Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 322/2019

Αριθμός    322/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

NAYTIKO TMHMA

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 3.6.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2013 έφεση της ηττηθείσας ως προς τους εφεσίβλητους (αφού ως προς αυτούς απορρίφθηκε η αγωγή της) εκκαλούσας ενάγουσας κατά της με αριθμό 1727/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 11.10.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2010 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού δεν προκύπτει επίδοση τελευταίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2 (όπως ίσχυσε πριν το ν. 4335/2015 αφού η εκκαλουμένη εκδόθηκε το 2012 και η έφεση ασκήθηκε το 2013), 517, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον στο εφετήριο όπως βεβαιώνεται από το γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επισυνάπτονται τα με αριθμούς ……../3.6.2013 παράβολα δημοσίου ποσού 40 ευρώ το καθένα και τα με αριθμούς …. παράβολα ΤαΧΔιΚ αξίας 60 ευρώ το καθένα δηλαδή το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και πριν το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016. Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι παραδεκτώς η εκκαλούσα επιλέγει ασκώντας δικονομικό δικαίωμα να ασκήσει έφεση μόνο κατά των εναγομένων ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η αγωγή της στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού σε περίπτωση απλής ομοδικίας, όπως επί αδικοπρακτικής ευθύνης περισσοτέρων, η οριστική απόφαση, που εκδίδεται καθίσταται οριστική αυτοτελώς, έναντι εκάστου ομοδίκου και συνεπώς υπόκειται σε έφεση κατά το μέρος που είναι οριστική (ΑΠ 658/2012 δημ. νομος, Κονδύλη το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ 105επ.) και συνεπώς αβασίμως οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι η έφεση ασκήθηκε απαραδέκτως μόνο εναντίον τους και ότι υπάρχει υποχρεωτική κοινή εναγωγή. Επιπλέον να σημειωθεί ότι λόγω της παρόδου επταετίας χωρίς την άσκηση ενδίκου μέσου σε βάρος των απλών ομοδίκων των εφεσιβλήτων η εκκαλουμένη απόφαση έχει καταστεί ως προς τους τελευταίους τουλάχιστον τελεσίδικη. Πλην όμως οι διατάξεις της εκκαλουμένης δεν έχουν ισχύ δεδικασμένου ως προς τους εδώ εφεσίβλητους (άρθρο 321 του ΚΠολΔ) αφού αφενός ως προς αυτούς η εκκαλούσα άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως ηδύνατο, το ένδικο μέσο της εφέσεως και αφετέρου το δεδικασμένο- προϋπόθεση δημιουργίας δεδικασμένου είναι η αντιδικία και όχι η ομοδικία (Κονδύλη το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ 306επ.). Συνεπώς μη νομίμως οι εφεσίβλητοι διατείνονται ότι πρέπει να αφαιρεθεί από το αίτημα της αγωγής που κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το ποσό ηθικής βλάβης που επιδικάστηκε, το οποίο σε κάθε περίπτωση αιτήθηκε εις ολόκληρον.

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή την δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1591/2014, ΑΠ 76/ 2014, ΑΠ 2181/2013 δημ. νόμος).

Με την από 11-10-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2010 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την οποία διόρθωσε παραδεκτά ως προς το δεύτερο επώνυμο της, και το ονοµατεπώνυµο του τέταρτου εναγοµένου και ήδη πρώτου εφεσίβλητου, η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα εξέθετε ότι στις 2-5-2009 στην περιοχή …. του λιµένα …. της Ρόδου διεξαγόταν αγώνας ταχυπλόων σκαφών ανοικτής θαλάσσης, τον οποίο διοργάνωνε το στην πρωτόδικη δίκη δεύτερο εναγόµενο σωµατείο, μη διάδικο ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Ότι περί ώρα 15.30′ ο πρώτος στην πρωτόδικη δίκη εναγόµενος και εδώ μη διάδικος- κριτής του αγώνα επέτρεψε στην ίδια και στο φίλο της …….. να επιβιβασθούν στο ταχύπλοο σκάφος του µε την ονοµασία «Ζ.», προκειµένου να παρακολουθήσουν τον αγώνα από το σκάφος του κριτή. Ότι κατά τη διάρκεια του δεύτερου γύρου του αγώνα, η σηµαδούρα, που χρησιµοποιείτο για την οριοθέτηση του σηµείου στροφής των σκαφών, λύθηκε και άρχισε να παρασύρεται προς την ακτή, οπότε ο προαναφερόμενος κριτής µετά από τηλεφωνική επικοινωνία µε το στην πρωτόδικη δίκη δεύτερο εναγόµενο σωµατείο-διοργανωτή οδήγησε το σκάφος του στη θέση της σηµαδούρας και έδωσε εντολή να υψωθεί η κίτρινη σηµαία. Ότι, εκείνη την ώρα το διαγωνιζόµενo σκάφος µε την ονοµασία «Ε.», το οποίο οδηγούσε ο πρώτος εφεσίβλητος με συνοδηγό το δεύτερο εφεσίβλητο ιδιοκτησίας της τρίτης εφεσίβλητης επέπεσε µε µεγάλη ταχύτητα στο ως άνω σκάφος του κριτή, προκαλώντας το σοβαρό τραυµατισµό της ήδη εκκαλούσας, καθώς και ζηµίες στο σκάφος. Ότι για το ατύχηµα και τον τραυματισμό της κατά τα ανωτέρω ευθύνονται αποκλειστικά, σύµφωνα µε τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο πρώτος εναγόµενος στην πρωτόδικη δίκη κριτής, προστηθείς του δεύτερου εναγοµένου στην πρωτόδικη δίκη σωματείου (του οποίου νόµιµος εκπρόσωπος ήταν ο στην πρωτόδικη δίκη τρίτος εναγόµενος), που της επέτρεψε την επιβίβαση στο σκάφος και οδήγησε το σκάφος στο σηµείο της σηµαδούρας, θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές των επιβαινόντων σε αυτό, καθώς και οι πρώτος και δεύτερος εφεσίβλητος, µέλη του πληρώµατος του ζηµιογόνου σκάφους, που ανήκε στην κυριότητα της τρίτης εφεσίβλητης εταιρείας με έδρα τη Ρόδο, το οποίο ήταν ασφαλισµένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην έβδοµη στην πρωτόδικη δίκη εναγοµένη ασφαλιστική εταιρεία. Αιτήθηκε δε μετά τον εν μέρει περιορισμό μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό α) να υποχρεωθούν για την ανωτέρω αιτία να της καταβάλουν οι εναγόµενοι εις ολόκληρον, πλην του τρίτου εναγοµένου, το ποσό των 992 ευρώ ως αποζηµίωση για την αποκατάσταση της θετικής της ζηµίας (αγορά υγειονοµικού υλικού και για τη διαµονή της σε ξενοδοχείο της Ρόδου µαζί µε τη µητέρα της επί 35 ηµέρες µετά την έξοδό της από το νοσοκοµείο), β) να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι εις ολόκληρον πλην του τρίτου εναγοµένου να της καταβάλουν το ποσό των 60.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι της οφείλουν οµοίως το ποσό των 140.000 ευρώ -από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των 40 ευρώ, που επιφυλάχθηκε να επιδιώξει παριστάµενη ως πολιτικώς ενάγουσα στο ποινικό δικαστήριο- ως χρηµατική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη σε βάρος της αδικοπραξία, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής και µέχρις εξοφλήσεως, γ) να απαγγελθεί σε βάρος του τρίτου στην πρωτόδικη δίκη εναγοµένου ως νοµίµου εκπροσώπου του σωματείου που διοργάνωνε τους αγώνες προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως µέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκδίκασε την προαναφερόμενη αγωγή με το δικόγραφο περί ανακοίνωσης δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση και σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή της ιδιοκτήτριας του σκάφους Ε. κατά της ασφαλιστικής εταιρίας στην οποία είχε καλύψει με σύμβαση ασφάλισης την προερχόμενη από την κυκλοφορία του έναντι τρίτων αστική ευθύνη, την οποία και απέρριψε ως απαράδεκτη για το λόγο ότι η ασφαλιστική εταιρία ήταν ήδη πριν την άσκηση της αγωγής σε καθεστώς εκκαθάρισης και αφού έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αγωγής (άρθρα 7, 9, 14 και 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, 51 ν. 2172/1993), την έκρινε νόμιμη με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β, 345, 346, 481, 914 επ., 922, 926, 929, 930, 932 ΑΚ, 84 παρ. 2 ΚΙΝΔ, και στη συνέχεια τη δέχθηκε κατ’ουσία μόνο ως προς τους δύο πρώτους εναγόμενους (μη διαδίκους) δηλαδή τον κριτή και το σωματείο που διενήργησε τον αγώνα τους οποίους υποχρέωσε να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 4.095,10 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση, και απέρριψε την αγωγή ως προς τους υπόλοιπους εναγομένους κρίνοντας αφενός ότι δεν πρέπει να επιβληθεί στον εκπρόσωπο του σωματείου προσωπική κράτηση λόγω του επιδικασθέντος ποσού και αφετέρου ότι τους τρεις τελευταίους εναγόμενους (εδώ εφεσίβλητους) δεν βάρυνε καμία υπαιτιότητα ως προς το ατύχημα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα για κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή ως προς αυτούς η αγωγή στο σύνολό της ως προς όλα τα αγωγικά αιτήματα ισχυριζόμενη ότι ευθύνονται προς αποζημίωση και καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης διότι είναι αποκλειστικά υπαίτιοι του ατυχήματος.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από όλα τα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως από τα διάδικα μέρη μεταξύ των οποίων και η ποινική δικογραφία που σχηματίστηκε καθώς και η αθωωτική απόφαση που αφορά την πρώτο εφεσίβλητο, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Στις 2-5-2009 στην περιοχή …. του λιμένα ….. της Ρόδου διεξαγόταν αγώνας ταχυπλόων σκαφών ανοικτής θαλάσσης (φουσκωτών), τον οποίο διοργάνωνε το ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεύτερο εναγόμενο, εδώ μη διάδικο σωματείο. Περί ώρα 15.30′ ο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρώτος εναγόμενος, κριτής του αγώνα, επέτρεψε, κατά παράβαση του κανονισμού, στην ήδη εκκαλούσα και στο φίλο της ……. να επιβιβασθούν στο ταχύπλοο σκάφος του με την ονομασία «Ζ.» ΛΡ …., προκειμένου να παρακολουθήσουν τον αγώνα από το σκάφος του κριτή. Κατά τη διάρκεια του αγώνα αυτού, η σημαδούρα, που χρησιμοποιείτο για την οριοθέτηση του σημείου στροφής των σκαφών, λύθηκε και άρχισε να παρασύρεται προς την ακτή, οπότε ο προαναφερόμενος κριτής, αντί να διακόψει τον αγώνα σύμφωνα με τους διεθνείς κανονισμούς, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με το νόμιμο εκπρόσωπο του σωματείου διοργανωτή του αγώνα, οδήγησε το σκάφος του στη θέση της σημαδούρας και έδωσε εντολή να υψωθεί η κίτρινη σημαία, που σήμαινε «Κίνδυνος- Μειώστε ταχύτητα». Τη σημαία αυτή κρατούσε εθελοντικά και μετά από αίτημα του κριτή στην πλώρη του σκάφους η εκκαλούσα. Πράγματι ο αγώνας συνεχίστηκε κανονικά χωρίς καμία διακοπή και στο δεύτερο γύρο και ενώ ήδη είχαν περάσει από το σημείο τρία με τέσσερα σκάφη, όπως καταθέτει η παθούσα κατά την προανάκριση στο κεντρικό Λιμεναρχείο Ρόδου και δεν αμφισβητείται, το διαγωνιζόμενο σκάφος με την ονομασία «Ε.», το οποίο οδηγούσε ο πρώτος εφεσίβλητος με συνοδηγό και πλήρωμα το δεύτερο εφεσίβλητο και το οποίο ανήκε στην κυριότητα της τρίτης εφεσίβλητης επέπεσε με μεγάλη ταχύτητα στο ως άνω σκάφος του κριτή, προκαλώντας σοβαρό τραυματισμό της εκκαλούσας, καθώς και ζημίες στο σκάφος. Για το ατύχημα και τον κατά τα ανωτέρω περιγραφόμενα τραυματισμό της εκκαλούσας φέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ποσοστό συνυπαιτιότητας 60% ο οδηγός του φουσκωτού πρώτος εφεσίβλητος, πρωτίστως διότι το σκάφος του κριτή το οποίο πλέον είχε χαρακτήρα σημαδούρας ήταν στάσιμο και όχι σε κίνηση και συνεπώς είχε θέση ορίου στη διαδρομή, το οποίο δεν έπρεπε να περάσει ο οδηγός του φουσκωτού πρώτος εφεσίβλητος παρά την αυξημένη ταχύτητα του φουσκωτού, η οποία μάλιστα ήταν και ζητούμενο στους αγώνες ταχύτητας. Αν ο οδηγός του ταχύπλοου είχε τον έλεγχο του σκάφους θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τον κατάλληλο ελιγμό χωρίς να πέσει επάνω στο σκάφος «Ζ.», ελιγμό που είχαν πραγματοποιήσει νωρίτερα τρία με τέσσερα άλλα ταχύπλοα που συμμετείχαν στον αγώνα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προβλήθηκε παραδεκτά από τους εδώ εφεσίβλητους ένσταση συνυπαιτιότητας της ήδη εκκαλούσας ενάγουσας κατά ποσοστό 99%, η οποία επαναφέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και πρέπει  να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη, καθώς κρίνεται ότι η ίδια η παθούσα φέρει ποσοστό συνυπαιτιότητας 10%, διότι χωρίς να υπάρχει αναγκαιότητα επιβιβάστηκε στο σκάφος του κριτή για να παρακολουθήσει τον αγώνα. Το ότι το σκάφος στο οποίο επέβαινε η εκκαλούσα ήταν ακίνητο αποδεικνύεται από την κατάθεση του επίσης συνεπιβαίνοντος στο σκάφος αυτό …… ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων. Το γεγονός δε ότι ο πρώτος εφεσίβλητος αθωώθηκε τελικά από το ποινικό Δικαστήριο δεν δεσμεύει το παρόν αστικό Δικαστήριο ως προς τη μη συνυπαιτιότητα του. Οι συμμετέχοντες γνώριζαν ότι δεν υπήρχε όριο ταχύτητας σύμφωνα με τα όσα δηλώνει στην προανάκριση ο αλυτάρχης και αφετέρου είχαν υπογράψει δήλωση ότι συμμετέχουν με δική τους ευθύνη και ότι οι διοργανωτές ουδόλως ευθύνονται για τυχόν ατυχήματα που θα προκληθούν στους ίδιους κατά τη συμμετοχή τους. Επομένως και οι συμμετέχοντες είχαν παραβεί όπως και η εκκαλούσα (όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) την αρχή της μη αυτοδιακινδύνευσης και πραγματοποιούσαν επικίνδυνους ελιγμούς προκειμένου να τερματίσουν με όσο το δυνατό καλύτερο χρόνο, και ακολούθως δεν αποδεικνύεται, εφόσον η μεγάλη ταχύτητα ήταν το ζητούμενο του αγώνα, ότι ο πρώτος εφεσίβλητος έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποφύγει τη σύγκρουση με το σκάφος του κριτή στο οποίο επέβαινε η εκκαλούσα, την οποία σύγκρουση αυτός προκάλεσε πρωτίστως λόγω της αυξημένης ταχύτητας του σκάφους του αλλά και διότι αυτός δεν είχε ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο του σκάφους αυτού. Ειδικότερα αν και οδηγούσε με εβδομήντα κόμβους (130-140 χλμ/ώρα) και αν και ήταν έμπειρος χειριστής σκαφών, σύμφωνα με το συγκυβερνήτη του, και ενημερώθηκε εγκαίρως από το δεύτερο εφεσίβλητο, λόγω της προειδοποιητικής κινδύνου κίτρινης σημαίας, ότι έπρεπε να μειώσει την ταχύτητα του στους 30 κόμβους (50-60 χλμ/ώρα) πραγματοποιώντας ελιγμό προς τα δεξιά σύμφωνα με τις οδηγίες που του δόθηκαν, δεν μπόρεσε να αποφύγει, ως ώφειλε και ηδύνατο κατά τα ανωτέρω, τη σύγκρουση και ακολούθως επέπεσε με την αριστερή του πλευρά στην πλώρη του σκάφους του κριτή, όπου στεκόταν η εκκαλούσα, τραυματίζοντάς την. Αυτός συγκεκριμένα θα έπρεπε στην ανοιχτή θάλασσα να είχε πραγματοποιήσει οποιοδήποτε άλλο ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση, και γι’αυτό εξάλλου από την πρώτη στιγμή η ήδη εκκαλούσα είχε δηλώσει ότι τον θεωρεί, ως χειριστή του ζημιογόνου σκάφους, αποκλειστικά υπαίτιο για τον τραυματισμό της. Αντίθετα το δεύτερο εφεσίβλητο συγκυβερνήτη δε βαρύνει ποσοστό συνυπαιτιότητας καθώς αποδείχθηκε ότι αυτός δεν ήταν ο χειριστής του σκάφους και ότι ενημέρωσε αμέσως το χειριστή πρώτο εφεσίβλητο για το σήμα που δινόταν με τη σημαία στα 150 μέτρα οπότε και ο ίδιος το διαπίστωσε. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τον πρώτο εφεσίβλητο δεν βαρύνει καμία υπαιτιότητα και ότι αυτός έπραξε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, για να αποφύγει τη σύγκρουση εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή των πέντε πρώτων συναφών σχετικών λόγων εφέσεως ως βάσιμων κατ’ουσίαν θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση. Από τη σύγκρουση των δύο σκαφών, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως (κεφάλαιο της εκκαλουμένης το οποίο δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης), η ενάγουσα υπέστη οπίσθιο εξάρθρημα του αριστερού ισχίου με έσω στροφή του ποδιού και συνοδό κάταγμα της κοτύλης, ευμέγεθες θλαστικό τραύμα του τριχωτού της κεφαλής με αποκάλυψη του κρανίου, θλαστικό τραύμα μετώπου δεξιάς όφρυος και  υπερόφρυος και πολλαπλές εκδορές στο πρόσωπο, κάκωση του αριστερού ημιθωρακίου με κάταγμα δύο αριστερών πλευρών. Νοσηλεύθηκε δε από τις 2 έως τις 22 Μαΐου 2009 στο γενικό νοσοκομείο Ρόδου «Ανδρέας Παπανδρέου», όπου υποβλήθηκε σε κλειστή ανάταξη του εξαρθρήματος και της τοποθετήθηκε συνεχής δερματική έλξη σύμφωνα με το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 22-5-2009 εξιτήριο του Γ.Ν.Ρ., την με αριθμό πρωτ. …../22-5-2009 ιατρική βεβαίωση του ιατρού …….., Επιμελητή Β’ της Ορθοπεδικής Κλινικής του νοσοκομείου και τη με αριθμό πρωτ. …../29-6-2009 ιατρική βεβαίωση του ιατρού ………, Επιμελητή Β’ της Ορθοπεδικής Κλινικής του νοσοκομείου. Για δε τη νοσηλεία της δαπάνησε το ποσό των 317 ευρώ (για μεγάλο κυψελωτό αερόστρωμα, συσκευή έλξης κρεβατιού, δερματική έλξη ενισχυμένη, ζεύγος βακτηρίων μασχάλης MEGA, βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα με στοιχεία Α’ …./21-5-2009 απόδειξη λιανικής πώλησης της εταιρείας με την επωνυμία «………»), ποσό που βαρύνει εις ολόκληρον τον πρώτο και τρίτη των εφεσιβλήτων (ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου σκάφους) κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητάς του πρώτου, ήτοι (317 ευρώ Χ 60% =) 190,2 ευρώ. Περαιτέρω δεν προσκομίστηκαν ιατρικές βεβαιώσεις που να αποδεικνύουν ότι η εκκαλούσα μετά το ατύχημα δεν μπορούσε να ταξιδέψει με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο από τη Ρόδο προς την πατρίδα της (Θεσσαλονίκη) και ότι, προς τούτο, ήταν αναγκαία η διαμονή της σε ξενοδοχείο της Ρόδου μαζί με τη μητέρα της από τις 10-6-2009 έως τις 25-7-2009. Συνεπώς, πρέπει το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ύψους 675 ευρώ να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από το σοβαρό τραυματισμό της η εκκαλούσα υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας με βάση τα άρθρα 57, 59 και 932 του ΑΚ έχει αξίωση καταβολής χρηματικής ικανοποίησης εκ μέρους του πρώτου εφεσίβλητου που φέρει το προαναφερόμενο ποσοστό συνυπαιτιότητας και ακολούθως και από την πλοιοκτήτρια που ευθύνεται μέχρι της αξίας του σκάφους. Το παρόν Δικαστήριο λαµβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εφεσίβλητου, τα διδάγματα της κοινής πείρας, την ταλαιπωρία της εκκαλούσας καθόσον τα κατάγματα κοτύλης ισχίου και πλευρών σε αυτή τη νεαρή ηλικία της προκάλεσαν μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία και αλλαγή στις συνήθειες και γενικά τον τρόπο ζωής της, το ποσοστό συνυπαιτιότητάς της όσο και του πρώτου και τέλος την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να της επιδικαστεί χρηµατική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.), το οποίο οφείλει να της καταβάλει ο πρώτος εφεσίβλητος αλλά και η τρίτη εφεσίβλητη ιδιοκτήτρια του ζημιογόνου σκάφους που ευθύνεται εις ολόκληρον μέχρι την αξία του σκάφους (άρθρο 85  του ΚΙΝΔ). Να σημειωθεί ότι είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής ο σχετικός τελευταίος λόγος έφεσης που πλήττει τη διάταξη της εκκαλουμένης περί επιδίκασης της δικαστικής δαπάνης σε βάρος της εκκαλούσας δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση που γίνεται δεκτή κατά ένα μέρος η έφεση, το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης, συνεξαφανίζεται και για τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (ΕφΠειρ. 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2009, σελ. 233), στην προκειμένη δε περίπτωση θα εξαφανιστεί για το ενιαίο της εκτέλεσης και αναφορικά με το δεύτερο εφεσίβλητο ως προς τον οποίο απορρίπτεται η έφεση. Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο και γίνει κατά ένα μέρος δεκτή κατ’ουσία ως προς τον πρώτο και τρίτη των εφεσιβλήτων η από 3.6.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 έφεση, να εξαφανιστεί ως προς τον πρώτο και τρίτη εφεσίβλητη (τέταρτο και έκτη εναγομένους) η εκκαλουμένη απόφαση και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) να ερευνηθεί η 11.10.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2010 αγωγή της εκκαλούσας ενάγουσας. Συνεπώς θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως προς τον τέταρτο και έκτη εναγομένη η έχουσα νομικό έρεισμα επί των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 346, 914 επ., 932 ΑΚ και 84 και 85 ΚΙΝΔ αγωγή για της οποίας το καταψηφιστικό αίτημα, καταβλήθηκε σύμφωνα με τα όσα βεβαιώνονται στην εκκαλουμένη το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά και να υποχρεωθούν οι τέταρτος και έκτη εκ των εναγομένων σε αυτή να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 8.190,20 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ) η έκτη εναγομένη ευθυνομένη μέχρι τη αξίας του σκάφους. Επιπλέον πρέπει να διαταχθεί η απόδοση των καταβληθέντων παραβόλων εφέσεως με αριθμούς ………/3.6.2013 δημοσίου ποσού 40 ευρώ το καθένα και με αριθμούς …….. ΤαΧΔιΚ αξίας 60 ευρώ το καθένα που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα ενάγουσα κατά την άσκηση της εφέσεως της, καθόσον η έφεση της γίνεται κατά ένα μέρος δεκτή. Μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας ενάγουσας και των δύο βαθμών βαρύνει τους πρώτο και τρίτη των εφεσιβλήτων (τέταρτο και έκτη των εναγομένων) λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ), ενώ τα έξοδα του δεύτερου εφεσίβλητου του θα επιβληθούν στην εκκαλούσα λόγω της ήττας της (άρθρο 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη από 3.6.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ,,,,/2013 έφεση της κατά της με αριθμό 1727/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η  οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 11.10.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2010 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση

Απορρίπτει την έφεση ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο και ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση ως προς τον πρώτο και τρίτη των εφεσιβλήτων

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα εναγομένη των παραβόλων εφέσεως με αριθμούς …….. δημοσίου ποσού 40 ευρώ το καθένα και με αριθμούς ………. ΤαΧΔιΚ αξίας 60 ευρώ το καθένα που καταβλήθηκε από αυτή κατά την άσκηση της εφέσεως της

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ ως προς τον πρώτο και τρίτη των εφεσιβλήτων και ως προς το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης ως προς όλους τους εφεσίβλητους τη με αριθμό 1727/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 11.10.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2010 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει ως προς τον τέταρτο και έκτη των εναγομένων την από 11.10.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2010 αγωγή

Υποχρεώνει τους τέταρτο και έκτη των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα, η έκτη ευθυνόμενη μέχρι την αξία το σκάφους, το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν ενενήντα ευρώ και είκοσι λεπτών του ευρώ (8.190,20) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση,

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους τέταρτο και έκτη των εναγομένων (πρώτου και τρίτης των εφεσιβλήτων) μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ και στην εκκαλούσα ενάγουσα τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου εφεσιβλήτου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των χιλίων πενήντα (1.050) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9 Μαΐου 2019  και δημοσιεύθηκε στις 12 Ιουνίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ