Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 326/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  326/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι. Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε,  κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια της (ΑΠ 493/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλΔνη 49/1625, ΑΠ 975/2000, ΕλΔνη 42/81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλΔνη 46/84, ΑΠ 1833/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007/1830, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 875/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλΔνη 46/1401). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 § 3, 581 §§ 2 και 3, 579 § 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφαση του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης, που αναιρέθηκε, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις από την αναιρεθείσα, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΟλΑΠ 4/1996 ΕλΔνη 1996, 1041, ΑΠ 1427/2011 Αρμ 2012, 248, ΑΠ 2274/2009 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 805/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2004 Δ 35/1171, ΑΠ 129/2004 Δ 35/804, ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΠειρ 548/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση του Δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα Δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν (ΑΠ 1613/07 Δ 38, 1234, ΑΠ 1145/05 ΕλΔνη 48, 1658). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28/857, ΕφΠειρ 250/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013/1111, ΕφΛαμ 285/2010, ΕφΑιγ 207/2008, ΕφΔωδ 165/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ 2007, § 121, αρ.35, σελ.565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ.342) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, καθόσον αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της Ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004/1553), που οφείλεται στην κατά το Σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των Δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, 1983, § 14, σελ. 167). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτοι ως λόγοι έφεσης (ΑΠ 674/1988 Συμπλ. Βασ. Νομ. 2 [1993]/151, ΕφΠειρ 250/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κ.Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 513, σελ.763, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αρ.10).

  1. II. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 14.3.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../14.3.2018 κλήση των εφεσιβλήτων – εναγόντων, νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, επαναφέρεται προς εκδίκαση η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο παραπέμφθηκε με την υπ’ αριθμό 374/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε μερικώς, η υπ’ αριθμό 629/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε τυπικά, ως απαράδεκτες, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως μετά την παρέλευση της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, αμφότερες τις από 7.9.2006 και 27.4.2005 εφέσεις των διαδίκων αντίστοιχα, καθώς και τους πρόσθετους λόγους του εκκαλούντος – εναγομένου, που ασκήθηκαν με τις προτάσεις του, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, κατά το κεφάλαιο, που αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος – εκκαλούντος – εναγομένου σχετικά με την απόρριψη της έφεσης του, ως απαράδεκτης, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, αφού κρίθηκε ότι το Εφετείο υπέπεσε στην εκ του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παρά το νόμο απόρριψης του ισχυρισμού του εναγομένου περί ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλουμένης στον πληρεξούσιο δικηγόρο του στην πρωτοβάθμια δίκη και αντίκλητό του, λόγω συνταξιοδότησης, ως αλυσιτελώς προβαλλομένου, δεχόμενο ότι δεν ισχυρίστηκε επιπλέον ότι η παύση της πληρεξουσιότητας είχε γνωστοποιηθεί στους ενάγοντες, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό της αναιρετικής απόφασης.

Κατόπιν τούτου, επανερχομένων των διαδίκων στην πριν την αναιρεθείσα απόφαση υφιστάμενη κατάσταση (άρθρ. 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί η ένδικη από 27.4.2005 έφεση του πρωτοδίκως μερικώς ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, καθώς και οι δια των από 14.2.2007 προτάσεων του ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι (674 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που επαναφέρει με τις παρούσες προτάσεις του, από το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, συγκροτούμενο από έτερους Δικαστές, μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (581 παρ.2 ΚΠολΔ).

III. Κατά το άρθρο 100 του ΚΠολΔ, η πληρεξουσιότητα παύει: 1) όταν πεθάνει ο πληρεξούσιος ή μεταβληθεί η ικανότητα του για δικαστική παράσταση, 2) όταν περατωθεί η δίκη ή η πράξη για την οποία είχε δοθεί η πληρεξουσιότητα, 3) όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος παραιτηθεί ή παυθεί περισσότερο από τρεις μήνες ή εκπέσει από το λειτούργημα του, 4) όταν ανακληθεί η πληρεξουσιότητα, 5) όταν ο πληρεξούσιος παραιτηθεί από την πληρεξουσιότητα. Κατά το άρθρο δε 102 του ίδιου κώδικα, η παύση της πληρεξουσιότητας για τη διεξαγωγή της δίκης ή την ενέργεια ορισμένων διαδικαστικών πράξεων που προκλήθηκε με την ανάκληση ή με παραίτηση του πληρεξουσίου, ισχύει απέναντι στον αντίδικο μόνο από τότε που του κοινοποιείται η ανάκληση η ή παραίτηση ή από τη δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Τέλος, κατά το άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ,  όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του Ν 4335/2015, ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επίδοση της οριστικής απόφασης. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η εξουσία του δικαστικού πληρεξουσίου ως αντικλήτου παύει, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που απαριθμούνται στο άρθρο 100 του ΚΠολΔ και όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος συνταξιοδοτηθεί, αφού έκτοτε σύμφωνα με το άρθρο 27 του Δικηγορικού κώδικα το δικαίωμα αυτού προς άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος απόλλυται και ως εκ τούτου δεν έχει πλέον δικαίωμα εκπροσώπησης του διαδίκου ο οποίος του είχε χορηγήσει πληρεξουσιότητα. Επομένως, μετά τη παύση κατά τον ως άνω τρόπο της πληρεξουσιότητας δεν μπορεί να γίνει νόμιμη επίδοση σ` αυτόν της οριστικής απόφασης, κατ` άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αφού έχει παύσει η ιδιότητα αυτού, ως αντικλήτου και δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι δεν έχει γνωστοποιηθεί η μεταβολή της ικανότητας του για δικαστική συμπαράσταση στον αντίδικο, αφού από τη διάταξη του άρθρου 102 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η γνωστοποίηση αφορά μόνο την περίπτωση της παύσης της πληρεξουσιότητας που προκλήθηκε με την ανάκληση της από τον εντολέα ή την παραίτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, όχι δε και στις λοιπές περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 100, όπως όταν ο δικηγόρος απωλέσει το δικαίωμα να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα.

Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι με την υπ` αριθμ……../22.12.2004 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς . …., αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε με επιμέλεια των εναγόντων στον … ….. ως πληρεξούσιο δικηγόρο, που παρέστη στην πρωτοβάθμια δίκη και αντίκλητο του εναγομένου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πλην όμως αυτός κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε αυτή την εξουσία, λόγω απώλειας της δικηγορικής του ιδιότητας, ένεκα συνταξιοδότησης και επομένως, η επίδοση που έλαβε χώρα πάσχει ακυρότητας, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του εναγομένου και ως εκ τούτου, δεν έγινε έναρξη της προβλεπόμενης προθεσμίας των 30 ημερών για την άσκηση της έφεσης, γεγονός, που προϋποθέτει νόμιμη επίδοση.

Τα ανωτέρω έχουν κριθεί από την αναιρετική και παραπεμπτική υπ’ αριθμ.374/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου και δεσμεύουν, ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα υπό στοιχείο  ΙΙ σκέψη, το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε στους δικονομικούς κανόνες των άρθρων 100, 102 και 143παρ.1 ΚΠολΔ, καθόσον αφορά το επιλυθέν από αυτήν νομικό ζήτημα ότι η, συνεπεία συνταξιοδότησης, μεταβολή της ικανότητας για δικαστική παράσταση και εντεύθεν παύση της εξουσίας του πληρεξουσίου δικηγόρου, ως αντικλήτου, δεν απαιτείται να έχει γνωστοποιηθεί στον αντίδικο για να ισχύει και επομένως, δεν μπορεί να γίνει νόμιμη επίδοση σ’αυτόν της οριστικής απόφασης, κατ’άρθρο 143παρ.1 ΚΠολΔ.

Ενόψει των ανωτέρω, η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει νόμιμη επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, μήτε παρήλθε τριετία από την δημοσίευση της. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή διαδικασία των εργατικών διαφορών, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της,  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1, 579 § 1, 580 § 3 και 4, 581 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, που διαλαμβάνονται στις από 14.2.2007 προτάσεις του εκκαλούντος -εναγομένου, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της αναιρεσιβληθείσας μερικώς εφετειακής απόφασης και επαναφέρονται με τις παρούσες προτάσεις του, αναφέρονται δε και συνέχονται αναγκαστικά με τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα υπό την ισχύ του άρθρου 674 ΚΠολΔ, ήδη καταργηθέντος με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές  και πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών (άρθρο 533 § 1, 579 § 1, 580 § 3 και 4, 581 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ), να συνεκδικαστούν δε με την ανωτέρω έφεση, προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της επαναφοράς τους προς συζήτηση με τις κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, η μη ή η χωριστή εκδίκασή τους (ΕφΠειρ 100/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240), σύμφωνα με το αναιρεθέν κεφάλαιο της απόφασης.

  1. IV. Με την από 21.5.2002 αγωγή τους οι ενάγοντες, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ως προς το επώνυμο τους από το εσφαλμένο «…..» στο ορθό «…», ισχυρίζονται ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, ο αδελφός τους, ……….., ναυτολογήθηκε στις 27.12.1996 στο με ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο «WP», ως προσοντούχος ναύτης και εξακολούθησε να εργάζεται σ’αυτό μέχρι τις 22.5.1997, που απεβίωσε, διότι είχε προσβληθεί από την ασθένεια «μαλάρια» (ελονοσία), υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, ο δε θάνατος του οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου πλοιάρχου του πλοίου, που συνίστατο στην παράβαση των αναφερομένων ειδικών διατάξεων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί των όρων ασφαλείας των εργαζομένων ναυτικών. Ακολούθως, ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα, να καταβάλει σε έκαστο αυτών το ποσό των 14.985.000 δρχ. άλλως το ισόποσο των 43.976,52 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού των 15.000 δρχ. άλλως 44,02 ευρώ, για την παράσταση τους, ως πολιτικώς ενάγοντες, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, για χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ψυχικής τους οδύνης, με τον νόμιμο τόκο από τον θάνατο του, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
  2. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.1495/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού διατάχθηκε η εκδίκαση της κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663επ.ΚΠολΔ και όχι κατά την τακτική διαδικασία που είχε εισαχθεί και κρίθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος τοκοδοσίας από τον θάνατο του ναυτικού, ακολούθως την έκανε μερικά δεκτή, κατ’ουσίαν, αφού δέχθηκε υπαιτιότητα, κοινή και όχι ειδική αμέλεια, του προστηθέντος από την πλοιοκτήτρια εταιρεία εναγομένου πλοιάρχου συνιστάμενη στο ότι δεν επέδειξε τη συνήθως επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και δεν μερίμνησε για την εξέταση του ασθενούς ναυτικού από ιατρό στο αρχικό στάδιο της ασθένειας, ενόσω το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο στο Arzew της Αλγερίας, αλλά αρκέστηκε στη δήλωσή του περί απλού κρυολογήματος, καθώς επίσης δεν ζήτησε ιατρική συνδρομή μετά την παράταση των συμπτωμάτων και τον υποχρέωσε να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό το ποσό των 15.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο ηττηθείς εναγόμενος, ήδη εκκαλών, με την ένδικη έφεση του για τους αναφερόμενους λόγους, καθώς και τους πρόσθετους δια των προτάσεων τους προβαλλομένους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις, που τους περιλαμβάνουν προσθέτως και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

  1. VI. Κατά το άρθρο 481 ΑΚ, οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν, σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής, καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Εξάλλου το άρθρο 482 εδ. α’ ΑΚ ορίζει ότι, σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον, ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμηση του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικώς είτε μερικώς, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 483 εδ. α ΑΚ, η καταβολή που έγινε από έναν συνοφειλέτη απαλλάσσει και τους λοιπούς. Κατά το άρθρο 926 ΑΚ, αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ` άρθρο 932 ΑΚ και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι εις ολόκληρον (ΑΠ 901/2004). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων υπόχρεων, καθιερώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη περισσοτέρων προσώπων είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσοτέρων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της, συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθεαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή ή εξακρίβωση ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα. Στην ανωτέρω περίπτωση η παθητική εις ολόκληρον ενοχή στηρίζεται στο νόμο και οι περισσότεροι οφειλέτες ευθύνονται σε εκπλήρωση της ίδιας παροχής. Υπάρχει δηλαδή ταυτότητα παροχής, που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου γενέσεως αυτής και ως εκ τούτου η υποχρέωση ή κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο (ΑΠ 283/2013, ΑΠ 81/1991, ΑΠ 1489/2008). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όχι μόνο όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για αδικοπραξία με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και όταν όλα ή μερικά από αυτά ευθύνονται αντικειμενικά και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η αντικειμενική ευθύνη ρυθμίζεται στον ΑΚ ή σε ειδικούς νόμους.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 εδ. β` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ, συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 864/2009 ΕΝΔ 2009.184, ΑΠ 1711 /2008 ΕΕμπΔ 2009.875, ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880). Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486, 922 και 926 ΑΚ (ΑΠ 866/2017, ΑΠ 698/2012, ΑΠ 181/2011 ΧρΙΔ 2011.664, ΑΠ 72/2007 ΧρΙΔ 2007.411, ΑΠ 160/2001 ΑρχΝ 2001.868, ΕφΠειρ 53/2012, Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Τομ.IV, εκδ.1982, υπ`αρθρ. 922αρ.41, υπ` αρθρ.926 αρ. 16). Ο δανειστής έχει το δικαίωμα επιλογής του συνοφειλέτη από τον οποίο θα απαιτήσει την παροχή (ΑΠ 871/2010, ΑΠ 119/1999). Εφόσον ασκήσει το δικαίωμα αυτό, εάν ικανοποιηθεί πλήρως από ένα των εις ολόκληρον υποχρέων,  κατά του οποίου έχει στραφεί, η ενοχή εις ολόκληρον όσον αφορά στη σχέση του δικαιούχου με τους συνευθυνομένους αποσβέννυται και το δικαίωμα του αναλίσκεται, αφού μόνο μία φορά μπορεί να αξιώσει την εκπλήρωση της παροχής και δεν μπορεί αυτός να αξιώσει εκ νέου την παροχή ή μέρος της από άλλον εις ολόκληρον υπόχρεο (ΟλΣτΕ 169/2010, ΑΠ 630/2015). Εάν όμως η παροχή εκπληρωθεί κατά ένα μόνο μέρος, η οφειλή εξακολουθεί να υπάρχει για το ανεκπλήρωτο τμήμα της, εις ολόκληρον μεταξύ των συνοφειλετών. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 416 επ. ΑΚ, προβλέπονται οι τρόποι απόσβεσης της ενοχής. Μεταξύ αυτών είναι η καταβολή (άρθρο 416 ΑΚ) και η με συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη άφεση του χρέους (άρθρο 454 ΑΚ). Τα άρθρα 483 έως 485 ΑΚ καθιερώνουν την αρχή της αντικειμενικής ενέργειας των σ’ αυτά αναφερόμενων γεγονότων στην περίπτωση που περισσότεροι οφειλέτες οφείλουν την ίδια παροχή και καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Μεταξύ των γεγονότων που έχουν αντικειμενική ενέργεια είναι και η ολική ή μερική εκπλήρωση της οφειλής με καταβολή της από οποιονδήποτε εις ολόκληρο συνοφειλέτη που γίνεται με σκοπό την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή και επομένως αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της απαίτησης του δανειστή και έναντι των υπόλοιπων συνοφειλετών κατ’ ίσο με την καταβολή μέρος (ΑΠ 630/2015, ΑΠ 22/2004), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 416 και 483 παρ. 1 εδ. 1 του ΑΚ. Η τελευταία μάλιστα είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς τυχόν συμφωνία του δανειστή με τον καταβαλλόντα οφειλέτη για υποκειμενική μόνο ενέργεια της καταβολής είναι χωρίς σημασία (ΑΠ 890/2005).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου οι κατά τον νόμο συγγενείς και σύζυγος του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ., πλήρη περιουσιακή αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να αξιώσει την κατ’αποκοπή αποζημίωση του ν. 551/1915. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997 ΕλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 304, Ι. Ληξιουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 578-579). Πέραν όμως της περιουσιακής αποζημιώσεως ο παθών από εργατικό ατύχημα ή τα μέλη της οικογενείας του θανόντος, μπορούν σε κάθε περίπτωση να απαιτήσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αντίστοιχα, η αξίωση για την οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (914, 922, 932 ΑΚ), κατά τρόπο ώστε για την θεμελίωση της δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του από αυτόν προστηθέντος (ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλΔνη 28, 113, ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002 97), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα, που κρίνεται κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις (ΑΠ 274/2000 ΕΝΔ 29, 105).  Ενόψει δε όλων των ανωτέρω, ο δικαιούχος έχει το δικαίωμα να εναγάγει όλους ή οποιονδήποτε από τους υπόχρεους, που ευθύνονται εις ολόκληρον, απαιτώντας από καθένα τους ολόκληρη τη χρηματική ικανοποίηση. Στην περίπτωση, όμως, που κάποιος από τους συνυπόχρεους κατέβαλε το ποσό που επιδικάστηκε ως χρηματική ικανοποίηση, δεν δικαιούται ο δικαιούχος να στραφεί πλέον για το ποσό αυτό κατά των υπολοίπων, καθώς η καταβολή που έγινε από ένα συνοφειλέτη, καθώς και τα άλλα γεγονότα που αναφέρονται στο άρθρο 483 ΑΚ, ενεργούν αντικειμενικά και απαλλάσσουν και τους υπόλοιπους συνυποχρέους, οι οποίοι δικαιούνται να προβάλουν τη σχετική από το άρθρο 483 ΑΚ ένσταση (ΑΠ 1694/2017, ΑΠ 630/2015).

VII. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 21.5.2002 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./2002 έτερης αγωγής των νυν εναγόντων, ήδη εφεσιβλήτων, όπως παραδεκτά διορθώθηκε το επώνυμο από το εσφαλμένο «…» σε «….», που στρεφόταν αφενός κατά της αλλοδαπής πλοιοκτήτριας εταιρείας του υπό ελληνική σημαία επίδικου δεξαμενόπλοιου «WP”, με την επωνυμία «………”, που εδρεύει στην … και αφετέρου της εκπροσώπου της και διαχειρίστριας της εταιρείας με την επωνυμία «….» που εδρεύει στον Πειραιά και των επτά εκπροσώπων αυτής, με αντικείμενο την χρηματική τους ικανοποίηση, ύψους 293.470,28 ευρώ για καθένα, λόγω της ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν από τον θάνατο του εργαζομένου στο εν λόγω πλοίο αδελφού τους, …….., ως προσοντούχου ναύτη, που οφειλόταν σε υπαιτιότητα του προστηθέντος πλοιάρχου, νυν εναγομένου, εξαιτίας της μη τήρησης εκ μέρους του των αναφερομένων διατάξεων διαταγμάτων και κανονισμών περί των όρων ασφαλείας της ναυτικής εργασίας, έχει εκδοθεί η υπ’αριθμ.518/2005 τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δεκτής γενομένης μερικώς της σχετικής έφεσης των εναγόντων, δυνάμει της οποίας, αφού εξαφανίστηκε η πρωτόδικη υπ’αριθμ.2404/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς το επιδικαζόμενο έλασσον  ποσό χρηματικής ικανοποίησης, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή τους, κατ’ουσίαν, εφόσον κρίθηκε ότι ο θάνατος του αδελφού τους δεν οφειλόταν στην ειδική αμέλεια του άρθρου 16 Ν.551/1915, αλλά στο πταίσμα του προστηθέντος από την εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία πλοιάρχου, που συνίστατο στο ότι δεν επέδειξε τη συνήθως επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, όταν το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο στο Arzew της Αλγερίας, αλλά αρκέστηκε στη δήλωση του ασθενούς ότι επρόκειτο για συνηθισμένο κρυολόγημα, αντί να τον παραπέμψει για εξέταση σε ιατρό και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων εις ολόκληρον να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων το ποσό το ποσό των 12.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής τους οδύνης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ακολούθως, σε εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης οι τότε εναγόμενοι κατέβαλαν στους ενάγοντες το ποσό των 50.739,99 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του κεφαλαίου, μετά των τόκων και δικαστικών εξόδων, που επιδικάστηκαν, παραδίδοντας στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους και δεκτικό καταβολής, βάσει αντίστοιχων συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, τις υπ’αριθμ……… ποσού 5.739,99 ευρώ, επιταγές των τραπεζών … και ….. αντίστοιχα, εκδόσεως της δεύτερης εναγομένης εταιρείας σε διαταγή του, με ημερομηνία 8.12.2005, που εισπράχθηκαν, εκδιδομένης της από 12.12.2005 επικαλούμενης και προσκομιζόμενης εξοφλητικής απόδειξης.

Ενόψει τούτων, οι ενάγοντες επέλεξαν να εναγάγουν αρχικά με την ως άνω αγωγή, όλους τους λοιπούς υπόχρεους, που ευθύνονταν εις ολόκληρον,  για τον θάνατο του αδελφού τους, συνεπεία του επίδικου εργατικού ατυχήματος, παρεκτός του υπαιτίου προσώπου προστηθέντος πλοιάρχου, απαιτώντας από καθένα τους ολόκληρη τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ψυχικής τους οδύνης, μη επιφυλασσόμενοι να στραφούν για μέρος αυτής εναντίον τούτου. Εφόσον λοιπόν άσκησαν το δικαίωμα αυτό και ικανοποιήθηκαν πλήρως από ένα των, ως άνω, εις ολόκληρον υποχρέων, κατά των οποίων είχαν στραφεί και συγκεκριμένα την τότε εναγομένη εκπρόσωπο και διαχειρίστρια της πλοιοκτήτριας εταιρείας, η ενοχή εις ολόκληρον όσον αφορά στη σχέση των δικαιούχων εναγόντων με τον συνευθυνόμενο προστηθέντα, νυν εναγόμενο, αποσβέστηκε και το δικαίωμα τους αναλώθηκε, αφού μόνο μία φορά μπορούσαν να αξιώσουν την εκπλήρωση της παροχής και δεν μπορούν αυτοί να την αξιώσουν εκ νέου ή μέρος της από τον εναγόμενο εις ολόκληρον υπόχρεο, η δε καταβολή που έγινε από ένα συνοφειλέτη, ενεργεί αντικειμενικά και απαλλάσσει και τους υπόλοιπους συνυποχρέους, εν προκειμένω τον εναγόμενο υπαίτιο προστηθέντα από την πλοιοκτήτρια πλοίαρχο. Επομένως, η προβαλλομένη σχετική από το άρθρο 483 ΑΚ ένσταση, που παραδεκτά προβλήθηκε όψιμα για πρώτη φορά στο Εφετείο με τις προτάσεις-πρόσθετους λόγους του εναγομένου-εκκαλούντος, δεδομένου ότι τα περιστατικά που την θεμελιώνουν προέκυψαν μεταγενέστερα της συζήτησης της αγωγής αλλά και της έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη.

VIII. Κατ’ακολουθίαν, δεκτού γενομένου του συναφούς πρόσθετου λόγου της έφεσης, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του εναγομένου – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των εναγόντων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση και τους δια των προτάσεων πρόσθετους λόγους.

 Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει, κατ’ουσίαν, τους πρόσθετους λόγους.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1495/2004 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 21.5.2002 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει στους ενάγοντες – εφεσιβλήτους μέρος των δικαστικών εξόδων του εναγομένου – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 9 Μαΐου 2019.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 13 Ιουνίου 2019.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ