Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 303/2019

Αριθμός   303/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό  614/2018  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την  τακτική διαδικασία  με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  5-4-2018, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την  επικαλούμενη από τον εκκαλούντα και μη αμφισβητουμένη από την εφεσιβλήτη επίδοση αντιγράφου  της εκκαλουμένης  απόφασης στις  8-3-2018. Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό    ……….. /2018  e-παράβολο). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).   ΙΙ. Με την από 24-4-2012 (αρ. κατάθ. …../2012) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η  ενάγουσα, και ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε ότι ο εναγόμενος, πρώην σύζυγος της, υπέβαλε  σε βάρος της  ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά   τις  υπ’ αριθμ. ABM – ……./20-3-2007 και ABM – ……../22-5-2007  εγκλήσεις, το περιεχόμενο των οποίων, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην αγωγή,  τυγχάνει απολύτως συκοφαντικό και προσβάλλει την προσωπικότητα της,  και ζητούσε για το λόγο αυτό, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, νομίμως καταχωρημένης στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως  του, και κατ’ ορθή εκτίμηση της δήλωσης αυτής,  να υποχρεωθεί  ο εναγόμενος να της καταβάλει για κάθε ψευδή καταμήνυση -συκοφαντική δυσφήμηση, το ποσό των 20.000,00 ευρώ και συνολικά το ποσό των 40.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του,  έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή  ως ουσιαστικά βάσιμη  και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 30.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  ο εναγόμενος  με την  υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η αγωγή  να απορριφθεί  καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και  από τα έγγραφα, που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι προς άμεση απόδειξη ή για να χρησιμοποιηθούν ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων τα προσκομιζόμενα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας και  οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων καθώς και οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ, 448 παρ. 2, 457 παρ. 1, 2 και 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι στις 30-11-1980 τέλεσαν στο Πειραιά  νόμιμο γάμο κατά τον θρησκευτικό τύπο, που διήρκεσε μέχρι το έτος 2009, οπότε λύθηκε  δυνάμει της υπ’ αριθμ. 948/2009 ήδη αμετακλήτου αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς, από τον οποίο  απέκτησαν ένα τέκνο, τον γεννηθέντα στις 17-9-1989 …….. Αρχικώς, η έγγαμη συμβίωση τους ήταν αρμονική, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, στη συνέχεια, όμως, οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν, επειδή ο εναγόμενος άρχισε να δημιουργεί βίαια επεισόδια σε βάρος της ενάγουσας, συζύγου του. Συγκεκριμένα, στις 29-6-2006, της επιτέθηκε στη κουζίνα και την άρπαξε από τα μαλλιά, επειδή δεν είχε ετοιμάσει φαγητό (βλ. την ένορκη κατάθεση του αδερφού της ενάγουσας, …………, στο ακροατήριο του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που περιλαμβάνεται στη με αριθμό ΒΤ 6853/2013 απόφαση και τα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), ενώ στις 11-10-2006, ο εναγόμενος την εξύβρισε και την απείλησε με τις φράσεις  «θα σε σκοτώσω, ακόμα δεν έχεις πεθάνει, θα τρως συνέχεια ξύλο», και παράλληλα την προπηλάκιζε βάναυσα σε διάφορα σημεία του σώματος της, προξενώντας σ’ αυτήν σωματικές κακώσεις, οι οποίες στην από 20-10-2009 ιατροδικαστική έκθεση του …………. της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά, περιγράφονται ως εξής: σημαντικής έκτασης εκχυμώσεις στη ραχιαία επιφάνεια του δεξιού άκρου, ήτοι στο βραχιόνιο και το αντιβράχιο, στη ραχιαία επιφάνεια του κάτω τριτημορίου του αριστερού βραχίονα και το αριστερό αντιβράχιο, στο άνω πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα και την οπίσθια επιφάνεια του δεξιού μηρού, ήδη σε αποδρομή, προκληθείσες δια θλώντος οργάνου. Ο εναγόμενος  αρνείται ότι προκάλεσε τις ως άνω σωματικές κακώσεις στην ενάγουσα, τις οποίες αποδίδει σε πτώση της από την τότε υπό ανέγερση οικοδομή τους. Εν τούτοις, αυτός καταδικάστηκε για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης, αρχικώς με την υπ’ αριθ. AM 2696/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, και στη συνέχεια με την υπ’ αριθ. AT 3251/2012 (ήδη αμετάκλητη) απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς μετά από σχετική έγκληση που υπέβαλε σε βάρος του η ενάγουσα για τα αδικήματα της εξύβρισης, απειλής και σωματικής βλάβης  (ενώ για τις πράξεις της εξύβρισης και της απειλής έπαυσε υφ’ όρον η ποινική δίωξη κατ’ άρθρον 4 του ν. 4043/2012). Όπως δε περαιτέρω αποδείχθηκε, η ενάγουσα έκτοτε πάσχει από επίμονες κρίσεις άγχους και πανικού, για την αντιμετώπιση των οποίων λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και δέχεται συνεχή ψυχοθεραπευτική υποστήριξη, ενώ έχει διαγνωσθεί με χρονίζουσα, πλέον,  καταθλιπτική συνδρομή (βλ. τις από 23-11-2007, 28-4-2011 και 25-9-2012 βεβαιώσεις του ψυχιάτρου ………).   Επιπλέον,  η ως άνω βίαιη συμπεριφορά του εναγομένου κατεγνώσθη και με την υπ’ αριθμ. 1059/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ήδη τελεσίδικη μετά την απόρριψη της εφέσεως του εναγόμενου με την υπ’ αριθμό 144/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς), το οποίο δικάζοντας  την από 24-7-2011 και  με αριθμό κατάθεσης  ….. αγωγή της ενάγουσας σε βάρος του εναγόμενου, της επιδίκασε για τον λόγο αυτό χρηματική ικανοποίηση, ποσού 25.000,00 ευρώ. Περαιτέρω, η  ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), την από 22-2-2007 αίτηση της, με την οποία επικαλούμενη τα ανωτέρω βίαια επεισόδια σε βάρος της και την εξ αυτών διάσπαση της έγγαμης σχέσης  της με τον εναγόμενο ζητούσε να υποχρεωθεί προσωρινώς ο τελευταίος να της καταβάλει μηνιαία  διατροφή.  Όταν ο εναγόμενος έλαβε γνώση της ως άνω αίτησης της ενάγουσας υπέβαλε σε βάρος της ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς την από 20-3-2007 έγκληση του για  συκοφαντική δυσφήμιση, με συνέπεια να ασκηθεί σε βάρος της σχετική ποινική δίωξη.  Η ενάγουσα τελικώς  απηλλάγη από την κατηγορία με την υπ’ αριθ. ΒΤ 6853/10-12-2013 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που την κήρυξε αθώα, δεχόμενο ότι η εκτιθέμενη στην αίτηση λήψης ασφαλιστικών  μέτρων βίαιη συμπεριφορά του εναγόμενου ήταν αληθής, επιβεβαιούμενη και από την ενώπιον του κατάθεση  του μάρτυρα της ενάγουσας και αδερφού αυτής, ………….. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,  η εν λόγω έγκληση, που  ο εναγόμενος υπέβαλε κατά της  ενάγουσας, τυγχάνει ψευδής  κατά το περιεχόμενο της, ο τελευταίος δε ενήργησε εν γνώσει του, ότι καταμηνύει ψευδώς την ενάγουσα και ότι όσα αυτή ανέφερε στην προαναφερθείσα αίτηση της εναντίον του ήταν αληθή, ενόψει του ότι τα περιστατικά αυτά αφορούσαν στη συμβίωση τους,  έπραξε δε τούτο με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της, αφενός για να αποφύγει τη σχετική ευθύνη του για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους, και αφετέρου από εκδικητική διάθεση έναντι της πολιτικώς ενάγουσας (βλ. και την με αριθμό 898/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου  Πλημμελημάτων Πειραιώς, που αναφέρεται ειδικότερα κατωτέρω). Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος περιέλαβε στην ανωτέρω από 20-3-2007 έγκληση του ισχυρισμούς, οι οποίοι αφορούν στο πρόσωπο της ενάγουσας και ήταν εν γνώσει του  ψευδείς, δυνάμενοι να θίξουν την τιμή και την υπόληψη της. Ειδικότερα, αυτός ισχυρίσθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους, η σύζυγος του, είχε συνάψει, καθ’ό χρόνο εργαζόταν στον Οίκο του Ναύτου, εξωσυζυγικό ερωτικό δεσμό με τον οδοντίατρο …………,  ο οποίος  έγινε αντιληπτός από τους συναδέλφους τους και το υπόλοιπο προσωπικό, με αποτέλεσμα αυτή τελικώς να αναγκαστεί να παραιτηθεί από την εργασία της. Ακόμη,  δε ισχυρίστηκε, ότι αιτία του ισχυρού κλονισμού του γάμου τους ήταν η εξωσυζυγική  ερωτική  σχέση, που η  τελευταία είχε συνάψει με τον πολιτικό μηχανικό, …………., ο οποίος είχε αναλάβει την επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης οικοδομής της ιδιοκτησίας του ιδίου (εναγόμενου), και ότι τις ανάρμοστες αυτές σχέσεις τους  αμφότεροι παραδέχθηκαν ενώπιον συγγενών και φίλων τους.  Και αυτοί οι ισχυρισμοί, όμως, του εναγομένου τυγχάνουν ψευδείς,  αυτός  δε, τελούσε εν γνώσει του ψεύδους τους, καθόσον  η  ενάγουσα ουδέποτε είχε συνάψει τέτοιες σχέσεις, ενώ η πραγματική αιτία, για την οποία η τελευταία παραιτήθηκε από την  εργασία της στον Οίκο του Ναύτου, ήταν ότι ο ίδιος (εναγόμενος) την είχε αναγκάσει σε τούτο, επειδή δεν επιθυμούσε να εργάζεται η σύζυγος του. Περαιτέρω,  οι σχέσεις της  ενάγουσας  με  τον  ………… περιορίζονταν  αποκλειστικώς στην συνεργασία τους  σχετικά με την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών στην  οικοδομή του εναγόμενου, τις συνεννοήσεις  και τη διαχείριση των αντίστοιχων δαπανών για την οποία ο ίδιος της είχε αναθέσει, λόγω του φόρτου εργασίας του. Τέλος, αυτοί  ουδέποτε παραδέχθηκαν ενώπιον τρίτων τη σύναψη σχετικού δεσμού μεταξύ τους, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος.  Μάλιστα, ο …..,  στην υπ’ αριθ. …./2-5-2007 ένορκη βεβαίωση του, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της   συμβολαιογράφου Πειραιώς, . …. και χρησιμοποιήθηκε από την  ενάγουσα προς υποστήριξη της ανωτέρω αιτήσεως περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων,  ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ουδέποτε είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με την  ενάγουσα ούτε υπήρξε οιαδήποτε ερωτική τηλεφωνική συνομιλία τους, καθώς και ότι αγνοεί τη (δήθεν) ενώπιον συγγενών και φίλων ομολογία τους για την ύπαρξη του επικαλούμενου μεταξύ τους δεσμού. Η αδερφή του εναγόμενου, ……, εξεταζόμενη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επιβεβαίωσε ενόρκως τα περί ύπαρξης ερωτικού δεσμού της νύφης της με τον ως άνω ………., επικαλούμενη τα όσα της εκμυστηρεύθηκε  σχετικά ο τελευταίος, όταν συναντήθηκαν  για πρώτη φορά και για επαγγελματικό λόγο  σε σταθμό μετρό της Αθήνας, ζητώντας της παράλληλα να μεταφέρει στον αδελφό της την ειλικρινή συγνώμη του. Η κατάθεση της, όμως, αυτή δεν κρίνεται πειστική, καθόσον δεν  μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο υποτιθέμενος εραστής  της νύφης της, θα  προχωρούσε  σε μια τέτοια παραδοχή για άκρως προσωπικά ζητήματα και δη χωρίς την άσκηση οιασδήποτε πίεσης εκ μέρους της, όπως η ίδια καταθέτει, και παρά το γεγονός ότι την συναντούσε για πρώτη φορά. Επισημαίνεται δε, περαιτέρω, ότι η ως άνω μάρτυς, που κατέθεσε τα ίδια  στις 8-5-2007 εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του πταισματοδίκη Πειραιά στο πλαίσιο της διενεργούμενης προανακριτικής εξέτασης με αφορμή την ως άνω από 20-3-2007 μήνυση του αδερφού της, εναγόμενου, κηρύχθηκε ένοχη για τα αδικήματα της ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της ενάγουσας με την προαναφερόμενη με αριθμό 898/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς. Επιπλέον, αναφορικά με την επικαλούμενη από τον εναγόμενο ηχητική καταγραφή ερωτικής συνομιλίας της ενάγουσας με τον ………,  ουδέν αποδείχθηκε, ενώ ο αδελφός της, ………..,  εξεταζόμενος ως μάρτυς στο ακροατήριο του  ως άνω ποινικού Δικαστηρίου, κατέθεσε σαφώς και κατηγορηματικά εξ ιδίας αντίληψης, ως  αυτήκοος μάρτυς στη  συνάντηση που  είχε κατόπιν σχετικής πρόσκλησης του  εναγομένου στην οικία αυτού, ότι ουδεμία τέτοια ερωτική συνομιλία  είχε καταγραφεί και συγκεκριμένα  «άκουσα ένα θολό πράγμα, δεν ακουγόταν καλά…. δεν άκουσα τίποτα και εννοείται έφυγα γιατί δεν μπορούσα να  περιπαίζομαι», ενώ χαρακτήρισε τον εναγόμενο «αψύ και ζηλότυπο». Επισημαίνεται τέλος, ότι το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Πειραιώς, δεχόμενο τα ίδια πραγματικά περιστατικά,  με την ως άνω απόφασή του κήρυξε  ένοχο τον εναγόμενο, για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμησης και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος, αναφορικά με το περιεχόμενο της από 20-3-2007 εγκλήσεως του σε βάρος της ενάγουσας.

Εν τούτοις, ο εναγόμενος συνέχισε να υποστηρίζει ψευδώς τα περί της συνάψεως  ερωτικού δεσμού  της συζύγου του κατά τη διάρκεια του γάμου τους,  υποβάλλοντας (την από 22-5-2007 και με ΑΒΜ -…….)  νέα έγκληση σε βάρος  αυτής και του . ….  ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, με την οποία κατηγορούσε  την τελευταία ότι με πειθώ και φορτικότητα προκάλεσε στον φερόμενο ως εραστή της, ……., την απόφαση να βεβαιώσει ενόρκως ψευδώς τα όσα περιέχονται στην ως άνω ένορκη βεβαίωση του. Συνέπεια της ως άνω έγκλησης του εναγόμενου ήταν  να ασκηθεί σε βάρος του μεν . ….. ποινική δίωξη για ψευδορκία μάρτυρα και σε βάρος της ενάγουσας ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα. Εν τούτοις, οι τελευταίοι απηλλάγησαν των κατηγοριών με την υπ’ αριθμ. 2256/2012 ήδη τελεσίδικη απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Πειραιά,  (βλ. την από 4-3-2015 βεβαίωση του Γραμματέα του οικείου Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά),  με την οποία  έγινε δεκτό ότι ο ……… κατέθεσε αληθή στο σύνολο τους πραγματικά περιστατικά  και ως εκ τούτου οι κατηγορούμενοι δεν τέλεσαν την αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων που τους αποδίδονταν. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα  και αυτή η έγκληση του εναγόμενου σε βάρος της ενάγουσας τυγχάνει απολύτως  ψευδής, ο τελευταίος δε, ήταν εν γνώσει του ψεύδους του, καθόσον τα καταγγελόμενα αφορούν σε γεγονότα, για τα οποία αυτός επικαλείται άμεση αντίληψη του και όχι πληροφόρηση του από τρίτους, ενήργησε δε, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της και να την συκοφαντήσει. Οι ανωτέρω ουσιαστικές παραδοχές εξάλλου, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι στην ενάγουσα επιδικάσθηκε ελαττωμένη διατροφή, με την με αριθμό 502/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, που δέχθηκε τον ισχυρισμό του εναγόμενου  για σύναψη ερωτικού δεσμού της με τον ……….., αλλά ούτε και από το γεγονός ότι ο εναγόμενος αθωώθηκε τελεσίδικα ελλείψει δόλου από τη κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδούς καταμήνυσης σε βάρος της ενάγουσας και του έτερου εγκαλούμενου, …………, με τις με αριθμό 2285/2013 και 4640/2013 αποφάσεις του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς αντίστοιχα, οι οποίες σε κάθε περίπτωση εκτιμώνται ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια και δεν δεσμεύουν το δικαστήριο στη κρίση του, δεδομένου περαιτέρω, ότι  στις περιπτώσεις που το ποινικό δικαστήριο αθωώνει τελεσίδικα τον κατηγορούμενο και στη συνέχεια σε  συμμόρφωση προς τους ορισμούς  του άρθρου 65 παρ. 1εδ.β’ ΚΠοινΔ δεν ασχολείται με τη ποινική αγωγή, όπως εν προκειμένω, η απόφαση του δεν δημιουργεί δεδικασμένο για το επιλαμβανόμενο της ίδιας αξίωσης (χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη) πολιτικό δικαστήριο (ΑΠ 325/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι με τις ως άνω  υποβαλλόμενες σε βάρος της ενάγουσας εγκλήσεις ο εναγόμενος ισχυρίστηκε γι’ αυτήν ψευδώς και εν γνώσει του ψεύδους πραγματικά περιστατικά, τα οποία θίγουν την τιμή και την υπόληψη της, καθώς εμφανίζουν αυτήν ως άτομο ανέντιμο και ανήθικο, που μετέρχεται ψέματα για την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων της,  από τις ενέργειες του δε αυτές ετρώθη η τιμή και η υπόληψη της,  δεδομένου ότι τα συκοφαντικά αυτά γεγονότα έγιναν γνωστά σε ευρύ κύκλο προσώπων, προσβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την προσωπικότητα της κατά τρόπο παράνομο και υπαίτιο και μάλιστα στις ειδικότερες εκφάνσεις της τιμής και της υπόληψης, της. Ως εκ τούτου αυτή  δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το νομικό κανόνα του άρθρου 25 Συντ. της «αρχής της αναλογικότητας», που επιβάλλει και στα δικαιοδοτικά όργανα, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού και σταθμίζοντας όλα τα ως άνω περιστατικά και τις προαναφερόμενες συνθήκες  προσβολής της προσωπικότητας της, της αποκλειστικής υπαιτιότητας (δόλου) του εναγομένου καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (η ενάγουσα είναι άνεργη και ο εναγόμενος συνταξιούχος ιατρός), ανέρχεται κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τούτου στο ποσό των 9.000,00 ευρώ για κάθε σε βάρος της ψευδή έγκληση, και συνολικά στο ποσό των  18.000 ευρώ, το οποίο, μετά τη στάθμιση των ως άνω κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα και με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ) και ανάλογο με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και είναι σύμφωνο με το σκοπό και το μέτρο στο οποίο απέβλεψαν οι αναφερόμενες διατάξεις, χωρίς να καταλήγει σε οικονομική εξουθένωση του εκκαλούντος – εναγομένου και να επιφέρει αδικαιολόγητο πλουτισμό στην εφεσίβλητη- ενάγουσα (ΑΠ 1854/2011, δημ. Νόμος, Εφ Θεσ1960/2014). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε καταρχήν τη προσβολή της προσωπικότητας ενάγουσας υπό τις προπεριγραφόμενες συνθήκες και την εξαιτίας αυτής πρόκληση σε βάρος της ηθικής βλάβης,  δεν έσφαλε και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ωστόσο, αυτό επιδικάζοντας στην ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση, ποσού 30.000 ευρώ,  αντί του ποσού των 18.000 ευρώ, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, κατά ουσιαστική παραδοχή του τέταρτου λόγου της έφεσης και επομένως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή  ως βάσιμη και κατ` ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο  εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 18.000 ευρώ,  με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας αυτών και να καταδικασθεί ο εκκαλών να καταβάλει μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1,183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) ενώ, τέλος, για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως του,   πρέπει να διαταχθεί η   απόδοση του σε αυτόν  (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθ. 614/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του με αριθμό  ……… /2018  e-παραβόλου.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 24-4-2012  και με αριθ.εκθ. κατ. ……/2012 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει τον εναγόμενο-εκκαλούντα σε μέρος των δικαστικών εξόδων  της ενάγουσας – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  4 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ