Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 335/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Υποχρέωση διατροφής ανηλίκων τέκνων. Συνεισφορά των γονέων ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Πότε αποτελεί ένσταση και πότε άρνηση της αγωγής.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 335 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 1135/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 αρ. 3 περ. β και δ, 593-602,610-613 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα, που ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 ως άνω νόμου, όπως εν προκειμένω), έχει  ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκησή της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19,  533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), και μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος των προβλεπόμενων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ. α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ. στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι διαφορές του άρθρου 592 παρ.1,3, στις οποίες εμπίπτει η ένδικη.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486,1489 και 1493 του ΑΚ προκύπτει, ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν είτε έχει διακοπεί η συμβίωση τους είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμα και αν τούτο έχει περιουσία, εφόσον όμως τα εισοδήματά από αυτήν ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του έξοδα και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του (ΑΠ 416/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κάθε μήνα, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι να καταβληθεί με άλλο τρόπο. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης, και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Εκείνος δε ο γονέας ο οποίος έχει την επιμέλεια του τέκνου μπορεί να συνυπολογίσει καθετί που συνδέεται με την εξαιτίας αυτής πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου καθώς και άλλες παροχές σε είδος, οι οποίες απορρέουν από τη συνοίκηση, η οποία, κατά κανόνα, συνοδεύει την επιμέλεια. Η αποτίμηση όμως σε κάθε περίπτωση των ιδιαιτέρων φροντίδων και παροχών του γονέα που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου είναι δυσχερής (Εφ.Αθ. 4902/1995, ΕλΔνη 37/1117). Η διαφορά προσδιορίζεται στο προσήκον μέτρο με βάση τις ανάγκες των τέκνων, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του και την επαγγελματική του εκπαίδευση. Κατ’ αρχήν αξιολογούνται τα εισοδήματα των γονέων απ’ οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Συνθήκες ζωής νοούνται οι όροι διαβίωσης χωρίς να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις και η σπατάλη χρημάτων (Εφ.Αθ. 1984/2008, ΕλΔνη 49/1099).  Οι συνθήκες δε αυτές που ανταποκρίνονται στο επίπεδο διαβίωσης του δικαιούχου ανάλογα με την ηλικία, υγεία, ικανότητες, εκπαίδευση κλπ προσδιορίζουν το ύψος της διατροφής που του οφείλεται και η οποία μπορεί να είναι μικρότερη από τις δυνατότητες του υπόχρεου. Αντίθετα η διατροφή θα μειώνεται κάτω από το επίπεδο διαβίωσης του δικαιούχου, αν οι δυνατότητες του υπόχρεου είναι περιορισμένες και δεν επαρκούν (βλ. πρακτικά Συντ. Προσχ. και Αιτιολογική έκθεση σελ. 133).  Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ.2 ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος, συνεπώς γονέας, προς καταβολή ολοκλήρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 416/2007, ΕφΠειρ.370/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε μη υποβολής της σχετικής αυτής ένστασης, δεν δύναται το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την οικονομική δυνατότητα του άλλου γονέα και να κανονίσει, ανάλογα με τις δυνάμεις του κάθε γονέα, το επιδικαστέο σε βάρος του εναγομένου ποσό της διατροφής (ΑΠ 416/2007 ο.π.). Όμως, σε περίπτωση που, σύμφωνα και με τα  ανωτέρω εκτιθέμενα, με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέα (του εναγόμενου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και δη ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγόμενου (ΑΠ 804/1994 ΕλλΔνη 37.97, Εφ. Πειρ.214/2016,  Εφ.Πατρ. 194/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ.740/2009, Εφ.Θεσ. 1101/2002 Αρμ. 2003.38). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391, 1493 συνάγεται ότι οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Στην υποχρέωση αυτή, το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, περιλαμβάνονται ειδικότερα, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση αυτών για τη διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Η συνεισφορά αυτή των συζύγων γίνεται με την προσωπική τους εργασία τα εισοδήματα και την περιουσία τους έστω και απρόσοδης (Ολ.ΑΠ 9/1991, ΕλΔνη 33/1429 ,Εφ.Πειρ.214/2016, ο.π).

Η ενάγουσα  – ήδη εφεσίβλητη, με την ως άνω, από 20-7-2016 (και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2016) αγωγή της, ζητούσε, ατομικά και ως ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου των δύο ανηλίκων τέκνων της ….. και ……, τα οποία απέκτησε με τον εναγόμενο – ήδη εκκαλούντα, κατά τη διάρκεια του μεταξύ τους γάμου, ο οποίος έχει ήδη λυθεί αμετάκλητα, να της ανατεθεί οριστικά η επιμέλεια των εν λόγω τέκνων. Ζητούσε, επίσης, (όπως παραδεκτά μετέτρεψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, με τις πρωτόδικες προτάσεις της, αλλά και με δήλωσή του πληρεξούσιου δικηγόρου της, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά αυτού) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλλει, ως συμμετοχή του στην τακτική σε χρήμα διατροφή των τέκνων αυτών και για λογαριασμό τους, εντός του  πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, το ποσό των 343,33 ευρώ μηνιαίως για το πρώτο τέκνο και το ποσό των 238,33 ευρώ για το δεύτερο τέκνο, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης, μέχρι την εξόφληση, για τον λόγο ότι τα ανήλικα τέκνα αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, καθώς και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος του εναγόμενου.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 1135/2018), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την  έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, ανέθεσε την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων οριστικά στην ενάγουσα και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σε αυτήν, ως ασκούσα την επιμέλεια των παραπάνω ανηλίκων τέκνων τους και για λογαριασμό αυτών, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, μηνιαία διατροφή ποσού 320 ευρώ για το πρώτο ως άνω τέκνο και 250 ευρώ, για το δεύτερο ως άνω τέκνο για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμοτόκως, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγομένος – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, κατ΄ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της,  για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, οι οποίοι πλήττουν το μέρος της εκκαλουμένης απόφασης που αφορά στην αναγνώριση της υποχρέωσής του για την καταβολή της διατροφής εκ μέρους του, στην ενάγουσα-εφεσίβλητη, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων του, ενώ δεν προσβάλλει την απόφαση, όσον αφορά στο κεφάλαιό της με το οποίο ανατίθεται η οριστική επιμέλεια των τέκνων στην ενάγουσα – μητέρα τους. Ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί, ως προς το σημείο αυτό, η αγωγή της αντιδίκου του.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ήτοι του …….. – πατέρα της ενάγουσας και της ………–μητέρα του εναγόμενου και της ανωμοτί εξέτασης των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Οι διάδικοι τέλεσαν στις 24-5-2008, νόμιμο θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό ….. στον …. Από το γάμο αυτό, απέκτησαν δύο ανήλικα, ακόμη, τέκνα, ήτοι την ….. και τον …….., τα οποία γεννήθηκαν στην Αθήνα στις 2-1-2010 και 3-5-2012, αντίστοιχα. Συνεπώς τα ανήλικα τέκνα τους κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, που είναι ο κρίσιµος χρόνος (Ολ.ΑΠ 2/1994 ΕλΔ/νη 35.352), ήταν 6,5 ετών και 4 ετών, αντίστοιχα. Ο γάµος των διαδίκων έχει ήδη λυθεί  µε την υπ’ αρ. 5305/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία  εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία κατέστη αµετάκλητη. Με την ίδια απόφαση επικυρώθηκε το από 8-7-2013 έγγραφο ιδιωτικό συµφωνητικό των διαδίκων – τότε αιτούντων, περί ρύθµισης της επιµέλειας, της επικοινωνίας και της διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους. Με βάση το συμφωνητικό αυτό, συμφωνήθηκε ότι η επιµέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων θα ασκούνταν αποκλειστικά από την ενάγουσα – µητέρα τους, ο δε εναγόµενος θα κατέβαλλε µηνιαίως στην τελευταία, ως διατροφή των τέκνων αυτών, το ποσό των 300 ευρώ (150 ευρώ για κάθε τέκνο), για χρονικό διάστηµα δύο ετών από την υπογραφή του συµφωνητικού,  ενώ ρυθμίστηκαν, επίσης, οι ημέρες και  ώρες επικοινωνίας του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του. Μετά τη λήξη ισχύος του ως άνω συμφωνητικού, αναφορικά με την καταβλητέα από τον εναγόμενο διατροφή για τα δύο ως άνω ανήλικα τέκνα του, η ενάγουσα υπέβαλε αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε την καταβολή προσωρινής διατροφής για τα παραπάνω τέκνα,  καθώς ο εναγόμενος είχε σταματήσει να καταβάλλει (διατροφή). Επί της αίτησης αυτής, εκδόθηκε η απόφαση με αριθμό 494/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο εναγόμενος υποχρεώθηκε να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ως ασκούσα την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, ως προσωρινή διατροφή τους, το ποσό των 150  ευρώ για  κάθε ένα από αυτά.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο εναγόμενος – ήδη εκκαλών, δεν αμφισβητεί ότι η ενάγουσα φροντίζει τα τέκνα τους τόσο ως προς τις πρακτικές όσο και ως προς τις συναισθηματικές τους ανάγκες, καθώς επίσης ότι τα περιβάλλει με στοργή και αγάπη, και δεν αρνείται την ανάθεση της επιμέλειάς τους στην ενάγουσα, όπως άλλωστε είχε συμφωνηθεί με το ως άνω συμφωνητικό. Δεν προσβάλλει δε την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το σχετικό κεφάλαιό της, με το οποίο ανατίθεται η επιμέλεια των εν λόγω  τέκνων σε αυτήν.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, καθώς δεν έχουν δική τους περιουσία, ούτε εισοδήµατα από οποιαδήποτε άλλη πηγή, ενώ λόγω της ηλικίας τους, δεν έχουν τη δυνατότητα να εργασθούν. Συνεπώς, υπόχρεοι προς διατροφή είναι οι γονείς τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα µε τις οικονοµικές του δυνάµεις. Η ενάγουσα διαμένει μαζί με τα εν λόγω ανήλικα τέκνα σε ιδιόκτητη οικία (διαμέρισμα) που βρίσκεται στον 4ο όροφο πολυκατοικίας στον Πειραιά (στην οδό ………..), επιφάνειας 72,50 τ.μ., στο οποίο αντιστοιχεί επίσης μία αποθήκη και  το δικαίωμα χρήσης μιας θέσης στάθμευσης στην πιλοτή. Επομένως, δεν βαρύνεται με δαπάνη καταβολής μισθώματος, βαρύνεται, όμως, με τα λειτουργικά έξοδα της οικίας (δαπάνες ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κ.α). Για την αγορά του διαμερίσματος αυτού η ενάγουσα έλαβε δάνειο, πριν το γάμο της με τον εναγόμενο, για την αποπληρωμή του οποίου καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 330 ευρώ. Ακόμη, έχει στην κυριότητά της ένα αυτοκίνητο μάρκας ρενώ κλιό, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος 2010, που αγόρασε σε αντικατάσταση παλαιότερου αυτοκινήτου της (μάρκας φίατ πούντο, κυκλοφορίας του έτους 2000) καταβάλλοντας ως διαφορά της αξίας μεταξύ των δύο αυτών αυτοκινήτων το ποσό των 2.000 ευρώ, ως προς το οποίο τη συνέδραμαν οι γονείς της, όπως καταθέτει ο ως άνω μάρτυράς της – πατέρας της. Κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο δικόγραφό της, η ενάγουσα εργαζόταν ως γραφίστρια στην εταιρία ‘……. .’’, με μηνιαίες αποδοχές 800 ευρώ, ενώ κατά την εξέτασή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατέθεσε (ανωμοτί) ότι είναι πλέον άνεργη, καθώς απολύθηκε από το Φεβρουάριο του 2018 και λαμβάνει επίδομα ανεργίας ύψους 420 ευρώ μηνιαίως, όπως προκύπτει και από τη σχετική από 20-10-2017 βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Δ. Πέραν των ως άνω περιουσιακών στοιχείων και του προαναφερθέντος εισοδήματος, δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα διαθέτει άλλη περιουσία ή προσωπικά εισοδήματα. Δεν βαρύνεται δε με την υποχρέωση διατροφής άλλου προσώπου πέραν των ως άνω τέκνων. Λόγω της μικρής ηλικίας ιδιαίτερα του νεαρότερου τέκνου της και της φροντίδας, που πρέπει να παρέχει σε αυτό, αλλά και στο μεγαλύτερο – ακόμη κι αν τη βοηθούν οι γονείς της κάποιες ώρες ως προς τη φύλαξη των τέκνων της – η ενάγουσα είναι δύσκολο να βρεί εργασία πλήρους απασχόλησης από την οποία να αποκομίζει εισοδήματα υψηλότερα του ποσού των 500 ευρώ μηνιαίως. Εξάλλου, αυτή συνεισφέρει στις ανάγκες διατροφής των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων και με την προσωπική της εργασία για τη φροντίδα και την ανατροφή τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Όσον αφορά δε στον εναγόμενο κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργαζόταν με καθεστώς περιστασιακής απασχόλησης  σε φούρνο, αντί 195 ευρώ μηνιαίως. Παλαιότερα (κατά το χρόνο εκδίκασης της προαναφερθείσας αίτησης της ενάγουσας περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του), εργαζόταν όπως ο ίδιος ανέφερε, ως οδηγός πούλμαν,  αποκομίζοντας 750 ευρώ μηνιαίως, και πριν από αυτό ως οδηγός στο ταξί του πατέρα του, ο οποίος είχε δική του άδεια, την οποία, αναγκάστηκε, μετά τη συνταξιοδότησή του, να  πουλήσει, για να καλυφθούν οφειλές του προς το δημόσιο κ.λπ., όπως καταθέτει η μάρτυρας του εναγόμενου – μητέρα του, αλλά συνάγεται και από τα προσκομισθέντα έγγραφα. Ο εναγόμενος επικαλείται την οικονομική κρίση ως αιτία για την αδυναμία του να βρεί άλλη εργασία. Πράγματι δε οι συνθήκες στην αγορά ανεύρεσης εργασίας είναι δύσκολές, όμως, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, και με βάση την ηλικία του εναγόμενου (είναι γεννηθείς το έτος 1977), την προηγούμενη επαγγελματική του εμπειρία και τις εν γένει δυνατότητές του, σε συνδυασμό με τις επικρατούσες συνθήκες, το δικαστήριο κρίνει ότι θα μπορούσε να βρεί εργασία πλήρους απασχόλησης από την οποία να αποκερδαίνει περίπου το ποσό των 700 ευρώ. Το δε πρόβλημα υγείας (κολπική μαρμαρυγή, όπως προκύπτει από το από 15-12-2004 πιστοποιητικό του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου), από το οποίο πάσχει από την ηλικία των 25 ετών, δεν τον εμποδίζει να εργαστεί, πράγμα άλλωστε που ούτε αυτός αρνείται. Τα παραπάνω ενισχύονται και από το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ο εναγόμενος αναφέρει στην ένδικη έφεσή του, εργάζεται πλέον (από 16-3-2018) σε ταξιδιωτικό γραφείο (του …………) με μηνιαίο καθαρό μισθό 659,87 ευρώ, (βλ. σχετικά την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής αποδοχών του μηνός Απριλίου 2018). Κατοικεί δε μαζί με του γονείς του στην οικία αυτών, οπότε δεν επιβαρύνεται με την καταβολή μισθώματος, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ή άλλα εισοδήματα, ενώ δεν βαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής έτερου προσώπου, πέραν των ως άνω ανηλίκων τέκνων. Το πρώτο από τα εν λόγω ανήλικα τέκνα των διαδίκων (η ……), είναι μαθήτρια του δημοτικού σχολείου, παρακολουθεί δε μαθήματα αγγλικών στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών ‘……’ στον Πειραιά, για τα οποία καταβάλλονται ως δίδακτρα 50 ευρώ μηνιαίως (όπως προκύπτει από την από 19-10-2017 απόδειξη παροχή υπηρεσιών του ως άνω φροντιστηρίου), ενώ το δεύτερο τέκνο (ο ……), πηγαίνει σε παιδικό σταθμό. Και τα δύο τέκνα παρακολουθούν αθλητικές δραστηριότητες στον Αθλητικό Δημοτικό Σύλλογο …., για τις οποίες καταβάλλεται αντίτιμο 30 ευρώ μηνιαίως, για καθένα από αυτά, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες σχετικές αποδείξεις των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2017 του ως άνω Συλλόγου. Περαιτέρω, τα ανωτέρω τέκνα έχουν τις συνήθεις ανάγκες διατροφής, ένδυσης, ψυχαχωγίας, εκπαίδευσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που έχει ένα παιδί της ηλικίας τους, (καθώς δεν προκύπτει ότι αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας), καθώς και τα ανάλογα λειτουργικά έξοδα της οικίας που διαμένουν.

Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες του εναγόμενου – εκκαλούντος και της ενάγουσας – εφεσίβλητης,  τα έξοδα των τέκνων και τις εν γένει περιστάσεις η κατά μήνα διατροφή για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων … και …., ανέρχεται σε 370 ευρώ και 320 ευρώ μηνιαίως, αντίστοιχα (και όχι σε 422 και 372 ευρώ, που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Το ποσό αυτό, αποδεικνύεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, ότι είναι ανάλογο με τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής τους και ανταποκρίνεται στα απαραίτητα έξοδα για την εκπαίδευση διατροφή, ένδυση, ψυχαγωγία, συντήρηση τους κλπ, όπως προαναφέρθηκε. Από το ποσό αυτό, ο εναγόµενος είναι σε θέση να καταβάλλει, για το κρίσιμο διάστημα, ως μηνιαία διατροφή το ποσό των 200 ευρώ για το πρώτο τέκνο και 170 ευρώ για το δεύτερο τέκνο, ενώ τα ποσά των 320 και 250 ευρώ, τα οποία επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη, δεν κρίνονται ανάλογα με τις ως άνω οικονομικές δυνατότητές του. Σχετικά, μάλιστα,  με τη συμμετοχή του εναγόμενου στη διατροφή του δεύτερου τέκνου, το επιδικασθέν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ποσό είναι μεγαλύτερο από το αιτηθέν με την αγωγή, κατ΄εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Κατά το λοιπό ποσό των 170 και 150 ευρώ μηνιαίως, που απαιτείται για τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων, αντίστοιχα, συνεισφέρει η αιτούσα, με τα έσοδα που μπορεί, κατά τα προεκτεθέντα, να αποκομίσει, αλλά και την παροχή στέγης και την προσφορά της προσωπικής της εργασίας και απασχόλησης για την φροντίδα τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα και αποτιμάται στο ποσό των 100 ευρώ για κάθε τέκνο. Ο ως άνω συσχετισμός των οικονοµικών δυνάµεων των δύο γονέων γίνεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, διότι µε την κρινόµενη αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιµώνται οι διατροφικές ανάγκες των ανηλίκων, αλλά µόνο το µέρος, το οποίο πρέπει να βαρύνει τον εναγόµενο, καθόσον η ενάγουσα επικαλείται µε την αγωγή και τη δική της συνεισφορά στη διατροφή των ανηλίκων µε την παροχή των προσωπικών υπηρεσιών της και την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του, ο δε ισχυρισμός του εναγομένου που επαναφέρει με την ένδικη έφεσή του, περί συνεισφοράς της ενάγουσας στις ανάγκες του τέκνου, αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη άρνηση (της αγωγής) και όχι ένσταση. Δεν προέκυψε, τέλος, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, αφενός μεν ότι κινδυνεύει η διατροφή του εναγόμενου από την καταβολή του ως άνω ποσού των 370 ευρώ μηνιαίως για τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων, αφετέρου δε ότι ενάγουσα έχει τις οικονομικές δυνατότητα να επιβαρυνθεί το συνολικό ποσό που απαιτείται μηνιαίως για τη διατροφή τους, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης (διακινδύνευσης ιδίας διατροφής), που πρόβαλε ο εναγόμενος (άρθρο 1487 Α.Κ), ως ουσιαστικά αβάσιμης.
Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως και κατ΄ ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιό της που αφορά στην αναγνώριση της υποχρέωσης του ενάγοντος περί καταβολής στην ενάγουσα μηνιαίας διατροφής, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος – εκκαλών οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, ως συνεισφορά στη μηνιαία τακτική διατροφή των ως άνω  ανηλίκων τέκνων τους και για λογαριασμό των τελευταίων, των οποίων αυτή ασκεί την επιμέλεια, το ποσό των 200 ευρώ για το πρώτο τέκνο (….) και το ποσό των 170 ευρώ για το δεύτερο τέκνο (….) και συνολικά και για τα δύο τέκνα το ποσό των 370 ευρώ, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής (και όχι πέντε ετών, που εσφαλμένα ορίστηκε με την εκκαλουμένη, χωρίς καν σχετικό αγωγικό αίτημα). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183, ΚΠολΔ) και θα επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας, εις βάρος του εναγόμενου – εφεσίβλητου, αφού αφαιρεθούν, αυτά που ο τελευταίος έχει ήδη προκαταβάλει, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.    

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1135/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, μόνο ως προς το σκέλος της σχετικά με την επιδίκαση μηνιαίας διατροφής στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Κρατεί την, από 20-7-2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……./2016, αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ο  εναγόμενος οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως συνεισφορά του  στη μηνιαία τακτική διατροφή σε χρήμα των ανήλικων τέκνων τους …….. και ………., και για λογαριασμό των τελευταίων, των οποίων αυτή ασκεί την επιμέλεια, το συνολικό ποσό των τριακοσίων εβδομήντα (370) ευρώ, ήτο το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, για το πρώτο ως άνω τέκνο και το ποσό των εκατόν εβδομήντα (170) ευρώ, για το δεύτερο ως άνω τέκνο, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ, αφαιρουμένου από αυτά του ποσού των τριακοσίων (300)  ευρώ που ο εναγόμενος έχει ήδη προκαταβάλει  .

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Ιουνίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ