Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 313/2019

Αριθμός  313/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Δανιήλ, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 28-9-2015 κλήση του ………., η από 6-10-2014 με ΓΑΚ ……../2014 και με αριθμ. κατάθ. ……/2014 έφεσή του, κατά της υπ’ αριθμ. 3318/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς    Πρωτοδικείου    Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), δικάσιμος της οποίας ορίστηκε, αρχικά, η17-9-2015, πλην, όμως, η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω των βουλευτικών εκλογών.

Η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον ασκήθηκε εντός της νόμιμης τριακονθήμερης προθεσμίας από της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο, με αριθμ. ………8- 9-2014 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………..) (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1ρ, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί και από την άποψη της ουσιαστικής της βασιμότητας κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (τακτική).

Η δικαιοπάροχος του εφεσίβλητου και ήδη, θανούσα, …………, με την από 15-6-2008 αγωγή της (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……../2008), που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εκκαλούντος ιστορούσε ότι την 2-4-2008, απεβίωσε στον Πειραιά, ο σύζυγός της, ………….Ότι την 9-5-2008 δημοσιεύθηκε με τα υττ’αριθμ. 447/2008 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά , ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος συζύγου της, χωρίς να είναι γραμμένη με το χέρι του, αλλά με το χέρι του εναγόμενου ανηψιού του, …. ., τον οποίο και εγκαθιστούσε ως μοναδικό του κληρονόμο. Ότι η ως άνω διαθήκη είναι άκυρη, διότι γράφηκε, χρονολογήθηκε και υπεγράφη από τον εναγόμενο και επιπλέον, διότι στο κείμενο αυτής υπάρχουν οι αναφερόμενες στην αγωγή παρεγγραφές, με τις οποίες βεβαιώθηκε από τον εναγόμενο, αλλά και από έτερο μάρτυρα το γνήσιο της υπογραφής του αποβιώσαντος συζύγου της. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 19-7-2007 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος συζύγου της και να διαγράφει από τα βιβλία διαθηκών του Πρωτοδικείου Πειραιά η δημοσίευση της ιδιόγραφης ταύτης διαθήκης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη, υπ’ αριθμ. 3318/2014 οριστική απόφασή του, αφού εκδίκασε την ως άνω αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, αφού την έκανε δεκτή ως νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 180, 1710, 1718, 1721 παρ.1 και 4, 1722 και 1821ΑΚ, 70, 106, 176, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να διαγράφει η επίδικη διαθήκη από τα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο έκρινε ως απορριπτέο, λόγω έλλειψης ερείσματος σε οιαδήποτε διάταξη νόμου, στη συνέχεια, την έκανε δεκτή ως και κατ’ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την ακυρότητα της από 19-7-2007 φερόμενης, ως ιδιόγραφης διαθήκης του ……, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’αριθμ. 447/9-5-2008 πρακτικό συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη, εκκαλών, για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε με την κρινόμενη έφεσή του να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

Επειδή μία διαθήκη για να είναι έγκυρη πρέπει να περιβληθεί κάποιον από τους αυστηρά καθοριζόμενους στο νόμο τύπους. Ο τύπος είναι λοιπόν συστατικό στοιχείο της διαθήκης. Ως τύπος νοείται το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων κάθε είδους διαθήκης καθώς και των ειδικότερων τυπικών προϋποθέσεων του συγκεκριμένου είδους. Επειδή οι διατυπώσεις σύνταξης της διαθήκης διακρίνονται για την ιδιαίτερη πανηγυρικότητά τους γίνεται λόγος για αυξημένη ή αυστηρή τυπικότητα. Σύμφωνα με την πάγια θέση της θεωρίας και της νομολογίας η σύνταξη της διαθήκης από τρίτο πρόσωπο δεν αίρει την ως άνω ακυρότητα ακόμη και αν το τρίτο αυτό πρόσωπο είχε την συναίνεση του διαθέτη (ΑΠ 1155/2005 ΝοΒ 2006,196, 107/2000 ΕλλΔνη 41,1021, ΕφΑΘ 10055/2002 ΕλλΔνη 2003,1000, Α. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σελ. 160 επ., I. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια- Νομολογία, Κληρονομικό Αρθρα 1710-2035, σελ.68).

Σύμφωνα με την ΑΚ 1721 παρ. 1, ιδιόγραφη διαθήκη είναι η διαθήκη που α) γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, β) χρονολογείται και γ) υπογράφεται από αυτόν. Τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούν συστατικό τύπο και η ύπαρξη τους κρίνεται αναγκαία για την εγκυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης ως δικαιοπραξίας (ΑΚ 1718). Ο τύπος που καθιερώνει η ΑΚ 1721 είναι αυστηρός, υπό την έννοια ότι κάθε παράβασή του επιφέρει ακυρότητα, ακόμη και αν το περιεχόμενο της βούλησης του διαθέτη είναι αναμφισβήτητο (ΕφΑΘ 47/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ’ ΕφΑΘ 3183/2006 ΕλλΔνη 47,1500. Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 157). Η τυπικότητα εξυπηρετεί την εξασφάλιση της αυθεντικότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, το ανεπηρέαστο και τη σαφήνεια της διατύπωσης της τελευταίας βούλησης του διαθέτη. Η διάταξη της ΑΚ 1721 συνιστά κανόνα δημόσιας τάξης υπό την έννοια της ΑΚ 3, με συνέπεια οι διατυπώσεις σύναψης της ιδιόγραφης διαθήκης να μην μπορούν να αποκλειστούν με ιδιωτική βούληση, γιατί εξέρχονται από τα όρια της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και έτσι κάθε παρέκκλιση από τον οριζόμενο στη διάταξη τύπο να έχει ως συνέπεια την ακυρότητά της (Βασίλης Αντ. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, Τόμος ΣΤ’, Ημιτόμος Α’, Κληρονομικό Δίκαιο, Αρθρα 1710-1870, σελ. 130Ίωάννης Κ. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια- Νομολογία, Κληρονομικό, Αρθρα 1710-2035, Τόμος Ένατος, σελ. 67).Όπως σημειώθηκε η ιδιόγραφη διαθήκη απαιτείται με ποινή ακυρότητας να γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη (ΑΚ 1718, 1721 τταρ.1 εδ. α’)· Η ατομικότητα του γραφικού χαρακτήρα εξασφαλίζει τη γνησιότητα του κειμένου, ότι δηλαδή η διαθήκη έχει πράγματι συνταχθεί από τον διαθέτη. Σύμφωνα δε με την πάγια θέση της θεωρίας και της νομολογίας η σύνταξη της διαθήκης από τρίτο πρόσωπο δεν αίρει την ως άνω ακυρότητα ακόμη και αν το τρίτο αυτό πρόσωπο είχε την συναίνεση του διαθέτη (ΑΠ 1155/2005 ΝοΒ 2006,196, 107/2000 ΕλλΔνη 41,1021, ΕφΑΘ 10055/2002 ΕλλΔνη 2003,1000, Α. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 160 επ., I. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία, Κληρονομικό Αρθρα 1710-2035, σελ.68). Δεύτερο απαραίτητο στοιχείο του κύρους της ιδιόγραφης διαθήκης είναι η χρονολογία σύνταξής της, η οποία πρέπει, όπως και το υπόλοιπο κείμενο της διαθήκης, να τεθεί ιδιόχειρα από τον διαθέτη. Τέλος, τρίτο απαραίτητο στοιχείο της ιδιόγραφης διαθήκης είναι η ιδιόχειρη υπογραφή του διαθέτη (ΑΚ 1721 παρ.1 εδ. α’)· Από αυτήν πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά του. Επιπροσθέτως, η υπογραφή τίθεται και προς εξακρίβωση της οριστικότητας και σοβαρότητας της βούλησης του διαθέτη.

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων(ενός κατά διάδικη πλευρά), που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, απ’όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επανεπικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και η υπ’αριθμ.9762/2008 απόφαση του    Μονομελούς    Πρωτοδικείου    Πειραιώς (διαδ.ασφαλ.μέτρων), που λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 472/2004 ΤΝΠ  ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1286/2003 ΕλΔνη 2005, 417), χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη οι επανεπικαλούμενες και επαναπροσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα- εναγόμενο, δηλώσεις των …………, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, γιατί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, λήφθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στην υπό κρίση υπόθεση(ΑΠ 472/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 624/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ΑΠ533/2000 ΕλΔνη 2000, 1370), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο  ……….,  κάτοικος εν ζωή Πειραιώς(οδός ……..), απεβίωσε στον Πειραιά, στην Γενική Κλινική «…….», την 2-4-2008, καταλείποντας μοναδική, πλησιέστερη συγγενή του την αρχικώς ενάγουσα και ήδη, θανούσα, νόμιμη σύζυγό του, ……… (βλ. προσκομιζόμενο απ’τον εφεσίβλητο, με αριθμ. πρωτ. …/14-4-2008 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του ….., που εκδόθηκε από τον Δήμαρχο Πειραιά), με την οποία τέλεσε νόμιμο γάμο την 20-6-1987, ο οποίος δεν ακυρώθηκε, ούτε λύθηκε μέχρι το θάνατό του. Η τελευταία απεβίωσε στην Θεσσαλονίκη, την 5-5-2009 και κατέλιπε ως μοναδικό, πλησιέστερο συγγενή και εξ αδιαθέτου κληρονόμο της τον ήδη, εφεσίβλητο υιό της, τέκνο, που απόκτησε κατά τη διάρκεια του πρώτου γάμου της, με τον ……….., ο οποίος προαπεβίωσε αυτής, την 15-1-1969. Κατόπιν αίτησης της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, δημοσιεύθηκε με το υπ’αριθμ. 447/0-5-3008 πρακτικό, συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η από 19-7-2007 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη του παραπάνω κληρονομούμενου, η οποία δεν κηρύχθηκε κυρία. Η ανωτέρω διαθήκη είχε κατατεθεί στην ως άνω συμβολαιογράφο, την 20-7-2007, μέσα σε κλειστό φάκελο, από τον κληρονομούμενο, παρουσία των μαρτύρων ……… και …….. και συντάχθηκε η υπ’αριθμ…../2007 πράξη κατάθεσης ιδιόγραφης διαθήκης. Η διαθήκη έχει επί λέξει ως εξής: ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ 19/7/2007 ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ……. ΣΤΟΝ 1 ΟΡΟΦΟ ΑΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΤΟΥ ΑΝΗΨΙΟΥ ΜΟΥ ………. ΕΓΩ Ο …….. ΕΧΟΝΤΑΣ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ ΜΟΥ ΑΦΗΝΩ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ ΟΛΑ ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΜΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ …… ΣΤΟΝ ΑΝΗΨΙΟ ΜΟΥ ………. ΣΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΜΟΥ … … ΑΦΗΝΩ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΜΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ.

ΔΙΑ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΩΣ ΑΝΩ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΜΟΥ

Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΑΣ

…………

(ΥΠΟΓΡΑΦΗ)                                       (ΥΠΟΓΡΑΦΗ)

……………..

(ΥΠΟΓΡΑΦΗ)»

Επειδή όταν στη διαθήκη υπάρχουν παρεμβάσεις ή  προσθήκες τρίτων που αποτελούν μέρος του κειμένου της διαθήκης, εξετάζεται εάν αυτές έγιναν εν αγνοία ή εν γνώσει και με τη συγκατάθεση του διαθέτη. Ως παρέμβαση θεωρείται κάθε προσθήκη στο κείμενο της διαθήκης που τίθεται πριν την υπογραφή του διαθέτη, η οποία σημαίνει το τέλος του κειμένου της διαθήκης. Ωστόσο, διαθήκη που δεν καταρτίστηκε νομότυπα είναι άκυρη (ΑΚ 1718), ακόμη και όταν εκφράζει την αληθινή βούληση του διαθέτη. Η απόδειξη, δε της τελευταίας είναι, στην περίπτωση που έχει παραβιαστεί ο τύπος, απαράδεκτη (Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, σελ. 146, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, Στοιχεία Κληρονομικού Δικαίου, σελ. 367 επ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, η από 19-7-2007 διαθήκη του αποβιώσαντος συζύγου της αρχικώς ενάγουσας μητέρας του  εφεσιβλήτου δεν έχει γραφεί από τον ίδιο το διαθέτη, αλλά όπως  προκύπτει από το ίδιο το κείμενό της, όπου ρητά αναφέρεται ότι «διά χειρός του ανηψιού μου, ……….», ενεγράφη δια χειρός του εκκαλούντος-εναγόμενου, ανηψιού του, ………, ……….. Συνεπώς, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο εναγόμενος έγραψε την επίδικη διαθήκη κατ’ εντολήν του διαθέτη, η ως άνω διαθήκη είναι άκυρη.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια θέση της θεωρίας και της νομολογίας όταν στη διαθήκη υπάρχουν παρεμβάσεις-προσθήκες τρίτων που αποτελούν μέρος του κειμένου της διαθήκης και αυτές έγιναν εν γνώσει και με τη συγκατάθεση του διαθέτη, τότε η διαθήκη καθίσταται αυτοδικαίως άκυρη (ΕφΑΘ 6530/1990 ΕλλΔνη 32, 1650, Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν.Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2010, σελ. 162 επ.)-. Ως παρέμβαση θεωρείται κάθε προσθήκη στο κείμενο της διαθήκης που τίθεται πριν την υπογραφή του διαθέτη, η οποία σημαίνει το τέλος του κειμένου της διαθήκης. Στην προκειμένη περίπτωση, στο κείμενο της επίδικης διαθήκης έχουν υπεισέλθει παρεμβάσεις τρίτων και συγκεκριμένα, του εκκαλούντος- εναγόμενου, …… και του ……, με τις οποίες βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του διαθέτη. Οι παρεμβάσεις αυτές προηγούνται της υπογραφής του διαθέτη στο κείμενο και για το λόγο αυτό καθιστούν την διαθήκη αυτοδικαίως άκυρη. Έπειτα, η υπογραφή η οποία έχει τεθεί στο τέλος του κειμένου της διαθήκης δεν είναι η ιδιόχειρη υπογραφή του διαθέτη σύμφωνα με το άρθρ. 1721 παρ.1 εδ.α’, αλλά έχει καταβληθεί προσπάθεια απομίμησης αυτής, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον εφεσίβλητο, 1) αντίγραφο εντύπου εφορίας Ε1,    2) αντίγραφο εντύπου εφορίας Ε9, 3)αντίγραφο εντύπου εφορίας Ε2 και 4) αντίγραφο εντύπου αίτησης του θανόντος προς το ΙΚΑ Πειραιά, ήτοι, έγγραφα στα οποία έχει πράγματι θέσει την υπογραφή του ο διαθέτης, επιπλέον, δε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν μπορεί ένας άνθρωπος που, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, έτρεμαν τα χέρια του και δεν μπορούσε να γράψει, να «υπέγραψε» χωρίς τρέμουλο τη διαθήκη. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι η μητέρα του εφεσιβλήτου-αρχικώς ενάγουσα, στάθηκε δίπλα στον αποβιώσαντα σύζυγο της, ως αληθινή σύντροφος και τον συνέδραμε με κάθε δυνατό τρόπο και ουδέποτε ο κληρονομούμενος είχε αναφέρει ή αφήσει να εννοηθεί ότι προτίθετο να καταλείψει ως κληρονόμο του τον ανιψιό του, αντί για την σύζυγό του. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν πλήρως, από την μάρτυρα απόδειξης, …….., ξαδέρφη του διαθέτη, η οποία εκτίμησε την σύζυγο του θανόντος, μέσω της σχέσης της τελευταίας με τον συγγενή της. Συγκεκριμένα, η ως άνω μάρτυρας κατέθεσε, μεταξύ άλλων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τα εξής: «Από όσο ξέρω εγώ, γιατί πήγαινα στο σπίτι τουλάχιστον κάθε δεκαπέντε, ζούσαν υπέροχα. Ήταν ένα υπέροχο άτομο η γυναίκα του»… «Εγώ δεν μπορώ να πιστέψω ότι έκανε αυτά τα πράγματα και δεν άφησε στη σύζυγό του. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί σύμφωνα με αυτά που μιλούσα μαζί του, μου φαίνεται αδιανόητο αυτό»… «Για τη σύζυγο του (: ο κληρονομούμενος) μιλούσε με τα καλύτερα λόγια πάντα όταν πήγαινα»…«(Ήταν) τέλεια η συμπεριφορά της απέναντι του». Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι η ήδη θανούσα, μητέρα του ήδη ενάγοντος, απουσίαζε στη Θεσσαλονίκη μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να επισκεφθεί τον νυν ενάγοντα, υιό της και τη σύζυγό του, που κατοικούν εκεί. Έτσι, όταν ο κληρονομούμενος ασθένησε, η σύζυγός του, αρχική ενάγουσα τύχαινε να βρίσκεται, για σύντομη επίσκεψη, στη Θεσσαλονίκη. Η μάρτυρας μετέβη πρώτη στο νοσοκομείο και παρέμεινε με τον κληρονομούμενο μέχρι να επιστρέψει η σύζυγος του, η οποία πράγματι και επέστρεψε το ίδιο βράδυ και ανέλαβε αυτή, χωρίς να φύγει από δίπλα του, επί έξι μήνες, στο νοσοκομείο. Μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, οι σχέσεις μεταξύ της αρχικής ενάγουσας και του εκκαλούντος-εναγόμενου, που είχαν διαταραχθεί με αφορμή την άκυρη ιδιόγραφη διαθήκη και την συμπεριφορά του εκκαλούντος- εναγόμενου ως νέου κυρίου της κατοικίας των δύο συζύγων, επιδεινώθηκαν περαιτέρω. Προκειμένου λοιπόν η αρχικώς ενάγουσα να μην φορτίζεται ψυχολογικά, λαμβανομένης υπόψη της βεβαρυμμένης κατάστασης της υγείας της και κατόπιν παρότρυνσης του υιού της, μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου και τελικώς απεβίωσε. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, ότι ο κληρονομούμενος ξάδελφός της, γνώριζε ανάγνωση και γραφή, είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και είχε εργαστεί ως λογιστής στην επιχείρηση ….., κατά δε το χρόνο που φέρεται να συντάχθηκε η επίμαχη διαθήκη ήταν σε θέση να συντάξει ο ίδιος έγγραφο και δεν έπασχε από καμία πάθηση, που του απαγόρευε ή δυσκόλευε τη γραφή. Αν ο κληρονομούμενος αισθανόταν την ηθική υποχρέωση απέναντι στον εναγόμενο να τον εγκαταστήσει ως μοναδικό του κληρονόμο, μπορούσε ευχερώς να έχει συμβουλευθεί έναν δικηγόρο ή έναν συμβολαιογράφο για τη σύνταξη της διαθήκης του, έτσι ώστε, εγκύρως να εγκαταστήσει τον εναγόμενο, ως μοναδικό του κληρονόμο. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος πως μόνο αυτός προσέφερε στον κληρονομούμενο συντροφιά και περίθαλψη όσο ζούσε, σε αντίθεση με τη σύζυγό του-αρχική ενάγουσα κρίνεται ως ουσία αβάσιμος και απορριπτέος. Η αρχική ενάγουσα και δικαιοπάροχος του νυν ενάγοντος υιού της, κατέθεσε την υπό κρίση αγωγή, στις 24-06-2008, δηλαδή δύο μόλις μήνες μετά τον θάνατο του συζύγου της, ασκώντας νόμιμο δικαίωμά της, χωρίς να έχει συναινέσει σε οποιαδήποτε ενέργεια του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, αναφορικά με την επίμαχη διαθήκη. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αληθείς υποτιθέμενοι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος- εναγόμενου, δεν επαρκούν για να καταστήσουν την άσκηση της ένδικης αγωγής καταχρηστική, ως αντιβαίνουσα, προφανώς, στα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Προς επίρρωση των ανωτέρω σημειώνεται πως δεν νοείται καταχρηστική άσκηση εισαγωγικού ενδίκου βοηθήματος (Κλαμαρής, Η καταχρηστική άσκησις δικαιώματος εν τω αστικό) δικονομικό δικαίω 1-11,    1980). Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε ως μη νόμιμη την στηριζόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ, ένσταση του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος και πρέπει, έτσι, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης, ως αβάσιμος, κατ’ουσίαν να απορριφθεί.

Επειδή η ΑΚ 182 εφαρμόζεται και στην άκυρη διαθήκη, για την οποία δεν εφαρμόστηκαν οι περί νομίμου τύπου διατάξεις. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν η άκυρη διαθήκη ενός είδους να ισχύσει κατά μετατροπή ως έγκυρη διαθήκη άλλου είδους, υπό τις εξής, όμως, προϋποθέσεις: α) Ότι πληρούνται όλοι οι όροι εγκυρότητας του άλλου είδους διαθήκης και β) ότι ο διαθέτης θα ήθελε τη μετατροπή, εάν γνώριζε την ακυρότητα (Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 205 Ιωάννης Κ. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία, Κληρονομικό, Αρθρα 1710-2035, Τόμος Ενατος, σελ. 48).Μυστική διαθήκη ονομάζεται η διαθήκη που γίνεται με παράδοση από τον ίδιο τον διαθέτη στον συμβολαιογράφο, ενώπιον μαρτύρων, εγγράφου που περιέχει την τελευταία του βούληση, αφού συνταχθεί γι’ αυτό πράξη (ΑΚ 1738). Αναλυτικότερα, μυστική διαθήκη είναι αυτή που καταρτίζεται με την εγχείριση από τον διαθέτη στον αρμόδιο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, εγγράφου με τη δήλωση ότι σε αυτό περιέχεται η τελευταία του βούληση. Ο συμβολαιογράφος παραλαμβάνει το έγγραφο και αν δεν είναι σφραγισμένο, το σφραγίζει. Στη συνέχεια ο συμβολαιογράφος σημειώνει πάνω στο σφραγισμένο έγγραφο το ονοματεπώνυμο του διαθέτη και τη χρονολογία, κάτω από τη σημείωση, δε, αυτή θέτουν την υπογραφή τους ο διαθέτης, ο συμβολαιογράφος και οι μάρτυρες. Τέλος ο συμβολαιογράφος συντάσσει οικεία συμβολαιογραφική πράξη. Ο αριθμός της συμβολαιογραφικής πράξης σημειώνεται πάνω στο έγγραφο της διαθήκης, το οποίο προσαρτάται    στη    συμβολαιογραφική πράξη. Η συμβολαιογραφική πράξη και το προσαρτημένο έγγραφο αποτελούν τη μυστική διαθήκη.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. …./ 20-07-2007 συμβολαιογραφική πράξη κατάθεσης ιδιόγραφης διαθήκης της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., στις 20-07-2007 ο ……. κατέθεσε σ’αυτήν έναν σφραγισμένο φάκελο, ο οποίος, κατά δήλωσή του, περιείχε την ιδιόγραφη διαθήκη του. Όπως,    δε, σημειώνεται στην ως άνω συμβολαιογραφική πράξη η ως άνω συμβολαιογράφος παρέλαβε το σχετικό φάκελο, τον οποίο προσάρτησε στην υπ’ αριθμ. …./20-07-2007 πράξη της. Όπως όμως προκύπτει από το κείμενο της υπ’ αριθμ. …./20-07-2007 πράξης της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., ο κληρονομούμενος …… δεν εγχείρισε την υπό κρίση διαθήκη παρουσία τριών μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα σύμφωνα με το άρθρ. 1738 ΑΚ. Αντίθετα παρόντες ήταν μόνο δύο μάρτυρες, ήτοι, ο …… και ο …….. Επιπροσθέτως, η συμβολαιογράφος δεν σημείωσε πάνω στο σφραγισμένο έγγραφο το ονοματεπώνυμο του διαθέτη και τη χρονολογία, κάτω από τη σημείωση, δε, αυτή δεν έθεσαν την υπογραφή τους ο διαθέτης, η συμβολαιογράφος και οι μάρτυρες. Τέλος, η συμβολαιογράφος δεν συνέταξε οικεία συμβολαιογραφική πράξη, αλλά όπως αποδεικνύεται από τον τίτλο της …../20-07-2007 πράξης, η συμβολαιογράφος συνέταξε «ΠΡΑΞΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΙΔΙΟΓΡΑΦΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ». Έτσι, η ως άνω άκυρη ιδιόγραφη διαθήκη δεν θα μπορούσε να ισχύσει, κατά μετατροπή, κατ’άρθρ.182ΑΚ, ούτε ως μυστική, διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 1738 επ. ΑΚ. Πρόκειται, συνεπώς, για απλή πράξη παρακαταθήκης- κατάθεση για φύλαξη- και όχι για μυστική διαθήκη αφού δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του 1738 επ. ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθά απέρριψε, ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του εναγόμενου και ήδη, εκκαλούντος, περί μετατροπής της επίμαχης διαθήκης από άκυρη ιδιόγραφη, σε έγκυρη μυστική. Πρέπει, συνεπώς, και ο δεύτερος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν να απορριφθεί, όπως και η ένδικη έφεση, στο σύνολό της. Τέλος, ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας(άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία της την έφεση κατά της υπ’αριθμ.3318/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   11 Απριλίου 2019.

 

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄αυτής,

ευρισκομένης σε

αναρρωτική άδεια,

ο Προεδρεύων Εφέτης,

Παναγιώτης Χουζούρης

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   10 Ιουνίου 2019, με άλλη σύνθεση,  κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία βρίσκεται σε ανναρωτική άδεια, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Παναγιώτη Χουζούρη, Προεδρεύοντα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτες, και με Γραμματέα τη  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ