Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 338/2019

 Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Πότε οφείλεται αποζημίωση χρήσης μισθίου ακινήτου.

Μείωση ποσού ποινικής ρήτρας, στοιχεία που πρέπει να συντρέχουν.

Μετά τη λήξη της μίσθωσης, αναζήτηση κοινόχρηστων δαπανών εκ μέρους του εκμισθωτή από τον μισθωτή, που παραμένει στο μίσθιο αυθαίρετα, με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Αναδοχή χρέους.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    338/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

             Φέρονται προς εκδίκαση οι εφέσεις με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Α) ………/23-2-2018 και Β) ………/23-2-2018, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 321/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614, 591 ΚΠολΔ), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, (όπως η ένδικη), έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1  ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, καθώς, ως προς τη δεύτερη ως άνω έφεση, η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 23-1-2018 (βλ σχετική επισημείωση, επί του αντιγράφου της, του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά .. …….) και η έφεση αυτή ασκήθηκε στις 22-2-2018, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώ ως προς την πρώτη ως άνω έφεση  δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκησή της και μέχρι αυτήν δεν έχει περάσει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας από τη δημοσίευσή της (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες των παραπάνω εφέσεων, αντίστοιχα, τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολα του δημοσίου, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, κάτω από τις προαναφερθείσες εκθέσεις κατάθεσης αυτών.

Στη  διάταξη  του άρθρου 601 Α.Κ. ορίζεται ότι ‘’ο  μισθωτής, για όσο χρόνο  παρακρατεί το μίσθιο μετά  τη λήξη   της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση  το συμφωνημένο  μίσθωμα,  χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να  απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία’’. Κατά  τη διάταξη  αυτή,  προϋποθέσεις  για  την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος,  ως  αποζημίωσης χρήσης  είναι η λήξη  της  μίσθωσης και η μετά ταύτα παράνομη παρακράτηση  του μισθίου  από τον μισθωτή, χωρίς να  ερευνάται  αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία  από  την καθυστέρηση  της  απόδοσης. Η άνω αποζημίωση δεν έχει το χαρακτήρα μισθώματος και ως εκ τούτου δεν υφίσταται κατά το νόμο δήλη ημέρα καταβολής της, ώστε να οφείλει ο μισθωτής μετά την παρέλευση της τόκους υπερημερίας (ΑΠ 565/1996 ΕλΔ 38.106). Ακόμη, στην περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτής δεν κατέβαλε κατά τη διάρκεια της παρακράτησης του μισθίου τις κοινόχρηστες δαπάνες, οι οποίες, κατά τον ρητά συμφωνηθέντα όρο της οικείας σύμβασης μίσθωσης, βαρύνουν αυτόν, τότε αυτές οφείλονται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και όχι ως συμφωνημένο μίσθωμα, δεδομένου ότι η σχετική συμφωνία καταβολής τους έπαψε να ισχύει μετά τη λήξη της μίσθωσης (Εφ.Αθ. 769/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκτός δε  από  την πιο πάνω αποζημίωση χρήσης, ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει  για  την  παρακράτηση του μισθίου και την αποκατάσταση κάθε άλλης περαιτέρω ζημίας κατά τις γενικές  διατάξεις περί υπερημερίας του οφειλέτη (άρθρα 343  επ. ΑΚ), η οποία έχει ως  προϋπόθεση  το πταίσμα του οφειλέτη, το οποίο τεκμαίρεται και την   ανυπαρξία  αυτού οφείλει να επικαλεσθεί κατ΄ ένσταση  και  αποδείξει  ο  οφειλέτης (άρθρα 336, 342 ΑΚ) για  να απαλλαγεί. Τέτοια ζημία  είναι συνήθως  το μίσθωμα,  το  οποίο  θα ελάμβανε  ο  εκμισθωτής  από  άλλο  μισθωτή, εάν του παραδιδόταν το μίσθιο κατά  τη λήξη  της μίσθωσης (ΑΠ 1512/2000, ΑΠ 762/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατά τα άρθρα 404 και 405 παρ. 1 του ΑΚ ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή,  χρηματικό ποσόν, για την περίπτωση που δεν θα  εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή,  η ποινή δε αυτή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια  να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 407 ΑΚ, αν η ποινή συμφωνήθηκε για την  περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης  εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει, εκτός από την ποινή που κατέπεσε και την εκπλήρωση της παροχής, έχει επίσης το δικαίωμα να  απαιτήσει  και την επί πλέον αποδεικνυόμενη ζημία, από τη  μη προσήκουσα εκπλήρωση. Οι διατάξεις, όμως, περί  ποινικής ρήτρας είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς είναι δυνατόν να  συμφωνηθεί ότι ο οφειλέτης, σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεών του, θα υποχρεούται να  καταβάλει προς τον δανειστή σωρευτικώς όχι μόνο την  συμφωνηθείσα ποινή, αλλά επί πλέον και αποζημίωση και  μάλιστα συγκεκριμένου ποσού. Επίσης, κατά τα άρθρα 230,  341 παρ. 1 και 342 ΑΚ, ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος  με μόνη την παρέλευση της προς εκπλήρωση της παροχής του συμφωνηθείσας ημέρας, εκτός αν η καθυστέρηση της  παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει  ευθύνη. Επομένως, αν ο δανειστής, επικαλούμενος υπερημερία του οφειλέτη περί την εκπλήρωση της παροχής,  ζητεί με την αγωγή του την καταβολή της καταπίπτουσας ποινής, καθώς και της συμφωνηθείσας αποζημίωσης, ο οφειλέτης, προς απαλλαγή του από τις συνέπειες της υπερημερίας, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, ότι η εμφανισθείσα καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα αυτού, αλλά σε ανωτέρα  βία, δηλ. σε τυχερό γεγονός που δεν μπορεί να προβλεφθεί  και να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και  σύνεσης, ή σε άλλο γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 409 παρ. 1 του ΑΚ, αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται  από το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, στο μέτρο που αρμόζει. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι το  δικαστήριο της ουσίας, στη διαμόρφωση της κρίσης του για το χαρακτήρα της ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης και στη  συνέχεια για το μέτρο που πρέπει να μειωθεί, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που συντρέχουν κατά περίπτωση, ιδίως δε το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της  αντιπαροχής του δανειστή,  την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που πλήγηκαν από την  αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής  παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του,  την  ενδεχόμενη ωφέλειά του από την μη εκπλήρωση της  παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα της αθέτησης και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή (ΑΠ 981/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 762/2000, ο.π).

Περαιτέρω, το χρηματικό ποσό, το οποίο κατά την έναρξη της σύμβασης μίσθωσης δίνεται από το μισθωτή στον εκμισθωτή και το οποίο στις συναλλαγές αποκαλείται “εγγύηση”, διέπεται ως προς τη λειτουργία του και ιδίως την τύχη του από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών (άρθρο 361 ΑΚ) γιατί αυτό είναι δυνατόν να δόθηκε για εξασφάλιση του μισθώματος και μάλιστα ως προκαταβολή αυτός ή ως αρραβώνας υπό μια μορφή του (επιβεβαιωτικός ή για κάλυψη της ζημίας λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης) είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία. Συνήθως δίνεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή (άρθρο 416 ΑΚ) του ίδιου του (ενδεχόμενου) οφειλέτη μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σ` αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας. ΄Οπως προαναφέρθηκε, ο σκοπός για τον οποίο δίνεται η εγγυοδοσία είναι βασικά η εξασφάλιση του εκμισθωτή για την καλή εκτέλεση της σύμβασης εκ μέρους του μισθωτή. Η εξασφάλιση αυτή περιλαμβάνει : α) ζημίες από φθορές στο μίσθιο (συνήθως φθορές πέρα από τη συνήθη χρήση), β) πληρωμή δαπανών τις οποίες υποχρεούνται να καταβάλει ο μισθωτής (κοινόχρηστα, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, τηλέφωνο κλπ.), γ) καταβολή μισθωμάτων, χαρτοσήμου, τόκων, δ) πληρωμή τυχόν συμφωνημένων ποινών και γενικά, οποιαδήποτε χρηματική αξίωση του εκμισθωτή κατά του μισθωτή, που προέρχεται από τη λειτουργία της συγκεκριμένης μισθωτικής σύμβασης, ε) ποινική ρήτρα για την περίπτωση μη εκπλήρωσης ή ατελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του μισθωτή. (ΑΠ 411/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1438/1997 ΕλΔ 39.114, 379). Αν ο μισθωτής επιδιώκει την επιστροφή της εγγύησης, οφείλει να εκθέσει στην αγωγή το λόγο για τον οποίο δόθηκε, άλλως είναι αόριστη (Εφ.Αθ. 1325/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 455 επ. και 471 του ΑΚ, συνάγεται ότι η μεταβίβαση ολόκληρης της μισθωτικής σχέσης από το μισθωτή προς τρίτο, εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 12 του ίδιου π.δ. 34/1995 περιπτώσεων, γίνεται με το συνδυασμό εκχώρησης και αναδοχής χρέους, ύστερα από συναίνεση του εκμισθωτή. Με την εκχώρηση μεταβιβάζεται η σχέση με την ενεργητική της μορφή και με την αναδοχή χρέους με την παθητική της μορφή (ΑΠ 1177/2015, ΑΠ 1099/2015, ΑΠ 1245/2010, ΑΠ 561/ 2010). Μόνη η σύμβαση μεταξύ μισθωτή και τρίτου για μεταβίβαση προς τον δεύτερο της μισθωτικής σχέσης, χωρίς συναίνεση του εκμισθωτή, δεν καθιστά τον τρίτο μισθωτή στη σχέση αυτή και, συνεπώς, ο τελευταίος δεν αποκτά κανένα δικαίωμα από τη μίσθωση έναντι του εκμισθωτή. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι βασικό αποτέλεσμα της μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης είναι ότι επέρχεται ειδική διαδοχή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής. Ο μισθωτής αποξενώνεται από τη μίσθωση και στη θέση του υπεισέρχεται ο τρίτος. Επομένως, κύριο χαρακτηριστικό της μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης είναι η αλλοίωση υποκειμενικώς αυτής, η οποία εξακολουθεί πλέον να λειτουργεί με μισθωτή τον τρίτο, προς τον οποίο μεταβιβάστηκε η σχέση (ΑΠ 640/2016, ΑΠ 33/2014, ΑΠ 1957/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν απαγορεύεται, όμως, από το νόμο να συμφωνηθεί μεταξύ του εκμισθωτή και του μισθωτή ότι ο τελευταίος και μετά τη μεταβίβαση θα ευθύνεται εις ολόκληρο με τον τρίτο (νέο μισθωτή) για όλες ή μερικές από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μισθωτική σύμβαση, κατ’ άρθρ. 361 και 477 ΑΚ (ΑΠ 640/2016, ΑΠ 133/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες στην υπό στοιχείο Α έφεση και εφεσίβλητοι στην υπό στοιχείο Β έφεση, εξέθεταν στην ως άνω από 4-7-2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …../2016, αγωγή τους, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι συνεκμίσθωσαν, σε ποσοστό 1/2, εξ αδιαιρέτου έκαστος, στον δεύτερο εναγόμενο, δυνάµει του από 20-12-2012 ιδιωτικού συµφωνητικού, τις περιγραφόμενες στην αγωγή οριζόντιες ιδιοκτησίες (υπό στοιχείο Γ1 διαμέρισμα, υπό στοιχείο ΑΠ4 αποθήκη και δύο θέσεις στάθμευσης), που βρίσκονται σε πολυκατοικία επί των οδών ……… στη …. Αττικής, έναντι µηνιαίου µισθώµατος 650 ευρώ, για χρονικό διάστηµα δύο ετών και συγκεκριµένα από 1-1-2013 έως 31-12-2015, µε δικαίωµα παράτασης της µίσθωσης για ένα ακόµη έτος. Ότι, με βάση τα οριζόμενα στο παραπάνω ιδιωτικό συµφωνητικό, συµφώνησαν να βαρύνουν το µισθωτή, οι κοινόχρηστες δαπάνες που αφορούν το μίσθιο, οι δαπάνες υπηρεσιών κοινωφελών οργανισµών, τα τέλη και κάθε δαπάνη, που κατά το νόµο, βαρύνει τους µισθωτές. Ότι, στο ίδιο ως άνω ιδιωτικό συµφωνητικό ορίστηκε ότι κατά την µε οποιοδήποτε τρόπο λήξη της µίσθωσης, ο µισθωτής υποχρεούται, χωρίς όχληση, να τους αποδώσει τη χρήση του µισθίου, διαφορετικά θα υποχρεούται να τους καταβάλει: α) αποζηµίωση για τη χρήση του µισθίου, β) ποσό ίσο µε το 1/10 του µισθώµατος ως ποινική ρήτρα για κάθε ηµέρα καθυστέρησης και γ) απαζηµίωση για οποιαδήποτε αιτία και κυρίως για κάθε ζηµία εξαιτίας της µη έγκαιρης απόδοσης του µισθίου, ενώ στον όρο 13 του συμφωνητικού αναφέρεται ότι, για οποιαδήποτε διαφορά απορρέουσα από τη µεταξύ τους µισθωτική σχέση, αρµόδια θα είναι τα δικαστήρια του Πειραιώς. Ότι ο δεύτερος εναγόµενος, κατ΄ εφαρµογή των διατάξεων περί εκχώρησης (455 επ.ΑΚ) και αναδοχής χρέους (471 επ. ΑΚ) µεταβίβασε την ένδικη µισθωτική σχέση στην πρώτη εναγόμενη, όταν δε αυτοί (ενάγοντες) περί τα τέλη Ιανουαρίου του έτους 2013 έμαθαν για τη µεταβίβαση αυτή, την ενέκριναν, έκτοτε δε συναλλάσσονταν µε την πρώτη εναγοµένη ως µισθώτρια, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, ενώ στις 31-12-2015, έληξε τόσο ο συµβατικός όσο και ο νόµιµος χρόνος της ένδικης µίσθωσης, εντούτοις, η πρώτη εναγόμενη, παρά τις οχλήσεις τους, παρέµεινε στο µίσθιο µέχρι τις 8-5-2016, οπότε και τους παρέδωσε τα κλειδιά, χωρίς, όμως, να καταβάλει κατά τα οριζόμενα στο ως άνω µισθωτήριο, την προβλεπόµενη αποζηµίωση χρήσης και χωρίς να εξοφλήσει τους λογαριασµούς κοινοχρήστων και κοινωφελων οργανισµών. Ζητούσαν δε ακολούθως (οι ενάγοντες), να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, ο καθένας εξ΄αυτών εις ολόκληρο, να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων: α) ως αποζηµίωση χρήσης του μισθίου για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2016 έως 8-5-2016, το ποσό των 1.386,67 ευρώ, β) ως ποινική ρήτρα, λόγω καθυστέρησης παράδοσης του µισθίου το ποσό των 4.192,50 ευρώ (65 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης, όπως προβλέπεται στο προαναφερθέν μισθωτήριο) και γ) για οφειλόµενες δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύµατος, ύδατος, κοινοχρήστων δαπανών και θέρµανσης, το ποσό των 611,01 ευρώ, όπως περαιτέρω τα ποσά αυτά αναλύονται στην αγωγή,  με το νόμιμο τόκο, από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής µέχρι την εξόφληση.

Οι αντενάγοντες – εναγόμενοι στην κύρια αγωγή και ήδη εκκαλούντες στη (Β) έφεση και εφεσίβλητοι στην (Α) έφεσή, εξέθεταν στην ως άνω από 13-10-2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …../2016 ανταγωγή τους, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι οι αντεναγόμενοι, δυνάµει του προαναφερθέντος από 20-12-2012 ιδιωτικού συµφωνητικού, εκµίσθωσαν στον δεύτερο εξ αυτών, το αναφερόμενο στην ανταγωγή (και στην κύρια αγωγή) διαμέρισμα, μαζί με υπόγεια αποθήκη και δύο θέσεις στάθμευσης, ευρισκομένων σε πολυώροφη οικοδομή επί των οδών …….. στη ….., για χρονικό διάστηµα δύο ετών και συγκεκριµένα από 1-1-2013 έως 31-12-2014 έναντι µηνιαίου µισθώµατος ανερχόµενου στο ποσό των 650 ευρώ, προκειµένου αυτός να το χρησιµοποιήσει ως κατοικία. Ότι, τον Ιανουάριο του 2013 ο δεύτερος αντενάγων – δεύτερος εναγόμενος στην κύρια αγωγή, παραχώρησε στην πρώτη αντενάγουσα – πρώτη εναγόμενη στην κύρια αγωγή, κατ’ άρθρο 593 ΑΚ, τη χρήση των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών, γεγονός για το οποίο έλαβαν άµεσα γνώση, χωρίς να φέρουν αντίρρηση, οι αντενανόµενοι µε αποτέλεσµα να καταρτισθεί µεταξύ των συµβαλλοµένων της ως άνω µισθωτικής σχέσης νέα σιωπηρή συµφωνία, τροποποιητική του από 20-12-2012 ιδιωτικού συµφωνητικού, που απαγόρευε ρητά στο άρθρο 5 την υπεκµίσθωση και την παραχώρηση της χρήσης του µισθίου σε τρίτον. Ότι, έκτοτε η πρώτη αντενάγουσα έκανε χρήση του µισθίου και συναλλάσσονταν µε τους αντεναγόμενους στο όνοµα και για λογαριασµό του δευτέρου αντενάγοντος, που κατοικούσε πλέον μόνιμα στην Κύπρο. Ότι, κατόπιν συνεννόησης µε τον πρώτο αντεναγόµενο, γεγονός για το οποίο έλαβε γνώση ο δεύτερος αντεναγόµενος, η πρώτη αντενάγουσα προέβη, με δικές της δαπάνες, στις αναφερόµενες στο δικόγραφο της ανταγωγής, εργασίες στο µίσθιο για να το καταστήσει κατάλληλο προς τακτική χρήση. Ότι, στις 31-12-2014, έληξε ο συµβατικός χρόνος της µίσθωσης, οπότε αυτή συνεχίστηκε σιωπηρά ως αορίστου χρόνου. Ότι, στις αρχές του έτους 2016, ο πρώτος αντεναγόµενος ενηµέρωσε την πρώτη αντενάγουσα ότι επιθυµούσε τη λύση της µεταξύ τους µίσθωσης, διότι προτίθετο να παραχωρήσει τη χρήση του µισθίου στη θυγατέρα του, που επρόκειτο να τελέσει γάμο. Συµφώνησαν δε το µίσθιο να αποδοθεί στις 7-5-2016, όπως και έγινε. Ότι, η πρώτη αντενάγουσα, απεγκατέστησε και παρέλαβε τις αναφερόµενες στο δικόγραφο κατασκευές από το µίσθιο, ενώ σε αυτό έχουν παραμείνει και έτερες κατασκευές συνολικής αξίας 5.745 ευρώ, οι οποίες είναι επωφελείς και αυξάνουν την αξiα του. Ότι η  πρώτη αντενάγουσα, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της δεν αποτέλεσε συµβαλλόµενο µέρος της ένδικης µισθωτικής σχέσης, παρά µόνο έκανε χρήση του µισθiου στο πλαίσια της παραχωρηθεiσας αυτής από τον δεύτερο αντενάγοντα, δικαιούται να αναζητήσει τις ως άνω δαπάνες με βάση τις διατάξεις περi διοiκησης αλλοτρiων (άρθρα 730 επ.,736 ΑΚ), ενώ περαιτέρω, κατά τη λύση της µισθωτικής σχέσης και την απόδοση του µισθίου δεν επεστράφη από τους αντεναγόμενους στον δεύτερο αντενάγοντα η καταβληθείσα εγγύηση καλής χρήσης του µισθίου εκ ποσού 1.300 ευρώ, που είχε καταβληθεi κατά την κατάρτιση της µισθωτικής σύµβασης. ‘Ότι, προς διευκόλυνση των αντεναγόμενων, η πρώτη αντενάγουσα ενεργώντας στο όνοµα και για λογαριασµό του δεύτερoυ αντενάγοντος κατέβαλε, με δαπάνες της, το αναλογούν στο µίσθιο ΕΕΤΗΔΕ του έτους 2013 εκ ποσού 734 ευρώ, το οποiο αυτός δικαιούται να αναζητήσει καθόσον δεν βαρυνόταν με αυτό ούτε εκ του νόµου, αλλά ούτε και συµβατικά. Ζητούσαν, ακολούθως, οι αντενάγοντες: α) να υποχρεωθούν οι αντεναγόµενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλουν εις ολόκληρο σε έκαστο εξ αυτών, το ποσό των 2,872,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο  από την εποµένη της επίδοσης της ανταγωγής µέχρι την εξόφληση, β) να υποχρεωθεί έκαστος των αντεναγόμενων να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα ως µισθωτή 1) το ποσό των 650 ευρώ, που αφορά την εγγύηση που καταβλήθηκε, βάσει του όρου 4 του ως άνω από 20-12-2012 ιδιωτικού συµφωνητικού, καθώς και 2) το ποσό των 367 ευρώ, που αφορά το ΕΕΤΗΔΕ του έτους 2013, και συνολικά το ποσό των 2.034,40 ευρώ με το νόμιμο επίσης τόκο, ως ανωτέρω.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 321/2018) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδίκασε την αγωγή και την ανταγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών Ακολούθως, απέρριψε την ανταγωγή ως απαράδεκτη καθώς επίσης (απέρριψε) την κύρια αγωγή ως νομικά αβάσιμη ως προς το δεύτερο εναγόμενο, ενώ έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νομικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη, πλην του υπό στοιχ. γ αιτήματός της περί καταβολής κοινοχρήστων δαπανών, το οποίο ορθά απέρριψε ως νομικά αβάσιμο, παρά τα όσα αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες με τον δεύτερο λόγο της ως άνω, υπό στοιχείο Α, έφεσής τους, διότι οι δαπάνες αυτές έπρεπε να αναζητηθούν, εφόσον πρόκειται για δαπάνες που αφορούν το διάστημα μετά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης και σε περίοδο που, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, παρέμενε αυθαίρετα η εναγόμενη στο μίσθιο, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Στη συνέχεια, (το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή (ως προς την πρώτη εναγόμενη) κι ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι από την εκτίμηση του δικογράφου της κύριας αγωγής, συνάγεται, όπως προαναφέρθηκε, ότι οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να καταβάλλουν σε αυτούς (ενάγοντες) εξ ημισείας, τα αναγραφόμενα στην αγωγή ποσά. Δεν ζητούν να τα καταβάλουν οι εναγόμενοι τόσο από κοινού και εις ολόκληρο όσο και εξ ημισείας, όπως επίσης αβασίμως υποστηρίζουν οι τελευταίοι (εναγόμενοι – αντενάγοντες)  με τον τρίτο λόγο της (υπό στοιχείο Β) έφεσής τους.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται τόσο οι ενάγοντες – εκκαλούντες, με την ένδικη υπό στοιχείο (Α) ως άνω έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σε αυτήν, πλην του ως άνω ήδη απαντηθέντος, και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ως άνω αγωγή τους, όσο και οι εναγόμενοι – εκκαλούντες – αντενάγοντες με την υπό στοιχείο (Β) ως άνω έφεσή τους, επίσης για τους λόγους που εκθέτουν σε αυτήν, πλην του ως άνω ήδη απαντηθέντος, και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η αγωγή των αντιδίκων τους και να γίνει δεκτή η ανταγωγή τους.

Σχετικά με την ανταγωγή, λεκτέα είναι τα εξής. Ως προς το αίτηµα της πρώτης αντενάγουσας, περί καταβολής από τους αντεναγόμενους, με βάση τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων, του ποσού των 2.872,50 ευρώ, το οποίο αυτή δαπάνησε για τις αναφερόμενες στην ανταγωγή εργασίες, που πραγματοποιήθηκαν στο μίσθιο, η ανταγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, κατ’ άρθρο 268 παρ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη διάταξη του οποίου ‘’δεν μπορεί να ασκηθεί ανταγωγή για υπόθεση που υπάγεται σε ειδική διαδικασία, αν η αγωγή δικάζεται κατά τη γενική ή άλλη διαδικασία και αντίστροφα’’. Ειδικότερα, ενόψει ότι η ίδια η αντενάγουσα αναφέρει στο δικόγραφο της ανταγωγής της, ότι δεν ήταν αυτή μισθώτρια της ένδικης μίσθωσης, αλλά ο δεύτερος αντενάγων, η διαφορά αυτή δεν δικάζεται κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (µισθωτικών) διαφορών, με την οποία δικάζεται η κύρια αγωγή, αλλά κατά την τακτική διαδικασία. Ο ισχυρισμός που προβάλλει με τον δεύτερο λόγο της ένδικης (υπό στοιχείο Β) έφεσής της, ότι δηλ. για την οικονομία της δίκης, μπορεί να εισαχθεί η ως άνω διαφορά και στην παρούσα ειδική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς η προαναφερθείσα διάταξη είναι ρητή ως προς τη σχετική απαγόρευση.  Εξάλλου, με τον  πρώτο λόγο της ως άνω έφεσης, η αντενάγουσα υποστηρίζει, ότι, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά την εξέταση της κύριας αγωγής, δέχθηκε ότι η μισθωτική σχέση μεταβιβάστηκε στην εναγόμενη – αντενάγουσα από τον αρχικό μισθωτή – εναγόμενο – αντενάγοντα, αντιφατικά απέρριψε την ανταγωγή της, ως απαράδεκτη κατά τα ανωτέρω. Όμως, κι αυτός ο λόγος της (Β) έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το παραδεκτό της αγωγής, η εξέταση του οποίου προηγείται, κρίνεται από τα αναφερόμενα στο δικόγραφο αυτής, (όπου, εν προκειμένω, η αντενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι είναι μισθώτρια) και όχι από τα τυχόν αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην κατ΄ουσία εξέταση της υπόθεσης. Ακόμη, ορθά απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η ανταγωγή κι ως προς τον δεύτερο αντενάγοντα λόγω αοριστίας, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς αυτού στους σχετικούς λόγους της Β΄ έφεσης (πρώτο και δεύτερο)  που αφορούν το πρόσωπό του, ως προς τα αιτήματά της περί καταβολής α) του ποσού των 1.300 ευρώ που αφορά την καταβληθείσα εγγύηση, δυνάμει του υπ΄αρ. 4 όρου του ως άνω από 20-12-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης και β) του ποσού των 734 ευρώ, που αφορά το ΕΕΤΗΔΕ του έτους 2013. Τα αιτήματα αυτά είναι αόριστα, διότι δεν προσδιορίζεται επαρκώς στην ανταγωγή, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ο λόγος για τον οποίο καταβλήθηκε ως εγγύηση το ως άνω ποσό (δηλ. ως προκαταβολή μισθώματος, επιβεβαιωτικός αρραβώνας, συμβατική εγγυοδοσία, ποινική ρήτρα, αποκατάσταση ζημιών από τη μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων κ.α), ενώ σχετικά με ποσό του ΕΕΤΗΔΕ, δεν αναφέρονται επαρκή στοιχεία για το τί ακριβώς αφορά αυτό και κυρίως για τη νομική θεμελίωση του αιτήματος. Τέλος, και το αίτημα του δεύτερου αντενάγοντος περί καταβολής σε αυτόν το προαναφερθέν ποσό των 2.872,50 ευρώ, για τις δαπάνες που έγιναν στο μίσθιο, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησής του, καθώς, από το ίδιο το περιεχόμενο της ανταγωγής, δεν προκύπτει ότι αυτός είναι φορέας του εν λόγω δικαιώματος. Πιο συγκεκριμένα, όπως σωστά κρίθηκε και αιτιολογήθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν ισχυρίζεται ότι οι ένδικες δαπάνες έγιναν από τον ίδιο ή έστω κατ’ εντολή του και για λογαριασμό του ως μισθωτή,  αλλά αναφέρεται ότι πρόκειται για δαπάνες στις οποίες προέβη η πρώτη αντενάγουσα οτα πλαίσια της παραχωρηθείσας από αυτόν χρήσης του μισθίου. Οπότε και ο σχετικός (τρίτος) και τελευταίος λόγος που αφορά στο πρόσωπό του, της υπό στοιχείο Β έφεσης, πρέπει να απορριφθεί.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ……. και ………., αντίστοιχα, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, που δεν αμφισβητείται η γνησιότητα τους (444, 445 ΚΠολΔ), των υπ’ αρ. … και …./21-10-2016 ενόρκων βεβαιώσεων των …… και ……., αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει η εναγόμενη – αντενάγουσα και λήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών ….., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως προκύπτει από τις υπ’αρ. …. και …..-10-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., καθώς και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:

Στις 20-12-2012 υπογράφηκε μεταξύ των εναγόντων – ως συνεκμισθωτών, σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστου, και του δεύτερου εναγόμενου …….. ως μισθωτή, το από 20-12-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης του υπό στοιχ. στοιχ. Γ1 διαµερίσματος εµβαδού 210 τ.µ, μαζί με την υπό στοιχ. ΑΠ 4 υπόγεια αποθήκη εµβαδού 3,65 τ.µ και δύο θέσεις στάθµευσης εµβαδού 12,50 τ.µ, ευρισκομένων σε πολυώροφη οικοδοµή εντός οικοπέδου επί των οδών …….. στη …., έναντι µηνιαίου µισθώµατος 650 ευρώ για χρονικό διάστηµα δύο ετών και συγκεκριµένα από 1-1-2013 έως 31-12-2015, µε δικαίωµα παράτασης της µίσθωσης για ένα ακόµη έτος, κατά τους αναφερόµενους στο µισθωτήριο όρους, ώστε, ο ως άνω μισθωτής να το χρησιµοποιήσει ως κατοικία του. Κατά την κατάρτιση του μισθωτηρίου αυτού, δεν ήταν παρών ο ως άνω μισθωτής, αλλά η αδερφή του – πρώτη εναγόμενη, η οποία δήλωσε στους ενάγοντες – εκμισθωτές, ότι η μίσθωση δεν αφορούσε την ίδια αλλά τον εν λόγω αδερφό της, που είναι πιλότος της πολιτικής αεροπορίας και ταξιδεύει συχνά, υπέγραψε δε το μισθωτήριο στο όνομά του. Λίγες ημέρες, όμως, μετά και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2013, οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν από κατοίκους της παραπάνω πολυκατοικίας ότι στο ένδικο μίσθιο διαµέρισµα είχε εγκατασταθεί και κατοικούσε η πρώτη εναγόμενη κατά παράβαση του όρου 5 του µισθωτηρίου, το οποίο απαγόρευε τόσο την υπεκµίσθωση όσο και την παραχώρηση της χρήσης του µισθίου σε τρίτους. Στη συνέχεια, η η πρώτη εναγοµένη δήλωσε στους ενάγοντες ότι η µίσθωση ουσιαστικά αφορούσε την ίδια, καθώς ο αδερφός της – δεύτερος εναγόμενος διέµενε για επαγγελµατικούς λόγους στην Κύπρο και κατά τις επισκέψεις του στην Ελλάδα κατοικούσε σε έτερο ακίνητό της επί της οδού …. στη ….., ενώ, συγχρόνως τους γνωστοποίησε ότι για φορολογικούς λόγους δεν επιθυµούσε στο µισθωτήριο να αναγράφεται αυτή ως µισθώτρια, γι αυτό συνήφθη στο όνομα του δεύτερου εναγόμενου. Προκειμένου δε να πείσει τους ενάγοντες να δεχθούν ότι η μίσθωση ισχύει γι αυτήν και όχι για τον αδερφό της, όπως πίστευαν και είχε συμφωνηθεί αρχικά, τους πρότεινε να τους προκαταβάλλεται το σύνολο των µισθωµάτων κάθε έτους, πράγμα μάλιστα που πραγματοποιήθηκε, διά του ………., στενού της φίλου και συνεργάτη, που είχε προβεί, κατ΄εντολή της πρώτης εναγόμενης, στην ανεύρεση του μισθίου και στις αρχικές διαπραγματεύσεις με τους εκμισθωτές – ενάγοντες και ο οποίος τους προκατέβαλε όλα τα μισθώματα του έτους 2013. Από τα αναφερόμενα στην ίδια την αγωγή από τους ενάγοντες, αλλά και από τα όσα προέκυψαν από τα αποδεικτικά στοιχεία, επήλθε μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στην πρώτη εναγόμενη με την έννοια της ειδικής διαδοχής αυτής στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της σχέσης, δυνάμει στερητικής αναδοχής χρέους του δεύτερου εναγόμενου – φερόμενου ως αρχικού μισθωτή, με τη συναίνεση, των εναγόντων – εκμισθωτών, όπως απαιτείται, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σχετική μείζονα σκέψη. Πιο συγκεκριμένα, ο αρχικός μισθωτής – δεύτερος εναγόμενος αποξενώθηκε από τη μίσθωση και στη θέση του υπεισήλθε πλέον η πρώτη εναγόμενη – πραγματική μισθώτρια. Από κανένα δε στοιχείο δεν αποδείχθηκε ούτε συνάγεται από τα ίδια τα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών, ο δεύτερος εναγόμενος και μετά τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης, να ευθύνεται εις ολόκληρο με τη νέα μισθώτρια – πρώτη εναγόμενη για όλες ή μερικές από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μισθωτική σύμβαση, δηλ. ότι επρόκειτο για σωρευτική αναδοχή χρέους, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της ένδικης, υπό στοιχείο Α, έφεσής τους, ούτε ότι  απλώς ο δεύτερος εναγόμενος παραχώρησε τη χρήση στην πρώτη εναγόμενη και παρέμεινε αυτός μισθωτής έναντι των εναγόντων, όπως επίσης αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Αντίθετα, οι ενάγοντες συναίνεσαν στο ότι πλέον μισθώτρια θα είναι η πρώτη εναγόμενη και συναλλάσονταν στο εξής αποκλειστικά με αυτήν, παρά το γεγονός ότι η τελευταία, για φορολογικούς λόγους, δεν ήθελε να εμφανίζεται τυπικά ως μισθώτρια.

Περαιτέρω, προέκυψε ότι η μίσθωση από τον Ιανουάριο του έτους 2013, εξελίχθηκε οµαλά µεταξύ των εναγόντων και της πρώτης εναγοµένης – μισθώτριας κατά τα ανωτέρω, μέχρι την 31- 12- 2015, οπότε και έληξε η μίσθωση σύμφωνα με τη διάρκειά της και την παράταση αυτής σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ως άνω συμφωνητικό. Οι ενάγοντες είχαν  ενημερώσει την εναγόμενη ότι δεν επιθυμούσαν τη συνέχιση της μίσθωσης, καθώς είχαν αποφασίσει να διανείμουν τα ακίνητα συγκυριότητάς τους και ο πρώτος εξ αυτών,  ο οποίος θα ελάμβανε από τη διανομή αυτή τις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες, προτίθετο να παραχωρήσει τη χρήση τους στην θυγατέρα του που επρόκειτο να τελέσει γάµο. Η εναγόμενη, όμως, επικαλούμενη δυσχέρεια να ανεύρει έτερο διαμέρισμα που να ικανοποιεί τις προτιμήσεις της, παρέµεινε στο µίσθιο και μετά τη λήξη της εν λόγω μίσθωσης µέχρι και τις 7-5-2016, οπότε παρέδωσε τη χρήση του στους ενάγοντες και αποχώρησε από αυτό. Για το διάστημα που παρέμεινε η εναγόμενη στο μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, (ήτοι από 1-1-2016 έως 7-5-2016) κατά τα προεκτεθέντα, οφείλεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, αποζημίωση χρήσης αυτού, ίση με το καταβαλλόμενο μίσθωμα και συνολικά (για 4 μήνες και 7 ημέρες) το ποσό των 2.773,76 ευρώ (1.386,88 ευρώ σε έκαστο από τους ενάγοντες). Επίσης, με τον ίδιο ως άνω όρο του ιδιωτικού αυτού συμφωνητικού προβλέπονταν και η καταβολή εκ μέρους του μισθωτή ποινικής ρήτρας ποσού 1/10 επί του μισθώματος (δηλ. 65 ευρώ) για κάθε ημέρα καθυστέρησης παράδοσης του μισθίου μετά τη λήξη της σύμβασης. Εντούτοις, το ως άνω ποσό, κρίνεται δυσανάλογα μεγάλο, συγκριτικά με το µηνιαίο µίσθωµα, το οποίο κατά τη διάρκεια της σύμβασης ανέρχονταν στο ποσό των 650 ευρώ,  ήτοι 21,67 ευρώ ηµερησίως, σύμφωνα δε με τα συναλλακτικά ήθη, η ποινική ρήτρα στην περίπτωση της αποζηµίωσης χρήσης ανέρχεται στο διπλάσιο του µισθώµατος και όχι στο τριπλάσιο, όπως εν προκειμένω, λαμβανομένων, ακόμη, υπόψη και των λοιπών συνθηκών στην ένδικη περίπτωση ότι δηλ. η µισθώτρια καθ’όλη τη διάρκεια της µίσθωσης ήταν συνεπής στις συµβατικές της υποχρεώσεις, καθώς επίσης ότι δεν προκύπτει ότι οι ενάγοντες – εκμισθωτές υπέστησαν ιδιαίτερη ζημία από την καθυστέρηση παράδοσης σε αυτούς του μισθίου σε συνδυασμό με την ωφέλεια που είχε η εναγόμενη από την καθυστέρηση αυτή. Εποµένως, πρέπει, γενοµένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, της σχετικής νόμιμης (άρθρο 409 ΑΚ) ένστασης της πρώτης εναγόμενης και συνεκτιμώντας κατά τα προαναφερθέντα, το δικαστήριο, το μεγάλο μέγεθος της ποινής σε σχέση με την αξία της αντιπαροχής των εκμισθωτών, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του εκμισθωτών, που πλήγηκαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης της μισθώτριας και το βαθμό του πταίσματός της σε συνδυασμό με την επικρατούσα οικονομική κρίση, να µειωθεί η εν λόγω ποινική ρήτρα στο προσήκον μέτρο και συγκεκριμένα από το ποσό των 65 ευρώ ηµερησίως στο ποσό των 45 ευρώ, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη. Επομένως οφείλει να καταβάλει, η εναγόμενη στους ενάγοντες, για την αιτία αυτή το ποσό των 5.760 ευρώ συνολικά (45 ευρώ χ 128 ημέρες)  ήτοι 2.880 ευρώ σε καθέναν από τους ενάγοντες. Ο τρίτος δε και τελευταίος λόγος της έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο αυτοί υποστηρίζουν ότι η εν λόγω ένσταση της εναγόμενης περί μείωσης της ποινικής ρήτρας στο προσήκον μέτρο, κατ΄ άρθρο 409 ΑΚ, είναι αόριστη, άλλως μη νόμιμη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εναγόμενη επικαλείται σε αυτήν (ένσταση) τα απαιτούμενα περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της υπέρμετρης ποινικής Ρήτρας και συνακόλουθα της μείωσης αυτής στο μέτρο που πρέπει, και ειδικότερα, το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή (εναγόντων), τα συνήθως συμβαίνοντα στην αγορά των μισθώσεων, το ότι οι ενάγοντες δεν υπέστησαν βλάβη, κ.λπ. Αποδείχθηκε δε, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, ότι η εν λόγω ένσταση τυγχάνει και ουσιαστικά βάσιμη.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφαση του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την κύρια αγωγή ως νομικά αβάσιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ενώ έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή αυτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη και απέρριψε την ανταγωγή ως απαράδεκτη, όπως αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο  και εκτίμησε τις αποδείξεις, αντίθετα με τα όσα αβασίμως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τις ένδικες εφέσεις τους, αντίστοιχα. Συνεπώς, οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει ν΄ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Η δε δικαστική δαπάνη για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο, των κατατεθέντων, από τους εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων, παραβόλων, λόγω της ήττας τους (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις εφέσεις με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Α) ………/23-2-2018 και Β) ……./23-2-2018, κατά της υπ’αρ. 321/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.     

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις .

Απορρίπτει τις εφέσεις στην ουσία.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο, των κατατεθέντων, από τους εκκαλούντες των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, παραβόλων.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Ιουνίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            H  ΓPAMMATEAΣ