Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 346/2019

Αριθμός   346 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 2.11.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3948/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό κατάθεσης ………/23.9.2015 αγωγής και έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα στις 5.10.2018 (άρθρα 143 παρ. 1, 144, 147 παρ. 2 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά το άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 φεκ α 87/23.7.2015), ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό …….. ύψους 100 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016.  Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Mε τη με αριθμό κατάθεσης ………/23.9.2015 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα, που εδρεύει στον …, εξέθετε ότι εκτίμηση δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων και ότι η ήδη εφεσίβλητη εναγομένη εταιρία, με έδρα στη …, είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας πλοίου με το όνομα «MV ΒΜΙ», με αριθμό IΜΟ ….., κοκ 23240, ΚΚΧ 10110, ΔΔΣ …… Ότι, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς της, δυνάμει συμβάσεως πώλησης που κατήρτισε αυτή (η εκκαλούσα) με την αντιπρόσωπο της πλοιοκτήτριας εφεσίβλητης στις 17-10-2014 δηλαδή με την εδρεύουσα στην …. εταιρεία με την επωνυμία «………», δυνάμει σιωπηρής εξουσιοδότησης συναγομένης από τη βιοτική σχέση, ανέλαβε τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος και συγκεκριμένα ότι σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής της από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, προέβη την 19η Οκτωβρίου 2014 στην παράδοση στο προαναφερθέν πλοίο, και ενώ αυτό βρισκόταν εντός του λιμένα Καλών Λιμένων, 49.954 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST, 99.983 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST LS και 49.978 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου ΜΑRΙΝΕ GASOIL, έναντι συνολικού ποσού 129.947,54 δολ. ΗΠΑ, όπως αναλυτικώς αναφέρεται για κάθε τύπο καυσίμου κατά το επιμέρους τίμημα, που αντιστοιχεί στο ποσό των 101.339,42 ευρώ με βάση την ισχύουσα ισοτιμία κατά την ημέρα έκδοσης του τιμολογίου (1 $= 1,28 €). Ότι ακολούθως εξέδωσε το σχετικό με αριθμό ………/29-10-2014 τιμολόγιο, που ήταν πληρωτέο την 10η Νοεμβρίου του 2014 και ότι συμφωνήθηκε ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης του συμφωνηθέντος κατά τα ανωτέρω αντιτίμου των καυσίμων αυτών, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον Α’ μηχανικό του ως άνω πλοίου της εφεσίβλητης, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά δελτία αποστολής, θα χρεώνονταν τόκοι υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 2% μηνιαίως σύμφωνα με τον όρο 7 των γενικών προδιατυπωμένων όρων πωλήσεως αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη ότι η ήδη εφεσίβλητη δεν της κατέβαλε το ως άνω συμφωνηθέν τίμημα εκ της αγοραπωλησίας των καυσίμων ευθυνόμενη προς τούτο με βάση τη σύμβαση, άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικουρικά δε λόγω της ιδιότητάς της ως κυρίας του προαναφερθέντος πλοίου και της εξ αυτού του λόγου ευθύνης της μέχρι την αξία αυτού για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό του, αφού μετέτρεψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι η εφεσίβλητη της οφείλει το ισάξιο ποσό σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής των 129.947,54 δολαρίων ΗΠΑ με το συμβατικό τόκο και επικουρικά με το νόμιμο τόκο από τη μέρα που κατέστη ληξιπρόθεσμο το τιμολόγιο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλικά αρμοδιότητα και ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση τη υπόθεσης (αναφέροντας τις διατάξεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου και όχι τις διατάξεις του Κανονισμού 1215/2012) ως προς την κύρια βάση της και την πρώτη επικουρική περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (14 παρ.2, 18 παρ. 1, 33 ΚΠολΔ και άρθρο 51 παρ. 3β περ. 1 του ν. 2172/1993) δεχόμενο ότι η σύμβαση καταρτίστηκε στην επαγγελματική έδρα της εκκαλούσας στον …. με την αποδοχή της πρότασης σύναψης αγοραπωλησίας καυσίμων εκ μέρους της αμέσου αντιπροσώπου της εφεσίβλητης πλοιοκτήτριας, ενώ ο τόπος παροχής ήταν στην Ελλάδα εφόσον η πετρέλευση του εν λόγω σκάφους έλαβε χώρα στην Ελλάδα στον λιμένα των Καλών Λιμένων Ηρακλείου, ενώ έκρινε ότι δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της δεύτερη επικουρικής βάσης με την οποία η εκκαλούσα ισχυριζόταν ότι η εφεσίβλητη είναι κυρία του πλοίου και ευθύνεται μέχρι την αξία αυτού λόγω της έδρας της εφεσίβλητης στη Δανία (βλ. όμως και τμήμα δεύτερο άρθρο 9 του κανονισμού 1215/2012 που ορίζει ότι «Όταν, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, δικαστήριο κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για να κρίνει αγωγές αστικής ευθύνης που απορρέουν από χρησιμοποίηση ή εκμετάλλευση πλοίου, το δικαστήριο αυτό ή κάθε άλλο που το υποκαθιστά, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, εκδικάζει και τα αιτήματα σχετικά με τον περιορισμό αυτής της ευθύνης»). Στη συνέχεια έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο ως προς την καταρτισθείσα σύμβαση πωλήσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1α του Κανονισμού 593/2008, δηλαδή το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του πωλητή, κρίνοντας όμως ότι υφίσταται και σιωπηρός μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου εκ των ισχυρισμών – ενστάσεων της εφεσίβλητης με έρεισμα τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού κώδικα, και προσέφυγε στις διατάξεις του ΑΚ (9, 11 και 25 του ΑΚ) προκειμένου να κρίνει το ζήτημα της αντιπροσώπευσης που εξαιρείται από τον κανονισμό 593/2008, ενώ ως προς την επικουρική βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού αναφέρθηκε στις διατάξεις του Κανονισμού 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές παρόλο που σύμφωνα με την παράγραφο 40 του ανωτέρω κανονισμού «Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Δανία δεν συμμετέχει στην υιοθέτηση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του». Στη συνέχεια έκρινε ότι η κύρια βάση της αγωγής έχει νομικό έρεισμα στα άρθρα 211, 292, 293, 513, 346 και 361 ΑΚ ενώ απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την επικουρική βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επί της ουσίας έκρινε ότι η ήδη εφεσίβλητη ήταν διαχειρίστρια και όχι πλοιοκτήτρια και ότι ουδέποτε αντιπροσωπεύθηκε αποδέχθηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας καυσίμων και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα ενάγουσα με τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως λόγους παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αιτούμενη την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Από τη διάταξη του άρθ. 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιώτερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ` εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια μ` αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το αντάλλαγμα δεν απαιτείται να αποβαίνει οπωσδήποτε σε όφελος του δότη του πλουτισμού, αλλά ενδέχεται να ωφελεί τρίτο πρόσωπο, οπότε δημιουργείται τριμερής σχέση μεταξύ του τρίτου, του δότη και του λήπτη του πλουτισμού, αναλυόμενη συνήθως σε δυο μερικότερες γωνιακές σχέσεις, δηλαδή τη σχέση του τρίτου προς το δότη του πλουτισμού (σχέση κάλυψης) και τη σχέση του τρίτου προς το λήπτη του πλουτισμού (σχέση αξίας), ενώ αν υφίσταται και ευθεία ενοχική σχέση μεταξύ του δότη και του λήπτη του πλουτισμού, τότε η όλη τριμερής σχέση αποβαίνει τριγωνική. Ενδέχεται η σχέση αξίας να είναι ισχυρή και να λείπει ή να είναι ελαττωματική η σχέση κάλυψης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο δότης του πλουτισμού, θεωρώντας εσφαλμένα ότι οφείλει σε τρίτον, καταβάλει με υπόδειξη του (άρθ. 417 ΑΚ) το ανύπαρκτο χρέος του σε οφειλέτη του τρίτου, εξοφλώντας με την καταβολή αυτή (άρθ. 317 ΑΚ) το χρέος του τρίτου. Στην περίπτωση αυτή, ο δότης του πλουτισμού, που ζημιώθηκε καταβάλλοντος ανύπαρκτο χρέος του, δικαιούται να αναζητήσει τον πλουτισμό, όχι όμως από τον λήπτη τυπικά του πλουτισμού, ο οποίος με την προς αυτόν καταβολή εισέπραξε απλώς την απαίτηση που είχε κατά του τρίτου και έκτοτε αυτή αποσβέσθηκε, υποβαλλόμενος έτσι αυτός σε αντίστοιχη με την απόσβεση της απαίτησης του οικονομική θυσία, αλλά θα αναζητήσει τον πλουτισμό από τον τρίτο που στην πραγματικότητα ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία, αφού εξόφλησε με παροχή άλλου δικό του χρέος. Υπό την έννοια αυτή, η παρεμβολή του τρίτου που ενήργησε για δικό του λογαριασμό, χαρακτηρίζει ως έμμεση την περιουσιακή μετακίνηση από το δότη στον τυπικά λήπτη του πλουτισμού και αντίθετα άμεσος θεωρείται ο πλουτισμός του τρίτου (ΑΠ 898/2003, 1239/2005 δημ. νόμος). Σε κάθε περίπτωση η μεσολάβηση άμεσου ή έμμεσου αντιπροσώπου του πλουτήσαντος, δηλαδή προσώπου που δεν ενεργεί για δικό του λογαριασμό, δεν διασπά την αμεσότητα της μετακίνησης του πλουτισμού από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτήσαντος και υπόχρεος είναι έτσι αυτός προς απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού του. Βέβαια η απόδοση του πλουτισμού μπορεί να γίνει και με καταβολή μέσω τρίτου (άρθ. 317 ΑΚ), όμως άμεσα ευθυνόμενος είναι πάντοτε ο πλουτήσας και όχι αυτός που ενήργησε ως αντιπρόσωπος του κατά τη λήψη του πλουτισμού (Α.Π. 1627/2010 ΕλΔικ 2011/432,489, ΧΡΙΔ 2011/586). Με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι με εσφαλμένη εφαρμογή νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν γινόταν καμία αναφορά σε τριμερή ή τριγωνική σχέση που συνέδεε την εκκαλούσα ενάγουσα και την εναγομένη εφεσίβλητη, αφού οι αγωγικοί ισχυρισμοί περιορίζονται στο ότι η εφεσίβλητη είναι πλοιοκτήτρια άλλως κυρία του πλοίου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής κρίνοντας έστω και με άλλη αιτιολογία, δηλαδή ότι δεν έχει το απαιτούμενο περιεχόμενο ώστε να βρει νομικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ (που εφαρμόζεται με βάση του άρθρο 25 εδ. Β ΑΚ διότι ο κανονισμός 864/2007 δεν εφαρμόζεται σε Δανούς υπηκόους), ορθά το νόμο ερμήνευσε και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό πέμπτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (αρ. 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και  για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της (ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005, 373, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕΔ 2004, 931). Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002,114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992, 291, ΑΠ 1382/1989 ΕλλΔ 1992, 308, ΑΠ 752/1987 ΕΕΝ 1988, 300, ΑΠ 1180/1984 ΕΕμπΔ 1985, 502, ΕφΠειρ 5/2012 Πειρ Νομ 2012, 168, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011, 39, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009, 13). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος κατ` αρ. 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, «Ναυτικό Δίκαιο» εκδ. 2005 παρ. 28 σελ. 137).

Από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, καθώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν εξετάστηκαν μάρτυρες, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα είναι εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων και έχει ως αντικείμενο εργασιών της την προμήθεια ποντοπόρων πλοίων με καύσιμα και λιπαντικά. Προς τούτο είναι κάτοχος της υπ’ αριθ. …………./18-2-2014 άδειας φορολογικής αποθήκης και εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων πλοίων, έχουσα την υπ’ αριθ. .. …/27-03-2012 άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, καθώς και κάτοχος της με αριθμό ……../123.5.1997 άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε και αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Την 17-10-2014, εκπρόσωποι της εδρεύουσας στην …. εταιρείας με την επωνυμία «……..», που ενδιαφέρονταν για την αγορά από την εκκαλούσα ναυτιλιακών καυσίμων, επικοινώνησαν με αυτή και ζήτησαν την αποστολή έγγραφης προσφοράς της για την τιμή πώλησης 100 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου IFO 380 CST LS, 50 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου ΜΑRΙΝΕ GASOIL 0,1 % και 50 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου IFO 380 CST. Τα καύσιμα προορίζονταν για τον εφοδιασμό του υπό σημαία Μάλτας πλοίου με το όνομα «MV BΜΙ», με αριθμό ΙΜΟ ….., ΚΟΧ 23240, ΚΚΧ 10110, ΔΔΣ ….. πλοιοκτησίας κατά τον επίδικο χρόνο της εδρεύουσας στη … εταιρείας με την επωνυμία «………». Όπως ειδικότερα αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα η εκκαλούσα απέστειλε στην εταιρεία «…..», την από 17-10-2014 έγγραφη προσφορά της, επέχουσα θέση πρότασης για κατάρτιση σύμβασης (άρθρο 185 ΑΚ), την οποία αποδέχθηκε η τελευταία με την αυθημερόν αποσταλείσα από 17-10-2014 έγγραφη επιβεβαίωση παραγγελίας αγοράς καυσίμων. Ακολούθως δια της συμπτώσεως των ως άνω δηλώσεων βουλήσεως καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση κατ’ άρθρο 192 ΑΚ, αφορώσα την πώληση της συμφωνηθείσας ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων έναντι τιμήματος ύψους 500 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμου τύπου IFO 380 CST, 620 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμου τύπου IFO 380 CST LS και 860 δολαρίων ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμου τύπου ΜΑRIΝΕ GASOIL 0,1 %. Πράγματι στα πλαίσια αυτής της αγοραπωλησίας η εκκαλούσα στις 19.10.2014 παρέδωσε στο προαναφερθέν πλοίο, και ενώ αυτό βρισκόταν εντός του λιμένα Καλών Λιμένων, 49.954 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST έναντι τιμήματος 24.977 δολαρίων ΗΠΑ, 99.983 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST LS έναντι τιμήματος 61.989,46 δολαρίων ΗΠΑ και 49.978 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου ΜΑRΙΝΕ GASOIL 0,1 % έναντι τιμήματος 42.981,08 δολαρίων ΗΠΑ, σε λογαριασμό: «……….» και η καταβολή του τιμήματος πώλησης ορίστηκε εντός 21 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης με την επίδειξη του τιμολογίου, ενώ εκδόθηκαν τα με αριθμούς ………/19-10-2014 δελτία αποστολής από την εκκαλούσα και του με αριθμό ………./29-10-2014 τιμολόγιο της εκκαλούσας που αφορούσε το τίμημα ύψους 129.947,54 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, που ήταν πληρωτέο την 11η Νοεμβρίου του 2014. Όμως η αντισυμβαλλόμενη της εκκαλούσας δεν ήταν η προαναφερόμενη πλοιοκτήτρια, αφού η εκκαλούσα στο πλαίσιο εντελώς ξεχωριστής σύμβασης που συνήψε με την ” ……….”, πώλησε τα καύσιμα στην τελευταία. Στη συνέχεια η ” ……….” τα πώλησε στην εταιρεία ” ……..” (που ανήκει και αυτή στον όμιλο εταιρειών της . ….), η οποία, δυνάμει αυτοτελούς σύμβασης, τα μεταπώλησε στην πλοιοκτήτρια του “BM”. Συγκεκριμένα η εφεσίβλητη ενεργώντας για λογαριασμό της προαναφερόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας ζήτησε από την εταιρία “………” που έχει έδρα στη Δανία να την ενηµερώσει αν είχε τη δυνατότητα να προµηθεύσει το προαναφερόμενο πλοίο στους Καλούς Λιµένες, στις 18-19 Οκτωβρίου 2014, µε 50 µετρικούς τόνους καυσίµου τύπου HFO 380 CST, 100 µετρικούς τόνους καυσίµου τύπου HFO 38Ο CST 1 % και 50 µετρικούς τόνους Gasoil, και ποιό θα ήταν το ύψος του τιµήµατος της πώλησης. Η προαναφερόμενη εταιρία «………” επιβεβαίωσε την παραγγελία της πλοιοκτήτριας, αποστέλλοντας την με αριθμό ……./17-10-2014 επιβεβαίωσή της η οποία περιείχε και τους όρους πληρωµής της. Με βάση τους όρους αυτούς όρισαν αρμόδια τα διαιτητικά δικαστήρια του Λονδίνου και εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο. Μετά την παράδοση των καυσίμων η εταιρία ΄΄…….” απέστειλε στην εφεσίβλητη ως αντιπρόσωπο των πλοιοκτητών το με αριθμό ………/19-10-2014 τιµολόγιό της, ποσού 135.096,07 Δολ. ΗΠΑ, στο οποίο είχε συμπεριλάβει την προμήθεια της. Η πλοιοκτήτρια εξόφλησε το εν λόγω τιµολόγιο, κατόπιν συµφωνίας την οποία συνήψε µε την πωλήτρια ………” και την εκδοχέα της, “………..”. Ο λόγος που έλαβαν χώρα αυτές οι διαδοχικές συμβάσεις είναι διότι σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002, «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συµβάσεως πωλήσεων ναυτιλιακών καυσίµων είτε απευθείας µε τον διαχειριζόµενο το πλοίο είτε µε άλλο πρόσωπο που συνδέεται συµβατικά µε αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο µε ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων ειδών εµπορίας» και στη συγκεκριμένη περίπτωση η πλοιοκτήτρια με έδρα τη Μάλτα κατήρτισε σύµβαση µε την έχουσα έδρα στη …. «……» , αλλά τα καύσιµα παραδόθηκαν από την εκκαλούσα με τα προαναφερόμενα παραστατικά. Να τονιστεί ότι με αυτόν τον τρόπο οι πλοιοκτήτριες ή οι διαχειρίστριες των πλοίων για να εφοδιάσουν τα πλοία των πρώτων με καύσιμα συνάπτουν συμβάσεις αγοραπωλησίας με εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες ονομάζονται bunker traders και είναι μεταπωλητές προσθέτοντας η καθεμία στο τίμημα της μεταπώλησης των καυσίμων προς την επόμενη αγοράστρια μεταπωλήτρια την προμήθεια/το κέρδος της, ενώ μόνο αυτή που βρίσκεται στην κορυφή της αλυσίδας συνδέεται συμβατικά με σχέση πώλησης με την πλοιοκτήτρια και σε κάποιες περιπτώσεις κάποιος μεταπωλητής παραδίδει τα καύσιμα ως βοηθός εκπλήρωσης (physical supplier) και για λογαριασμό της εταιρείας που συμβάλλεται με την πλοιοκτήτρια ως τελική μεταπωλήτρια. Επομένως δεν αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η ήδη εφεσίβλητη εναγομένη είναι η πλοιοκτήτρια. Αντιθέτως η εφεσίβλητη είναι η διαχειρίστρια του πλοίου που δεν έχει προσωπική ευθύνη στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού πρωτίστως δήλωσε ρητώς ότι ενεργεί για την πλοιοκτήτρια, δεν συνάγεται από τις περιστάσεις εδώ ότι επιχείρησε τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό της ούτε υπερέβη τα όρια της αντιπροσωπευτική εξουσίας. Επιπλέον αυτή ενήργησε μεν ως άμεση αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, δηλαδή της εδρεύουσας στη ….. εταιρείας με την επωνυμία «…………», την οποία και δέσμευσε διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσόμενου και η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 689/2013 νόμος), πλην όμως αυτή (η εφεσίβλητη διαχειρίστρια) συμβλήθηκε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας με τη ……. εταιρία ” ………..”, στην οποία είχε μεταπωλήσει τα καύσιμα η συμβαλλόμενη της εκκαλούσας ” ………” με έδρα τη …. και όχι με την ίδια την εκκαλούσα όπως αυτή αβάσιμα ισχυρίζεται. Να σημειωθεί βέβαια ότι στο τιμολόγιο της εκκαλούσας με τους προδιατυπωμένους όρους πώλησης η συμβαλλόμενη της εκκαλούσας ” ………..” αποδέχθηκε τους όρους πώλησης που έθεσε η εκκαλούσα, μεταξύ των οποίων περιελήφθη καν όροι α) υπαγωγής της σύμβασης στο Ελληνικό δικαιο, β) αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων του Πειραιά, γ) συνευθύνης για την πληρωμή του τιμολογίου, εκτός του αγοραστή εμπόρου και καθενός από τους πλοιοκτήτες, διαχειριστές ναυλωτές ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενους το πλοίο αλλά και του ίδιου του πλοίου και δ) παρακράτησης της κυριότητας των καυσίμων από την εκκαλούσα, οι οποίοι όμως σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύουν την πλοιοκτήτρια και μη συμβαλλόμενη με την εκκαλούσα (και εδώ μη διάδικο) διότι δεν της είχαν ουδέποτε κοινοποιηθεί. Επομένως καμία αυτοτελής και ανεξάρτητη υποχρέωση της πλοιοκτήτριας προς καταβολή του τιμήματος στην αγοραπωλησία που κατάρτισε η εκκαλούσα δεν δημιουργήθηκε. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου πρώτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε ούτε ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η ήδη εφεσίβλητη εναγομένη είναι κυρία του προαναφερόμενου πλοίου και συνεπώς ο τέταρτος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Και τούτο διότι ναι μεν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την επικουρική βάση της αγωγής που αφορά την ευθύνη της εφεσίβλητης ως κυρία του πλοίου μέχρι της αξίας του πλοίου κατά άρθρο 84 του ΚΙΝΔ λόγω της έδρας αυτής στη Δανία αν και στο τμήμα δεύτερο άρθρο 9 του κανονισμού 1215/2012 ορίζεται ότι «Όταν, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, δικαστήριο κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για να κρίνει αγωγές αστικής ευθύνης που απορρέουν από χρησιμοποίηση ή εκμετάλλευση πλοίου (δηλαδή από εφοπλισμό), το δικαστήριο αυτό ή κάθε άλλο που το υποκαθιστά, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, εκδικάζει και τα αιτήματα σχετικά με τον περιορισμό αυτής της ευθύνης». Όμως επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη είναι κυρία του προαναφερόμενου πλοίου ο λόγος αυτός εφέσεως δεν είναι λυσιτελής, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς του δεν επέρχεται, ως αποτέλεσμα, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. άρθρο 520 του ΚΠολΔ). (ΕφΔωδ 81/2013,δημ. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222). Εκ περισσού να αναφερθεί ότι η έδρα της εφεσίβλητης στη ….. εδώ έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου με βάση τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. Β του ΑΚ αφού η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή και ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής και επομένως ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως (ΕφΠειρ 897/2004 δημ. νόμος), καθώς τα άρθρα 2 και 10 του κανονισμού 864/2007 δεν εφαρμόζονται αναφορικά με εταιρίες που εδρεύουν στη Δανία. Ομοίως δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι στην προκείμενη περίπτωση η εταιρεία «…….» (πολλώ δε μάλλον η εταιρεία «………..») ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων, αφού δεν υπέδειξε στην εφεσίβλητη ευκαιρία για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης ούτε μεσολάβησε στην κατάρτισή της, αλλά αγόρασε από την ενάγουσα καύσιμα, τα οποία μεταπώλησε. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Να σημειωθεί εξάλλου ότι στο πλαίσιο αυτό, στη διαδικασία παραλαβής καυσίμων στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδεμία ουσιαστική ανάμειξη είχε ο πλοίαρχος του προαναφερόμενου πλοίου, ο οποίος απλώς ενημερωνόταν σχετικά με το γεγονός της επικείμενης πετρέλευσης και ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωνε τον πρώτο μηχανικό, ώστε να ετοιμαστούν για την παλαβή των καυσίμων για λογαριασμό των ναυλωτών, στην αρμοδιότητα δε του τελευταίου ήταν η επιμέλεια της διαδικασίας παραλαβής των καυσίμων και υπογραφής του οικείου δελτίου παράδοσης. Η εξουσιοδότηση όμως που παρέχεται από την πλοιοκτήτρια στο μηχανικό του πλοίου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας αφορά μόνο τον έλεγχο, κατά την υπογραφή των δελτίων παράδοσης, των αναγραφομένων σ’ αυτά τεχνικών στοιχείων όπως του όγκου των παραδοθέντων καυσίμων, του τύπου, της θερμοκρασίας μέτρησης κ.ά και την αντίστοιχη καταμέτρηση των καυσίμων και όχι την ανάληψη για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του πλοιου οποιασδήποτε συμβατικής δέσμευσης έναντι του φυσικού προμηθευτή των καυσίμων, καθότι τα πληρώματα των πλοίων δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις διαπραγμάτευσης εμπορικών και νομικών όρων στην κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης, σε εκτέλεση των οποίων διεξάγονται οι εκάστοτε πετρελεύσεις. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο ότι ο πρώτος μηχανικός δεν δεσμεύει με την υπογραφή του την πλοιοκτήτρια ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου τρίτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Απορριπτέος και ως αλυσιτελής είναι και ο έκτος λόγος εφέσεως που αφορά το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας αφού η βασιμότητα του δεν επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης πέρα του ότι το ύψος του συμβατικού τόκου έχει ως όριο τις διατάξεις των άρθρων 293, 294 και 295 του ΑΚ και συνεπώς δεν είναι νόμιμο κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσοστό του νόμιμου συμβατικού τόκου.

Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας στην παρούσα έκκλητη δίκη, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 2.11.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3948/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό κατάθεσης ………../23.9.2015 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ………. ύψους 100 ευρώ που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεώς της.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ