Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 290/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης

290/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 9.2.2018 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης, …………, κατά της οριστικής απόφασης 1882/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και έκανε εν μέρει δεκτή την από 15.6.2015 αγωγή της ενάγουσας ασφαλιστικής, υπό εκκαθάριση, ανώνυμης εταιρείας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §§1, 2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §4 του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το με αριθμό ………. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 5.2.2018 βεβαίωση πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Η ενάγουσα – ασφαλιστική εταιρεία, που έχει τεθεί και βρίσκεται σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ισχυρίστηκε, με την από 15.6.2015 αγωγή της, ότι με την ……./1998 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης, που κατάρτισε με την εναγόμενη, η τελευταία ανέλαβε να δέχεται αιτήσεις – προτάσεις προς αυτήν (ενάγουσα) για την ασφάλισή τους, στους διάφορους κλάδους ασφάλισής της. Ότι επιπλέον, συμφωνήθηκε να μεριμνά για την είσπραξη των σχετικών ασφαλίστρων, για τα οποία θα ευθύνονταν ως θεματοφύλακας. Ότι η εναγόμενη, κάθε τρίμηνο μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, είχε την υποχρέωση να της αποδίδει αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της διαχείρισης, ανά συμβόλαιο, του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλει το πλεόνασμα, άλλως θα επιβαρύνονταν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Ότι για την εκτέλεση των υπηρεσιών της αυτών, συμφωνήθηκε πως η εναγόμενη θα λάμβανε προμήθεια, που θα καθορίζονταν επί των καθαρών ασφαλίστρων των συμβάσεων που θα συνάπτονταν με τη διαμεσολάβησή της. Ότι η μεταξύ τους σύμβαση καταγγέλθηκε στις 2.4.2011, λόγω της οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της. Ότι, σύμφωνα με τις αναλυτικές καταστάσεις συμβολαίων, που ενσωματώνονται στην αγωγή, η εναγόμενη δεν της έχει καταβάλει το ποσό των 78.678,52 ευρώ, που με βάση τη μεταξύ τους σύμβαση είχε εισπράξει και κατείχε ως παρακαταθήκη, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής του. Ότι, επικουρικά, η τελευταία κατέστη πλουσιότερη, χωρίς νόμιμη αιτία, σε βάρος της περιουσίας της. Κατόπιν τούτων, ζήτησε, μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η τελευταία οφείλει να της καταβάλει το ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από 2.4.2011, σύμφωνα με το άρθρο 3 §3 του π.δ. 298/1986 άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, που στηριζόταν τόσο στην ενδοσυμβατική όσο και την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 340, 345, 346, 361, 383 – 385, 713, 822 επ., 914 του Α.Κ., σε συνδυασμό με το άρθρο 375 Π.Κ., 1 – 4, 21 του ν. 1569/1985, 1 – 5, 10 του π.δ. 298/1986 και 90 του Εμπ.Ν., πλην της βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που, ως επικουρική, τυγχάνει εφαρμογής μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Περαιτέρω, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει το ποσό των 76.144,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 2.4.2011. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη, με την έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 239 του ν. 4364/2016 “Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων”, κατά δε την παρ. 5 του ίδιου άρθρου του ως άνω νόμου “Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό”. Ο λόγος της ρύθμισης αυτής, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου (βλ. www.hellenicparliament.gr), έγκειται στην ανάγκη για “συντόμευση των δικαστικών εκκρεμοτήτων και τη διευκόλυνση της περάτωσης της εκκαθάρισης”.

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέρει τους πρωτοδίκως προταθέντες και απορριφθέντες ισχυρισμούς της, ότι η διάταξη του άρθρου 239 §5 του ν. 4364/2016, αντίκειται στα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 8 §1 του Συντάγματος, διότι, με το να ρυθμίζεται ότι και οι εκκρεμείς δίκες, στον πρώτο βαθμό, εισάγονται με κλήση, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, ώστε να συνεχιστούν με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στερείται του φυσικού της δικαστή. Επιπλέον, ότι η ως άνω διάταξη του ν. 4364/2016 αντίκειται και στο άρθρο 26 του Συντάγματος, αφού, με το να τροποποιεί τους ισχύοντες δικονομικούς κανόνες, η νομοθετική λειτουργία επεμβαίνει στη δικαστική, αφαιρώντας από το δικαστήριο, όπου κατατέθηκε η αγωγή της, την εξουσία να δικάσει επί της υπόθεσης αυτής. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας και περί αντίθεσης στην ΕΣΔΑ της διάταξης του άρθρου 239 §5 του ν. 4364/2016, είναι αβάσιμοι, διότι, η εφεσίβλητη ούτε στερήθηκε του φυσικού της δικαστή ούτε επρόκειτο για επέμβαση της νομοθετικής λειτουργίας στη δικαστική, αντίθετα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η συγκεκριμένη ρύθμιση υπαγορεύθηκε από την ανάγκη για συντόμευση των δικαστικών εκκρεμοτήτων και τη διευκόλυνση της περάτωσης της εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εταιρειών, αφορά δε σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και στις εκκρεμείς δίκες. Άλλωστε, η ίδια διαδικασία έχει χρησιμοποιηθεί από το νομοθέτη και σε άλλες περιπτώσεις, με στόχο την επιτάχυνση της διαδικασίας, παρόλο που τέμνεται οριστικά η διαφορά, όπως στην ανακοπή κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης, λόγω παράνομης χρήσης ή κάρπωσης δημοσίων κτημάτων, στις διαφορές από τη διεθνή απαγωγή παιδιών κλπ. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ν’ απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι έφεσης της εκκαλούσας.

  1. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι, η εκκαλουμένη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, απορρίπτοντας την ένστασή της περί εκκρεμοδικίας, διότι η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή, στις 28.2.2018, κατά την τακτική διαδικασία και η ενάγουσα – εφεσίβλητη, με την 3.7.2017 κλήση της, την προσδιόρισε για συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, χωρίς να παραιτηθεί από το αρχικό δικόγραφο (ενώπιον του Πρωτοδικείου της Αθήνας). Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή, προσδιορίστηκε με κλήση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ’ επιταγή του άρθρου 239 §5 του ν. 4364/2016. Η τελευταία αυτή διάταξη, συνιστά ειδικότερη εφαρμογή αυτής του άρθρου 230 του Κ.Πολ.Δ., δεν υπάρχει δε απαράδεκτο, λόγω εκκρεμοδικίας, στην περίπτωση που η συζήτηση της υπόθεσης επισπεύδεται με επιμέλεια ενός των διαδίκων σε δικάσιμο χρονικά προγενέστερη εκείνης που είχε οριστεί αρχικά. Και τούτο, διότι δεν πρόκειται για άσκηση άλλης αγωγής περί της αυτής διαφοράς μεταξύ των αυτών, υπό την ιδίαν ενεργούντων ιδιότητα, διαδίκων, αλλά για νέα κλήση προς επίσπευση της ίδιας υπόθεσης, που ήχθη άπαξ για δικαστική κρίση σε άλλη δικάσιμο (Α.Π. 134/2000, Α.Π. 1279/1982 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”, Εφ.Αθ. 4336/2007 Νο.Β. 2008, σελ. 1836, Εφ.Πειρ. 175/2006 Τ.Ν.Π. “Νόμος”, Εφ.Αθ. 1998/2001 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 1420, Εφ.Αθ. 2218/1996 Αρμ. 1997, σελ. 361, Εφ.Θεσ. 2634/1991 Αρμ. 1992, σελ. 163 και Ε. Μπαλογιάννη / Π. Ρεντούλης σε Χαρούλα Απαλαγάκη ΚΠΟΛΔ, 4η Έκδοση 2016, άρθρο 230, αρ. 2, σελ. 703). Αντίθετα, η συζήτηση της πρώτης χρονικά αγωγής καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση αυτής κατά την επόμενη χρονικά δικάσιμο, αφού η συζήτησή της έχει ήδη λάβει χώρα (Εφ.Αθ. 4336/2007 ό.π., Εφ.Αθ. 8751/2006 Ελλ.Δ/νη 2008, σελ. 928 και Εφ.Αθ. 2741/2001 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 1420). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης της εκκαλούσας.

VΙ. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, αφού δεν ανέβαλε τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, κατ’ άρθρο 250 του Κ.Πολ.Δ., εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της από 29.9.2015 έγκλησης ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, που υπέβαλε η εφεσίβλητη – ενάγουσα σε βάρος της. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της αυτού, η εκκαλούσα, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, προσκόμισε την πιο πάνω έγκληση, που κατατέθηκε από την εφεσίβλητη, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, Ωστόσο, μόνο η υποβολή έγκλησης δεν αρκεί για την αναβολή της συζήτησης, κατ’ άρθρο 250 του Κ.ΠολΔ., αλλά πρέπει η ποινική διαδικασία να είναι εκκρεμής, υπό την έννοια ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, με την παραγγελία προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης (Εφ.Αθ. 1504/2010, Μον.Εφ.Πειρ. 398/2016 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “Νόμος”, Εφ.Θεσ. 52/2009 Αρμ. 2009, σελ. 718, Εφ.Αθ. 3177/2006 Ελλ.Δ/νη 2007, σελ. 1508 και Εφ.Αθ. 3221/2006 Ελλ.Δ/νη 2009, σελ. 274), κάτι που δεν προέκυπτε στην προκείμενη περίπτωση. Άλλωστε, από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν παράγεται δεδικασμένο ως προς το αστικό δικαστήριο, ενώ κατά την ανέλεγκτη κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν θα διευκολύνονταν η αποδεικτική διαδικασία. Ήδη, η εκκαλούσα προσκομίζει την …./2019 βεβαίωση της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πατρών, σύμφωνα με την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση. Σημειωτέον ότι η εκκαλούσα, αν και ως κατηγορούμενη είχε τη δυνατότητα να λάβει αντίγραφα της ποινικής δικογραφίας (άρθρο 101 του Κ.Π.Δ.) και να τα προσκομίσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ άρθρο 529 του Κ.Πολ.Δ., εντούτοις δεν προσκόμισε κάποιο έγγραφο, με αποτέλεσμα, κατά την έμφρονα κρίση του Δικαστηρίου αυτού, να συνάγεται ότι από την αναστολή της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής πράγματι δεν πρόκειται να διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία αλλά αντίθετα, θα οδηγήσει στην παρέλκυσή της, κάτι που δεν συνάδει και με τη βούληση του νομοθέτη για την ταχεία περάτωση των υποθέσεων αυτών. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ν’ απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης.

VΙI. Με τον έκτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο επιβάλλοντας σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα, τα οποία καθόρισε στο ποσό των 1.600 ευρώ, ενώ έπρεπε, αφού απορρίψει την αγωγή της ενάγουσας – εφεσίβλητης, να επιδικάσει υπέρ της τη δικαστική δαπάνη, άλλως να την συμψηφίσει. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος, αφού, λαμβανομένου υπόψη ότι έγινε εν μέρει δεκτή η, σε βάρος της εκκαλούσας – εναγομένης, αγωγή, επιβλήθηκαν σε βάρος της με την εκκαλουμένη τα ανάλογα δικαστικά έξοδα, με βάση την αρχή της ήττας, που διέπει τον Κ.Πολ.Δ. Σημειωτέον ότι, μετά την τροποποίηση του άρθρου 179 του ως άνω Κώδικα με το άρθρο 15 του ν. 2943/2001, ο συμψηφισμός αυτών (δικαστικών εξόδων) είναι δυνητικός για το δικαστήριο, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, κάτι που δεν συνέτρεχε στην υπό κρίση περίπτωση.

VΙIΙ. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος» και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τη σύμβαση πρακτόρευσης …../1998, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η εφεσίβλητη – ενάγουσα, ασφαλιστική εταιρεία ανέθεσε στην εκκαλούσα – εναγόμενη, ως ασφαλιστικό πράκτορα, την, έναντι προμήθειας, διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε να δέχεται αιτήσεις – προτάσεις όσων επιθυμούσαν να ασφαλιστούν στην εφεσίβλητη, συμμορφούμενη με τους εκάστοτε ισχύοντες όρους, κανονισμούς, γενικές και ειδικές εντολές της τελευταίας, τα εκάστοτε τιμολόγια και τις διατάξεις των νόμων (όρος 1). Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής η εκκαλούσα είχε το δικαίωμα να προσυπογράφει η ίδια τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, πρόσθετες πράξεις, τροποποιήσεις ή ακυρώσεις αυτών, καθώς και τις αποδείξεις είσπραξης ασφαλίστρων (όρος 2), έχοντας την υποχρέωση να φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα οποία θεωρούνταν ως παρακαταθήκη, ευθυνόμενη ως θεματοφύλακας (όρος 7). Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι η εκκαλούσα κάθε τρίμηνο μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, είχε την υποχρέωση να αποδίδει στην εφεσίβλητη αναλυτικό, κατά συμβόλαιο, λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα, σε αντίθετη, περίπτωση (της μη καταβολής αυτού) οι απαιτήσεις θα θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και θα οφείλονταν τόκοι υπερημερίας (όρος 8). Η εφεσίβλητη, ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση των ανωτέρω υποχρεώσεων, ανέλαβε να καταβάλει στην εκκαλούσα προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων που θα εισέπραττε πραγματικά από συμβάσεις, με τη διαμεσολάβησή της (όρος 18). Επιπλέον, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση, εντός του πρώτου δεκαήμερου κάθε μήνα, να διατυπώνει εγγράφως και συγκεκριμένα, με συστημένη επιστολή, τις αντιρρήσεις της, σχετικά με τις εγγραφές που περιλαμβάνονταν στα εκκαθαριστικά σημειώματα της εφεσίβλητης (όρος 20). Η σύμβαση, η οποία συμφωνήθηκε ως αορίστου χρόνου, μπορούσε να λυθεί ύστερα από έγγραφη καταγγελία των διαδίκων (άρθρο 21), καθώς και για σπουδαίο λόγο (άρθρο 22). Τέλος, συμφωνήθηκε ότι, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από οποιονδήποτε από τους διαδίκους, η εκκαλούσα – ασφαλιστικός πράκτορας θα είχε την υποχρέωση, εκτός άλλων, να καταβάλει στην ασφαλιστική εταιρεία – εφεσίβλητη, το χρεωστικό υπόλοιπο, όπως αυτό προκύπτει από τα εμπορικά βιβλία της τελευταίας, από το χρόνο δε της καταγγελίας η πρώτη θα καθίστατο υπερήμερη και θα όφειλε τόκους (άρθρο 25). Η σύμβαση αυτή λειτούργησε ομαλά μεταξύ των διαδίκων, εωσότου, με την απόφαση …/29.3.2011 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. (Τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε.), με αριθμό …./4.4.2011, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της εφεσίβλητης – ασφαλιστικής εταιρείας. Κατόπιν τούτων, για τον ως άνω λόγο ανωτέρας βίας καταγγέλθηκε εν τοις πράγμασι η ως άνω σύμβαση της τελευταίας με την εκκαλούσα – εναγόμενη. Μέχρι το χρονικό διάστημα αυτό και σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης, η τελευταία μεσολάβησε για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό της εφεσίβλητης – ενάγουσας με τρίτους – ασφαλισμένους. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα, η εκκαλούσα εισέπραξε τα αντίστοιχα ασφάλιστρα, τα οποία θεωρούνταν παρακαταθήκη και ευθύνονταν γι’ αυτά ως θεματοφύλακας. Σύμφωνα δε με τα εμπορικά βιβλία της εφεσίβλητης, η εκκαλούσα όφειλε στην τελευταία, για το χρονικό διάστημα από 1.4.2010 έως 31.3.2011, αφαιρουμένης της προμήθειάς της, ποσού 12.999,45 ευρώ, το ποσό των 76.144,38 ευρώ. Κατ’ αρχήν η εκκαλούσα διατείνεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη, δεχόμενη ότι από το ανωτέρω ποσό δεν αφαιρέθηκε αυτό των 7.966,30 ευρώ, που αφορούσε σε τριάντα τέσσερεις (34) ακυρώσεις συμβολαίων ασφαλισμένων της, από την παραγωγή του Δεκεμβρίου 2010, όπως την ενημέρωσε με την από 22.2.2011 επιστολή της. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη ως άνω επιστολή, ανεξαρτήτως του ότι αυτή δεν έχει βέβαια χρονολογία ούτε προκύπτει ότι απεστάλη στην εφεσίβλητη – ασφαλιστική εταιρεία, αναγράφονται καταστάσεις συμβολαίων και όχι τα ίδια τα συμβόλαια. Σύμφωνα δε με τον όρο 9 της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, “ο πράκτορας έχει υποχρέωση να αποστείλει προς την ασφαλιστική εταιρεία για ακύρωση, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν έχουν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων. Η ακύρωση γίνεται μόνο από την εταιρεία, που ειδοποιεί σχετικά τον πράκτορα…”, σύμφωνα δε με τον όρο 10 της ίδιας σύμβασης “σε περίπτωση που ο πράκτορας δεν αποστείλει τα πιο πάνω στο άρθρο 9 αναφερόμενα ασφαλιστήρια έγγραφα, μέσα στην προθεσμία αυτή, αυτός υποχρεούται στην απόδοση των ασφαλίστρων…”. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν προέκυψε ότι η εναγόμενη δεν απέστειλε τα ανωτέρω αναφερόμενα στον όρο 9 ασφαλιστήρια έγγραφα, υποχρεούνταν στην απόδοση των σχετικών ασφαλίστρων. Άλλωστε, εφόσον η ακύρωση των συμβολαίων γινόταν μόνο από την ασφαλιστική εταιρεία, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του όρου 9 της ίδιας σύμβασης, η εναγόμενη θα έπρεπε να είχε λάβει ειδοποίηση προς τούτο από την ενάγουσα και σε αρνητική περίπτωση θα έπρεπε, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του επόμενου μήνα, να διατυπώσει έγγραφα και συγκεκριμένα, με συστημένη επιστολή τις αντιρρήσεις της, σχετικά με τις ως άνω εγγραφές, σύμφωνα με τον όρο 20 της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, το οποίο όμως δεν έπραξε. Επομένως, δεν προέκυψε ο ισχυρισμός της, ότι δεν όφειλε στην εφεσίβλητη το πιο πάνω ποσό των 7.966,30 ευρώ, αν και αορίστως επαναδιατυπώνεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της. Σημειωτέον ότι, όσον αφορά στο αγωγικό κονδύλιο των 2.534,14 ευρώ, που φερόταν ως υπόλοιπο του μηνός Μαρτίου 2010 και το οποίο η εκκαλούσα επικαλείται με τις προτάσεις της ότι δεν οφείλεται, έχει ήδη απορριφθεί με την εκκαλουμένη και δεν μεταβιβάζεται προς κρίση, εφόσον δεν υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης από την εφεσίβλητη – ενάγουσα. Περαιτέρω, όσον αφορά στο υπόλοιπο ποσό που η τελευταία ζητούσε με την αγωγή, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε πως, μέρος αυτού του ποσού και ειδικότερα, 5.142,60 ευρώ, εξοφλήθηκε από χρήματα που δικαιούνταν ο σύζυγός της ………….., ως αμοιβή για την εργασία που προσέφερε στην εφεσίβλητη, ως πραγματογνώμονας, κατόπιν σχετικής συμφωνίας. Ο ισχυρισμός της αυτός, ανεξαρτήτως του ότι επίσης αορίστως επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, δεν βεβαιώθηκε από κάποιο έγγραφο, ενώ, και ο ίδιος ο σύζυγος της εκκαλούσας, αν και εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ουδέν ανέφερε προς τούτο, ούτε για την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και του ιδίου. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι το υπόλοιπο ποσό εξοφλήθηκε με μεταχρονολογημένες επιταγές, για τρεις από τις οποίες ποσού 7.493,14 ευρώ, 7.924,61 ευρώ και 9.712,30 ευρώ, επειδή δεν πληρώθηκαν εμπρόθεσμα, σφραγίστηκαν, στη συνέχεια δε η ίδια πλήρωσε τα ποσά τους, γεγονός το οποίο βεβαιώνεται από επιστολές του τότε Προέδρου της εφεσίβλητης. Ως προς τις επιταγές που η εκκαλούσα προσκομίζει και ισχυρίζεται ότι παραδόθηκαν στην εφεσίβλητη, συνιστούν όργανο πληρωμής, δεν αποτελούν καταβολή, κατά την έννοια της Α.Κ. 416, εφόσον δεν προέκυψε ότι συμφωνήθηκε τούτο, ούτε θεωρούνται δόση αντί καταβολής, έγιναν δε χάριν καταβολής, δημιουργήθηκε δηλαδή ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής της οφειλής της εκκαλούσας, στην περίπτωση δε αυτή η απόσβεση της αρχικής ενοχής επέρχεται μόνο με την είσπραξη της επιταγής (Α.Π. 883/2000 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 403). Η τελευταία, ως έχουσα το βάρος απόδειξης της πληρωμής των επιταγών και κατ’ επέκταση της απόδειξης της ένστασης εξόφλησης, που υπέβαλε δεν προσκόμισε βεβαιώσεις από την πληρώτρια Τράπεζα για την πληρωμή τους ούτε αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής από την εφεσίβλητη (είτε από τον Πρόεδρο αυτής είτε από τον εκκαθαριστή της). Αντίθετα, για τρεις από τις επιταγές αυτές προσκόμισε τις με αριθμούς πρωτοκόλλου ../24.11.2010 και …./8.12.2010 επιστολές του τότε Προέδρου της εφεσίβλητης, …….., οι οποίες απευθύνονταν προς την πληρώτρια Τράπεζα (Πειραιώς), με τις οποίες βεβαιωνόταν ότι οι επιταγές, με τόπο έκδοσης την Πάτρα, εις διαταγήν της εφεσίβλητης, με αριθμούς : α) ………., ημερομηνία έκδοσης 31.10.2010, ποσού 7.493,14 ευρώ, β) …….., με ημερομηνία έκδοσης 25.10.2010, ποσού 7.924,61 ευρώ και γ) ……., με ημερομηνία έκδοσης 20.11.2010 ποσού 9.712,30 ευρώ, εξοφλήθηκαν με μετρητά και πως η τελευταία ουδεμία απαίτηση έχει από την εκδότρια αυτών – εκκαλούσα. Σημειωτέον ότι όσον αφορά στη δεύτερη από τις ως άνω επιταγές, αν και στο προσκομιζόμενο έγγραφο της εφεσίβλητης (με αριθμό πρωτ. …../24.11.2010) γίνεται αναφορά στο ποσό αυτής ως 7.524,61 ευρώ, τούτο έχει γραφεί εκ παραδρομής αντί του ορθού των 7.924,61 ευρώ, δεδομένου ότι ο αριθμός “9” όπως έχει γραφεί από την εκδότρια ομοιάζει με το “5”, από την προσκομιζόμενη δε φωτοτυπία της επιταγής προκύπτει ότι πρόκειται για την επικαλούμενη από την εκκαλούσα ποσού 7.924,61 ευρώ. Άλλωστε, η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε ειδικά την παραλαβή των επιταγών αυτών, ούτε το σχετικό έγγραφο του τότε Προέδρου της. Και μπορεί η εκκαλούσα να μην άσκησε το δικαίωμά της να διατυπώσει εγγράφως τις αντιρρήσεις της, σχετικά με το υπόλοιπο του λογαριασμού, που ισχυρίζεται η εφεσίβλητη ότι της οφείλει, οπότε, με βάση τη μεταξύ τους δικονομική σύμβαση (άρθρο 20), τεκμαίρεται ότι αποδέχεται την ορθότητα των εγγραφών αυτών, ωστόσο το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό και καθιερώνεται αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Έτσι, η εκκαλούσα δεν στερείται τη δυνατότητα να αποδείξει την ένσταση εξόφλησης, που υπέβαλε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την οποία επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της. Επομένως, προέκυψε ότι η εκκαλούσα – εναγόμενη κατέβαλε στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, με τις ανωτέρω τρεις επιταγές, το συνολικό ποσό των 25.130,05 ευρώ, έναντι της συνολικής οφειλής της των 76.144,38 ευρώ και της οφείλει ακόμη το ποσό των 51.014,33 ευρώ. Το ποσό αυτό, παρά το ότι η εφεσίβλητη έχει εισπράξει για λογαριασμό της ενάγουσας, ως εντολοδόχος, από τη μεταξύ τους σύμβαση, αρνείται να της το αποδώσει, εκφράζοντας έτσι τη βούλησή της να το ενσωματώσει στην περιουσία της, ιδιοποιούμενη αυτό παράνομα. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμη τη νόμιμη (άρθρο 416 Α.Κ.) ένσταση εξόφλησης που προέβαλε η εναγόμενη, αντί να την κάνει δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει αντίστοιχα δεκτός ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης. Σημειωτέον ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν απαιτείται η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, όπως αιτείται η εκκαλούσα, διότι, δεν υπάρχει ζήτημα για το οποίο να απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης.

ΙΧ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 1882/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 15.6.2015 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 51.014,33 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 2.4.2011. Επίσης, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το …………. ηλεκτρονικό παράβολο. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγόμενη – εκκαλούσα, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εφεσίβλητης, ανάλογα με την έκταση της νίκης της τελευταίας, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα (άρθρα 176, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 63 §1 περ. i στοιχ. Α, 68 §1, 69 §1 και 84 §2 εδ. α´ του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, ως ηττηθείσα διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή τους, λόγω γενομένης δεκτής της αγωγής της ενάγουσας – εφεσίβλητης, δεν αντιφάσκει με τη διάταξη με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση της ιδίας και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 έως 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 9.2.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 1882/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 15.6.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2015 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα ενός χιλιάδων δεκατεσσάρων ευρώ (51.014,33) και τριάντα τριών λεπτών, με το νόμιμο τόκο από τις 2.4.2011.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε και αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει την εναγόμενη – εκκαλούσα, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα (2.550) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ