ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 299/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
————————————————————-
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 9.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/1.12.2017) κλήση της εκκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας νόμιμα επαναφέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 25.6.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …/28.6.2013 και …./28.6.2013) έφεσή της κατά της υπ’αριθμ. 5672/2012 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η από 20.1.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…./19.1.2012) αγωγή της, διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτήν του αιτουμένου χρηματικού ποσού, πλέον τόκων, που κατέβαλε στον αναφερόμενο ασφαλισμένο της, ιδιοκτήτη σκάφους αναψυχής, το οποίο εκλάπη κατά τον ελλιμενισμό του στη μαρίνα της εναγομένης, από αμέλεια της τελευταίας κατά την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων προς φύλαξη και προστασία του στις εγκαταστάσεις της, ως ασφαλιστική του αποζημίωση, κατόπιν εκχώρησης στην ίδια της σχετικής απαίτησης του ανωτέρω πλοιοκτήτη σε βάρος της υπαίτιας για την πρόκληση της ζημίας του – αντισυμβαλλομένης του στη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση ελλιμενισμού – εναγομένης, και, συνακόλουθα, απορρίφθηκε ως αλυσιτελής η από 18.4.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../19.4.2012) προσεπίκληση μετά της σ’αυτήν σωρευομένης παρεμπίπτουσας αγωγής, που ασκήθηκε για την περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, από την εναγόμενη κατά της ασφαλιστικής της εταιρίας με την επωνυμία «……..», ήδη μετονομασθείσας σε «………», ως δικονομικής της εγγυήτριας, η οποία και παρενέβη προσθέτως υπέρ της προσεπικαλέσασας στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με το από 26.7.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…../26.7.2012) δικόγραφό της, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.1657/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου επί της από 30.4.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../30.4.2015) αίτησης αναίρεσης της εκκαλούσας, με την οποία (απόφαση) αναιρέθηκε στο σύνολό της η εκδοθείσα επί της προαναφερθείσας έφεσής της υπ’αριθμ. 75/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που δέχθηκε αυτήν τυπικά, αλλά την απέρριψε κατ’ουσίαν, και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον, απ’αυτόν, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, κατ’άρθρο 580 παρ.3 του ΚΠολΔ.
Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της έκδοσης αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 493/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 49/1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42/81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης δηλαδή κατά κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 1833/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41,51) ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 § 3, 581 §§ 2 και 3, 579 § 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατ’εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος (ΟλΑΠ 11/1992 ΕλλΔνη 1992/759, ΕφΑθ 3136/2007 ΕφΑΔ 2008.694). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εάν οι αντίδικοι του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη ήταν περισσότεροι, η έφεση δεν είναι απαραίτητο να στρέφεται εναντίον όλων, αλλά μόνον εναντίον εκείνων ως προς τους οποίους ο εκκαλών εκτιμά ότι έχει συμφέρον να επιτύχει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΕφΛαρ 146/2004 Δικογραφία 2004.466, ΕφΘεσ 386/1999 Αρμ. 2000.1218, ΕφΑθ 2921/1998 ΕΣυγκΔ 2003.272), εκτός αν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας (ΕΑ 1595/2007, ΑρχΝ 2007/294). Πλειονότητα των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτοβάθμια δίκη δημιουργείται και στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους αρχικούς διαδίκους προσεπικαλέσει τρίτους να μετάσχουν σ’ αυτήν ή όταν τρίτος παρέμβει στη δίκη είτε εκουσίως είτε κατόπιν ανακοίνωσής της σ’ αυτόν είτε κατόπιν προσεπίκλησής του. Ειδικότερα, όπως από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89 και 277 αρ. 4 του ΚΠολΔ προκύπτει, αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και να ζητήσει αποζημίωση για το χρηματικό ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα, ανεξαρτήτως αν συγχρόνως ενώσει στην προσεπίκληση και αγωγή αποζημίωσης, ο δε προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής δεν προσέλθει στη δίκη, ή προσερχόμενος δεν παρεμβαίνει σ’ αυτήν περιοριζόμενος μόνο στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην άρνηση της υποχρέωσής του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν διαδίκου (ΕΑ 2416/2010 ΕλλΔνη 2011.850). Εκ τούτων παρέπεται ότι αν απορριφθεί η αγωγή και ως εκ τούτου και η προσεπίκληση, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση ή αντέφεση κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος, διότι ο τελευταίος, εφόσον δεν εμφανίστηκε, ούτε παρενέβη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη (ΑΠ 1318/1980 ΝοΒ 1981/665, ΕφΑθ 1512/2011, Δνη 2012/534, ΕφΛαρ 55/2007 Δικογραφία 2007/110, ΕφΑθ 2902/2001 ΕλλΔνη 2002/191, ΕφΑθ 2179/1998 ΕλλΔνη 39.1681). Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή, απορρίπτεται ως προς αυτόν, ως απαράδεκτη, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος ή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του εφεσιβλήτου (ΕφΑνΚρητ 224/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] Νόμος, ΕφΑθ 768/2014 ΕλλΔνη 2014.796, ΕφΠειρ 501/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ. 703/2006 ΑχΝομ 2007.364, ΕφΔωδ 49/2002 ΔωδΝομ. 2003.146, ΕφΘεσ 755/1987 Αρμ 1988.980). Αν πάλι ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής προσέλθει στη δίκη και ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, ο ενάγων της κύριας δίκης δεν είναι ασφαλώς υποχρεωμένος να απευθύνει την έφεσή του και εναντίον του, αφού η παρέμβαση του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή είναι πάντοτε απλή πρόσθετη (ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ.2013.1115, ΕφΠατρ 66/2005 ΑχΝομ 2006.291, ΕφΘεσ 809/2000 Αρμ. 2000.825, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, § 29, αρ. 10, σελ. 382 και § 31, αρ. 18 επομ., σελ. 402 επομ., contra Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η αυτοτελής πρόσθετος παρέμβασις, 1981, σελ. 578) και όχι αυτοτελής, κατά την έννοια του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργούμενης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβάντος (ΑΠ 499/1981 ΝοΒ 30.55, ΕφΑθ 6004/2006 ΕλλΔνη 2007.569). Ειδικότερα σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (αρθρ. 80 του ΚΠολΔ) κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει με δικό του όνομα έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (αρθρ. 83 του ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικο του. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 88 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην περίπτωση της πρόσθετης παρέμβασης του δικονομικού εγγυητή, εκούσιας ή μετά από προσεπίκληση, πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος. Πάντως, η απεύθυνση της έφεσης και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος όχι μόνον δεν προκαλεί ακυρότητα του εφετηρίου, αλλά ισοδυναμεί κατά τη νομολογία (ΕφΠειρ 262/2014 ΕλλΔνη 2015.765, ΕφΛαρ 26/2005 Δικογραφία 2006.296, ΕφΑθ 1548/1985 ΕλλΔνη 26.710) με κλήση του στη συζήτηση της έφεσης, εφόσον το αντίγραφό της του επιδοθεί. Η κλήση του αυτή είναι, σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη, διότι ο προσθέτως παρεμβάς πρωτοδίκως, είτε τυγχάνει εφεσίβλητος είτε όχι, δηλαδή είτε η έφεση έχει απευθυνθεί και εναντίον του είτε όχι, εφόσον η παρέμβασή του θεωρήθηκε στον πρώτο βαθμό παραδεκτή και δεν απορρίφθηκε (ΕφΘεσ 3236/1987 Αρμ.1988.657), πρέπει να καλείται να μετάσχει στη διαδικασία που ανοίγεται με την άσκηση της έφεσης (ΕφΠειρ 905/2001 ΠειρΝομ. 2002.20), όπως αυτό με σαφήνεια προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 81 § 3 εδαφ. α, 82 εδαφ. γ, 110 § 2 και 111 § 2 του ΚΠολΔ, από τις οποίες οι μεν δύο πρώτες ορίζουν ότι «ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη» και ότι «αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση» αντίστοιχα, οι δε λοιπές καθιερώνουν στην πολιτική δίκη τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της προδικασίας και της εκατέρωθεν ακρόασης. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνη του άρθρου 20 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, προκύπτει ειδικότερα ότι στον προσθέτως παρεμβάντα πρέπει να επιδίδεται με επιμέλεια οποιουδήποτε των λοιπών διαδίκων αντίγραφο της έφεσης με κλήση προς συζήτησή της ή αυτοτελές δικόγραφο κλήσης (κατ’ άρθρο 498 § 1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ), για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και να ασκήσει τα δικαιώματά του. Σε αντίθετη περίπτωση παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης και δημιουργείται απαράδεκτο της συζήτησης, το οποίο, ως αναφερόμενο στη προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΘεσ 1426/2011, ΕφΔωδ 161/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3935/2007 ΝοΒ 2008.366, ΕφΑθ 3308/2006 ΕλλΔνη 2007.1496, ΕφΑθ 3495/2004 ΕλλΔνη 2005.559, ΕφΑθ 3478/1988, ΕλλΔνη 1989.1370, ΕφΑθ 1712/1988, Δ 1988.663, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Α, 1996, άρθρο 82, αριθμ. 12, Μ. Μαργαρίτης, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, άρθρο 517, αρ. 9). Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΕφΠατρ. 401/2009 ΑχΝομ. 2010.340, ΕφΠατρ.1314/2007 ΑχΝομ. 2008.479, ΕφΠατρ. 139/2005 ΑχΝομ. 2006.302, ΕφΠειρ. 905/2001, ο.π., ΕφΑθ 10197/1995 ΕλλΔνη 1996.1666, Γ. Ράμμος, παρατ. στην ΕφΘεσ. 704/1971, σε Δ 3/140, Ν. Βερβεσός, Η απεύθυνσις της εφέσεως και κατά του υπέρ του εν τω πρώτω βαθμώ αντιδίκου του εκκαλούντος προσθέτως παρεμβαίνοντος, σε Δ6/148 επομ. [153], Ν. Νίκας, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, άρθρο 81, αρ. 7, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 29, αρ. 10, σελ. 328 επομ.). Τέλος, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής και ως εκ τούτου και της προσεπίκλησης από τον εναγόμενο του δικονομικού του εγγυητή μετά της σε αυτή σωρευομένης παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, ο εναγόμενος προσεπικαλέσας και παρεμπιπτόντως ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου Η τελευταία αυτή έφεση κατ’ανάγκη θα είναι επικουρική, θα τελεί δηλαδή υπό την αίρεση ευδοκίμησης της έφεσης του ενάγοντος, γιατί αλλιώς δεν έχει ο προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων έννομο συμφέρον να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Το έννομο αυτό συμφέρον δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της έφεσης του ενάγοντος, ανατρέχει όμως, κατά τη φύση και το σκοπό της αίρεσης υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγομένου, στο χρόνο άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου (ΑΠ 1315/1993 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Τούτο δε λόγω του ότι η προσεπίκληση και η ενωμένη με αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή έχει εκ των πραγμάτων επικουρικό χαρακτήρα, δηλαδή εξετάζονται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής, εάν δηλονότι η κύρια αγωγή απορριφθεί, το δικόγραφο της προσεπίκλησης και της ενωμένης μ’αυτό παρεμπίπτουσας αγωγής δεν εξετάζεται ως άνευ αντικειμένου (ΑΠ 1353/2008, ΑΠ 1289/1989, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, για να μεταβιβασθεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος αυτό (όσον αφορά δηλαδή την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή) πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο ηττημένος προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής ζητώντας την επανεξέτασή της σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (βλ. σχετ. ΑΠ 94/1980 ΝοΒ 1980.1441, ΑΠ 399/1970 ΝοΒ 1970.1180, ΕφΑθ 2416/2010 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την από 20.1.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../19.1.2012) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη 1) έγγραφη κατάρτιση ασφαλιστικής σύμβασης με το μη διάδικο στην παρούσα δίκη ………., δυνάμει της οποίας ασφάλισε, αντί ασφαλίστρου, για το συνολικό ποσό των 120.000 ευρώ το θαλαμηγό σκάφος αναψυχής, κυριότητάς του, με την ονομασία «Σ.», για το χρονικό διάστημα από 10.9.2010 έως 10.3.2011, έναντι των ειδικότερα εκτιθέμενων στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο κινδύνων, στους οποίους περιλαμβάνεται και η απώλεια του σκάφους λόγω κλοπής, 2) συμφωνία τους, που περιλήφθηκε στη σύμβαση, περί εφαρμογής σ’αυτήν των Αγγλικού δικαίου και πρακτικής, 3) επέλευση του προαναφερθέντος ασφαλισμένου κινδύνου, αφού το ως άνω σκάφος εκλάπη σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα χρόνο, πάντως μεταξύ της ώρας 22.00 της 14ης.4.2010 και της ώρας 7.15 της 15ης.4.2010, και ενώ βρισκόταν ελλιμενισμένο στον τουριστικό λιμένα ….., δυνάμει σχετικής σύμβασης με την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, η οποία έχει αναλάβει με σύμβαση μίσθωσης τη λειτουργία, εκμετάλλευση και διαχείριση της μαρίνας, της κλοπής του οφειλομένης σε αμέλεια της τελευταίας κατά την εκπλήρωση της συμβατικής της υποχρέωσης λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων ασφαλούς φύλαξης και προστασίας των ελλιμενιζομένων στις εγκαταστάσεις της σκαφών, κατά τα αναλυτικά στο δικόγραφο αναφερόμενα, καθώς και 4) καταβολή στο λήπτη της ασφάλισης του ποσού των 65.000 ευρώ, στο οποίο αποτιμήθηκε η αξία του σκάφους κατά το χρόνο της κλοπής, και εκχώρηση απ’αυτόν στην ίδια των αξιώσεών του σε βάρος παντός υπαιτίου κατά το καταβληθέν ποσό, ζήτησε, ως εκδοχέας της αξίωσης του ασφαλισμένου της, που υποκαταστάθηκε στα δικαιώματά του, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ως άνω χρηματικό ποσό, κατά το οποίο αυτή (η ενάγουσα) ζημιώθηκε συνεπεία της προπεριγραφείσας αντισυμβατικής συμπεριφοράς της αντιδίκου της, και δη της πλημμελούς εκπλήρωσης των εκ της σύμβασης ελλιμενισμού υποχρεώσεών της έναντι του ασφαλισμένου της, και της απώλειας του εν λόγω σκάφους, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προκληθείσας ισόποσης θετικής ζημίας της, πλέον τόκων από το χρόνο της κλοπής του, άλλως από την εκχώρηση σ’αυτήν της σχετικής αξίωσης του αντισυμβαλλομένου της στη σύμβαση ασφάλισης/πλοιοκτήτη του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω, η εναγόμενη της ανωτέρω αγωγής με την ασκηθείσα ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου από 18.4.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …../19.4.2012) προσεπίκληση μετά της σ’αυτήν σωρευομένης παρεμπίπτουσας αγωγής, την οποία απηύθυνε κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…….», ήδη μετονομασθείσας σε «… …», επικαλούμενη ότι η ανωτέρω εταιρία, δυνάμει μεταξύ τους εγγράφως καταρτισθείσας σύμβασης ασφάλισης, ασφάλισε, έναντι ασφαλίστρου, μεταξύ άλλων κινδύνων, και την έναντι τρίτων αστική της ευθύνη εκ της λειτουργίας της μαρίνας ….., που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, και ανέλαβε την υποχρέωση να την αποζημιώσει σε περίπτωση «απώλειας ή ζημίας περιουσίας τρίτου μέρους», στην οποία περιλαμβάνεται και η περίπτωση «απώλειας ή ζημίας σκαφών», καθώς και ότι σε βάρος της ασκήθηκε η ανωτέρω αγωγή, το δικόγραφο της οποίας συμπεριέλαβε στο δικό της δικόγραφο, ζήτησε, αφενός μεν να παρέμβει αυτή προσθέτως υπέρ της στην ανοιγείσα και εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, ως δικονομική της εγγυήτρια, αφετέρου δε, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, και, επομένως, επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος, να υποχρεωθεί να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, κατά κεφάλαιο, τόκους, και δικαστική δαπάνη, τυχόν υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στην ενάγουσα. Τέλος, η προσεπικληθείσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με το από 26.7.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/26.7.2012) δικόγραφο, παρενέβη προσθέτως στην επί της αγωγής εκκρεμή δίκη, υπέρ της εναγομένης, με την επίκληση εννόμου συμφέροντος, ως δικονομική εγγυήτρια αυτής, δυνάμει μεταξύ τους καταρτισθείσας έγγραφης ασφαλιστικής σύμβασης, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής. Επί των προαναφερθεισών αγωγής, προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής και πρόσθετης παρέμβασης, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων μερών, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 5672/2012 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν άπαντα τα δικόγραφα αυτά, απορρίφθηκε η αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι κρίθηκε ότι η εναγόμενη, ως φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα ……, όπου ελλιμενιζόταν το ασφαλισμένο στην ενάγουσα σκάφος αναψυχής, είχε προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για τη φύλαξη των εκεί ελλιμενιζομένων σκαφών και για την αποτροπή κινδύνου κλοπής αυτών, έχοντας λάβει όλα τα προς τούτο αναγκαία μέτρα, και, επομένως, ότι ουδεμία υπαιτιότητα υπό τη μορφή της αμέλειας τη βαρύνει, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, για την κλοπή του επίμαχου σκάφους, και ουδεμία συμβατική υποχρέωση παρέβη, με αποτέλεσμα ούτε απαίτηση σε ενάγουσας, ως εκδοχέα αντίστοιχης αξίωσης του ασφαλισμένου της, ιδιοκτήτη του κλαπέντος σκάφους, σε βάρος της να υφίσταται. Ειδικότερα με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εναγόμενη 1) είχε αναθέσει με σύμβαση σε ιδιωτική εταιρία φύλαξης την επιτήρηση της χερσαίας ζώνης της μαρίνας από ώρα 22.00 έως ώρα 7.00, ενώ τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας ο χώρος φυλασσόταν από δικό της προσωπικό, 2) είχε προβεί στην περίφραξη του χώρου και τοποθετήσει μεταλλικές περιφράξεις στις εισόδους των προβλητών ελλμενισμού των σκαφών, πύλη ελέγχου στην είσοδο και μπάρες οχημάτων, που εμπόδιζαν την πρόσβαση των διερχομένων με οχήματα στις προβλήτες και τους λοιπούς χώρους ευθύνης της, και 3) είχε τοποθετήσει κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης συνδεδεμένο με κάμερες παρακολούθησης, που παρακολυθείτο από υπάλληλό της, ως προς το οποίο κρίθηκε συγκεκριμένα ότι, ναι μεν δε λειτουργούσε κατά το χρονικό διάστημα, που έλαβε χώρα η κλοπή, πλην όμως τούτο συνέβη με ευθύνη της Δ.Ε.Η., ως παρόχου της ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω πτώσης της τάσης του ρεύματος, και όχι από υπαιτιότητα της εναγομένης. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε επίσης και η παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης της εναγομένης σε βάρος της δικής της ασφαλιστικής εταιρίας, μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας. Κατά της ανωτέρω απόφασης η ενάγουσα, έχουσα προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, άσκησε σε βάρος της πρωτόδικης απόφασης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 25.6.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../28.6.2013 και …../28.6.2013) έφεσή της, την οποία απηύθυνε κατά της εναγομένης και της προσεπικληθείσας – παρεμπιπτόντως εναγομένης – προσθέτως υπέρ της παρεμβάσας, με την οποία ζήτησε, για το λόγο, που ειδικότερα αναφέρεται στο εφετήριο, και συνιστά αιτίαση, η οποία, στο σύνολό της εκτιμώμενη, ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προς την παραδοχή του περί έλλειψης ευθύνης της εναγομένης για το γεγονός της μη λειτουργίας του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης με κάμερες παρακολούθησης, που είχε εγκαταστήσει στους χώρους της μαρίνας, κατά το χρονικό διάστημα, που έλαβε χώρα η κλοπή του σκάφους, να γίνει δεκτή η έφεσή της και κατ’ουσίαν, και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή της καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά βάσιμη και να της επιδικασθεί το αιτούμενο χρηματικό ποσό. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν άσκησε επικουρική έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ως προς το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή της, η οποία, κατόπιν της απόρριψης της αγωγής, απορρίφθηκε ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ανωτέρω παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ώστε σε περίπτωση που η κύρια έφεση της ενάγουσας γίνει δεκτή, το κεφάλαιο αυτό να μεταβιβασθεί στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και να καταστεί αντικείμενο της ενώπιόν του δίκης. Επί της ανωτέρω έφεσης εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.75/2015 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση ως τυπικά δεκτή, ακολούθως απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι, όπως έγινε και με αυτήν δεκτό, η ενάγουσα είχε λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη φύλαξη των ελλιμενιζομένων σκαφών στη Μαρίνα ……, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται. Ειδικότερα με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί αμέλειας της εναγομένης αναφορικά με το γεγονός της μη λειτουργίας του τοποθετηθέντος στο χώρο της μαρίνας από την τελευταία κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης κατά το χρονικό διάστημα, που τελέσθηκε η κλοπή, δεν αποδείχθηκε. Συγκεκριμένα έγινε δεκτό ότι “…κατά τον ανωτέρω χρόνο δε λειτουργούσε η κάμερα παρακολούθησης του χώρου πλησίον του ελλιμενισμένου σκάφους, όχι όμως λόγω πλημμελούς συντήρησης ή βλάβης της κάμερας ή του όλου συστήματος (κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης) αλλά λόγω πτώσεως της τάσεως του ρεύματος, οφειλομένης στο δίκτυο ηλεκτροδοτήσεως. Για το γεγονός, όμως, αυτό δεν φέρει ευθύνη η εναγομένη καθόσον το σύστημα ηλεκτροδοτήσεως λειτουργεί με ευθύνη του παρόχου ηλεκτρικής ενέργειας. Τα προαναφερόμενα δεν αναιρούνται από την …../15-3-2013 βεβαίωση του ΔΕΔΔΗΕ που με επίκληση προσκομίζει η εκκαλούσα για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (αρθ.529 ΚΠολΔ) παραδεκτώς καθόσον δεν προκύπτει πρόθεση στρεψοδικίας ή βαρειά αμέλειά της από τη μη προσκόμιση της στον πρώτο βαθμό, απορριπτόμενων όσων αντίθετων υποστηρίζει η πρώτη των εφεσίβλητων προς απόκρουση του ανωτέρω αποδεικτικού μέσου. Ειδικότερα, στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ότι κατά την ημέρα και ώρα του ένδικου συμβάντος (κλοπή του σκάφους) «δεν υπήρξε πρόβλημα ηλεκτροδότησης στην Μαρίνα …… που να οφείλεται σε βλάβη του δικτύου…» Ωστόσο, η οποιαδήποτε αυξομείωση της τάσης του ρεύματος δεν οφείλεται απαραιτήτως σε «βλάβη του δικτύου» ώστε να καταγραφεί ως τέτοια αλλά είναι φαινόμενο που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας συμβαίνει συχνά και μπορεί να οφείλεται διάφορα απρόβλεπτα και παροδικά εξωτερικά αίτια.” Κατόπιν των παραδοχών αυτών έγινε δεκτό ότι η εκκαλουμένη απόφαση, που επίσης απέρριψε την αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα με την έφεσή της απορριπτέα να τυγχάνουν ως αβάσιμα, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 30.4.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../30.4.2015) αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 16572017 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, κατά παραδοχήν του δεύτερου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτηση, αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό ότι: “Έτσι όμως που έκρινε και με όσα ανωτέρω δέχτηκε το Εφετείο, σε σχέση με την έλλειψη ενδοσυμβατικής ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης προς αποζημίωση για την απώλεια του σκάφους S. λόγω της κλοπής, δεχόμενο ότι αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς, ασαφείς, ενδοιαστικές και αντιφατικές αιτιολογίες, καθόσον, ενώ αρχικά δέχεται ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είχε λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη φύλαξη των ελλιμενιζόμενων σκαφών στη Μαρίνα …… που εκμεταλλευόταν και συγκεκριμένα ότι α) είχε αναθέσει με σύμβαση σε ιδιωτική εταιρεία τη φύλαξη και την επιτήρηση της χερσαίας ζώνης β) είχε προβεί στην περίφραξη του χώρου και είχε τοποθετήσει μεταλλικές περιφράξεις στις εισόδους των προβλητών ελλιμενισμού των σκαφών, πύλη ελέγχου στην είσοδο και μπάρες οχημάτων και γ) είχε τοποθετήσει κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, συνδεδεμένο με κάμερες παρακολούθησης, που παρακολουθείτο από υπάλληλο της, στη συνέχεια δέχεται ότι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, που έλαβε χώρα η κλοπή, δεν λειτουργούσε η κάμερα παρακολούθησης του χώρου πλησίον του ελλιμενισμένου σκάφους S., όχι λόγω πλημμελούς συντήρησης ή βλάβης της κάμερας αυτής ή του όλου συστήματος, (κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης), αλλά λόγω πτώσης της τάσης του ρεύματος, οφειλόμενης στο δίκτυο ηλεκτροδότησης και περαιτέρω, προκειμένου να αντικρούσει την υπ` αριθ …../2013 βεβαίωση του ΔΕΔΔΗΕ, που προσκόμισε η αναιρεσείουσα, στην οποία αναφερόταν ότι κατά την ημέρα και ώρα της κλοπής “δεν υπήρξε πρόβλημα ηλεκτροδότησης στην Μαρίνα ….., που να οφείλεται σε βλάβη δικτύου…”, δέχεται ότι η οποιαδήποτε αυξομείωση της τάσης του ρεύματος δεν οφείλεται απαραιτήτως σε “βλάβη του δικτύου”, αλλά ότι είναι φαινόμενο, που συμβαίνει συχνά και μπορεί να οφείλεται σε διάφορα απρόβλεπτα και παροδικά εξωτερικά αίτια. Από τις τελευταίες παραδοχές προκύπτει ανεπάρκεια, ασάφεια και αντίφαση του αποδεικτικού πορίσματος της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την έλλειψη ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης για τη μη λειτουργία της συγκεκριμένης κάμερας παρακολούθησης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και εντεύθεν την κλοπή του ως άνω σκάφους δεδομένου ότι, ενώ αρχικά περιέχει παραδοχή ότι δεν ευθύνεται, διότι η μη λειτουργία της κάμερας αυτής οφείλεται στο δίκτυο ηλεκτροδότησης λόγω πτώσης της τάσης του ρεύματος, στη συνέχεια αναφέρει ότι η αυξομείωση της τάσης του ρεύματος δεν οφείλεται απαραιτήτως σε βλάβη του δικτύου, αλλά μπορεί να οφείλεται (εκτός από τη βλάβη του δικτύου) και σε διάφορα απρόβλεπτα και παροδικά εξωτερικά αίτια, χωρίς όμως περαιτέρω να προσδιορίζει τα αίτια αυτά, καθώς και σε ποίου τη σφαίρα ευθύνης ανάγονται, αλλά ούτε και διευκρινίζει τον ακριβή χρόνο, που έλαβε χώρα η μη λειτουργία της εν λόγω κάμερας και τη διάρκειά της, ώστε να κριθεί εάν η πρώτη αναιρεσίβλητη είχε τη δυνατότητα, αντιλαμβανόμενη τη μη λειτουργία της, να ενεργοποιήσει άλλα μέτρα για την επιμελή εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσής της προς φύλαξη του ελλιμενισμένου στις εγκαταστάσεις της επίμαχου σκάφους, ενόψει του ότι, από τις παραδοχές της ίδιας της απόφασης, η κλοπή τοποθετείται στο χρονικό διάστημα από ώρα 22.00 της 14-4-2010 έως 7:15 ώρα της 15-4-2010. Συνακόλουθα τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, διότι, ενόψει των εκτεθέντων, δεν μπορεί να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη υπόθεση συνέτρεχαν ή όχι τα στοιχεία των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που εφάρμοσε, σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα της ευθύνης ή μη της πρώτης αναιρεσίβλητης για την κλοπή του ελλιμενισμένου στις εγκαταστάσεις της προαναφερόμενου σκάφους, όπως βασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με το δεύτερο από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης.” Επομένως, με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε καθ’ολοκληρίαν η αναιρεσιβληθείσα απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στο οποίο, συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή, εκτός εκείνου, που είχε κρίνει προηγουμένως, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση. Μετά δε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης της ενάγουσας και την αναίρεση της υπ’αριθμ. 75/2015 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, και, επομένως, εν προκειμένω θα αναβιώσει η έφεση της ανωτέρω διαδίκου κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και ειδικότερα κατά του κεφαλαίου αυτής, που αφορά στην απόρριψη της αγωγής της ως κατ’ουσίαν αβάσιμης. Η ενάγουσα – εκκαλούσα με την από 9.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./1.12.2017) κλήση της νόμιμα επαναφέρει την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αλλά εντός τριετίας από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495, 496, 499, 511, 513, 516, 517 και 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ίσχυε προ της αντικατάστασής της με τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου τρίτου του ν.4335/2015), και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω με την ίδια όπως και πρωτοδίκως τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ παράβολο. Σημειωτέον ότι, ναι μεν η προσεπικληθείσα από την εναγόμενη ως δικονομική της εγγυήτρια, και παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…….», όπως μετονομάσθηκε η αρχικά διάδικος εταιρία με την επωνυμία «………..», η οποία στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου παρενέβη προσθέτως υπέρ της εναγομένης, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη επί της αγωγής, ώστε να πρέπει ν’απευθύνεται και κατ’αυτής η έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας, καθώς, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η πρόσθετη παρέμβαση του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή είναι πάντοτε απλή, και όχι αυτοτελής, κατά την έννοια του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, επί της οποίας και μόνον, λόγω της δημιουργούμενης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ, να στρέφεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, ενώ η συμμετοχή του στην έκκλητη δίκη υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα του τελευταίου (του εκκαλούντος), πλην όμως εν προκειμένω η απεύθυνση του δικογράφου της έφεσης και κατά της ανωτέρω εταιρίας επέχει θέση κλήτευσής της για τη συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 § 3, 82 εδαφ. γ΄, 502, 517, 558 και 271 του ΚΠολΔ, άλλως η συζήτηση της υπόθεσης θα έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη. Τέλος, το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης σε βάρος της προσεπικληθείσας ασφαλιστικής της εταιρίας, ως δικονομικής της εγγυήτριας, με την οποία η ανωτέρω παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζήτησε, εφόσον γίνει δεκτή η σε βάρος της αγωγή, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη, υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλει στην ενάγουσα, και η οποία, κατόπιν της απόρριψης της κύριας αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης, επίσης απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να καταστεί αντικείμενο και της έκκλητης δίκης, καθώς η ηττηθείσα εναγόμενη/παρεμπιπτόντως ενάγουσα δεν άσκησε επικουρική έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με αίτημα την επανεξέταση της παρεμπίπτουσας αγωγής της, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση της κυρίως ενάγουσας, όπως απαιτείται για να μεταβιβασθεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος αυτό, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ούτε βέβαια η έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας περιλαμβάνει λόγο, που να αναφέρεται στο συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης, το οποίο άλλωστε δεν έχει και ίδιον έννομο συμφέρον να πλήξει.
Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβαση μίσθωσης ακίνητου διεπόμενη από τις περί μίσθωσης διατάξεις του ΑΚ (ΕφΑΘ 10868/1988 ΑρχΝ 1989, 426, ΔΕΚ 428/2002 Nόμος) και από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ.Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄1323/16.9.2003), έχων, επομένως, ισχύ νόμου (ΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801, ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011.220). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδαφ. α’ του ΑΚ, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, καταρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (ΑΠ Ολ 46/1987 ΕΕΝ 1987, 864, ΑΠ 1459/2014 Νόμος), ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βούλησής τους. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδαφ. α΄του ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιό στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009 αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν 1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, υπάρχει ρητή συμβατική υπαγωγή της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης στις διατάξεις και ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου. Το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφόσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Practice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί σκαφών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονομασία “Institute Yacht Clauses 1.11.1985”, οι οποίες με ρητή πρόβλεψη ενσωματώθηκαν στο κύριο σώμα του μεταξύ των διαδίκων καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου, και αποτέλεσαν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα αυτού. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο (βλ.σχετ. ΕφΠειρ 519/2016 ΔΕΕ 2017.548). Ειδικότερα, το Αγγλικό Δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο περί θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act 1906) οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς υπό της Νομολογίας των Αγγλικών Δικαστηρίων (case Law) και τους Αγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του Δικαίου (Authorities) ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω Αγγλικού Νόμου (ΜΙΑ 1906), έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφάλισης πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου, και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης εκπονημένους κατά κανόνα από τον συλλογικό φορέα των Αγγλων Ασφαλιστών, που εδρεύει στο Λονδίνο με την επωνυμία Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters). Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης, διεπομένης από το Αγγλικό Δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφάλισης νόμου, του κοινού δικαίου και της Αγγλικής πρακτικής, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε εντύπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και κατά τη συμφωνία των μερών ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών η ασφάλιση σχεδόν κατά κανόνα παρέχεται βάσει των όρων της Ρήτρας Θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου με την Κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1-11-1985 (ΕφΠειρ 232/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2011.204). Τέλος, το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή με την καταβολή του ασφαλίσματος στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του προξενήσαντος την ζημία τρίτου, εκ του οποίου εξαρτάται και το της νομιμοποίησης ή μη δικαίωμα του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον, κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση. Από την παράγραφο 79 του νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906 (Marine Insurance Act 1906) προκύπτει ότι η υποκατάσταση (subrogation) συνίσταται στο δικαίωμα του ασφαλιστή να ασκήσει προς ίδιο συμφέρον όλα τα δικαιώματα και μέσα ένδικης προστασίας, τα οποία έχει ο ασφαλισμένος έναντι του ζημιώσαντος τρίτου σε σχέση προς το ασφαλισμένο αντικείμενο. Το δικαίωμα υποκατάστασης ανακύπτει από τότε που ο ασφαλιστής θα καταβάλει στον ασφαλισμένο το ποσό της αποζημίωσης. Έχει δε τη δυνατότητα να ζητήσει δια της αγωγής του όλο το καλύπτον τη ζημία ποσό, ανεξαρτήτως αν έχει πληρώσει λιγότερα στον ασφαλισμένο. Δικαιούται, όμως, να κρατήσει μόνο το ποσό το οποίο έχει πράγματι καταβάλει. Το υπόλοιπο ανήκει στον ασφαλισμένο, εκτός αν αυτός εκχώρησε στον ασφαλιστή τα δικαιώματά του ή υπήρχε εξ αρχής διαφορετική συμφωνία. Επομένως, ο ασφαλισμένος έχει καθήκον να μην προβεί σε ενέργειες που δύνανται να βλάψουν τα δικαιώματα του ασφαλιστή. Έτσι δε δύναται να συμβιβαστεί ή να ζητήσει ένδικη προστασία χωρίς τη συναίνεση του ασφαλιστή. Στο πλαίσιο του αγγλικού δικονομικού δικαίου, σε αντίθεση με τη ρύθμιση που εισάγει η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997 (ταυτόσημη κατά περιεχόμενο με την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 210 ΕμπΝ), η οποία ορίζει ότι, σε περίπτωση καταβολής του ασφαλίσματος, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται αυτοδικαίως στις έναντι του τρίτου ζημιώσαντος αξιώσεις του ασφαλισμένου στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε, προβλέπεται ότι ο θεσμός της υποκατάστασης του καταβάλλοντος την ασφαλιστική αποζημίωση ασφαλιστή λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων (ασφαλιστή και ασφαλιζομένου) και όχι έναντι τρίτων και επί ασφαλιστικής υποκατάστασης η αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου δε δύναται να ασκηθεί επ’ονόματι του ασφαλιστή, παρά μόνον αν έχει γίνει εκ μέρους του ασφαλισμένου εκχώρηση των δικαιωμάτων του. Άλλως ο ασφαλιστής ασκεί την αγωγή επ’ονόματι του ασφαλισμένου, ο οποίος δε μπορεί να αρνηθεί τη συναίνεσή του σε αυτό. Σε περίπτωση εκχώρησης (assignment of claim), η θέση του ασφαλιστή διαφοροποιείται και δικαιούται να ασκήσει την κατά του τρίτου αγωγή επ’ονόματί του. Σε κάθε περίπτωση ο ασφαλιστής νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει, είτε επ’ονόματι του ασφαλισμένου είτε ιδίω ονόματι, αναλόγως της περίπτωσης, αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου μόνο αν πράγματι κατέβαλε στον ασφαλισμένο την αποζημίωση και μέχρι του ποσού της καταβολής. Τα ανωτέρω αποδίδουν ενδοτικό δίκαιο και ισχύουν εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει άλλως (ΑΠ 276/1982 ΕΕμπΔ 33(1982), 419, ΕφΠειρ 7/2015, ΕφΠειρ 320/2013 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων …… (της ενάγουσας) και ………. (της εναγομένης), οι οποίες δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και περιέχονται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής τους, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η με επίκληση προσκομισθείσα το πρώτον από την ενάγουσα ως εκκαλούσα στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.75/2015 αναιρεθείσα απόφαση, υπ’αριθμ. πρωτ. ……/15.3.2013 βεβαίωση της ΔΕΔΔΗΕ, η οποία επαναπροσκομίζεται και κατά την παρούσα συζήτηση, κατόπιν της παραπομπής της υπόθεσης στο Δικαστήριο αυτό, συγκροτούμενο από άλλο Δικαστή, απ’αυτόν που εξεδωσε την αναιρεθείσα απόφαση με την αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, παραδεκτώς κατά το άρθρο 529 του ΚΠολΔ, καθόσον ουδόλως προέκυψε ότι το εν λόγω έγγραφο δεν προσκομίσθηκε στον πρώτο βαθμό από πρόθεση στρεψοδικίας, ή από βαριά αμέλεια της ενάγουσας, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη/πρώτη εφεσίβλητη απορριπτομένων ως αβασίμων, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…….» (ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) ασφάλισε με το υπ’αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που ανανεώθηκε με το υπ’αριθμ….. ανανεωτήριο συμβόλαιο, το σκάφος αναψυχής («κρις κράφτ») με το όνομα «S.» (…..), για το χρονικό διάστημα από 10.3.2010 έως 10.3.2011, με λήπτη της ασφάλισης τον …….. ιδιοκτήτη του σκάφους. Το εν λόγω σκάφος, ελληνικής σημαίας, νηολογίου Πειραιά με αριθμό 7138, τύπου CHRIS CRAFT, ήταν έτους κατασκευής 1995, μήκους 11,90 μ., πλάτους 2,50 μ., βυθίσματος 1,35 μ., ολικής χωρητικότητας σε κόρους 9,30 και καθαρής χωρητικότητας σε κόρους 7,04 και έφερε δύο μηχανές, τύπου έσω-εξωλέμβιες, έτους κατασκευής 2004 της εταιρίας Mercruiser, ιπποδύναμης 500 ίππων και καύσεως βενζίνης. Δυνάμει του προαναφερθέντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η ενάγουσα ασφάλισε το σκάφος για το ποσό των 120.000 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονταν οι μηχανές και ο εξοπλισμός του και δη η αξία της βοηθητικής λέμβου ποσού 1.000 ευρώ, του ραντάρ ποσού 3.000 ευρώ, του VHF ποσού 1.500 ευρώ, του GRS ποσού 2.000 ευρώ, της τηλεόρασης SAMSUNG ποσού 1.200 ευρώ και των προσωπικών αντικειμένων του ιδιοκτήτη ποσού 6.500 ευρώ. Κατά τη συμφωνία των μερών το ασφαλιστήριο συμβόλαιο διεπόταν από τις Ρήτρες του Ινστιτούτου για ασφάλιση σκαφών της 1.11.1985 (Institute Yacht Clauses 1.11.85), ενώ είχε συμφωνηθεί ρητώς ότι η ασφάλιση υπόκειται στον Αγγλικό Νόμο και την Πρακτική, δυνάμει δε της υπ αριθμ. 9.2.1.4 ρήτρας κάλυπτε ζημία ή απώλεια στο ασφαλισμένο αντικείμενο που προκαλείται από την κλοπή ολόκληρου του σκάφους, των λέμβων του και των κινητήρων του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ιδιοκτήτης του επίδικου σκάφους είχε συνάψει με την εναγόμενη “…………..” σύμβαση ελλιμενισμού αυτού στη Μαρίνα ….., με αρχικό μηνιαίο μίσθωμα ποσού 1.337,18 ευρώ. Ειδικότερα, στην εναγόμενη έχει παραχωρηθεί με μακροχρόνια μίσθωση, δυνάμει της από 22.10.2008 σύμβασης μίσθωσης από την …….., ο τουριστικός λιμένας …., με τη χερσαία και θαλάσσια ζώνη του, τις επ’αυτού κτιριακές εγκαταστάσεις, τα συστατικά τους μέρη και τα παραρτήματά τους. Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης από την 01.01.2009 και εφεξής η εναγόμενη έχει αναλάβει τη λειτουργία, εκμετάλλευση και διαχείριση της Μαρίνας …… Δυνάμει της υπ’αριθμ. …/8.10.2009 σύμβασης ελλιμενισμού, που συνήψε ο ιδιοκτήτης του σκάφους με τη Μαρίνα …., συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ο ελλιμενισμός του σκάφους στη Μαρίνα … για το χρονικό διάστημα από 08.10.2009 έως 07.01.2010, το οποίο παρατάθηκε, κατόπιν νέας σύμβασης, έως την 03.05.2010. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της ως άνω σύμβασης ελλιμενισμού η σύμβαση αποτελείται από το Τμήμα Α (ειδικοί όροι), το Τμήμα Β (Γενικοί όροι) και το Παράρτημα (Τιμολόγια). Διέπεται επίσης, κατά τα οριζόμενα σε αυτήν, από τον Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας της Μαρίνας ….., την υπ’αριθμ. 11094/2007 Υ.Α. έγκρισης των τιμολογίων του τουριστικού λιμένα Μαρίνας …… και το ελληνικό δίκαιο, και ιδίως τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ στο βαθμό που τα μέρη δεν έχουν εγγράφως συμφωνήσει απόκλιση απ’αυτές. Κατά το τμήμα Β της σύμβασης ελλιμενισμού αντικείμενο της σύμβασης είναι η παραχώρηση του δικαιώματος ελλιμενισμού του σκάφους, καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχομένων από την εταιρία υπηρεσιών στο χώρο της Μαρίνας, έναντι του αναλογούντος ανταλλάγματος (τιμολόγιο). Κατά τα προαναφερόμενα η επίδικη σύμβαση ελλιμενισμού συνιστά σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, διότι οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν πρωτίστως με την κατάρτιση αυτής στην παραχώρηση χρήσης της Μαρίνας και των εγκαταστάσεών της για τον ελλιμενισμό του σκάφους ως βασική υποχρέωση της εναγομένης και όχι στη φύλαξη του παραδιδόμενου πράγματος. Επιπλέον, με την αναφορά στη σύμβαση ότι η τελευταία διέπεται, πέραν των συμφωνηθέντων, από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων και τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα ……, τέθηκε ως παρεπόμενη συμβατική υποχρέωση της εναγομένης η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τη φύλαξη και προστασία των ελλιμενισμένων στη Μαρίνα σκαφών, δεδομένου ότι τούτο προβλέπεται ρητά α) στο άρθρο 3 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, ο οποίος εγκρίθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 31α του ν. 2160/1993, από την υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και β) στο άρθρο 8 του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα ……., ο οποίος εγκρίθηκε από την υπ’αριθμ. 13381/8.8.2007 απόφαση της Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης. Περαιτέρω, στο τμήμα Β΄ της επίδικης σύμβασης ελλιμενισμού τέθηκε ο όρος 9, κατά τον οποίο «Ρητά συμφωνείται ότι η εταιρία ουδεμία ευθύνη φέρει για τυχόν σωματικές βλάβες του πελάτη και των προστηθέντων αυτού, των μελών του πληρώματος, των επιβαινόντων και επισκεπτών του σκάφους, αλλά ούτε και για κάθε βλάβη, ζημία ή απώλεια του ιδίου του σκάφους, των παραρτημάτων και συστατικών του, όπως τα ρεμέτζα του σκάφους, ή περιουσιακών αγαθών των ως άνω προσώπων τόσο επί του σκάφους όσο και σε κάθε χώρο (χερσαίο ή θαλάσσιο) της Μαρίνας συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινήτων ή άλλων οχημάτων από οποιαδήποτε αιτία. Την αποκλειστική ευθύνη των παραπάνω, τόσο για το σκάφος όσο και για τα πρόσωπα που επιβαίνουν σε αυτό καθώς και για κάθε άλλη ζημία των περιουσιακών αγαθών αυτών, σε οποιαδήποτε χώρο της Μαρίνας ή του σκάφους, φέρει ο πελάτης». Ο εν λόγω συμβατικός όρος περί αποκλεισμού της ευθύνης της εναγομένης για δόλο ή βαριά αμέλεια τυγχάνει άκυρος, καθώς αντιβαίνει στην απαγορευτική διάταξη του εδαφ. α΄ του άρθρο 332 του ΑΚ. Εξάλλου, άκυρη κατά το εδαφ. β΄ του άρθρου 332 ΑΚ τυγχάνει η εν λόγω συμφωνία περί αποκλεισμού της ευθύνης της εναγομένης και για ελαφρά αμέλεια, διότι, αφορά σε ευθύνη που προέρχεται από την άσκηση επιχείρησης για την οποία προηγήθηκε η παραχώρηση της αρχής. Ειδικότερα, στην εναγομένη έχει παραχωρηθεί, με μακροχρόνια μίσθωση από την ……….. ο τουριστικός λιμένας ….., με τη χερσαία και θαλάσσια ζώνη του, με τις επ’αυτού κτιριακές εγκαταστάσεις, τα συστατικά τους μέρη και τα παραρτήματά τους. Η λειτουργία, εκμετάλλευση και διαχείριση του εν λόγω τουριστικού λιμένα από την εναγομένη αποτελεί άσκηση επιχείρησης με αντικείμενο την παροχή κοινωφελούς υπηρεσίας, δηλαδή υπηρεσίας προς το ευρύ κοινό μιας κατηγορίας, και ως εκ τούτου εμπίπτει στην έννοια της απαγόρευσης του εδαφ. β΄ του άρθρου 332 του ΑΚ, απορριπτόμενης συνακόλουθα της σχετικής ένστασης αποκλεισμού, άλλως μετριασμού της ευθύνης της, που προέβαλε η εναγομένη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το εν λόγω σκάφος, ενώ ήταν ελλιμενισμένο στην πλωτή προβλήτα Κ της Μαρίνας ….., μεταξύ των θέσεων 23 και 24, εκλάπη από άγνωστους δράστες σε μη επακριβώς προσδιορισθέν χρονικό διάστημα, πάντως οπωσδήποτε από ώρα 22:00 της 14.04.2010, οπότε και για τελευταία φορά εθεάθηκε ελλιμενισμένο στην ως άνω θέση από υπάλληλο της εναγομένης, έως ώρα 07:15 της 15.04.2010, οπότε και έγινε αντιληπτό, επίσης από υπάλληλο της εναγομένης, ότι απουσίαζε από τη θέση ελλιμενισμού. Το ανωτέρω συμβάν της κλοπής δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και αποδεικνύεται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Κατόπιν γνωστοποίησης της κλοπής του σκάφους από τον ιδιοκτήτη στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, η τελευταία, την 8.10.2010, του κατέβαλε, βάσει της σύμβασης ασφάλισης και λόγω επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, το ποσό των 65.000 ευρώ, το οποίο αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι ανταποκρινόταν στην πραγματική αξία του σκάφους κατά το χρόνο της κλοπής. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την από 8.10.2010 απόδειξη πληρωμής αποζημίωσης, η ενάγουσα κατέβαλε στον ……….. το ποσό των 65.000 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση όλων των απαιτήσεών του για την ολική απώλεια – κλοπή του σκάφους και των μηχανών του, ο τελευταίος δε αναγνώρισε ότι με την εν λόγω καταβολή έχει εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς σχετικά με το ως άνω ζημιογόνο γεγονός και εκχώρησε στην ενάγουσα κάθε απαίτηση αποζημίωσης που έχει κατά παντός υπαιτίου για την ανωτέρω ζημία. Η εκχώρηση αυτή αναγγέλθηκε στην εναγομένη με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, συνεπεία της καταβολής αποζημίωσης, που κρίνεται ότι ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του σκάφους κατά το χρόνο της κλοπής, και της επακολουθησάσης εκχώρησης, η ενάγουσα υποκαταστάθηκε, κατά την παράγραφο 79 του νόμου περί θαλάσσιας ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act), στα δικαιώματα του ασφαλισμένου της κατά παντός υπαιτίου κατά το καταβληθέν ποσό των 65.000 ευρώ αναφορικά με τη θετική ζημία, που ο τελευταίος υπέστη από την απώλεια του σκάφους του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε λάβει τα κάτωθι μέτρα για τη φύλαξη των ελλιμενιζομένων σκαφών στη Μαρίνα ….. προς εκπλήρωση της αντίστοιχης συμβατικής υποχρέωσής της. Ειδικότερα: 1) Είχε αναθέσει με σύμβαση σε ιδιωτική εταιρία φύλαξης την επιτήρηση της χερσαίας ζώνης της Μαρίνας από ώρα 22:00 έως 07:00, ενώ από ώρα 07:00 έως 22:00 ο χώρος φυλασσόταν από προσωπικό της ιδίας. 2) Είχε προβεί στην περίφραξη του χώρου και τοποθετήσει μεταλλικές περιφράξεις στις εισόδους των προβλητών ελλιμενισμού των σκαφών, πύλη ελέγχου στην είσοδο και μπάρες οχημάτων, που εμπόδιζαν την πρόσβαση των διερχομένων με οχήματα στους προβλήτες και στους εν γένει χώρους ευθύνης της. 3) Είχε τοποθετήσει κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης συνδεδεμένο με εγκατεστημένες σε διάφορα σημεία της μαρίνας κάμερες ασφαλείας και παρακολούθησης, που ελεγχόταν και παρακολουθείτο από υπάλληλό της, ώστε να επιτυγχάνεται οπτική επαφή με τον πέριξ των καμερών χώρο. Τα προαναφερθέντα μέτρα ασφαλείας προκύπτουν από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ουσιαστικά συνομολογούνται από την ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής της. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω παραδοχές αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης συνιστούν παραδοχές και της εκκαλουμένης απόφασης, οι οποίες δεν προσβλήθηκαν ειδικά από την ενάγουσα με την επίδικη έφεσή της, και δη με λόγο αναγόμενο σε εσφαλμένη εκτίμηση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως προς αυτές των προσαχθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι πλησίον της προβλήτας, όπου ελλιμενιζόταν το ασφαλισμένο σκάφος, υπήρχε όντως εγκατεστημένη κάμερα σταθερής λήψης του προαναφερθέντος συστήματος κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, στο οπτικό πεδίο της οποίας περιλαμβανόταν επαρκώς και η συγκεκριμένη θέση ελλιμενισμού του, πλην όμως η εν λόγω κάμερα κατά το χρονικό διάστημα που τελέσθηκε η κλοπή δε βρισκόταν σε λειτουργία, ούτως ώστε να ελεγχθεί το εξ αυτής προερχόμενο μαγνητοσκοπημένο και καταγεγραμμένο υλικό. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η μη λειτουργία της συγκεκριμένης κάμερας παρακολούθησης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και, εντεύθεν, η κλοπή του ως άνω σκάφους, οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, και ειδικότερα ότι οφείλεται σε πτώση της τάσης του ρεύματος, προερχόμενη από το δίκτυο ηλεκτροδότησης, που λειτουργεί με ευθύνη, όχι της ιδίας, αλλά του παρόχου ηλεκτρικής ενέργειας, και εν προκειμένω της Δ.Ε.Η., αποδείχθηκε ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς η εναγόμενη, που φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξής του [διότι εν προκειμένω η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ασκεί την εκχωρηθείσα σ’αυτήν αξίωση του ασφαλισμένου της από τη μεταξύ αυτού και της εναγομένης σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους του στη μαρίνα, που η εναγόμενη διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, συγκεκριμένα την αξίωση λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης από την εναγόμενη της παρεπόμενης συμβατικής της υποχρέωσης φύλαξης και προστασίας του ελλιμενισμένου στις εγκαταστάσεις της σκάφους, που τελικά εκλάπη, ζητώντας αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας του ασφαλισμένου της από την απώλεια του σκάφους του, ισόποση του ήδη καταβληθέντος σ’αυτόν από την ίδια ασφαλίσματος, και στην περίπτωση αξίωσης, που θεμελιώνεται στην αθέτηση της σύμβασης, ο ενάγων υποχρεώνεται να αποδείξει μόνο την ύπαρξη της σύμβασης και την παράβαση της ενοχικής υποχρέωσης, ενώ εναπόκειται στον εναγόμενο οφειλέτη να αποδείξει ότι η ζημία δεν οφείλεται σε πταίσμα του, αλλά σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη (ΑΚ 332, 342, 362, νόθος αντικειμενική ευθύνη, βλ. σχετ. ΑΠ 1384/2009, ΑΠ 1667/2007 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος], δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αυτό, ούτως ώστε να σχηματισθεί επί του εν λόγω ισχυρισμού της στο παρόν Δικαστήριο πλήρης δικανική πεποίθηση. Ειδικότερα ουδόλως αποδείχθηκε εκ των προσκομισθέντων από αμφοτέρους τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων ότι η μη λειτουργία της συγκεκριμένης κάμερας του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, που η εναγόμενη είχε εγκαταστήσει, ούτως ώστε να ελέγχει και να εποπτεύει αποτελεσματικότερα τους χώρους ευθύνης της διά καμερών, που είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της μαρίνας, και κάλυπτε επαρκώς και τη θέση ελλιμενισμού του ασφαλισμένου σκάφους, οφείλεται σε διαταραχές της ηλεκτρικής τάσης του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, για τις οποίες η ίδια δεν υπέχει ευθύνη, ούτε όμως ότι κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο έλαβε χώρα η κλοπή του εν λόγω σκάφους, όντως παρουσιάσθηκαν τέτοιες διαταραχές της τάσης του ρεύματος, που προκάλεσαν διακοπή της λειτουργίας της κάμερας, ή ότι οι πράγματι εκδηλωθείσες διαταραχές της τάσης οφείλοντο σε άλλα αίτια, απρόβλεπτα και παροδικά, τα οποία δεν ανάγονται στη δική της σφαίρα ευθύνης, και τα οποία εξάλλου θα έπρεπε να προσδιορίζει ειδικά, πλην της βλάβης του δικτύου, ενόψει και της παραδεκτά προσκομισθείσας το πρώτον στην έκκλητη δίκη, κατά τα προεκτεθέντα, ανωτέρω βεβαίωσης της ΔΕΔΔΗΕ, στην οποία πλέον έχει ανατεθεί η διαχείριση του Ελληνικού δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, εκδοθείσα επί αίτησης της ενάγουσας, ότι με βάση τα σ’αυτήν τηρούμενα στοιχεία κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπήρξε πρόβλημα ηλεκτροδότησης στη Μαρίνα του ….., οφειλόμενο σε βλάβη του δικτύου. Επομένως, ενόψει του ότι η μη λειτουργία της συγκεκριμένης κάμερας παρακολούθησης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα οφείλεται σε βλάβη της, αναγόμενη στη σφαίρα ευθύνης της εναγομένης, η οποία και θα έπρεπε να έχει φροντίσει να λειτουργεί, και όχι τρίτου, διότι τούτο ουδόλως αποδείχθηκε και, επιπροσθέτως, η ίδια η εναγόμενη φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της, και τις έννομες συνέπειες σε περίπτωση που δεν αποδειχθεί η βασιμότητά του, όφειλε αυτή, αφότου το γεγονός έγινε αντιληπτό, καθώς το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης παρακολουθείτο διαρκώς από υπαλλήλους της σε ειδικό δωμάτιο ελέγχου (το αντίθετο δε συνάδει με την κοινή πείρα και λογική, διότι, καθ’ομολογία της εναγομένης, η διακοπή της λειτουργίας της κάμερας δεν ήταν σύντομη, αλλά διήρκησε επί μακρόν, τουλάχιστον καθόλο το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου τελέσθηκε η κλοπή του σκάφους, από ώρα 22.00 της 14.4.2010 έως ώρα 7.15 της επομένης ημέρας, ήτοι πλέον των 9 συναπτών ωρών), είτε να μεριμνήσει τάχιστα για την άμεση αποκατάσταση της βλάβης, ώστε να επαλειτουργήσει η κάμερα, είτε εφόσον αυτό δεν ήταν έγκαιρα ή εξ ιδίων μέσων εφικτό, προκειμένου να εκπληρώσει προσηκόντως την παρεπόμενη συμβατική της υποχρέωση φύλαξης και προστασίας του ελλιμενιζομένου στις εγκαταστάσεις της σκάφους του ασφαλισμένου της ενάγουσας, αφού η διαρκής οπτική επαφή με τον ευρύτερο χώρο της θέσης ελλιμενισμού του μέσω της κάμερας ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη, να φροντίσει να ενεργοποιηθούν άλλα εναλλακτικά μέτρα εποπτείας του χώρου, ούτως ώστε να διασφαλισθεί ότι το σημείο ελέγχεται επαρκώς, και συγκεκριμένα να επιμεληθεί ώστε ο χώρος να επιτηρείται συνεχώς ή έστω ανά τακτά χρονικά διαστήματα, και πάντως συχνότερα από ότι θα συνέβαινε εάν η κάμερα λειτουργούσε, με περιπολίες από τους υπαλλήλους της μέχρι τις 22.00, και σε κάθε περίπτωση κατά τις επόμενες ώρες και μέχρι την ώρα 7.00 από τους υπαλλήλους της ιδιωτικής εταιρίας, στην οποία είχε με σύμβαση αναθέσει τη φύλαξη της χερσαίας ζώνης της μαρίνας από ώρα 22.00 έως και ώρα 7.00, οι οποίοι εν προκειμένω λειτουργούσαν ως βοηθοί της εκπλήρωσης, όπερ, όμως, δεν έπραξε, παρότι όφειλε και μπορούσε, με αποτέλεσμα, ελλείψει επαρκούς και αποτελεσματικής εποπτείας του σημείου, το σκάφος να κλαπεί. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη παρέβη υπαιτίως, και δη από αμέλεια, την ανωτέρω παρεπόμενη συμβατική της υποχρέωση, στην επιμελή και προσήκουσα εκπλήρωση της οποίας άλλωστε κυρίως απέβλεψε και ο πλοιοκτήτης κατά την κατάρτιση μαζί της της σύμβασης ελλιμενισμού, ο οποίος επιθυμούσε πρωτίστως να διασφαλίσει ότι το σκάφος του, δηλαδή ένα περιουσιακό του στοιχείο διόλου ευκαταφρόνητης αξίας, φυλάσσεται επαρκώς στη συγκεκριμένη θέση της μαρίνας, που του είχε παραχωρηθεί προς αγκυροβολία και παραμονή, πολλώ δε μάλλον εφόσον κατέβαλε ένα σημαντικό μηνιαίο αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες της, έχοντας την πεποίθηση ότι η αντισυμβαλλόμενή του λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη ασφαλή φύλαξη και προστασία των ελλιμενιζομένων στις εγκαταστάσεις της σκαφών και την αποτροπή του κινδύνου κλοπής τους, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία, συνιστάμενη στην αξία του κλαπέντος σκάφους του κατά το χρόνο του συμβάντος, που από την ασφαλιστική του εταιρία και ήδη ενάγουσα εκτιμήθηκε στο ποσό των 65.000 ευρώ, το οποίο και του αποδόθηκε ως ασφάλισμα, δυνάμει της μεταξύ τους σύμβασης ασφάλισης, λόγω της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Το ανωτέρω ποσό η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη, διότι με την καταβολή του ασφαλίσματος εκχωρήθηκαν σ’αυτήν οι αξιώσεις του ασφαλισμένου της σε βάρος παντός υπαιτίου για τη ζημία του, με αποτέλεσμα την υποκατάστασή της και στα δικαιώματά του κατά της εναγομένης λόγω της ενδοσυμβατικής της ευθύνης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι η ενάγουσα δε βαρύνεται με αμέλεια για την κλοπή του επίδικου σκάφους, διότι είχε λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη φύλαξη των ελλιμενιζομένων στις εγκαταστάσεις της σκαφών, ενώ, επιππροσθέτως δεν ευθύνεται για τη μη λειτουργία της συγκεκριμένης κάμερας παρακολούθησης, που επιτηρούσε τον πέριξ χώρο της θέσης ελλιμενισμού του ασφαλισμένου στην ενάγουσα σκάφους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και εντεύθεν για την κλοπή του εν λόγω σκάφους, διότι, όπως έγινε δεκτό, τούτο προκλήθηκε λόγω πτώσης της τάσης του ρεύματος, οφειλομένης στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής της. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η ανωτέρω έφεση και κατ’ουσίαν και, αφού εξαφανισθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση επί της αγωγής, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 574 επ., 339 εδαφ.β΄, 361, στην αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας περί Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, και στην υπ’αριθμ. 13381/8.8.2007 απόφαση της Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης περί Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα …., ενώ όσον αφορά στο παρεπόμενο αίτημα καταβολής τόκων είναι νόμιμη για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής και στο εξής μέχρι την εξόφληση, με βάση τη διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ, των αιτημάτων περί επιδίκασης τόκων επί του αιτουμένου χρηματικού ποσού από την ημέρα της κλοπής, άλλως από την καταβολή από την ενάγουσα στον ασφαλισμένο της του ποσού του ασφαλίσματος και την εκχώρηση στην ίδια των αξιώσεών του κατά παντός υπαιτίου για την πρόκληση της ζημίας του απορριπτομένων ως μη νομίμων, διότι οι ανωτέρω ημερομηνίες δε συνιστούν κατά νόμο δήλη ημέρα, ούτε όχληση της εναγομένης για την έναρξη της τοκοφορίας της επίδικης απαίτησης (ως προς το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία της καταβολής του ασφαλίσματος και της εκχώρησης στην ενάγουσα των αξιώσεων του ασφαλισμένου της λεκτέον επίσης ότι επί της αξίωσης του υποκατασταθέντος ασφαλιστή κατά του τρίτου, οφειλέτη του ασφαλισμένου, όπως εν προκειμένω, δεν οφείλονται έκτοτε τόκοι, διότι η αξίωση αυτή του ασφαλιστή δε πηγάζει από την ασφαλιστική σύμβαση, αλλά από την εκχωρηθείσα σε αυτόν απαίτηση του ασφαλισμένου δανειστή (πρβλ. ΑΠ 1715/2007, ΕφΠειρ 7/2015, ΕφΠειρ 112/2012 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, αλλά και στις διατάξεις του Αγγλικού Δικαίου αναφορικά με την ασφαλιστική υποκατάσταση της ενάγουσας, που συμφωνήθηκε εφαρμοστέο στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, κατά τα προεκτεθέντα, ενόψει και του ότι για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το προσήκον στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις. Πρέπει, επίσης, στη συνέχεια, να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, που κατέβαλε στον ασφαλισμένο της με την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής του ελλιμενιζομένου στη μαρίνα της εναγομένης, και από υπαιτιότητα της τελευταίας, σκάφους του. Περαιτέρω, λόγω της νίκης της εκκαλούσας/ενάγουσας πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου του ενδίκου μέσου (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε η δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, που ηττήθηκε (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, στην παρούσα απόφαση δεν θα περιληφθεί διάταξη περί της δικαστικής δαπάνης της προσθέτως υπέρ της εναγομένης παρεμβάσας, που κλήθηκε από την εκκαλούσα να παραστεί στη δίκη διά της απεύθυνσης προς αυτήν της έφεσης, και πράγματι παρέστη, διότι η διάδικος υπέρ της οποίας η ανωτέρω παρενέβη στη δίκη (δηλαδή η εναγόμενη) ηττήθηκε στην ουσία, και, επομένως, τα προκληθέντα εκ της πρόσθετης παρέμβασής της έξοδα βαρύνουν την ίδια την προσθέτως υπέρ της ηττηθείσας διαδίκου παρεμβάσα (άρθρα 182 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 25.6.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ../28.6.2013 και …./28.6.2013) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 5672/2012 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 20.1.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../19.1.2012) αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν όλω την ανωτέρω αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (2.500).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29.5.2019
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ