Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 300/2019

Αριθμός   300 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 17.05.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./18.05.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …./18.05.2018) έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης και της υπ΄ αριθμ. 1888/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών)  διαφορών (άρθρα 614 αριθμ. 3 περίπτ. α΄, 621 – 622 Κ.Πολ.Δ.) επί της από 07.11.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …./14.11.2016, ειδ. αριθμ. καταθ. …./14.11.2016) αγωγής και απέρριψε αυτή, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους  τύπους και εμπρόθεσμα, εφόσον, όπως προκύπτει από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα, δεν χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Ασκήθηκε, επομένως, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 496, 499, 500, 513§1 περίπτ. β΄, 516§1, 517, 518§2, 520§1 και 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ. . Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533§1, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.).
  2. Στην από αγωγή της η ενάγουσα (……….) στην από 07.11.2016 αγωγή της που απευθύνθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς –Ναυτικό Τμήμα) και στράφηκε κατά της εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας («……….») ισχυρίστηκε ότι, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της ως ηλεκτρολόγος μηχανικός, με σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της εναγόμενης τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 της ανατέθηκε, συνταγέντος σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου, η άσκηση καθηκόντων νόμιμης εκπροσώπου αυτής (εναγόμενης) όπως και η διαχείριση, η φύλαξη, η συντήρηση, η λειτουργία, η χρήση, η διατήρηση και η εκπροσώπηση του Θ/Γ πλοίου, με το όνομα «KOL», με σημαία Αγγλίας, νηολογημένο στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου. Ότι, για τις ανωτέρω απαριθμούμενες υπηρεσίες της, συμφωνήθηκε να λαμβάνει μηνιαίο μισθό 1500,00€ πλέον των εξόδων στα οποία θα υποβαλλόταν κατά την άσκηση των ως άνω υπηρεσιών. Ότι, καίτοι προσέφερε τις υπηρεσίες της, σύμφωνα με την καταρτισθείσα σύμβαση, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 έως και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2016, καταβλήθηκε σ΄ αυτή ποσό 3.000,00€, που αντιστοιχεί στους μισθούς της των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του έτους 2014, και της οφείλεται το λοιπό ποσό, ύψους 48.000,00€ (32 μήνες χ 1.500,00€ μηνιαίως), πλέον ποσού 8.986,40€, το οποίο κατέβαλε σε τρίτους κατά την άσκηση των υπηρεσιών της. Περαιτέρω, η ενάγουσα στην αυτή αγωγή της ισχυρίστηκε ότι εργάστηκε με την ειδικότητα της μαγείρισσας στο με σημαία Παναμά Δ/Ξ, με το όνομα «EV», πλοιοκτησίας της εναγόμενης, κατά το χρονικό διάστημα από τις 29.01.2016 έως και τις 23.03.2016, χωρίς να λάβει τους συμφωνηθέντες μισθούς της, ύψους 4.000,00€ ή 3.603,00€ σύμφωνα με την ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ κατά την ημερομηνία συντάξεως της αγωγής. Ότι, συνεπώς, της οφείλεται το συνολικό ποσό των 60.589,40€ (48.000,00€ + 8.986,40€ + 3.603,00€), το οποίο η εναγόμενη αρνείται να της καταβάλει. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή της και, μετά από παραδεκτά γενόμενο, με σχετική δήλωση στα πρακτικά συζητήσεως της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιορισμό (άρθρα 294, 295§1, 297, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.) του αιτήματος της αγωγής για το πέραν του ποσού των 48.000,00€ ποσό [60.589,40€ – (8.986,40€ + 3.603,00€)], να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ποσό 48.000,00€ νομιμοτόκως από την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου του μήνα εντός του οποίου ήταν καταβλητέος κάθε μηνιαίος μισθός μήνα. Ζήτησε, επίσης, να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.
  3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία, τοπική, υλική και λειτουργική αρμοδιότητες για να επιληφθεί της αγωγής ακολούθως δε έκρινε αυτή παραδεκτή και νόμιμη πλην όμως απέρριψε αυτή ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν, δεχθέν ότι μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης ουδέποτε είχε καταρτιστεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, και, τέλος, συμψήφισε στο σύνολό του τα δικαστικά έξοδα λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν.
  4. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ηττηθείσα εναγόμενη παραπονείται με την ένδικη έφεσή της που περιέχει ένα λόγο εφέσεως δια του οποίου διατυπώνεται η αιτίαση ότι το εν λόγω Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό το οποίο εισφέρθηκε κατά την σχετική διαδικασία ενώπιόν του. Ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεσή της τυπικά και κατ΄ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή, να γίνει δεκτή, όπως περιορίστηκε, στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αντίδικός της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
  5. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επόμ. Α.Κ. και 6 α. ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 Εισ.Ν.Α.Κ., προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στον μισθό που συμφωνήθηκε και, επιπλέον,  ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νόμιμη εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζόμενου προς τις οδηγίες του, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον το τελευταίο δεν εξικνείται μέχρι καταλύσεως της υποχρεώσεως υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελευθέρας από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσεως. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των τεχνικών ή επιστημονικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Αντίθετα, μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, επί της οποίας δεν έχουν κατ΄ αρχήν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν εκείνος που παρέχει την εργασία δεν υποβάλλεται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τον  τρόπο παροχής της εργασίας που του έχει ανατεθεί. Και στην σύμβαση αυτή πάντως υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι΄ αυτό ακριβώς, η συμμόρφωση του εργαζόμενου προς τους όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο και τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζόμενου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται από το αν συντρέχουν όλα ή περισσότερα από τα στοιχεία αυτά, γιατί εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ.Α.Π. 28/2005 δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος = ΕΔΚΑ 2005.610 όπου και παρατηρήσεις της Παναγιώτας Πέτρογλου = ΕλλΔνη 2005.721, Α.Π. 1469/2018, 1432/2018, 1248/2018, 465/2013, 1133/2012, 821/2006 δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος).
  6. Από τις ένορκες (με θρησκευτικό και πολιτικό όρκο αντιστοίχως) καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως (………) και ανταποδείξεως (……….) που περιέχονται στην έκθεση απομαγνητοφωνημένων πρακτικών της συζητήσεως της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση, στα οποία συγκαταλέγονται έγγραφα που αποτυπώνουν συνομιλίες, μέσω της εφαρμογής skype, μεταξύ της εκκαλούσας – ενάγουσας και του μάρτυρα αποδείξεως και τα οποία δεν θεωρούνται απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο ενόψει του ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα δεν αποκρούει την προσκομιδή τους και, επιπλέον, επιχειρηματολογεί σε σχέση με το περιεχόμενό τους, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Η ενάγουσα, υπήκοος Ρουμανίας, έχει εγκατασταθεί από ετών στην Ελλάδα, αλλά δεν απασχολείται, καίτοι είναι απόφοιτη πανεπιστημίου στην ειδικότητα της ηλεκτρολογίας, σε αντικείμενο των σπουδών της παρά μόνο περιστασιακά. Κυρίως απασχολείται στον τομέα της ναυτιλίας με διάφορες ειδικότητες. Στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων της ανατέθηκε σ΄ αυτή η εκπροσώπηση στην Ελλάδα της εναγόμενης – εφεσίβλητης …. εταιρείας, πλοιοκτήτριας του σκάφους αναψυχής, με το όνομα «KoL», νηολογίου Λονδίνου Ηνωμένου Βασιλείου, έχον αριθμό νηολογίου ……, το οποίο ναυλοχούσε στον λιμένα της Ελευσίνας. Για την ανάθεση της εν λόγω εκπροσωπήσεως συντάχθηκε το από Νοεμβρίου 2013 πληρεξούσιο στο οποίο γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο της εντολής που δίνονταν στην ανωτέρω και αφορούσε κυρίως στην εκπροσώπηση της πλοιοκτήτριας ενώπιον των Ελληνικών αρχών, στην φροντίδα του σκάφους και στις προσπάθειες για εκναύλωσή του σε τρίτους. Άλλα κρίσιμα στοιχεία όπως λ.χ. ο μηχανισμός καλύψεως των εξόδων του σκάφους, η καταβολή αμοιβής ή μισθού στην ενάγουσα – εκκαλούσα για τις υπηρεσίες της κτλ δεν περιέχονταν στο κείμενο του πληρεξούσιου εγγράφου, του οποίου η ισχύς, αναφορικά με τις εξουσίες της ανωτέρω, ανακλήθηκε στις 22.03.2017. Ενεργώντας στο πλαίσιο της πληρεξουσιότητάς της, η ενάγουσα – εκκαλούσα (ενδεικτικά) επισκεπτόταν συχνά το πλοίο και την αρμόδια λιμενική αρχή, διατύπωνε προτάσεις για την συντήρηση και τον ευπρεπισμό του, δεχόταν και απέστελλε την σχετική αλληλογραφία και εν γένει ενεργούσε για την ευόδωση της ανατεθείσας εντολής. Περαιτέρω, από τα προμνησθέντα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ούτε στο ανωτέρω πληρεξούσιο, όπως ήδη σημειώθηκε, ούτε σε άλλο έγγραφο γίνεται αναφορά σε δικαιούμενο από την ενάγουσα – εκκαλούσα μισθό ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες της. Μοναδική αναφορά σε μισθό («salary») γίνεται σε εκκαθαριστικό συναλλαγών μέσω τράπεζας στο οποίο όμως υπάρχει εγγραφή της 21.01.2014 στην οποία γίνεται αναφορά για μισθό του μήνα Δεκεμβρίου του έτους 2014 και εγγραφή της 25.02.2014 στην οποία γίνεται αναφορά για μισθό του μήνα Ιανουαρίου του έτους 2014. Από τις παραπάνω εγγραφές, λόγω της αντιφατικότητάς τους, δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές αποδεικτικό συμπέρασμα ότι το εμβαζόμενο κάθε φορά χρηματικό ποσό των 1.500,00€ αφορά μισθό δικαιούμενο από την ενάγουσα – εκκαλούσα. Έτσι, δεν υπάρχουν ασφαλή αποδεικτικά μέσα από τα οποία να αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη – εφεσίβλητη και η ενάγουσα – εκκαλούσα συμφώνησαν στην αρχή της συνεργασίας τους στην καταβολή μισθού για τις υπηρεσίες της δεύτερης. Περισσότερο πειστική κρίνεται η εκδοχή ότι η ενάγουσα – εκκαλούσα δικαιούταν κάποιο χρηματικό ποσό σε περίπτωση εκναυλώσεως του σκάφους, αλλ΄ όχι σταθερό μηνιαίο μισθό ενώ υπήρχε  προοπτική συνεργασίας μεταξύ των μερών σε σχέση με την εκμετάλλευσή του και μελλοντικής αγοράς αυτού, μετά από χρηματοδότησή της από Ρουμανική τράπεζα. Εξάλλου, θα ήταν αντίθετο προς κάθε κανόνα λογικής η ενάγουσα – εκκαλούσα να παρέχει τις υπηρεσίες της επί τόσο μακρύ χρόνο χωρίς να λαμβάνει έστω μέρος του «μισθού» της, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών ζωής της, η αυτή διάδικος να μην έχει απευθυνθεί σε αρμόδια για την εξασφάλιση του μισθού της αρχή και, επιπλέον, να μην κάνει μνεία της απαιτήσεώς της στο από 29.06.2017 «πρακτικό» παραδόσεως του σκάφους στην εναγόμενη – εφεσίβλητη. Συνεπώς, από τα παραπάνω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και τα συναγόμενα δικαστικά τεκμήρια αποδεικνύεται ότι μεταξύ των διαδίκων μερών δεν είχε καταρτισθεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ούτε, βεβαίως, είχε συνομολογηθεί μεταξύ αυτών μισθός. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε αναλόγως και απέρριψε την αγωγή δεν έσφαλε σχετικά με την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που εισφέρθηκε ενώπιόν του. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη μεν σε χαρακτηρισμό της επικαλούμενης από την ενάγουσα – εκκαλούσα συμβάσεως με την οποία συνδεόταν με την εναγόμενη – εφεσίβλητη πλην όμως δεν προήλθε σε περαιτέρω έλεγχο της αγωγής διότι αυτή (αγωγή) δεν είχε τα αναγκαία στοιχεία γι΄ αυτόν (έλεγχο) και, σε κάθε περίπτωση, εάν ενεργούσε τοιουτοτρόπως θα προσέβαλε το διαθετικό δικαίωμα (άρθρο 106 Α.Κ.) της ενάγουσας – εκκαλούσας, η οποία στήριξε την αγωγή της στις διατάξεις του νόμου για την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
  7. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της νικώσας εφεσίβλητης, να επιβληθούν εις βάρος της ηττώμενης, λόγω της απορρίψεως της εφέσεώς της, εκκαλούσας, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ., 57§1, 58§§ 1, 4 στοιχ. α΄, 68§1, 63§1 στοιχ. i περ. α΄, 69§1 και Παραρτήματος Ι ν. 4194/2013, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 17.05.2018 έφεση κατά της υπ΄  αριθμ. …../2018 εφέσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα. Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ορίζει δε το ποσό αυτών σε επτακόσια πενήντα ευρώ (750,00€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

O ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ