Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 336/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Ανεπίτρεπτη η μετατροπή συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθησαν με Ο.Τ.Α, σε αορίστου, αν αυτές καταρτίστηκαν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 και μετά την έναρξη ισχύος του Π.Δ 164/2004.

Στοιχεία για το ορισμένο της επικουρικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε περίπτωση απλής σχέσης εργασίας.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    336/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ. .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 1106/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος των προβλεπόμενων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, στις οποίες εμπίπτει η ένδικη.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669§1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν oι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 21 § 1 του Ν. 2190/1994 οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρο 14 § 1 του ίδιου νόμου, όλοι δηλαδή οι φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, υπό τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. Κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβεί τους 8 μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατά της ισχύουσες διατάξεις κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες για το ίδιο άτομο, παράταση δε ή σύναψη νέας συμβάσεως κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αόριστου χρόνου είναι άκυρη. Περαιτέρω, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και τις διαφάνειας στις προσλήψεις στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο ως άνω άρθρο προστέθηκε και παρ. 8 με την οποία στα εδάφια α΄ και γ΄ ορίζεται ότι “νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δίκαιου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά για την κάλυψη, είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3. εδ. α΄ αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β’ αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή τη μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Έτσι με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994 και οι οποίες ήδη κατέστησαν συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται ενόψει της σαφούς διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το, άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου, χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους υπόλοιπους φορείς, που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις, αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης στις συμβάσεις αυτές υπό την ισχύ των παραπάνω διατάξεων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 (ΑΠ 6/2014, ΑΠ 244/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για την οποία, πάντως, σε κάθε περίπτωση, προαπαιτείται οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις να διακρίνονται από χρονική ενότητα μεταξύ τους, δηλαδή, να μη μεσολαβούν πολύμηνα συνήθως χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μιάς και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (ΑΠ 696/2013,ΑΠ 79/2013, ΑΠ 1032/2012, ΑΠ 1425/2015, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε, να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004 από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου Π.Δ. ορίζονται τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης… 4. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση της κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων καταρτίσεως διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή έστω κατά ένα μέρος, όσο και αποζημιώσεως, ίσης με το ποσά το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, με το άρθρο 11 αυτού περιελήφθησαν ως μεταβατικές διατάξεις – ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερόμενη Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 του εν λόγω Π.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: 1 Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση”, 2. “Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στον οποίο αναφέρει τα στοιχεία αυτά τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κειμένη νομοθεσία …”, 3. “Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων” και 5 του ίδιου άρθρου του ως άνω Π.Δ. “Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις, οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Συνεπώς εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει.  Έτσι, ενόψει αφενός μεν των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της κατά τα προεκτεθέντα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ΄επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής και μέχρι την 19-7-04, έναρξη ισχύος του Π.Δ 164/2004, αλλά και μετά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (Ολ.ΑΠ 20/2007). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του Π.Δ 164/2004 ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει.1 Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω Οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8§3 Ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25§§1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κλπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α’ 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθρων 5 και 11 του Π.Δ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (Ολ.ΑΠ 7/2011, ΑΠ 122/2016 ΑΠ 244/2015 ,ΑΠ 1425/2015 ,Εφ. Πειρ.263/2016 ,δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διάταξης του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον η τελευταία από τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργός κατά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 (ήτοι την 19-7-2004) ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει (ΑΠ 264/2011). Εξάλλου, στο άρθρο 3 περίπτ. δ` του προαναφερομένου Π.Δ. ορίζεται ότι, για την εφαρμογή του διατάγματος αυτού, ως “σύμβαση” νοείται όχι μόνο η τυπική σύμβαση (δηλαδή η καταρτισθείσα εγκύρως με έγγραφη σύμβαση) αλλά και η απλή σχέση εξαρτημένης εργασίας καθώς και οποιαδήποτε άλλη σύμβαση έργου ή σχέση, υπό την οποία υποκρύπτεται τέτοια σχέση εξαρτημένης εργασίας (Σ.τ.Ε. 2427/2010,ΑΠ 590/2011). Κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των ανωτέρω άρθρων 5 παρ. 1 και 11 παρ. 1 περ. δ` του Π.Δ. 164/2004, οι συμβάσεις, που έχουν καταρτισθεί μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, θεωρούνται ως διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες, συντρεχουσών των προϋποθέσεων που προβλέπονται αθροιστικώς στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 11, δύνανται, να θεμελιώσουν δικαίωμα μετατροπής τους, εφεξής, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μόνον εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Επομένως, ως αρχική τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, με βάση την οποία ελέγχεται, μεταξύ άλλων, και η συνδρομή των προϋποθέσεων της περιπτώσεως δ` της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, θεωρείται η πρώτη από τις αλληλοδιάδοχες συμβάσεις, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, αφού μόνον με βάση τέτοιες συμβάσεις είναι δυνατή κατ’ αρχήν, με τη συνδρομή και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, η μετατροπή της σχέσεως εργασίας σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (Σ.τ.Ε. 634/2010, Σ.τ.Ε. 28/2008, ΑΠ 280/2015, ΑΠ 1324/2010,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, ‘’όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτου ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Ακόμη σε περίπτωση άκυρης (για οποιονδήποτε λόγο) σύμβασης εργασίας, δημιουργείται απλή σχέση εργασίας, ο δε εργαζόμενος, για την εργασία που πρόσφερε, δικαιούται να ζητήσει, κατά τις αρχές περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την αμοιβή που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας και τις ίδιες συνθήκες, έστω και αν ο μισθωτός γνώριζε την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 126/2015, ΑΠ 885/2014, ΑΠ 81/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων – ήδη εκκαλών εξέθετε στην από 29-12-2014 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ………/2014), αγωγή του, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, δυνάμει, αρχικά, των από 24-10-2005 και 16-1-2007 συμβάσεων έργου και κατόπιν δυνάμει διαδοχικών έγγραφων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψαν με τον εναγόμενο δήμο …. – ήδη εφεσίβλητο, νομίμως εκπροσωπούμενο, αλλά και προφορικών συμφωνιών με αυτόν κατά τα διαστήματα που μεσολαβούσαν μεταξύ της υπογραφής των ως άνω έγγραφων συμβάσεων, απασχολήθηκε στο δήμο ως πτυχιούχος ηλεκτρολόγος για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 24-10-2005 έως 25-7-2014. Ότι, ενώ κάποιες από τις εν λόγω συμβάσεις, όπως ειδικότερα αναφέρονται στην αγωγή, καταρτίστηκαν τυπικά μεταξύ αυτού και των δημοτικών επιχειρήσεων του δήμου (ΔΕΕΠΑΠΕΚ, ΔΗΚΕΚΟ, ΔΗΚΕΚ Α.Ε) και η από 5-9-2013 δίμηνη σύμβαση με το δήμο ……, εντούτοις ο ενάγων στην πραγματικότητα προσέφερε τις υπηρεσίες του μόνο στον εναγόμενο δήμο. Ότι, περαιτέρω, αν και σε κάποιες επίσης εκ των συμβάσεων αναφέρεται ότι θα παρέχει εργασία με τις ειδικότητες του συντηρητή κτιρίου, του εργάτη γενικών καθηκόντων και του εργάτη καθαριότητας, αυτός, παρείχε αποκλειστικά εργασία ηλεκτρολόγου – ηλεκτροτεχνίτη στον εναγόμενο. Ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα που μεσολαβούσαν από τη λήξη της προηγούμενης σύμβασης εργασίας μέχρι τη σύναψη της επόμενης, καθώς και από τη λήξη της τελευταίας σύμβασης εργασίας του μέχρι τις 25-7-2014, αυτός συνέχιζε να απασχολείται, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως ηλεκτρολόγος – ηλεκτροτεχνίτης, στον εναγόμενο δήμο, ο τελευταίος δε αποδεχόταν αυτές, χωρίς, όμως να του καταβάλει αμοιβή. Ότι, ο εναγόμενος, ενεργώντας παράνομα και καταχρηστικά, διέκοπτε τη σχέση εργασίας του με τον ενάγοντα, προς καταστρατήγηση των υφισταμένων διατάξεων, προκειμένου να μην συνάψει με τον τελευταίο σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, που διέπεται από προστατευτικές για τον εργαζόμενο διατάξεις αναφορικά με τον τρόπο απόλυσής του και την καταβολή αποζημίωσης αυτού, μολονότι από την πρόσληψή του και καθ’ όλο το χρόνο απασχόλησής του τελούσε σε εξάρτηση από τον εργοδότη του – εναγόμενο,  παρείχε τις εργασίες του υπό τις εντολές και εποπτεία του εργοδότη του, µε τον εκάστοτε νόμιμο µηνιαίο μισθό και κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού. Ότι η κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος και το σκοπό της εργασίας του, ούτε υπαγορευόταν από άλλο ειδικό λόγο, αναγόμενο στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των υπηρεσιών του εναγόμενου, αλλά έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, αφού ουσιαστικά επρόκειτο για μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Ότι με αυτόν τον τρόπο ενεργώντας, ο εναγόμενος απέφευγε επιπροσθέτως να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του για καταβολή της νόµιμης αµοιβής του κατά τα χρονικά διαστήµατα που µεσολαβούσαν µεταξύ των συµβάσεων εργασίας του, όπως αυτή αναλύεται στην αγωγή, την οποία και του οφείλει. Ζητούσε δε ακολούθως, ο ενάγων: α) να αναγνωρισθεί ότι οι υπογραφείσες συµβάσεις έργου και εργασίας ορισµένου χρόνου που συνήψε µε τον εναγόµενο υπέκρυπταν και στην πραγματικότητα συνιστούσαν μια ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, οπότε οι υπογραφείσες συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου και έργου ήταν παράνοµες και ως εκ τούτου άκυρες, β) να υποχρεωθεί ο εναγόµενος δήµος να συνεχίσει να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόµενη εργασία του ως ηλεκτρολόγου στην υπηρεσία που τον απασχολούσε, γ) να υποχρεωθεί ο εναγόµενος να του καταβάλει το ποσό 39.781,20 ευρώ, ως δεδουλευµένες αποδοχές, όπως ειδικότερα αναλύονται την αγωγή, δυνάµει των προαναφερθεισών προφορικών συµβάσεων, που συνάπτονταν κατά τα διαστήματα που μεσολαβούσαν μεταξύ των έγγραφων συμβάσεων, επικουρικά δε και σε περίπτωση που οι συµβάσεις εργασίας του θεωρηθούν ως άκυρες, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισµού, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση και δ) επικουρικά, σε περίπτωση απόρριψης του αγωγικού αιτήµατος περί αποδοχής της εργασίας του ενάγοντα στο µέλλον, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει τη νόµιµη αποζηµίωση απόλυσής του, ανερχοµένη στο ποσό των 5.812,50 ευρώ, επίσης µε το νόµιµο τόκο ως ανωτέρω.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 1106/2016), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της και πιο συγκεκριμένα, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, ακολούθως την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη ως προς όλα τα αιτήματά της (υπό στοιχ.α,β,δ και του πρώτου σκέλους του υπό στοιχ.γ), πλην  του δεύτερου σκέλους του υπό στοιχ. γ αιτήματός της, περί καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το οποίο έκρινε νόμιμο αλλά στη συνέχεια το απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ενάγων – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.

Με βάση τις ανωτέρω αναφερθείσες νομικές σκέψεις σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στην ίδια την αγωγή, η εργασιακή σχέση του ενάγοντος -εκκαλούντος δεν μπορεί χαρακτηρισθεί ως αορίστου χρόνου με το ισχύον κατά την αρχική σύμβασή της νομικό καθεστώς, δεδομένου ότι αυτή συνήφθη μετά την ισχύ της οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18-4-2001, αλλά και μετά την έναρξη ισχύος του Π.Δ 164/2004 (19-7-2004), δηλ. µετά την ισχύ όλων των προαναφερόµενων διατάξεων και εποµένως υπό την ισχύ αυτών, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι ορισµένου χρόνου συµβάσεις εργασίας του ενάγοντος  κι οι αρχικές συμβάσεις έργου, ακόμη κι αν θεωρηθούν ως συμβάσεις εργασίας, οι οποίες στην πραγματικότητα καταρτίστηκαν με τον εναγόμενο δήμο, δεν µπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα µετατροπής τους σε ενιαία σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου, έστω κι αν ο ενάγων, όπως επικαλείται στην αγωγή του αλλά και στην ένδικη έφεσή του, κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου, ούτε µε τις διατάξεις του Ν. 2112/1920, αλλά ούτε και µε τις διατάξεις του Π.Δ 164/2004, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του εν λόγω Προεδρικού Διατάγµατος, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ήτοι οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου του ενάγοντος δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω διατάγματος (19-7-2004), αφού η έναρξη της απασχόλησής του στο δήμο, άρχισε στις 24-10-2005. Δεν τίθεται δε θέμα εξέτασης των περαιτέρω προϋποθέσεων που απαιτούνται από το ως άνω Π.Δ, όπως αυτές αναπτύχθηκαν επίσης στη μείζονα σκέψη, αφού δεν συντρέχει η αρχική και βασική.

Επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, είναι απορριπτέα η αγωγή, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ως νομικά αβάσιμη, ως προς τα υπό στοιχ. α και β αιτήματά της με τα οποία ζητείται, να αναγνωριστεί ότι οι υπογραφείσες συµβάσεις ορισµένου χρόνου που συνήψε ο ενάγων µε τον εναγόµενο συνιστούσαν μια ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, οπότε ήταν παράνοµες και ως εκ τούτου άκυρες, και να υποχρεωθεί ο εναγόµενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, αλλά και ως προς το επικουρικό της αίτηµα (υπό στοιχ.δ) περί καταβολής αποζηµίωσης λόγω απόλυσης, καθώς οι εν λόγω συμβάσεις ορισμένου χρόνου (αφού, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε δεν δύναται να θεωρηθούν ως μία ενιαία αορίστου χρόνου), έπαυσαν αυτοδικαίως, σύµφωνα µε το άρθρο 669 του ΑΚ, µε την παρέλευση του χρόνου για τον οποίο συνοµολογήθηκαν, χωρίς να απαιτείται καταγγελία και καταβολή αποζηµίωσης. Επίσης, απορριπτέο ως µη νόµιµο, όπως επίσης καλώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, είναι και το υπό στοιχ. γ αίτηµα της υπό κρίση αγωγής, ως προς το πρώτο σκέλος αυτού, µε το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί ο εναγόµενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 39.781,20 ευρώ, που ισχυρίζεται ότι ανέρχονται οι τακτικές αποδοχές, που του οφείλονται, δυνάµει των προαναφερθεισών (προφορικών) συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, που μεσολαβούσαν μεταξύ των έγγραφων συμβάσεων, διότι, κατά τα εκτιθέµενα στο αγωγικό δικόγραφο, δεν τηρήθηκε κατά τη σύναψή τους, ούτε η νόµιµη διάρκεια απασχόλησης, ούτε ο προβλεπόµενος από το νόμο (συστατικός) έγγραφος τύπος, και, συνεπώς αυτές ως άκυρες, διότι αντίκεινται σε απαγορευτικές διατάξεις νόµων (άρθρα 159, 174 και 180 ΑΚ, 80 Ν. 2362/1995, που εφαρμόζεται και επί Ο.Τ.Α, σε συνδ. µε 21 παρ. 2 του Ν. 2190/1994 και αρ. 5 παρ. 3 και 7 Π.Δ 164/2004), δεν παράγουν έννοµα αποτελέσµατα, ούτε γεννούν υποχρεώσεις. Πέραν δε των ανωτέρω, ως προς τα πρώτα δύο αιτήματα της αγωγής, υφίσταται ουσιαστικό πλέον δεδικασμένο, όπως επικαλείται και ο εφεσίβλητος, διότι με παρεμφερή αιτήματα είχε ασκήσει, μεταξύ άλλων, ο ίδιος ενάγων, εναντίον του ίδιου εναγόμενου δήμου, την από 13-1-2011 και με αριθμό κατάθεσης …./2011 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 2195/3-5-2012 απόφαση του τελευταίου, που απέρριψε την ως άνω αγωγή. Με την έκδοση της απόφασης αυτής, έληξε η εκκρεμοδικία που είχε δημιουργηθεί με την άσκηση της παραπάνω αγωγής. Οπότε δεν υπήρχε εκκρεμής δίκη, (γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα παραίτησης εκ μέρους του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής κατά τα άρθρα 294 επ. ΚΠολΔ), όταν ο ενάγων με την από 15-4-2015 εξώδικη γνωστοποίηση- δήλωσή  του προς τον εναγόμενο, που του επιδόθηκε στις 30-4-2015, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ…../30-4-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., παραιτήθηκε από την εν λόγω αγωγή, και συνεπώς, η παραίτηση αυτή, δεν παράγει αποτελέσματα. Κατά δε της προαναφερθείσας απόφασης (2195/2012)  δεν ασκήθηκε έφεση, ώστε να αναβιώσει η εκκρεμοδικία, και έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη μετά το πέρας χρονικού διαστήματος πέραν της τριετίας από την δημοσίευσή της.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε, ως προς τα ως άνω αιτήματα της αγωγής, στο ίδιο συμπέρασμα με το παρόν δικαστήριο, και τα απέρριψε ως νομικά αβάσιμα,  έστω με μερικώς διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν δικαστήριο παραδεκτά συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ) δεν έσφαλε κι ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων – εκκαλών υποστηρίζει ότι κακώς απέρριψε η εκκαλουμένη την αγωγή του ως νομικά βάσιμη σχετικά με τα ως άνω αιτήματά της, ως αβάσιμου.

Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, την στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (δεύτερο σκέλος του υπό στοιχ. γ αγωγικού αιτήματος), κατά την οποία κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κι ακολούθως απορρίφθηκε από αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμη, είναι σημειωτέα τα εξής.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, πριν ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο, όπως π.χ για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεως ως προς την αγωγή, τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, ήτοι το ορισμένο, το παραδεκτό, το νόμω βάσιμο αυτής και την καθ΄ύλη αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου προς εκδίκασή της και χωρίς ειδικό παράπονο και να την απορρίψει ως μη νόμιμη ή αόριστη κ.λπ, μετά την εξαφάνισή της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν επιτρέπεται υποκατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, ως προς το διατακτικό. Αν δηλ. ο εκκαλών παραπονείται για την κατ΄ουσία απόρριψη της αγωγής, μπορεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, μετά από εξαφάνιση της απόφασης, να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, απαράδεκτη, νόμω αβάσιμη κ.α, καθώς με αυτόν τον τρόπο δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ, άρθρο 522 παρ.10,11).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω επικουρική βάση της αγωγής πάσχει από αοριστία κι ως εκ τούτου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, (η εξέταση δε του ορισμένου αυτής, προηγείται κάθε περαιτέρω ισχυρισμού, όπως π.χ παραγραφής της αξίωσης κ.λπ που αφορούν την ουσία αυτής), διότι  δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της ότι, αν ο ενάγων δεν παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο δήμο -δυνάμει των επικαλούμενων από αυτόν (άκυρων) προφορικών συμβάσεων, κατά τα μεσοδιαστήματα των έγγραφων συμβάσεων – τότε ο τελευταίος (εναγόμενος) θα αναγκαζόταν να καταβάλλει τα ποσά αυτά σε κάθε άλλο εργαζόμενο που θα απασχολούσε στην ίδια θέση εργασίας με τα ίδια προσόντα και κάτω από τις ίδιες συνθήκες που εργαζόταν οι ενάγων, στοιχείο απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως συνάγεται από τα όσα αναφέρθηκαν και στη μείζονα σκέψη. Οπότε εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο θεώρησε ορισμένη την αγωγή ως προς το σχετικό μέρος του (γ) αιτήματος.

Πρέπει, συνεπώς, κατά τα αναφερθέντα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο τούτο, εφόσον, με το δεύτερο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (ήτοι την κατ΄ ουσία απόρριψη της εν λόγω βάσης της αγωγής), εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως το ορισμένο αυτής, να  εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση -γενομένης εν μέρει δεκτής της έφεσης- μόνο ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, με το οποίο απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής, την επιχειρούμενη να στηριχθεί στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (δεύτερο σκέλος υπό στοιχ. γ αιτήματος αυτής) ως ουσιαστικά αβάσιμη, και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία, να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς το παραπάνω σκέλος του τρίτου αιτήματός της. Η δε δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ΄ουσία.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1106/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, μόνο ως προς το σκέλος της που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρατεί και δικάζει την, από 29-12-2014 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2014, αγωγή, ως προς το ως άνω μέρος της (ήτοι το επικουρικό σκέλος υπό στοιχείο γ αιτήματός της).

          Απορρίπτει αυτήν, ως προς το αίτημά της αυτό, ως απαράδεκτη.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Iουνίου  2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ