ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 66/2018
ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————-
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Παρασκευή Μπερσή, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτες, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1§1 και 3, 2§1 του ν.1418/1984, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 96 παρ. 7 του ν. 1892/1990 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2229/1994, και 3 εδ. δ’ του ίδιου νόμου (ν. 1418/1984)- και ήδη άρθρο 1 του Ν. 3669/2008, με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο όλες οι κείμενες διατάξεις που αφορούν στην κατασκευή των δημοσίων έργων- συνάγεται ότι τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της Χώρας, που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της Χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού, εκτελούμενα από φορείς του δημόσιου τομέα, που αναφέρονται στην §1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, μεταξύ των οποίων είναι και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Οι διατάξεις του νόμου αυτού (1418/1984 και ήδη ν. 3669/2008) εφαρμόζονται ανεξαίρετα σε όλα τα έργα, που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους ανωτέρω φορείς. Η υπαγωγή μιας συμβάσεως έργου υπό το ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων του ν. 1418/1984, όπως αυτός ισχύει μετά τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις, αλλά και του πδ 609/1985, προϋποθέτει μεταξύ των άλλων ότι το αντικείμενο αυτής συνίσταται στην εκτέλεση δημοσίου έργου, όπως το εννοιολογικό αυτού περιεχόμενο προσδιορίζεται ανωτέρω, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της (οικείας εργολαβικής) συμβάσεως ως διοικητικής ή μη. Ο χαρακτηρισμός αυτός απλώς προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου (διοικητικού ή πολιτικού) προς επίλυση των εκ της εργολαβίας διαφορών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 του ν. 1418/1984 (ΑΠ 1038/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 845/2009, ΕΦΑΔ 2010.1060).
ΙΙ. Ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, κατά το άρθρο πρώτο του ν. 2688/1999, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς”, που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 (ΦΕΚ 166 Α΄) και αναμορφώθηκε με τον αν. 1559/1950 (ΦΕΚ 252 Α`), που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951 (ΦΕΚ 8 Α`), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία” και με διακριτικό τίτλο “ΟΛΠ Α.Ε.”Αποτελεί ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον συγκεκριμένο νόμο και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996 (ΦΕΚ 135 Α`), καθώς και του αν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Eπομένως, στα έργα που εκτελούνται από την παραπάνω εταιρεία, ήδη πρώτη των καθών, εφαρμόζεται η νομοθεσία περί δημοσίων έργων (ΕφΠειρ 204/2016, EφΠειρ 876/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 1418/1984 όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του ν. 2940/2001 και στη συνέχεια με την παρ.3 του άρθρου 15 του ν.3212/2003, οι πράξεις ή παραλείψεις της διευθύνουσας υπηρεσίας που προσβάλλουν έννομο συμφέρον του αναδόχου προσβάλλονται με ένσταση και, ακολούθως, η επ’αυτής απόφαση με αίτηση θεραπείας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα. Επιπλέον, κατά το άρθρο 13 παρ. 1, 2 και 3 του ν.1418/1984 και ήδη 77 του ν. 3669/2008 «περί δημοσίων έργων», στον οποίο κωδικοποιήθηκε η νομοθεσία περί δημοσίων έργων, κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. Η κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής (άρθρα 63 και 71) ισχύει και στις διαφορές του παρόντος Κώδικα (παρ.1). Της προσφυγής στο εφετείο προηγείται υποχρεωτικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76, διαφορετικά η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη…..Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας στις περιπτώσεις που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης ή παράλειψης (παρ.3). Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο-με πενταμελή σύνθεση (άρθρο 64 παρ.4 του ΕισΝΚΠολΔ)- της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο (παρ.2). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με όσα προηγουμένως εκτέθηκαν συνάγεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η επίδικη εργοληπτική σύμβαση στην οποία εφαρμόζεται η νομοθεσία περί δημοσίων έργων, δεν είναι διοικητική αλλά ιδιωτική-εφόσον δεν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις : α) το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη να είναι το Δημόσιο ή νπδδ, το οποίο να ασκεί δημόσια εξουσία, β) το αντικείμενο της σύμβασης να έχει σχέση με την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας ή να εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και β) η κατάρτιση καθώς και η εκτέλεσή της, να διέπεται από κανόνες διοικητικού δικαίου ή να περιέχει όρους που να δημιουργούν υπέρ του κυρίου του έργου εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς (ΕφΑθ 3183/2016, ΕφΠειρ 420/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 876/2014 ό.π, ΕφΑΘ 19/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- οπότε υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων : (α) όλες οι σχετικές με το έργο αποφάσεις του εργοδότη ή του φορέα του έργου, δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ακυρώσιμες με προσφυγή-καθώς η σχετική σύμβαση, ακόμη και όταν αποτελεί σύμβαση εκτέλεσης δημοσίου έργου, λόγω του ότι διέπεται από τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, δεν έχει από τη φύση της διοικητικό χαρακτήρα, ώστε οι προκύπτουσες κατά την εκτέλεσή της διαφορές να συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας και έτσι, στις συμβάσεις αυτές (σε αντίθεση με τις διοικητικές συμβάσεις), ο κύριος του έργου δεν μπορεί να εκδίδει διοικητικές πράξεις προσβλητές και ανατρέψιμες με ακυρωτική προσφυγή και πάσχουν ενδεχομένως ακυρότητα ή ακυρωσία, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, εάν παράγουν αποτελέσματα ως μονομερείς δικαιοπραξίες, εφόσον γίνεται επίκληση σχετικού λόγου ακυρότητας ή ακυρωσίας (ΟλΑΠ 15/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3183/2016, ΕφΠειρ 876/2014, ΕφΑθ 19/2013 ό.π)- (β) το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων είναι πάντοτε «αγωγή» με αίτημα καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό οφειλής και παρεμπιπτόντως ακυρότητας ή ακυρωσίας, κατά το αστικό δίκαιο, πράξεων των οργάνων του εργοδότη σχετικών με την επίμαχη οφειλή (ΕφΑθ 3183/2016, ΕφΠειρ 421/2015, ΕφΑθ 19/2013 ό.π), (γ) ενδεχόμενη απόφαση της διοικήσεως επί σχετικής αιτήσεως θεραπείας, δεν αποτελεί επίσης εκτελεστή διοικητική πράξη (ΕφΠειρ 420/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 19/2013 ό.π, ΕφΑθ 4095/2008 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») διότι δεν αφορά απόρριψη ενστάσεως κατά προηγούμενης εκτελεστής διοικητικής πράξης (ΕφΠειρ 420/2015, ΕφΠειρ 876/2014 ό.π).
IV Περαιτέρω, στο άρθρο 56 της προαναφερόμενης κωδικοποίησης του Ν. 3669/2008 και υπό τον τίτλο «πρόσθετες επείγουσες εργασίες» ορίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί στην περίπτωση που υπάρχει ανάγκη να εκτελεσθούν επείγουσες πρόσθετες εργασίες, καθώς μπορεί να εγκριθεί από την προϊσταμένη Αρχή η εκτέλεσή τους πριν από τη σύνταξη Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (ΑΠΕ), ενώ στο άρθρο 57 ορίζονται οι προϋποθέσεις εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών, που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό ανατεθέν έργο ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 34 και 43 του πδ 609/1985 προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις καταβολής αμοιβής στον εργολάβο για εκτελεσθείσες συμπληρωματικές εργασίες (υπερσυμβατικές ή νέες) είναι οι ακόλουθες : α) να παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και να μην περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, β) οι εργασίες να ήταν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, γ) οι εργασίες να μην μπορούσαν τεχνικώς ή οικονομικώς να διαχωρισθούν από την κύρια σύμβαση ή και αν μπορούσαν να διαχωρισθούν ήταν εν τούτοις αναγκαίες για την τελειοποίησή του, δ) το ποσό της αμοιβής τους να μην ξεπερνά το 50% του ποσού της κυρίας συμβάσεως συνυπολογιζομένου και του ποσού για τυχόν προγενέστερες πρόσθετες εργασίες, ε) …..στ) να υπάρχει έγγραφη εντολή από τον φορέα κατασκευής του έργου εκτός αν υφίσταται κατά τα ως άνω επείγουσα περίπτωση οπότε αρκεί προφορική εντολή καταχωρημένη όμως στο ημερολόγιο του έργου (ΑΠ 178/2015, ΕφΑθ 534/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από τις ίδιες, όμως, διατάξεις δεν αποκλείεται εργασίες, οι οποίες παρεκκλίνουν της συμβάσεως και εκτελέστηκαν χωρίς να τηρηθεί η προαναφερθείσα διαδικασία, να κριθούν, στη συνέχεια, από τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου ή, σε περίπτωση διαφωνίας και ασκήσεως εκ μέρους του αναδόχου προσφυγής, από το αρμόδιο δικαστήριο, ως αναγκαίες, δηλαδή ως εργασίες οι οποίες επιβάλλονται για την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου, οπότε οι εργασίες αυτές νομιμοποιούνται εκ των υστέρων με τη σύναψη νέας σύμβασης και τη σύνταξη ΑΠΕ (ΣτΕ 2086/2017, ΣτΕ 45/2016 ΑΠ 178/2015, ΕφΠειρ(Πενταμελές) 204/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
- V. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 200 και 288 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται και στις συμβάσεις δημοσίων έργων, προβλέπεται η δυνατότητα διορθωτικής παρεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση προς αποκατάσταση της ισορροπίας παροχής και αντιπαροχής, όταν τούτο επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, στις περιπτώσεις δηλαδή εκείνες, κατά τις οποίες συντρέχουν απρόβλεπτες συνθήκες, οι οποίες καθιστούν, για κάποιον από τους συμβληθέντες την οφειλόμενη απ΄ αυτόν παροχή υπερμέτρως επαχθή, και μάλιστα σε βαθμό υπερβαίνονταν τον, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δυνάμενο ν’αναληφθεί απ΄ αυτόν κίνδυνο (ΣτΕ 2915/2015, ΣτΕ 209/2015, ΣτΕ 2142/2013, ΑΠ 1289/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντίθετα δε με τη ρήτρα του άρθρου 200 του ΑΚ, που αναφέρεται στην ερμηνεία των συμβάσεων, όταν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων δεν είναι σαφείς, επιβάλλοντας ως ερμηνευτικά κριτήρια την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη με στόχο την ανεύρεση του αποφασιστικού νοήματος των δηλώσεων βουλήσεως, η εφαρμογή της ρήτρας του άρθρου 288 του ΑΚ έπεται της ερμηνείας της δικαιοπραξίας, με στόχο την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, επιβάλλοντας στα μέρη ετερόνομη ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όταν κατά τα παραπάνω χρειάζεται να συμπληρωθούν ή διορθωθούν για να μην προκαλούνται στο ένα μέρος δυσβάστακτες συνέπειες από τη λειτουργία του ενοχικού δεσμού. Μάλιστα η ρήτρα του άρθρου 288 του ΑΚ εφαρμόζεται και όταν από υπαιτιότητα των μερών, κοινή ή μόνον του οφειλέτη ή του δανειστή, δεν προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της σύμβασης, ενώ η ανυπαίτια έλλειψη πρόβλεψης επισύρει την εφαρμογή του άρθρου 388 του ΑΚ, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων που το άρθρο αυτό απαιτεί (ΑΠ 5117/2012, ΑΠ 1289/2011 ό.π). Βέβαια με τη διάταξη του άρθρου 10§10 ν. 1418/1984 ορίζεται ότι, πέρα από την προβλεπόμενη στις διατάξεις του ίδιου άρθρου, όπως τροποποιημένο ισχύει, αναθεώρηση των συμβατικών τιμών αποκλείεται η αναπροσαρμογή του εργολαβικού ανταλλάγματος ή η διάλυση των συμβάσεων δημόσιων έργων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, ένεκα της αυξομείωσης των τιμών. Όμως η διάταξη αυτή του άρθρου 10§10 ν. 1418/1984 αποκλείει την εφαρμογή των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ζητείται η αναπροσαρμογή του εργολαβικού ανταλλάγματος ή η διάλυση των συμβάσεων δημόσιων έργων εξαιτίας της αυξομείωσης των τιμών, που οφείλεται σε γενικούς λόγους, την οποία θεωρεί ο νόμος καλυπτόμενη με τη θεσμοθετημένη αναθεώρηση των συμβατικών τιμών, ενώ δεν αποκλείεται κατά τα λοιπά η εφαρμογή των άρθρων αυτών και στις συμβάσεις δημόσιων έργων, όταν η οφειλόμενη σε άλλους λόγους μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της σύμβασης δικαιολογεί τη διορθωτική παρέμβαση του δικαστηρίου με σκοπό την αναπροσαρμογή των συμβατικών παροχών ή τη διάλυση της σύμβασης σύμφωνα με τις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης (ΑΠ 988/2012, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1289/2011 ό.π). Εξάλλου, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας της δήλωσης ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους (ΟλΑΠ 26/2004, Νοβ 2005.81). Οι ίδιοι κανόνες παραβιάζονται και εκ πλαγίου (άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ) όταν στην απόφαση δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν για τους σκοπούς της ερμηνείας ή της συμπλήρωσης της δικαιοπραξίας (ΑΠ 396/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως οι ανωτέρω ερμηνευτικοί κανόνες δεν παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής και χωρίς κενά (ΑΠ 396/2017, ό.π, ΑΠ 1520/2014, ΑΠ 1569/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
- VI. Τέλος, κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ` αυτής εκδοθησομένης αποφάσεως, νοείται η νομικά ρυθμιζόμενη σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα. Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 1914/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Άλλωστε, το αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής ταυτίζεται με το αντίστοιχο αντικείμενο της αναγνωριστικής απόφασης και, συνακόλουθα, με το αντικείμενο του δεδικασμένου της. Έτσι, η έννοια της έννομης σχέσης ως αντικειμένου του αιτήματος αναγνωριστικής αγωγής, δεν μπορεί να είναι ευρύτερη από την έννοια της έννομης σχέσης ως αντικειμένου του δεδικασμένου (ΕφΠατρ 81/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Με την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι μετά από δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό, η πρώτη των καθών-εναγομένων, ως κυρία του έργου, της ανέθεσε, με την από 18-2-2014 σύμβαση μισθώσεως έργου, την εκτέλεση του έργου «βελτίωση υποδομών οδοποιίας σε διάφορες περιοχές του ΟΛΠ», στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και οι εργασίες αποκατάστασης των επιφανειών σκυροδέματος που είχαν υποστεί φθορές σε δοκούς, στη γέφυρα στην Ακτή Βασιλειάδη στον Πειραιά και ότι, κατά την εκτέλεση των εργασιών και ειδικότερα τον καθαρισμό των επιφανειών των πελμάτων των διαμήκων και εγκάρσιων δοκών της γέφυρας, για την αφαίρεση όλων των σαθρών τμημάτων των σκυροδεμάτων, διαπίστωσε ότι το βάθος της διάβρωσης έφθανε μέχρι και 15 εκ, με αποτέλεσμα να εφαρμόσει επισκευαστικά κονιάματα σε αλλεπάλληλες στρώσεις των 2 εκ. η καθεμία, όπως ενδείκνυται τεχνικά, ώστε η διατομή των δοκών να επανέλθει στις αρχικές διαστάσεις της, με αποτέλεσμα στα υποβληθέντα προς έλεγχο και επιμέτρηση στοιχεία που υπέβαλε στα αρμόδια όργανα της κυρίας του έργου, κατά τη 2η Αναλυτική Επιμέτρηση του έργου, να συμπεριλάβει ως επιφάνεια, με βάση την οποία έπρεπε να υπολογιστεί τελικώς η αμοιβή της, την επιφάνεια όλων των επιμέρους στρώσεων που εφάρμοσε και συγκεκριμένα 305,52 τμ. Ότι παρά ταύτα, η διευθύνουσα υπηρεσία της δεύτερης των καθών-εναγομένων, δεν ενέκρινε την επιμέτρηση αυτή, αναγνωρίζοντας ως εκτελεσθείσα επιφάνεια έργου μόλις 107,82 τμ. Ότι, ακολούθως, άσκησε εμπρόθεσμα, αρχικά την από 26-1-2015 υπ’αριθμ. πρωτ. ……/2015 ένσταση προς το δσ της τελευταίας ζητώντας την ακύρωση των βλαπτικών για τα συμφέροντά της διορθώσεων και περικοπών που αυτή επέφερε στη 2η Αναλυτική Επιμέτρηση και το Πρωτόκολλο Παραλαβής Αφανών Εργασιών, και, στη συνέχεια, κατά της απορριπτικής υπ’αριθμ. 23/2015 απόφασης αυτού, την από 26-5-2015 αίτηση θεραπείας προς τον αναπληρωτή Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ζητώντας την απόρριψη της ενστάσεως, επί της οποίας δεν εκδόθηκε απόφαση, τεκμαιρόμενης έτσι σιωπηρής απόρριψης αυτής. Κατόπιν αυτών, επικαλούμενη ακυρότητα της απόφασης της πρώτης των καθών-εναγομένων για την περικοπή της αμοιβής της, ως αυθαίρετη, καταχρηστική και αντίθετη στα άρθρα 173, 200 και 288 του ΑΚ, για το λόγο ότι η ίδια, με βάσει τις συμβατικές της δεσμεύσεις, κατόπιν ερμηνείας της σύμβασης, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, υποχρεώθηκε, προκειμένου το έργο να είναι τεχνικά άρτιο, να προβεί σε εργασίες, πλέον εκείνων, που προέβλεψε και δικαιολογημένα έλαβε υπόψη για την υποβολή της οικονομικής της προσφοράς, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε επιπλέον δαπάνες, για την εκτέλεση του έργου, και να διαταραχθεί έτσι η ισορροπία παροχής και αντιπαροχής, ζητούσε, προς αποκατάσταση αυτής, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατόπιν τροπής του καταψηφιστικού της αιτήματος εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της (άρθρο 224 του ΚΠολΔ) : α/ να ακυρωθεί η παράλειψη του Αναπληρωτή Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων να αποφανθεί εμπροθέσμως επί της από 26-5-2015 αιτήσεως θεραπείας της άλλως η τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη αυτής, β/ να ακυρωθεί η υπ’αριθμ. 23/2015 απόφαση του δσ της πρώτης των καθών-εναγομένων για τους λόγους που διατυπώνονται στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της, γ/ να αναγνωριστεί ότι οι διορθώσεις και περικοπές που επέφερε η Διευθύνουσα Υπηρεσία της στη 2η Αναλυτική Επιμέτρηση και το 2ο Πρωτόκολλο Παραλαβής Αφανών Εργασιών είναι άκυρες, αυθαίρετες, παράνομες και καταχρηστικές, δ/ να αναγνωριστεί ότι η εκτελεσμένη ποσότητα της εργασίας, με βάση την οποία πρέπει να υπολογιστεί η αμοιβή της είναι 305,52 και όχι 107,82 τμ, όπως αυθαίρετα αναγνωρίστηκε, ε/ να αναγνωριστεί ότι η πρώτη των καθών-εναγομένων της οφείλει το ποσό των 26.552,89 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 27-1-2015 δηλαδή την επομένη της υποβολής της ενστάσεώς της, επικουρικά από τις 28-5-2015 δηλαδή την επομένη της κοινοποίησης προς αυτήν της αιτήσεως θεραπείας και ακόμη επικουρικότερα από την κοινοποίηση της αγωγής της και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος των καθών-εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα.
Με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη προσφυγή-αγωγή, για την άσκηση και συζήτηση της οποίας προσκομίζονται τα γραμμάτια καταβολής εισφοράς των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενάγουσας και της πρώτης των εναγομένων, του δευτέρου απαλλασσόμενου από τη σχετική υποχρέωση, κατ’άρθρο 1 § § 1 και 4 του ν.4194/2013, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 § 8 α΄και γ΄αντίστοιχα του ν.4205/2013 (σχετ. υπ’αριθμ. ……….., αντίστοιχα, γραμμάτια προκαταβολής εισφοράς του ΔΣΑ), παραδεκτώς εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο, κατά την προκείμενη πενταμελή σύνθεσή του, και με την παρούσα ειδική διαδικασία του άρθρου 77 του ν.3669/2008, που εφαρμόζεται παρά την κατάργηση των άρθρων 1 έως 79 αυτού με το άρθρο 377 παρ. 31 Ν. 4412/8-8-2016, που αφορά τις συμβάσεις των οποίων ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας είναι μεταγενέστερος της δημοσίευσής του (άρθρο 376 παρ. 1 του ν.4412/2016), καθόσον αυτό έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα, καθ’ύλην και κατά τόπον, σύμφωνα με τις υπό στοιχ. ΙΙΙ σκέψεις και εκεί μνημονευόμενες διατάξεις, εφόσον η ένδικη διαφορά απορρέει από την εκτέλεση από φορέα, για τον οποίο εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις, δημοσίου έργου και ειδικότερα έργου υποδομής που καλύπτει βασική ανάγκη του κοινωνικού συνόλου και συγκεκριμένα τμήμα του οδικού δικτύου και κατ’ακρίβεια επισκευή αυτού. Είναι δε απαράδεκτη, ως προς τα ακυρωτικά της αιτήματα, και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Δημοσίου, δεύτερου των καθών-εναγομένων, με το οποίο συνδέεται το ένα εκ των ακυρωτικών αιτημάτων, εφόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν είναι δεκτικές ακύρωσης ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις, και αφετέρου διότι η προσφεύγουσα δεν επικαλείται νόμιμη αιτία ακυρότητας ή ακυρωσίας αυτών κατά το ιδιωτικό δίκαιο, η δε γενικά επικαλούμενη αντίθεση της αρνητικής στάσης των οργάνων της πρώτης των καθ’ών-εναγομένων στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη δεν συνδέεται με τα συγκεκριμένα αιτήματα. Για τον ίδιο λόγο τυγχάνει αόριστο και το υπό στοιχ. γ΄αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας των διορθώσεων και περικοπών της 2ης Αναλυτικής Επιμέτρησης και του 2ου Πρωτοκόλλου Παραλαβής Αφανών Εργασιών. Επομένως, η ένδικη προσφυγή αποτελεί κατ’ουσίαν αναγνωριστική αγωγή, μη υποκείμενη σε τέλος δικαστικού ενσήμου, στην οποία δεν σωρεύεται παραδεκτά κατά τα ανωτέρω ακυρωτικό αίτημα διοικητικής πράξης ή παράλειψης, και ως εκ τούτου η τήρηση της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προδικασίας που προαναφέρθηκε, έγινε ως εκ περισσού και δεν απαιτείτο για το παραδεκτό της. Επιπλέον, δεν είναι νόμιμο το υπό στοιχ. δ΄αναγνωριστικό αίτημά της, σύμφωνα με την υπό στοιχ. VI σκέψη, εφόσον δεν αφορά έννομη σχέση της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη αλλά απλό πραγματικό περιστατικό και, έτσι, τελικώς, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη μόνον ως προς το υπό στοιχ. ε΄αίτημά της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 70 του ΚΠολΔ, 200, 288, 681 επ. του ΑΚ, 176 του ΚΠολΔ, ενώ το παρεπόμενο περί τοκοδοσίας αίτημα είναι νόμιμο, κατά τη δεύτερη επικουρική βάση του, δηλαδή από την επίδοσή της, κατ’άρθρο 346 εδ.α΄ του ΑΚ, και όχι από την επίδοση της προαναφερθείσας ένστασης ή αιτήσεως θεραπείας, αφού, κατά τα εκτιθέμενα, με αυτές δεν υπήρξε όχληση για την καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί και κατ’ουσίαν, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και ορισμένη.
Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’επικλήσεως, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’αριθμ. 43/2013 διακήρυξης ανοιχτής δημοπρασίας της πρώτης των εναγομένων, ανώνυμης εταιρίας «ΟΛΠ ΑΕ», προκηρύχθηκε δημόσιος μειοδοτικός διαγωνισμός για το εκτελεσθησόμενο στον Πειραιά και στις εγκαταστάσεις της σε διάφορες περιοχές της λιμενικής ζώνης αρμοδιότητάς της, έργο της βελτίωσης των υποδομών οδοποιϊας. Μειοδότρια στον διαγωνισμό ανακηρύχθηκε η ενάγουσα στην οποία κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, με την υπ’αριθμ. 190/28-11-2013 απόφαση του δσ της πρώτης εναγομένης και ακολούθως υπεγράφη μεταξύ της πρώτης, ως αναδόχου, και της τελευταίας, ως κυρίας του έργου και φορέα κατασκευής του, η υπ’αριθμ. …../18-2-2014 σύμβαση. Το εργολαβικό αντάλλαγμα του περιελάμβανε το κόστος του έργου και την εργολαβική αμοιβή της αναδόχου ενάγουσας, συμφωνήθηκε σε 507.375 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, καθώς και των δαπανών για απρόβλεπτα και αναθεώρηση, με βάση το τιμολόγιο μελέτης, στο άρθρο 52.3 του οποίου προβλέπετο ότι σε στοιχεία από οπλισμένο σκυρόδεμα με ύψος από το δάπεδο εργασίας μεγαλύτερο των 10 μ, η τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας φορέα ή βάθρων που θα αποκαθίσταντο, θα ανερχόταν στο ποσό των 207 ευρώ. Προθεσμία παραδόσεως του έργου συμφωνήθηκαν οι 12 μήνες από την υπογραφή της συμβάσεως. Οι εργασίες ξεκίνησαν κανονικά και το έργο εκτελέστηκε, κατά τα συμφωνηθέντα. Μεταξύ των εργασιών που έπρεπε να εκτελεστούν συμπεριλαμβανόταν και η αποκατάσταση των επιφανειών σκυροδέματος κυρίως σε δοκούς κάτω από την υπάρχουσα γέφυρα στην Ακτή Βασιλειάδη, που είχαν υποστεί διάβρωση, με την αφαίρεση όλων των σαθρών τμημάτων, την εφαρμογή αναστολέων διάβρωσης για την αντιμετώπιση της διάβρωσης του οπλισμού από την εισχώρηση χλωριόντων και την ενανθράκωση του σκυροδέματος, και την αποκατάσταση της διατομής με εφαρμογή επισκευαστικών κονιαμάτων, όπως αυτές εξειδικεύονται λεπτομερέστερα στο προαναφερθέν άρθρο 52 του τιμολογίου μελέτης της πρώτης εναγομένης, στο οποίο μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά στην πλήρωση των κοιλοτήτων και την κάλυψη των εκτεθειμένων οπλισμών. Παρ’ότι δε η περιγραφή των εργασιών όπως και η ανάλυση της τιμής μονάδος είναι άκρως λεπτομερής, δεν γίνεται αναφορά στο πάχος της στρώσης ή των τυχόν περισσότερων στρώσεων που θα απαιτούντο για την αποκατάσταση της διατομής ούτε το ζήτημα αυτό συνδέεται με την ορισθείσα τιμή μονάδας, διαφοροποιώντας την ανάλογα με τον αριθμό των στρώσεων. Αντιθέτως, σε άλλα σημεία του ίδιου τιμολογίου, όπως πχ στο άρθρο 65.1 και 65.2 προσδιορίζεται το πάχος της αντιολισθηρής ασφαλτικής στρώσης και στο άρθρο 71.2, το πάχος των στρώσεων βαφής βάσεως ψευδαργύρου στα σιδηρά κιγκλιδώματα, γεγονός που επιτρέπει το συμπέρασμα, ότι δεν υφίσταται κενό ούτε γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βουλήσεων των μερών, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, αφού αυτή διατυπώθηκε ρητά και με σαφήνεια, θέτοντας ως κριτήριο για τον καθορισμό της αμοιβής της αναδόχου, την επιφάνεια του φορέα, ανεξαρτήτως των στρώσεων σκυροδέματος που θα απαιτούντο τυχόν για την αποκατάσταση της διατομής του, διαφορετικά θα το είχαν ορίσει ρητά, όπως συνέβη σε άλλα σημεία της μελέτης ή έστω θα είχαν προβλέψει στο άρθρο 52 διαφοροποίηση της τιμής μονάδος και καθορισμό νέας αν πράγματι ήθελαν η τιμή αυτή να ισχύει για μία στρώση και μόνον και μάλιστα συγκεκριμένου πάχους. Έτσι και το γεγονός ότι στον Ελληνικό Κανονισμό Οπλισμένου Σκυροδέματος προβλέπεται ως ελάχιστη απόσταση μεταξύ οποιουδήποτε οπλισμού και της πλησιέστερης επιφάνειας σκυροδέματος τα 3 εκ., για έργα σε παραθαλάσσιες περιοχές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανθεκτικότητα σε διάρκεια μιας κατασκευής, δεν σημαίνει κατ’ανάγκη ότι η διάβρωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το συγκεκριμένο πάχος. Πιθανολογήθηκε, επίσης, ότι η επιφάνεια του φορέα, δηλαδή το οδόστρωμα στην Ακτή Βασιλειάδη είναι 107,87 τμ, και ότι η ενάγουσα επέρριψε πέντε συνολικά στρώσεις σκυροδέματος στο συγκεκριμένο τμήμα του έργου, πάχους 2 εκ (που διαφοροποιείται έστω και μερικώς από το επικαλούμενο από την ίδια των 16 χιλ κατ’ανώτατο όριο). Η επιφάνεια κάθε επόμενης στρώσης, αφορούσε μέρος εκείνης που είχε προηγηθεί, έτσι ώστε η δεύτερη στρώση να έχει επιφάνεια 76,35 τμ, η τρίτη, 63,35, η τέταρτη 37,88 και η πέμπτη 20,07 τμ και συνολικά, όλες οι στρώσεις, 305,52 τμ, αντί της μετρηθείσας ως άνω επιφάνειας των 107,87 τμ του φορέα. Ακολούθως, και ενώ δεν προκύπτει ούτε η ίδια επικαλείται προηγούμενη ενημέρωση της πρώτης εναγομένης, όπως θα ήταν λογικό και αναμενόμενο, αν πράγματι η διαπίστωση περί της αναγκαιότητας επίρριψης περισσότερων στρώσεων, κείτο εκτός των συμφωνηθέντων και αποτελούσε ένα απρόβλεπτο γεγονός, που μετέβαλε τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο, διαταράσσοντας την ισορροπία μεταξύ της δικής της παροχής και της αντιπαροχής της αντισυμβαλλομένης της, η ενάγουσα, έχοντας ήδη ολοκληρώσει την εκτέλεσή τους, υπέβαλε προς την πρώτη εναγομένη την από 18-11-2014 2η Αναλυτική Επιμέτρηση του έργου, με αναλυτική επιμέτρηση όλων των επιμέρους επιφανειών, η οποία φέρει και την υπογραφή του επιβλέποντος μηχανικού. Η τελευταία διόρθωσε το σχετικό πίνακα, μη αποδεχόμενη ως επιπλέον επιφάνειες, για τον υπολογισμό της τελικής αμοιβής, τις προαναφερθείσες της 2ης έως και 5ης στρώσης, τις οποίες και διέγραψε, ενώ σε αντίστοιχη διαγραφή-διόρθωση προέβη και ως προς το από 20-12-2014 2ο Πρωτόκολλο Παραλαβής Αφανών Εργασιών. Μετά την εξέλιξη αυτή, η ενάγουσα υπέβαλε προς το δσ του ΟΛΠ, ως προϊσταμένη αρχή, την από 26-1-2015 ένστασή της, με την οποία, αφού περιέγραφε τις εκτελεσθείσες εργασίες, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι αυτές υπερέβαιναν σε βάθος το ευλόγως αναμενόμενο και ακολούθως την έγκριση της συνολικώς επιμετρηθείσας επιφάνειας των 305,52 τμ. Μετά από την εισήγηση του πολιτικού μηχανικού …………., και με την ίδια με αυτήν αιτιολογία, ότι δηλαδή δεν προβλεπόταν κάποιο συγκεκριμένο πάχος επισκευαστικού κονιάματος αλλά μόνον επιφάνεια του φορέα, η ένσταση απορρίφθηκε ομόφωνα, με την υπ’αριθμ. 23/19-2-2015 απόφασή του. Επακολούθησε η υποβολή στις 27-5-2015 αίτησης θεραπείας προς τον Αναπληρωτή Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ο οποίος με την από 21-7-2016 απόφασή του, και αφού προηγήθηκε εισήγηση του διευθυντή Λιμενικών Υποδομών και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων, με πανομοιότυπη με αυτές αιτιολογία, ότι ο τρόπος επιμέτρησης της εργασίας είναι ορισμένος, απέρριψε τη σχετική αίτηση. Από όλα όσα προεκτέθηκαν πιθανολογήθηκε ότι, όλες οι εργασίες που η ενάγουσα εκτέλεσε, εμπεριέχονταν στις συμβατικές της υποχρεώσεις και, έτσι, η επίρριψη σκυροδέματος σε περισσότερες στρώσεις δεν αποτελούσε πρόσθετη άλλως συμπληρωματική εργασία, ώστε να δικαιούται αυτή συμπληρωματικής αμοιβής, μετά τη δικαστική κρίση ότι ήταν αναγκαία για την ασφάλεια, την αρτιότητα και τη λειτουργικότητα του έργου (σχετ. η η υπό στοιχ. IV σκέψη), εφόσον δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το ν.3669/2008 διαδικασία. Σε κάθε δε περίπτωση, η συγκεκριμένη εργασία, δεν ενέπιπτε στην έννοια του απρόβλεπτου, δηλαδή του αιφνίδιου γεγονότος που δεν προϋπήρχε της ανάθεσης του έργου και δεν ήταν αντικειμενικά δυνατόν να προβλεφθεί με την ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτε μετέβαλε τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας, και μάλιστα με τρόπο που να καθίσταται η οφειλόμενη από αυτήν παροχή δυσβάστακτη για την ίδια και μάλιστα σε βαθμό που υπερβαίνει τον κίνδυνο που αυτή ανέλαβε, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ώστε να καθίσταται αναγκαία και επιτακτική η διορθωτική παρέμβαση του Δικαστηρίου για τον ανακαθορισμό της οφειλόμενης αμοιβής της, αφού επισημανθεί επιπροσθέτως, ότι δεν πιθανολογήθηκαν και τα στοιχεία που καθιστούν την παροχή της ιδιαίτερα επαχθή, και κυρίως η επιπλέον δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε για την εκτέλεσή της.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και ορισμένη, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου του δημοσίου αποδοτέας κατά το ήμισυ και μη δυνάμενη να υπερβεί το ποσό των 293 ευρώ (άρθρο 22 του ν.3693/1957 σε συνδυασμό με Υ.Α 134423/1993, ΦΕΚ Β΄11/1993, 63 παρ. 1 iα, 68 παρ.1, 69 παρ.3 και παράρτημα στο άρθρο 166 του ν.4194/2013, 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή-προσφυγή, αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ για την πρώτη και των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ για το δεύτερο των εναγομένων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 19.10.2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 26-1-2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ