Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 316/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός  316/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

……………

           Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 2833/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικού Τμήματος), που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 3 και 621 επ. Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 7-6-2017 και με ΓΑΚ …../9-6-2017 και ΕΑΚ …../9-6-2017 αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης διενεργήθηκε στις 27-7-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/27-7-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) και η κατάθεση της έφεσης στις 25-7-2018 (βλ. την υπ’ αρ. …./25-7-2018 σχετική έκθεση της γραμματέως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), καθώς και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1Κ.Πολ.Δ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).            Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες Ουκρανοί ναυτικοί, με την προαναφερθείσα αγωγή τους, όπως αυτή διευκρινίστηκε παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και εκτιμάται από το Δικαστήριο, εξέθεσαν ότι, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας μεταξύ εκάστου εξ αυτών και της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, οι οποίες καταρτίστηκαν, μέσω τοπικού πράκτορα πληρωμάτων στην Ουκρανία, στις αναφερόμενες ημερομηνίες που ανάγονται στα έτη 2015 και 2016, προσλήφθηκαν και στη συνέχεια ναυτολογήθηκαν, υπό την ειδικότητα του υποπλοιάρχου ο πρώτος, του ηλεκτρολόγου ο δεύτερος, του τεχνίτη – εφαρμοστή ο τρίτος, του μάγειρα ο τέταρτος και του θαλαμηπόλου ο πέμπτος, στο υπό σημαία Λιβερίας αλλά ουσιαστικά ελληνικών συμφερόντων φορτηγό πλοίο «F. N.». Ότι τον εφοπλισμό του πλοίου αυτού ασκούσε η δεύτερη εναγόμενη και ανήκε αυτό στην κυριότητα της πρώτης εναγόμενης, η οποία τυπικά εδρεύει στη Λιβερία, αλλά πραγματικά στην Ελλάδα (Πειραιά), όπου είχε την εγκατάστασή της η δεύτερη εναγομένη. Ότι η τελευταία είχε όλη τη διαχείριση, διοίκηση και εκμετάλλευση του πλοίου, ενώ η πρώτη εναγόμενη δεν είχε αναπτύξει καμία συναλλακτική οργάνωση και δράση, ούτε είχε δικό της γραφείο ή εγκατάσταση ή υπαλλήλους, ενώ η πραγματική έδρα της βρισκόταν στα γραφεία της δεύτερης εναγομένης στον Πειραιά. Ότι οι ίδιοι παρείχαν προσηκόντως τη σχετική εργασία τους στο άνω πλοίο, αντί των αναφερομένων συμφωνηθέντων μηνιαίων αποδοχών, από την ως άνω ημέρα της ναυτολόγησής τους μέχρι την 23-2-2017, οπότε και αποναυτολογήθηκαν στο Ομάν, χωρίς να τους καταβληθούν έκτοτε οι αναφερόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η πρώτη ως κυρία του άνω πλοίου και η δεύτερη ως εφοπλίστρια αυτού, άλλως, όλως επικουρικά (σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτό ότι η δεύτερη εναγόμενη ήταν εφοπλίστρια του πλοίου), η πρώτη εναγόμενη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου και η δεύτερη εναγόμενη ως έμμεση αντιπρόσωπος της πρώτης, ενεργούσα προς όφελος και για λογαριασμό της, να καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη, στον πρώτο απ’ αυτούς το ισόποσο σε ευρώ των 49.500,00 δολ. Η.Π.Α. κατά την ημέρα άσκησης της αγωγής (44.004,00 ευρώ), άλλως κατά την ημέρα πληρωμής, στο δεύτερο απ’ αυτούς το ισόποσο σε ευρώ των 72.600,00 δολ. Η.Π.Α. κατά την ημέρα της άσκησης της αγωγής (64.539,00 ευρώ), άλλως κατά την ημέρα της πληρωμής, στον τρίτο απ’ αυτούς το ισόποσο σε ευρώ των 24.702,00 δολ. Η.Π.Α. κατά την ημέρα άσκησης της αγωγής (21.959,00 ευρώ), άλλως κατά την ημέρα της πληρωμής, στον τέταρτο απ’ αυτούς το ισόποσο σε ευρώ των 20.227,00 δολ. Η.Π.Α. κατά την ημέρα άσκησης της αγωγής (17.981,00 ευρώ), άλλως κατά την ημέρα της πληρωμής και στον πέμπτο απ’ αυτούς το ισόποσο σε ευρώ των 13.634,00 δολ. Η.Π.Α. κατά την ημέρα άσκησης της αγωγής (12.120,00 ευρώ), άλλως κατά την ημέρα της πληρωμής, τα δε ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα της απόλυσής τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία, αφού αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς κατά τα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ, 4 παρ. 1, 8 παρ. 1, 21 παρ. 1 και 2-1 περ. β’ σε συνδυασμό με άρθρο 63 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, 6 παρ. 1, 19 παρ. 1, 60 παρ. 1 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12-12-2012 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το Ελληνικό κατ’ άρθρο 8 παρ. 2-4 του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17-6-2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική βάση της, με την αιτιολογία ότι δεν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι εκκαλούντες ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για λόγο που αφορά εσφαλμένη κρίση περί έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και δη αοριστία της αγωγής τους και ζητούν να εξαφανιστεί συνολικά η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια η αγωγή τους να γίνει δεκτή στο σύνολό της.             Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 παρ. 1, 218 και 219 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου και δικαιούχου ή υποχρέου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν ή ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγουμένου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. Κ.Πολ.Δ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγομένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αλλά υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (Α.Π. 594/2018, Α.Π. 605/2013, Α.Π. 670/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Δεν συντρέχει όμως η περίπτωση αυτή και δεν έχουμε απαγορευμένη δικονομικά επικουρική ή διαζευκτική εναγωγή όταν ενάγονται πλείονες εις ολόκληρον. Όταν δηλαδή ζητείται η εις ολόκληρο καταδίκη πολλών εναγομένων για την πληρωμή της ίδιας απαιτήσεως, με κοινή ή διαφορετικές νομικές βάσεις (Εφ.Θεσ. 76/2009, Αρμ. 2009, 868, ΕφΠειρ 1448/1987, ΕλλΔνη 1988, 754). Τούτο  συμβαίνει και  όταν ενάγονται εις ολόκληρο για την ίδια απαίτηση, από την εκμετάλλευση του πλοίου,  ο  εφοπλιστής  και  ο  κύριος  του  πλοίου,   έστω   και   αν περιλαμβάνεται  στην  αγωγή  επικουρικά  ο  ισχυρισμός  ότι,  για  την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ο εναγόμενος εφοπλιστής  δεν  έχει  την ιδιότητα  αυτή,  η  υποχρέωση  πληρωμής  βαρύνει  τον  άλλο  εναγόμενο (κύριο),  που  φέρεται  επικουρικά  και  ως  πλοιοκτήτης.  Διότι   ο τελευταίος  αυτός επικουρικός ισχυρισμός δεν δημιουργεί ακυρότητα του δικογράφου της  αγωγής,  καθόσον,  εκτός  του  ότι  είναι  αυτονόητος,      συνάπτεται  απλώς  προς  την  ουσιαστική  βασιμότητα της απαιτήσεως, η οποία επιδιώκεται κοινά και εις ολόκληρο από όλους τους εναγόμενους (Α.Π. 1090/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1438/1979, Νο.Β. 1981, 1041). Στην περίπτωση αυτή της «επικουρικής καθ’ υποκείμενα εναγωγής» δεν μπορεί να ισχύσουν τα περί της  απαγορευμένης διαζευκτικής  εναγωγής,  διότι  οι εναγόμενοι διάδικοι είναι δεδομένοι και σταθεροί, αφού το αίτημα της αγωγής απευθύνεται εναντίον όλων εις ολόκληρο και όχι εναλλακτικά (διαζευκτικά). Μεταβάλλεται μόνο η νομική θεμελίωση  με  επικουρικές  βάσεις  και  όχι  το αίτημα της αγωγής, το  οποίο, αν δεν ευσταθεί εναντίον όλων  των  εναγομένων,  θα  πρέπει  ν’ απορριφθεί  η  αγωγή  ως  νομικά  αβάσιμη  και  όχι ως απαράδεκτη λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (βλ. σχετ.  Μητσόπουλο,  ο.π.).  Με  τον τρόπο  αυτό διευκολύνεται η επίλυση περισσότερων διαφορών με μία δίκη, επιταχύνεται η απονομή της δικαιοσύνης και αποφεύγεται  το  ενδεχόμενο εκδόσεως  αντιφατικών  αποφάσεων  (βλ. σχ. Στ. Δεληκωστόπουλο, Νο.Β. 1966, σ. 209 επ.). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105, 106 Κ.Ι.Ν.Δ. συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση  του  πλοίου κατά  του  εφοπλιστή,  δηλ.  εναντίον  εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά  του κυρίου  του  πλοίου.  Στην  περίπτωση  αυτή  δεν  υπάρχει  κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρο ενοχή (481 Α.Κ.), διότι  οφειλέτης  της απαιτήσεως  που  πηγάζει  από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται για την απαίτηση αυτή  μόνο  με  το  συγκεκριμένο  περιουσιακό  στοιχείο, το πλοίο. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη  του  κυρίου  του  πλοίου  για  τις απαιτήσεις που πηγάζουν από  τον  εφοπλισμό.  Απλώς  και μόνο είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’ αυτού (Α.Π. 776/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1549/2006, ΕλλΔνη 2006, 436, Α.Π. 799/2001, Ε.Ν.Δ. 2001, 361, Εφ.Πειρ. 479/2015, Εφ.Πειρ. 262/2012, Εφ.Πειρ. 59/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968, παρ. 43).            Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή – ερευνούμενη ως προς την ύπαρξη της διαδικαστικής προϋπόθεσης του ορισμένου της κατά τις εφαρμοστέες εν προκειμένω ανωτέρω διατάξεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου, ως δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori) [Α.Π. 1309/1991, ΕλλΔνη 33, 1181, Εφ.Πειρ. 141/2019, αδημ, Εφ.Θεσ. 2420/1998, Αρμ. 1999, 87, β.λ. και άρθρο 7 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), καθώς και άρθρο 16 Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» (Ρώμη ΙΙ)] – δεν περιέχει διαζευκτική  εναγωγή  πολλών  εναγομένων υπό την παραπάνω απαγορευτική έννοια του νόμου. Ούτε πάσχει ακυρότητα το δικόγραφό της από τον επικουρικό ισχυρισμό  των εναγόντων για  ευθύνη  της πρώτης εναγομένης ως πλοιοκτήτριας  και  της  δεύτερης με το άρθρο 212 Α.Κ. ως εμμέσου αντιπροσώπου της πρώτης, αν κριθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν είναι εφοπλίστρια. Διότι, όπως εκτέθηκε παραπάνω, ενόψει του συγκεκριμένου (και όχι διαζευκτικού) αιτήματος περί καταδίκης όλων των εναγομένων εις ολόκληρο για την ίδια  απαίτηση,  δεν  πρόκειται για περίπτωση απαγορευμένης δικονομικά διαζευκτικής εναγωγής, αλλά για πολλαπλή νομική θεμελίωση του αιτήματος με επικουρικές βάσεις. Επιπλέον, η  (επικουρική)  ευθύνη  της  πρώτης  εναγομένης  ως πλοιοκτήτριας, για την περίπτωση που η δεύτερη εναγόμενη δεν θα είχε την ιδιότητα της εφοπλίστριας, είναι δεδομένη από το νόμο (άρθ. 105 ΚΙΝΔ) και η επικουρική βάση έναντι αυτής και  συνακόλουθα  και  έναντι της  δεύτερης εναγομένης συνάπτεται με το υποστατό της απαιτήσεως και τη θεμελίωση του αιτήματος και έναντι αυτών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι προκαλείται ασάφεια από την αντιφατική απόδοση α) με την κύρια βάση της αγωγής, της ιδιότητας της κυρίας του πλοίου στην πρώτη εναγόμενη και της εφοπλίστριας αυτού στη δεύτερη εναγόμενη και β) με την επικουρική βάση της αγωγής, της ιδιότητας της πλοιοκτήτριας του πλοίου στην πρώτη εναγόμενη και της έμμεσης αντιπροσώπου αυτής στη δεύτερη εναγόμενη και απέρριψε την αγωγή κατ’ αμφότερες τις βάσεις της λόγω αοριστίας ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά την κρίση του περί μη ύπαρξης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, κατά το σχετικό βάσιμο μόνο λόγο της έφεσης των εναγόντων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω εκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεσή τους ως βάσιμη κατ’ ουσία και να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση και η ένδικη αγωγή  να κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).             Ακολούθως η αγωγή, η οποία παραδεκτώς και αρμοδίως εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που έχει διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον υφίσταται τοπική του αρμοδιότητα [άρθρα 3 παρ. 1, 22, 42 παρ. παρ. 1, 2, 44 Κ.Πολ.Δ. και 51 παρ. παρ. 2 ν. 2172/1993, πρβλ και άρθρα 6 παρ. 1, 18 παρ. 2 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που επικαιροποιήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» που τέθηκε σε ισχύ την 1-1-2015], κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 3 και 621 επ. Κ.Πολ.Δ, 82 Κ.Ι.Ν.Δ), πρέπει, ενόψει του ότι δεν έγινε υπαγωγή των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων σε κάποιο δίκαιο, να ερευνηθεί κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο. Το δίκαιο αυτό είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω Α) ως προς την ευθύνη της εργοδότριας δεύτερης εναγομένης από τις επίδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας [κατ’ εφαρμογή των άρθρων 2, 4 και 8 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι)], ο οποίος, κατά το άρθρο 2 αυτού, έχει οικουμενικό χαρακτήρα και οι διατάξεις του αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις συμβάσεις που υπάγονται στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του [βλ. και την ερμηνεία του αντίστοιχου άρθρου της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-6-1980 σε Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδοση, έτος 2008, σ. 178-179, αναφορικά με τον οικουμενικό χαρακτήρα αντιστοίχως της προϊσχύσασας Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-6-1980], ενόψει της πραγματικής εγκατάστασης της δεύτερης εναγομένης στην Ελλάδα (Πειραιά, …….) όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο – υποκατάστημα κατά τα διατάξεις των ΑΝ 378/68 και των Ν. 27/75, Ν. 814/78, Ν. 2234/94, Ν. 3742/09 και Ν. 4150/13 και επιπρόσθετα διότι από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων δεν συνδέονται στενότερα με άλλη χώρα [λαμβανομένου υπόψη και του ότι η σημαία της χώρας του άνω πλοίου (Λιβερία) αποτελεί σημαία ευκαιρίας] και σε κάθε περίπτωση, διότι το ελληνικό δίκαιο επικαλούνται οι διάδικοι προς θεμελίωση των επιμέρους ισχυρισμών τους (Α.Π. 1091/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, «Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο», έκδ. Ε’, κεφ. 15, παρ. 2γ, σ. 301-302) και Β) ως προς την ευθύνη της πρώτης εναγομένης ως κυρίας του άνω πλοίου και την (επικουρικά προτεινόμενη παραδεκτώς) ευθύνη της δεύτερης εναγομένης ως έμμεσης αντιπροσώπου της πρώτης εναγομένης, ως το αρμόζον από το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ. β’ Α.Κ. [π.ρ.β.λ. και άρθρα 1, 2 παρ. 2, 4 παρ. 3  και 23 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)»], διότι ανεξαρτήτως της τυπικής συστάσεως των άνω εναγομένων εταιριών στην αλλοδαπή και της αλλοδαπής σημαίας του πλοίου (σημαίας ευκαιρίας), αυτές φέρονται (και είναι, όπως εκτίθεται αναλυτικά στη συνέχεια) κατ’ ουσίαν ελληνικών συμφερόντων, αφού έχουν πραγματική έδρα στην Ελλάδα (Πειραιά), όπου βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση και λαμβάνονται οι αποφάσεις για τη διαχείριση του πλοίου (Α.Π. 1701/2010, Α.Π. 384/2005, Α.Π. 1187/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).            Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 Α.Κ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι, για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Επομένως, ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργειά του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενό του περιστάσεις (Α.Π. 1422/2007, ΕλλΔνη 2009, 103, Α.Π. 929/2004, ΕλλΔνη 46, 1661, Εφ.Πειρ. 360/2017, Εφ.Πειρ. 229/2016, Εφ.Πειρ. 195/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνον κυριότητα και αφετέρου μόνον εφοπλισμό. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 105 του Κ.Ι.Ν.Δ. «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, δηλαδή τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, δηλαδή μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμεταλλεύσεως) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή. Ακόμη, βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Αντιθέτως, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικώς με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του κατά την έννοια του άρθρου 211 του Α.Κ, τα έννομα αποτελέσματα δε κάθε επιχειρούμενης ενέργειας απ’ αυτόν, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος (πλοιοκτήτης) ευθύνεται προς τους δανειστές του. Ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (Α.Π. 689/2013, Δ.Ε.Ε. 2014, 65, Εφ.Πειρ. 360/2017, Εφ.Πειρ. 195/2015, Εφ.Πειρ. 110/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ενώ ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (Α.Π. 689/2013, Εφ.Πειρ. 360/2017, Εφ.Πειρ. 229/2016, Εφ.Πειρ. 76/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).             Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή, ερευνούμενη κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, είναι νόμιμη κατά την κύρια και κατά την επικουρική βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 37, 39, 40, 53, 54, 60, 84, 105, 106 Κ.Ι.Ν.Δ, 361, 212, 291, 292, 297, 298, 330, 340, 341, 345, 346, 481 επ, 648επ., 653 και 655 Α.Κ, 6 παρ. 1 ν. 5422/19321, 176, 180, 183 Κ.Πολ.Δ, μόνον όμως ως προς το επικουρικό αίτημά της που αφορά την επιδίκαση του ισόποσου των αναφερόμενων ποσών δολαρίων Η.Π.Α. σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά την ημέρα της πληρωμής, ενώ το (κύριο) αίτημά της περί επιδίκασης των ίδιων ως άνω ποσών αυτουσίως σε δολάρια Η.Π.Α. είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, γιατί, από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 του Α.Κ. και 6 παρ. 1 του ν. 5422/1932 συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νομίμως οφειλή σε ξένο νόμισμα (όπως εν προκειμένω), ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισόποσο σε ευρώ (από την 1-1-2002, κατ’ άρθρον 1 του ν. 2842/2000) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή (Α.Π. 678/2010, Α.Π. 1614/2006, Εφ.Θρακ. 21/2017, Εφ.Πειρ. 548/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη,  πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).             Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Βάσει των από 21-3-2016, 7-10-2015, 29-2-2015, 20-12-2015, 12-3-2015 και 29-12-2015 ατομικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, διάρκειας 5 +/- ενός μηνός η πρώτη, 6+/-1 ενός μηνός η δεύτερη, η τρίτη και η πέμπτη και 7+/- ενός μηνός η τέταρτη, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της δεύτερης εναγομένης εταιρίας «……….» (εκπροσωπούμενης από τοπικό πράκτορα πληρωμάτων στην Ουκρανία) και των πρώτου, δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου των εναγόντων (……………), υπηκόων Ουκρανίας, οι τελευταίοι ναυτολογήθηκαν, στις 22-3-2016 στην Κωνσταντινούπολη ο πρώτος, στις 8-10-2015 στην Ουκρανία ο δεύτερος, στις 29-12-2015 στην Ουκρανία ο τρίτος, στις 14-3-2016 στην Κωνσταντινούπολη ο τέταρτος και στις 29-12-2015 στην Ουκρανία ο πέμπτος, υπό τις ειδικότητες του υποπλοιάρχου (Chief oficcer) ο πρώτος, του ηλεκτρολόγου (electrician) ο δεύτερος, του τεχνίτη – εφαρμοστή (fitter) ο τρίτος, του μάγειρα (cook) ο τέταρτος και του θαλαμηπόλου (messman) o πέμπτος, στο με σημαία Λιβερίας φορτηγό πλοίο «FN», κ.ο.χ. IMO ….., κοχ 17997 ή 30838 T.D.W.), κυριότητας της πρώτης εναγομένης εταιρίας («……..»), που είχε καταστατική έδρα στη Λιβερία και πραγματική έδρα στον Πειραιά (οδός …….), όπου έδρευε πραγματικά η δεύτερη εναγομένη εταιρία, που είχε καταστατική έδρα στις νήσους Μάρσαλ και διενεργούσε την εμπορική διαχείριση και την οικονομική εκμετάλλευση και εμπορική διαχείριση του άνω πλοίου για δικό της λογαριασμό. Ειδικότερα, η δεύτερη εναγόμενη, η οποία έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα [δυνάμει της υπ’ αρ. 3122.1/3723/24061 κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (229/ΤΑΠΣ/13-11-2003 ΦΕΚ) και σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 3122.1/3723/5 βεβαίωση του ΥΕΝ (ΚΝΠ/ΔΝΠΑ-Τμήμα 2ο)], διενεργούσε τις σχετικές πράξεις για τη ναυτολόγηση των μελών του πληρώματος του εν λόγω πλοίου και αναλάμβανε τη διεκπεραίωση εν γένει όλων υποθέσεων αυτού. Επίσης, η δεύτερη εναγομένη προέβαινε στις ως άνω ενέργειες, χωρίς να δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ούτε προκύπτει από τις σχετικές περιστάσεις ότι επιχείρησε τις σχετικές δικαιοπραξίες για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Μάλιστα, οι ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που αφορούν τους ενάγοντες, καταρτίστηκαν από τη δεύτερη εναγομένη χωρίς να αναφέρεται σ’ αυτές η πρώτη εναγόμενη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, ούτε ότι η δεύτερη εναγομένη ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης ως διαχειρίστρια αυτού, πράγμα που ουδόλως προκύπτει από τις αποδείξεις και για το οποίο, σε κάθε περίπτωση, η δεύτερη εναγόμενη όφειλε να είχε ενημερώσει τους ενάγοντες κατά την πρόσληψή τους. Σημειωτέον ότι η ιδιότητα της δεύτερης εναγομένης ως εφοπλίστριας του πλοίου δεν αναιρείται από το ότι αυτή δεν είχε προβεί στην προαναφερθείσα δήλωση του άρθρου 105 του Κ.Ι.Ν.Δ, ενόψει του ότι η ιδιότητα αυτή συνάγεται από τα προαναφερθέντα στοιχεία και δη από το ότι η εκμετάλλευση του άνω πλοίου διενεργείτο από την Ελλάδα (Πειραιά), όπου είναι εγκατεστημένη η δεύτερη εναγόμενη και απ’ όπου αναπτυσσόταν η επιχειρηματική της δραστηριότητα που αφορούσε το άνω πλοίο και βρισκόταν και η πραγματική έδρα της κυρίας του πλοίου πρώτης εναγομένης. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι: α) στον Ελληνικό Ναυτικό Οδηγό έτους 2017, που συντάσσεται με βάση τα στοιχεία που δίνουν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, το ανωτέρω πλοίο εμφανίζεται να ανήκει στην πρώτη εναγόμενη, η οποία έχει μάνατζερ – διευθυντή τον Έλληνα ……. και να εκπροσωπείται στην Ελλάδα από τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία έχει τον ίδιο μάνατζερ – διευθυντή, β) στο από 9-9-2003 καταστατικό έγγραφο της δεύτερης εναγομένης και στο από 9-9-2003 πληρεξούσιο μεταβίβασης εξουσιών, η ανωτέρω εναγόμενη εμφανίζεται να ελέγχεται από ιδρύσεώς της από τους ……. και ……., γ) στα από 10-9-2003 πρακτικά της οργανωτικής συνέλευσης των πληρεξουσίων του ιδρυτού της δεύτερης εναγομένης, οι προαναφερθέντες Έλληνες υπήκοοι εμφανίζονται να διεξαγάγουν μόνοι τους την οργανωτική συνέλευση της δεύτερης εναγομένης, διορίζοντας με δική τους απόφαση ως διευθυντές τους εαυτούς τους, καθώς και τα συγγενικά τους πρόσωπα ….. και ……, δ) στο από 5-1-2007 πρακτικό συνεδρίασης ΔΣ της δεύτερης εναγομένης, το ΔΣ αυτής εμφανίζεται να αποτελείται από τον Πρόεδρο και Ταμία / Διευθυντή ……, τον Αντιπρόεδρο /Διευθυντή …… και το Γραμματέα / Διευθυντή ……, οι οποίοι εμφανίζονται ως μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος και ε) στην από 1-9-2009 επιστολή της πρώτης εναγομένης, με την οποία ανέθεσε τη διαχείριση του άνω πλοίου στη δεύτερη εναγόμενη, εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης στις συναλλαγές σχετικά με το πλοίο εμφανίζεται Γραμματέας / Ταμίας της δεύτερης εναγομένης …… Μάλιστα, παρότι οι καταστατικές έδρες της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων εταιριών είναι στη Λιβερία και στις νήσους Μάρσαλ αντίστοιχα, η παραπάνω ανάθεση έχει υπογραφεί στον Πειραιά, όπως πιστοποιείται από τον αστυνομικό υπάλληλο που βεβαίωσε το γνήσιο της υπογραφής του …….. στην άνω επιστολή. Δεν πρέπει άλλωστε να διαλάθει της προσοχής ότι οι εναγόμενες δεν προσήγαγαν και δεν επικαλέστηκαν έγγραφα που υποδηλώνουν συναλλακτική οργάνωση και δράση (και συνεπώς πραγματική εκμετάλλευση του πλοίου) από την πρώτη απ’ αυτές στη Λιβερία, όπως π.χ. ενοικιαστήριο γραφείων της, συμβάσεις με τους εκεί υπαλλήλους της, έγγραφα που υπογράφηκαν στη Λιβερία για το πλοίο και την πρώτη εναγόμενη και εστάλησαν από τα εκεί γραφεία της σε διάφορους συμβαλλόμενους, έγγραφα από την καθημερινή επικοινωνία μέσω fax ή e-mail των γραφείων της πρώτης εναγομένης με τον εκάστοτε πλοίαρχο του πλοίου και με τους πράκτορές του ανά τον κόσμο, έγγραφα που αποδεικνύουν πληρωμές από την αλλοδαπή, έγγραφα για την πρόσληψη πληρωμάτων και την καταβολή μισθών, κ.λ.π. Μετά ταύτα, ενόψει του ότι η δεύτερη εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος που αφορά την απόδειξη των περιστατικών τα οποία συνάπτονται με την επικληθείσα ιδιότητα αυτής ως διαχειρίστριας και αντιπροσώπου της πρώτης εναγομένης σχετικώς με το άνω πλοίο, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, η σχετική ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως που προβάλει αυτή (δεύτερη εναγομένη) είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο άνω πλοίο μέχρι την 23-2-2017, οπότε άπαντες απολύθηκαν και αποναυτολογήθηκαν στο Ομάν, χωρίς η εργοδότριά τους δεύτερη εναγόμενη να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους. Αποδείχθηκε ακόμη ότι οι τελευταίες εξακολουθούν να τους οφείλονται και ανέρχονται α) για τον πρώτο απ’ αυτούς στο ποσό των 49.500,00 δολ. ΗΠΑ (11 μήνες Χ 4.500,00 δολ. ΗΠΑ), β) για το δεύτερο απ’ αυτούς στο ποσό των 72.600,00 δολ. ΗΠΑ (16,5 μήνες Χ 4.400,00 δολ. ΗΠΑ), γ) για τον τρίτο απ’ αυτούς στο ποσό των 24.702,00 δολ. ΗΠΑ (13,80 μήνες Χ 1.790,00 δολ. ΗΠΑ), δ) για τον τέταρτο απ’ αυτούς στο ποσό των 20.227,00 δολ. ΗΠΑ (11,3 μήνες Χ 1.790,00 δολ. ΗΠΑ) και ε) για τον πέμπτο απ’ αυτούς στο ποσό των 13.634,00 δολ. ΗΠΑ (13,80 μήνες Χ 988,00 δολ. ΗΠΑ). Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων – μετά την παραδοχή κατ’ ουσία της έφεσης, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την κράτηση της αγωγής προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο – πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία κατά την κύρια βάση της (από ευθύνη της πρώτης εναγομένης ως κυρίας του πλοίου και της δεύτερης εναγομένης ως εφοπλίστριας αυτού), παρελκομένης πλέον της εξέτασης κατ’ ουσίαν της επικουρικής βάσης της (από ευθύνη της πρώτης εναγομένης ως πλοιοκτήτριας του πλοίου και της δεύτερης εναγομένης ως έμμεσης αντιπροσώπου της) και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, η μεν δεύτερη υπό την ιδιότητά της ως εφοπλίστρια του πλοίου, η δε πρώτη ως κυρία αυτού, η οποία ευθύνεται εις ολόκληρον με την εφοπλίστρια για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, μόνον, όμως, δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού (άρθρα 105 και 106 εδ. β’ ΚΙΝΔ), να καταβάλουν α) στον πρώτο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των 49.500,00 δολ. Η.Π.Α, β) στο δεύτερο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των 72.600,00 δολ. Η.Π.Α, γ) στον τρίτο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των 24.702,00 δολ. Η.Π.Α, δ) στον τέταρτο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των 20.227,00 δολ. Η.Π.Α. και ε) τον πέμπτο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των 13.634,00 δολ. Η.Π.Α, τα δε άνω ποσά με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολ. Η.Π.Α. κατά την ημέρα της πληρωμής και με το νόμιμο τόκο από 24-2-1017 (επομένη ημέρα της απόλυσης των εναγομένων, η οποία τάσσεται από το νόμο ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού τους, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδάφ. α’ Α.Κ. (άρθρο 655 Α.Κ, Α.Π. 1391/2018, Εφ.Πειρ. 637/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι ηττηθείσες  εναγόμενες, οι οποίες είχαν κοινή παράσταση και εκπροσώπηση από τον ίδιο δικηγόρο, στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 106, 183, 176, 180 παρ. 3, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 53 επόμ. ν. 4194/2013 (Κώδικας δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24-7-2018 και με ΓΑΚ …../25-7-2018 και ΕΑΚ …../25-7-2018 έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 2833/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την από 7-6-2017 και με ΓΑΚ …../9-6-2017 και ΕΑΚ ……/9-6-2017 αγωγή.

Δέχεται την προαναφερθείσα αγωγή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη (την πρώτη εναγόμενη περιορισμένως, δια του αναφερθέντος στο σκεπτικό πλοίου και μέχρι την αξία αυτού), να καταβάλουν α) στον πρώτο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των σαράντα εννέα χιλιάδων, πεντακοσίων (49.500,00) δολ. Η.Π.Α, β) στο δεύτερο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των εβδομήντα δυο χιλιάδων, εξακοσίων (72.600,00) δολ. Η.Π.Α, γ) στον τρίτο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων, επτακοσίων δυο (24.702,00) δολ. Η.Π.Α, δ) στον τέταρτο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των είκοσι χιλιάδων, διακοσίων είκοσι επτά (20.227,00) δολ. Η.Π.Α. και ε) στον πέμπτο ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ των δέκα τριών χιλιάδων, εξακοσίων τριάντα τεσσάρων (13.634,00) δολ. Η.Π.Α, τα δε άνω ποσά με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολ. Η.Π.Α. κατά την ημέρα της πληρωμής και με το νόμιμο τόκο από 24-2-1017 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων (9.300,00) ευρώ, εκ των οποίων δυο χιλιάδες διακόσια (2.200,00) ευρώ αναλογούν στον πρώτο ενάγοντα, τρεις χιλιάδες διακόσια (3.200,00) ευρώ αναλογούν στο δεύτερο ενάγοντα, χίλια πεντακόσια (1.500,00) ευρώ αναλογούν στον τρίτο ενάγοντα, χίλια τριακόσια (1.300,00) ευρώ αναλογούν στον τέταρτο ενάγοντα και χίλια εκατό (1.100,00) ευρώ αναλογούν στον πέμπτο ενάγοντα.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.