Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 309/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 309/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα, Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Ι. Αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 22-11-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2017) έφεση της εναγομένης, κατά της με αριθμό 3185/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από  30-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015) αγωγής της ενάγουσας κατ’αυτής, περί αναγνώρισης της λύσης της μεταξύ αυτών συναφθείσας σύμβασης δικαιόχρησης και καταβολής δικαιωμάτων χρήσης και ποινικής ρήτρας, ως εν μέρει ηττηθείσας διαδίκου, εφόσον κρίθηκε ότι νομιμοποιείται παθητικά στην άσκησή της.  Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), και μετά και την αντικατάσταση της παραγράφου 3 εδ.α΄αυτού από  το άρθρο 35 παρ.2 περ.Α στοιχ.β του ν.4446/22-1-2016, που εφαρμόζεται από 22-1-2017 κατ’άρθρο 45 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 27-10-2017  (σχετ. η υπ’αριθμ…../27-10-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………) και η έφεση ασκήθηκε δια της καταθέσεώς της στη γραμματεία του Δικαστηρίου που την εξέδωσε, εντός μηνός και συγκεκριμένα στις 24-11-2017, ενώ δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου και κατά την κατάθεσή της καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο  (υπ’αριθμ. ………. e-παράβολο και αποδεικτικό εξόφλησής του της Τράπεζας Πειραιώς). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της ότι δραστηριοποιείται στο χώρο της φροντιστηριακής εκπαίδευσης και είναι δικαιούχος χρήσης και εμπορικής εκμετάλλευσης του σήματος «…….». Ότι δυνάμει της από 11-5-2010 σύμβασης δικαιόχρησης που συνήψε με την εναγομένη, επίσης δραστηριοποιούμενη στο χώρο της φροντιστηριακής εκπαίδευσης και δη των ξένων γλωσσών και της πληροφορικής, παραχωρήθηκε σε αυτήν το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της τεχνογνωσίας της, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους αυτής, καθώς και ότι, ενώ η ίδια εκπλήρωνε προσηκόντως τις υποχρεώσεις της, από τον διενεργηθέντα στις 5-1-2013 διαχειριστικό έλεγχο διαπίστωσε ότι τα οικονομικά στοιχεία που της εμφάνιζε η εναγομένη ήταν πλασματικά ενώ στις αρχές του έτους 2014 αρνήθηκε να υποβληθεί στον καθιερωμένο ετήσιο έλεγχο και τον Αύγουστο του ίδιου έτους καθαίρεσε τις επιγραφές με το παραπάνω διακριτικό σήμα, συνεχίζοντας ωστόσο να ασκεί την ίδια δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η σύμβαση έχει πλέον λυθεί από υπαιτιότητά της. Ακολούθως, μετά από τροπή του αιτήματός της, εν μέρει σε αναγνωριστικό, ζητούσε : 1) να αναγνωριστεί ότι η ως άνω σύμβαση δικαιόχρησης έχει λυθεί, 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 6.751,87 ευρώ ως υπόλοιπο δικαιωμάτων χρήσης, των μηνών Φεβρουαρίου έως Ιουλίου 2014, των 30.000 ευρώ, ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα, λόγω άσκησης ανταγωνιστικής επιχείρησης, προσαυξημένη με το ποσό των 3.000 ευρώ ανά έτος και για πέντε συνολικά έτη, που λειτούργησε το φροντιστήριό της, ήτοι συνολικά 45.000 ευρώ, το ποσό των 58.265,94 ευρώ, ως αποθετική ζημία, των 11.660,54 ευρώ, λόγω της λύσης της σύμβασης με υπαιτιότητά της, σύμφωνα με σχετικό συμβατικό όρο, όλα δε τα παραπάνω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, 3) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 70.000 ευρώ, ως αποθετική ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια των δικαιωμάτων χρήσης έως τη συμβατική λήξη της σύμβασης, των 30.000 ευρώ, ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα, λόγω της λύσης της σύμβασης με υπαιτιότητά της, προσαυξημένη με το ποσό των 3.000 ευρώ ανά έτος και για πέντε συνολικά έτη, που λειτούργησε το φροντιστήριό της, ήτοι συνολικά 45.000 ευρώ, νομιμοτόκως, και τα ποσά αυτά, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και τέλος, να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στερείται δικαιοδοσίας και παρέπεμψε την υπόθεση στη διαιτησία, σύμφωνα με σχετικό συμβατικό όρο της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης..

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη, με την υπό κρίση έφεσή της, ζητώντας, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, αναγόμενες, κατ’ορθή εκτίμησή τους, σε παραβίαση δικονομικών διατάξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά της έξοδα.

ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. α. του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ικανός να είναι διάδικος είναι αυτός που μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενώ, κατά το άρθρο 61 του ΑΚ, ένωση προσώπων μπορεί να αποκτήσει προσωπικότητα και να καταστεί νομικό πρόσωπο, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος. Εξάλλου κατά το άρθρο 313 § 1 εδ. δ΄του ΚΠολΔ, η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη εναντίον ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου χαρακτηρίζεται ως ανύπαρκτη, το δε δικόγραφο της αγωγής που απευθύνεται κατά ανύπαρκτου προσώπου είναι άκυρο και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, διότι η δυνατότητα του να είναι κανείς διάδικος αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 73 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο υποχρεούται και αυτεπάγγελτα να εξετάσει την συνδρομή της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης το βάρος της απόδειξης της οποίας φέρει ο ενάγων (ΑΠ 147/2006, ΕφΘεσ (Μον) 1607/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αποκτά, συνεπώς, ιδιαίτερη σημασία, μεταξύ άλλων, η κατάφαση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας ορισμένου νομικού προσώπου κατά την επιχεί­ρηση ορισμένης διαδικαστικής πράξης, ιδία στις περι­πτώσεις που λαμβάνουν χώρα μεταβολές (π.χ. συγχώ­νευση ανωνύμων εταιρειών), εξαιτίας των οποίων το νομικό πρόσωπο παύει να υπάρχει και εφεξής τίθεται ως διάδοχός του, στη θέση του, ένα νέο νομικό πρόσωπο, που αποτελεί και το μόνο υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που είναι δυνατόν να εναχθεί ή να εναγάγει. Τέτοια περίπτωση αποτελεί και η συγχώνευση ανωνύμων εταιρειών, που επέρχεται είτε με τη σύσταση νέας εταιρίας είτε με απορρόφηση είτε με εξαγορά της μιας από την άλλη, και έχει ως αποτέλεσμα, από την καταχώριση της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, ότι η συγχωνευόμενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να μεσολαβήσει εκκαθάριση, εξαφανιζόμενη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες (ΑΠ 307/2011 Νοβ 2011.2148, ΕφΠατρ 1265/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008.474). Συνεπώς, και σε αυτή την περίπτωση, αν η αγωγή ασκηθεί μετά τη συγχώνευση, και στρέφεται κατά απορροφούμενης εταιρείας, η οποία αποτελεί πλέον ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, τυγχάνει απαράδεκτη. Εγείρεται το ειδικότερο, όμως, ερώτημα, αν τα ανωτέρω πρέπει να ισχύσουν και στην περίπτωση μετατροπής εταιρείας, δηλαδή μεταβολής  του αρχικού νομικού τύπου της και υιοθέτηση ενός άλλου γνωστού εταιρικού τύπου, για την άσκηση της εταιρικής δραστηριότητας μέσω αυτού. Η μετατροπή αυτή μπορεί να επιτευχθεί είτε με τη λύση της εταιρείας, την εκκαθάρισή της και τη σύσταση από τα μέλη της μίας νέας εταιρείας με διαφορετικό νομικό τύπο, είτε με την απλή τροποποίηση του καταστατικού της εται­ρείας και την προσαρμογή του τελευταίου προς το δίκαιο, που διέπει τον υιοθετούμενο νέο εταιρικό τύπο. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται λόγος για καταχρηστική μετα­τροπή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται περί γνή­σιας ή κατά κυριολεξία μετατροπής. Η γνήσια μετατροπή είναι απλούστερη και εγγράφεται ως πλεονέκτημά της το γεγονός ότι δεν μεταβάλλεται η ταυ­τότητα του νομικού προσώπου. Τα σχετικά για κάθε επιμέρους εταιρικό τύπο προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις (άρθρα 107, 282, 282Α και 283 του ν.4072/2012 για τη μετατροπή άλλης εταιρικής μορφής σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, από ετερόρρυθμη σε ομόρρυθμη, από ομόρρυθμη σε ετερόρρυθμη και από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη, αντίστοιχα, άρθρα 67 § § 1 και 2 του ν.2190/1920, όπως η πρώτη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 του πδ 409/1986 και η δεύτερη με το άρθρο 16 του ν. 23391995, για τη μετατροπή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρεία και ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας σε ανώνυμη, αντίστοιχα, το άρθρο 66α του ίδιου νόμου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 66 του ν. 3604/2007 για τη μετατροπή ανώνυμης εταιρείας σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία, και τέλος, τα άρθρα 51 και 53 του ν.3190/1955 για τη μετατροπή ανώνυμης εταιρείας σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, αντίστοιχα). Σε όλες τις παραπάνω, προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις η εταιρεία συνεχίζεται υπό τη νέα μορφή της και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από αυτήν (ΜΠρΘεσ 102/2018 ΕλλΔνη 2018.1508). Έτσι, η ταυτότητα του νομικού προσώπου παραμένει αμετάβλητη (ΕφΘεσ 1853/2003, Αρμ 2005.550), ο φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων παραμένει ο ίδιος, μεταβάλλοντας απλώς τη νομική του μορφή και η εταιρεία υπό τη νέα της μορφή συνεχίζει τη νομική προσωπικότητα της μετατραπείσας εταιρίας, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, η δικαστική απόφαση που εκ παραδρομής εκδίδεται υπέρ ή σε βάρος της εταιρείας υπό την προηγούμενη μορφή της να μην είναι ανύπαρκτη ή ανίσχυρη, αλλά να εμπεριέχει απλώς εσφαλμένο προσδιορισμό της ταυτό­τητας του διαδίκου, υποκείμενη σε διόρθωση κατ’ άρθρο 315  του ΚΠολΔ. Ενόψει των ανωτέρω, συνε­πώς, καθίσταται σαφές ότι η περίπτωση της μετατροπής εταιρείας διαφέρει ουσιωδώς της περίπτωσης της συγχώ­νευσης ανωνύμων εταιριών, η ειδοποιός δε διαφορά έγκειται στο ότι ενώ στη δεύτερη περίπτωση το νομικό πρόσωπο της παλαιάς εταιρείας παύει να υπάρχει και ένα νέο πρόσωπο, ήτοι το πρόσωπο της απορροφώσας π.χ. εταιρείας υπεισέρχεται στη θέση του προηγούμενου, ως οιονεί καθολικός διάδοχός του, στην περίπτωση της μετατροπής, το νομικό πρόσωπο της μετατρεπόμενης εταιρίας ουδόλως καθίσταται ανύπαρκτο μετά τη μετα­τροπή, αντιθέτως δε, επιβιώνει, λειτουργώντας πλέον απλώς υπό διαφορετικό νομικό ένδυμα. Υπό τα ως άνω δεδομένα, η άσκηση αγωγής σε βάρος μετατραπείσας εταιρείας υπό την παλαιά της νομική μορφή, ως είχε προ της μετατροπής, δεν αποτελεί άσκηση αγωγής σε βάρος ανύπαρκτου προσώπου, αλλά εναγωγή υπαρκτού προ­σώπου, του οποίου απλώς η νομική μορφή (και ενδεχομένως η επωνυμία)  μετεβλήθη (ΜΠρΘεσ 102/2018 ό.π). Ειδικό­τερα, κατά τις διατάζεις των άρθρων 216 § 1 και 118 αριθ. 3 του ΚΠολΔ, στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να αναφέρονται, μεταξύ άλλων, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και η κατοικία όλων των διαδίκων και των νόμιμων αντιπροσώπων τους και αν πρόκειται για Νομικά Πρόσωπα, η επωνυμία και η έδρα τους (και ήδη και ο αριθμός φορολογικού τους μητρώου). Τα απαιτούμενα ως άνω στοιχεία αποβλέπουν στον προσδιορισμό της ταυτότητας του διαδίκου και, συνεπώς, εφόσον από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου προκύπτει η ταυτό­τητά του, χωρίς να δημιουργείται ως προς αυτήν οποια­δήποτε αμφιβολία, η εσφαλμένη αναγραφή κάποιου από τα προαναφερόμενα στοιχεία δεν ασκεί επιρροή (ΕφΘεσ 1853/2003, ό.π).

  1. IV. Στην κρινόμενη περίπτωση, η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται, όπως και πρωτοδίκως, ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής, διότι, κατόπιν της από 4-4-2014 τροποποίησης του καταστατικού της, που δημοσιεύθηκε αυθημερόν στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, μετετράπη σε ετερόρρυθμη εταιρεία και, επομένως, η εταιρεία αυτή υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, διατεινόμενη έτσι, εμμέσως πλην σαφώς ότι έκτοτε έπαψε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο. Με βάση, όμως, τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, η μετατροπή της εκκαλούσας, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα, συμβλήθηκε με την ενάγουσα, υπό την αρχική της εταιρική μορφή, ήτοι εκείνη της ομόρρυθμης εταιρείας, δεν μετέβαλε την ταυτότητά της, και συνεχίστηκε η νομική της προσωπικότητα υπό τη νέα νομική της μορφή, χωρίς να καταστεί η ίδια ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο. Επομένως, και η ένδικη αγωγή που ασκήθηκε μετά τη μετατροπή, σε βάρος της, υπό την παλαιά νομική της μορφή, μετά τη μετατροπή, δεν την καθιστά απαράδεκτη, ως ασκούμενη σε βάρος ανύπαρκτου νομικού προσώπου και η εσφαλμένη αναγραφή της επωνυμίας της στο δικόγραφό της δεν ασκεί επιρροή, αφού από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου προκύπτει η ταυτότητά της και δεν δημιουργείται αμφιβολία. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.
  2. V. Κατά το άρθρο 193 του ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει, ότι είναι απαράδεκτη η έφεση που προσβάλλει μόνο τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης, που αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα και μόνον, εφόσον στο δικόγραφο της έφεσης δεν περιλαμβάνεται και λόγος που πλήττει την ουσία της υπόθεσης. Ως ουσία της υπόθεσης, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκου μέσου μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο αυτής, επί της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 2193/2013, ΕφΠειρ 56/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην υπό κρίση περίπτωση, η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της παραπονείται, διατεινόμενη ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ενώ έπρεπε να επιβάλλει τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος της ενάγουσας, ως ηττηθείσας διαδίκου. Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός, σύμφωνα και με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης  (άρθρο 193 του ΚΠολΔ) και δη η παθητική νομιμοποίηση της εκκαλούσας, και νόμιμος (άρθρα 106, 176, 189 και 191 § 2 του ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο δε κρίνει ότι, πράγματι, δεν συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, καθόσον οι κανόνες δικαίου που εφαρμόσθηκαν δεν είχαν ιδιαίτερη δυσχέρεια στην ερμηνεία τους, και συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 264 του ΚΠολΔ περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία είναι σαφής ως προς το περιεχόμενό της, ενώ σαφής υπήρξε και η βούληση των διαδίκων, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην από 11-5-2010 σύμβαση δικαιόχρησης, περί υπαγωγής κάθε διαφοράς που τυχόν θα προέκυπτε σε διαιτησία, χωρίς ανάγκη προσφυγής στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι αποδίδονται μόνο τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης, όπως αυτά ενδεικτικά μνημονεύονται στο άρθρο 189 του ΚΠολΔ, το ποσό των  δικαστικών εξόδων, το οποίο έπρεπε να υποχρεωθεί η ενάγουσα να καταβάλει στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, ως ηττηθείσα κατά την πρωτόδικη δίκη, ανέρχεται σε 3.700 ευρώ (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα  63 § 1 i) περ.β΄ , 68 § 1, και 166 μετά του παραρτήματος Ι  αυτού του ν.4194/2013). 

Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως προς τον ανωτέρω βάσιμο λόγο αυτής που αναφέρεται στο ποσό των δικαστικών εξόδων, να εξαφανιστεί ακολούθως η εκκαλουμένη απόφαση και αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), ως προς το μέρος της αυτό, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης του πρώτου βαθμού σε βάρος της ενάγουσας. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα το προκαταβληθέν παράβολο, λόγω της μερικής νίκης της (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης, τα δικαστικά της έξοδα και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 63 και 166 μετά του παραρτήματος ΙΙ αυτού του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 22-11-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2017) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 3185/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα, κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 30-3-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015) αγωγή της εφεσίβλητης, κατά το ίδιο μέρος.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εφεσίβλητη-ενάγουσα τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-εναγομένης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν πενήντα (4.150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 6-6-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ