Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 329/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης      329 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου φέρονται προς κρίση οι A)  από 1-9-2017 με αρ. κατάθ. ……../2017  και B)  από 11-9-2017 με αρ. κατάθ. ……./2017 εφέσεις  κατά της υπ’ αριθμ. 2498/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Οι υπό κρίση εφέσεις των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό διαδίκων κατά της υπ’ αριθμ. 2498/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 16-12-2015 (αρ. κατάθ. ………/2015) αγωγής της ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στις  17-7-2017 (βλ. σημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών . ….. επί του αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης) και  οι εφέσεις κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 18-9-2017  και 14-9-2017 αντίστοιχα, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 147 § 2, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ως ισχύουν), αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ. Εξάλλου, για το παραδεκτό της άσκησής τους έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το απαιτούμενο παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533ΚΠολΔ).

Από την όλη δομή του Συντάγματος και ιδίως από τα άρθρα 2 § 1 και 25 αυτού συνάγεται ως γενική αρχή, και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, ότι η έννομη συνέπεια, η οποία είτε προβλέπεται από τον κοινό νομοθέτη in abstracto, είτε απαγγέλλεται σε συγκεκριμένη περίπτωση από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το πραγματικό του οικείου κανόνα δικαίου, ήτοι να μην υπερβαίνει τα ακραία ανεκτά όρια, κατά την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα) με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 302/2016, ΑΠ 1406/2015, ΑΠ 1043/2014 ΝΟΜΟΣ).

Με την κρινόμενη αγωγή της  η ενάγουσα ιστορούσε  ότι ο εναγόμενος, εν διαστάσει σύζυγός της, κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Δεκεμβρίου 2011 μέχρι τον Οκτώβριο του 2012, οπότε διακόπηκε η έγγαμη συμβίωσή τους, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά της προβαίνοντας συστηματικά σε εξυβρίσεις και απειλές κατά της ζωής της αλλά και ασκώντας επάνω της σωματική βία, όπως αναλυτικά περιγράφονται τα σχετικά περιστατικά στην αγωγή. Ζητούσε δε, όπως το καταψηφιστικό αίτημα περιορίστηκε σε αναγνωριστικό με δήλωση του  πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης και με τις προτάσεις της, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται για την ανωτέρω αιτία να της καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 30.000 ευρώ, επιφυλασσόμενης για το ποσό των 132 €, για το οποίο προτίθετο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στα ποινικά δικαστήρια, να απειληθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθώς και να καταδικαστεί ο αντίδικος στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια την δέχτηκε ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα 4.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης,  επιβάλλοντάς του τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας ύψους 350 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ηττηθέντες διάδικοι, για τους λόγους που αναφέρει ο καθένας στο δικόγραφο της εφέσεώς του, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ο μεν εναγόμενος προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή, άλλως να  μειωθεί το επιδικασθέν ποσό, η δε ενάγουσα προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή καθ’ όλο το ύψος της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραληφθεί ουδένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν στις 21-10-1979, στη …. Αττικής, νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν ένα θήλυ τέκνο, την …., η οποία  είναι ενήλικη.  Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα, αφότου ο εναγόμενος, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, μεταβίβασε την επιχείρηση χρυσοχοείου, που διατηρούσε  σε ιδιόκτητο κατάστημα  στη …., στην ενάγουσα. Τα μεταξύ τους φραστικά επεισόδια εντάθηκαν από το  έτος 2011, όταν ο εναγόμενος προέβη σε αναλήψεις του συνόλου του ποσού των κοινών λογαριασμών τους, που ανερχόταν στο ποσό των 658.000 ευρώ περίπου, μεταφέροντας τα σε προσωπικούς του λογαριασμούς. Τα επεισόδια μεταξύ τους κορυφώθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2012 και έκτοτε, καθόσον ο εναγόμενος πέραν των απειλών, που απηύθυνε στην ενάγουσα, ότι θα τη σκοτώσει, χρησιμοποιούσε ενίοτε και σωματική βία σε βάρος της. Ειδικότερα, αποδείχθηκαν τα εξής : 1) Στις 23-2-2012 ο εναγόμενος διαπληκτίστηκε με την ενάγουσα και της επιτέθηκε με πρόθεση αρπάζοντας την από τα μαλλιά και, τραβώντας την βίαια, την έριξε στο πάτωμα προκαλώντας της ελαφρά σωματική βλάβη. Η ενάγουσα την επόμενη ημέρα μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα  Κορυδαλλού και υπέβαλε μήνυση κατά του εναγομένου. Παράλληλα, εξετάστηκε και από ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά και διαπιστώθηκε ότι  φέρει μετρίου βαθμού ερυθρότητα του δέρματος της κεφαλής κατά την άνω βρεγματική χώρα αυτής με συνοδό άλγος συστοίχως. Σύμφωνα δε με την σχετική υπ’ αρ. πρωτ.  ……/24-2-2012 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή …….., η ανωτέρω κάκωση χαρακτηρίζεται ως ελαφρά σωματική βλάβη ως εκ έλξεως τριχών του τριχωτού της κεφαλής προκληθείσα. Με την υπ’ αρ. 950/2018 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, που εκδόθηκε επί εφέσεως του εναγομένου κατά της υπ’ αρ. 1285/2017 καταδικαστικής απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η ανωτέρω πράξη του χαρακτηρίστηκε ως όλως ελαφρά σωματική βλάβη, οπότε έπαυσε την ασκηθείσα γι’ αυτήν ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Ωστόσο, με την ίδια ως άνω απόφαση αυτός καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για την πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής, που τέλεσε κατ’ εξακολούθηση  σε βάρος της ενάγουσας  το διάστημα μέχρι 21-2-2012 και συγκεκριμένα, διότι α)στις 23-2-2012 την απείλησε με τις φράσεις «θα σκοτώσω πέντε άτομα» και  β)το διάστημα από τον 12ο/2011 μέχρι 23-2-2012 την απείλησε ότι «θα σκοτώσει εκείνη, τον πατέρα της και την κόρη της και κρατώντας μαχαίρι θα τη σφάξει». Για την πράξη δε αυτή με την ως άνω εφετειακή απόφαση επιδικάστηκε στην ενάγουσα και χρηματική ικανοποίηση εκ 44 ποσού ευρώ.2)Στις 13-4-2012 κατά τη διάρκεια φραστικού επεισοδίου μεταξύ τους, στην οικία τους στην οδό ……….., ο εναγόμενος επιτέθηκε και πάλι κατά της ενάγουσας σπρώχνοντας την βίαια και ρίχνοντας την στον τοίχο, με αποτέλεσμα να χτυπήσει το πρόσωπο της πάνω σε κάδρο, και στη συνέχεια την χτύπησε με τα χέρια του στο κεφάλι και το πρόσωπο προκαλώντας της εκχυμωτικό μώλωπα και εκδορά εν αποδρομή μετωπιαίας χώρας δεξιά, εκχύμωση άνω βλεφάρου δεξιού οφθαλμού, εκχύμωση εν αποδρομή συστοίχως της έξω γωνίας του αριστερού οφθαλμού, εκχύμωση εν αποδρομή δεξιάς παρειάς και εκδορά εν αποδρομή κάτω γνάθου αριστερά. Η ενάγουσα αυθημερόν προσήλθε στο Αστυνομικό Τμήμα Κορυδαλλού  και υπέβαλε μήνυση κατά του εναγομένου, ενώ στις 18-4-2012 εξετάστηκε από την ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά, η οποία και διαπίστωσε τις προαναφερόμενες βλάβες. Σύμφωνα δε με την συνταχθείσα υπ’αρ. πρωτ. ……../18-4-2012 ιατροδικαστική έκθεση της ιατροδικαστή ………, η ανωτέρω σωματική βλάβη χαρακτηρίστηκε ως απλή, συμβατή με κακώσεις από θλων όργανο. Με την υπ’ αρ. 726/2017 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του εναγομένου κατά της πρωτόδικης με αρ. 3486/2015 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, αυτός κηρύχθηκε ένοχος για την προπεριγραφόμενη πράξη του με ελαφρυντικά και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών, επιδικάστηκε δε στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 44 ευρώ. Με την ίδια απόφαση έπαυσε υφ’ όρον η ποινική δίωξη για την πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής σε βάρος της ενάγουσας  το χρονικό διάστημα από 24-2-2012 έως 13-4-2012.3) Στις 30-10-2012 και ενώ οι διάδικοι ευρίσκοντο στο κατάστημα, που διατηρούσαν στη Νίκαια, ο εναγόμενος έπιασε από τον λαιμό την ενάγουσα και στη συνέχεια την έσπρωξε βιαίως επί εσωτερικών βιτρινών του καταστήματος, οι οποίες από την πρόσκρουση και εξαιτίας αυτής έθραυσαν, με αποτέλεσμα να υποστεί αμυχές στην αριστερή πλάγια τραχηλική χώρα μήκους 0,5 εκ εκάστη. Η ενάγουσα αυθημερόν μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα Κορυδαλλού και υπέβαλε μήνυση κατά του εναγομένου, παράλληλα δε εξετάστηκε και από ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά την ίδια μέρα. Στην με αρ. πρωτ.   ……/31-10-2015 ιατροδικαστική έκθεση της ιατροδικαστή …….. αναφέρεται ότι οι άνω κακώσεις παρέχουν τον χαρακτήρα εξ ονύχων γενόμενες και είναι χρονικά συμβατές με τον χρόνο του συμβάντος. Η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή κηρύχθηκε ως απαράδεκτη με την υπ’ αρ. 1869 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, λόγω ελλείψεως εγκλήσεως. Κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ, «αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία». Με τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα, και δεν θεσμοθετείται υποχρέωση, αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, με απόφαση πάντοτε του δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του διαδίκου, εφόσον υφίσταται εκκρεμής ποινική αγωγή, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της αστικής δικαιολογικής σχέσης. Η αναβολή, η οποία μπορεί να διαταχθεί και στην κατ’έφεση δίκη, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την προς τούτο απόφασή του, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 609/2014, ΑΠ 262/2000 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 250 ΚΠολΔ και 63, 65, 67 ΚΠΔ συνάγεται ότι, δεν παράγεται δεδικασμένο δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια ως προς τα αστικής φύσεως θέματα από τις (αμετάκλητες) αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, εκτός αν αυτά κρίθηκαν στο πλαίσιο πολιτικής αγωγής για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Αυτό σημαίνει ότι από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δημιουργείται δεδικασμένο, που δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, μόνον, όμως, κατά το μέρος κατά το οποίο κρίθηκε η αξίωση του παθόντος από το ποινικό δικαστήριο (ΑΠ 1098/2011), δηλαδή ως προς το κύριο ζήτημα της επιδίκασης ή μη της αποζημίωσης ή της χρηματικής ικανοποίησης, όχι όμως και ως προς την έννομη σχέση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1735/2013), ούτε ως προς την υπαιτιότητα του υποχρέου. Αντίθετα, και σε κάθε περίπτωση δεν δημιουργείται για τον εναγόμενο, σε σχέση με την αστική ευθύνη του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση και τις συναφείς κατ’ αυτού αξιώσεις, δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια δεδικασμένο από αθωωτική γι’ αυτόν απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αφού, κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 65 § 1 ΚΠΔ, το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή, όταν απαλλάσσει για οποιονδήποτε λόγο τον κατηγορούμενο, εάν δε, παρά ταύτα, επιληφθεί της πολιτικής αγωγής, υπερβαίνει την εξουσία του (ΑΠ 874/2015 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω ο εφεσίβλητος-εκκαλών με τις προτάσεις του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 250 ΚΠολΔ, δεν ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης προκειμένου να ολοκληρωθούν οι δίκες, που ξεκίνησαν με τις τρεις μηνύσεις της ενάγουσας εναντίον του και στηρίζονται στα ίδια με την ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά. Εφόσον θεωρηθεί ότι ο άνω ισχυρισμός συνιστά λόγο εφέσεως, αυτός απαραδέκτως προβάλλεται με τις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, καθόσον θα έπρεπε να υποβληθεί ή με το δικόγραφο της εφέσεως ή με δικόγραφο πρόσθετων λόγων. Εάν, εν πάσει περιπτώσει, θεωρηθεί  ως αίτημα εκ μέρους του εφεσίβλητου-εκκαλούντος για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, αφού εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου τούτου, που όμως από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία έχει σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί των αγωγικών ισχυρισμών και άρα δεν κρίνεται αναγκαία η αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, προσέτι δε οι ποινικές αποφάσεις, έστω και αθωωτικές ή παύουσες την ποινική δίωξη, δεν δεσμεύουν το παρόν δικαστήριο. Περαιτέρω, με την προπεριγραφόμενη, κατ’ εξακολούθηση, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ο εναγόμενος προσέβαλε την προσωπικότητα  της ενάγουσας στις ειδικότερες εκφάνσεις της προσωπικής της τιμής και  σωματικής ακεραιότητας, με αποτέλεσμα η τελευταία αιτιωδώς να υποστεί  από αυτήν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να της επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση. Το ύψος αυτής, μετά τη στάθμιση του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, την οποία υπέστη η ενάγουσα, του βαθμού της υπαιτιότητας του εναγομένου, των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβαν χώρα οι προσβολές καθώς και της προσωπικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, πρέπει να οριστεί στο ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο θεωρείται λογικό και εύλογο και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Με βάση τα παραπάνω, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε τα  ίδια και επιδίκασε το ανωτέρω ποσό, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει οι σχετικοί λόγοι των ένδικων εφέσεων να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι  καθώς και οι εφέσεις στο σύνολο τους ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (καθόσον ο γάμος τους δεν έχει εισέτι λυθεί αμετάκλητα-άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων (για αμφότερες τις εφέσεις) στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 εδ. ε’ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 1-9-2017 (αρ. κατάθ. ……./2017) και από 11-9-2017 (αρ. κατάθ. ………/2017) εφέσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις άνω εφέσεις και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές στην ουσία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙτα δικαστικά έξοδα  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 13.-6-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ