Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 340/2019

Αριθμός     340/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 107/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (αρ. 511, 513 § 1 Κ.Πολ.Δ.), που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 § 1 Κ.Πολ.Δ.) στις 28-2-2018, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλούμενης στις 29-1-2018  (βλ. τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/29-1-2018  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Αθηνών, …….). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ……../ 2018  ηλεκτρονικό παράβολο).  Επομένως αυτή πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση,  στην συνέχεια δε να ερευνηθούν η αγωγή και οι κατ` αυτής ισχυρισμοί του  εκκαλούντος ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους (αρθρ. 528 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Η έκδοση ακάλυπτης  τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής, η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε, διότι έλειπαν αντίστοιχα κεφάλαια του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν 5960/1933 αξιόποινη πράξη, όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 ΠΚ), αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του Ν 5960/1933 με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν αντίστοιχα κεφάλαια κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή. Έτσι, δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής, όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό, (βλ. ΑΠ 1051/2012). Οι διατάξεις του άρθρου 79 του Ν 5960/1933 έχουν θεσπισθεί, για να προστατεύεται τόσο το δημόσιο όσο και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 2408/1996, αυτό είναι το κατ` εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, ο οποίος ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, η οποία τον υποχρεώνει, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, να καταβάλει ισόποση, καταρχήν, με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος, μάλιστα, δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, αφού αυτός υφίσταται, τελικά, τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, με την έννοια ότι η ζημία του είναι συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή, (βλ. ΑΠ Ολ 29/2007, ΑΠ 1008/2010). Περαιτέρω, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρίας. Απλώς, στην περίπτωση αυτή ο εκδότης ευθύνεται κατά το άρθρο 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας και, μάλιστα, ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρίας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους δεν ευθύνεται, βέβαια, ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες που διαπράττει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Επομένως, ευθύνεται και για την έκδοση ακάλυπτης έκδοση επιταγής (βλ.  ΑΠ 1051/2012, ΜονΕφΛαρ. 7/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Με την από 16-6-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2015 αγωγή της  η ενάγουσα εξέθετε ότι ο εναγόμενος κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες ημερομηνίες εξέδωσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και στα πλαίσια των νομίμων αρμοδιοτήτων του  τις με αριθμό ………. μεταχρονολογημένες επιταγές επί της Τράπεζας με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS AE», τις δύο πρώτες εξ αυτών, και «Τ Βank» τη τρίτη, σε διαταγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………»,  ποσού 5.000 ευρώ εκάστη, και ατομικά τις με αριθμό …….. μεταχρονολογημένες επιταγές επί της Τράπεζας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε» σε διαταγή της ίδιας ως άνω ανώνυμης εταιρίας,  ποσού 3.000 ευρώ εκάστη, ότι η ενάγουσα κατέστη νόμιμη κομίστρια αυτών με νόμιμη οπισθογράφηση από την ως άνω υπέρ ης εις διαταγή και παράδοση τους σε αυτήν, ότι ακολούθως τις εμφάνισε  νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή αλλά δεν εισέπραξε το ποσό τους ελλείψει επαρκούς υπολοίπου στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εκδοτών τους,  και ότι  ο εναγόμενος ενήργησε  με πρόθεση κατά την έκδοση τους, καθόσον γνώριζε την ως άνω έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων  για την κάλυψη τους. Ζητούσε δε,  να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 24.000 ευρώ  καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη,  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο η  αγωγή,  είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 346, 914 ΑΚ, 68, 71 ΑΚ, άρθρο 79 του ν. 5960/1933, 176, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς,  πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ σχτ το με κωδικό πληρωμής ………… δικαστικό ένσημο).

ΙV. Από  την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και τα με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, λαμβανομένων υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος το Μάιο του έτους 2011 εξέδωσε στον Πειραιά με την ιδιότητα του ως νόμιμος εκπρόσωπος και ειδικότερα ως πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………») θέτοντας την υπογραφή του κάτωθι της εταιρικής επωνυμίας, τις με αριθμό …….. μεταχρονολογημένες επιταγές επί της Τράπεζας με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS AE», τις δύο πρώτες εξ αυτών, και «Τ Βank» τη τρίτη, σε διαταγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «. …..»,  ποσού 5.000 ευρώ εκάστη, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 10-11-2011, 20-11-2011 και 30-11-2011 αντίστοιχα. Περαιτέρω, αυτός τον Απρίλιο του έτους 2012 εξέδωσε  ατομικά τις με αριθμό ………. μεταχρονολογημένες επιταγές σε διαταγή της ίδιας ως άνω ανώνυμης εταιρίας,  ποσού 3.000 ευρώ εκάστη, επί της Τράπεζας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 20-5-2012, 20-6-2012 και 20-7-2012 αντίστοιχα. Ακολούθως, η υπέρ ης εις διαταγή και λήπτρια των επιταγών οπισθογράφησε και παρέδωσε αυτές  στην ενάγουσα, που κατέστη  έτσι νόμιμη κομίστρια τους. Η  τελευταία  εμφάνισε  τις εν λόγω επιταγές   προς πληρωμή στις 10-11-2011, 21-11-2011 ,30-11-2011, 20-5-2012, 20-6-2012 και 20-7-2012 αντίστοιχα,  πλην, όμως, δεν εισέπραξε το ποσό τους ελλείψει  υπολοίπου στους λογαριασμούς της εκδότριας ανώνυμης εταιρίας στις πληρώτριες τράπεζες των τριών πρώτων εξ αυτών και επαρκούς υπολοίπου στο λογαριασμό του εναγομένου στη πληρώτρια τράπεζα των υπολοίπων επιταγών, όπως βεβαιώνεται και στο σώμα αυτών από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (κατά ρητή εξουσιοδότηση  των πληρωτριών τραπεζών στη περίπτωση των τριών πρώτων επιταγών). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος προέβη στην έκδοση των επίδικων επιταγών (που ήταν μεταχρονολογημένες κατά τη συνήθη πρακτική στις εμπορικές του συναλλαγές), αν και γνώριζε ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια   της εκπροσωπούμενης από αυτόν εκδότριας εταιρίας (για τις τρεις πρώτες εξ αυτών) αλλά και του ιδίου (για τις υπόλοιπες επιταγές), τόσο κατά τον χρόνο εκδόσεως τους όσο και κατά τον χρόνο πληρωμής τους. Συγκεκριμένα, όπως κατέθεσε ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυς του εναγομένου, η ως άνω ανώνυμη εταιρία και ο εναγόμενος προσωπικά αντιμετώπιζαν σημαντικά οικονομικά προβλήματα από το έτος 2010 και μετά, οφειλόμενα κατά κύριο  λόγο στις γενικότερες δυσχερείς οικονομικές συνθήκες, που επικρατούσαν στη Χώρα. Εξαιτίας δε της κακής οικονομικής τους κατάστασης αυτοί εξακολουθούν και σήμερα  να οφείλουν  στο ακέραιο τα ποσά των ως άνω επιταγών στην ενάγουσα, παρά τους αορίστως προβαλλόμενους ισχυρισμούς του εναγόμενου περί καταβολής ποσού 1000 ευρώ, το οποίο, ωστόσο, ουδόλως προσδιορίζει ποια εκ των επιταγών αφορούσε  ενώ ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκόμισε σχετικά,   αντιθέτως δε, αποδείχθηκε ότι ποσό 1000 ευρώ κατέβαλε στην ενάγουσα η  εταιρία «. ….» (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο καρτέλας πελάτη της ενάγουσας) έναντι του μεταξύ τους ανοικτού δοσοληπτικού λογαριασμού από τη προμήθεια εμπορευμάτων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο εναγόμενος ζημίωσε την  ενάγουσα κατά το ποσό των επιταγών, που αυτή δεν μπόρεσε να εισπράξει,  δηλαδή κατά το ποσό των 24.000 ευρώ, ευθυνομένου  του ιδίου εις ολόκληρον κατά το ποσό των 15.000 ευρώ (των τριών πρώτων ανεξόφλητων επιταγών) με την εκδότρια τους ανώνυμη εταιρία, διότι τις εξέδωσε ενεργώντας ως  νόμιμος εκπρόσωπος της και στα πλαίσια των νομίμων καθηκόντων του  εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά τον χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής. Επιπλέον, η ενάγουσα από τη σε βάρος της αδικοπραξία του εναγόμενου υπέστη και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης. Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης αυτής, της βλάβης που υπέστη η φήμη της ενάγουσας, της μείωσης της εμπορικής και επαγγελματικής της πίστης και της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών πρέπει να  επιδικασθεί στην τελευταία για τον λόγο αυτό το ποσόν των 500 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο  και ανάλο­γο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομένης υπόθεσης, αλλά και σύμ­φωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 944/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- άρθρ. 25 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος και 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Κατόπιν τούτου, η αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως  ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα  για τους ανωτέρω λόγους, το συνολικό ποσό των  24.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν κατά ένα μέρος τον  εναγόμενο, λόγω της μερικής ήττας του (άρθρα 178,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που αυτός προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως του,   πρέπει να διαταχθεί η   απόδοση του σε αυτόν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία  την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ.  107/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την   επιστροφή   του  με αριθμό  ……../ 2018  ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, στον καταθέσαντα εκκαλούντα.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2015 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (24.500,00) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου μέρος  των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ