Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 94/2018

Αριθμός 94/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ. Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη από 11.7.2016 (και με αύξοντες αριθμό κατάθεσης ………/26.10.2016) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος κατά της υπ αριθ. 490/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει εκδοθεί  κατά την ειδική διαδικασία αυτοκινητικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, αλλά και δεν επικαλούνται οι διάδικοι ότι, έλαβε χώρα επίδοση αυτής (εκκαλουμένης), αφού από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης (16.2.2016) έως και την άσκηση της υπό κρίση έφεσης με κατάθεση του δικογράφου στον γραμματέα του εκδόντος αυτή πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (26.10.2016) δεν έχει παρέλθει η από την ως άνω διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ οριζόμενη προς τούτο διετία (όπως ήδη ισχύει από 1.1.2016 μετά την τροποποίηση του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δέκτη η έφεση αυτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των επί μέρους, αντιστοίχως, λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε κατά των εναγομένων και
ήδη εφεσίβλητων την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 681Α, 666, 667 και 670 – 676 ΚΠολΔ «διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο κλπ.») από 6.5.2015 (και με αύξοντες αριθμούς κατάθεσης ……../14.5.2015) αγωγή του (όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το δικαστήριο), στην οποία εξέθετε ότι, κατά τους αναφερόμενους σε αυτή
τόπο και χρόνο ο πρώτος από τους εναγομένους οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ……….. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο ανήκε στην κυριότητα του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος ήταν ασφαλισμένος στην τρίτη εναγομένη κατά του κίνδυνου πρόκλησης αστικής ευθύνης κατά τη  λειτουργία του, προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα και υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα,  συνεπεία του οποίου αυτός (ενάγων), ο οποίος ήταν πεζός, υπέστη σωματικές βλάβες. Με βάση, δε, το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά τη νόμιμη
μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και με τις κατατεθείσες πρωτόδικες προτάσεις του (κατ’ άρθρα 223 και 591παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι, οι εναγόμενοι, υπό τις προεκτεθείσες, αντιστοίχως, ιδιότητες τους, υποχρεούνται να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι αντιστοίχως ο κάθε ένας εις ολόκληρον τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά για διαφυγόντα εισοδήματα,  για λήψη  βελτιωμένης διατροφής, για δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, για έξοδα μετακινήσεως του, για πλασματική δαπάνη κατ’ οίκον βοηθού θεραπαινίδας, για δαπάνες μελλοντικής επέμβασης, για αποζημίωση λόγω της αναπηρίας η οποία προκλήθηκε σε αυτόν, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την ένδικη ζημιογόνο αίτια και συνολικά το ποσό των 169.235,81 ευρώ, όλα δε τα ποσά αυτά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε κατ΄ αντιμωλίαν των τότε  και ήδη διαδίκων, η ως άνω  εκκαλουμένη οριστική απόφαση του ανωτέρω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας α) κρίθηκε ότι το ως άνω ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα οφείλεται σε συντρέχον πταίσμα τόσο του ανωτέρω οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά ποσοστό 60%, όσο και αυτού του παθόντος ενάγοντος κατά ποσοστό 40%, β) ομοίως κρίθηκε απορριπτέα αυτή (αγωγή) ως αόριστη και απαράδεκτη δικαστικής εκτίμησης αναφορικά με το κονδύλιο για διαφυγόντα κέρδη και γ) κατά τα λοιπά έγινε αυτή δεκτή εν μέρει δέκτη, ως κατ’ ουσία βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι, οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, ευθυνόμενοι αντιστοίχως ο κάθε ένας εις ολόκληρο, στον ενάγοντα το ποσό 12.850,62 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής και ως την εξόφληση, αφού επισημανθεί ότι, το αγωγικό κονδύλιο που αφορούσε σε αποζημίωση λόγω της αναπηρίας (ΑΚ 931) απορρίφθηκες ως κατ’ ουσία αβάσιμο. Κατά της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ενάγων και για τους λόγους οι οποίοι εμπεριέχονται στο εφετήριο και ανάγονται τόσο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νομού, όσο και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της και την εν συνεχεία παραδοχή της αγωγής του στο σύνολο της.

Από τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ προκύπτει οτι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη (ΟλΑΠ 20/1992,   ΑΠ 637/2017, ΑΠ 689/2017, ΑΠ 4/2015, ΑΠ 730/2015, ΑΠ 823/2015, ΑΠ 104/2014, ΑΠ 935/2014, ΑΠ 1067/2014, ΑΠ 587/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων/είχε ζητήσει με την ένδικη αγωγή του να αναγνωρισθεί ότι, οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν σε αυτόν το ποσό των 5.791,60 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη. Ειδικότερα, για την κατά νόμο θεμελίωση της αγωγής του κατά το εν λόγω αντίστοιχο κονδύλιο, είχε ισχυρισθεί ότι, τα καθαρά έσοδα – κέρδη από την εκμετάλλευση του καταστήματος το οποίο διατηρούσε η ομόρρυθμη εταιρεία «……………», της οποίας αποτελούσε ομόρρυθμο μέλος, ανέρχονταν στο ποσό των 2.000,00 ευρώ μηνιαίως, καθώς και ότι τα προσωπικά του έσοδα από τη συμμετοχή του σε αυτή ανέρχονταν στο ποσό των 1.040,00 ευρώ μηνιαίως, καθώς και ότι, ενόψει του ότι λόγω του επισυμβάντος σοβαρού τραυματισμού του, αυτός αναγκάσθηκε να απέχει από την εργασία του στην εν λόγω εταιρική επιχείρηση, με αποτέλεσμα να υπολειτουργεί αυτή και να απολέσει το ως άνω ποσό, το οποίο κατά την επί οκτάμηνο αποχή του ανήλθε στο ποσό των 8.320,00 ευρώ (δηλ. 8 μήνες Χ 1.040,0 ευρώ). Μετά δε την αφαίρεση του ποσού των 2.528,40 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε στον ενάγοντα από τον ΟΑΕΕ, αυτός ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι, οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό των 5.791,60 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη. Υπό τα εκτιθέμενα, ωστόσο, η αγωγή είναι  αόριστη ως προς το ως άνω αγωγικό κονδύλιο  και θα έπρεπε  να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι ο ενάγων παρέλειψε να προσδιορίσει κατά τρόπο σαφή, λεπτομερή και ορισμένο το ποσό των καθαρών εσόδων του από την ως άνω εταιρική επιχείρηση μετά την επέλευση του τραυματισμού του, ενόψει μάλιστα και του ισχυρισμού του ότι, η εν λόγω επιχείρηση υπολειτουργούσε και δεν διεκόπη η λειτουργία της, ώστε το ποσό αυτό να αφαιρεθεί από το αντίστοιχο ποσό των καθαρών εσόδων τα οποία ισχυρίσθηκε ότι απώλεσε. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των αναφερομένων στην παρατεθείσα ανωτέρω νομική σκέψη κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήχθη στην αυτή ως άνω κρίση, απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή ως προς το κονδύλιο της περί διαφυγόντων κερδών ως αόριστο και απαράδεκτο δικαστικής εκτίμησης και θα πρέπει, επομένως, να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος έβδομος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο.

Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μάρτυρος του ενάγοντος  (από την πλευρά των εναγομένων δεν εξετάστηκαν μάρτυρες), η οποία περιέχεται στα επικαλούμενα  και προσκομιζόμενα ταυτάριθμε με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως  του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όλων των εγγράφων τα οποία επικαλέστηκαν πρωτοδίκως, επικαλούνται δε και προσκομίζουν και κατά την παρούσα δίκη, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από όλη εν γένει τη διαδικασία, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 31.5.2014 και περί ώρα 09.45′ ο πρώτος των εναγομένων, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, το οποίο ανήκε στην κυριότητα του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος ήταν ασφαλισμένος στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία κατά του κινδύνου πρόκλησης αστικής ευθύνης κατά τη λειτουργία του, κινείτο επί της παρόδου Μαρμαρά στη Νίκαια Αττικής, με κατεύθυνση από την οδό Κερασούντος προς την οδό Καραϊσκάκη. Φθάνοντας αυτός (πρώτος εναγόμενος) στη συμβολή της ως άνω παρόδου Μάρμαρα με την οδό Καραϊσκάκη, διέσχισε με το αυτοκίνητο του την εν λόγω διασταύρωση, πραγματοποιώντας μικρό ελιγμό προς τα αριστερά κα εισήλθε στην οδό Θαλή, η οποία έχει πλάτος 5 μ. και είναι διπλής κατεύθυνσης με μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και με την ύπαρξη σταθμευμένων οχημάτων στο δεξιό άκρο της, σε σχέση με την πορεία του, έχοντας αυτός κατεύθυνση προς την οδό Επταλόφου (βλ. και επικαλούμενο και προσκομιζόμενο  σχετικό από 31.5.2014 πρόχειρο σχεδιάγραμμα  του επιληφθέντος του ατυχήματος αρμοδίου αστυνομικού οργάνου). Κατά το ως άνω χρονικό σημείο, επί του οδοστρώματος της οδού Θαλή δίπλα στα σταθμευμένα οχήματα και σε απόσταση 9 μέτρων από τη διασταύρωση της με την οδό Καραϊσκάκη, βρίσκονταν τρεις πεζοί  και ειδικότερα ο ενάγων και άλλα δύο άτομα που συνομιλούσαν μεταξύ τους, εκ των οποίων ο ενάγων στεκόταν  με μέτωπο προς την οδό Επταλόφου, η πρωτοδίκως εξετασθείσα ως άνω μάρτυς με μέτωπο προς την οδό Καραϊσκάκη (η οποία αναφέρεται ως αυτόπτης μάρτυς στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 31.5.2014 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος συνταχθείσα από το επιληφθέν του ζημιογόνου ατυχήματος αρμοδίου αστυνομικού οργάνου) και άλλος ένας
άνδρας με μέτωπο προς τον οικοδομικό αριθμό 2 της οδού Θαλή. Όταν ο πρώτος εναγόμενος έφθασε στο σημείο, στο οποίο στέκονταν οι προαναφερθέντες πεζοί, ο ενάγων επεχείρησε να διασχίσει καθέτως το οδόστρωμια της οδού Θαλή, έχοντας όμως ελέγξει μόνο για τυχόν διερχόμενα οχήματα με κατεύθυνση από την οδό Επταλόφου   προς την οδό Καραϊσκάκη (δηλαδή με πορεία αντίθετη προς  εκείνη του ανωτέρω οδηγούμενου  από τον πρώτο εναγόμενο αυτοκίνητου) έχοντας ωστόσο παραλείψει να ελέγξει και την κίνηση οχημάτων από την αντίθετη   κατεύθυνση,  δηλαδή  από  την  οδό  Καραϊσκάκη   προς  την  οδό Επταλόφου,   με   αποτέλεσμα   να   παρεμβληθεί   αυτός   στην   πορεία   του οδηγούμενου από το πρώτο εναγόμενο οχήματος και να  παρασυρθεί  με την εμπρόσθια δεξιά πλευρά αυτού και ακολούθως να προκληθούν σε αυτόν (ενάγοντα) σωματικές βλάβες, παρά την προσπάθεια του ως άνω οδηγού του
ζημιογόνου αυτοκινήτου να τροχοπεδήσει, και να αποφύγει τον ενάγοντα, πλην όμως ανεπιτυχώς. Εξάλλου, δεν προέκυψε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι δεν   στεκόταν ο ενάγων εντός του οδοστρώματος, όπως ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, διότι διαψεύδεται απ’ αυτήν την ίδια την ανωτέρω εξετασθείσα μάρτυρα, η οποία κατέθεσε ότι δεν στέκονταν επί του πεζοδρομίου (βλ. κατάθεση εν λόγω μάρτυρος στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και στην από 10.7.2014 έκθεση ένορκης εξέτασης της ενώπιον του αρμοδίου προς τούτο αστυνομικού οργάνου). Άλλωστε, αν οι ως άνω πεζοί ευρίσκονταν στον χώρο μεταξύ των σταθμευμένων οχημάτων, όπως επικαλέσθηκε επίσης ο ενάγων, ασφαλούς τότε κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα μπορούσε να έλθει αυτός σε επαφή με το οδηγούμενο από τον πρώτο εναγόμενο και κινούμενο επί του οδοστρώματος οχήματος καν βεβαίως δεν θα είχε επισυμβεί το ένδικο ζημιογόνο γεγονός ή σε κάθε περίπτωση θα είχε επίσης τραυματισθεί και η προαναφερθείσα μάρτυς, περιστατικό, ωστόσο, το οποίο δεν έλαβε χώρα. Αποδεικνύεται, περαιτέρω ότι, ο πρώτος εναγόμενος δεν οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο έχοντας αναπτύξει σε αυτό μεγάλη ταχύτητα, όπως αβασίμως ισχυρίσθηκε ο ενάγων πρωτοδίκως και επαναφέρει τον αντίστοιχο ισχυρισμό του με λόγο έφεσης, διότι, ενόψει του ότι, αυτός (πρώτος εναγόμενος) έχοντας διασχίσει την ανωτέρω διασταύρωση (όπου ασφαλώς εξ ανάγκης θα είχε ανακόψει η και να διακόψει την ταχύτητα του αυτοκινήτου του λόγω της ύπαρξης επί της πορείας του πινακίδας με την ένδειξη STOP και έχοντας εισέλθει στη συνέχεια στην ανωτέρω οδό Θαλή, στην οποία επισυνέβη το ως άνω ατύχημα (το οποίο μάλιστα έλαβε χώρα μόλις 9 μέτρα από τη διασταύρωση), ασφαλώς δεν θα προλάβαινε αυτός (πρώτος εναγόμενος) να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. Ενόψει, επομένως, όσων προαναφέρθηκαν και ήδη αποδείχθηκαν, είναι προφανές ότι, το επίδικο ατύχημα οφείλεται κυρίως και κατά ποσοστό 60% σε υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου οδηγού του ως άνω ζημιογόνου οχήματος, η οποία συνίσταται στο ότι, αυτός δεν οδηγούσε με επιμέλεια αυτό, όπως θα έπραττε κάθε άλλος μέσος επιμελής και συνετός οδηγός ευρισκόμενος υπό τις αυτές ανωτέρω συνθήκες. Ειδικότερα ο πρώτος εναγόμενος δεν οδηγούσε το όχημα του με σύνεση και ιδιαίτερη προσοχή, δεν ασκούσε τον πλήρη έλεγχο
του οδηγούμενου απ αυτόν οχήματος, ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να προβεί στους αναγκαίους χειρισμούς και ελιγμούς για την αποτροπή πρόκλησης κινδύνου και συγκεκριμένα αν και αντιλήφθηκε τον ενάγοντα και τα προαναφερθέντα άλλα δύο άτομα, με τα οποία αυτός συνομιλούσε, να στέκονται επί του οδοστρώματος της οδού Θαλή, εν τούτοις δεν μερίμνησε να μειώσει και ανακόψει την ταχύτητα με την οποία εκινείτο το όχημα του και να προσαρμοσθεί στις επικρατούσες συνθήκες, ώστε να είναι σε θέση σε περίπτωση οποιαδήποτε τυχόν μετακίνησης αυτών (ενάγοντος και λοιπών πεζών) να προβεί εγκαίρως στον αναγκαίο ελιγμό για να μη τους θέσει σε
κίνδυνο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 2696/1999 (Κώδικα  Οδικής  Κυκλοφορίας).  Παράλληλα, το ένδικο ατύχημα οφείλεται και σε συντρέχον πταίσμα και αυτού του ιδίου του ενάγοντος, το οποίο συνίσταται στο ότι, παρόλο που είχε πρόθεση να διασχίσει καθέτως το οδόστρωμα της οδού Θαλή, στην οποία δεν υφίσταται στο σημείο εκείνο διάβαση πεζών, δεν έλεγξε προηγουμένως την επί της εν λόγω οδού κίνηση οχημάτων και αν ήταν σε θέση να προβεί  ακινδύνως στην ανωτέρω ενέργεια, όπως θα έπραττε κάθε άλλος μέσος συνετός πεζός ευρισκόμενος υπό τις  συνθήκες και δεν βεβαιώθηκε ότι, μπορούσε να προβεί στην ως άνω ενεργεί χωρίς την πρόκληση κίνδυνου, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία του οδηγούμενου από τον πρώτο εναγόμενο ανωτέρω οχήματος, να επιπέσει επ’ αυτού και να υποστεί σωματικές βλάβες, κατά παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 περ. ε’ του Κ.Ο.Κ. Πρέπει, μάλιστα, να επισημανθεί ότι, τα ως άνω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται από το ότι, εξεταζόμενος ο πρώτος εναγόμενος από το αρμόδιο αστυνομικό όργανο αναφορικά με τις συνθήκες πρόσκλησης του ενδίκου ατυχήματος ανέφερε ότι, παρατηρούσε ένα σκύλο (βλ. επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 17.6.2014 έκθεση ένορκης εξέτασης αυτού ενώπιον του ως άνω αστυνομικού οργάνου), όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων – εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του. Τούτο δε, διότι, ασφαλώς το στοιχείο αυτό αποτελεί ένδειξη της έλλειψης επιμέλειας του πρώτου εναγομένου περί την οδήγηση του οχήματος του, αφού και πάλι ασφαλώς δεν θα είχε επισυμβεί το ένδικο ατύχημα αν και ο ενάγων δεν είχε επιδείξει την προαναφερθείσα αμελή συμπεριφορά.  Επομένως, με τα δεδομένα  αυτά είναι προφανές ότι, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, κατ’ ορθή επίσης εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, αλλά και κατά τα μερική παραδοχή αντίστοιχης προταθείσας από τους εναγομένους ένστασης περί συντρέχοντος πταίσματος και του ενάγοντος (την οποία επαναφέρουν κατά την παρούσα δίκη), με την εκκαλουμένη απόφαση του  κατέληξε  στην ίδια ως άνω κρίση (δηλαδή περί υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου κατά ποσοστό 60% και συντρέχοντος πταίσματος του εναγομένου κατά ποσοστό 40%) και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος πρώτος Λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. «η αναπηρία η η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του». Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως «μέλλον» νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία η παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η ένεκα της αναπηρίας η παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία η ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας συμφωνά με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχάσεις, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 του Α.Κ., που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί (ΑΠ 91/2017, ΑΠ 441/2017, ΑΠ 158/2016, ΑΠ 150/2015, ΑΠ 1487/2014, ΑΠ  509/2013, ΑΠ 1438/2013, ΑΠ  1622/2013, ΑΠ 509/2013, ΑΠ 560/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι, μετά την επέλευση του ενδίκου ατυχήματος ο ενάγων διακομίσθηκε με ασθενοφόρο όχημα του Ε.Κ.Α.Β. στο Γενικό Νοσοκομείο Νικαίας «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», όπου διαγνώσθηκε με εκδορά αριστερού ώμου και κάταγμα διάφυσης αριστερής κνήμης περόνης, που αντιμετωπίσθηκε χειρουργικά με ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με πλάκα και
βίδες, παρέμεινε δε νοσηλευόμενος μέχρι την 5.6.2014, ενώ την 30.6.2014 προσήλθε στο εξωτερικό ορθοπεδικό ιατρείο του ανωτέρω νοσοκομείου, όπου αφού εξετάσθηκε, βρέθηκε με κάταγμα κνήμης (Δε) χειρουργηθέν προ μηνός, ο ακτινολογικός έλεγχος ικανοποιητικός, εδόθησαν δε οδηγίες για επανεξέταση.  Εξερχόμενος από το ανωτέρω νοσοκομείο δόθηκε σε αυτόν από τους θεράποντες ιατρούς αντιπηκτική αγωγή και αναρρωτική άδεια τριών μηνών, ενώ του συνεστήθη η τοποθέτηση μηροκνημοποδικού κηδεμόνα. Κατά την επανεξέτασή του την 10.9.2014 στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία του προαναφερθέντος νοσοκομείου διαπιστώθηκε εξέλιξη της πώρωσης του κατάγματος, συνεστήθη σε αυτόν βάδιση υποβοηθούμενος από βακτηρίες μασχάλης με μερική φόρτιση και φυσικοθεραπείες, παράλληλα δε χορηγήθηκε σε αυτόν επί πλέον αναρρωτική άδεια τριών μηνών σε συνέχεια της προηγουμένης άδειας. Στη συνέχεια, επανεξεταζόμενος την 4.12.2014 επίσης στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία, του ίδιου ανωτέρω νοσοκομείου, ο ενάγων εμφάνισε σχεδόν ολοκλήρωση της πόρωσης του κατάγματος, καθώς και πλήρη ανώδυνη κινητικότητα παρακείμενων αρθρώσεων, συνεστήθη σε αυτόν βάδιση με τη βοήθεια βακτηριών μασχάλης και μερική φόρτιση του πάσχοντος σκέλους, παράλληλα: δε χορηγήθηκε σε αυτόν επίσης αναρρωτική άδεια δυο μηνών σε συνέχεια της προηγουμένης άδειας. Επακολούθησε η επανεξέταση του ενάγοντος την 18.2.2015 ομοίως στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία του προαναφερθέντος νοσοκομείου όπου διαπιστώθηκε ατροφία μυών γαστροκνημίας, επώδυνος περιορισμός κινητικότητας αριστερής ποδοκνημικής, του συνεστήθη φυσικοθεραπεία επί ένα μήνα, χορηγήθηκε σε αυτόν αναρρωτική άδεια ενός μηνός σε συνέχεια της προηγούμενης αδείας, παράλληλα δε επισημάνθηκε σε αυτόν ότι, εντός έτους θα πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης των υλικών οστεοσύνθεσης. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αντίστοιχα πιστοποιητικά εξέτασης του ανωτέρω νοσοκομείου. Εξάλλου, σύμφωνα με την από 5.2.2015 ιατρική γνωμάτευση -βεβαίωση του ορθοπεδικού ιατρού χειρουργού ………., την οποία επικαλέσθηκε αυτός πρωτοδίκως, επικαλείται δε και προσκομίζει και κατά την παρούσα δίκη ο τελευταίος παρουσιάζει άλγος – δυσκαμψία – μυϊκή αδυναμία αριστερής ποδοκνημικής εξαιτίας της μακρόχρονης ακινητοποίησης στον νάρθηκα και ενοχλήσεις και εντοπισμένη ευαισθησία στην αριστερή κνήμη εξ6χιτίας της θέσης των βιδών ακριβώς κάτω από το δέρμα της περιοχής και αναλυτικότερα έλλειμμα κάτω από τη ραχιαία  κάμψη και εντός της αριστερής ποδοκνημικής και συνδετική αστάθεια της αριστερής ποδοκνημικής εξαιτίας της ατροφίας των πλαγίων συνδέσμων και για να αποκατασταθεί το αριστερό κάτω άκρο του χρήζει τουλάχιστον τριάντα συνεδριών φυσικοθεραπείας και ενδυνάμωσης και μετά από έξι μήνες νέα χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης, ενώ ο χρόνος πλήρους αποκατάστασης εκτιμήθηκε σε οκτώ μήνες από τη χορήγηση της ως άνω βεβαίωσης. Ομοίως, με βάση την από 12.2.2015 βεβαίωση του φυσικοθεραπευτή …………. (την οποία επικαλέσθηκε ο ενάγων πρωτοδίκως, επικαλείται δε και προσκομίζει κατά την προκειμένη κατ’ έφεση δίκη), αυτός (ενάγων) παρουσιάζει εύρος κίνησης στο δεξί πόδι ως εξής, πελματιαία κάμψη 48 μοίρες, ραχιαία κάμψη 28 μοίρες, εύρος κίνησης στο αριστερό πόδι ως εξής, πελματιαία κάμψη 35 μοίρες και ραχιαία κάμψη 20 μοίρες, η αριστερή ποδοκνημική έχει 73,60% ολιγότερη δύναμη από τη δεξιά στην πελματιαία κάμψη, 38,64% ολιγότερη δύναμη από τη δεξιά στη ραχιαία κάμψη κα επίσης 94,62% και 82,15% ολιγότερο έργο από τη δεξιά στην πελματιαία και στη ραχιαία κάμψη, αντιστοίχως. Από τα ίδια, όμως,  αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο ενάγων τόσο κατά την πρωτοδίκη, όσο και  κατά την προκειμένη  δίκη, δεν αποδείχθηκε, Κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι, συνεπεία του ενδίκου ζημιογόνου τραυματισμού του ο ενάγων έχει υποστεί αναπηρία η παραμόρφωση συνέπεια των οποίων να επηρεάζεται το μέλλον του, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ., όπως η έννοια αυτής προσδιορίζεται στην παρατεθείσα ανωτέρω νομική σκέψη και όπως αβασίμως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, πολύ μάλιστα περισσότερο αφού, στην ήδη προαναφερθείσες από 5.2.2015 ιατρική γνωμάτευση βεβαίωση του ιατρού ορθοπεδικού – χειρουργού γίνεται λόγος για πλήρη αποκατάσταση της υγείας του ενάγοντος σε χρονικό διάστημα οκτώ μηνών από τη χορήγηση της εν λόγο βεβαίωσης. Άλλωστε, όπως ήδη προεκτάθηκε ανωτέρω και κατά προαναφερθείσα τελευταία επανεξέταση του ενάγοντος στα εξωτερικά ιατρεία του ανωτέρω νοσοκομείου κατά την 18.2.2015, μεταξύ των άλλων επισημάνθηκε σε αυτόν ότι, εντός έτους θα πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης των υλικών οστεοσύνθεσης, χωρίς ωστόσο και να αναφέρεται και η πιθανότητα πρόκλησης επιπλοκών ή χειροτέρευσης της υγείας του ενάγοντος, σε σημείο που να είναι δυνατόν να προκληθεί μόνιμη αναπηρία του ικανή να επηρεάσει αρνητικά το μέλλον του τόσο στον επαγγελματικό τομέα, όσο και στις λοιπές δραστηριότητες του. Άλλωστε, πλην των προαναφερθεισών νοσοκομειακών και ιατρικών βεβαιώσεων τις οποίες επικαλέσθηκε ο ενάγων, σε κάθε περίπτωση αυτός δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει, κατά την παρούσα δίκη  και άλλα αντίστοιχα μεταγενέστερα πιστοποιητικά από το ανωτέρω νοσοκομείο ή και από άλλα νοσοκομεία στα οποία να έχει εξετασθεί και από τα οποία να προκύπτει η εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του, πολύ μάλιστα περισσότερο αφού, θα πρέπει να έχει υποβληθεί αυτός σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης, όπως του επισημάνθηκε κατά τη λαβούσα χώρα την 18.2.2015 τελευταία επανεξέταση του στο ως άνω νοσοκομείο. Και βεβαίως στερείται ουσιαστικής βασιμότητας και οπωσδήποτε κρίνεται ως αλυσιτελής ο προβαλλόμενος με λόγο έφεσης ισχυρισμός του εκκαλούντος ενάγοντος ότι, οι θεράποντες ιατροί τον είχαν ενημερώσει προφορικά ότι, πιθανότατα δεν επρόκειτο να αποκατασταθεί η βλάβη στο πόδι του, πλην όμως για λόγους δεοντολογίας και πρόσθετης διασφάλισης τους, αδυνατούσαν να του χορηγήσουν τέτοια βεβαίωση. Είναι, ωστόσο, προφανές ότι, αν πράγματι είχε διαγνωσθεί η οριστική πρόκληση βλάβης στο πόδι του ενάγοντος, ασφαλώς και θα είχε χορηγηθεί σε αυτόν η σχετική προς τούτο ιατρική βεβαίωση. Υπό τα δεδομένα, επομένως, αυτά θα έπρεπε να είχε απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος ως κατ’ ουσία αβάσιμη κατά το αντίστοιχο και αναφερόμενο στην κατ’ άρθρο 931 Α.Κ. αποζημίωση κονδύλιο της. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης, αλλά και κατ’ ορθή επίσης εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων  έκρινε ομοίως,  απορρίπτοντας με την εκκαλουμένη απόφαση την αγωγή του ενάγοντος ως προς το προαναφερθέν κονδύλιο της και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο.

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ, και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει η όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη η ψυχική οδύνη, καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νομού είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Εξ άλλου, το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (βλ. Ολ. ΑΠ 43/2005, ΑΠ 159/2017,ΑΠ 327/2017, πρβλ. και ΕΔΔΑ: …. κατά Γαλλίας, απόφ. της 3-12-2002). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης (πρβλ.ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 958/2017, ΑΠ 1731/2008, ΑΠ 918/2007, ΑΠ 132/2006). Στην προκείμενη διαφορά, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά και λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας της βλάβης της υγείας του την οποία υπέστη ο ενάγων, του βαθμού του πταίσματος του πρώτου εναγομένου οδηγού του ανωτέρω ζημιογόνου αυτοκινήτου, του επίσης αποδειχθέντος συντρέχοντος πταίσματος   του   παθόντος   ενάγοντος,   της   κοινωνικής   και   οικονομικής κατάστασης των μερών και των λοιπών αποδειχθεισών περιστάσεων, πράγματι ο ενάγων υπέστη ηθική από την ως άνω ένδικη ζημιογόνο αιτία, για την οποία έπρεπε να επιδικασθεί αντίστοιχη χρηματική ικανοποίηση ποσού 10.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και ανταποκρίνεται στις περιστάσεις. Εφόσον, επομένως, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ., αλλά και κατ’ ορθή επίσης εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, κατέληξε στην ίδια κρίση, δεχόμενο ότι, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη ανερχόμενη  στο ως άνω ποσό των 10.000,00 ευρώ, δεν έσφαλε και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε, εξάλλου, υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αφού το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση δεν υπολείπεται, και μάλιστα καταφανώς, του συνήθως επιδικαζομένου σε παρόμοιες περιπτώσεις  ποσού (πρβλ. και ΑΠ 327/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ) και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται  από το δικαστήριο.

Περαιτέρω, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι, ενόψει της αποδειχθείσας ανωτέρω κατάστασης της υγείας του ενάγοντος ο τελευταίος αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού-αποκλειστικής νοσοκόμου, έργο το οποίο ανέλαβε η σύζυγός του με εντατικοποίηση των δυνάμεών της (βλ Σχ ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010) για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών μετά την επέλευση του ενδίκου ζημιογόνου ατυχήματος και του εντεύθεν τραυματισμού του.  Δικαιούται συνεπώς ο ενάγων να απαιτήσει αποζημίωση,  διότι, αν είχε προβεί, για τον σκοπό αυτό, στην πρόσληψη οικιακής βοηθού, ασφαλώς και (κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορεία, τα διδάγματα κοινής πείρας και τις ειδικότερα επικρατούσες συνθήκες αμοιβής των οικιακών βοηθών, αλλά και λαμβανομένων υπόψη του είδους της σωματικής βλάβης την οποία υπέστη και της συνολικής κλινικής εικόνας του, κατά την κρίση του δικαστηρίου, θα κατέβαλε το ποσό των 30,00 ευρώ ημερησίως, δοθέντος ότι, η σύζυγος του δεν απασχολείτο διαρκώς εντός της ημέρας, συνολικά δε θα κατέβαλε αυτός για την αιτία αυτή το ποσό των 1.800,00 ευρώ (δηλαδή 60 ήμερες Χ 30,00 ευρώ ημερησίως).  Εφόσον,  επομένως,  και  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση αναγνωρίζοντας με την εκκαλουμένη απόφαση ότι, οι εναγόμενοι είναι  υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον ενάγοντα για την ανωτέρω αίτια, ευθυνόμενοι εις ολόκληρο ο κάθε ένας, το ίδιο   ως άνω ποσό των 1.800,00 ευρώ, ορθά εκτίμησε και αξιολόγησε τις αποδείξεις και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος τέταρτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο. Ομοίως, από τα αυτά ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι, συστήθηκε στον ενάγοντα από τους θεράποντες ιατρούς η λήψη βελτιωμένης τροφής για την αποθεραπεία των τραυμάτων του και μάλιστα για χρονικό διάστημα ενενήντα δυο (92) ήμερων, όπως  αιτήθηκε αυτός με την ένδικη αγωγή του, σε κάθε δε περίπτωση, ομοίως κατά την κρίση του δικαστηρίου, η χορήγηση της βελτιωμένης τροφής δεν ήταν αναγκαία, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας, από τη φύση των τραυμάτων, την έκταση αυτών, τον κίνδυνο μικροβιακής επιμόλυνσης και από την ανάγκη για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κακώσεων της (πρβλ. ΑΠ 1276/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΕφΛαρ 99/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, Εφ Λαμ 14/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πολύ μάλιστα, περισσότερο αφού από την κατάθεση της ανωτέρω αναφερομένης (και αυτόπτη) μάρτυρος του ενάγοντος, δεν προέκυψε η ανάγκη λήψης απ’ αυτόν βελτιωμένης διατροφής (πρβλ. και ΕφΛαρ 87/2008 αδημ.). Ομοίως, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν ήταν αναγκαία η λήψη βελτιωμένης διατροφής και εκ του λόγου ότι, σύμφωνα με τα λαμβανόμενα υπόψη αυτεπαγγέλτως διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) οι διατροφικές συνθήκες του μέσου πολίτη αυτής της χώρας υπερκαλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες ακόμη και ενός εξασθενημένου οργανισμού, εφόσον περιλαμβάνουν σε καθημερινή βάση τροφές, όπως είναι το κρέας η το ψάρι, χυμοί, φρούτα, γαλακτοκομικά προϊόντα. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 929 ΑΚ, αλλα και κατ’ ορθή επίσης εκτίμηση και αξιολόγηση, των αποδείξεων οδηγήθηκε σε απόρριψη του αντίστοιχου αγωγικού κονδυλίου (περί βελτιωμένης διατροφής) και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος πέμπτος Λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο. Ομοίως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι θα πρέπει να υποβληθεί στο μέλλον σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της υγείας του, όπως αβασίμως ζήτησε με την αγωγή του ο ενάγων. Τούτο, δε, διότι πέραν του ότι, ο ενάγων δεν επικαλέσθηκε και δεν προσκόμισε σχετική ιατρική βεβαίωση περί της ανάγκης μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης, σε κάθε περίπτωση εφόσον συντρέξει αντίστοιχη ανάγκη στο μέλλον, ασφαλώς ο ενάγων θα δύναται να αξιώσει από τους ήδη εναγομένους και την καταβολή προς αυτόν και της αντίστοιχης δαπάνης. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 929 ΑΚ, αλλά και κατ’ ορθή επίσης εκτίμηση, και αξιολόγηση των αποδείξεων με την εκκαλουμένη απόφαση του οδηγήθηκε σε  απόρριψη του αντίστοιχου αγωγικού κονδυλίου (περί βελτιωμένης διατροφής) και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο συναφής με τα ανωτέρω περιστατικά  έκτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο. Ομοίως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι, πέραν του ποσού των 386,21, το οποίο έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι, δαπάνησε ο ενάγων για την αγορά φαρμάκων, δαπάνησε αυτός επί πλέον και τα ποσά των 24,50 και 13,50 ευρώ, αντιστοίχως, τούτο, δε, διότι, όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι προσκομισθείσες από τον ενάγοντα για τον σκοπό αυτό αντίστοιχες αποδείξεις δεν προέκυψε ότι αφορούσαν σε αγορά φαρμάκων, αλλά και σε αγορά άλλων προϊόντων μέσω πιστωτικών καρτών. Επίσης, από τα  ίδια αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου και ότι, πέραν του ποσού των 1.055,55 ευρώ, το οποίο δαπάνησε ο ενάγων για τη μίσθωση αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως (ταξί) για τις αναγκαίες μετακινήσεις του σε νοσοκομεία, ιατρούς και φυσικοθεραπευτές, αυτός δαπάνησε μεγαλύτερο ποσό και συγκεκριμένα το ποσό των 1.289,00 ευρώ (όπως αιτήθηκε ο ενάγων με την αγωγή του) δεδομένου ότι, όπως  επίσης ορθώς έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων δεν επικαλέσθηκε και δεν  προσκόμισε σχετικές προς τούτο αποδείξεις δαπάνης του εν λόγω επί πλέον ποσού. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κατ΄ορθή εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων με την εκκαλουμένη απόφασή του οδηγήθηκε  στην απόρριψη, ως κατ΄ουσία αβασίμων, των προαναφερθέντων αντιστοίχων αγωγικών κονδυλίων και θα πρέπει, επομένως, να απορριφθούν, ως αβάσιμοι οι συναφείς με τα ανωτέρω περιστατικά αντίστοιχος όγδοος και ένατος λόγοι της υπό κρίση έφεσης, όπως εκτιμώνται από το δικαστήριο.

Ακολούθως, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση, ως αβάσιμη, στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο εκκαλών-ενάγων στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων-εναγομένων εταιρειών του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα, επίσης, σ το διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την υπό κρίση έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας κατά της υπ΄ αριθ 490/2016 οριστικής απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην καταβολή της δικαστικής  δαπάνης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  5 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Και αντ΄ αυτής λόγω

μεταθέσεώς της και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών