Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 341/2019

 Αριθμός    341 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 του ΚΠολΔ έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό α) …., β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέ­πεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 308, 309, 321, 539 και 553 παρ. 1 εδ. β΄ και 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οριστική απόφαση είτε του πρωτοβάθμιου είτε του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, με την οποία απεκδύεται το Δικαστήριο της περαιτέρω εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα. Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνε­ται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της αποφάσεως και περιέχει τη θέληση και δια­ταγή του Δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς (ΕφΚερκ 22/2016, ΕφΔωδ 63/2006, ΕφΠατρ 616/2006). Σε έφεση υπόκεινται μόνο οι «εν όλω» οριστικές αποφά­σεις. Οι εν μέρει οριστικές δεν υπόκεινται σε έφεση ούτε ως προς τις οριστικές τους διατάξεις (ΑΠ 7/2003 ΕλλΔνη 44.482, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Ε΄, αρ. 207). Εν μέρει οριστική απόφαση, κατά της οποίας δεν χωρεί έφεση ούτε ως προς την οριστική της διάταξη, είναι μεταξύ άλ­λων και εκείνη που δέχεται την αγωγή ως προς ορισμένα κονδύλια και αναβάλλει κατά τα λοιπά, προκειμένου να προσκομισθεί βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΙΚΑ ως προς τις ασφαλιστικές παροχές που δικαιούται ο ενάγων να εισπράξει από αυτό, καθώς και τις κατά νόμο παροχές για γενόμενες δαπάνες νοσηλείας, θεραπειών. Σκοπός της απαγορεύσεως είναι η αποφυγή κατατμήσεως της διαφοράς μεταξύ των Δικαστηρίων πρώτου και δεύτερου βαθμού, καθώς και η εξοικονόμηση δαπα­νών και χρόνου για τον τερματισμό της δίκης (Σ. Σαμου­ήλ: ό.π. αρ. 223). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 532 του ΚΠολΔ αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το Δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η από 1-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση της τρίτης των εναγομένων κατά της υπ΄ αρ. 3649/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ, επί της από 25-7-2016 (αρ. καταθ. …../2016) αγωγής του ήδη εφεσίβλητου κατά της ήδη εκκαλούσας, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, και κατά των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη ………. και ……….

Με την από 25-7-2016 (αρ. καταθ. …/2016) αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 3-2-2017, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίσθηκε ότι την 9-3-2016 στον Πειραιά (επί της Λεωφ. Ηρώων Πολυτεχνείου, με κατεύθυνση από οδό 2ας Μεραρχίας προς την οδό Αφεντούλη), η ………, πρώτη των εναγομένων (μη διάδικος στην παρούσα δίκη), οδηγώντας το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας …… ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο, κυριότητας του . . ……, δεύτερου των εναγομένων (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην τρίτη των εναγομένων, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά της, και υπό τις περιγραφόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) συνθήκες, την επίδικη σύγκρουση με την υπ΄ αρ. κυκλοφορίας …….. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, την οποία οδηγούσε, συνεπεία της οποίας αυτή (δίκυκλη μοτοσικλέτα) υπέστη τις αναλυτικά αναφερόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) ζημίες και ο ίδιος υπέστη επίσης, τις αναλυτικά αναφερόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) σωματικές βλάβες. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ο ενάγων ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται εις ολόκληρον ο καθένας να του καταβάλουν ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική του ζημία και ως, κατ΄ άρθρο 931 του ΑΚ, χρηματικό ποσό (λόγω του ιστορούμενου μόνιμου προβλήματος υγείας, που ο ίδιος υπέστη ένεκα του ως άνω προκληθέντος τραυματισμού του, το οποίο μετά βεβαιότητας θα επιδράσει αρνητικώς στη μελλοντική επαγγελματική, οικονομική, κοινωνική και προσωπική εξέλιξή του) και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το συνολικό ποσό των 145.157,51 ευρώ και να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄  αρ. 3649/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 24-7-2017, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς την πρώτη και τον δεύτερο των εναγομένων, δίκασε αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, εκτός από το αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, το οποίο έκρινε μη νόμιμο, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε ότι η τρίτη των εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα μιας χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (31.946,50 ευρώ), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, καταδίκασε την τρίτη των εναγομένων σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος την οποία όρισε σε εννιακόσια (900) ευρώ, ανέβαλε κατά τα λοιπά, την έκδοση οριστικής αποφάσεως προκειμένου να προσκομισθεί, από τον επιμελέστερο διάδικο, η αναφερόμενη στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΙΚΑ-ΕΟΠΥΥ, που αφορά το συνολικό ποσό των 43,01 ευρώ για ιατρικές δαπάνες (εξετάσεις), καθώς επίσης για την περίπτωση που η αρμόδια διοικητική αρχή δεν έχει ασχοληθεί, με την συγκεκριμένη υπόθεση, το (πρωτοβάθμιο) Δικαστήριο όρισε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εντός της οποίας θα έπρεπε να προκληθεί, από τον επιμελέστερο διάδικο, με αίτησή του, η ενέργεια της αρχής αυτής. Μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως ο ενάγων κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το από 4-10-2017 (αρ. καταθ. …../2017) δικόγραφο μερικής παραίτησης από αγωγή, στρεφόμενο κατά της τρίτης των εναγομένων, με το οποίο, κατ΄ εκτίμηση αυτού (δικογράφου) παραιτήθηκε (ο ενάγων) από το σχετικό κονδύλιο της ένδικης αγωγής του, ήτοι το κονδύλιο συνολικού ποσού 43,01 ευρώ, που αφορά εξετάσεις, για το οποίο (και μόνο γι΄ αυτό) είχε αναβληθεί, κατά τα προαναφερόμενα, η έκδοση οριστικής αποφάσεως. Ακολούθως, με επιμέλεια του ενάγοντος, την 6-10-2017, επιδόθηκε στην τρίτη των εναγομένων ακριβές αντίγραφο του ως άνω (από 4-10-2017) δικογράφου, με την περιέχουσα αυτό (αντίγραφο) υπ΄ αρ. …./4-10-2017 έκθεση παραίτησης (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ΄ αρ. …./6-10-2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ………). Κατόπιν τούτων, εφόσον η ένδικη παραίτηση έλαβε χώρα με την, κατ΄ άρθρο 297 του ΚΠολΔ, επίδοση δικογράφου προς την τρίτη των εναγομένων, πριν την κατ΄ ουσίαν συζήτηση της αγωγής ως προς το ως άνω κονδύλιο, δεδομένου ότι ως προς αυτό αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απεκδύθηκε κάθε περαιτέρω εξουσίας, αλλά αντιθέτως επεφύλαξε σε αυτό το δικαίωμα επανεξετάσεως της υποθέσεως κατά το συγκεκριμένο κονδύλιο, αυτή (ένδικη παραίτηση) είναι παραδεκτή και νόμιμη. Σε κάθε δε περίπτωση η τρίτη των εναγομένων δεν προβάλλει αντιρρήσεις ως προς την παραίτηση αυτή. Συνεπώς, η ως άνω υπ΄ αρ. 3649/2017 απόφαση είναι οριστική ως προς την τρίτη των εναγομένων και υπόκειται σε έφεση [(κατά το μέρος που αφορά αυτή (τρίτη των εναγομένων)]. Κατόπιν τούτων η κρινόμενη από 1-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας τρίτης των εναγομένων κατά της υπ΄ αρ. 3649/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στην τρίτη των  εναγομένων, ήδη εκκαλούσα, με επιμέλεια του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, την 6-10-2017 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ΄ αρ. …./6-10-2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας, ήτοι την 2-11-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e-παράβολο με κωδικό ………./2017 και την από 2-11-2017 εξόφληση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Κατά της προαναφερόμενης (υπ΄ αρ. 3649/2017) αποφάσεως παραπονείται με την ένδικη από 1-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα τρίτη των εναγομένων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, [από τους οποίους, με τον α΄ λόγο επικαλείται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων είναι ανυπαίτιος για το ένδικο ατύχημα, δεχόμενο ότι αυτός κινούταν με ταχύτητα 30 χλμ/ώρα και συνεπώς ότι δεν αποδείχθηκε ότι κινούταν με υπερβολική ταχύτητα, καθώς επίσης (επικαλείται) ότι η ταχύτητα αυτή των 30 χλμ/ώρα που (εσφαλμένως) δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι κινούταν ο ενάγων, είναι αυξημένη για τις επικαλούμενες συγκεκριμένες περιστάσεις και συνεπώς ότι ο ενάγων είναι συνυπαίτιος για το ένδικο ατύχημα κατά ποσοστό 50%, με τον β΄ λόγο ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων θα παραμείνει ανάπηρος, σε ποσοστό 15%, και (ότι εσφαλμένως) του επιδίκασε, ως χρηματικό ποσό του άρθρου 931 του ΑΚ, το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο, επικαλείται, ότι είναι υπερβολικό και με τον γ΄ λόγο ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (έφεση)], ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να περιορισθούν τα ποσά που θα επιδικασθούν στα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τους λόγους που αναφέρει σ΄ αυτή (έφεση).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την εφαρμογή της δικονομικής αρχής της διαθέσεως, που θεμελιώνεται στο άρθρο 106 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι το αίτημα της εφέσεως καθορίζει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και οι λόγοι της προσδιορίζουν την έκταση του δευτεροβάθμιου ελέγχου, αφού με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται ολόκληρη στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (ΑΠ 9/2005 ΧρΙΔ 2005.715, ΑΠ 132/2004 ΝοΒ 2004.1547, Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκ. 1986, αρ. 201, σελ. 480, Ν. Νίκας: Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, εκ. 2007, παρ. 113, αρ. 15, σελ. 198). Επομένως, αν υποβληθεί από τον εκκαλούντα γενικό αίτημα για εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως χωρίς αυτό να περιορίζεται σε ορισμένα κεφάλαια της τελευταίας, οι λόγοι, όμως, που το στηρίζουν αναφέρονται ειδικά σε σφάλματα συγκεκριμένων κεφαλαίων της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτοί περιορίζουν αντίστοιχα και το εύρος του αιτήματος (Δ. Τσικρικάς: Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως στην πολιτική δίκη, εκ. 1996, σελ. 115, σημ. 22), αφού το Εφετείο κρίνει την ορθότητα ή μη της προσβληθείσας αποφάσεως στη βάση των εκτιθέμενων στην έφεση λόγων, δηλαδή ενόψει των σφαλμάτων και παραλείψεων που αποδίδονται στην πρωτόδικη απόφαση από τον εκκαλούντα, τα οποία συνιστούν και τη νομική βάση της εφέσεως (ΑΠ 1344/2015, ΕφΠειρ 86/2017). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει αναπηρία ή παραμόρφωση του παθόντος ανεξαρτήτως αν οφείλεται σε υποκειμενικά ή αντικειμενικά άδικη πράξη. Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, η αναπηρία ή παραμόρφωση του προσώπου έχει σημασία εφόσον επηρεάζει το μέλλον του. Ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου, εφόσον επηρεάζεται τούτο από τη ζημία, την οποία συνεπεία της αδικοπραξίας υπέστη το πρόσωπο. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη, λοιπόν, αυτή (άρθρο 931 του ΑΚ) προβλέπει επιδίκαση από το Δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα με αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Βέβαια, η αναπηρία ή παραμόρφωση δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει σ΄ αυτόν συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι, όμως, βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική-οικονομική εξέλιξη αυτού, κατά τρόπο όμως, που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό-οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος και της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με την αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 του ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσής του, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και με βάση την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ αξίωση είναι διαφορετική: α) από την αξίωση που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ΄ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι προαναφερθείσες αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 72/2012, ΑΠ 123/2010, ΑΠ 2021/2009). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, ως προς τα προσβαλλόμενα, με την ένδικη έφεση, κεφάλαια, είναι ορισμένη και νόμιμη, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β΄, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του ενάγοντος, που εξετάστηκε ενόρκως [όπως, κρίνοντας σκόπιμο, διέταξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 417 του ΚΠολΔ)] στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, (δεν ζητήθηκε η εξέταση μάρτυρα), από τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], μεταξύ των οποίων και αντίγραφα από την σχηματισθείσα σε σχέση με το ένδικο ατύχημα ποινική δικογραφία, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), καθώς και η από 20-6-2016 ιατρική γνωμοδότηση του Χειρουργού Ορθοπεδικού ……….., χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο από 25-6-2016 βεβαίωση του νομίμου εκπροσώπου της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», που δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη δίκη, και η οποία δεν λήφθηκε υπόψη ούτε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς να προσβάλλεται η σχετική διάταξή του με λόγο εφέσεως [σημειώνοντας ότι ο εφεσίβλητος, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση που κατέθεσε κατά την πρωτοβάθμια συζήτηση, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 9-3-2016 και περί ώρα 14:10, ο ενάγων οδηγούσε την υπ΄ αρ. κυκλοφορίας … . δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, με ταχύτητα περίπου 30 χλμ/ώρα, επί της Λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου στον Πειραιά, στη λεωφορειακή λωρίδα, με κατεύθυνση από το Τζάνειο προς το Δημοτικό Θέατρο. Η πρώτη των εναγομένων, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, οδηγούσε το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ……… ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του δευτέρου των εναγομένων, επίσης μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ασφαλισμένο κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος στην τρίτη των εναγομένων, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, επί της Λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου με κατεύθυνση από 2ας Μεραρχίας προς την οδό Αφεντούλη (δηλαδή στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, σε σχέση με την ως άνω δίκυκλη μοτοσικλέτα που κινούταν στην αριστερή, ως προς το ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο, λωρίδα) και με πρόθεση να στρίψει αριστερά και αφού διασχίσει το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου (λεωφορειακή λωρίδα), να εισέλθει αριστερά στην οδό Χαριλάου Τρικούπη προς Πασαλιμάνι, έχοντας σηματοδότη με παλλόμενη ένδειξη πορτοκαλί αριστερά. Η ως άνω οδηγός του οχήματος, πρώτη των εναγομένων, φθάνοντας στην ως άνω διασταύρωση δεν ακινητοποίησε το αυτοκίνητό της στην υπάρχουσα στο σημείο αυτό τρίτη (σε σχέση με την πορεία της εκ του δεξιού πεζοδρομίου) λωρίδα της Λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου, την οποία καταλαμβάνουν τα οχήματα που πρόκειται να στρίψουν αριστερά και να εισέλθουν στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, προκειμένου να ελέγξει την κίνηση των αυτοκινήτων στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου και στη συνέχεια, στρίβοντας αριστερά και διασχίζοντάς το κάθετα να εισέλθει στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Πράγματι η τελευταία εισήλθε με το όχημά της στο αντίθετο ρεύμα, διασχίζοντας κάθετα και την τέταρτη λωρίδα -την αριστερή, που είναι λεωφορειολωρίδα- χωρίς να αντιληφθεί ότι σ΄ αυτήν κινούταν ο ενάγων οδηγώντας την προαναφερόμενη δίκυκλη μοτοσικλέτα, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητό της (πρώτης των εναγομένων), με το εμπρόσθιο τμήμα του, να επιπέσει στο αριστερό πλαϊνό τμήμα της μοτοσικλέτας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτια του ατυχήματος είναι η πρώτη των εναγομένων, διότι δεν κατέβαλε την επιμέλεια που απαιτούσαν οι περιστάσεις, και που η ίδια, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων ενός μέσου και συνετού οδηγού, όφειλε και μπορούσε να καταβάλει. Ειδικότερα δέχθηκε ότι οδηγούσε χωρίς την απαιτούμενη σύνεση και ιδιαίτερη προσοχή ούτε είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός της ώστε να δύναται σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, αλλάζοντας δε την κατεύθυνση του αυτοκινήτου της προς τα αριστερά δεν επέτρεψε τη διέλευση των οχημάτων που κινούνταν αντίθετα στο οδόστρωμα που επρόκειτο να εγκαταλείψει, αφού σε διασταύρωση με παλλόμενο σηματοδότη εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 5 του ΚΟΚ (προτεραιότητα του εκ δεξιών κινουμένου). Δέχθηκε, επίσης, ότι η ως άνω συμπεριφορά συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, καθώς επίσης ότι όσον αφορά τον ενάγοντα, δεν πρέπει να του καταλογιστεί υπαιτιότητα στην επέλευση του ατυχήματος, διότι α) δεν αποδείχθηκε ότι οδηγούσε τη μοτοσικλέτα με υπερβολική ταχύτητα, και β) (δέχθηκε) ότι παράλληλα στις ειδικές λωρίδες αποκλειστικής κυκλοφορίας λεωφορείων (λεωφορειολωρίδες) επιτρέπεται η κίνηση των δίτροχων οχημάτων καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας, απορρίπτοντας κατ΄ ουσία την ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, που προέβαλε η τρίτη των εναγομένων, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία. Η εκκαλούσα με τις νομίμως κατατεθείσες, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, έγγραφες προτάσεις της προσκομίζει και επικαλείται το υπ΄ αρ. πρωτ. …../26-10-2017 έγγραφο του Δήμου Πειραιά (Δ/νση Οδοποιίας – Τμήμα Οδικών Έργων και Δημόσιας Συγκοινωνίας) επικαλούμενη ότι από αυτό αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος κινούταν παρανόμως στην ως άνω λεωφορειολωρίδα, γεγονός που τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με το ένδικο ατύχημα. Με την ένδικη όμως, από 1-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση, η εκκαλούσα ως προς την υπαιτιότητα, σε σχέση με το ένδικο ατύχημα, για την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, έχει περισσότερες αιτιολογίες, παραπονείται μόνο ως προς την αιτιολογία που αφορά την ταχύτητα του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, και συγκεκριμένα παραπονείται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων είναι ανυπαίτιος για το ένδικο ατύχημα, δεχόμενο ότι αυτός κινούταν με ταχύτητα 30 χλμ/ώρα και συνεπώς ότι δεν αποδείχθηκε ότι κινούταν με υπερβολική ταχύτητα, καθώς επίσης επικαλείται η εκκαλούσα ότι η ταχύτητα αυτή των 30 χλμ/ώρα είναι αυξημένη για τις επικαλούμενες συγκεκριμένες περιστάσεις και συνεπώς ότι ο ενάγων είναι συνυπαίτιος για το ένδικο ατύχημα κατά ποσοστό 50% και δεν επικαλείται (ούτε με πρόσθετο λόγο εφέσεως) και ότι ο εφεσίβλητος παρανόμως έβαινε επί της ως άνω λεωφορειολωρίδας και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεχόμενο ότι στις ειδικές λωρίδες αποκλειστικής κυκλοφορίας λεωφορείων (λεωφορειολωρίδες), συνεπώς και επί της προκειμένης λεωφορειολωρίδας, επιτρέπεται η κίνηση των δίτροχων οχηµάτων καθ΄ όλη τη διάρκεια τηs ηµέρας. Επομένως, το Δικαστήριο αυτό, ως προς την υπαιτιότητα για την ένδικη σύγκρουση, μπορεί να εξετάσει μόνο την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την ταχύτητα του οχήματος του ενάγοντος, την οποία πλήττει η τρίτη των εναγομένων με τον πρώτο λόγο εφέσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έβαινε με τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του με ταχύτητα 30 χλμ/ώρα και όχι με μεγαλύτερη ταχύτητα όπως επικαλείται η τρίτη των εναγομένων, η οποία δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Η ταχύτητα δε αυτή (των 30 χλμ/ώρα) δεν κρίνεται αυξημένη και υπερβολική σε σχέση με τις προαναφερόμενες συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα και με τη διαμόρφωση του εδάφους (άσφαλτος), την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού (ευθεία, ξηρά), τις συνθήκες κυκλοφορίας και ορατότητας (κανονική κυκλοφορία οχημάτων-πεζών, κανονική ορατότητα και καλοκαιρία) της Λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου, αλλά και της οδού Χαριλάου Τρικούπη. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής των δυο οχημάτων ήταν να υποστεί ο ενάγων σωματικές βλάβες. Συγκεκριμένα, αμέσως μετά την σύγκρουση ο ενάγων μεταφέρθηκε αρχικά στο Γενικό Νοσοκοµείο Νίκαιας-Πειραιά «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ» και κατόπιν στο Γενικό Νοσοκομείο «ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ». Όπως διαπίστωσαν οι ιατροί στα επείγοντα περιστατικά είχε υποστεί συντριπτικό κάταγμα (ΑΡ) αντιβραχίου, (κάταγμα κερκίδας και ωλένης αριστερής πηχεοκαρπικής αρθρώσεως), και κάταγμα έξω σφύρου (ΑΡ) ποδοκνημικής. Ο ορθοπεδικός που τον εξέτασε ακινητοποίησε τα άκρα του με γυψονάρθηκες (πηχεοκαρπικό και κνημοποδικό), ώστε να ελαττωθεί το οίδημα και ο πόνος. Επίσης, του χορηγήθηκαν ισχυρά αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα και συνεστήθη, κατά την παραμονή στην οικία του, ακινησία. Στις 17-3-2016 ο ενάγων επισκέφτηκε τα εξωτερικά ιατρεία του παραπάνω νοσοκομείου, όπου υπεβλήθη σε ακτινολογικό έλεγχο και συνεστήθη επανέλεγχος σε μία εβδομάδα. Στις 24-3-2016 έγινε νέος ακτινολογικός επανέλεγχος και συνεστήθη νέος επανέλεγχος σε μία εβδομάδα. Στις 31-3-2016 ο ενάγων υπεβλήθη εκ νέου σε ακτινολογικό έλεγχο και στις 14-4-2016 αφαιρέθηκαν ο κνημοποδικός και ο πηχεοκαρπικός γύψος και συνεστήθησαν από τον θεράποντα ιατρό του συνεδρίες φυσικοθεραπείας ποδοκνημικής και αντιβραχίου. Στις 28-4-2016 εξετάστηκε εκ νέου από ιατρό του παραπάνω νοσοκομείου ο οποίος συνέστησε δέκα (10) φυσιοθεραπείες. Στις 21-6-2016, κατόπιν υποδείξεως του θεράποντος ιατρού, υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία θώρακος, όπου, μεταξύ άλλων, παρατηρήθηκε στο έξω τριτημόριο της δεξιάς κλείδας πιθανό ρωγμώδες κάταγμα (ασαφούς απεικόνισης). Την ίδια ημέρα υπεβλήθη σε μαγνητική τομογραφία αριστερής πηχεοκαρπικής αρθρώσεως, όπου διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων έχει υποστεί κατάγματα στο κάτω τριτημόριο της κερκίδας και της ωλένης με ραχιαία παρεκτόπιση τον οστικού τμήματος μεταξύ των καταγμάτων της ωλένης, καθώς επίσης αύξηση του μεσάρθριου διαστήματος μεταξύ κεφαλής κερκίδας και ωλένης με συλλογή υγρού και πιθανή κάκωση του τριγώνου χόνδρου. Ο ενάγων εμφανίζει δυσκαμψία της άρθρωσης και οι κινήσεις του είναι περιορισμένες. Το εύρος κινήσεων της πηχεοκαρπικής άρθρωσης έχει ως ακολούθως: ο πρηνισμός είναι μειωμένος κατά 45ο, ο υπτιασμός κατά 10ο, η ραχιαία έκταση υπολείπεται κατά 10ο, η δε παλαμιαία κατά 20ο. Επίσης, παρουσιάζει γωνίωση 30ο του κάτω τριτημορίου της ωλένης, η κάτω επίφυση της οποίας βρίσκεται σε έκτοπη θέση συνεπεία του κατάγματος. Εμφανίζεται ακόμα διάσταση του μεσαρθρίου χώρου μεταξύ ωλένης-κερκίδας κατά την πηχεοκαρπική άρθρωση, κατάσταση που επισημαίνει ρήξη του τριγώνου χόνδρου, ο οποίος είναι το βασικό στοιχείο για τη σταθερότητα της πηχεοκαρπικής άρθρωσης. Εξάλλου, σύμφωνα με την από 20-6-2016 ιατρική γνωμάτευση του Χειρουργού Ορθοπεδικού ………, ο οποίος εξέτασε τον ενάγοντα στις 20-6-2016, οποιαδήποτε προσπάθεια χειρουργικής αποκατάστασης της βλάβης μόνο επιδείνωση της κατάστασης μπορεί να αποφέρει. Ο ενάγων κατέστη ανάπηρος εφόρου ζωής κατά 15% (βλ. την προαναφερόμενη ιατρική γνωμάτευση του Χειρουργού Ορθοπεδικού ……, ο οποίος, ως ιατρός, δύναται να διαπιστώσει από ιατρική άποψη την αναπηρία αυτή που αφορά μάλιστα και την ειδικότητά του). Ακολούθως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, ο ενάγων υπέστη εξαιτίας του ένδικου τροχαίου ατυχήµατος και του προαναφερόµενου τραυµατισµού του μόνιμη μερική αναπηρία όπως αυτή απαιτείται κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, σε σχέση με την οποία δεν τίθεται ζήτημα αποκατάστασής της και οπωσδήποτε επηρεάζει αρνητικά την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξή του. Όπως είναι φυσικό, οι συνέπειες αυτές, δεν μπορούν να καλυφθούν εντελώς με τις παροχές των άρθρων 929 και 932 του ΑΚ. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιο πάνω συντρέχουσες περιπτώσεις (την ηλικία, το φύλο, το είδος και την έκταση της αναπηρίας του, τις επιπτώσεις αυτής στην κοινωνική και οικονομική του κατάσταση, την αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης των εναγομένων) κρίνει ότι για την ως άνω αιτία πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η τρίτη των εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει σ΄ αυτόν (ενάγοντα), ως χρηματικό ποσό του άρθρου 931 του ΑΚ το ποσό των 10.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι για την ως άνω αιτία πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των 20.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο σχετικός δεύτερος λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη η σύγκρουση, του είδους, της έκτασης και της σοβαρότητας της σωματικής του βλάβης, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε λόγω του τραυματισμού του [που είχε ως αποτέλεσμα τη µόνιµη (μερική) αναπηρία του (ποσοστού 15%), όπως δέχεται το παρόν Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα], καθώς και των περιορισµών στους οποίους υποβάλλεται εξαιτίας αυτού στην κοινωνική και προσωπική του ζωή, της ηλικίας αυτού (49 περίπου ετών κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος), της αποκλειστικής υπαιτιότητας της πρώτης των εναγομένων, οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης του ενάγοντος, και όχι της τρίτης των εναγομένων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, καθόσον η ευθύνη της είναι εγγυητική και δεν είναι υπαίτια του ατυχήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η τρίτη των εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει σ΄ αυτόν (ενάγοντα) το ποσό των 10.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία αυτή που τελέστηκε σε βάρος του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, ο δε σχετικός τρίτος λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Με διάταξη της προσβαλλόμενης υπ΄ αρ. 3649/2017 αποφάσεως, έγινε εν μέρει δεκτό το αίτημα του ενάγοντος προς επιδίκαση αποζημίωσης για τις υπηρεσίες που του προσέφερε τρίτο πρόσωπο (βοηθός), λόγω της κατάστασης της υγείας του, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του επιδίκασε, για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.080 ευρώ,  απορρίπτοντας το κονδύλιο για το υπόλοιπο αιτούμενο χρονικό διάστημα. Η διάταξη αυτή της αποφάσεως δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως από τον ενάγοντα, ούτε από την τρίτη των εναγομένων. Επίσης, με διάταξη της ως άνω αποφάσεως έγινε εν μέρει δεκτό και το αίτημα του ενάγοντος προς επιδίκαση αποζημίωσης για βελτιωμένη διατροφή αυτού και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του επιδίκασε, για την αιτία αυτή το ποσό των 360 ευρώ, μη δεχόμενο ότι ο ενάγων κατέβαλε για βελτιωμένη διατροφή, ποσό πλέον του ανωτέρω. Η διάταξη αυτή της αποφάσεως δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως από τον ενάγοντα, ούτε από την τρίτη των εναγομένων. Ακολούθως, με διατάξεις της ως άνω αποφάσεως έγιναν δεκτά και τα αιτήματα του ενάγοντος προς επιδίκαση αποζημίωσης για τη δαπάνη επισκευής της δίκυκλης μοτοσικλέτας και για την εμπορική υπαξία αυτής, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα, για τις αιτίες αυτές το ποσό των 256,50 και 250 ευρώ αντίστοιχα. Οι διατάξεις αυτές της αποφάσεως δεν προσβλήθηκαν με λόγο εφέσεως από τον ενάγοντα, ούτε από την τρίτη των εναγομένων. Περαιτέρω σημειώνεται ότι με την προσβαλλόμενη υπ΄ αρ. 3649/2017 απόφαση απορρίφθηκαν, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αιτήματα του ενάγοντος περί επιδικάσεως αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα και για δαπάνη χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης (ταξί). Οι διατάξεις αυτές της αποφάσεως δεν προσβλήθηκαν με λόγο εφέσεως από τον ενάγοντα. Επίσης δεν υπάρχει λόγος εφέσεως από την τρίτη των εναγομένων ως προς τη διάταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως που απέρριψε το αίτημά της περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη η από 1-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) έφεση, να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης της εκκαλούσας η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-παράβολο με κωδικό …../2017 και την από 2-11-2017 εξόφληση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, σε αυτήν (εκκαλούσα), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (υπ΄ αρ. 3649/2017) οριστική απόφαση, στο σύνολό της (δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που αφορούν την ανωτέρω αγωγή και δεν μεταρρυθμίστηκαν ούτε προσβάλλονται αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού) και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνος τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ΕφΑθ 5639/1997 ΕλλΔνη 39.437 και οι εκεί παραπομπές, πρβλ. Αθαν. Κρητικού: Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκ. 1992, σελ. 850, αρ. 2579), αναγκαίως  δε  και  κατά τη διάταξη  περί  δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 25-7-2016 (αρ. καταθ. …../2016) αγωγή και να ερευνηθεί εκ νέου, να γίνει εν μέρει δεκτή (η αγωγή) ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η τρίτη των εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 21.946,50 (= 1.080 + 360 + 256,50 + 250 + 10.000 + 10.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικασθεί η τρίτη των εναγομένων στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 1-11-2017 (αρ. καταθ. …/2017) έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατόν (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-παράβολο με κωδικό …../2017 και την από 2-11-2017 εξόφληση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 3649/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 614 επ. του ΚΠολΔ).

Κρατεί και δικάζει την από 25-7-2016 (αρ. καταθ. …/2016) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή [από 25-7-2016 (αρ. καταθ. …../2016) αγωγή].

Αναγνωρίζει ότι η τρίτη των εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι μιας χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (21.946,50 ευρώ), με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.

Καταδικάζει την τρίτη των εναγομένων στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Iουνίου  2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ