυμφών) του θανόντος (αλλ’ ουχί και των συζύγων των αδελφών του θανόντος) διά λήψιν τέτοιας χρηματικής ικανοποιήσεως ψυχικής οδύνης: ΑΠ 652 /2014, ΤΝΠΔΣΑ]. Επιπλέον οι τέταρτος και πέμπτος ενάγοντες της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής (παθόντες συνοδηγός και οδηγός του επιβατηγού αυτοκινήτου), εκ των οποίων ο είς πάσχει εκ ψυχωσικής συνδρομής και υπέστη ισχυρόν ψυχικόν κλονισμόν και επιδείνωσιν της ψυχικής υγείας του εκ της βιαιότητος της συγκρούσεως και του επελθόντος τραυματισμού του και ο έτερος πάσχει εκ τετραλογίας «Φάλλοτ» και περιήλθεν εις κίνδυνον ζωής (μάλιστα μετά ένδεκα μήνες ενεφάνισεν παροξυσμικήν ταχυκαρδίαν μετά συγκοπτικού επεισοδίου επί εδάφους της ως άνω παθήσεως) δικαιούνται έκαστος επιπροσθέτως ένεκα του ως άνω τραυματισμού τούτων χρηματικήν ικανοποίησιν ηθικής βλάβης χρηματικού ύψους 1.500 ευρώ. Πρέπει, επομένως, να γίνουν εν μέρει δεκτοί οι αντίστοιχοι λόγοι εφέσεως των χρονικώς ασκηθεισών πρώτης και δευτέρας εφέσεως και να αναγνωρισθεί ότι το εκ μέρους εκάστου ενάγοντος και εκάστης εναγούσης της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής δικαιούμενον χρηματικόν ποσόν αποζημιώσεως προσδιορίζεται εις τα ως άνω μικρότερα χρηματικά ύψη από τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα. Διά την καταβολήν απάντων των προαναφερθέντων χρηματικών κεφαλαίων και δή νομιμοτόκως από της επιδόσεως της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής τυγχάνουν υπόχρεοι εις ολόκληρον αφ’ ενός αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη εναγόμενοι της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής (χήρα και θυγατέρες αντιστοίχως του υπαιτίου θανόντος) κατά τον λόγον, όμως, της εξ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδος εκάστης τούτων βάσει των άρθρων 1710 και 1885 ΑΚ [και δή κατά αντίστοιχα ποσοστά δύο ογδόων (2/8), τριών ογδόων (3/8) και τριών ογδόων (3/8)] επί της κληρονομιάς του θανόντος και υπ’ αυτών εξ αδιαθέτου κληρονομηθέντος αποκλειστικού υπαιτίου του αγροτικού αυτοκινήτου (της εις ολόκληρον ευθύνης εκάστης εξικνουμένης μέχρι του ποσοστού του κληρονομικού μεριδίου εκάστης τούτων) και αφ’ ετέρου το πέμπτον εναγόμενον της ιδίας ως άνω χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής Επικουρικόν Κεφάλαιον, το οποίον, κατά παραδοχήν του αντιστοίχου λόγου εφέσεως των εκκαλούντων και εκκαλουσών των χρονικώς ασκηθεισών πρώτης και τρίτης εφέσεων, ευθύνεται, κατ’ άρθρον 19§1 Ν. 489 /1976, διά ολόκληρον το ως άνω αναγνωρισθέν ως οφειλόμενον χρηματικόν κεφάλαιον μετά τόκων υπερημερίας (και ουχί μέχρι του χρηματικού ορίου των 6.000 ευρώ και βάσει επιτοκίου εκ ποσοστού 6%), αφού η αντίστοιχος διάταξις του άρθρου 4 Ν. 4092 /2012 τυγχάνει αντισυνταγματική ως προς την θέσπισιν των ως άνω περιορισμών χρηματικού ύψους και ποσοστού επιτοκίου αποζημιώσεως (βλ. ΟλΑΠ 3,4&5 /2017 και ΑΠ 1204 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1057 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Πρέπει να επισημανθεί ότι αι ως άνω εναγόμεναι έχουν αποδεχθεί την κληρονομίαν του υπ’ αυτών εξ αδιαθέτου κληρονομηθέντος υπαιτίου οδηγού, δίχως κατά τον πρώτον βαθμόν εκδικάσεως της υποθέσεως να προβάλουν διά των πρωτοβαθμίων προτάσεων αυτών ή διά δηλώσεως καταχωρηθείσης εις τα πρωτόδικα πρακτικά οιονδήποτε ισχυρισμόν περί πλάνης ως προς την σιωπηράν αποδοχήν της εις αυτάς εξ αδιαθέτου επαχθείσης κληρονομιάς του θανόντος υπαιτίου της επιδίκου συγκρούσεως (βλ. ΑΠ 681 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν εν μέρει δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις, να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου εκάστης εφέσεως (άρθρον 495§4εδ.ε’ ΚΠολΔ), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφασις κατά τα κεφάλαια εκφοράς κρίσεως επί των χρονικώς ασκηθεισών δευτέρας και τρίτης ως άνω αγωγών και κατά τις αντίστοιχες διατάξεις περί δικαστικής δαπάνης (ουχί όμως και κατά το κεφάλαιον εκφοράς απορριπτικής ουσιαστικής κρίσεως επί της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης αγωγής και κατά την αντίστοιχον πρωτόδικον διάταξιν περί δικαστικής δαπάνης επί της χρονικώς ασκηθείσης πρώτης ως άνω αγωγής), να διακρατηθεί και δικασθεί η υπόθεσις κατ’ ουσίαν ως προς τα ως άνω εξαφανισθέντα κεφάλαια (άρθρον 535§1 ΚΠολΔ) και συνακολούθως: ι) να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν η χρονικώς ασκηθείσα δευτέρα (υπ’ αριθ. καταθ. …… /23-10-2012) αγωγή και να αναγνωρισθεί ότι αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη εναγόμεναι (………..), καθώς και το πέμπτον εναγόμενον (Επικουρικόν Κεφάλαιον), υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον [της (εις ολόκληρον) ευθύνης των δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων εξικνουμένης εις ποσοστόν δύο ογδόων (2/8), τριών ογδόων (3/8) και τριών ογδόων (3/8) αντιστοίχως επί των κάτωθι αναφερομένων ποσών αποζημιώσεως] εις την πρώτην ενάγουσαν (χήραν του θανόντος επιβάτου του επιβατηγού αυτοκινήτου) χρηματικόν ποσόν 12.000 ευρώ, εις τους δεύτερον και τρίτον ενάγοντες (υιούς του θανόντος) χρηματικά ποσά 9.000 ευρώ και 9.000 ευρώ αντιστοίχως, εις τους τέταρτον και πέμπτον ενάγοντες (υιούς του θανόντος) χρηματικά ποσά 10.500 ευρώ και 10.500 ευρώ αντιστοίχως, εις τις έκτην και ενάτην ενάγουσες (νύμφες του θανόντος) χρηματικά ποσά 3.000 ευρώ και 3.000 ευρώ αντιστοίχως και εις τους έβδομον, όγδοον, δέκατον και ενδέκατον ενάγοντες (εγγονούς του θανόντος) χρηματικά ποσά 5.000 ευρώ, 5.000 ευρώ, 5.000 ευρώ και 5.000 ευρώ αντιστοίχως και ιι) να γίνει δεκτή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν η χρονικώς ασκηθείσα τρίτη (υπ’ αριθ. καταθ. …… /19-11-2012) αγωγή και να αναγνωρισθεί ότι αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη εναγόμενοι (………..) οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον προς το ενάγον Επικουρικόν Κεφάλαιον [της (εις ολόκληρον) ευθύνης εκάστης τούτων εξικνουμένης εις ποσοστόν δύο ογδόων (2/8), τριών ογδόων (3/8) και τριών ογδόων (3/8) αντιστοίχως επί της κάτωθι αναφερομένης χρηματικής αποζημιώσεως] οιονδήποτε χρηματικόν κεφάλαιον (μέχρι του κατά τα ως άνω διά της παρούσης επιδικασθέντος) υποχρεωθεί το Επικουρικόν Κεφάλαιον να καταβάλει εις τους ως άνω ενάγοντες και ενάγουσες της χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας αγωγής πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης και δή νομιμοτόκως από της προς αυτάς επιδόσεως της χρονικώς ασκηθείσης τρίτης ως άνω αγωγής. Η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εν σχέσει προς την εκδίκασιν των χρονικώς ασκηθεισών δευτέρας και τρίτης εκ των ως άνω αγωγών πρέπει (υφισταμένων αντιστοίχων αιτημάτων περί επιβολής δικαστικής δαπάνης) να κατανεμηθεί αναλόγως της νίκης και ήττης (άρθρα 191 §2, 183 και 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα εν τω διατακτικώ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν τις υπ’ αριθ. καταθ. ….. /15-9-2014, ….. /27-3-2015 και ….. /6-5-2015 (χρονικώς ασκηθείσες πρώτην, δευτέραν και τρίτην) εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφήν των εις το σκεπτικόν δι’ εκάστην ως άνω έφεσιν καταβληθέντων παραβόλων εφέσεων.

Εξαφανίζει εν μέρει την υπ’ αριθ. 2846 /2014 απόφασιν ειδικής διαδικασίας αυτοκινητικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [και δή κατά τα λοιπά κεφάλαια αυτής εξαιρέσει του κεφαλαίου εκφοράς απορριπτικής κρίσεως επί της υπ’ αριθ. καταθ. …… /31-7-2012 (χρονικώς ασκηθείσης πρώτης) αγωγής].

Διακρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεσιν ως προς τα ως άνω εξαφανισθέντα κεφάλαια [περί εκφοράς κρίσεως επί των υπ’ αριθ. καταθ. …… /23-10-2012 και …… /19-11-2012 (χρονικώς ασκηθεισών δευτέρας και τρίτης) αγωγών].

Δέχεται εν μέρει την υπ’ αριθ. καταθ. …… /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσαν δευτέραν) αγωγήν.

Αναγνωρίζει ότι αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη εναγόμενοι (………….), καθώς και το πέμπτον εναγόμενον (Επικουρικόν Κεφάλαιον), υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον [της (εις ολόκληρον) ευθύνης των δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων εξικνουμένης εις ποσοστόν δύο ογδόων  (2/8), τριών ογδόων (3/8) και τριών ογδόων (3/8) αντιστοίχως επί των κάτωθι αναφερομένων ποσών αποζημιώσεως]: εις την πρώτην ενάγουσαν (………..) χρηματικόν ποσόν 12.000 ευρώ, εις τους δεύτερον και τρίτον ενάγοντες (……….) χρηματικά ποσά 9.000 ευρώ και 9.000 ευρώ αντιστοίχως, εις τους τέταρτον και πέμπτον ενάγοντες (……….) χρηματικά ποσά 10.500 ευρώ και 10.500 ευρώ αντιστοίχως, εις τις έκτην και ενάτην ενάγουσες (……….) χρηματικά ποσά 3.000 ευρώ και 3.000 ευρώ αντιστοίχως και εις τους έβδομον, όγδοον, δέκατον και ενδέκατον ενάγοντες (………) χρηματικά ποσά 5.000 ευρώ, 5.000 ευρώ, 5.000 ευρώ και 5.000 ευρώ αντιστοίχως νομιμοτόκως από της επιδόσεως της ως άνω αγωγής.

Επιβάλλει εις βάρος των αμέσως ως άνω εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας των ως άνω εναγόντων και εναγουσών, το οποίον ορίζει σε ποσόν χιλίων (1.000) ευρώ.

Δέχεται την υπ’ αριθ. καταθ. …… /19-11-2012 (χρονικώς ασκηθείσαν τρίτην) αγωγήν.

Αναγνωρίζει ότι αι δευτέρα, τρίτη και τετάρτη εναγόμεναι (………..) οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον [της (εις ολόκληρον) ευθύνης των δευτέρας, τρίτης και τετάρτης εναγομένων εξικνουμένης εις ποσοστόν δύο ογδόων (2/8), τριών ογδόων (3/8) και τριών ογδόων (3/8) αντιστοίχως επί της κάτωθι αναφερομένης χρηματικής αποζημιώσεως] οιονδήποτε χρηματικόν κεφάλαιον (μέχρι του κατά τα ως άνω διά της παρούσης επιδικασθέντος) πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης υποχρεωθεί το Επικουρικόν Κεφάλαιον να καταβάλει εις τους ως άνω ενάγοντες και ενάγουσες της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /23-10-2012 (χρονικώς ασκηθείσης δευτέρας) αγωγής και δή νομιμοτόκως από της προς αυτάς επιδόσεως της υπ’ αριθ. καταθ. …… /19-11-2012 (χρονικώς ασκηθείσης τρίτης ως άνω) αγωγής.

Επιβάλλει εις βάρος των αμέσως ως άνω εναγομένων την δικαστικήν δαπάνην του αμέσως ως άνω ενάγοντος, την οποίαν ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριο του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, την 23ην Ιανουαρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ