Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 328/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης          328  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ΝΔ/τος 400/1970, σε αντικατάσταση του οποίου, όπως και των άρθρων 12β και 10 του ίδιου ΝΔ/τος αναφορικά με την ασφαλιστική εκκαθάριση, ισχύει ήδη από 1-1-2016 ο Ν.4364/2016 και δη οι διατάξεις των άρθρων 235-249 αυτού του νόμου, οριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι, «1. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η απόφαση περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ορίζει τον επόπτη και το εφαρμοστέο δίκαιο καταχωρείται στο μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθώς και στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων…». Ήδη, με το ισχύον άρθρο 235 του Ν.4364/2016 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την ειδική άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, εκτός αν ορίζεται στην απόφαση… 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 και του ΚΠολΔ…. 4. Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. Η Εποπτική Αρχή μπορεί με απόφασή της να παρατείνει για ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια, το χρονικό διάστημα του πρώτου εδαφίου της παρούσας, για όσο χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος….7. Ασφαλιστική επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιονδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου». Περαιτέρω, στο άρθρο 239 του Ν.4364/2016, που αφορά τη διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η έναρξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν εμποδίζει τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης με την άδεια και υπό την εποπτεία της Εποπτικής Αρχής, ενδεικτικά να διαχειρίζεται την περιουσία της επιχείρησης και να συνάπτει δάνεια με πιστωτικά ιδρύματα με σκοπό να εξοφλεί δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση. Οι απαιτήσεις από τα δάνεια αυτά έχουν το προνόμιο της παραγράφου 1 του άρθρου 240 του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται ειδικότερα οι όροι εφαρμογής της παρούσας παραγράφου και οι προϋποθέσεις της συνέχισης των κατά τα ανωτέρω δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή. 2. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ενημερώνει τακτικά με τον πλέον πρόσφορο τρόπο τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση και λοιπούς πιστωτές σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης. Προς τούτο ενημερώνει την ιστοσελίδα της υπό εκκαθάρισης επιχείρησης τουλάχιστον μηνιαίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης. 3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της  και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιοσδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό…». Εξάλλου, στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 248 Ν. 4364/2016 περί υφιστάμενων εκκαθαρίσεων προβλέπεται ότι, «1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, 2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή τα άρθρα 235 παράγραφοι 1, 2, 3, 5 και 6, 236 έως 239, 242 παράγραφοι 1 και 4, 243 παράγραφοι 1 και 3, 246 και 247 του παρόντος». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, οι δε εκκρεμείς δίκες εισάγονται ή συνεχίζονται, με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και εκκαθαριστή, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, ανεξάρτητα από το ποσό (ΕΑ 1716/2011 Αρμ. 2012.1282, ΕΘ 1038/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 730). Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση που η επιχείρηση τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση, και προκειμένου να περαιωθούν το ταχύτερο οι εκκρεμείς δίκες, αυτές εισάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που είναι διαδικασία ταχύτερη, χωρίς ωστόσο να στερεί τα διάδικα μέρη να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά της απόφασης που θα εκδοθεί, καθόσον οι σχετικές αποφάσεις δεν λαμβάνουν ασφαλιστικά μέτρα, με την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, ούτε ρυθμιστικά κατάστασης, αλλά τέμνουν οριστικά τις διαφορές αυτές. Απλά οι σχετικές δίκες διεξάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επειδή ο νομοθέτης απέβλεψε στην όσο το δυνατόν ταχύτερη επίλυση των διαφορών που υφίστανται μετά τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Κατά συνέπεια η παραπομπή για την εκδίκαση των ανωτέρω διαφορών στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν νοείται σε εκείνες τις διατάξεις που προσιδιάζουν αποκλειστικώς στα ασφαλιστικά μέτρα, όπως η διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ (περί απαγόρευσης άσκησης ενδίκων μέσων), η οποία δεν αφορά τη  διαδικασία, ήτοι την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατά της τελευταίας ένδικα μέσα (ΑΠ 1389/2010 ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. ε’,2003,  σελ. 77). Επιπλέον και όσες διαφορές (δίκες) είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξαρτήτως ποσού, το οποίο δικάζει κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΠΔ 298/1986, παραγωγός ασφαλίσεων είναι το φυσικό πρόσωπο το οποίο, χωρίς να έχει δικαίωμα να υπογράφει ασφαλιστήρια συμβόλαια, παρουσιάζει, προτείνει και προπαρασκευάζει ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων ασφαλιστικής πρακτόρευσης με έγγραφη σύμβαση με την οποία καθορίζεται και ο τρόπος αμοιβής του (παράγ. 1). Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αναθέτει στον παραγωγό ασφαλίσεων την είσπραξη ασφαλίστρων. Στην περίπτωση αυτή ο παραγωγός ασφαλίσεων αμείβεται με επιπλέον προμήθεια, το ύψος της οποίας καθορίζεται ή αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (παράγ. 2).

Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ’ αρ.  912/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρο 239 § 4 Ν. 4314/2016, και δέχτηκε εν μέρει την από 20-12-2013  (αρ. κατάθ. …../2014) αγωγή της ήδη εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, που βρίσκεται υπό εκκαθάριση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 4-9-2017 και εντός διετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 30-5-2017, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, καίτοι η απόφαση εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων παραδεκτώς προσβάλλεται με το ένδικο μέσο της έφεσης, διότι, όπως εκτέθηκε και στην παραπάνω  μείζονα σκέψη, πρόκειται για απόφαση, με την οποία δεν διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο, αλλά τέμνεται οριστικά η διαφορά. Επομένως, πρέπει, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, παράβολο, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 528, 535 § 1 ΚΠολΔ), ερήμην της εφεσίβλητης, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του νομίμου εκκαθαριστή της, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση, καίτοι ήταν η ίδια, που επιμελήθηκε τον προσδιορισμό της δικασίμου και επέσπευσε τη συζήτηση της έφεσης με επίδοση αντιγράφου του δικογράφου της στην πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας (βλ. σημείωση με ημερομηνία 24-10-2017 του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών, ……….., επί του αντιγράφου της έφεσης).

Η ενάγουσα, υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση, με την υπό κρίση αγωγή της, ιστορούσε ότι κατάρτισε με την εναγόμενη την από 1-7-1993 έγγραφη σύμβαση παραγωγού ασφαλίσεων, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε να μεσολαβεί, έναντι προμήθειας, στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για τους κλάδους ασφάλισης που κάλυπτε η ίδια (η ενάγουσα). Ότι με  βάση την ίδια σύμβαση η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων των πελατών της παραγωγής της και παράλληλα, εντός δύο μηνών από το τέλος του μήνα χρέωσης, να αποδίδει το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων του μήνα χρέωσης, που εισπράχθηκαν, αφαιρουμένων των ασφαλίστρων των συμβολαίων, που ακυρώθηκαν, και των ποσών, που κατέβαλε για λογαριασμό της εταιρείας. Ότι, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, έγινε εκκαθάριση των δοσοληπτικών της σχέσεων με την εναγομένη και, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, διαπιστώθηκε ότι η τελευταία δεν ήταν συνεπής με την εμπρόθεσμη απόδοση ασφαλίστρων συνολικού ποσού 16.409,64 ευρώ, που ανάγονταν στο χρονικό διάστημα από 1-5-2009 έως 21-9-2009, αλλά αντίθετα, παρακράτησε αυτά με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζητούσε, όπως το καταψηφιστικό αίτημα της μετατράπηκε σε αναγνωριστικό -με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, καταχωρηθείσα στα πρακτικά και με τις προτάσεις της-, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει, κυρίως συμβατικά και αδικοπρακτικά, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού,  το παραπάνω ποσό, με το νόμιμό τόκο από την επομένη της 30-11-2009, οπότε κατέστη ληξιπρόθεσμος ο λογαριασμός, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί  αυτή στα δικαστικά έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας, που προέβαλε η εναγομένη, έκρινε ορισμένη και νόμω βάσιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της (από τη σύμβαση και την αδικοπραξία) και στη συνέχεια την δέχτηκε ως ουσία βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 16.409,64 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, για τους λόγους που αναφέρει στο δικόγραφο της εφέσεώς της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων,  και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε την ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητας που προέβαλε, δεδομένου ότι με την άσκηση της ένδικης αγωγής στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, θεμελιώθηκε, κατ’ άρθρο 221 ΚΠολΔ, η κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων εγγράφων προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή εισήχθη κατ’ αρχήν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών για να δικαστεί στις 11-11-2014, αρχήν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών για να δικαστεί στις 11-11-2014, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 14-1-2016, κατά την οποία ματαιώθηκε. Κατόπιν τούτου, ενόψει της θέσης σε εφαρμογή του νέου νόμου 4364/2106 και δη της διάταξης του άρθρου 239 § 4 αυτού,  δεδομένου ότι η  κρινόμενη υπόθεση ήταν εκκρεμής ακόμη στον πρώτο βαθμό, ο εκκαθαριστής της ενάγουσας εισήγαγε την ένδικη αγωγή με κλήση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ως το δικαστήριο της έδρας της ενάγουσας επιχείρησης.  Εξάλλου, ναι μεν στο άρθρο 221 § 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η δικαιοδοσία και η αρμοδιότητα ρυθμίζεται από τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, τούτο όμως ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι δεν ορίζει άλλως ο νόμος (ΟλΑΠ 566/1986 ΔΙΚΗ 1987.687, Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό άρθρο 221, αρ. 65), όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 239 § 4 Ν. 4364/2016. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν κατά τόπο αρμόδιο να δικάσει την ένδικη αγωγή και ορθώς απορρίφθηκε η ένσταση που προέβαλε η εναγομένη και άρα ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τη με αρ. …../26-10-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Νέων Μουδανιών Χαλκιδικής ……….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας, μετά από προηγούμενη κλήτευση της εφεσίβλητης (βλ. με αρ. …./22-10-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών, ……….ή) και παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ, προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται από την εκκαλούσα, πιθανολογήθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 1-7-1993 έγγραφης σύμβασης παραγωγού ασφαλίσεων, αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία ανέθεσε στην εναγομένη, έναντι της οριζόμενης στη σύμβαση προμήθειας, τη διενέργεια πράξεων μεσολάβησης για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων ανάμεσα στην ενάγουσα  και τρίτους (υποψήφιους πελάτες) που θα εξευρίσκονταν από αυτήν (την εναγομένη). Ειδικότερα, η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε οδηγιών της ενάγουσας και στο όνομά της, ασφαλιστικές εργασίες, που αφορούσαν σε όλους τους κλάδους ασφάλισης που αυτή ασκούσε, παρουσιάζοντας στους υποψήφιους πελάτες τις ασφαλιστικές συμβάσεις, προσφέροντας καλύψεις σύμφωνα με το περιεχόμενο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, επεξηγώντας τους όρους των προτεινόμενων συμβολαίων με σκοπό την σαφή πληροφόρηση των ασφαλισμένων για τις από το ασφαλιστήριο υποχρεώσεις και δικαιώματα, δεχόμενη προτάσεις- αιτήσεις ασφαλίσεως  αυτών, που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν, και προσυπογράφοντας η ίδια τις εν λόγω προτάσεις, οι οποίες θα παρήγαγαν αποτελέσματα από την αποδοχή της ενάγουσας. Παράλληλα, με την ανωτέρω σύμβαση παρασχέθηκε στην εναγομένη το δικαίωμα είσπραξης  των ασφαλίστρων παραγωγής της, έναντι επιπλέον αμοιβής ανερχόμενη στο 3% επί των καθαρών ασφαλίστρων, θεωρουμένων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 § 2 του ΠΔ 298/1986, ως  παρακαταθήκη και της εναγομένης ως θεματοφύλακας. Επίσης, πιθανολογήθηκε ότι η εναγομένη κάθε δίμηνο, μετά τη λήξη του μήνα παραγωγής, παρέδιδε στην ενάγουσα αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων, αφαιρουμένων των μικτών ασφαλίστρων των συμβολαίων, που ακυρώθηκαν, της προμήθειάς της καθώς και των ποσών, που κατέβαλε για λογαριασμό της ενάγουσας στα πλαίσια της συμβατικής διαχείρισης, και  της κατέβαλε κάθε πλεόνασμα. Τα ακυρωθέντα συμβόλαια, δηλαδή αυτά που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, η εναγομένη επέστρεφε στην ενάγουσα, που ήταν και η μόνη υπεύθυνη για την ακύρωση τους.  Η επίδικη σύμβαση  μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε μέχρι τις 21-9-2009, οπότε ανακλήθηκε οριστικά η άδεια της  ενάγουσας και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατόπιν της υπ’ αρ. 156/2009 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) [ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 11292/21-9-2009], ενώ, δυνάμει της υπ’ αρ. 190/36/29-6-2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας (ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ. 2116/1-7-2016) ασφαλιστικός εκκαθαριστής αυτής διορίστηκε ο . … Η ανάκληση της άδειας της ενάγουσας επέφερε αυτοδικαίως τη λύση της και συνακόλουθα λύθηκε και η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με υποχρέωση της εναγομένης να αποδώσει στον εκκαθαριστή της ενάγουσας λογαριασμό για τα ασφαλιστικά συμβόλαια της παραγωγής της, τα δικαιολογητικά έγγραφα και να καταβάλλει το υφιστάμενο υπόλοιπο (άρθρο 9 § 4 ΠΔ 298/1986). Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι  η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2009 έως 21-9-2009 εισέπραξε για τη σύναψη των καταρτισθέντων, με τη διαμεσολάβηση της επ’ ονόματι και για λογαριασμό της ενάγουσας, ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα κάτωθι ποσά, όπως αυτά αποτυπώνονται στα προσκομιζόμενα πινάκια παραγωγής, που τηρούσε η ενάγουσα για την εναγομένη, ήτοι : 1) Για το διάστημα από 1-5-2009 έως 31-5-2009, η εναγομένη εισέπραξε, από νέα συμβόλαια μικτά ασφάλιστρα 1.086,42 € και καθαρά (αφαιρουμένων του φόρου και της προμήθειας της εναγομένης) 745,75 €, από ανανεωτήρια μικτά ασφάλιστρα 5.418,79 € και καθαρά 3.703,82 €, από οφειλόμενες δόσεις μικτά ασφάλιστρα 5.594,69 € και καθαρά 3.831,82 €, από εισπρακτικές πράξεις μικτά ασφάλιστρα 64,53 € και καθαρά 44,54 €, ενώ ακυρώθηκε 1 συμβόλαιο, στο οποίο αντιστοιχούσαν μικτά ασφάλιστρα 123,89 € και καθαρά 84,66 €. Συνολικά, δηλαδή, η εναγομένη εισέπραξε καθαρό ποσό 8.241,44 € [745,92 + 3.703,82 + 3.831,82 + 44,54) – 84,66]. 2) Για το διάστημα από 1-6-2009 έως 30-6-2009, η εναγομένη εισέπραξε, από νέα συμβόλαια μικτά ασφάλιστρα 860,04 € και καθαρά (αφαιρουμένων του φόρου και της προμήθειας της εναγομένης) 591,57 €, από ανανεωτήρια μικτά ασφάλιστρα 6.070,85 € και καθαρά 4.147,74 €, από οφειλόμενες δόσεις μικτά ασφάλιστρα 3.745,82 € και καθαρά 2.566,86 €, από εισπρακτικές πράξεις μικτά ασφάλιστρα 43,02 € και καθαρά 29,57 €, ενώ ακυρώθηκαν 4 συμβόλαια στα οποία αντιστοιχούσαν μικτά ασφάλιστρα 517,79 € και καθαρά 354,68 €. Συνολικά, δηλαδή, η εναγομένη εισέπραξε καθαρό ποσό 6.981,06 € [591,57 + 4.147,74 + 2.566,86 + 29,57) – 354,68]. 3) Για το διάστημα από 1-7-2009 έως 31-7-2009, η εναγομένη εισέπραξε, από νέα συμβόλαια μικτά ασφάλιστρα 1.498,11 € και καθαρά (αφαιρουμένων του φόρου και της προμήθειας της εναγομένης) 1.028,32 €, από ανανεωτήρια μικτά ασφάλιστρα 4.609,96 € και καθαρά 3.158,06 €, από οφειλόμενες δόσεις μικτά ασφάλιστρα 6.296,89 € και καθαρά 4.311,53 €, ενώ ακυρώθηκαν 2 συμβόλαια, στα οποία αντιστοιχούσαν μικτά ασφάλιστρα 569,36 € και καθαρά 389,48 €. Συνολικά, δηλαδή, η εναγομένη εισέπραξε καθαρό ποσό 8.108,43 € [(1.028,32 + 3.158,06  + 4.311,53)- 389,48]. 4) Για το διάστημα από 1-8-2009 έως 31-8-2009, η εναγομένη εισέπραξε, από νέα συμβόλαια μικτά ασφάλιστρα 476,69 € και καθαρά (αφαιρουμένων του φόρου και της προμήθειας της εναγομένης) 327,30 €, από ανανεωτήρια μικτά ασφάλιστρα 4.544,60 € και καθαρά 3.106,74  €, από οφειλόμενες δόσεις μικτά ασφάλιστρα 4.926,55 € και καθαρά 3.380,81 €, από εισπρακτικές πράξεις μικτά ασφάλιστρα 53,07 € και καθαρά 36,50 €, ενώ ακυρώθηκαν 11 συμβόλαια, στα οποία αντιστοιχούσαν μικτά ασφάλιστρα 2.067,39 € και καθαρά 1.415,20 €. Συνολικά, δηλαδή, η εναγομένη εισέπραξε καθαρό ποσό 5.436,15 € [ (327,30 +3.106,74 + 3.380,81 + 36,50 )- 1.415,20]. 5) Για το διάστημα από 1-9-2009 έως 21-9-2009, η εναγομένη εισέπραξε, από ανανεωτήρια μικτά ασφάλιστρα 4.843,86 € και καθαρά 3.318,08 €, από οφειλόμενες δόσεις μικτά ασφάλιστρα 7.497,61 € και καθαρά 5.134,59 €, ενώ ακυρώθηκαν 156 συμβόλαια, στα οποία αντιστοιχούσαν μικτά ασφάλιστρα 29.804,08 € και καθαρά 20.414,62 €. Συνολικά, δηλαδή, η εναγομένη εισέπραξε καθαρό ποσό  (3.318,08 + 5.134,59) 8.452,67 €, πλην όμως λόγω της ακύρωσης ασφαλιστικών συμβολαίων [συνολικού καθαρού ύψους (10.712,49 +9.702,13=) 20.414,62 €], υφίσταται για τη συγκεκριμένη περίοδο πιστωτικό υπέρ αυτής υπόλοιπο  ύψους (20.414,62 – 8.452,67=) 11.961,95 €. Συνεπώς, η εναγομένη όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα από την παραγωγή ασφαλιστικών συμβολαίων και την είσπραξη ασφαλίστρων για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των [(8.241,44 € + 6.981,06  € + 8.108,43 € + 5.436,15 € =) 28.767,08 €  μείον το πιστωτικό υπόλοιπο των 11.961,95 € =] 16.805,13 ΕΥΡΩ. Από το ποσό αυτό η ενάγουσα ζητεί με την αγωγή της το ποσό των 16.409,64 ΕΥΡΩ, που είναι και επιδικαστέο, καθόσον η εναγομένη δεν το έχει αποδώσει, ως όφειλε. Αντίθετα, πιθανολογήθηκε ότι αυτή, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η ενάγουσα επρόκειτο να κλείσει (έχοντας ακούσει γι’ αυτό πολύ πριν το Σεπτέμβριο του 2009, βλ. κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης), το ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι τα προσκομιζόμενα πινάκια παραγωγής από το αρχείο της ενάγουσας δεν έχουν αποδεικτική δύναμη, αφενός διότι ελλείπουν οι σελίδες 1 και 2 της περιόδου Σεπτεμβρίου 2009 και αφετέρου διότι η γνησιότητά τους δεν βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή και συνεπώς δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Οι ισχυρισμοί της αυτοί, όμως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δεδομένου ότι, αναφορικά με τον πρώτο, στα ενσωματωμένα στην αγωγή πινάκια ασφαλιστικής παραγωγής, στα οποία στηρίζει η ενάγουσα την επίδικη αξίωση της, δεν ελλείπουν οι σελίδες 1-2 της περιόδου Σεπτεμβρίου, καθώς αυτές έχουν ενσωματωθεί με άλλη σειρά (βλ. 12ο φύλλο ένδικης αγωγής), παρεμβαλλόμενες στις σελίδες, που αποτυπώνουν τα πινάκια του μηνός Αυγούστου 2009. Αναφορικά δε με την δεύτερη αιτίαση της εναγομένης, αυτή είναι αβάσιμη, αφού στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, που έχει εφαρμογή εν προκειμένω, λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως ανυπόγραφα έγγραφα. Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Επιπλέον, η εναγομένη διατείνεται ότι επέστρεψε στην ενάγουσα  όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια του μήνα Σεπτεμβρίου, τα οποία ακυρώθηκαν, και υπήρχε πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτής ποσού 17.462,61 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον τα ακυρωθέντα συμβόλαια, που επικαλείται η εναγομένη, τα οποία μνημονεύει αναλυτικά, κατά αριθμό και δικαιούχο, ο μάρτυρας, γαμβρός της,  που εξετάστηκε με επιμέλεια της στη συμβολαιογράφο, περιλαμβάνονται ήδη στα προαναφερόμενα πινάκια και έχουν αφαιρεθεί από το συνολικό ποσό οφειλής της προς την ενάγουσα, ενώ το πιστωτικό υπέρ αυτής υπόλοιπο αφορά μόνο την περίοδο Σεπτεμβρίου 2009 και όχι ολόκληρη την επίδικη περίοδο, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγομένη, θεωρώντας ότι πρόκειται για αλληλόχρεο λογαριασμό, που οι συνεχείς χρεοπιστώσεις ολόκληρης της περιόδου μέχρι το κλείσιμο καταλήγουν σε ένα μόνο υπόλοιπο. Με βάση τα παραπάνω, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και προέ    βη σε ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των σχετικών λόγων έφεσης. Συνακόλουθα, δεδομένου ότι ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, διότι, ενόψει της ερημοδικίας της εφεσίβλητης, δεν υφίσταται σχετικό αίτημα. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής εκ μέρους της ερημοδικασθείσας εφεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 501, 502 § 1 , 505 § 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης την από 1-9-2017 (αρ. κατάθ. ………./2017) έφεση κατά της υπ’ αρ. 912/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 13-6-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ