Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 86/2018

Αριθμός  86/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Α. Νόμιμα, με την από 21.7.2015 (………/2015) κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης που κοινοποιήθηκε στον καθ΄ου η κλήση – εκκαλούντα στις 30.7.2015, εισάγεται προς συζήτηση η από 21.3.2008 (υπ΄αριθ. κατάθ. …/2008) έφεση του καθ΄ου η κλήση – εκκαλούντος κατά της υπ΄αριθ. 6431/2007 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτικής Διαδικασίας), μετά την αναίρεση της υπ΄αριθ. 278/2009 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της υπ΄αριθ. 278/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου. Η κρινόμενη έφεση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και ουσιαστικά βάσιμο των λόγων της (495 παρ. 1 και 2, 511, 516 παρ. 1, 517, 518, 522, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης).

Β. Με το από 4.11.2016 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/7.11.2016) σχετικό δικόγραφοο εκκαλών άσκησε πρόσθετο λόγο έφεσης κατά της ίδιας ως άνω απόφασης, νομότυπα και εμπρόθεσμα, (βλ. υπ΄αριθ. …../7.11.2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή … .),σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και αυτές των άρθρων 581 και 520 παρ. 1 και 2ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η συζήτηση της έφεσης που είχε προσδιορισθεί για την αρχική δικάσιμο της 3.3.2016 αναβλήθηκε για τις 8.12.2016 και κατόπιν για τη σημερινή δικάσιμο που αποτελεί την πρώτη συζήτηση κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, (ΟλΑΠ 27/2007, 2091/1986, ΕφΠειρ 56/2016). Αφορά δε ο ανωτέρω λόγος τα προσβληθέντα με την έφεση κεφάλαια και εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 αρ. 6 ΚΠολΔ, στην κατ΄έφεση δίκη επιτρέπεται, κατ΄εξαίρεση, η προβολή νέων ισχυρισμών, εφόσον αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών, με τον πρόσθετο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι οι (μη διάδικοι στην παρούσα δίκη) 1η και 2ος εναγόμενοι διέθεταν και άλλη, εμφανή περιουσία (ακίνητα), που ήταν επαρκής για να ικανοποιήσει την απαίτηση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης. Τα ακίνητα αυτά, περιγράφει επακριβώς κατά θέση, έκταση, όρια και αξία (αντικειμενική και εμπορική) και σύμφωνα με όσα ορίζει η ανωτέρω διάταξη, προσκομίζει και τα κατωτέρω αναφερόμενα έγγραφα προς απόδειξη του ισχυρισμού του. Επομένως, ο ανωτέρω ισχυρισμός, που αποτελεί ένσταση (ΑΠ 1824/2012, 1001/2007 ΕφΑθ 2120/2014, ΝΟΜΟΣ, ενώ κατ΄άλλη άποψη αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση ΑΠ 727/2017, 778/2015, 1778/2006, ΝΟΜΟΣ και δεν υπόκειται στην απαγόρευση του άρθρου 527 ΚΠολΔ) προβάλλεται παραδεκτά, (παρά τ΄αντίθετα υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτός και να  εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και ουσιαστικά βάσιμο αυτού, (495 παρ. 1 και 2, 511, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520, 522, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Οι ανωτέρω έφεση (Α) και πρόσθετος λόγος έφεσης (Β) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν γιατί έτσι διευκολύνεται κι επιταχύνεται η διεξαγωγή δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων (246 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939 και 941 ΑΚ, προκύπτει ότι για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι : α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη αυτή να έγινε με σκοπό βλάβης των δανειστών και αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτος) να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του και γ) η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει δε η αφερεγγυότητα να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (ΑΠ 928/2014, 765/2014, 1284/2011, 1800/2008, 1937/2006, 1189/2003, 858/2002, ΝΟΜΟΣ), ενώ αδιάφορο είναι αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή αν αυτή έχει δικαστικά βεβαιωθεί και εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, αρκεί αυτή να έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (ΟλΑΠ 709/1974, ΑΠ 1482/2004, 602/2005, 278/2011, ΑΠ 928/2014, 765/2014, 1284/2011). Η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 1001/2007, 651/2008). Επίσης,  γίνεται δεκτό, ότι ενάγων, κατά τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, είναι εκείνος, που έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που επιχειρείται η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, απαιτείται δηλαδή η απαίτησή του να είναι «γεγενημένη» και μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά γεγονότα αυτής, επιπλέον δε αυτή πρέπει να έχει καταστεί και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, (ΑΠ 891/2008, 602/2005, ΝΟΜΟΣ). Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση ενώ ευνόητο είναι ότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη γνώσης και πρόθεσης βλάβης του οφειλέτη σε σχέση με τη συγκεκριμένη απαίτηση του δανειστή, αποτελεί ο χρόνος απαλλοτρίωσης, επιπλέον δε  η αφερεγγυότητα απαιτείται να έχει συντελεσθεί κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, (Γεωργιάδης Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ, κάτω από το άρθρο 939, σημ. 38   σελ. 854) και να υφίσταται κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης αυτής, (ΑΠ 805/2013, ΕφΠειρ 195/2016, ΕφΠειρ 324/2015, ΕφΑθ 5062/2004, ΝΟΜΟΣ).  Στο ίδιο χρονικό σημείο της πρώτης συζήτησης απαιτείται η απαίτηση να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.  Η γνώση του τρίτου, εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης, τέλος, πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει, (ΑΠ 928/2014, ΑΠ 756/2014, ΑΠ 278/2011, ΑΠ 1818/2011, ΑΠ 1798/2007).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 579 παρ.1 ΚΠολΔικ, αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ` αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ` αυτήν. Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ειδικότερα, στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης κατά τα αναιρεθέντα κεφάλαια και στην περίπτωση της εν όλω αναίρεσης – η οποία συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της- κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2 και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔικ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν μέρος επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις -εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση- από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη, (AP 1614/2008, ΝΟΜΟΣ).Kρίσεις για πραγματικά γεγονότα δεν δεσμεύουν το δικαστήριο της παραπομπής γιατί δεν συνιστούν νομικές κρίσεις, (ΑΠ 1343/2002, ΕΕργΔικ 2003.725).

Με την από 9.8.2004 (αριθ. κατάθ. ……/2004) αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην …. κι εκπροσωπείται νόμιμα, εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, κατά το χρονικό διάστημα από 2.5.2003 έως και 11.8.2003, πώλησε στο κληρονομικό φαρμακείο με την επωνυμία «……….», στο οποίο μετέχουν κατ΄ίσα μέρη οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, …… και ……., φάρμακα, συνολικής αξίας 105.447,85 €. Ότι, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, στις 6.6.2003, πώλησαν και μεταβίβασαν κατά κυριότητα στον 3ο εναγόμενο – εκκαλούντα, …….., το αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο, ιδιοκτησίας εκάστου κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, αντί τιμήματος 26.412 €, ενώ η αντικειμενική αξία του ανερχόταν στο ποσό των 83.824,45 € και παρά το γεγονός ότι κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία όφειλαν από την προαναφερθείσα αιτία στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, το ποσό των 45.007,45 €. Ότι οι 1η και 2ος εναγόμενοι είχαν πρόθεση να ματαιώσουν την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας – εφεσίβλητης, αφού δεν είχαν πλέον επαρκή προς τούτο περιουσία και είχαν καταστεί αφερέγγυοι, ο δε 3ος εναγόμενος – εκκαλών, τελούσε σε γνώση των ανωτέρω. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, να διαρρηχθεί η ανωτέρω σύμβαση πώλησης κατά το ποσό της απαίτησής της.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των δύο πρώτων εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και αφού έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, απήγγειλε τη διάρρηξη της ως άνω δικαιοπραξίας, δεχόμενο ότι κατά το χρονικό σημείο της μεταβίβασης αλλά και της άσκησης της αγωγής, οι εναγόμενοι δεν είχαν άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία επαρκή για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκε ο 3ος εναγόμενος, με την ως άνω έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και  ζήτησε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό ν΄απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επ’αυτής εξεδόθη η υπ΄αριθ. 278/2009 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της οποίας η έφεση έγινε τυπικά δεκτή αλλ΄ απερρίφθη κατ΄ουσίαν, επεβλήθη δε η δικαστική δαπάνη σε βάρος του εκκαλούντος. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών άσκησε την από 9.10.2009 (αριθ. κατάθ. …../2009) αίτηση αναίρεσης, αιτούμενος την αναίρεση της τελεσίδικης απόφασης και την παραπομπή για περαιτέρω συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό. Επ΄αυτής δε (αίτησης αναίρεσης) εξεδόθη η υπ΄αριθ. 278/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α1 Πολιτικό Τμήμα), δυνάμει της οποίας η ως άνω τελεσίδικη απόφαση (278/2009) αναιρέθηκε και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το ζήτημα της επάρκειας ή μη της υπολειπόμενης περιουσίας των οφειλετών για την ικανοποίηση της δανείστριας. Η εφεσίβλητη επανέφερε την κρινόμενη έφεση προς περαιτέρω εκδίκαση με τη σχετική κλήση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η οποία  συνεκδικάζεται με τον προαναφερθέντα πρόσθετο λόγο έφεσης.

 

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, στην προκειμένη περίπτωση η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αναίρεσης που έγινε δεκτός όπως προαναφέρθηκε, έπληττε την προσβληθείσα εφετειακή απόφαση στο σύνολό της, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτού σε συνδυασμό με την παραπεμπτική απόφαση της οποίας το διατακτικό δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους, έπληττε το στοιχείο της ύπαρξης επαρκούς περιουσίας των οφειλετών, που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και την ευδοκίμηση της αγωγής, σύμφωνα με τα  προαναφερθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως η ως άνω υπ΄αριθ. 278/2009 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, αναιρέθηκε στο σύνολό της με την παραπεμπτική απόφαση και οι διάδικοι επανήλθαν στην κατάσταση πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, δηλαδή στην έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Επιπλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1 και 581 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, (ΟλΑΠ 27/2007, ΝΟΜΟΣ). Μετά από αυτά, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι παράγεται δεδικασμένο ως προς όλα τα ζητήματα που έκρινε η υπ΄αριθ. 278/2009 αναιρεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, πλην του ζητήματος της ύπαρξης επαρκούς περιουσίας των οφειλετών, (1ης και 2ου εναγομένου) μετά την ένδικη απαλλοτρίωση και εκ του λόγου αυτού οι σχετικοί λόγοι έφεσης που αφορούν στην ύπαρξη των λοιπών, ως άνω, στοιχείων των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ, καθίστανται απαράδεκτοι, αποκλειομένης οποιασδήποτε επανεξέτασής τους, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα, είναι ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο δραστηριότητας τη χονδρική  εμπορία φαρμάκων και παραφαρμακευτικών προϊόντων. Οι ……. και ο ……….., 1η εναγομένη και 2ος εναγόμενος αντίστοιχα και μη διάδικοι στην παρούσα δίκη, μετέχουν ως μέλη, κατ΄ισομοιρίαν, στο φαρμακείο με την επωνυμία «……….». Στα πλαίσια της δραστηριότητάς τους αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 2.5.2003 έως και 8.8.2003, κατήρτισαν μεταξύ τους περισσότερες, διαδοχικές συμβάσεις πώλησης φαρμάκων  και διαφόρων προϊόντων, συνολικού τιμήματος 105.447,85 €. Η έκταση της ανωτέρω συναλλαγής, καθώς και η πίστωση του τιμήματος συνηθίζεται μεταξύ φαρμακαποθηκών και φαρμακείων, λόγω της ποσότητας των εμπορευμάτων, της υψηλής τιμής τους, καθώς και των συνθηκών απόδοσης των οφειλομένων στα φαρμακεία από τους δημόσιους φορείς, συνήθως δε το τίμημα πιστώνεται για χρονικό διάστημα από 3 έως 5 μήνες. Εξάλλου, στην ενάγουσα είχε δημιουργηθεί η εδραία πεποίθηση ότι οι 1η και 2ος εναγόμενοι, αν και βρίσκονταν σε προσωρινή οικονομική δυσχέρεια, λόγω της πρακτικής των δημόσιων ταμείων να αποδίδουν τα οφειλόμενα ποσά στα φαρμακεία με μεγάλη καθυστέρηση, εν τούτοις,  θα εξοφλούσαν την ως άνω απαίτησή της, καθώς επρόκειτο για επιχείρηση με κύρος και αξιοπιστία, αποτελούσε δε ένα από τρία φαρμακεία στο νησί της …., ιδρυθέν από τον πατέρα των δύο πρώτων εναγομένων, ………. Προς τούτο η 1η εναγομένη, έπεισε το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, επίσης φαρμακοποιό, ……… ότι το φαρμακείο της είχε μεγάλο πελατολόγιο και υψηλά έσοδα. Συνεπώς, η ενάγουσα είχε αποκτήσει την ιδιότητα της δανείστριας, καθώς είχε συμφωνήσει να προμηθεύει με φάρμακα και λοιπά προϊόντα την επιχείρηση φαρμακείου των δύο πρώτων εναγομένων και δεν ασκεί επιρροή ότι η απαίτησή της ήταν γεγενημένη αλλά  δεν ήταν ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατέστη ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο πρώτης συζήτησης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια ως προς την ύπαρξη γεγενημένης απαίτησης της ενάγουσας, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (1ος) λόγος έφεσης,  πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, η καταδολίευση δανειστών, τελουμένη προς την βλάβη αυτών με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, δεν αποτελεί και αδικοπραξία υπό την έννοια του άρθρου 914 του Κώδικα αυτού. Τούτο δε, καθόσον είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπεια της, όμως, ορίζεται με το άρθρο 939 του ΑΚ, όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση θεμελιώνει την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 του ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη. Μόνο όταν ο οφειλέτης τελεί το υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα του εν λόγω άρθρου 397 ΠΚ με τους προβλεπομένους με αυτό άλλους (πλην απαλλοτριωτικής πράξης) τρόπους, οπότε δεν ανακύπτει η περίπτωση της διάρρηξης, τίθεται ενδεχομένως ζήτημα αποζημίωσης (ΟλΑΠ 17/2008, ΑΠ 1396/2015, 1531/2013, 554/2005, 84/2004, 284/2007, ΕφΠειρ 787/2014). Συναφώς δε με τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι στην κρινόμενη περίπτωση δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 300 ΑΚ, ως προς την υπαιτιότητα του δανειστή (ενάγουσας) για τη ζημία του και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό του 3ου εναγομένου – εκκαλούντος, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (2ος) λόγος έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι η ενάγουσα με τις ανωτέρω συμβάσεις πώλησης με τους δύο πρώτους εναγομένους, συνετέλεσε στη ζημία της, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, στις 6.6.2003, όταν η απαίτηση της ενάγουσας κατά των δύο πρώτων εναγομένων είχε ανέλθει στο ποσό των 45.007,45 € και δεν είχε εξοφληθεί παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, οι τελευταίοι, πώλησαν στον 3ο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, ένα ακίνητό τους στον Πειραιά. Το ύψος της απαίτησης της ενάγουσας στο τέλος του χρονικού διαστήματος των πωλήσεων, (Αύγουστος 2003) ανήλθε στο ποσό των 105.447,85 €, (βλ. προσκομιζόμενα, καρτέλλα πελατών της ενάγουσας που αφορά την επιχείρηση των δύο πρώτων εναγομένων, υπ΄αριθ. 3967/2004 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ασφαλιστικών Μέτρων – δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή αίτηση της ενάγουσας για την παροχή άδειας στην Εθνική Τράπεζα, ως τρίτου, να καταβάλει στην ενάγουσα χρήματα από το λογαριασμό των δύο πρώτων εναγομένων, μετά  την έκδοση της επίσης προσκομιζόμενης υπ΄αριθ. …../2003 διαταγής πληρωμής του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου για επιτασσόμενο ποσό 106.206,05 €, (βάσει των προσκομιζομένων δύο συναλλαγματικών ποσών 21.500 και 84.706,05 € που απεδέχθη η 1η εναγομένη στις 5.8.2003, εν όψει των οφειλών της προς την ενάγουσα). Στη συνέχεια δε η ενάγουσα εισέπραξε για λογαριασμό των δύο πρώτων εναγομένων το ποσό των 5.974,31 € από τον Οίκο Ναύτου, (βλ. ……../4.11.2003 απόδειξη είσπραξης) ενώ κατασχέθηκαν εις χείρας τρίτου τα ποσά των  3.955,6 € από τον ΟΠΑΔ, (βλ. υπ΄αριθ. …./2003 δήλωση τρίτου στο Ειρηνοδικείο Αθηνών), 4.838,09 € στην Εθνική Τράπεζα, (βλ. …./03 Δήλωση Τρίτου στο Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας, 444, 13 € στον ΟΓΑ, (βλ. υπ΄ αριθ. …./2003 Δήλωση Τρίτου στο Ειρηνοδικείο Αθηνών). Τελικώς, όπως συνομολογεί η ενάγουσα, η απαίτησή της διαμορφώθηκε στο ποσό των 90.941,03 €, όπως δέχτηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι τα ανωτέρω στοιχεία είχαν προσκομιστεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Παρά ταύτα, με τον 3ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη του αιτήματος επιδείξεως εγγράφων της ενάγουσας λόγω αοριστίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό αίτημα ως αόριστο, διότι δεν αναφερόταν ποιο θα ήταν το αποδεικτέο θέμα για το οποίο έπρεπε να επιδειχθούν, (450 παρ. 2 ΚΠολΔ), ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (3ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, κατά τον ανωτέρω χρόνο, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι ήταν συγκύριοι κατ΄ ισομοιρίαν ενός οικοπέδου αρτίου και οικοδομησίμου, ευρισκομένου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Πειραιώς και στη θέση «….», ή «… ….», επί της οδού ….. με οδικό αριθμό …. άλλοτε ….,  ΄με εντός αυτού παλαιό ισόγειο κτίσμα επιφανείας 56 τ.μ., επιφανείας του οικοπέδου κατά μεν τους τίτλους κτήσης 226,81 τμ, κατά δε νεώτερη καταμέτρηση 195 τμ, συνορευόμενο δε βόρεια, επί πλευράς ΓΔ μήκους 12 μέτρων με ιδιοκτησία ……., νότια, επί προσώπου ΑΒ μήκους 10 μέτρων με την ανωτέρω οδό, πλάτους 7,60 μέτρων, ανατολικά, επί πλευράς ΒΓ, μήκους 17,65 μέτρων με ιδιοκτησία ……..και δυτικά επί πλευράς ΔΑ μήκους 17,8 μέτρων, με ιδιοκτησία ……….. Το ανωτέρω ακίνητο οι δύο πρώτοι εναγόμενοι μεταβίβασαν, κατά πλήρη κυριότητα στον 3ο εναγόμενο, συνταχθέντος του υπ΄αριθ. …/ 6.6.2003 συμβολαίου πωλήσεως της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ……, νομίμως μεταγραφέντος στον τόμο …. και αριθμό …. των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς. Η αντικειμενική αξία του ανωτέρω ακινήτου ανερχόταν στο ποσό των 83.824,45 €, ενώ το τίμημα, που καταβλήθηκε ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου, ανερχόταν στο ποσό των 26.412 €. Έτσι όμως, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, αποξενώθηκαν από το ανωτέρω περιουσιακό στοιχείο, αν και η υπόλοιπη εμφανής περιουσία τους κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, (9.9.2004), δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, κατά δε το χρόνο μεταβίβασης γνώριζαν ότι είχαν δημιουργήσει χρέη μεγάλου ύψους στα οποία δεν μπορούσαν ν΄ανταπεξέλθουν. Απόδειξη αυτού είναι ότι πολύ σύντομα, εντός του ίδιου έτους, τα ακίνητά τους εκπλειστηριάστηκαν και σε κάθε περίπτωση δεν επαρκούσαν για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Ειδικότερα, οι 1η και 2ος εναγόμενος είχαν επιπλέον στην κυριότητά τους, κατ΄ισομοιρίαν τα εξής ακίνητα :

Μια οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) με τα στοιχεία ΒΗΤΑ-ΠΕΝΤΕ (Β-5) του δευτέρου (Β!) πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, η οποία έχει κτιστεί σε οικόπεδο εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών (647,81),  κείμενο στον Πειραιά, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Πειραιά της περιφερείας του Δήμου Πειραιά στη θέση ……. και επί των οδών ….., επί της οποίας φέρει τον αριθμό … και ….. επί της  οποίας φέρει τον αριθμό …., εμφαινόμενο με τα κεφαλαία αλφαβητικά  γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΑ στο από μηνός Νοεμβρίου 1978 τοπογραφικό  διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……, το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ΄ αριθμόν …../1979 συμβόλαιο συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών  …….., συνορευόμενο κατά το σχεδιάγραμμα αυτό  ΒΟΡΕΙΩΣ με οδό …. επί προσόψεως ΕΔ αυτού μέτρων (16,15), ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΣ με ιδιοκτησίες …….. επί συνολικής τεθλασμένης πλευράς, τμήματος ΔΓ αυτού μέτρων (31,20) και τμήματος ΓΒ αυτού μέτρων (4,45), ΝΟΤΙΩΣ με την οδό …. επί προσόψεως ΒΑ αυτού μέτρων (23,35) και ΔΥΤΙΚΩΣ με ιδιοκτησία αγνώστου και ……… επί συνολικής τεθλασμένης πλευράς, τμήματος ΑΗ αυτού μέτρων (12,80), τμήματος ΗΖ αυτού (0,17) και τμήματος ΖΕ αυτού μέτρων (15,90).

Το προαναφερόμενο διαμέρισμα αποτελείται από δύο (2) κύρια δωμάτια, διάδρομο, λουτρό μετ’ αποχωρητηρίου, εξώστη και ιδιόχρηστη βεράντα (εμφαινόμενη με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Η-Η’ -Ο-Π-Ρ-Ν’-Ν-Ξ-Η στο σχετικό σχέδιο κάτοψης του ορόφου αυτού, το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθμόν …./1979 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού συνιδιοκτησίας της πολυκατοικίας αυτής, συνορεύει ΒΟΡΕΙΩΣ (διά της βεράντας του) με την οδό …., ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΣ με κοινόχρηστο δώμα, ΝΟΤΙΩΣ με κοινόχρηστο δώμα και ακάλυπτο χώρο Β” και ΔΥΤΙΚΩΣ με γειτονική ιδιοκτησία, έχει δε επιφάνεια μέτρα κυβικά (136,60), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά (27,00) δηλαδή συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (163,60), ποσοστό συνιδιοκτησίας οικοπέδου (17/000) εξ αδιαιρέτου, τα οποία αντιστοιχούν σε μέτρα τετραγωνικά (10,76) εξ αδιαιρέτου, συμμετέχει στις δαπάνες γενικών επισκευών κατά είκοσι ένα χιλιοστά (21/000), κοινοχρήστων κατά (28/000) και ανελκυστήρος κατά (26/000) και διαθέτει ψήφους γενικές (21) και ειδικές (28) σε σύνολο χιλίων (1000).

Το ανωτέρω διαμέρισμα περιήλθε στην ……. και στον ……., κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου (1/2 στον καθένα εξ αυτών), με την υπ’ αριθμόν …/1998 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., νομίμως μεταγραμμένης στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … αριθμ. …..

Η συνολική αντικειμενική αξία του ανωτέρω διαμερίσματος ιδιοκτησίας των …… και …….. ανερχόταν την 6-6-2003 στο συνολικό ποσό των 21.361,64 €.

Την  6-6-2003  το συγκεκριμένο ακίνητο βαρυνόταν με μία προσημείωση (εγγραφείσα την 28-5-2003) ποσού 18.700 € υπέρ της   εταιρείας «……….».  Πλην όμως, το ακίνητο  αυτό εκπλειστηριάστηκε με την πρώτη συζήτηση της αγωγής (5.5.2007), στις 29/10/2003, όπως προκύπτει από τις υπ΄ αριθ. …. και ….. από 12.11.2003 περιλήψεις κατακυρωτικής έκθεσης του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., με συνολικό  πλειστηρίασμα 32.195 €, για την ικανοποίηση οφειλών των δύο πρώτων εναγομένων προς την εταιρία «………», ποσών α) 18.700 € βάσει προσημείωσης εγγραφείσας στις   28/5/2003, δυνάμει της υπ΄ αριθ. 392/2003 απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) 19.000 €, βάσει προσημείωσης, εγγραφείσας στις 8/7/2003, δυνάμει της υπ΄ αριθ. …../2003 διαταγής πληρωμής του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, γ) 19.317,50 €, βάσει προσημείωσης, εγγραφείσας στις 22.9.2003,  δυνάμει της υπ΄ αριθμ …../2003 διαταγής πληρωμής του  ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, καθώς και δύο αναγκαστικές  κατασχέσεις ποσών 19.920,43€ η κάθε μία, εγγραφείσες στις 18.7.2003 (βλ. από 22/2/2016 υπ΄ αριθ …. πιστοποιητικό  Μεταγραφοφύλακα Πειραιά).

Β) Μία οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) με τον αριθμό τρία (3) του πέμπτου πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας, η οποία έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου ολικής εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών (407,40) κειμένου στη θέση «…» ή «….» του Πειραιώς εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Πειραιώς της περιφέρειας του ομώνυμου δήμου και επί της διασταυρώσεως των οδών .., επί της οποίας φέρει τον αριθμό .. (…) πρώην … (..) και ……. επί της οποίας φέρει τους αριθμούς .. και … (……), εμφαινόμενο με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από 1ης Σεπτεμβρίου 1966 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….., το οποίο έχει προσαρτηθεί στον υπ’ αριθμ. …../1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …….., συνορευόμενο ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΣ με την οδό …. επί προσώπου μέτρων (21,00), ΔΥΤΙΚΩΣ με ιδιοκτησία ….. και ήδη πολυκατοικία διαφόρων ιδιοκτητών επί πλευράς μέτρων (21,00), ΑΡΚΤΙΚΩΣ με την οδό ….. επί προσώπου μέτρων (19,40) και ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΩΣ με ιδιοκτησία …….. επί πλευράς μέτρων (19,40). Το ως άνω διαμέρισμα με τον αριθμό τρία (3) του πέμπτου (Ε!) πάνω από το ισόγειο ορόφου της προαναφερόμενης πολυκατοικίας εμφαίνεται με τα ίδια στοιχεία στο σχεδιάγραμμα του πέμπτου (Ε!) πάνω από το ισόγειο ορόφου του πολιτικού μηχανικού …….., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθ. …./1966 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……… και στον από 12-4-67 πίνακα ποσοστών συνιδιοκτησίας του ίδιου μηχανικού ……., ο οποίος έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθ. …./1967 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., αποτελείται από δύο (2) κύρια δωμάτια,   χωλλ, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και εξώστη, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά (51,40), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά (164,48), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά (15,92), δηλαδή συνολικό όγκο μέτρα κυβικά (180,40), ποσοστό επί του οικοπέδου δεκαέξι χιλιοστά (0,016) εξ αδιαιρέτου και συμμετοχή στις δαπάνες ανελκυστήρος (2,70), στις δαπάνες φωτισμού, θυρωρού και επισκευών κοινοχρήστων (2,70), και ψήφους είκοσι τρείς (23) επί συνόλου χιλίων (1000) και συνορεύει ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΣ με οδό …., ΔΥΤΙΚΩΣ με μικρό φωταγωγό, με κοινόχρηστο διάδρομο και με το υπ’ αριθμ. (…) διαμέρισμα, ΑΡΚΤΙΚΩΣ με το υπ’ αριθμ. (….) διαμέρισμα και με μικρό φωταγωγό και ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΩΣ με βεράντα πέμπτου ορόφου, με βεράντα τετάρτου ορόφου και με βεράντα τρίτου ορόφου.

Το ανωτέρω διαμέρισμα περιήλθε στην …. και στον ……., κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου (1/2 στον καθένα εξ αυτών) με την υπ’ αριθμ. …/1998 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., νομίμως μεταγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, στον τόμο … αριθ. …..

Η συνολική αντικειμενική αξία του ανωτέρω διαμερίσματος ιδιοκτησίας των ….. και ……. ανερχόταν την 6-6-2003 στο συνολικό ποσό των 39.907,58 €.

Την 6-6-2003 μάλιστα το συγκεκριμένο ακίνητο βαρυνόταν με την ίδια ως άνω προσημείωση (εγγραφείσα την 28-5-2003) ποσού 18.700 € υπέρ της εταιρείας «…….».  Πλην όμως, το ακίνητο αυτό εκπλειστηριάστηκε πριν από πρώτη συζήτηση της αγωγής, (5.5.2007, στις 29/10/2003, όπως προκύπτει από τις υπ΄ αριθ. .. και … από 21/11/2003 περιλήψεις κατακυρωτικής έκθεσης του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, με συνολικό πλειστηρίασμα  61.700€, για την ικανοποίηση οφειλών των δύο πρώτων εναγομένων προς την ίδια ως άνω δανείστρια εταιρία που αναφέρεται στο ακίνητο υπό στοιχ Α, ποσών : α) 18.700€, βάσει της  υπ΄ αριθ. …./2003 ως άνω Διαταγής Πληρωμής εγγραφείσας στις 28/5/2003, β) 19.000€, βάσει της υπ΄ αριθ. …./2003 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εγγραφείσας στις 8/7/2003, γ) 38.635€,  βάσει της υπ΄ αριθ. …../2003 ως άνω Διαταγής Πληρωμής  εγγραφείσας στις 22/9/203, καθώς και δυο αναγκαστικές  κατασχέσεις, ποσών 19.920,43 € η κάθε μία, εγγραφείσες στις 18.7.2003, (βλ. από 22/2/2016, υπ΄ αριθ. …… πιστοποιητικό του Μεταγραφοφύλακα Πειραιά).

Γ) Του βορειοανατολικού τμήματος ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου κείμενου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως … του Δήμου ….. Σαλαμίνας, υπαγόμενου στο ….ΟΤ εμφαινόμενο με τον αριθμό ένα (-1-) στο από Απριλίου 2002 διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……… και τα στοιχεία ΑΙ Α2 A3 Α6, με την, εντός αυτού ισόγεια κατοικία επιφανείας (128) μέτρων τετραγωνικών.

Το οικόπεδο αυτό καταλαμβάνει επιφάνεια (494,12) μέτρων τετραγωνικών, υπάρχοντα όγκο κτίσματος (640) μέτρα κυβικά, μελλοντικό όγκο Π.219,40) μέτρα κυβικά και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου (500) χιλιοστά, συνορευόμενο Βορειοανατολικά με πλευρά Α1Α2 μήκους μέτρων (24,91) με τη … …….., Βορειοδυτικά με πλευρά A3 Α6 μήκους μέτρων (24,91) με την υπ’ αριθ. δύο (-2-) κάθετη ιδιοκτησία, ιδιοκτησίας ……., Νοτιοανατολικά με πλευρά Α2 A3 μήκους μέτρων (22,07) με ιδιοκτησίες αγνώστων και Νοτιοδυτικά με πλευρά ΑΙ Α6 μήκους μέτρων (21,90) με κοινόχρηστο διάδρομο και πέραν αυτού με ιδιοκτησία ιδίων ως άνω αναφερόμενων (αριθ. ΚΑΕΚ …….).

Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην …… και στον ………., κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου (1/2 στον καθένα εξ αυτών) με την υπ’ αριθ. ……./2002 πράξη συστάσεως καθέτου ιδιοκτησίας οικοπέδων του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. αριθμό ….., σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …/1998 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……, νομίμως μεταγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … αριθ. …..

Η συνολική αντικειμενική αξία του ανωτέρω ακινήτου ιδιοκτησίας  των …… και …….. ανερχόταν την 6-6-2003 στο συνολικό ποσό των 66.284,66€.

Την 6-6-2003 το συγκεκριμένο ακίνητο ήταν παντελώς ελεύθερο βαρών,  αλλά την 1.10.2003 εκπλειστηριάστηκε έναντι πλειστηριάσματος 70.000€, συνταχθεισών  των υπ΄ αριθ. …. και  …./1.10.2003 εκθέσεων αναγκαστικού πλειστηριασμού  του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. (βλ. υπ΄ αριθ.  .. και … από 1.10.2003 περιλήψεις κατακυρωτικής έκθεσης του ίδιου ως άνω  συμβολαιογράφου), υπ΄ αριθ. ….. από 24.2.2016 πιστοποιητικό  ιδιοκτησίας του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (αφορόν την 1η εναγομένη) και  υπ΄ αριθ. …. από 24.2.2016 πιστοποιητικό βαρών  της ίδιας υπηρεσίας, όπου αναφέρεται επιπλέον: α) μια προσημείωση εγγραφείσα την 1.7.2003, για ποσό 70.935 €μ δυνάμει της υπ΄ αριθ. …./2003 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, υπέρ της εταιρίας «……..», β)  μία αναγκαστική κατάσχεση για ποσό 37.093,33 €, δυνάμει της υπ΄ αριθ. …/2003  έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή …….., εγγραφείσα  στις 9.7.2003, οι οποίες ήρθησαν ολικά με την υπ΄ αριθ. …./2004 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης  του ανωτέρω συμβολαιογράφου, στις 17.3.2006 και  την υπ΄ αριθ. …../2004 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης  του ίδιου συμβολαιογράφου (βλ. προσκομιζόμενο από 13.3.2017  αντίγραφο του  βιβλίου υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας ΡΔ, με  αριθμό ….).

Δ)  Δύο αυτοτελείς  και ανεξάρτητες ιδιοκτησίες και συγκεκριμένα :

α. Τμήμα οικοπέδου, το οποίο εμφαίνεται με τα στοιχεία ΕΨΙΛΟΝ κεφαλαίο αριθμός ΕΝΑ (Ε1) και τα περιμετρικά στοιχεία (Α-Ε-Ζ-Δ-Α) στο από Ιουλίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο-πεντακόσια χιλιοστά  (500/1000)  εξ αδιαιρέτου.

Το τμήμα αυτό έχει επιφάνεια διακόσια πενήντα (250,00) τετραγωνικά μέτρα και συνορεύει: Βόρεια με πλευρά Α-Δ μέτρων τριάντα ενός και 0,60 (31,60) με ιδιοκτησία κληρονόμων ….., Νότια με πλευρά Ε-Ζ μέτρων τριάντα (30,00) με την με στοιχεία Ε2 ιδιοκτησία που περιγράφεται κατωτέρω, Ανατολικά με πρόσωπο Α-Ε μέτρων εννέα και 0,75 (9,75) με οδό …… πλάτους μέτρων δώδεκα (12,00) και Δυτικά με πλευρά Δ-Ζ μέτρων δέκα τεσσάρων και 0,70 (14,70) με ιδιοκτησία ………..

β. Τμήμα οικοπέδου, το οποίο εμφαίνεται με τα στοιχεία ΕΨΙΛΟΝ κεφαλαίο αριθμός ΔΥΟ (Ε2) και τα περιμετρικά στοιχεία (Ε-Β-Γ-Ζ-Ε) στο ως άνω από Ιουλίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο πεντακόσια χιλιοστά (500/1000) εξ αδιαιρέτου.

Το τμήμα αυτό έχει επιφάνεια διακόσια πενήντα (250,00) τετραγωνικά μέτρα και συνορεύει: Βόρεια με πλευρά Ε-Ζ μέτρων τριάντα (30,00) με την με στοιχεία ΕΙ ιδιοκτησία που περιγράφεται ανωτέρω, Νότια με πρόσωπο Β-Γ μέτρων τριάντα ενός (31,00) με ιδιωτική οδό πλάτους μέτρων πέντε (5,00), Ανατολικά με πρόσωπο Ε-Β μέτρων εννέα και 0,75 (9,75) με οδό ……. πλάτους μέτρων δώδεκα (12,00) και Δυτικά με πλευρά Γ-Ζ μέτρων δώδεκα και 0,30 (12,30) με ιδιοκτησία ……….

Το όλο οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο βρίσκεται στη νήσο Σαλαμίνα, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και στην περιφέρεια της πρώην κοινότητας και ήδη Δήμου …. Σαλαμίνας, στο υπ’ αριθμ. ……. (…) οικοδομικό τετράγωνο και στην οδό …..αριθμ. ….. Κατά τον τίτλο κτήσης, το οικόπεδο αυτό εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία (Α-Β-Γ-Δ-Α) στο από Μαρτίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Ιωάννη Μακρή, το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ……/1995 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., έχει έκταση πεντακόσια (500,00) τετραγωνικά μέτρα και συνορεύει: Ανατολικά με πλευρά Δ-Γ μέτρων δέκα εννέα και 0,50 (19,50) με Λεωφόρο …….., Δυτικά με πλευρά Α-Β μέτρων είκοσι επτά (27,00) με πρώην ιδιοκτησία …….. και ήδη ….., Βόρεια με πλευρά Β-Γ μέτρων τριάντα ενός και 0,60 (31,60) με κληρονόμους …… και Νότια με πλευρά Α-Δ μέτρων τριάντα ενός (31,00) με κοινόχρηστο διάδρομο πλάτους μέτρων πέντε (5,00). Κατά νεώτερη μέτρηση και σύμφωνα με το από Ιουλίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού …. ., το οικόπεδο αυτό εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία (Α-Β-Γ-Δ-Α), έχει έκταση πεντακόσια (500,00)  τετραγωνικά μέτρα και συνορεύει: Βόρεια με πλευρά Α-Δ μέτρων τριάντα ενός και 0,60 (31,60) με ιδιοκτησία κληρονόμων …….., Νότια με πρόσωπο Β-Γ μέτρων τριάντα ενός (31,00) με ιδιωτική οδό πλάτους μέτρων πέντε (5,00), Ανατολικά με πρόσωπο Α-Β μέτρων δέκα εννέα και 0,50 (19,50) με οδό …. πλάτους μέτρων δώδεκα (12,00) και Δυτικά με πλευρά Γ-Λ μέτρων είκοσι επτά (27,00) με ιδιοκτησία .. ….

Οι ……… και ……… απέκτησαν το ανωτέρω ακίνητο (το όλο οικόπεδο) ως εξής: ποσοστό τρία δέκατα έκτα (3/16) εξ αδιαιρέτου έκαστος από κληρονομιά της μητέρας τους . ………. η οποία απεβίωσε στις 5 Σεπτεμβρίου 1996, και ποσοστό πέντε δέκατα έκτα (5/16) εξ αδιαιρέτου στον καθένα από κληρονομιά του πατέρα τους ……. ο οποίος πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου 1997, τις οποίες κληρονομιές απεδέχθησαν με την με αριθμό …/1998 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……..που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό …… Στους δικαιοπαρόχους των …….. και …….. είχε περιέλθει το ακίνητο αυτό κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία από αγορά δυνάμει του με αριθμό …./1995 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., το οποίο έχει μεταγραφεί στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας στον τόμο ….. με αριθμό ….., στον δε δικαιοπάροχο τους ………. από διανομή με το υπ’ αριθμόν ………/1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου  Σαλαμίνας ……….. που έχει μεταγραφεί στα ίδια  ως άνω βιβλία μεταγραφών στον τόμο …. με αριθμό ……

Το ακίνητο αυτό υπήχθει στις διατάξεις του Νόμου 3741/29 “περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους” και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό με το Ν.Δ. 1024/71 με την υπ’ αριθ. …./2002 σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., νομίμως μεταγεγραμμένη στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. αριθ. …..

Η συνολική αντικειμενική αξία των ανωτέρω υπό Δ)α. και υπό Δ)β  ιδιοκτησιών των …… και …… ανερχόταν την 6-6-2003 στο συνολικό ποσό των 27.826,08€ (13.913,04 € εκάστη), δηλαδή δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, χωρίς ν΄ ασκεί επιρροή το γεγονός ότι μέχρι την 6/10/2005 ήταν στην ιδιοκτησία των δύο πρώτων εναγομένων και ελεύθερο βαρών.

Περαιτέρω, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, προέβησαν στην εν λόγω μεταβίβαση έχοντας πρόθεση κατά το χρονικό εκείνο σημείο  να βλάψουν την ενάγουσα, αφού, όπως αποδείχθηκε, μολονότι γνώριζαν την ύπαρξη της απαίτησής της, προέβησαν στη μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου της οδού ….. προς τον 3ο εναγόμενο και μάλιστα, έναντι τιμήματος αδικαιολόγητα  πολύ χαμηλότερου της αντικειμενικής του αξίας, καίτοι γνώριζαν ότι η λοιπή περιουσία τους, πολλαπλώς επιβαρυμένη, δεν θα επαρκούσε για την ικανοποίηση των δανειστών τους που είχαν ήδη επιληφθεί αυτής. Μάλιστα επέδειξαν σπουδή για την πώληση αυτή και απαίτησαν μετρητά χρήματα προκειμένου να αποξενωθούν από το ανωτέρω οικόπεδο της οδού …… ώστε να πορισθούν μετρητά χρήματα, αλλά και να μην προσημειωθεί και αυτό, όπως επιβεβαιώνεται και από τις μαρτυρικές καταθέσεις, (βλ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης «… ήταν ο γιος μου ο μεγάλος και μου το μετέφερε, τους είπε ότι ‘εγώ το έδωσα, πήγα τον βρήκα, του έχω ότι έχω πολύ ανάγκη, θα το δώσω όσο – όσο για να τελειώνω’ …» , «…τους είπε ότι έχω ανάγκη και θέλω να το πουλήσω για να μην υποθηκευτεί κι αυτό….» και «…Τι θέλατε να γίνει; … Να προσημειωθεί κι αυτό;…» και κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης «…Ο πατέρας, ο κύριος …. και ενδιαφερότανε ν΄αγοράσει αυτό το οικόπεδο για το γιό του. …», «Απ΄ό,τι ξέρω η αρχική τιμή είχε ξεκινήσει στα 55 – 60.000 ευρώ, δεν είχε τη δυνατότητα να το πάρει, … παρουσιάστηκαν κι άλλοι, έφτασε στα 35 και μετά ζήτησε αν μπορούσε μετρητοίς. …», «Εγώ ξέρω ότι μετά ζήτησε μετρητά και απ΄τις 35 – 40.000 φτάσανε στις 27.000, αρκεί να είναι μετρητά τα χρήματα. …», «… Πάντως ξέρω ότι ζητούσε μετρητά χρήματα, αυτό μπορώ να σας το διαβεβαιώσω. Και αυτό ήταν που έριξε την τιμή. …», «Βέβαια, έλεγε ο πατέρας ότι θέλω να το πάρω… ήταν πολύ ακριβό, δεν είχα τη δυνατότητα ποτέ να το πάρω, μετά σιγά – σιγά,…». Η σπουδή σχετικά με την ένδικη απαλλοτρίωση οφείλεται στο γεγονός ότι γνώριζαν την ύπαρξη χρεών και την αδυναμία τους ν΄ανταπεξέλθουν σε αυτά, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα τρία από τα ανωτέρω ακίνητα εκπλειστηριάστηκαν εντός του ίδιου έτους, δηλαδή πριν από την άσκηση της αγωγής στις 9.9.2004, (όπως αποδεικνύεται από την υπ΄αριθ. ………. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ………………..), ενώ η ισχυριζόμενη από τον 3ο εναγόμενο – εκκαλούντα, αντικειμενική  αξία του τέταρτου (συνολικά 27.826,08 €), δεν αρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, αλλά και δεν αποδεικνύεται ότι παρέμειναν στην ιδιοκτησία των δύο πρώτων εναγομένων. Επίσης, από κανένα στοιχείο, πολλώ δε μάλλον έγγραφο, δεν αποδείχτηκε η ισχυριζόμενη εμπορική αξία αυτού των 70.000 €. Η αφερεγγυότητα δε των δύο πρώτων εναγομένων, λόγω της εκπλειστηρίασης των τριών πρώτων ως άνω ακινήτων και της μη επάρκειας της αξίας του τέταρτου, υπήρχε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής όπως και κατά το χρόνο πρώτης  συζήτησης αυτής, αφού η εμφανής περιουσία τους δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να πληρούται το απαραίτητο,  όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, στοιχείο της ανεπάρκειας της περιουσίας τους και συνεπώς της αφερεγγυότητάς τους και κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής αλλά και κατά την πρώτη συζήτηση αυτής. Είναι δε διαφορετικό θέμα, ότι στην παραπεμπτική ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, (278/2011), αναφέρεται, (σελ. 8, στιχ. 15 προ του τέλους), ότι «… Ως προς το ζήτημα όμως της ανεπάρκειας της υπολειπόμενης περιουσίας των οφειλετών για την ικανοποίηση της δανείστριας περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού δέχεται ότι οι οφειλέτες – πωλητές είχαν στην κυριότητά τους, κατά το χρόνο πωλήσεως του επιδίκου ακινήτου, και δεύτερο ακίνητο, κείμενο στη Σαλαμίνα, στο οποίο είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης  για ποσό 18.700 ευρώ, χωρίς να αναφέρει ποια είναι η αξία του δευτέρου αυτού ακινήτου, ώστε να κριθεί αν η υπολειπόμενη περιουσία των οφειλετών αρκεί για την ικανοποίηση της δανείστριας αναιρεσίβλητης. …», γιατί στο σημείο αυτό η εν λόγω απόφαση αιτιολογεί την περί αναίρεσης κρίση της, αναφέροντας τις παραδοχές της εφετειακής απόφασης και δεν περιορίζει τον κρίσιμο χρόνο της διάταξης 939 ΑΚ μόνο στο χρόνο της απαλλοτρίωσης, δημιουργώντας νομικό ζήτημα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών με τον κρινόμενο πρόσθετο λόγο της έφεσης.

Εξάλλου, ο 3ος εναγόμενος, γνώριζε ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι προβαίνουν στην ένδικη απαλλοτρίωση, επιδιώκοντας να ματαιώσουν την ικανοποίηση  της,  εις βάρος τους απαίτησης της ενάγουσας. Ειδικότερα, όπως επιπλέον καταθέτει ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ο 3ος εναγόμενος γνώριζε από εξαετίας τουλάχιστον την 1η εναγομένη, μάλιστα δε ο ίδιος και η οικογένειά του είχαν ενδιαφερθεί για την αγορά του εν λόγω ακινήτου, καθόσον  ο 3ος εναγόμενος μαζί με τον πατέρα του διατηρούσαν συνεργείο αυτοκινήτων σε όμορο του ενδίκου οικόπεδο και με την αγορά του επεδίωκαν να τα συνενώσουν και να διευρύνουν την επιχείρησή τους, γεγονός που καταρρίπτει το ισχυριζόμενο εκ μέρους του ότι δεν γνώριζε τους δύο πρώτους εναγομένους. Επίσης, από το έτος 1997, ο εναγόμενος και ο πατέρας του εκδήλωσαν το ενδιαφέρον να αγοράσουν το πωληθέν ένδικο ακίνητο πλην όμως η 1η εναγομένη με την οποία είχαν έρθει σε επαφή, απαιτούσε υψηλό τίμημα, δηλαδή 50.000 € (το ισόποσο σε δραχμές), το οποίο οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούσαν να καταβάλουν, δεν σταμάτησαν όμως να επιδιώκουν την αγορά του μέχρι που πραγματοποιήθηκε ως ανωτέρω με το ποσό των 26.412 €, αν και δεν συνηθίζεται η τιμή των ακινήτων να μειώνεται στη διαδρομή του χρόνου. Ο 3ος εναγόμενος – εκκαλών, ισχυρίζεται (βλ. προσθήκη προτάσεων επί της έφεσης) ότι μόλις πληροφορήθηκε την πρόθεση πώλησης του ένδικου ακινήτου κι επικοινώνησε με την 1η εναγομένη, αυτή του δήλωσε ότι θέλει να πωλήσει το ακίνητο σε καλή τιμή και σύντομα να φύγει για το εξωτερικό όπου βρισκόταν και ο αδελφός της και ότι τα ίδια επανέλαβε και ενώπιον του συντάξαντος το συμβόλαιο πώλησης συμβολαιογράφου, ο οποίος επεσήμανε ότι η αντικειμενική αξία είναι κατά πολύ ανώτερη του τιμήματος. Κατά το χρόνο δε της πώλησης, η αντικειμενική του αξία ανερχόταν στο ποσό των 83.824,45 €, (βλ. μεταβιβαστικό συμβόλαιο), αλλά παρόλ΄αυτά, αν και πρόκειται για ακίνητο προοριζόμενο για επαγγελματική στέγη εντός του Δήμου Πειραιώς, τελικά πωλήθηκε στην ελάχιστη ως άνω τιμή. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το  συμφωνηθέν  και καταβληθέν τίμημα ήταν τοις μετρητοίς, όπως άλλωστε αναφέρεται στο μεταβιβαστικό ως άνω συμβόλαιο, πράγμα για το οποίο η 1η εναγομένη επέμενε, αναζητώντας μόνο μετρητά και μειώνοντας το τίμημα για το λόγο αυτό. Η δε μάρτυρας απόδειξης κατέθεσε, όπως προαναφέρθηκε, ότι η 1η εναγομένη είχε ενημερώσει τον 3ο εναγόμενο ότι το φαρμακείο βαρύνεται με πολλές οφειλές και ότι το πωλεί προκειμένου ν΄αποφύγει την αναγκαστική εκτέλεση επ΄αυτού σε βάρος της και σε βάρος του 2ου εναγομένου.

Εν όψει όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αγωγή και ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και απήγγειλε τη διάρρηξη  της προαναφερθείσας απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας στο σύνολό της, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, ν΄απορριφθούν η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της καθώς και ο συνεκδικαζόμενος με αυτήν πρόσθετος λόγος έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 21.3.2008 (υπ΄αριθ. κατάθ. …./2008) έφεση και β) το από 4.11.2016 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/7.11.2016)  δικόγραφο με τον πρόσθετο λόγο έφεσης.

Δέχεται αυτά τυπικά και

Απορρίπτει αυτά κατ΄ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 11.1.2018   και δημοσιεύθηκε την 1 Φεβρουαρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ