Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 93/2018

Αριθμός 93/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 17.9.2014 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης ……/14.1.2015) έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος κατά της υπ΄ αριθ. 629/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία  περί εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, αλλά και δεν επικαλούνται οι διάδικοι ότι, έλαβε χώρα επίδοση αυτής (εκκαλουμένης), αφού από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης (6.2.2012) έως και την άσκηση της υπό κρίση έφεσης με κατάθεση του δικογράφου στον γραμματέα του εκδόντος αυτή πρωτοβαθμίου (14.1.2015) δεν έχει παρέλθει η από την ως άνω διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ οριζόμενη προς τούτο τριετία (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση αυτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των επί μέρους, αντιστοίχως, λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε κατά  των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων εταιρειών την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά την ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών) από 7.6.2011 (και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγή του (όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το δικαστήριο), εξέθεσε ότι, με βάση τις σε αυτή (αγωγή) αναφερόμενες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες καταρτίσθηκαν
στον Πειραιά μεταξύ αυτού και των πρώτης και έκτης απ΄ αυτές (εναγόμενες), ως διαχειρίστριες και αντιπροσώπους των λοιπών, οι οποίες (συμβάσεις) κατ’ επίφαση χαρακτηρίσθηκαν από τις εναγόμενες ως συμβάσεις μίσθωσης έργου ή εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ αντιθέτως η εργασιακή του σχέση με αυτές περιείχε όλα τα στοιχεία μιας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απασχολήθηκε με την ειδικότητα του τεχνίτη ηλεκτροσυγκολλητή στα αναφερόμενα στην αγωγή πλοία, τα οποία ανήκουν στην πλοιοκτησία των ως άνω αντιπροσωπευόμενων εταιρειών, καθώς και ότι, προσέφερε τις αντίστοιχες υπηρεσίες του μέχρι την 27.12.2010, οπότε απολύθηκε, χωρίς ωστόσο να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος καταγγελίας της εν λόγω ένδικης εργασιακής σχέσης, αλλά και χωρίς να του καταβληθεί η κατά νόμο αποζημίωση. Με βάση δε κυρίως τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζήτησε: 1) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της ως άνω ένδικης εργασιακής σχέσης που τον συνέδεε με τις εναγόμενες, και η υποχρέωση των τελευταίων,  με  την  απειλή  χρηματικής  ποινής,  να αποδέχονται τις  υπηρεσίες του στην ίδια θέση την οποία  κατείχε και πριν την απόλυσή του και 2) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες κάθε μία αντιστοίχως εις ολόκληρον, λόγω της με κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας σύναψης των ως άνω αναφερομένων επί μέρους εργασιακών συμβάσεων, ώστε να επιβάλλεται η άρση της νομικής αυτοτέλειας του νομικού τους προσώπου, να του καταβάλλουν με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή το συνολικό ποσό των 90.803,25 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί, σύμφωνα με τις επικαλούμενες στην αγωγή από 21.2.2006, 29.1.2007, 29.12.2007 και 30.4.32009 αντίστοιχες Σ.Σ.Ε. για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων οι οποίοι απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Πειραιώς, σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, σε αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης και εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, σε δώρα εορτών Πάσχα κα Χριστουγέννων, σε αποδοχές και επιδόματα αδείας, σε αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης και εργασίας εκτός έδρας, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης η οποία προκλήθηκε σε αυτόν και της αντίστοιχης προσβολής της προσωπικότητας του, λόγω της μη καταβολής σε αυτόν των νομίμων αποδοχών του και της ως άνω άκυρης απόλυσης του, όλα δε τα ως άνω ποσά με τον νόμιμο κατά περίπτωση τόκο από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής και έως την εξόφληση. Επί της ως άνω αγωγής και μετά από συζήτηση η οποία έλαβε χώρα αντιμωλία των τότε και ήδη διαδίκων, εκδόθηκε η ως άνω αναφερομένη και ήδη εκκαλουμένη απόφαση του προαναφερθέντος πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας: 1) κρίθηκε ότι, παραδεκτώς είχε εισαχθεί αυτή προς εκδίκαση ενώπιον αυτού (πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) έχοντος και διεθνή δικαιοδοσία (κατ’ άρθρα 19, 24 και 60 παρ. 1 του Κανονισμού 44/.2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000, L. 12/16.1.2001 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές κα εμπορικές υποθέσεις», η οποία αντικατέστησε τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, κυρωθείσα από την Ελλάδα με βάση τον Ν. 1844/1988 άρθρα 3 παρ. 1, 4, 7, 9, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2, 33 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά την ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών, καθώς και ότι η ένδικη αγωγή αφορούσε σε διαφορά από διεθνή έννομη σχέση (δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητας), κατ’ άρθρο 25 εδ. β’ Α.Κ. 4 παρ. 1 – 2 και 6 παρ. 2 της από 19.6.1980 Σύμβασης της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα με τον Ν. 1792/1988 «Κύρωση σύμβασης για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (οι οποίες αναλογικώς εφαρμόζονται στην εξωσυμβατική ενοχή – ex lege – που προκύπτει από την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, για την οποία ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ο  οποίος να προσδιορίζει ευθέως στην προκειμένη περίπτωση, το εφαρμοστέο δίκαιο δεν υπάρχει) δεδομένου ότι, από το σύνολο των επικαλουμένων με την ως άνω ένδικη αγωγή περιστάσεων και ιδίως  του τόπου εκτέλεσης της εργασίας του ενάγοντος συνάγεται ότι, το ελληνικό δίκαιο συνδέεται στενότερα με την ένδικη εργασιακή σύμβαση (βλ. ΑΠ 613/2017, ΑΠ 543/2008, ΑΠ 1252/2005,  ΑΠ 356/2002, ΑΠ 6/1998 ΤΝΠ ΔΣΑ), σε κάθε δε περίπτωση συντρέχει εν προκειμένω και σιωπηρός μετασυμβατικός καθορισμός (επιτρεπτός και κατ’ άρθρο 3 παρ. 3 παρ. 2 της ανωτέρω Σύμβασης της Ρώμης), δεδομένου ότι o ενάγων θεμελιώνει ρητά τις ένδικες αξιώσεις του στο ημεδαπό) δίκαιο, χωρίς να υφίσταται αμφισβήτηση εκ μέρους των εναγομένων (βλ. ΑΠ 613/2017, ΑΠ 1383/2008, ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30.19), 2) απορρίφθηκε, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η αγωγή ως απαράδεκτη, αναφορικά με το αίτημα της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης εργασιακής σύμβασης και περί υποχρεώσεως των εναγομένων, με απειλή χρηματικής ποινής, να αποδέχονται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, λόγω μη ασκήσεως της εν λόγω αξιώσεως εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3196/1955 τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή και 3) αφού κρίθηκε νόμιμη η αγωγή αυτή, ως προς τα λοιπά επί μέρους αιτήματα της, στη συνέχεια απορρίφθηκε ως κατ’ ουσία αβάσιμη, τόσο ως προς την κυρία, όσο και ως προς την επικουρική της βάση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων – εκκαλών και για τους λογούς που παρατίθενται στην κρινομένη έφεση και ανάγονται  αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και αφετέρου σε  πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων,  ζητώντας την ακύρωση  και εξαφάνιση της και την εν συνεχεία παραδοχής της ως άνω ένδικης αγωγής του, στο σύνολο της κα κατά το αιτητικό της. Πρέπει, εν προκειμένω, να επισημανθεί ότι, ενόψει των παρατιθεμένων στο δικόγραφο της ως άνω ένδικης αγωγής πραγματικών περιστατικών, προκύπτει ότι, αυτή είναι απολύτως σαφής και ορισμένη, πληρούσα τις κατά νόμο προϋποθέσεις (άρθρα 118   και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) για το δικονομικά παραδεκτό αυτής, καθώς και ότι, συντρέχουν στο πρόσωπο των εναγομένων οι κατά νόμο (άρθρο 68 ΚΠολΔ) προϋποθέσεις της παθητικής νομιμοποίησης στην ένδικη διαφορά και επομένως είναι απορριπτέες, ως μη νόμιμες, οι εκ μέρους αυτών (εναγομένων) πρωτοδίκως προταθείσες και εκ νέου και κατά την παρούσα δίκη επαναφερόμενες συναφείς με τα ανωτέρω περιστατικά, αντίστοιχες ενστάσεις.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί  ότι  από την έρευνα από το δικαστηρίου των σχετικών εγγράφων αποδεικτικών μέσων τα οποία προσκομίζει ο ενάγων, προκύπτει ότι, μεταξύ αυτών υπάρχουν και οι υπ’ αριθ. …./18.2.2015 και …/18.2.2015 ένορκες βεβαιώσεις των σε αυτές αναφερομένων μαρτύρων, τις οποίες, ωστόσο, δεν επικαλείται ο ενάγων με τις προτάσεις του και οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς πριν από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19-3-2015 προς συζήτηση της έφεσης. Δεν αποδεικνύεται,  όμως ότι  οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις λήφθηκαν νομοτύπως, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 671 παρ 1 ΚΠολΔ με εμπρόθεσμη δηλαδή κλήτευση των εναγομένων  πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες (ΑΠ 692/2017, ΑΠ 927/2017, ΑΠ 938/2017, ΑΠ 882/2015) και ως εκ   τούτου και σε κάθε περίπτωση (και ανεξάρτητα από τη μη νομότυπη κλήτευσης τους) δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο. (για τη νόμιμη επίκληση των ενόρκων βεβαιώσεων βλ. ΑΠ 692/2017, ΑΠ 938/2017,  ΑΠ 887/2015,  ΑΠ 882/2015, ΑΠ 1651/2012, ΑΠ 121/2011). Παράλληλα, επισημαίνεται επίσης ότι ενώ κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου αυτού δήλωση του εκκαλούντος (δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του) ότι, προτίθεται να εξετάσει μάρτυρες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, εν τούτοις αυτός δεν επικαλείται, αλλά και δεν προσκομίζει τυχόν ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ν. 1876/1990 “Ελευθερές συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις”, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας (στο εξής: ΣΣΕ) διακρίνονται: α) σε εθνικές γενικές, που αφορούν τους εργαζόμενους όλης της χώρας, β) σε κλαδικές, που αφορούν τους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, γ) σε επιχειρησιακές, που αφορούν τους εργαζόμενους μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης, δ) σε εθνικές ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος και των συναφών προς το επάγγελμα αυτό ειδικοτήτων όλης της χώρας και ε) σε τυπικές ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος ή και των συναφών ειδικοτήτων συγκεκριμένης πόλης ή περιφέρειας. Οι λοιπές ΣΣΕ δεσμεύουν τους εργαζόμενους και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν ΣΣΕ με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, όπως ορίζεται στην παρ.4 του άρθρου 3 (άρθρο 8 παρ.2 του ν. 1876/1990). Εξάλλου, κατά το άρθρο 11 παρ.2 του ίδιου νόμου, με απόφαση του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους κλάδου ή επαγγέλματος ΣΣΕ, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου η του επαγγέλματος, ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, με την επιφύλαξη της παρ.2 του άρθρου 10, κατά την οποία κλαδική ή επιχειρησιακή ΣΣΕ υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ (τοπική η εθνική). Αν η ισχύς της ΣΣΕ η της διαιτητικής απόφασης (στο εξής: ΔΑ) επεκταθεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, τότε εκτείνεται σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζόμενους του επαγγέλματος που αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των  οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της (ΟλΑΠ 2/2002, ΟλΑΠ 3/2002, ΑΠ 731/2017, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 125/2016, ΑΠ 1903/2014, ΑΠ 1137/2013, ΑΠ 56/2012, ΑΠ 593/2011, ΑΠ 1933/2008, ΑΠ 1015/2006). Εξάλλου, ομοειδείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό τις αυτές, περίπου, συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών, ενώ συναφείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας ή λειτουργούν υπό περίπου όμοιες συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, προέχον κριτήριο για το χαρακτηρισμό μιας ΣΣΕ ή ΔΑ ως κλαδικής είναι το είδος της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή την ειδικότητα του εργαζόμενου, με την οποία παρέχεται η συμφωνημένη εργασία. Αντίθετα, οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ ή ΔΑ ρυθμίζουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων που ασκούν συγκεκριμένο επάγγελμα, ανεξάρτητα από το είδος της επιχειρήσεως στην οποία παρέχεται η συμφωνημένη εργασία (ΑΠ 125/2016, ΑΠ 1136/2015, ΑΠ 56/2012). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του ν. 1876/1990, που ορίζει ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του Συντάγματος, κατά την οποία οι ΣΣΕ συμπληρώνουν τους καθοριζόμενους από το νόμο γενικούς όρους εργασίας, προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά τη σύναψη των ΣΣΕ νομοθετική, κανονιστική εξουσία, η οποία έχει παραχωρηθεί σ’ αυτές από την ως άνω διάταξη του άρθρου 22 παρ.2 του Συντάγματος, δηλαδή είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το Κράτος. Συνεπώς, οι ΣΣΕ, ως προς το κανονιστικό τους μέρος, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 931/2017, ΑΠ 127/2013).

Εξάλλου, οι κηρυχθείσες υποχρεωτικές με υπουργικές αποφάσεις από 21.2.2006, 29.1.2007, 29.12.2007 και 30.4.2009 ΣΣΕ για τους ορούς αμοιβής και εργασίας εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων οι οποίοι απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Πειραιώς, αναφέρονται στις ως άνω επιχειρήσεις ως σύνολα εννόμων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων, που αποτελούν οργανωμένες ενότητες περί το πρόσωπο του φορέα τους και τείνουν στην επίτευξη κερδοσκοπικού σκοπού, ή σε αυτοτελείς μεταλλουργικές εκμεταλλεύσεις της όλης επιχειρήσεως, δηλαδή σε αυτοτελώς οργανωμένα σύνολα μέσων, πρόσφορων προς επίτευξη ορισμένου επί μέρους (μεταλλουργικού) αποτελέσματος, εντασσόμενου στο γενικότερο οικονομικό (κερδοσκοπικό) σκοπό της όλης επιχειρήσεως, τον οποίο και εξυπηρετούν (πρβλ. ΑΠ Ολομ. 2/2002, 3/2002 και 4/2002, ΑΠ 1933/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων ενώπιον του  πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων των διάδικων, οι οποίες περιέχονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από τα έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκαν πρωτοδίκως οι διάδικοι, επικαλούνται δε και προσκομίζουν και κατά την παρούσα δίκη και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με βάση συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου τις οποίες κατήρτισε ο ενάγων στον Πειραιά με τις πρώτη και έκτη από τις εναγόμενες εταιρείες, ως διαχειρίστριες και αντιπροσώπους των λοιπών απ’ αυτές (εναγόμενες), απασχολήθηκε με την ειδικότητα του τεχνίτη ηλεκτροσυγκολλητή σε εργασίας επισκευής στα ακολούθα πλοία πλοιοκτησίας των αντιπροσωπευομένων εταιρειών και κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα και συγκεκριμένα: Από 6..6.2006 έως 19.6.2006, από 24.9.2007 έως και 17.1.2007 και από 13.4.2010 έως 26.5.2910 στο πλοίο Ζ2, από 21.3.2008 έως 29.4.2008 και από 6.5.2008 έως 9.6.2008 στο πλοίο AL2, από Π.11.2009 έως 20.11.2009, από 16.3.2010 έως 1.4.2010 και από 15.6.2010 έως 29.7.2010 στο πλοίο ALΝ και από 27.10.2010 έως 27.12.2010 στο πλοίο Ζ3, τα οποία ανήκουν στην πλοιοκτησία της έβδομης από τις εναγόμενες εταιρείες, διαχειρίστρια και εκπρόσωπος της οποίας είναι η έκτη εξ αυτών (εναγομένων), από 4.9.2007 έως 12.9.2007 και από 1.11.2008 έως 2.12.2008 στο πλοίο AS, από 1.7.2009 έως 3.8.2009 στο πλοίο ALT, από 21.11.2009 έως 8.12.2009 στο πλοίο S και από 22.1.2010 έως 5.3.2010 στο πλοίο AEG, τα εν λόγω δε πλοία ανήκουν στην πλοιοκτησία των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης από τις εναγόμενες εταιρείες, αντιστοίχως, διαχειρίστρια και αντιπρόσωπος των οποίων είναι η πρώτη απ’ αυτές (εναγόμενες). Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη αποτελεί αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα τη Λιβερία και έχει εγκαταστήσει νομίμως γραφεία, δυνάμει της υπ’ αριθ. 1241.2016/22278/20.4.1988 κοινής απόφασης των Υπουργων Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 113/ΤΑΠΣ/22.4.1988), σκοπός δε και αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, σύμφωνα με το καταστατικό της και την ως άνω εγκριτική της Λειτουργίας της υπουργική απόφαση, είναι η διαχείριση και εκμετάλλευση πλοίων, καθώς και οι συναφείς με αυτές εργασίες, όπως, μεταξύ των άλλων, η επιμέλεια των θεμάτων τα οποία έχουν σχέση με τη συντήρηση, τις επισκευές και τις μετασκευές των διαχειριζομένων πλοίων. Επίσης, τον ίδιο όπως και ανωτέρω, σκοπό και αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας έχει και η έκτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία με έδρα τα νησιά Μάρσαλ, η οποία έχει εγκαταστήσει νομίμως γραφεία στον Πειραιά, με βάση την υπ’ αριθ. 3122.1/3957/24315/28.2.2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 46/ΤΑΠΣ/15.3.2006). Παράλληλα, όπως αποδεικνύεται, μεταξύ των άλλων και από τις βεβαιώσεις εργασιών μη φυσικού προσώπου της Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, τις οποίες προσκόμισαν πρωτοδίκως,  επικαλούνται δε και προσκομίζουν εκ νέου και κατά την παρούσα δίκη οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη από τις εναγόμενες, αυτές έχουν έδρα τον Πειραιά και η επιχειρηματική τους δραστηριότητα είναι η έναντι ναύλου μεταφορά αργού πετρελαίου με τα υπό την ιδιοκτησία τους δεξαμενόπλοια. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι, οι πρώτη και έκτη από τις εναγόμενες διατηρούν μόνιμο επισκευαστικό συνεργείο για την εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησης στα προαναφερθέντα και απ’ αυτές διαχειριζόμενα ως άνω πλοία, όπως αβασίμως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του και επαναφέρει τον αντίστοιχο ισχυρισμό του με λόγο έφεσης. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι, όταν παρουσιάζεται αντίστοιχη ανάγκη (δηλαδή εκτέλεσης επισκευαστικών εργασιών σε πλοία) οι εν λόγω πρώτη και έκτη από τις εναγόμενες προβαίνουν στην ευκαιριακή περιορισμένη πρόσληψη ορισμένου αριθμού ατόμων –τεχνικών οι οποίοι μετά τη διενέργεια και περάτωση των αντιστοίχων εργασιών για τις οποίες είχαν προσληφθεί απολύονται, αποδεσμευόμενοι ως εκ τούτου και έχοντας τη δυνατότητα, στη συνέχεια, να προσληφθούν και να απασχοληθούν σε άλλους εργοδότες. Οι εν λόγω προσλαμβανόμενοι τεχνικοί εντάσσονται κατά την πρόσληψη τους στο τεχνικό τμήμα των ανωτέρω εναγομένων εταιρειών, το οποίο, ωστόσο, δεν αποτελεί αυτοτελή εκμετάλλευση, αλλ’ έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο, την παρακολούθηση και αντιμετώπιση των εκάστοτε παρουσιαζομένων στα ως άνω διαχειριζόμενα πλοία τεχνικών προβλημάτων. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι προσλαμβανόμενοι για τον ως άνω σκοπό τεχνικοί κλπ., αφού καταρτίσουν με μια από τις πρώτη ή έκτη από τις εναγόμενες, αντιστοίχως, συγκεκριμένη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, μεταβαίνουν στη συνέχεια στο συγκεκριμένο πλοίο, (είτε βρίσκεται εν πλω είτε είναι ελλιμενισμένο σε κάποιο λιμάνι του εξωτερικού) για την εκτέλεση των αναγκαίων τεχνικών εργασιών, μετά το πέρας των οποίων επιστρέφουν στην Ελλάδα. Σαφής περί των ανωτέρω είναι η κατάθεση του ενόρκως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθέντος  μάρτυρα των εναγομένων, ο οποίος έχοντας την ιδιότητα του μισθωτού της πρώτης εναγομένης, έχει άμεση και προσωπική γνώση και αντίληψη περί των συνθηκών υπό τις οποίες προσλαμβανόταν κάθε φορά ο ενάγων, όπως και κάθε άλλος τεχνικός, για τον προαναφερθέντα σκοπό, καθώς και ότι μετά την περάτωση της συγκεκριμένης εργασίας για την οποία είχε προσληφθεί, απολυόταν   (βλ.   κατάθεση   εν   λόγω   μάρτυρα   στα επικαλούμενα   και προσκομιζόμενα ως άνω ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου). Τα ανωτέρω, εξάλλου, δεν αναιρούνται από την περί του αντιθέτου κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, ο οποίος επίσης εξετάσθηκε ενόρκως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία (κατάθεση) δεν μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο παρέχον αξιοπιστία. Τούτο, δε, διότι την όλη γνώση του περί όσων κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας αντλεί από πληροφορίες του ιδίου του ενάγοντος (βλ. κατάθεση εν λόγω μάρτυρα στα προαναφερθέντα πρακτικά συνεδριάσεως). Εξ όσων, επομένως προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν, συνάγεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι, οι εναγόμενες δεν πληρούν την έννοια και τις προϋποθέσεις της επιχείρησης η οποία εκτελεί επισκευαστικές μεταλλουργικές εργασίες, ως συνόλου πραγμάτων, δικαιωμάτων και πραγματικών καταστάσεων ή σχέσεων, που αποτελεί οργανωμένη ενότητα περί το πρόσωπο του φορέα της και αποβλέπει στην επίτευξη κερδοσκοπικού σκοπού, αλλ’ ούτε και αποτελούν αυτοτελείς μεταλλουργικές εκμεταλλεύσεις (πρβλ. και ΑΠ Ολομ. 36/2005, ΑΠ 1933/2015,  ΕφΠειρ 131/2014, ΕΠειρ 377/2013, ΕφΘεσ 1084/2001 ΔΕΝ έτους 2002 σελ. 121). Το γεγονός, δε, ότι, αντικείμενο δραστηριότητας των πρώτης και έκτης εναγομένων αποτελεί και η επιμέλεια ζητημάτων τα οποία έχουν σχέση με τη συντήρηση και επισκευή των πλοίων τα οποία τελούν υπό τη διαχείριση τους, δεν αναιρεί τα όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, τούτο δε, διότι, αφενός η εποπτεία και διαχείριση των επισκευών δεν μπορεί από μόνη της να προσδώσει στις εναγόμενες εταιρείες τον χαρακτήρα των μεταλλουργιών επιχειρήσεων και αφετέρου, όπως άλλωστε ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, -λείπει το προαπαιτούμενο για την έννοια της εκμεταλλεύσεως στοιχείο της λειτουργικής και οργανικής ενότητας προσώπων και τεχνικών προσώπων. Πέραν δε όσων προαναφέρθηκαν, η περί των ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται  και από τον χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης η οποία συνέδεε τον ενάγοντα με τις εναγόμενες, ο οποίος στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δραστηριότητας τους, προσλαμβανόταν για να απασχοληθεί επί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με αντικείμενο την εκτέλεση ορισμένων εργασιών επισκευής στα προαναφερθέντα πλοία, αναφορικά με τεχνικά προβλήματα τα οποία παρουσιάζονταν κατά τη διάρκεια των πλόων τους, χωρίς ωστόσο να εμποδίζεται να απασχοληθεί και σε άλλες ναυτιλιακές η ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις μετά το πέρας των ανωτέρω εκάστοτε εργασιών επισκευής. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκαν πρωτοδίκως οι εναγόμενες, επικαλούνται δε και προσκομίζουν και κατά την παρούσα δίκη (όπως π.χ. συμβάσεις εργασίας καταρτισθείσες μεταξύ του ενάγοντος και άλλων εργοδοτών, αντίγραφα λογαριασμών – καταστάσεων ασφαλίσεως του ασφαλιστικού φορέα του αντιδίκου – ΙΚΑ) αποδεικνύεται ότι, κατά το ίδιο ως άνω επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από τον μήνα Ιούνιο του έτους 2006, κατά το οποίο ο ενάγων παρείχε στην έκτη από τις εναγόμενες για πρώτη φορά τις υπηρεσίες του, με την ειδικότητα του εφαρμοστή, μέχρι και το τέλος του έτους 2010, κατά τη διάρκεια του οποίου (χρονικού διαστήματος) ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την αγωγή του ότι, παρείχε αποκλειστικά τις υπηρεσίες του στις πρώτη και έκτη εναγόμενες, ισχυριζόμενος μάλιστα (αβασίμως αλλά και αντιφατικώς) ότι, βρισκόταν σε ετοιμότητα, κατά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτός δεν απασχολείτο σε αυτές, είχε εργασθεί, κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και στην ένδικη περίπτωση και με ορισμένου χρόνου (ολιγοήμερης διάρκειας) συμβάσεις εργασίας στις ακόλουθες ναυτιλιακές ή ναυπηγοεπισκευαστικές επιχειρήσεις και συγκεκριμένα: α) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «……» εργάσθηκε κατά τον μήνα Αύγουστο 2006 επί 5 ημέρες, τον μήνα Σεπτέμβριο 2006 επί 12 ημέρες, τον μήνα Οκτώβριο 2006 επί 17 ημέρες, τον μήνα Νοέμβριο επί 5 ημέρες, τον μήνα Ιανουάριο 2007 επί 4 ημέρες και τον μήνα Δεκέμβριο 2007 επί 2 ημέρες, β) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «…….» εργάσθηκε κατά τον μήνα Αύγουστο επί 2 ημέρες, γ) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «……..» εργάσθηκε κατά τον μήνα Νοέμβριο 2006 επί 12 ήμερες και τον μήνα Δεκέμβριο 2006 επί 16 ημέρες, δ)/ Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «…….» εργάσθηκε τον μήνα Απρίλιο 2009 επί 2 ημέρες, και τον Μάιο 2.009 επί 5 ημέρες, ε) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «……» εργάσθηκε τον Απρίλιο 2009 επί 13 ημέρες, τον Σεπτέμβριο 2009 επί 20 ημέρες και τον Οκτώβριο 2009 επί 13 ημέρες, στ) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «……..» εργάσθηκε κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2008 επί 13 ημέρες, τον Οκτώβριο 2008 επί 2 ημέρες, τον Φεβρουάριο 2009 επί 6 ημέρες, τον Μάρτιο 2009 επί 19 ημέρες, τον Μάιο 2009 επί 18 ημέρες, τον Ιούνιο 2009 επί 19 ημέρες και τον Αύγουστο 2009 επί 2 ημέρες, ζ) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία ………. εργάσθηκε το έτος 2006 επί 16 ημέρες, το έτος 2007 επί 21 ημέρες, το έτος 2008 επί 58 ημέρες, το έτος 2009 επί 9 ημέρες και το έτος 2010 επί 140 ημέρες, η) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «…….» εργάσθηκε, μεταξύ των άλλων, κατά τον μήνα Αύγουστο 2008 επί 6 ημέρες, θ) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «……» εργάσθηκε το έτος 2006 επί 67 ήμερες, το έτος 2007 επί 94 ημέρες, το έτος 2008 επί 72 ημέρες, το έτος 2009 επί 41 ημέρες, ι) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «………..» εργάσθηκε τον Ιανουάριο 2007 επί 10 ημέρες, τον Φεβρουάριο 2007 επί 2 ημέρες και τον Σεπτέμβριο 2007 επί 4 ημέρες και ια) Στην εταιρεία υπό την επωνυμία «……….» εργάσθηκε τον Ιούνιο 2006 επί 1 ημέρα και τον Ιούλιο 2006 επί 4 ημέρες. Είναι δε προφανές ότι, ενόψει της ενδιάμεσης απασχόλησης του ενάγοντος και στις προαναφερθείσες εταιρείες, δεν μπορεί να γίνει λόγος και αναιρείται πλήρως ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος, δηλαδή περί διαρκούς ετοιμότητας του και άμεσης παροχής των υπηρεσιών του στη διάθεση των πρώτης και έκτης εναγομένων. Πρέπει, δε, να επισημανθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε, αλλ’ ούτε και ισχυρίζεται ο ενάγων, την παροχή υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης εκ μέρους των εναγομένων και σε άλλα πλοία πέραν από εκείνα τα οποία διαχειρίζονται αυτές, ο κύριος όγκος των επισκευών των οποίων ανατίθενται σε τρίτες αντίστοιχες επιχειρήσεις (βλ. κατάθεση μάρτυρα εναγομένων στα ως άνω πρακτικά συνεδριάσεων του πρωτοβαθμίου).  Αλλά ούτε και η εκδοχή ότι  μια από τις εταιρείες του ομίλου της πρώτης εναγομένης στο παρελθόν διατηρούσε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη σχετική επιχείρηση επισκευών πλοίων κλπ., όπως διατείνεται ο ενάγων, είναι δυνατόν να προσδώσει τουλάχιστον στην πρώτη εναγομένη εταιρεία και την ιδιότητα της επιχείρησης (όπως εξειδικεύεται· ανωτέρω), διότι, πέραν του ότι δεν προσδιορίζεται η συγκεκριμένη εταιρεία,   σε   κάθε περίπτωση η τελευταία  έχει  παύσει πλέον να δραστηριοποιείται.  Περαιτέρω,  ενόψει όσων ήδη αποδείχθηκαν  είναι προφανές ότι, δεν μπορεί να εκτιμηθούν οι   ως άνω   μη διαδοχικές ορισμένου χρόνου ένδικες εργασιακές συμβάσεις, οι οποίες συνέδεαν τον ενάγοντα με τις πρώτη και έκτη εναγόμενες, ως μια ενιαία σύμβαση αρίστου χρόνου, όπως αβασίμως, αλλά και αλυσιτελώς ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του και επαναφέρει με λόγο έφεσης. Τούτο, δε διότι, κατά τη κρίση του δικαστηρίου, αφενός από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την Π.Τ.Σ. 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπέ) της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος η την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος η του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά η σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπέ) της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης (βλ.  ΑΠ 104/2016, ΑΠ 142/2016, ΑΠ 229/2016, ΑΠ 122/2016), προϋποθέσεις οι οποίες, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, συντρέχουν και στην ένδικη διαφορά. Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμέ) που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των αρθ. 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (βλ. Ολ ΑΠ 13/2017, ΟλΑΠ 18/2006 ΑΠ 312/2017, ΑΠ 618/2017, ΑΠ 788/2017, ΑΠ 1106/2017, ΑΠ 1198/2017). Με τα δεδομένα αυτά  και ενόψει όσων ήδη προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν, είναι προφανές ότι, οι  επικαλούμενες από τον ενάγοντα, προς θεμελίωση των  ενδίκων αξιώσεών του, με ημερομηνίες 21.2.2006, 29.1.2007, 29.12.2007 και 30.4.2009 κηρυχθείσες υποχρεωτικές ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων οι οποίοι απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόζονται στην  προκειμένη ένδικη διαφορά, διότι ο ενάγων δεν ισχυρίσθηκε, αλλά και δεν αποδείχθηκε ότι, οι εναγόμενες εταιρείες ήσαν μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων oι οποίες συμμετείχαν στην κατάρτιση των ως άνω ΣΣΕ, αλλ’ ούτε και θα μπορούσαν να είναι μέλη αυτών, αφού, όπως ήδη
αποδείχθηκε, είναι αμιγώς ναυτιλιακές και όχι μεταλλουργικές επιχειρήσεις, η δε επιχειρηματική τους δραστηριότητα δεν ανήκει, αλλ’ ούτε και συνδέεται με τον κλάδο της ναυπηγοεπισκευαστικής επιχείρησης. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την επικαλούμενη από τον ενάγοντα – προς   ενίσχυση  των  αγωγικών του ισχυρισμών, περί εφαρμογής δηλαδή των ως άνω ΣΣΕ – ΑΠ 1933/2008. Τούτο, δε, διότι, από την επισκόπηση της εν λόγω απόφασης του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το αντικείμενο της κριθείσας διαφοράς ήταν
διαφορετικό, αφού κρίθηκε με αυτή ότι, μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Πειραιώς αποτελούν οι επιχειρήσεις ως σύνολα έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων, που αποτελούν οργανωμένες ενότητες περί το πρόσωπο του φορέα τους και τείνουν στην επίτευξη κερδοσκοπικού σκοπού, ή σε αυτοτελείς μεταλλουργικές εκμεταλλεύσεις της όλης επιχειρήσεως (βλ. ΟλΑΠ 2, 3, 4/2002) όπως είναι και η επιχείρηση διαχειρίσεως πλοίων που περιλαμβάνει αυτοτελή μεταλλουργική εκμετάλλευση, διατηρώντας μόνιμο συνεργείο  (βλ. εν λόγω ΑΠ 1933/2008). Η περίπτωση, ωστόσο, αυτή δεν συντρέχει στην ένδικη διαφορά, διότι, όπως άλλωστε προαναφέρθηκε και αποδείχθηκε, οι πρώτη και έκτη από τις εναγόμενες δεν διατηρούν παράλληλα και μεταλλουργικές επιχειρήσεις, όπως η έννοια αυτών προσδιορίζεται στην ως άνω απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Τέλος, και υπό την  εκδοχή ότι, ο ενάγων αποτελεί μέλος του Συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Αττικής, Πειραιώς και Νήσων (όπως διατείνεται αυτός) και πάλι δεν θα ήταν δυνατή η εφαρμογή των ως άνω ΣΣΕ, αφού, όπως ήδη προεκτέθηκε, το στοιχείο και μόνο αυτό δεν επαρκεί για την
εφαρμογή τους. Με τα δεδομένα επομένως αυτά και ενόψει όσων
αποδείχθηκαν ανωτέρω έπρεπε να είχε απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσία αβάσιμη κατά την κυρία βάση της και κατά τις αντίστοιχες αξιώσεις του ενάγοντος, που θεμελιώνονταν στις προαναφερθείσες ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων οι οποίοι απασχολούνται σε μεταλλουργικές επιχειρήσει και βεβαίως, πολύ περισσότερο, θα έρεπε να είχε απορριφθεί αυτή και ως προς το αντίστοιχο κονδύλιο της περί καταβολής στον ενάγοντα αποζημίωσης λόγω της επικαλούμενης στην αγωγή απόλυσης του. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, αλλ’ επίσης και κατ
ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και διαλαμβάνοντας στην εκκαλουμένη  απόφαση του ευσύνοπτη αιτιολογία, κατέληξε στην ίδια όπως και ανωτέρω, απορριπτική κρίση και θα πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι συναφείς με τα προαναφερθέντα περιστατικά αντίστοιχοι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος και εν τοις πράγμασι έβδομος,  λόγοι έφεσης αφού, ενόψει του ότι, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, δε συνδεόταν ο ενάγων με τις πρώτη και έκτη εναγόμενες με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δεν δικαιούτο να λάβει άδεια), έβδομος, όγδοος (ο οποίος προεχόντως είναι και αόριστος, τούτο, δε, διότι πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ομολογία των εναγομένων της ιστορικής και βεβαίως και της νομικής βάσης της ένδικης αγωγής, σε κάθε περίπτωση δεν παραλείπει ο ενάγων να εκθέσει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά εκείνα περιστατικά τα οποία συνιστούν ομολογία των εναγομένων), δωδέκατος (αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όχι μόνο δεν απέρριψε ην αγωγή ως αόριστη ως προς τη βάση της περί θεμελιώσεως αυτής στις ως άνω ΣΣΕ – όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών – αλλ’ αντιθέτως έκρινε ότι, αυτή – αγωγή – ευρίσκει έρεισμα και σε αυτές), δέκατος τρίτος (αφού πλήρως αποδείχθηκε ότι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης αν6χφορικα με την ενώπιον αυτού  προς κρίση ένδικη διαφορά έλαβε υπόψη, εκτίμησε και αξιολόγησε όλα τα ενώπιον αυτού εκατέρωθεν από τους διάδικους επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα), δέκατος τέταρτος (αφού ενόψει του ότι όπως αποδείχθηκε, δεν συνδεόταν ο ενάγων με τις πρώτη και έκτη εναγόμενες με σύμβαση εξαρτημένης αορίστου χρόνου, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί απολύσεως του και πολύ περισσότερο περί προσβολής της προσωπικότητας, συνεπεία της οποίας να εδικαιούτο χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία θα είχε υποστεί από την αιτία αυτή) λόγοι της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμώνται από το δικαστήριο.

Περαιτέρω ο εκκαλών με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσης, προβάλλει την αιτίαση ότι, σε κάθε περίπτωση, οι  αποδοχές του έπρεπε να υπολογιστούν από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα κατώτερα όρια αμοιβών που προέβλεπαν οι ΕΓΣΣΕ, οι οποίες ίσχυαν την ίδια περίοδο και έναντι των οποίων επίσης υπολείπονταν η σε κάθε περίπτωση άλλες ΣΣΕ. Από το περιεχόμενο όμως της αγωγής, ελεγχόμενο από το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ (πρβλ. ενδεικτικά ΑΠ 1216/1997, ΑΠ 9/2005) δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών είχε ισχυρισθεί ότι υπολείπονταν οι αποδοχές του (σε σύγκριση με τα κατώτατα όρια των ΕΓΣΣΕ ή άλλων ΣΣΕ της ίδιας περιόδου. Αντιθέτως, από τους ισχυρισμούς του ότι στις αποδοχές του έπρεπε να συνυπολογίζονται οι προβλεπόμενες αποδοχές, αμοιβές και λοιπά επιδόματα, από τις ως άνω συλλογικές συμβιώσεις για τους εργατοτεχνίτες και υπαλλήλους οι οποίοι απασχολούνται στις μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Πειραιώς και Νήσων, με την παράθεση μάλιστα σχετικών ανά κατηγορία αποδοχών πινάκων, σαφώς συνάγεται ότι ζήτησε να
του καταβληθούν διαφορές αποδοχών βάσει των ρυθμίσεων στις οποίες, κατά τα προαναφερόμενα, δεν υπάγεται (βλ. ΑΠ 1747/1998). Επομένως δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, ομοίως κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, αλλ’ επί πλέον και κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, διέλαβε νόμιμη αιτιολογία στην εκκαλουμένη απόφαση του περί μη δυνατότητας εφαρμογής είτε της ΕΓΣΣΕ είτε άλλης ΣΣΕ και θα πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος (κατ’ αριθμητική σειρά στην έφεση) έκτος λόγος αυτής (έφεσης),
όπως εκτιμάται από το δικαστήριο. Εξάλλου, από τα  ίδια ως άνω αποδειχθέντα, σε κάθε περίπτωση και εφόσον δεν συνδεόταν ο ενάγων με τις πρώτη και έκτη εναγόμενες με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου,  και όλως επικουρικώς, δεν συνέτρεχαν στην υπό κρίση διαφορά οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω ΣΣΕ για τους εργατοτεχνίτες και υπαλλήλους οι οποίοι απασχολούνται στις μεταλλουργικές επιχειρήσεις της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης Πειραιώς και Νήσων, πολύ περισσότερο, δεν θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν εν προκειμένω οι διατάζεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ «περί αδικαιολογήτου πλουτισμού», στις οποίες είχε θεμελιώσει ο ενάγων την επικουρική βάση της αγωγής του, αφού και η βάση αυτή συναρτάται με τις ως άνω ΣΣΕ και θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να είχε απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Δεν έσφαλε επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κα’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, αλλά και κατ” ορθή εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε στην ίδια ως άνω κρίση, απορρίπτοντας σιγή την ένδικη αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση, ως ουσιαστικά αβάσιμη και θα πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος ένατος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο.

Ακολούθως, αλυσιτελώς ο εκκαλών αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, απορρίφθηκε ο προβληθείς αγωγικός ισχυρισμός του περί καταχρηστικής άσκησης των εταιρικών τύπων και άρσης της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων των εφεσίβλητων, αλλά και των διατάξεων του εταιρικού δικαίου και της εφαρμογής τους στον χώρο του εργατικού δικαίου. Τούτο, δε, διότι από την επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης κρίθηκε με αυτή το αγωγικό αίτημα
περί άρσεως της νομικής αυτοτέλειας των εναγομένων, δεν ήταν, ωστόσο αναγκαία η περαιτέρω κατ’ ουσία έρευνα των προϋποθέσεων αυτών και η αντίστοιχη κρίση περί της ουσιαστικής της βασιμότητας, αφού, όπως εκτέθηκε, κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι, δεν συνέτρεχαν οι κατά τον νόμο προϋποθέσεις παροχής στον ενάγοντα της αιτηθείσας με την αγωγή νομικής προστασίας και θα πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος δέκατος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται
από το δικαστήριο. Ομοίως, όπως ήδη προαναφέρθηκε και αποδείχθηκε ανωτέρω, μεταξύ των άλλων και από τις βεβαιώσεις εργασιών μη φυσικού προσώπου της Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, τις οποίες προσκόμισαν πρωτοδίκως, επικαλούνται δε και προσκομίζουν εκ νέου και κατά  την παρούσα δίκη οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη από τις εναγόμενες, αυτές έχουν έδρα τον Πειραιά και η επιχειρηματική τους δραστηριότητα είναι η έναντι ναύλου μεταφορά αργού πετρελαίου με τα υπό την ιδιοκτησία τους δεξαμενόπλοια. Σε κάθε δε περίπτωση δεν ασκεί, κατά τη κρίση του δικαστηρίου, οποιαδήποτε επιρροή στην έκβαση της  ένδικης, διαφοράς αν οι εν λόγω εναγόμενες είναι νόμιμα εγκαταστημένες στην Ελλάδα και θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως ομόρρυθμες εταιρείες, τούτο, δε, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, ενόψει της απόρριψης της αγωγής ως κατ’ ουσία αβάσιμης, παρείλκε η οποιαδήποτε περί των ανωτέρω περιστατικών κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και θα πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος ενδέκατος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο.  Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, παραδεκτώς οι εφεσίβλητες αναγράφουν στην προσθήκη των προτάσεων τους Αριθμούς Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) τους, κατ’ επιταγή της διάταξης του άρθρου 118 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ήδη αντικαταστάθηκε και ισχύει με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, η οποία,   εφαρμόζεται  για τα ένδικα μέσα και κατά τις ειδικές διαδικασίες από 1-1-2016 (κατ΄ άρθρο ένατο παρ 2 του άρθρου 1 του ως άνω Ν. 4335/2015).

Ακολούθως και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο εκκαλών-ενάγων στην καταβολή  των δικαστικών  εξόδων  των εφεσιβλήτων-εναγομένων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος  κατά της υπ΄ αριθ. 629/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Καταδικάζει τον εκκαλούντα-ενάγοντα να καταβάλλει στις εφεσίβλητες-εναγόμενες τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής λόγω

προαγωγής της και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών