Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 305/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης

305/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 1.8.2014 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος – εναγομένου, ………, κατά της οριστικής απόφασης 2944/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και, αφού απέρριψε την από 4.12.2012 αγωγή του τελευταίου, έκανε δεκτή την από 18.10.2011 αγωγή των εναγόντων …………., έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν παρήλθε δε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §§1, 2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχουν κατατεθεί τα σχετικά παράβολα, ποσού διακοσίων (200) ευρώ (άρθρο 495 §4 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015), όπως προκύπτει από τα με αριθμούς …. και ….. σειράς Α´ παράβολα του δημοσίου και …. και ….. σειράς Α´ παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Οι ενάγοντες . ………, ζήτησαν με την από 18.10.2011 αγωγή τους, δηλώνοντας ότι υπαναχωρούν από τις, μεταξύ αυτών και του εναγομένου ……., συμβάσεις μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων της εταιρείας “…………..”, να υποχρεωθεί ο τελευταίος, να τους επιστρέψει τα ποσά που του κατέβαλαν για τις μεταβιβάσεις αυτές και ειδικότερα, αυτό των 90.000 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των 68.500 ευρώ στον δεύτερο, αυτό των 84.000 ευρώ στον τρίτο και από το επιπλέον ποσό των 20.000 ευρώ σε καθένα τους, ως αποζημίωση λόγω αθέτησης, από υπαιτιότητά του, των μεταξύ τους συμβάσεων. Επικουρικά, ζήτησαν τα ανωτέρω ποσά των 90.000, 68.500 και 84.000 ευρώ, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εξάλλου, ο ενάγων στην από 4.12.2012 αγωγή, ………, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι σ’ αυτήν, …….. και …….., να του καταβάλουν ο πρώτος το ποσό των 29.580 ευρώ, ο δεύτερος αυτό των 19.227,02 ευρώ και ο τρίτος το ποσό των 24.359,16 ευρώ, τα οποία (ποσά), μετά την αποχώρησή τους από την εταιρείας “……………”, αποτελούσαν τη συμμετοχή τους στη ζημία της εταιρείας, που εκείνος, ως ομόρρυθμος εταίρος, υποχρεούνταν να καταβάλει. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή του …….. ως μη νόμιμη. Περαιτέρω, αφού δέχθηκε ως νόμιμη την αγωγή των εναγόντων ……….., στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 760, 761, 904 επ. και 912 του Α.Κ. 23 του Εμπ.Ν., την έκανε εν μέρει δεκτή, κατά την κύρια βάση της, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο σ’ αυτήν να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 70.000 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα αυτό των 45.500 ευρώ και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 57.645 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων – εναγόμενος, ………….., με την έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του και ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή των εναγόντων, …………….

ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 §1, 525 §1 και 536 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση. Λόγω δε του μεταβιβαστικού αυτού αποτελέσματος της έφεσης, κατά το άρθρο 522 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μπορεί, χωρίς ειδικό παράπονο, να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι παραδεκτή και να την απορρίψει ως απαράδεκτη, εάν δεν συντρέχουν οι διαδικαστικές της προϋποθέσεις, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου και την, κατ’ άρθρο 536 §1 του Κ.Πολ.Δ., αρχή της απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα. Αν η αγωγή, η οποία ήταν απαράδεκτη απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και ο ενάγων την προσβάλλει με έφεση, ζητώντας την ουσιαστική παραδοχή της μετά από εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αυτού αποτελέσματος, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και εξαιτίας αυτών να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη. Δεν καθίσταται δε επιβλαβέστερη η θέση του ενάγοντος – εκκαλούντος όταν η πρωτοδίκως απορριφθείσα ως νόμω αβάσιμη αγωγή του απορρίπτεται κατ’ έφεση ως απαράδεκτη, απαιτείται όμως προηγουμένως εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 535 §1 Κ.Πολ.Δ., λόγω της δημιουργίας διαφορετικού δεδικασμένου, καθόσον στην περίπτωση αυτή επέρχεται αλλαγή του διατακτικού (Α.Π. 134/2008, Α.Π. 1913/2007, Α.Π. 1914/2007, Α.Π. 1915/2007, Εφ.Αθ. 1716/2016 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση ΣΤ´ 2009, παρ. 855, σελ. 346 – 347).

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων, ………., με την από 4.12.2012 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι με τους εναγόμενους σ’ αυτήν, …………., συμφώνησαν τον Ιούνιο του έτους 2008, να μετατρέψουν την επιχείρηση που λειτουργούσε, στον …. Αττικής, υπό τη μορφή της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…………”, από καφετέρια – Internet cafe σε επιχείρηση εστίασης (καφετέρια – γρήγορο φαγητό). Ότι επίσης συμφώνησαν να παραμείνει αυτός διαχειριστής και ομόρρυθμο μέλος και να εισέλθουν στην επιχείρηση οι εναγόμενοι, αγοράζοντας εταιρικά μερίδια από εκείνον, ο οποίος κατείχε το 99%. Ότι με προφορική συμφωνία, που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2008, με τον τρίτο εναγόμενο και τα από 6.6.2008, 30.6.2008 συμφωνητικά με τους πρώτο και δεύτερο εναγομένους αντίστοιχα, τα οποία ονομάστηκαν προσύμφωνα, επειδή, κατά την υπογραφή τους, εκκρεμούσε η καταβολή μέρους του τιμήματος των εταιρικών μεριδίων και η εξόφληση της συμμετοχής των εναγομένων στις δαπάνες ανακαίνισης της επιχείρισης, πώλησε και μεταβίβασε στους τελευταίους, ποσοστό 16,47%, 20% και 13% αντίστοιχα, των εταιρικών μεριδίων του στην ως άνω εταιρεία, εγκρίθηκε δε η είσοδός τους ως εταίρων (του πρώτου ως ετερόρρυθμου και των δεύτερου και τρίτου ως ομόρρυθμων εταίρων). Ότι, επιπλέον, συμφωνήθηκε το χρονικό διάστημα εντός του οποίου οι εναγόμενοι θα εξοφλούσαν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και θα λάμβανε χώρα και η τροποποίηση της εταιρείας, προκειμένου να εισέλθουν και τυπικά ως μέλη σ’ αυτήν. Ότι κατά την αρχική λειτουργία της επιχείρισης, από 10.11.2008 έως τις 2.10.2009, οπότε διακόπηκε λόγω αποβολής της ως άνω εταιρείας και επανεγκατάστασης του παλαιού μισθωτή, αυτός (ενάγων) ανέλαβε τις προμήθειες του εστιατορίου και τη διοίκηση και εποπτεία της επιχείρισης (από 10 π.μ. έως 15 μ.μ.) και οι εναγόμενοι προσέφεραν επίσης την προσωπική τους εργασία (λειτουργία του εστιατορίου, διοίκηση προσωπικού κλπ.), κάθε ημέρα δε ορίζονταν εναλλάξ και κατά βάρδιες ο καθένας από τους τελευταίους ως υπεύθυνος του καταστήματος. Ότι μεταξύ αυτού και των εναγομένων, που λειτουργούσαν σαν ομάδα, γρήγορα προέκυψαν έντονες διαφωνίες για τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρισης, οι τελευταίοι δε, αρνούνταν να εισέλθουν και επίσημα στην εταιρεία με δημοσίευση της τροποποίησης του καταστατικού της). Ότι, παρά τις αποστολές με φαξ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του σ’ αυτόν των εναγομένων, σχεδίου τροποποίησης του καταστατικού της εταιρείας (στις 20.4.2011 και 30.6.2011), οι τελευταίοι αδιαφόρησαν και διέκοψαν κάθε επαφή. Ότι στις 9.8.2011 του επέδωσαν εξώδικη δήλωση, με την οποία δήλωναν ότι υπαναχωρούν από τις συμφωνίες τους, ουσιαστικά δε δήλωναν την εκούσια αποχώρησή τους από την εταιρεία, την οποία αυτός και ο άλλος εταίρος της (ετερόρρυθμος), αποδέχθηκαν. Ότι κατά το χρόνο της αποχώρησής των εναγομένων η εταιρεία δεν είχε χρηματικά διαθέσιμα, είχε μόνο ενεργητικό από τον εξοπλισμό του καταστήματος, αξίας 10.230 ευρώ και παθητικό από οφειλές, ποσού 158.130,19 ευρώ, με συνέπεια στις 4.8.2011, η εταιρεία τους να έχει συνολική ζημία 147.900,19 ευρώ. Ότι, λόγω της αποχώρησής τους από την τελευταία οφείλουν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 783 του Α.Κ., να του καταβάλουν, ως συνεταίροι, τη συμμετοχή τους στις ζημίες, ανάλογα με το ποσοστό των εταιρικών τους μερίδων (20% ο πρώτος, 13% ο δεύτερος και 16,47% ο τρίτος). Κατόπιν τούτων, ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 29.580 ευρώ, ο δεύτερος αυτό των 19.227,02 ευρώ και ο τρίτος το ποσό των 24.359,16 ευρώ. Όμως, με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αυτή του εκκαλούντος έπρεπε ν’ απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη, αφού, μπορεί το άρθρο 783 του Α.Κ. να μην εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση ανεπάρκειας του ενεργητικού της εταιρικής περιουσίας στο στάδιο της εκκαθάρισης, αλλά αναλογικά και στην περίπτωση εκούσιας αποχώρησης εταίρου (Νικ. Ρόκας, “Εμπορικές Εταιρείες”, Δ´ έκδοση, §12Γ ΙΙ 3, σελ. 49 και Γιοβανόπουλος σε Απόστολου Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, Τόμος Ι, άρθρο 783, αρ. 1), ωστόσο φορέας του σχετικού δικαιώματος είναι μόνο το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, το οποίο και νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της σχετικής αγωγής (σχετ. Εφ.Αθ. 110/2006 Δ.Ε.Ε. 2006, σελ. 483, Εφ.Πειρ. 793/2002 Δ.Ε.Ε. 2002, σελ. 1253 και Γιοβανόπουλος ό.π., Τόμος Ι, άρθρο 783, αρ. 6) και όχι οι εταίροι ατομικά. Στην προκείμενη δε περίπτωση την ως άνω αγωγή άσκησε ο ομόρρυθμος εταίρος ατομικά, με την αιτιολογία ότι αποτελεί τον μοναδικό εναπομείναντα ομόρρυθμο εταίρο, ο οποίος ευθύνεται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, με την προσωπική του περιουσία για τα χρέη της εταιρείας, ζητώντας έτσι από έκαστο των εναγομένων, να του καταβάλει τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά, ενώ σε κανένα σημείο αυτής δεν αναφέρεται πως η εταιρεία με την επωνυμία “……………” ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν τα αναφερόμενα ποσά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή, έσφαλε και πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, αφού δεν επιτρέπεται αντικατάσταση των αιτιολογιών, διότι εξαιτίας της δημιουργίας διαφορετικού δεδικασμένου, επέρχεται αλλαγή του διατακτικού, να γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 2944/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς την αγωγή αυτή. Επιπλέον, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και ερευνηθεί η από 4.12.2012 αγωγή, ν’ απορριφθεί η αγωγή, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα και με την πιο πάνω μείζονα σκέψη, η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου τούτου, δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα από την εκκαλουμένη, ώστε κατά το άρθρο 536 §1 του Κ.Πολ.Δ., να μην μπορεί να την εκδώσει το Εφετείο.

  1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 760 και 761 του Α.Κ. συνάγεται, ότι επί νομίμως υφισταμένης και λειτουργούσης ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, η οποία έχει νομική προσωπικότητα, δεν αποκλείεται με κοινή συμφωνία των εταίρων η, διά μεταβιβάσεως της εταιρικής μερίδας, είσοδος νέου εταίρου στην εταιρία, η οποία, ως ενέχουσα αλλαγή του προσώπου του εταίρου, αποτελεί, όπως διαλαμβάνει το άρθρο 46 του Εμπ.Ν., τροποποίηση της αρχικής εταιρικής σύμβασης, για την οποία απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπ.Ν. (Α.Π. 522/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 296/2000 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 1019 και Α.Π. 1688/1998 Ελλ.Δ/νη 1999, σελ. 118). Εξάλλου, η παράλειψη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας, που προβλέπουν οι παραπάνω διατάξεις, συνεπάγεται ακυρότητα, η οποία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις προς τα έξω σχέσεις σε εταιρείες που ήδη λειτούργησαν και κατάρτισαν συμβάσεις με τρίτους. Αν γινόταν δεκτή η εξ υπαρχής (ex tunc) ακυρότητα, θα έπρεπε να επιστραφούν όλες οι παροχές και αντιπαροχές από συναλλαγές με τρίτους, πράγμα που θα δημιουργούσε μεγάλες δυσκολίες και ιδίως θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη των συναλλασσομένων. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι όλες οι πράξεις που έγιναν μέχρι την προβολή του ελαττώματος δεν θίγονται, ότι οι εταίροι ευθύνονται για τα μέχρι τότε εταιρικά χρέη, καθώς και ότι στις προς τα έσω σχέσεις λειτουργεί ο εταιρικός δεσμός. Η προβολή δηλαδή ή η κήρυξη της ακυρότητας δρα μόνο για το μέλλον [(ex nunc) (άρθρο 42 εδ. τελ. του Εμπ.Ν. (Α.Π. 522/2014 ό.π. και Νικ. Ρόκας “Εμπορικές Εταιρείες”, Δ´ έκδοση, §10α Α1, σελ. 38)]. Ωστόσο, η συμφωνία περί μεταβίβασης, αυτή καθ’ εαυτή, δεν υπόκειται σε τύπο και συνεπώς είναι έγκυρη η σύμβαση μεταξύ του μεταβιβάζοντος εταίρου και του προς ον η μεταβίβαση εταίρου ή τρίτου, από την κατάρτιση της. Επομένως, στην περίπτωση που τρίτος ή εταίρος συμφωνήσει με άλλον εταίρο μιας τέτοιας προσωπικής εταιρίας την αγορά της εταιρικής μερίδας του τελευταίου και την έξοδο αυτού από την εταιρία με παράλληλη είσοδο του προσώπου (ή αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου συμμετοχής του πρώτου στην εταιρία), εάν δεν επακολουθήσει νομότυπη σχετική τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας, είτε διότι αρνήθηκε κάποιος εν των λοιπών εταίρων να συμπράξει σε αυτήν, είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ο αγοραστής τρίτος ή εταίρος δικαιούται να αναζητήσει από τον πωλητή εταίρο το τίμημα που του κατέβαλε (εν όλω ή εν μέρει) για την αγορά της εταιρικής μερίδας του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και ειδικότερα, λόγω αναζήτησης της παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε, κατά το άρθρο 904 εδ. β´ του Α.Κ. (Α.Π. 296/2000 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 1019, Εφ.Αθ. 2583/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Εφ.Αθ. 4014/2006 Δ.Ε.Ε. 2006, σελ. 1275). Εξάλλου, ένας από τους τρόπους μονομερούς ανατροπής μιας έγκυρης σύμβασης είναι και η υπαναχώρηση, που εφαρμόζεται στις στιγμιαίες συμβάσεις, ενώ στις διαρκείς συμβάσεις πρόσφορος τρόπος διαπλαστικού δικαιώματος που οδηγεί στην ανατροπή του συμβατικού δεσμού είναι, αντί της υπαναχώρησης, η καταγγελία (Παπανικολάου σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ, Τόμος ΙΙ, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 389 – 401, αρ. 7, Μιχ. Σταθόπουλος Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Τεύχος Α2, §21 V.1, σελ. 132 – 133 και Κουμάνης σε Απόστολου Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, Τόμος Ι, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 389 – 401, αρ. 11, σελ. 798).

VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες ……….., με την από 18.10.2011 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν ότι ο εναγόμενος ………., εταίρος της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…………”, που λειτουργούσε ως Internet cafe, πρότεινε, στις αρχές του έτους 2008, στον δεύτερο εξ αυτών (εναγόντων), που εργαζόταν στην ίδια επιχείρηση, να συνεργαστούν για τη μετατροπή της λειτουργίας της σε creperie. Ότι ο τελευταίος, λόγω της εμπειρίας του ήξερε πως, λόγω της τοποθεσίας της επιχείρισης (επί της πλατείας … στον …..), θα ήταν επικερδής και επιθυμώντας τη συμμετοχή σε μια τέτοια επιχείριση, έδειξε ενδιαφέρον και κατόπιν προτροπής του εναγομένου, για την αναζήτηση και άλλων προσώπων για να επενδύσουν χρήματα, του υπέδειξε τον τρίτο εξ αυτών (εναγόντων), ο οποίος επί σειρά ετών εργαζόταν σε παρεμφερή επιχείριση στην περιοχή. Ότι, το καλοκαίρι του 2008, ενώ ο δεύτερος από αυτούς είχε ήδη αποδεχθεί την πρόταση του εναγομένου και ο τελευταίος ξεκίνησε τις εργασίες ανακαίνισης του χώρου όπου θα λειτουργούσε η επιχείριση, επειδή δεν επαρκούσαν τα χρήματά τους (2oυ και 3oυ εναγόντων), υπέδειξαν στον εναγόμενο και τον πρώτο εξ αυτών, όλοι δε συμφώνησαν να συμμετάσχει και εκείνος. Ότι επιθυμώντας να κατοχυρώσουν την έως τότε προφορική συμφωνία τους, οι δύο πρώτοι (των εναγόντων) σύναψαν με τον εναγόμενο τα από 6.6.2008 και 30.6.2008 αντίστοιχα ιδιωτικά προσύμφωνα μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων. Ότι οι δύο πρώτοι (ενάγοντες) κατέβαλαν στον τελευταίο το ποσό των 90.000 και 68.000 ευρώ για την εξαγορά αντίστοιχα του 20% και 13% των εταιρικών μεριδίων της επιχείρησης από αυτά των 99% του εναγομένου και ο τρίτος μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιους έτους το ποσό των 84.000 ευρώ, για την αγορά του 16,47% των εταιρικών μεριδίων, όπως είχε προφορικά συμφωνήσει με τον τελευταίο. Ότι με βάση τα πιο πάνω προσύμφωνα – ιδιωτικά συμφωνητικά και την προφορική συμφωνία, κατόπιν σύμφωνης γνώμης και του ετερόρρυθμου εταίρου, ……….., συμφωνήθηκε ότι ο πρώτος εξ αυτών θα εισερχόταν στην εταιρεία ως ετερόρρυθμος εταίρος και ο δεύτερος ως ομόρρυθμος. Ότι από τα πιο πάνω ποσά που κατέβαλαν στον εναγόμενο, αυτό των 20.000 ευρώ από τον πρώτο εξ αυτών, των 13.000 από τον δεύτερο και αυτό των 26.355 ευρώ (14.855 σε μετρητά και 11.500 σε εργασία) από τον τρίτο, αντιστοιχούσαν σε δαπάνες για τις εργασίες ανακαίνισης της επιχείρησης. Ότι, επιπλέον, συμφωνήθηκε πως θα τροποποιούνταν το καταστατικό της εταιρείας για την είσοδό τους σ’ αυτήν και ότι θα λάμβαναν, μηνιαία, χρήματα έναντι της ετήσιας διανομής κερδών, ενώ θα παρείχαν τις προσωπικές τους υπηρεσίες ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης και σύμφωνα με τις οδηγίες του εναγομένου, ο οποίος θα αναλάμβανε το λογιστικό κομμάτι αυτής και την εν γένει διαχείρισή της. Ότι, ενώ η επιχείρηση ξεκίνησε τη λειτουργία της το Νοέμβριο του 2008 και εκείνοι προσέφεραν την εργασία τους, όπως είχαν συμφωνήσει, ο εναγόμενος δεν παρείχε τη δική του προσωπική εργασία, έλαβε αυθαίρετα το ποσό των 25.000 ευρώ από το ταμείο της επιχείρησης, δεν τους ενημέρωνε για τα έσοδα και τα έξοδα της επιχείρησης και δεν προέβαινε στην τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα, ως συνεταίροι, νόμιμα να τον ελέγχουν. Ότι τον Αύγουστο του 2009, όταν έλλειψε ο εναγόμενος στην Αμερική για ένα μήνα, οπότε αναγκάστηκαν να αναλάβουν τη διαχείριση της επιχείρισης, διαπίστωσαν ότι τα έσοδά της ήταν απολύτως επαρκή για την κάλυψη των οικονομικών απαιτήσεων και οφειλών της. Ότι τους απέκρυψε τη δικαστική διαμάχη που είχε με τους προηγούμενους μισθωτές του καταστήματος, όπου στεγαζόταν η επιχείρηση και τους καθησύχαζε για επιτυχή έκβασή της, εωσότου εξώσθηκε η εταιρεία από το μίσθιο, με αποτέλεσμα τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης για ένα έτος. Ότι, παρά τα ανωτέρω και παραβλέποντας ότι, ενώ είχαν αγοράσει εταιρικά μερίδια χωρίς να εισέλθουν στην εταιρεία, με την επαναλειτουργία της, το Σεπτέμβριο του 2010, ο εναγόμενος, τους απέστειλε εξώδικη δήλωση, με την οποία τους καλούσε, ως διαχειριστής της, να επιστρέψουν στο κατάστημα, προσφέροντας την προσωπική τους εργασία και να συμμετάσχουν στα έξοδα από τη μη λειτουργία της επιχείρισης. Ότι, προκειμένου να προασπίσουν την επένδυσή τους, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην επιχείριση, λαμβάνοντας μόνο 100 ευρώ ο καθένας την εβδομάδα. Ότι παρά τις οχλήσεις τους ο εναγόμενος, με διάφορες δικαιολογίες, ανέβαλε την τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας για την είσοδό τους στην επιχείριση, με αποτέλεσμα να του αποστείλουν την από 4.8.2011 εξώδικη δήλωσή τους, με την οποία του δήλωναν ότι υπαναχωρούν από τις συμφωνίες τους. Κατόπιν τούτων, ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει τα ποσά που είχε λάβει από αυτούς για την αγορά των εταιρικών του μεριδίων και ειδικότερα (να καταβάλει) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 90.000 ευρώ, στον δεύτερο αυτό των 68.500 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 84.000 ευρώ και από το επιπλέον ποσό 20.000 ευρώ σε καθένα τους, ως αποζημίωση λόγω αθέτησης, από υπαιτιότητά του, των μεταξύ τους συμβάσεων. Επικουρικά, ζήτησαν τα ανωτέρω ποσά των 90.000, 68.500 και 84.000 ευρώ, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία. Σύμφωνα όμως και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η κατάρτιση των μεταβιβάσεων των εταιρικών μεριδίων του εναγομένου προς τους ενάγοντες (με προφορική συμφωνία με τον τρίτο ενάγοντα και εγγράφως με τους δύο πρώτους), συνιστούσαν τροποποίηση της αρχικής εταιρικής σύμβασης της ετερόρρυθμης εταιρείας “……………”. Στην περίπτωση δε των διαρκών συμβάσεων, όπως αυτή της εταιρείας, η ανατροπή του συμβατικού δεσμού επέρχεται με την καταγγελία και όχι με υπαναχώρηση. Επομένως, η αγωγή, υπό τα εκτιθέμενα σ’ αυτή έπρεπε, κατά την κύρια βάση της, ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμη, όπως ζητεί και ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσης. Εξάλλου, η τροποποίηση αυτή της εταιρικής σύμβασης, είναι μεν άκυρη, επειδή δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας, που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπ.Ν., ωστόσο η πιο πάνω εταιρεία των διαδίκων ήδη λειτούργησε και κατάρτισε συμβάσεις με τρίτους και η ακυρότητα αυτή δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις προς τα έξω σχέσεις, αλλά δρα για το μέλλον από την προβολή ή την κήρυξή της. Στην περίπτωση αυτή, οι ενάγοντες, αγοραστές – εταίροι, δικαιούνται να αναζητήσουν από τον εναγόμενο, πωλητή εταίρο, το τίμημα που του κατέβαλαν (εν όλω ή εν μέρει) για την αγορά της εταιρικής μερίδας του τελευταίου, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και, ειδικότερα, για αιτία που δεν επακολούθησε (άρθρο 904 εδ. β´ του Α.Κ.). Ωστόσο για το ορισμένο της βάσης αυτής, επειδή αφορά σε ακυρότητα σύμβασης, έπρεπε να αναφέρεται το στοιχείο αυτό της ακυρότητας (Α.Π. 1802/2001 Ελλ.Δ/νη 2002, σελ. 1421 και Α.Π. 712/2001 Ελλ.Δ/νη 2002, σελ. 762) και ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικά αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ., μορφές έλλειψης της νομιμότητάς της, όπως η αιτία που δεν επακολούθησε (Α.Π. 1254/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Τα στοιχεία όμως αυτά ουδόλως επικαλούνται οι ενάγοντες, με αποτέλεσμα η επικουρική βάση της αγωγής να είναι αόριστη. Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο τούτο υποχρεωτικά εξετάζει την επικουρική βάση της αγωγής, αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο εν μέρει την αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν ασχολήθηκε με την κατ’ ουσία έρευνα της επικουρικής, που αφορά στο εκκληθέν κεφάλαιο, έστω και χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο (λόγο έφεσης), διότι στην περίπτωση αυτή, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση του εναγομένου αλλά εκτείνεται και στις πρωτόδικες βάσεις, που δεν εξετάσθηκαν και τούτο διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή (Α.Π. 1061/2015, Α.Π. 309/2011 και Α.Π. 1433/2010 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, δεν συντρέχει περίπτωση σώρευσης της επικουρικής αυτής βάσης της αγωγής κατά δικονομική επικουρικότητα, υπό την ενδοδιαδικαστική δηλαδή αίρεση της απόρριψης της πρώτης βάσης, από τη σύμβαση, αφού θα έπρεπε, για την πληρότητά της, πέρα από τα στοιχεία της σύμβασης και τον πλουτισμό του εναγομένου από την εκτέλεσή της, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο έστω απλή επίκληση της τυχόν ακυρότητας της σύμβασης (Ολ.Α.Π. 2/2019, Ολ.Α.Π. 8/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Ολ.Α.Π. 22-23/2003 Δ.Ε.Ν. 2004, σελ. 378, Α.Π. 1509/2008 και Α.Π. 8/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια τη δέχθηκε εν μέρει και ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε και πρέπει, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου της έφεσης, να γίνει δεκτή αυτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 2944/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ως προς την αγωγή αυτή. Επιπλέον, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και ερευνηθεί η από 18.11.2011 αγωγή, ν’ απορριφθεί αυτή, ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της και ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς την επικουρική της βάση.

VΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 2944/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί η υπόθεση, πρέπει να απορριφθούν α) η από 4.12.2012 αγωγή του ……….. ως απαράδεκτη και β) η από 18.10.2011 αγωγή των εναγόντων ………….. ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της και ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς την επικουρική της βάση. Επίσης, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέβαλε με τα αναφερόμενα, στην υπό Ι σκέψη, παράβολα του δημοσίου και του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. (άρθρο 495 §3 εδ. ε΄ του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον, πρέπει να καταδικαστούν α) οι ενάγοντες στην από 18.10.2011 αγωγή, λόγω της ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη του εναγομένου – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός αυτού και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 69 §1, 68 §1 και 63 §1 περ. i. στοιχ. α´ του ν. 4194/2013) και β) ο ενάγων στην από 4.12.2012 αγωγή, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων – εφεσίβλητων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 69 §1, 68 §1 και 63 §1 περ. i. στοιχ. α´ του ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 1.8.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2014 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 2944/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει τις α) από 18.10.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2011 και β) από 4.12.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2012 αγωγές.

Απορρίπτει την από 18.10.2011 αγωγή.

Καταδικάζει τους ενάγοντες σ’ αυτήν, …….. στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, ……… και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει ως προς τον πρώτο στο ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ, ως προς το δεύτερο σ’ αυτό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι (4.420) ευρώ και ως προς τον τρίτο, στο ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων (5.200) ευρώ.

Απορρίπτει την από 4.12.2012 αγωγή ως απαράδεκτη.

Καταδικάζει τον ενάγοντα σ’ αυτήν, ……….., στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, και ειδικότερα στον εναγόμενο …….. το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, στον εναγόμενο …….. αυτό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ και στον εναγόμενο ……… το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα, ……………, του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ