Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 327/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης      327      /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270, 524 §§ 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 28 και 44 §§ 1 και 2 του Ν. 3994/2011 -και πριν τον Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα ένδικα μέσα τα κατατεθειμένα από 1-1-2016 και εφεξής- προκύπτει ότι ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, οπότε με την τυπική παραδοχή της έφεσης, που λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης (ΑΠ 280/2012 ΝοΒ 2013.132, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔνη 46.1100). Στην περίπτωση αυτή, ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ,  Η έφεση, ε’ έκδοση 2003,αρ. 228δ, σελ. 99, Κεραμέας – Κονδύλης – Νίκας, ΚΠολΔ, συμπλήρωμα 2003, άρθρο 528, σελ. 68, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 528, σελ. 954).  Έτσι αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ερήμην, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ΝΔ 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ΝΔ 4189/1961, προκύπτει ότι, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω πλασματικής ερημοδικίας. Στην περίπτωση, δηλαδή, μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, δεν επέρχεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζήτησής της, αλλά αυτός λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, πράγμα που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 181/2013, ΑΠ 1337/2011, ΑΠ 936/2011ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2011 ΕλΔνη 42.1009).Κατά της αποφάσεως, που απορρίπτει την αγωγή ένεκα μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση. Μοναδικός λόγος εφέσεως, που μπορεί να προταθεί, είναι η άρση της παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Με την άσκηση εφέσεως, που συνοδεύεται από την καταβολή και την προσαγωγή του προσήκοντος τέλους του δικαστικού ενσήμου, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση και συζητείται εκ νέου η αγωγή, ενώπιον αυτού του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου,  κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1572/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕΘρ 114/2017 ΑΡΜ 2018.87, ΕΠειρ 548/2014, ΕΠειρ 467/2014, ΕΑ 2498/2008ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, ο.π.  αρ. 228στ, σελ. 102-103).

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 4126/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία και απέρριψε  τη  από 26-11-2010 (αρ. κατάθ. ………/30-11-2010) αγωγή της ήδη εκκαλούσας λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της συνεπεία της μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, έχει ασκηθεί από την τελευταία νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, ενώ δεν παρήλθε τριετία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 19-7-2013, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Επομένως,  εφόσον συνοδεύεται ήδη με την καταβολή του αναλογούντος για το αντικείμενο της αγωγής δικαστικού ενσήμου,  πρέπει  να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των λόγων της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να προχωρήσει σε εκδίκαση της αγωγής κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 528, 535 § 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, εξάλλου, ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολο.

            Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 εδ.α’ ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αναφερόμενη σ’ αυτήν αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννάται στην περίπτωση, που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θα εξακριβωθεί από αυτήν την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις (ΟλΑΠ 2088/1986, ΑΠ 3/2011 ΝΟΜΟΣ), γι’ αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας, όταν αυτή μάλιστα γίνεται αορίστως. Εξάλλου, η σύμβαση, με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται, σε αντίθεση με εκείνη, κατ’ αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μίας υπάρχουσας έννομης σχέσεως που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις, που είχε από την κύρια αιτία. Είναι δε ζήτημα πραγματικό, αν αναφορικώς με κάποια έννομη σχέση αναλαμβάνεται νέα αυτοτελής υποχρέωση και ο χαρακτήρας που δόθηκε σ’ αυτή με τη δήλωση βουλήσεως των μερών ή αν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα για την παροχή αποδεικτικού μέσου στον δανειστή (ΑΠ 294/2018, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 232/2009, ΕΑ 829/2019, ΕΠειρ 808/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση της υπόσχεσης ή της αναγνώρισης της από ορισμένη αιτία οφειλής, έτσι ώστε να δημιουργείται νέα ενοχή, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία, από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 878/2018,ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1279/2012ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι,το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2004 μέχρι Μάρτιο 2005 δάνεισε άτοκα στον πρώτο εναγόμενο τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή ποσά, συνολικού ύψους 65.750 ευρώ, τα οποία αυτός όφειλε να επιστρέψει στις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα.  Ότι προς εξασφάλισή της έλαβε από αυτόν και τον δεύτερο εναγόμενο τις αναγραφόμενες τραπεζικές επιταγές, που όμως δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους. Ότι κατόπιν τούτου, δυνάμει του από 28-12-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού δήλωσης -αναγνώρισης χρέους και ανανέωσης οφειλής, που συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο, ο τελευταίος αναγνώρισε ότι της οφείλει ποσό  65.750 ευρώ  από τα ανωτέρω δάνεια και συμφώνησαν στην τμηματική εξόφληση αυτού σε τριάντα μηνιαίες δόσεις, της τελευταίας καταβλητέας στις 1-7-2008, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος εγγυήθηκε την πληρωμή της άνω οφειλής παραιτούμενος από τις ενστάσεις διζήσεως και διαιρέσεως. Ότι προς εξασφάλιση της ο πρώτος εναγόμενος αποδέχτηκε ισάριθμες συναλλαγματικές, αξίας εκάστης 2.200 ευρώ, τις οποίες υπέγραψε ως τριτεγγυητής και ο δεύτερος εναγόμενος. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, πλην της πρώτης δόσης, δεν κατέβαλε καμία άλλη, ενώ άφησε απλήρωτες και τις αντίστοιχες συναλλαγματικές, αρνούμενος να τηρήσει τα συμφωνηθέντα με το παραπάνω συμφωνητικό ανανέωσης της οφειλής. Με βάση αυτά ζητεί να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος, ως αρχικός οφειλέτης, και ο δεύτερος εναγόμενος, ως εγγυητής, να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας ποσό 63.550 ευρώ, επικουρικά δε ο πρώτος εναγόμενος με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία άλλως για αιτία που έληξε, καθώς και ποσό 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη, συνεπεία της αδικοπραξίας τους, καθόσον δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα, εντόκως τα ποσά αυτά από την επομένη λήξεως εκάστης δόσεως, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης, ζητεί να απειληθεί σε βάρος των εναγομένων, λόγω της αδικοπραξίας τους, προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως  μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν  αυτοί  στα δικαστικά της έξοδα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι ορισμένη και  νόμιμη, θεμελιούμενη κατά την κύρια βάση της στην αιτιώδη σύμβαση αναγνώρισης χρέους και σύμβαση εγγύησης, κατά δε την επικουρική βάση της στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και στηρίζεται  στις διατάξεις των άρθρων 361, 847, 849, 851, 857, 904 επ., 345, 346,  ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, ενώ το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης  και το παρεπόμενο της προσωπικής κράτησης είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, διότι τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν τη βάση της αδικοπραξίας. Επίσης, απορριπτέο ως μη νόμιμο είναι και το αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθόσον η εκδοθείσα απόφαση θα είναι τελεσίδικη. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι προσκομίζεται από την ενάγουσα το αναλογούν δικαστικό ένσημο (βλ. με κωδικό …… e-παράβολο και με κωδικό ……… από 4-10-2018 αποδεικτικό εξόφλησης παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς).

Από την εκτίμηση  των ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης, ……….,  που εξετάστηκε τόσο στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου όσο και του δικαστηρίου  τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αντίστοιχα, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, …………, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα εξής έγγραφα,  που επικαλούνται μεν οι εναγόμενοι, πλην όμως δεν προσκομίζουν α) κυριότητας πλωτού σκάφους, β) σημειώσεις καταβολών και γ) κατάσταση προσωπικού του πρώτου εναγομένου, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Ο πρώτος εναγόμενος, λόγω της επαγγελματικής του ενασχόλησης με εκμετάλλευση μικρού σκάφους (motorship),  γνωρίστηκε και έκτοτε ανέπτυξε στενές φιλικές και κοινωνικές σχέσεις με τον ………, σύζυγο της ενάγουσας, ο οποίος υπήρξε αξιωματικός του λιμενικού σώματος, αλλά και την οικογένεια του. Περί τα τέλη του 2004 ο πρώτος εναγόμενος, επειδή αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες σχετικά με το ανωτέρω σκάφος του, απευθύνθηκε στον ……… ζητώντας  να του δανείσει χρήματα. Πράγματι ο τελευταίος, εξαιτίας της εμπιστοσύνης που υπήρχε ανάμεσα τους, του δάνεισε άτοκα  το ποσό των 65.750 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί ως εξής :  α) 11.200 ευρώ έως την 19-7-2005, β) 8.050 ευρώ έως την 30-8-2005, γ) 12.000 ευρώ έως την 10-10-2005, δ) 12.000 ευρώ έως την 10-12-2005, ε) 10.500 ευρώ έως την 30-12-2005 και στ) 12.000 ευρώ έως την 30-12-2005.  Τα άνω επιμέρους ποσά του δανείου και οι ημερομηνίες εξόφλησης τους προσαρμόστηκαν σε ισάριθμες επιταγές, που έδωσε ο πρώτος εναγόμενος και ο δεύτερος εναγόμενος, γαμπρός του, προκειμένου να παρέχουν εξασφάλιση στον …… ότι το χρέος θα εξοφληθεί.  Ειδικότερα, οι εναγόμενοι παρέδωσαν στον ……..  τη με αρ. ……. τραπεζική επιταγή  της Γενικής Τράπεζας καθώς και τις με αρ. ………. επιταγές της Εθνικής Τράπεζας με ημερομηνίες και ποσά αντίστοιχα με τις προαναφερόμενες ημερομηνίες  και ποσά τμηματικής εξόφλησης του δανείου. Αρχές Δεκεμβρίου 2005 απεβίωσε ο ……..,  οπότε, επειδή ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε εξοφλήσει καμία από τις μέχρι τότε δόσεις του δανείου, η ενάγουσα, χήρα του άνω αποβιώσαντος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα  επιστραφούν τα δανεισθέντα χρήματα, στις 28-12-2005 κατάρτισε με τους εναγόμενους ιδιωτικό συμφωνητικό-δήλωση αναγνώρισης χρέους. Με το εν λόγω συμφωνητικό ο πρώτος εναγόμενος δήλωσε και αναγνώρισε ότι οφείλει στην ενάγουσα ποσό 65.750 ευρώ λόγω άτοκου δανείου, που έλαβε από αυτήν με τμηματικές καταβολές, και συμφώνησαν αυτό να εξοφληθεί σε 30 μηνιαίες δόσεις ποσού 2.200 ευρώ η καθεμία, αρχής γενομένης από 1-2-2006 και με τελευταία δόση ποσού 1.950 ευρώ καταβλητέα την 1-7-2008. Προς εξασφάλιση της ενάγουσας ο πρώτος εναγόμενος αποδέχτηκε ισάριθμες συναλλαγματικές με τα αντίστοιχα ποσά και λήγουσες εκάστη σε ημερομηνίες αντίστοιχες με αυτές των συμφωνηθέντων 30 μηνιαίων δόσεων. Τις εν λόγω συναλλαγματικές υπέγραψε ως τριτεγγυητής και ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος ταυτόχρονα, υπογράφοντας το παραπάνω συμφωνητικό,  εγγυήθηκε προς την ενάγουσα την εξόφληση του ανωτέρω ποσού για την παραπάνω αιτία, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης  και παραιτούμενος από τις ενστάσεις διζήσεως και διαιρέσεως. Η ως άνω σύμβαση, όπως προκύπτει από την διαλαμβανόμενη σ’ αυτήν βούληση των συμβληθέντων διαδίκων μερών, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, είναι τοιαύτη αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (άρθρο 361 ΑΚ), καθόσον σε αυτήν γίνεται μνεία στην αιτία του χρέους,  ήτοι στο ποσό του άτοκου δανείου, με ξεχωριστή μάλιστα μνεία των δοθέντων επιταγών, που αντιστοιχούσαν στις τμηματικές καταβολές, περαιτέρω όμως, με αυτήν οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που να αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας. Και τούτο διότι: α) τηρήθηκε για την κατάρτισή της ο έγγραφος συστατικός τύπος, β) ρυθμίζεται λεπτομερώς η εξόφληση των δόσεων και η εξασφάλιση της συγκεκριμένης νέας οφειλής με έκδοση συναλλαγματικών, κατά τα προεκτιθέμενα, γ) συνομολογείται διαφορετική αφετηρία υπερημερίας της νέας οφειλής, ενώ η αναγνωρισθείσα με την σύμβαση οφειλή ήταν ήδη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή (πλην των δύο τελευταίων δόσεων) και δ) ενώ αρχικός δανειστής του ποσού ήταν ο σύζυγος της ενάγουσας, με το εν λόγω συμφωνητικό κατέστη πλέον η ίδια δανείστρια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας αναγνώρισης χρέους, ο πρώτος εναγόμενος κατέβαλε στην ενάγουσα στις 1-2-2006 ποσό 2.200 ευρώ, χωρίς έκτοτε να καταβάλλει κανένα άλλο ποσό και συνεπώς κατέστη υπερήμερος οφείλοντας συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 63.550 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα καταβολή ως εξής, κάθε επιμέρους ποσό των 2.200 ευρώ εντόκως από την δεύτερη ημέρα κάθε μήνα, αρχής γενομένης από 2-3-2006 μέχρι 2-6-2008, και ποσό 1.950 ευρώ εντόκως από 2-7-2008.Ευθυνόμενος εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο είναι και ο δεύτερος εναγόμενος, που εγγυήθηκε την εξόφληση του επίδικου χρέους ως αυτοφειλέτης. Εξάλλου, η ένσταση περί τοκογλυφικών τόκων, που προβάλλουν οι εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι ότι το ήμισυ του αρχικού δανεισθέντος ποσού αποτελούσε τόκους, αλυσιτελώς προβάλλεται αφού, βάση της επίδικης αξίωσης δεν είναι το δάνειο, αλλά η αναγνώριση χρέους, που αποτελεί νέα, αυτοτελή, ενοχική αξίωση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, ανεξάρτητη από την αρχική αιτία. Επίσης, ως αναπόδεικτη πρέπει να απορριφθεί και η ένσταση εξοφλήσεως που προέβαλαν, καθόσον η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης περί επιστροφής ποσού 40.000 ευρώ στην ενάγουσα τον Μάρτιο του 2010 αφενός δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο έγγραφο στοιχείο, το οποίο λογικά και σύμφωνα με τις συνήθειες των συναλλαγών είναι αναμενόμενο για ένα τόσο μεγάλο ποσό αφετέρου η κατάθεση του στηρίζεται όχι σε ιδία γνώση αλλά σε μεταφορά πληροφοριών του πρώτου εναγομένου. Επομένως, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στην ενάγουσα 63.550 ευρώ, εντόκως  από την επομένη της δήλης ημέρας, κατά την οποία ήταν επιστρεπτέο κάθε επιμέρους ποσό, ήτοι ως εξής :1) 2.200 € εντόκως από 2-3-2006, 2) 2.200 εντόκως από 2-4-2006, 3) 2.200 € εντόκως από 2-5-2006,  4) 2.200 € εντόκως από 2-6-2006, 5) 2.200 € εντόκως από 2-7-2006, 6) 2.200 € εντόκως από 2-8-2006, 7) 2.200 € εντόκως από 2-9-2006, 8) 2.200 € εντόκως από 2-10-2006, 9) 2.200 € εντόκως από 2-11-2006, 10) 2.200 € εντόκως από 2-12-2006, 11) 2.200 € εντόκως από 2-1-2007, 12) 2.200 € εντόκως από 2-2-2007, 13) 2.200 € εντόκως από 2-3-2007, 14) 2.200 € εντόκως από 2-4-2007, 15) 2.200 € εντόκως από 2-5-2007, 16) 2.200 € εντόκως από 2-6-2007, 17) 2.200 € εντόκως από 2-7-2007, 18) 2.200 € εντόκως από 2-8-2007, 19) 2.200 € εντόκως από 2-9-2007, 20) 2.200 € εντόκως από 2-10-2007, 21) 2.200 € εντόκως από 2-11-2007, 22) 2.200 € εντόκως από 2-12-2007, 23) 2.200 € εντόκως από 2-1-2008, 24) 2.200 € εντόκως από 2-2-2008, 25) 2.200 € εντόκως από 2-3-2008, 26) 2.200 € εντόκως από 2-4-2008, 27) 2.200 € εντόκως από 2-5-2008, 28) 2.200 € εντόκως από 2-6-2008, 29) 1.950 € εντόκως από 2-7-2008. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει κατά ένα μέρος να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους, όπως ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα εκκαλούσα (άρθρο 495 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αρ.  4126/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙτους εναγόμενους, εις ολόκληρον τον καθένα, να καταβάλλουν στην ενάγουσα εξήντα τρεις χιλιάδες πεντακόσια πενήντα (63.550) ΕΥΡΩ, εντόκως  από την επομένη της δήλης ημέρας, κατά την οποία ήταν επιστρεπτέο κάθε επιμέρους ποσό, όπως διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της παρούσας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών   δικαιοδοσίας,   σε  βάρος  τωνεναγομένων,  τα  οποία  ορίζει σετρεις χιλιάδες οκτακόσια (3.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 13-6-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ