Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 337/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν .

Προυποθέσεις γέννησης της αξίωσης διατροφής συζύγου μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    337/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αρ. 466/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία  των οικογενειακών διαφορών, όπως οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, όπως η ένδικη), έχει  ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έλαβε χώρα, επίδοση της εκκαλουμένης και μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο της διετίας από τη δημοσίευσή της. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη  και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ), με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση, εκ μέρους του εκκαλούντος, των προβλεπόμενων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 592 παρ.3 ΚΠολΔ.

Κατά το άρθρο 1442 Α.Κ., εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο: 1. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ` αυτό τη διατροφή του 2. αν έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και γι` αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου 4. σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1442 και 1443 Α.Κ. προς εκείνες των άρθρων 1487 και 1493 του ίδιου κώδικα, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1443 Α.Κ., συνάγεται ότι γενική προϋπόθεση για τη γένεση αξίωσης διατροφής πρώην συζύγου, όταν ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο μετά την ισχύ του ν.1329/1983, είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υπόχρεου, επιπλέον δε από την πλευρά του δικαιούχου πρέπει να συντρέχει και μία από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1442 Α.Κ. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ευπορία δε του υπόχρεου, που δεν σημαίνει κάποιο ιδιαίτερο πλούτο, αλλά τη δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Έτσι είναι δυνατό, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς της ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υπόχρεου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής και όταν ο πρώτος έχει μικρής έκτασης απρόσοδο περιουσία, της οποίας είτε είναι δυσχερής η εκποίηση, είτε επιβάλλεται η διατήρηση για λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή του στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (ΑΠ 1389/2012, ΑΠ 1427/2012, ΑΠ 294/2010, ΑΠ 2142/2007, ΑΠ 88/2006, Eφ.Πειρ.(Μον) 480/2016, Εφ.Πειρ.(Μον) 5/2016, δημ. όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, με την ως άνω, από 12-7-2016 και με αριθμό κατάθεσης  δικογράφου ……/2016   αγωγή της, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος πρώην σύζυγός της, με τον οποίο ο γάμος της λύθηκε αμετάκλητα, να της προκαταβάλλει μέσα στο πρώτο τριήμερο κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, το ποσό των 350 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας παροχής, διότι αυτή αδυνατεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της, καθώς δεν έχει εισοδήματα ούτε περιουσία, ενώ η ηλικία της και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει δεν της επιτρέπουν να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα για να εξασφαλίσει τη διατροφή της, ενώ επιπλέον η επιδίκαση αυτής επιβάλλεται και για λόγους επιείκειας και ότι, ο εναγόμενος, διαθέτει την ανάλογη ευπορία, ώστε να δύναται να την καταβάλει, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 466/2018) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της, το ποσό των 250 ευρώ, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο, ενώ, τέλος, επέβαλε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας εις βάρος του εναγόμενου, την οποία όρισε στο ποσό των 400 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το ποσό που αυτός έχει ήδη προκαταβάλει.

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του  για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της αντιδίκου του.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .

Οι διάδικοι τέλεσαν στις 12-10-1980 στη …. νόµιµο θρησκευτικό γάμο, σύµφωνα µε τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν ένα τέκνο, γεννηθέν το έτος 1983. Η έγγαμη συμβίωσή τους, προϊόντος του χρόνου δεν εξελίχθηκε ομαλά. Ειδικότερα μετά το έτος 2010, που συνταξιοδοτήθηκε ο εναγόμενος, ο οποίος εργαζόταν ως ναυτικός, οι συγκρούσεις μεταξύ τους εντάθηκαν, λόγω και του νευρικού χαρακτήρα του τελευταίου, με αποκορύφωμα το συμβάν που έλαβε χώρα στις 21-11-2013, όπου κατά τη διάρκεια έντονου διαπληκτισμού μεταξύ των διαδίκων, ο εναγόμενος χειροδίκησε εναντίον της ενάγουσας. Ο δε γιός τους, που επενέβη στο εν λόγω συμβάν, πράγματι μπορεί να απείλησε τον πατέρα του – εναγόμενο, όπως αυτός υποστηρίζει, για να προστατέψει, όμως, την μητέρα του – ενάγουσα, από τη βίαιη συμπεριφορά του πρώτου. Τα παραπάνω προκύπτουν από τη σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ο οποίος διατηρεί φιλική σχέση με το γιό των διαδίκων Σταύρο από πολλών ετών, και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ‘’… έχω ζήσει στο σπίτι τους καταστάσεις διάφορες …’’, ‘’ο εναγόμενος ήταν νευρικό άτομο’’ καθώς επίσης ότι  κατά το επίμαχο επεισόδιο ο ….. κοιμόταν και ο ‘’μάστορας’’ που ήταν εκεί τον ειδοποίησε ‘’… κατέβηκε και είδε τη μητέρα του που ήταν χτυπημένη, κάποιος διαπληκτισμός έγινε και χειροδίκησε…’’(ενν. ο εναγόμενος) . Και ότι τα σχετικά με το περιστατικό αυτό τα γνωρίζει τόσο από το γιό των διαδίκων όσο και από τον ΄΄μάστορα’’ ονόματι ΄΄…..΄΄. Ακόμη και ο μάρτυρας του εναγόμενου, ο οποίος είναι σύζυγος της αδερφής της ενάγουσας, σε σχετική ερώτηση αν κάποιος από τους δύο (διαδίκους) υπερέβη τα όρια του καυγά και χειροδίκησε, απαντά ότι ‘’δεν ξέρω, δεν ήμουν εκεί…’’ και παρακάτω ‘’…μπορεί να χτύπησε εκείνος εκείνη πάνω στα σπρωξίματα ή εκείνη εκείνον…’’. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προαναφερθέντα, ο κλονισμός του γάμου των διαδίκων επήλθε από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του εναγόμενου και από υπαιτιότητά του, απορριπτομένου του ισχυρισμού αυτού περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της ενάγουσας, που επαναπροβάλλει με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, ως αβάσιμου. Μετά δε την ως άνω ημερομηνία (21-11-2013), που συνέβη το ως άνω επεισόδιο, διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση της ενάγουσας με τον εναγόμενο και ο τελευταίος αποχώρησε από την συζυγική οικία, όπως αναφέρεται και στο από 1-8-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου στα πλαίσια της κοινής τους αίτησης για τη λύση του γάμου τους με τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 5151/2014 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας), που έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη και με την οποία λύθηκε ο γάμος αυτός. Στο ίδιο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο εναγόμενος θα καταβάλλει διατροφή στην ενάγουσα, αρχής γενομένης από το Σεπτέμβριο του 2014,  ύψους 150 ευρώ μηνιαίως, την οποία όμως στη συνέχεια, σταμάτησε να καταβάλλει.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, η οποία έχει γεννηθεί το έτος 1955, είναι δηλ. σήμερα 64 ετών, ενώ κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής διένυε το 62ο  έτος της ηλικίας της, δεν εργαζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων. Απασχολούνταν δε (η ενάγουσα) με τις οικιακές εργασίες και γενικά με τη φροντίδα της οικογένειας και της ανατροφής του τέκνου που έχει αποκτήσει με τον εναγόμενο, δεδομένου μάλιστα ότι αυτός ταξίδευε, λόγω του επαγγέλματός του ως ναυτικού, για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Δεν έχει κάποια επαγγελματική κατάρτιση ούτε ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις, ενώ, ένεκα  της ηλικίας της, αλλά και της παντελούς έλλειψης επαγγελματικής εμπειρίας, είναι πολύ δύσκολο να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα για να εξασφαλίσει τη διατροφή της, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του εναγόμενου. Πέραν τούτων, η ενάγουσα δεν μπορεί να εργαστεί λόγω και του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, καθώς πάσχει από ψωριασική αρθρίτιδα, που είναι ένα αυτοάνοσο χρόνιο νόσημα συνεχώς επιδεινούμενο, για την οποία λαµβάνει ειδική φαρμακευτική αγωγή.  Η ασθένεια δε αυτή έχει ήδη προσβάλει τις αρθρώσεις της ενάγουσας και της προκαλεί πρωινή δυσκαμψία άνω της μιας ώρας καθώς και περιορισμό της κινητικότητας της σπονδυλικής στήλης  (βλ. σχετικά από 17-2-2014 και 17-10-2017 ιατρικές γνωµατεύσεις του ιατρού – ρευµατολόγου ………. καθώς και την από 5-2-2019 γνωμάτευση επί ακτινογραφίας λεκάνης- ισχίων του διαγνωστικού κέντρου ‘……’’). Το ότι η ασθένειά της, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος , είναι συμβατή με την ηλικία της, αληθές υποτιθέμενο, δεν την καθιστά ικανή προς εργασία, την οποία, άλλωστε, είναι απίθανο να βρεί με βάση τις παραπάνω συνθήκες (ηλικία της, έλλειψη κατάρτισης και εμπειρίας σε συνδυασμό με την γενικότερη οικονομική κρίση). Φιλοξενείται από τη μητέρα της, η οποία τη συνδράμει οικονομικά από τη σύνταξή της, σε οικία που η τελευταία είναι επικαρπώτρια (διότι η συζυγική οικία στην οποία αρχικά διέμενε μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο, εκπλειστηριάστηκε), οπότε δεν βαρύνεται με καταβολή μισθώματος, αλλά οφείλει να συμμετέχει στις λειτουργικές δαπάνες της οικίας αυτής (κατανάλωσης ρεύματος, νερού κλπ). Περαιτέρω προέκυψε ότι στην ενάγουσα ανήκει κατά ψιλή κυριότητα σε ποσοστό 12,5%, ένα  ακίνητο (γεωτεμάχιο) στη θέση ….. Σαλαµίνας εμβαδού 156 τ.µ, το οποίο, όμως, δεν της αποφέρει εισόδημα, λόγω της φύσης του δικαιώµατός της επ΄αυτού (ψιλή κυριότητα) ενώ είναι εξαιρετικά δυσχερές να πωληθεί, εξαιτίας αφενός μεν του μικρού ποσοστού (ψιλής) συγκυριότητάς της, αφετέρου δε της πτώσης της κτηματαγοράς, ένεκα των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν τα τελευταία έτη στη Χώρα. Δεν προέκυψε ότι έχει άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και δεν βαρύνεται κατά το νόμο με τη διατροφή άλλου προσώπου, έχει δε τις συνήθεις ανάγκες διατροφής, ένδυσης και ψυχαγωγίας, που έχει μια γυναίκα της ηλικίας της.

Ο εναγόμενος – εφεσίβλητος, ο οποίος είναι γεννημένος το έτος 1951, είναι συνταξιούχος του Ν.Α.Τ. με μηνιαίες καθαρές αποδοχές, κατά το επίδικο διάστημα, ποσού 770 ευρώ περίπου. Διαµένει σε µισθωµένη οικία στη Σαλαµίνα για την οποία καταβάλλει µηνιαίο µίσθωµα 100 ευρώ και επιβαρύνεται µε τις αντίστοιχες δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης της οικίας αυτής. Δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόµενος διαθέτει περιουσία ή άλλα εισοδήµατα, ούτε ότι επιβαρύνεται εκ του νόµου µε υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων. Οι  δαπάνες δε διαβίωσής του (διατροφής, ένδυσης ψυχαγωγίας, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, στο βαθμό που δεν καλύπτονται από το ασφαλιστικό του ταμείο κ.λπ.), είναι οι συνήθεις, επίσης, ενός ατόμου της ηλικίας του.

Σύμφωνα με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την απορία της ενάγουσας – εφεσίβλητης, (δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι ικανή, λόγω της ηλικίας, της έλλειψης εργασιακής εμπειρίας και κατάρτισης και της κατάστασης της υγείας της, προς άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίσει από αυτό τη διατροφή της) και την ευπορία του εναγόμενου- εφεσίβλητου (με την προαναφερθείσα έννοια), κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση αξίωσης διατροφής της τελευταίας έναντι του εναγόμενου πρώην συζύγου της, αντίθετα με τα όσα αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, περί έλλειψης των προϋποθέσεων αυτών, ούτε συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή περιορισμού του δικαιώματός της αυτού. Ενόψει δε των αναγκών της, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της, μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο – εφεσίβλητο, η ανάλογη διατροφή την οποία υποχρεούται να καταβάλλει ο τελευταίος, χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή, ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ, το μήνα για το επίδικο χρονικό διάστημα και όχι στο ποσό των 250 ευρώ, που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κρίνεται υπερβολικό σε σχέση με τα εισοδήματα και τις ανάγκες του εναγόμενου, γενομένου εν μέρει δεκτού, κατ΄ορθή εκτίμηση αυτού, του σχετικού πέμπτου λόγου της έφεσης. Το ως άνω ποσό δύναται να καταβάλλει ο εναγόμενος – εφεσίβλητος χωρίς να κινδυνέψει η δική του διατροφή με βάση τα προαναφερθέντα εισοδήματά του, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της σχετικής ένστασης (άρθρα 1443,1487 ΑΚ), που επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής του. Εξάλλου, αορίστως υποδεικνύει ως έτερο υπόχρεο προς διατροφή της ενάγουσας, το γιό τους, καθώς δεν αναφέρει τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, πέραν του ότι, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, δεν προκύπτει δική του αδυναμία διατροφής της ενάγουσας, ώστε να τεθεί ζήτημα έτερου υπόχρεου. Δεν στοιχειοθετείται δε καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, επειδή, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών και επαναλαμβάνει με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ενάγουσας και στην εκδίωξή του από τη συζυγική εστία, πέραν του ότι  κάτι τέτοιο ουδόλως αποδείχθηκε από τα προεκτεθέντα, οπότε και αυτός ο λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό, που κατέληξε, σε διαφορετική κρίση με το παρόν, δηλ. ως προς το ύψος της επιδικασθείσας διατροφής, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, ως και κατ΄ ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως μηνιαία  διατροφή της, το ποσό των 200 ευρώ μέσα στο πρώτο τριήμερο κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα δε και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183, ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, εις βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, από τα οποία θα αφαιρεθεί το ποσό των 250 ευρώ, που έχει ήδη αυτός προκαταβάλει. Σημειωτέον δε, τέλος, ότι, εφόσον το παρόν δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθορίζει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, καθίσταται άνευ αντικειμένου ο έκτος και τελευταίος λόγος της έφεσης με τον οποίο παραπονείται ο εναγόμενος – εκκαλών ότι το ποσό των δικαστικών εξόδων που υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα, με την εκκαλουμένη απόφαση, ήταν υπερβολικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 466/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών.

Κρατεί την, από 12-7-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2016, αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της σε χρήμα, το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, μέσα στο πρώτο τριήμερο κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση .

 

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ, από τα οποία πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, που αυτός έχει ήδη προκαταβάλει.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Ιουνίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ