ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 301 /2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————————–
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες κλήσεις: α) Η από 13.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/13.11.2017) κλήση της εκκαλούσας – δεύτερης εναγομένης, με την οποία νομίμως επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 11.6.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……/12.6.2013) έφεσή της εναντίον της καθ’ης η κλήση – εφεσίβλητης – ενάγουσας και κατά της υπ’αριθμ. 2706/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της συνεκκληθείσας υπ’αριθμ. 1419/2012 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν επί της από 1.3.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./1.3.2011) αγωγής της καθ’ης η κλήση κατά 1) της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία “…………”, και 2) της καλούσας εταιρίας, με την οποία (αγωγή) ζητούσε αυτή να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, η καθεμία εις ολόκληρον, το ποσό του συνολικού τιμήματος πλειόνων συμβάσεων πώλησης καυσίμων, και η οποία έγινε εν μέρει δεκτή κατά την κύρια βάση της ως κατ’ουσίαν βάσιμη με την υπ’αριθμ. 2706/2013 απόφαση, και β) η από 15.12.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ././15.12.2017) κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας της ανωτέρω αγωγής, με την οποία νομίμως επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 15.1.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…/15.1.2014 και ../15.1.2014) έφεσή της εναντίον της καθ’ης η κλήση – εφεσίβλητης – δεύτερης εναγομένης κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων, καθώς και της επίσης εκδοθείσας επί της εν λόγω αγωγής υπ’αριθμ.4400/2011 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκηθείσας (της έφεσης αυτής) επικουρικά υπό την αίρεση παραδοχής της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, μετά την αναίρεση με την υπ’ αριθμ. 1529/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου της εκδοθείσας επί των εφέσεων αυτών υπ’αριθμ.107/2015 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που απέρριψε αμφότερες (την εξ αυτών έφεση της δεύτερης εναγομένης ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ενώ την επικουρική έφεση της ενάγουσας ως άνευ αντικειμένου), και την παραπομπή σ’αυτό της προκειμένης υπόθεσης κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, οι οποίες (κλήσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).
Με την από 1.3.2011 (με αυξ.αριθμ.καταθ…./2011) αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ιστορείτο ότι: α) Η ενάγουσα εταιρία, η οποία εδρεύει στη Λιβερία και έχει εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, ασχολείται με την εμπορία πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων και τον εφοδιασμό πλοίων με υγρά καύσιμα, που αγοράζει από προμηθευτές και ακολούθως μεταπωλεί, με σκοπό το κέρδος, και παραδίδει στον συμφωνηθέντα κάθε φορά λιμένα, όπου βρίσκεται το εφοδιαζόμενο πλοίο, διά βοηθών εκπλήρωσης, που χρησιμοποιεί, και η πρώτη εναγόμενη εταιρία ετύγχανε εφοπλίστρια, εκμεταλλευόμενη για δικό της όφελος, με βάση ναυλοσύμφωνο, το υπό σημαία Ιταλίας φορτηγό πλοίο με την ονομασία “ΙP”, νηολογίου Παλέρμο Ιταλίας, του οποίου κυρία είναι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία, β) κατά το χρονικό διάστημα από τo μήνα Αύγουστο του έτους 2009 έως το μήνα Ιανουάριο του επομένου έτους, δυνάμει πέντε διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα παρέδωσε στο πλοίο για τον εφοδιασμό του τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή ποσότητες πετρελαίου, συνολικής αξίας 1.633.147,09 δολαρίων ΗΠΑ, το δε τίμημα εκάστης πώλησης, που ορίσθηκε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό σε 30 ημέρες από την ημερομηνία της παράδοσης της αντίστοιχης ποσότητας, ουδέποτε καταβλήθηκε, παρελθούσης και της 1ης.3.2010, όταν και έληξε η τελευταία κατά σειράν χορηγηθείσα από την ενάγουσα στην πρώτη εναγόμενη προθεσμία αποπληρωμής του, κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, με αποτέλεσμα να ευθύνονται για την καταβολή του, η μεν πρώτη των εναγομένων ως εφοπλίστρια του πλοίου, η δε δεύτερη εξ αυτών ως κυρία, κατ’ άρθρο 106 του ΚΙΝΔ, εφόσον πρόκειται περί απαίτησης προερχομένης από τον εφοπλισμό του, επικουρικά, και σε περίπτωση που κριθεί ότι η πρώτη εναγόμενη δεν ήταν εφοπλίστρια του πλοίου, η δεύτερη εναγόμενη ενέχεται για την αποπληρωμή του τιμήματος ως αγοράστρια των καυσίμων λόγω της κατάρτισης των συμβάσεων αυτών από την πρώτη εναγόμενη υπό την ιδιότητα της αντιπροσώπου της, τέλος δε όλως επικουρικά, οι εναγόμενες ευθύνονται κατά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό διότι παρέλαβαν και ανάλωσαν τις πωληθείσες ποσότητες καυσίμων για τις ανάγκες του ως άνω πλοίου, χωρίς να καταβάλουν το συμφωνηθέν τίμημα. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού των 1.633.147,09 δολαρίων Η.Π.Α. με την ισοτιμία του χρόνου πληρωμής, άλλως 1.207.502,47 ευρώ κατά την ισοτιμία της 1ης.3.2010, άλλως 1.180.531,36 ευρώ κατά την ισοτιμία του χρόνου κατάθεσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ.4400/2011 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου με την οποία, αφενός μεν κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, εταιρία εδρεύουσα στην Ιταλία, λόγω μη νομότυπης κλήτευσής της, διότι, όπως έγινε δεκτό, καθώς η τελευταία κατέθεσε εκπρόθεσμα προτάσεις (ήτοι εκτός της 20ημέρου προθεσμίας προ της δικασίμου, που τάσσεται με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 του ΚΠολΔ), προκειμένου να δικασθεί ερήμην και να μη ληφθούν υπόψη οι προβληθέντες με τις εκπρόθεσμες προτάσεις της ισχυρισμοί, θα έπρεπε να της έχει επιδοθεί η αγωγή και να έχει κλητευθεί νομότυπα για τη δικάσιμο, πλην όμως εν προκειμένω από τα έγγραφα, που προσκομίσθηκαν από την ενάγουσα, δεν αποδεικνυόταν πραγματική επίδοση σ’αυτήν του δικογράφου της αγωγής στην Ιταλία, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007, που τυγχάνει εφαρμοστέος λόγω της έδρας της εναγομένης αυτής σε Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου δε αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την πρώτη εναγόμενη. Στη συνέχεια με την από 12.9.2011 (με αυξ. αριθμ.καταθ…../2011) κλήση η ενάγουσα ζήτησε τον προσδιορισμό νέας δικασίμου για τη συζήτηση της αγωγής της, εκδοθείσης επί της υπόθεσης της επίσης μη οριστικής υπ’αριθμ.1419/2012 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτό α) ότι το ανωτέρω Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς, κατ’ άρθρο 5 παρ.1 α΄ και γ΄ του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της ΕΕ, β) ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο επί του θέματος της υπεγγυότητας του ανωτέρω πλοίου για το επίδικο χρέος της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα είναι το αγγλικό δίκαιο, που διέπει τη ναύλωση κατά τη ρητή συμφωνία των εναγομένων, η οποία περιέχεται στο μεταξύ τους καταρτισθέν ναυλοσύμφωνο, ότι επί των επίμαχων πωλήσεων εφαρμοστέο τυγχάνει το αιγυπτιακό δίκαιο, το οποίο συμφωνήθηκε από τα μέρη, όπως προκύπτει από τα επί των συμβάσεων εκδοθέντα τιμολόγια των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων, καθώς και ότι το ίδιο δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο και επί της επικουρικής βάσης της αγωγής, σύμφωνα με την οποία η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται προς καταβολή του συνολικού τιμήματος των εν λόγω συμβάσεων πώλησης ως αγοράστρια αυτών, αντιπροσωπευθείσα κατά τη σύναψή τους από την πρώτη εναγόμενη, που ενήργησε ως άμεση αντιπρόσωπός της, όσο και επί της επικουρικότερης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και γ) ότι η προσκομιζόμενη από τη δεύτερη εναγόμενη από 22.9.2010 βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου της Ελβετίας του ……… αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, διότι λήφθηκε χωρίς προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων της, ακολούθως, αφενός μεν κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς την πρώτη εναγόμενη λόγω μη νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσής της να παραστεί κατά τη συγκεκριμένη δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε η αγωγή, αφετέρου δε διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομισθεί, με επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους, γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου: α) Για το περιεχόμενο του αγγλικού δικαίου αναφορικά με τη σύμβαση ναύλωσης, τους τύπους αυτής, και την έκταση της ευθύνης του πλοιοκτήτη για τα χρέη με αιτία την εν λόγω σύμβαση, β) το περιεχόμενο του δικαίου της Αιγύπτου αναφορικά με την διά αντιπροσώπου κατάρτιση σύμβασης πώλησης, την έκταση ευθύνης του αντιπροσώπου και του αντιπροσωπευομένου σε περίπτωση αθέτησής της, αλλά και αναφορικά με τις προϋποθέσεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, σε περίπτωση που προβλέπεται στο δίκαιο αυτό τέτοιος νόμιμος λόγος ευθύνης, καθώς και την έκταση της ευθύνης του αδικαιολογήτως πλουτήσαντος. Ακολούθως, με την από 12.4.2012 (με αυξ.αριθμ.καταθ…../2012) κλήση η υπόθεση επανήλθε προς εκδίκαση, και εκδόθηκε τελικά επί της αγωγής η υπ’ αριθμ. 2706/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ερήμην της πρώτης των εναγομένων και αντιμωλία της δεύτερης εξ αυτών. Με την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε α) ότι η αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις του αγγλικού δικαίου, όσον αφορά το θέμα της υπεγγυότητας του πλοίου της β’ εναγομένης για το επίδικο χρέος, στα άρθρα 418,456,457 του αιγυπτιακού ΑΚ, καθώς στα άρθρα 1,4,53,59,61 παρ.1,62,78 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων, που υπεγράφη στη Βιέννη το έτος 1980, για το θέμα της πώλησης των καυσίμων από την ενάγουσα προς την α’εναγομένη, β) ότι κατά την πρώτη επικουρική της βάση στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 699,702,713,104 έως 107 αιγυπτιακού ΑΚ που θεσπίζουν την κατάρτιση σύμβασης δι’ αντιπροσώπου και την ευθύνη αυτού, γ) ότι η επικουρικότερα προβληθείσα βάση της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη, διότι για τη θεμελίωσή της η ενάγουσα δεν επικαλείται περιστατικά, διαφορετικά εκείνων, επί των οποίων στηρίζεται η κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση, τα οποία να καθιστούν την αιτία κτήσης του πλουτισμού αδικαιολόγητη, και δ) ότι ως μη νόμιμη πρέπει ν’απορριφθεί η προβληθείσα από τη δεύτερη εναγόμενη ένσταση παραγραφής μέρους των αγωγικών αξιώσεων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 289 και 291 του ΚΙΝΔ, που κατά τους ισχυρισμούς της εφαρμόζονται εν προκειμένω λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του ελληνικού δικαίου από τους διαδίκους, και προβλέπουν ενιαύσια παραγραφή των αξιώσεων εκ της χορήγησης υλικών για τον εφοδιασμό του πλοίου, διότι εν προκειμένω όσον αφορά τα θέματα της πώλησης εφαρμοστέο τυγχάνει το αιγυπτιακό δίκαιο, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη κατά την κύρια βάση της, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον η κάθε μία, ως ναυλώτρια του πλοίου δυνάμει σύμβασης μη γυμνής ναύλωσης κατά το κριθέν ως εφαρμοστέο επί του θέματος αγγλικό δίκαιο και κυρία αυτού αντίστοιχα, να καταβάλουν στην ενάγουσα το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής των 1.633.147,09 δολαρίων ΗΠΑ (του συνολικού τιμήματος των καταρτισθεισών συμβάσεων πώλησης ποσοτήτων καυσίμων), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, εκ των οποίων (εναγομένων) η δεύτερη περιορισμένα μέχρι της αξίας του πλοίου, η δε πρώτη εξ αυτών λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας της τεκμηρίου ομολογίας των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών. Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονέθηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου: 1) Η δεύτερη εναγόμενη, ως διάδικος που πρωτοδίκως ηττήθηκε, με την από 11.6.2013 (με αυξ.αριθμ.καταθ…../2013) έφεσή της, την οποία απηύθυνε κατά της αντιδίκου της ενάγουσας, και με την οποία επίσης προσβάλλει και την προηγουμένως εκδοθείσα επί της υπόθεσης υπ’αριθμ.1419/2012 μη οριστική απόφαση, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση των εκκαλουμένων αποφάσεων, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή, και 2) η ενάγουσα εταιρία ως διάδικος που πρωτοδίκως νίκησε, με την από 15.1.2014 (με αυξ. αριθμ. καταθ…../2014) επικουρική έφεσή της, υπό την αίρεση παραδοχής της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, την οποία απηύθυνε εναντίον της τελευταίας, και με την οποία επίσης προσβάλλει και τις προηγουμένως εκδοθείσες επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 1419/2012 και 4400/2011 μη οριστικές αποφάσεις, για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτως ώστε, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση της αντιδίκου της, και εξαφανισθούν οι με αυτήν εκκληθείσες αποφάσεις, να μεταβιβασθεί η υπόθεση ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και ως προς τα προσβαλλόμενα με τη δική της έφεση κεφάλαια, ώστε να καταστούν αυτά εκ νέου αντικείμενο της δίκης και να επανακριθούν. Επί των ανωτέρω εφέσεων εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ.107/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού αμφότερες αυτές κρίθηκαν τυπικά δεκτές, στη συνέχεια απορρίφθηκαν, η μεν έφεση της δεύτερης εναγομένης κατ’ουσίαν, η δε έφεση της ενάγουσας, που ασκήθηκε επικουρικά, υπό την αίρεση παραδοχής της έφεσης της αντιδίκου της, ως άνευ αντικειμένου, κατόπιν της απόρριψης της κύριας έφεσης. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση, έγινε δεκτό α) ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς, ως αρμόδια δικαστήρια του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, κατ’άρθρο 5 παρ.1 α΄και β΄ του Κανονισμού 44/2001, αλλά και ως δικαστήρια του τόπου, όπου διενεργήθηκε η κατάσχεση με βάση το άρθρο 7 παρ.1 εδαφ.α΄και β΄της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1952, και απορρίφθηκε ο πρώτος λόγος της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, και εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της υπόθεσης, β) ότι, κατ’εφαρμογήν των αναφερομένων σ’αυτήν διατάξεων του αγγλικού δικαίου, το οποίο, όπως έγινε δεκτό πρωτοδίκως, τυγχάνει εφαρμοστέο δυνάμει ρητής συμφωνίας των δύο εναγομένων, και δεν αμφισβητήθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη, υφίσταται εν προκειμένω υπεγγυότητα του πλοίου για τις αξιώσεις της ενάγουσας, καθώς αυτές προήλθαν από προμήθεια καυσίμων, η συναφθείσα ναύλωση του πλοίου είναι μη γυμνή, η πρώτη εναγόμενη παραγγέλνοντας καύσιμα στην ενάγουσα εμφανίσθηκε ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, κυρίας του πλοίου, αφού ουδέποτε δήλωσε ρητά προς την ενάγουσα ότι λειτουργεί για δικό της λογαριασμό, ενώ κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η δεύτερη εναγόμενη ήταν ακόμη κυρία του πλοίου, απορρίπτοντας το δεύτερο λόγο της έφεσης της ανωτέρω, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του αγγλικού δικαίου, οι οποίες δεν προβλέπουν υπεγγυότητα του πλοίου για τις οφειλές της ναυλώτριας σε περίπτωση σύμβασης μη γυμνής ναύλωσης, γ) ότι στις εν λόγω συμβάσεις πώλησης εφαρμοστέο τυγχάνει το αιγυπτιακό δίκαιο, καθόσον μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης συμφωνήθηκε ρητά η υπαγωγή αυτών στο δίκαιο της ανωτέρω χώρας, και επιπλέον ουδέποτε υπήρξε μετασυμβατική εν επιδικία υπαγωγή της διαφοράς στο ελληνικό δίκαιο, με αποτέλεσμα η ένσταση της δεύτερης εναγομένης ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας από τις τρεις πρώτες επιμέρους πωλήσεις έχουν υποκύψει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 του ΚΝΔ, δεδομένου ότι παρήλθε ένα έτος από την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών μέχρι την άσκηση της αγωγής, να πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμη, καθόσον το εν προκειμένω εφαρμοστέο στις συμβάσεις πώλησης αιγυπτιακό δίκαιο προβλέπει για τις σχετικές αξιώσεις διετή παραγραφή, που δεν έχει συμπληρωθεί στην κρινόμενη περίπτωση, απορρίπτοντας στη συνέχεια ως αβάσιμο τον τρίτο λόγο της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι στις επίμαχες συμβάσεις πώλησης τυγχάνει εφαρμοστέο το αιγυπτιακό δίκαιο, και όχι το ελληνικό, λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης εν επιδικία, και δη σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, με αντικείμενο τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου της δεύτερης εναγομένης, και, συνακόλουθα, απέρριψε ως αβάσιμη την προβληθείσα ένσταση της τελευταίας περί παραγραφής των σε βάρος της απαιτήσεων της ενάγουσας προς καταβολή του τιμήματος των τριών πρώτων κατά χρονολογική σειρά συμβάσεων πώλησης καυσίμων, δ) ότι μεταξύ της ενάγουσας, της πρώτης εναγομένης και της εταιρίας ………. δεν είχε συναφθεί κοινοπραξία, στο πλαίσιο της οποίας τηρείτο αλληλόχρεος λογαριασμός, στον οποίο κατά τη συμφωνία των μερών είχε ενταχθεί και το τίμημα των επίμαχων πωλήσεων, και ο οποίος εμφάνισε κατά το οριστικό του κλείσιμο χρεωστικό υπόλοιπο υπέρ της πρώτης εναγομένης, ποσού 895.822,33 δολαρίων Η.Π.Α., και, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επίσης κατέληξε στην ίδια παραδοχή, και, συνακόλουθα απέρριψε την προβληθείσα ένσταση της δεύτερης εναγομένης περί συμψηφισμού της εν λόγω απαίτησης της πρώτης εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας από την ως άνω κοινοπραξία με τη επίδικη απαίτηση της τελευταίας σε βάρος της ιδίας (της δεύτερης εναγομένης) από τις πωλήσεις των καυσίμων, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της δεύτερης εναγομένης, σε κάθε περίπτωση λόγω της ένταξής της στον αλληλόχρεο λογαριασμό είχε απωλέσει την αυτοτέλειά της και δε μπορούσε να επιδιωχθεί αυτοτελώς, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον υποστηρίζοντα τα αντίθετα τέταρτο λόγο της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, ε) ότι η προσκομιζόμενη από τη δεύτερη εναγόμενη από 22.9.2010 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………, δοθείσα ενώπιον συμβολαιογράφου στην Ελβετία, δε λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι λήφθηκε μεν προ της άσκησης της αγωγής, πλην όμως προκειμένου να χρησιμεύσει ως μαρτυρία για την ανταπόδειξή της, ήτοι για την ύπαρξη κοινοπραξίας και εκατέρωθεν οφειλών μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης, δηλαδή λήφθηκε για να χρησιμεύσει στη δίκη, κατά την οποία κρίνεται η ουσία της διαφοράς, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και, συνακόλουθα απέρριψε ως αβάσιμο τον υποστηρίζοντα τα αντίθετα πέμπτο λόγο της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, στ) ότι ο έκτος λόγος της έφεσης αυτής, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, έκρινε ότι με νεότερη συμφωνία μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης ορίσθηκε ως ημερομηνία καταβολής του τιμήματος των επίμαχων συμβάσεων πώλησης η 1η.3.2010, και ο οποίος (λόγος) ασκείται συμπληρωματικά με τον τρίτο λόγο της ίδιας έφεσης περί παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων από τις τρεις πρώτες συμβάσεις πώλησης, αλυσιτελώς προβάλλεται πλέον, και, επομένως, πρέπει ν’απορριφθεί, κατόπιν της απόρριψης της προβληθείσας ένστασης της ανωτέρω διαδίκου περί ενιαύσιας παραγραφής, δεδομένου ότι στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζεται το αιγυπτιακό δίκαιο, που προβλέπει διετή παραγραφή των σχετικών αξιώσεων, η οποία δεν έχει εν προκειμένω συμπληρωθεί, και ζ) ότι ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του επιδίκασε σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης, υπολογισθέντα με βάση το αντικείμενο της διαφοράς, καθώς και ότι στα έξοδα αυτά περιλαμβάνεται και το ποσό για τη λήψη της νομικής πληροφορίας του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον έβδομο λόγο της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, με τον οποίο η τελευταία παραπονέθηκε για το επιδικασθέν σε βάρος της ως δικαστική δαπάνη της ενάγουσας ποσό των 25.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου ασκήθηκαν ενώπιον του Αρείου Πάγου οι κάτωθι αναφερόμενες αιτήσεις αναίρεσης: 1) H από 29.5.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…./24.3.2015) αίτηση της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, και 2) η από 31.8.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../31.8.2015) αίτηση της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, επικουρικά υπό την αίρεση παραδοχής της αίτησης αναίρεσης της αντιδίκου της. Επί των ανωτέρω αιτήσεων αναίρεσης εκδόθηκε η υπ’αριθμ.1529/2017 απόφαση του Α2΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία έγινε δεκτή η από 29.5.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…./24.3.2015) αίτηση της δεύτερης εναγομένης, αναιρέθηκε στο σύνολό της η υπ’αριθμ. 107/2015 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από δικαστές, άλλους απ’αυτούς, που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση, ενώ απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 31.8.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…/31.8.2015) επικουρικά ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης της ενάγουσας, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της τελευταίας προς άσκησή της. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση απορρίφθηκαν οι λόγοι αναίρεσης, που αφορούσαν στην κρίση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου περί διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της διαφοράς, ενώ έγινε δεκτός ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Πλέον συγκεκριμένα με την εν λόγω απόφαση επί του συγκεκριμένου λόγου της αίτησης αναίρεσης της δεύτερης εναγομένης, αφού έγινε δεκτό 1) ότι σύμφωνα με τις σ’αυτήν (απόφαση του Αρείου Πάγου) αναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού δικαίου αγωγή in rem για καύσιμα πλοίου και λοιπά εφόδια κατά πλοίου, που δεν ανήκει στον οφειλέτη της αξίωσης, συγχωρείται μόνον εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις α) in personam ευθυνόμενος για την αξίωση είναι ο τυχόν γυμνός ναυλωτής (όχι δε ναυλωτής άλλου τύπου) του συγκεκριμένου πλοίου και β) κατά το χρόνο, που ασκείται η κατά του πλοίου αγωγή, η επ’αυτού γυμνή ναύλωση εξακολουθεί να ισχύει, 2) ότι στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της ισχυρίσθηκε ότι ορθά μεν η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο στο θέμα της υπεγγυότητας του πλοίου για την ευθύνη της προς καταβολή του τιμήματος των επίμαχων πωλήσεων και η συναφθείσα ναύλωση μεταξύ των δύο εναγομένων υπήρξε κατά το αγγλικό δίκαιο μη γυμνή, όμως εσφαλμένα εφήρμοσε το αγγλικό δίκαιο κρίνοντας ότι το πλοίο είναι υπέγγυο για τις οφειλές της ναυλώτριας, αφού, σύμφωνα με την ορθή εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, το πλοίο είναι υπέγγυο μόνο στην περίπτωση γυμνής ναύλωσης, και μόνο όταν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής βρίσκεται σε ισχύ η σχετική σύμβαση ναύλωσης, 3) ότι το Εφετείο με βάση τις παραδοχές, που παρατέθηκαν αυτολεξεί και στην ως άνω απόφαση (του Αρείου Πάγου), έκρινε ότι η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, με την οποία εισάγεται πραγματοπαγής αγωγή (action in rem) κατά της δεύτερης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, είναι βάσιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοζομένου αγγλικού δικαίου, και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως, ενώ απέρριψε και την έφεση της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας), η οποία είχε ασκηθεί επικουρικά, υπό την αίρεση παραδοχής της πρώτης έφεσης, 4) ότι με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις ως άνω διατάξεις της παραγράφου 21 (4) του Supreme Court Act 1981, και τούτο διότι δε θεμελιώνεται εν προκειμένω η εν λόγω πραγματοπαγής αγωγή, αφού in rem αγωγή για καύσιμα πλοίου και λοιπά εφόδια κατά πλοίου μη ανήκοντος στον οφειλέτη της αξίωσης συγχωρείται μόνο εφόσον το πλοίο τελεί υπό καθεστώς γυμνής ναύλωσης, και επιπλέον κατά το χρόνο, που ασκείται η κατά του πλοίου αγωγή, η επ’αυτού γυμνή ναύλωση εξακολουθεί να ισχύει, ενώ στην κρινόμενη περίπτωση έγινε δεκτό από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η επίδικη ναύλωση (που καταρτίσθηκε την 28.7.2007 για χρονική περίοδο 24 μηνών, και η αγωγή κατατέθηκε την 1.3.2011 μετά τη λήξη της) ήταν μη γυμνή, ακολούθως κρίθηκε ότι η αίτηση αναίρεσης της δεύτερης εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και ότι παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης. Όσον αφορά δε την αίτηση αναίρεσης της ενάγουσας – εφεσίβλητης – επικουρικώς εκκαλούσας με την ίδια ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι, υπό τα εκτιθέμενα σ’αυτήν, δε δικαιολογείται το έννομο συμφέρον της ανωτέρω προς άσκησή της, και τούτο διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την κατά τα ανωτέρω παραδοχή της αίτησης αναίρεσης της δεύτερης εναγομένης και την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή θα αναβιώσει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση και αγωγή). Ότι ειδικότερα θα αναβιώσει η πρωτόδικη απόφαση, και η κατ’αυτής επικουρική έφεση της αναιρεσείουσας ενάγουσας, η οποία δεν εξετάσθηκε ως άνευ αντικειμένου, θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, σε συνάρτηση με την έφεση της αναιρεσίβλητης – δεύτερης εναγομένης. Επομένως, με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε καθ’ολοκληρίαν η αναιρεσιβληθείσα απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στο οποίο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν κρίνει προηγουμένως, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση. Μετά δε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης της δεύτερης εναγομένης και την αναίρεση της υπ’αριθμ. 107/2015 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, και, επομένως, εν προκειμένω θα αναβιώσει η έφεση της δεύτερης εναγομένης, ενώ η επικουρική έφεση της ενάγουσας, η οποία δεν εξετάσθηκε, ως άνευ αντικειμένου, θα κριθεί πάλι από το Δικαστήριο τούτο, σε συνάρτηση με την κύρια έφεση. Ήδη με την από 13.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./13.11.2017) κλήση της εκκαλούσας – δεύτερης εναγομένης, νομίμως επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 11.6.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…../12.6.2013) έφεσή της εναντίον της καθ’ης η κλήση – εφεσίβλητης – ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ. 2706/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της συνεκκληθείσας υπ’αριθμ. 1419/2012 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, ενώ με την από 15.12.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../15.12.2017) κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας νομίμως επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 15.1.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…./15.1.2014 και …/15.1.2014) έφεσή της εναντίον της καθ’ης η κλήση – εφεσίβλητης – δεύτερης εναγομένης κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων, καθώς και της επίσης εκδοθείσας επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 4400/2011 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκηθείσας (της έφεσης αυτής) επικουρικά υπό την αίρεση παραδοχής της έφεσης της δεύτερης εναγομένης κατά τα προκτεθέντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ. Οι ανωτέρω εφέσεις, κύρια και επικουρική, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, αλλά εντός τριετίας από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495, 496, 499, 511, 513, 516, 517 και 518 § 2 του ΚΠολΔ), και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω με την ίδια όπως και πρωτοδίκως τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ), αφού το εμπρόθεσμο της έφεσης δε συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της απόφασης που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο εφετείο (ΕφΘεσ 1667/2015, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΛαρ 20/2013, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αμφοτέρων έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα εκάστης το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ παράβολο.
Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της έκδοσης αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 493/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 49/1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42/81). Ειδικότερα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης δηλαδή κατά κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 1833/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο, διότι, με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41,51) ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 § 3, 581 §§ 2 και 3, 579 § 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004 Δ 35.1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 του ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28.857, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013.1111, ΕφΛαμ 285/2010, ΕφΑιγ 207/2008, ΕφΔωδ 165/2004, όλες σε ΤΝΠ Νόμος, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 121, αρ. 35, σελ. 565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ. 342) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, επειδή αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό, Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της Ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτέλεσης, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009.708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004.1553), που οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, 1983, § 14, σελ.167). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτοι ως λόγοι έφεσης (ΑΠ 674/1988, Συμπλ. Βασ. Νομ. 2 [1993]/151, Κ. Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 513, σελ. 763, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αριθμ. 10). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου έφεσης ως βάσιμου, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και, αν η ουσία της υπόθεσης ερευνήθηκε στον πρώτο βαθμό, κρατεί αυτό την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ουσίαν. Στην περίπτωση αυτή είναι αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα για την οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα και επομένως, αν κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, γιατί δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Έτσι, αν έγινε δεκτή στον πρώτο βαθμό (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς την επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την κύρια βάση της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθέντων πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, γιατί τούτο υποκαθίσταται κατά το νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Με την έρευνα των βάσεων της αγωγής που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως απευθείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της μη υπέρβασης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, το δε Εφετείο όταν, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ερευνά τη μη εξετασθείσα πρωτοδίκως βάση της αγωγής, δε δεσμεύεται από τον κανόνα του άρθρου 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να καταστήσει και δυσμενέστερη τη θέση του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 1140-1/2000 ΕλλΔνη 2001. 1280, ΑΠ 1408/1999 ΕλλΔνη 2000.737, ΕφΠατρ 116/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 147/2004 δημ. σε ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των αρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από παραδοχή της έφεσης του ηττηθέντος πρωτόδικα εναγομένου, απορρίπτει την αγωγή κατά την κύρια βάση της, που είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πρέπει, εφόσον πλέον δεν δικάζεται η έφεση αλλά η αγωγή, να ερευνήσει χωρίς ειδικό παράπονο του ενάγοντος και την επικουρική ή τις επικουρικές βάσεις της αγωγής του, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο δεν τις εξέτασε, μη έχοντας άλλωστε δικαίωμα να το πράξει εκείνο (πρωτοβάθμιο δικαστήριο), όταν αυτές είχαν σωρευθεί στο ίδιο δικόγραφο κατ’άρθρο 219 του ΚΠολΔ επικουρικά, δηλαδή με την αίρεση απόρριψης της πρώτης (κύριας) βάσης της αγωγής, η οποία όμως αίρεση δεν πληρώθηκε, αφού η κύρια βάση της αγωγής τότε έγινε πρωτόδικα δεκτά. Δεν έχει όμως τη δυνατότητα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπάγγελτης έρευνας των βάσεων εκείνων της αγωγής που ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ως μη νόμιμες, αφού για την περίπτωση αυτή απαιτείται η υποβολή προσηκόντως παραπόνου από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα με δική του έφεση, έστω και επικουρικού χαρακτήρα, σε σχέση με την τυχόν παραδοχή της έφεσης του εναγομένου (ΑΠ 2095/2009 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, πέραν του λόγου έφεσης, ο οποίος έγινε δεκτός και βάσει αυτού εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, οι λοιποί λόγοι έφεσης, που αφορούν το ίδιο κεφάλαιο, εξετάζονται ως επί της ουσίας πραγματικοί ισχυρισμοί (βλ.σχετ. σε Βασ.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, Ερμηνεία – Νομολογία – Βιβλιογραφία – Ειδικές Διατάξεις, έκδοση 2015, υπ’αριθμ.2379, σελ.593-594).
Κατ’ακολουθίαν τούτων, πρέπει ν’απορριφθεί ως απαράδεκτος ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης της δεύτερης εναγομένης, με τον οποίο η ως άνω εκκαλούσα αποδίδει στην – συμπροσβληθείσα με την εκδοθείσα επί της αγωγής της εφεσίβλητης υπ’αριθμ. 2706/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – προηγουμένως εκδοθείσα επί της υπόθεσης υπ’αριθμ. 1419/2012 μη οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχθηκε πως υφίσταται διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της διαφοράς, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, δεδομένου ότι η αιτίαση αυτή, επίσης προβληθείσα και ως λόγος αναίρεσης από την ίδια διάδικο, απορρίφθηκε ήδη κατά τα ανωτέρω με την αναιρετική απόφαση, η οποία έλυσε δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται πλέον της υπόθεσης, τόσο επί της εν λόγω έφεσης, όσο και της επικουρικής τοιαύτης της ενάγουσας, ως το δικαστήριο της παραπομπής, κατόπιν της αναίρεσης της εκδοθείσας επί των ενδίκων αυτών μέσων απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα.
Στο αγγλικό δίκαιο διακρίνονται δύο είδη σύμβασης ναύλωσης: α) η σύμβαση μη γυμνής ναύλωσης (charter not by demise) και β) η σύμβαση γυμνής ναύλωσης (charter by demise). Σε περίπτωση σύμβασης μη γυμνής ναύλωσης ο κύριος του πλοίου διατηρεί την κυριότητα και την κατοχή του πλοίου μέσω του πλοιάρχου και του πληρώματός του, που είναι υπάλληλοί του (προστηθέντες), για τις πράξεις των οποίων ευθύνεται, όπως ευθύνεται και για τις πράξεις του ναυλωτή, αν ο τελευταίος ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του. Στη σύμβαση μη γυμνής ναύλωσης ο ναυλωτής μπορεί να αποτελεί εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του πλοιοκτήτη και στο πλαίσιο αυτό να καταρτίζει συμβάσεις ως προς την εκμετάλλευση του πλοίου δεσμευτικές γι’ αυτόν (πλοιοκτήτη). Ο πλοιοκτήτης στη σύμβαση μη γυμνής ναύλωσης είναι υπεύθυνος για την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος, την καταβολή των μισθών τους και για τον ανεφοδιασμό και την ασφάλιση του πλοίου, ενώ ευθύνεται εν γένει για απαιτήσεις τρίτων που ανακύπτουν από τη λειτουργία και τη διαχείριση του πλοίου (π.χ. σε περίπτωση μεταφοράς εμπορευμάτων δια του πλοίου). Η σύμβαση γυμνής ναύλωσης έχει ως αντικείμενο τη μίσθωση του πλοίου ως κινητού πράγματος και μπορεί να αφορά μόνο το σκάφος ή να συμπεριλαμβάνει και τον πλοίαρχο και το πλήρωμα του σκάφους. Και στις δύο περιπτώσεις ο ναυλωτής αντιμετωπίζεται από το Αγγλικό Δίκαιο ως προσωρινός κύριος του πλοίου για το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στη σύμβαση (συνήθως ο ναυλωτής τέτοιας σύμβασης χαρακτηρίζεται ως “κύριος του πλοίου για ορισμένη αποστολή”- (“owner pro hac vise”, “owner pro tempore”, “temporary owner”). Εν γένει, στο πρόσωπο του ναυλωτή γυμνής ναύλωσης γεννώνται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση του πλοίου καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσής του και είναι προσωρινά υπεύθυνος για όλα τα έξοδα που ανακύπτουν από τη λειτουργία του πλοίου, καθώς και την ασφάλισή του. Επίσης, στη σύμβαση γυμνής ναύλωσης ο κύριος του πλοίου δεν εμπλέκεται καθόλου στη διαχείριση του πλοίου, παρά μόνο στο μέτρο που η εκάστοτε σύμβαση το επιτρέπει, αποποιούμενος κάθε εξουσία επί του πλοίου, του πλοιάρχου και του πληρώματος, ενώ διατηρεί μόνο το δικαίωμα να απαιτήσει τον καθορισμένο με τη σύμβαση ναύλο και την επιστροφή του πλοίου, όταν λήξει η ναύλωση. Για τις απαιτήσεις που απορρέουν από την εκμετάλλευση του πλοίου, ο κύριος του πλοίου στην περίπτωση της σύμβασης γυμνής ναύλωσης δεν υπέχει προσωπική ευθύνη. Ευθύνεται, ωστόσο, καταρχήν μέχρι της αξίας του πλοίου για συγκεκριμένες αξιώσεις που καθορίζονται από το νόμο, τη νομολογία και τα έθιμα. Κρίσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της ευθύνης του κυρίου του πλοίου είναι το είδος της αξίωσης και όχι άλλα στοιχεία, όπως π.χ. ο φορέας της αξίωσης. Συνεπώς, οι τρίτοι δανειστές του πλοίου σε περίπτωση γυμνής ναύλωσής του μπορούν να στραφούν: α) εναντίον του ναυλωτή προσωπικά (in personam) για απαιτήσεις που ανακύπτουν από τη λειτουργία και τη διαχείριση του πλοίου ή και β) κατά του πλοίου (ήτοι του κυρίου) με την action in rem, εφόσον οι απαιτήσεις τους εντάσσονται σε μία από τις κατηγορίες για τις οποίες θεμελιώνεται πραγματοπαγής δικαιοδοσία των αρμόδιων δικαστηρίων. Η αγωγή in rem έχει ως αντικείμενο την κατάσχεση του πλοίου ως εξασφάλιση της απαίτησης και αποτελεί κύρια διαδικασία, μη εντασσόμενη στα μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Εφόσον δε ήθελε γίνει δεκτή οδηγεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά το πλοίου και μόνον. Κατά το αγγλικό δίκαιο, προκειμένου να ασκηθεί αγωγή in rem ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, πρέπει η κρίσιμη απαίτηση να αποτελεί θεσμικό προνόμιο (statutory lien) ή ναυτικό προνόμιο (maritime lien), κατά τον Supreme Court Act 1981 Τα θεσμικά προνόμια αποτελούν απαιτήσεις επί πλοίου που δημιουργήθηκαν από τη Νομοθεσία και προβλέπονται από την παράγραφο 20 (20 (Θ) – (Γ) του αγγλικού Supreme Court Act 1981, μεταξύ δε των απαιτήσεων αυτών συγκαταλέγονται και…η) απαιτήσεις σχετικά με αγαθά και υλικά για τη λειτουργία και τη συντήρηση του πλοίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 21 (4) του Supreme Court Act 1981, σε περίπτωση απαίτησης της παραγράφου 20 (2) (ε) έως (κστ) όπου: (α) η απαίτηση ανακύπτει σε σχέση με πλοίο – και (β) το πρόσωπο το οποίο θα υπείχε ευθύνη για απαίτηση επί αγωγής in personam (“το σχετικό πρόσωπο”) ήταν, κατά το χρόνο γένεσης της απαίτησης, ο ιδιοκτήτης ή ο ναυλωτής ή έτερο πρόσωπο τελούν στην κατοχή ή τον έλεγχο του πλοίου, αγωγή in rem μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου (Ηigh Court), (ανεξαρτήτως του εάν η αξίωση παρέχει ναυτικό προνόμιο επί του συγκεκριμένου πλοίου), κατά (ι) του συγκεκριμένου πλοίου, εάν κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής το σχετικό πρόσωπο είναι είτε ο αληθής κύριος (beneficial owner) του πλοίου αυτού ως προς όλα τα επ’ αυτού μερίδια είτε ναυλωτής αυτού δυνάμει σύμβασης γυμνής ναύλωσης. Ως σχετικό πρόσωπο νοείται ο ναυλωτής σύμβασης γυμνής ναύλωσης ακόμα και στην περίπτωση απουσίας έγγραφης τέτοιας σύμβασης, εφόσον η νομική σχέση που συνδέει τα μέρη παρέχει στο “σχετικό πρόσωπο” τα δικαιώματα σύμβασης γυμνής ναύλωσης έναντι του ιδιοκτήτη του πλοίου ή (ίί) οποιουδήποτε άλλου πλοίου, του οποίου το σχετικό πρόσωπο κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής είναι ο αληθής κύριος (beneficial owner) όλων των μεριδίων αυτού. Κατά το αγγλικό δίκαιο, ένα πρόσωπο δεν είναι ναυλωτής πλοίου εάν κατά τον κρίσιμο χρόνο έγερσης απαίτησης από τη σύμβαση της ναύλωσης το ναυλοσύμφωνο έχει λήξει. Στην περίπτωση άσκησης αγωγής in rem, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 21 (4) του Supreme Court Act 1981, μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο λήξη της σύμβασης γυμνής ναύλωσης, δεν υφίσταται πλέον ευθύνη για απαιτήσεις από τη σύμβαση αυτή που εντάσσονται στην κατηγορία του θεσμικού προνομίου (statutory lienς). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι αγωγή in rem για καύσιμα πλοίου και λοιπά εφόδια κατά πλοίου, που δεν ανήκει στον οφειλέτη της αξίωσης, συγχωρείται μόνον εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) in personam ευθυνόμενος για την αξίωση είναι ο τυχόν γυμνός ναυλωτής (όχι δε ναυλωτής άλλου τύπου) του συγκεκριμένου πλοίου και β) κατά το χρόνο, που ασκείται η κατά του πλοίου αγωγή, η επ’ αυτού γυμνή ναύλωση εξακολουθεί να ισχύει. Τα ανωτέρω έχουν κριθεί με την εκδοθείσα επί της αίτησης αναίρεσης της δεύτερης εναγομένης και της επικουρικής τοιαύτης της ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ.107/2015 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου υπ’αριθμ.1529/2017 απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (η οποία έχει επίσης δημοσιευθεί στο διαδίκτυο στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»), με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η προαναφερθείσα απόφαση, όπως έχει ήδη εκτεθεί. Στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της ισχυρίσθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη οριστική υπ’αριθμ.2706/2013 απόφασή του, παρότι ορθά έκρινε ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο στο θέμα της υπεγγυότητας του πλοίου για την ευθύνη της ιδίας προς καταβολή της επίδικης απαίτησης από τις πωλήσεις των καυσίμων, και επίσης ορθά δέχθηκε ότι η μεταξύ αυτής και της πρώτης των εναγομένων συναφθείσα ναύλωση είχε το χαρακτήρα σύμβασης μη γυμνής ναύλωσης, εντούτοις, κρίνοντας ότι το πλοίο και στην περίπτωση αυτή είναι υπέγγυο για τις οφειλές της ναυλώτριας, και, συνακόλουθα, ότι ενέχεται και η ίδια (η δεύτερη εναγόμενη), ως κυρία του πλοίου αυτού, για την απαίτηση της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η αγωγή να γίνει κατ’ουσίαν δεκτή και ως προς αυτήν κατά την κύρια βάση της, εσφαλμένα εφήρμοσε το αγγλικό δίκαιο, καθώς, σύμφωνα με την ορθή εφαρμογή του δικαίου αυτού, το πλοίο είναι υπέγγυο για τις οφειλές της ναυλώτριας μόνον στην περίπτωση γυμνής ναύλωσης, και μόνον όταν κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής η σχετική σύμβαση ναύλωσης βρίσκεται σε ισχύ. Κατόπιν της απόρριψης του λόγου αυτού με την υπ’αριθμ. 107/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η εκκαλούσα – δεύτερη εναγόμενη διετύπωσε το ίδιο παράπονο και ως αναιρετικό λόγο με την ασκηθείσα ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της εν λόγω απόφασης αίτηση αναίρεσής της, o οποίος με την υπ’αριθμ.1529/2017 απόφαση έγινε δεκτός ως βάσιμος, και αναιρέθηκε στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, προκειμένου να εκδικασθεί από δικαστές, άλλους απ’αυτούς, που εξέδωσαν την αναιρεσιβληθείσα απόφαση, καθώς, όπως έγινε δεκτό, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, αγωγή in rem για καύσιμα πλοίου και λοιπά εφόδια κατά πλοίου που δεν ανήκει στον οφειλέτη της αξίωσης συγχωρείται μόνον εφόσον 1) in personam ευθυνόμενος για την αξίωση είναι ο τυχόν γυμνός ναυλωτής (όχι δε ναυλωτής άλλου τύπου) του συγκεκριμένου πλοίου και 2) κατά το χρόνο, που ασκείται η κατά του πλοίου αγωγή, η επ’αυτού γυμνή ναύλωση εξακολουθεί να ισχύει, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές του Εφετείου, που περιλήφθηκαν και στην αναιρετική απόφαση, η επίδικη σύμβαση ναύλωσης του πλοίου, στο οποίο παραδόθηκαν οι πωληθείσες ποσότητες καυσίμων για τον εφοδιασμό του, ήταν μη γυμνή. Τα ανωτέρω, που κρίθηκαν με την αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, δεσμεύουν και το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο των προαναφερθέντων ουσιαστικών κανόνων του αγγλικού δικαίου σε σχέση με το επιλυθέν απ’αυτήν νομικό ζήτημα των προϋποθέσεων της υπεγγυότητας του πλοίου, και, συνακόλουθα της ευθύνης του κυρίου του, για απαιτήσεις σε βάρος του μη γυμνού ναυλωτή του από την πώληση καυσίμων και λοιπών εφοδίων. Επομένως, καθώς το διατυπωθέν από τη δεύτερη εναγόμενη ως λόγος έφεσης παράπονο περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του αγγλικού δικαίου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, το οποίο (παράπονο), κατόπιν της απόρριψής του από το παρόν Δικαστήριο, προβλήθηκε και ως αναιρετικός λόγος, έγινε δεκτό από τον Άρειο Πάγο με την αναιρετική απόφασή του, το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να το δεχθεί και ως βάσιμο λόγο έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. 2706/2013 οριστική απόφασή του, έκρινε ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της κατά το αγγλικό δίκαιο, που δέχθηκε ως εφαρμοστέο, in rem αγωγής κατά του επίδικου πλοίου, και, επομένως, ότι η δεύτερη εναγόμενη, ως κυρία του πλοίου αυτού, ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, μη γυμνή ναυλώτριά του, για την καταβολή της απαίτησης της ενάγουσας από την πώληση ποσοτήτων καυσίμων στο πλοίο, περιορισμένα μέχρι την αξία του, και, συνακόλουθα, έκανε δεκτή και ως προς αυτήν την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως κατ’ουσίαν βάσιμη, εσφαλμένα τις σχετικές διατάξεις του αγγλικού δικαίου ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βασίμως ισχυρίσθηκε η δεύτερη εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η έφεση της ανωτέρω εναγομένης και κατ’ουσίαν (η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής παρέλκει), να εξαφανισθεί η η εκκαλούμενη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της διάταξης αυτής περί δικαστικής δαπάνης συμπεριλαμβανομένης, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, που υποκαθίσταται κατά το νόμο στη θέση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, να ερευνηθεί η αγωγή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας κατά την πρώτη επικουρική της βάση, σύμφωνα με την οποία η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται για την αποπληρωμή της απαίτησης της ενάγουσας, ως αγοράστρια των καυσίμων, εκπροσωπηθείσα κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων πώλησης από την πρώτη εναγόμενη, που εν προκειμένω ενήργησε ως άμεση αντιπρόσωπός της, και η οποία (ανωτέρω αγωγική βάση) δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως ειδικά επισημαίνεται και στην αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, απορριπτομένης ως αβάσιμης της κύριας αγωγικής βάσης, αφού κατά το αγγλικό δίκαιο, σε περίπτωση της σ’αυτό προβλεπομένης σύμβασης μη γυμνής ναύλωσης πλοίου, όπως είναι εν προκειμένω η επίδικη σύμβαση μεταξύ των δύο εναγομένων, δεν υφίσταται ευθύνη του κυρίου του πλοίου, και συγκεκριμένα της δεύτερης εναγομένης, για απαιτήσεις σε βάρος του μη γυμνού ναυλωτή του (στην κρινόμενη περίπτωση της πρώτης εναγομένης) από την πώληση καυσίμων και λοιπών εφοδίων για τον εφοδιασμό του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι λοιποί λόγοι της ως άνω έφεσης θα εξετασθούν ως επί της ουσίας πραγματικοί ισχυρισμοί της δεύτερης εναγομένης, ενώ επιπροσθέτως, αφού έγινε δεκτή η έφεση της τελευταίας, δέον να εξετασθεί και η επικουρική έφεση της ενάγουσας, όπως αναφέρεται και στην αναιρετική απόφαση, η οποία (έφεση της ενάγουσας) ασκήθηκε ακριβώς υπό την αίρεση παραδοχής της κύριας έφεσης της αντιδίκου της, ώστε κατά την επανεκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης επί της αγωγής, να διερευνηθούν από το παρόν Δικαστήριο οι σ’αυτήν περιεχόμενες αιτιάσεις, που αφορούν σε κεφάλαια της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, και των συμπροσβληθεισών μη οριστικών αποφάσεων, τα οποία, εάν δεν είχε ασκηθεί η εν λόγω έφεση (της νικήσασας διαδίκου), και γινόταν δεκτή η έφεση της δεύτερης εναγομένης, δεν θα μεταβιβάζονταν διαφορετικά στο Δικαστήριο τούτο, ώστε να καταστούν αντικείμενο της ενώπιόν του δίκης, και να επανακριθούν, καθώς δεν προσβλήθηκαν με την έφεση της ηττηθείσας δεύτερης εναγομένης, πλην του πρώτου λόγου της επικουρικής αυτής έφεσης, που αφορά στη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της διαφοράς, διότι αποτελεί νομικό ζήτημα, που επιλύθηκε δεσμευτικά για το Δικαστήριο τούτο της παραπομπής με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, λόγω της νίκης της δεύτερης εναγομένης, της οποίας η έφεση έγινε δεκτή και κατ’ουσίαν, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου του ένδικου μέσου, που άσκησε (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 25 του ΑΚ οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και, αν δεν ορίστηκε τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα της Σύμβασης της Ρώμης του έτους 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το Ν. 1792/1988 και αποτελεί από 14.1.1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με την ισχύ που δίνει σε αυτό το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος και με την οποία ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 της ως άνω Σύμβασης, που επικρατεί του άρθρου 25 του ΑΚ, “Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης”. Περαιτέρω, η ευθύνη του κυρίου του πλοίου από πράξεις του εφοπλιστή (ναυλωτή), αν και είναι πραγματοπαγής, αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εξωσυμβατική ενοχή, το έρεισμα της οποίας αναζητείται στο νόμο (ενοχή ex lege). Ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που να προσδιορίζει ευθέως εν προκειμένω το εφαρμοστέο δίκαιο, δεν υπάρχει, ούτε αποτελεί τέτοιον κανόνα άμεσης εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 106 εδαφ.β΄του ΚΙΝΔ, κατά την οποία “αι εκ του εφοπλισμού απορρέουσαι απαιτήσεις ασκούνται και κατά του πλοίου”. Ενόψει τούτων, το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικών ενοχών, πρέπει να αναζητηθεί με βάση την αναλογική εφαρμογή του συνδετικού κανόνα του άρθρου 4 σημ.1, εδαφ. α΄ της ανωτέρω Σύμβασης της Ρώμης και του άρθρου 25 εδαφ. β΄του ΑΚ. Κατά τον κανόνα αυτό εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται, ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα της έννομης σχέσης. Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες εν προκειμένω αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκομένων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών και ιδίως η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας, διότι η εν λόγω σύμβαση αποτελεί και τη βάση και αφετηρία όλων των μετέπειτα σχέσεων του εφοπλιστή (ναυλωτή) προς τους τρίτους (ΑΠ 1529/2017 η εν προκειμένω εκδοθείσα επί της υπόθεσης αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, που προσκομίζεται από αμφότερα τα διάδικα μέρη, αλλά και ΑΠ 384/2005 ΔΕΕ 2005.1079, ΕΕμπΔ 2005.375, Αρμ.2005.1985 και επίσης δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοστέο δίκαιο στο θέμα της υπεγγυότητας του πλοίου, και συνακόλουθα, της πραγματοπαγούς ευθύνης της δεύτερης εναγομένης, ως κυρίας αυτού, για την καταβολή της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, που προέρχεται από την πώληση καυσίμων στην πρώτη εναγόμενη, ναυλώτρια του πλοίου, για τον εφοδιασμό του, ζήτημα, το οποίο δεν ήχθη προς κρίση ενώπιον του Αρείου Πάγου, καθώς η επ’αυτού κρίση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (που ουσιαστικά επανέλαβε τη σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ελλείψει προσβολής της με λόγο έφεσης από τη δεύτερη εναγόμενη) δεν επλήγη ειδικά με λόγο αναίρεσης από την ανωτέρω διάδικο, ώστε το παρόν Δικαστήριο να δεσμεύεται από την αναιρετική παραπεμπτική απόφαση, ούτε πρόκειται περί κεφαλαίου, που συνδέεται άρρηκτα με το αναιρεθέν, είναι το αγγλικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας, που περισσότερο αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, και με την οποία (χώρα) η υπόθεση συνδέεται στενότερα, κατόπιν συνεκτίμησης του συνόλου των ειδικών συνθηκών, όπως αυτές παρατέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, λαμβανομένης κυρίως υπόψη για τον καθορισμό του της υπάρχουσας ρητής συμφωνίας μεταξύ των δύο εναγομένων περί υπαγωγής της σύμβασής τους αναφορικά με το εν λόγω πλοίο στο δίκαιο αυτό, η οποία περιλήφθηκε στο από 28.6.2007 καταρτισθέν χρονοναυλοσύμφωνο, και συγκεκριμένα στον υπ’αριθμ. 87 όρο του, στον οποίο αναφέρεται ότι “η παρούσα σύμβαση θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο…”, συμφωνία, στην οποία προσδίδεται και από το παρόν Δικαστήριο ιδαίτερη βαρύτητα, και κρίνεται ως κατεξοχήν αποφασιστικής σημασίας ειδική συνθήκη για τον εξεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου, σε σχέση με τις λοιπές, που προαναφέρθηκαν και συνεκτιμώνται, διότι η εν λόγω σύμβαση αποτελεί τη βάση και αφετηρία όλων των μετέπειτα σχέσεων της πρώτης εναγομένης προς τους τρίτους, του περιληφθέντος στην επικουρικά ασκηθείσα έφεση της ενάγουσας, που εξετάζεται από το Δικαστήριο τούτο, συνεπεία της παραδοχής της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, κατά τα προεκτεθέντα, κατά της οριστικής υπ’αριθμ. 2706/2013 και της προηγουμένως εκδοθείσας επί της υπόθεσης υπ’αριθμ.1419/2012 μη οριστικής απόφασης, και δη στο δεύτερο λόγο αυτής, ισχυρισμού περί εφαρμογής στο ζήτημα αυτό του ελληνικού δικαίου με βάση τη διάταξη του άρθρου 106 εδαφ.β΄του ΚΙΝΔ, κατά την οποία “αι εκ του εφοπλισμού απορρέουσαι απαιτήσεις ασκούνται και κατά του πλοίου”, με αποτέλεσμα η ευθύνη της δεύτερης εναγομένης για την επίδικη απαίτηση να θεμελιώνεται σύμφωνα με την κύρια αγωγική βάση στη διάταξη αυτή, ως κυρίας του πλοίου για απαίτηση, προερχόμενη από τον εφοπλισμό του, απορριπτομένου ως αβασίμου, καθώς η ως άνω διάταξη δεν αποτελεί κανόνα άμεσης εφαρμογής, που να προσδιορίζει ευθέως το εφαρμοστέο δίκαιο επί του συγκεκριμένου θέματος ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη. Σημειωτέον ότι στην κρινόμενη περίπτωση, ο δεσμός της υπόθεσης με την ελληνική έννομη τάξη, εκ μόνου του ότι η ενάγουσα είναι μεν αλλοδαπή κατά το καταστατικό της εταιρία, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύει στην Ελλάδα, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο, παρουσιάζεται ασθενής, το δε γεγονός αυτό δε συνιστά ειδική συνθήκη τόσο αποφασιστικής σημασίας, ώστε μόνον εξ αυτής, μεταξύ των συνθηκών, που αξιολογούνται, συνεκτιμώνται, και προαναφέρθηκαν, να κριθεί ως εφαρμοστέο εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο στο θέμα της υπεγγυότητας του πλοίου για τις οφειλές της πρώτης εναγομένης, ενώ ουδείς άλλος σύνδεσμος της διαφοράς με την Ελλάδα υφίσταται, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το εν λόγω πλοίο φέρει σημαία Ιταλίας, εκ των λοιπών διαδίκων, η μεν πρώτη εναγόμενη εδρεύει στην πραγματικότητα στην Ελβετία, όπου ασκείται και η διοίκησή της, αν και η καταστατική της έδρα βρίσκεται στις Νήσους Μάρσαλ, η δε δεύτερη εναγόμενη στην Ιταλία, ενώ, επιπροσθέτως, και οι επίμαχες συμβάσεις πώλησης εκτελέσθηκαν στην αλλοδαπή, καθώς οι ποσότητες καυσίμων, που αυτές αφορούσαν, παραδόθηκαν στο Σουέζ (μία φορά) και στο Γιβραλτάρ (όλες τις υπόλοιπες).
Στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη εναγόμενη ενόψει της ορισθείσας συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) κατά τη δικάσιμο της 14ης.6.2011, όφειλε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε τότε, να καταθέσει προτάσεις το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ήτοι μεταξύ της επομένης της ημερομηνίας κατάθεσης των προτάσεων και της δικασίμου έδει να παρεμβάλλονται ημερολογιακά είκοσι (20) πλήρεις ημέρες, λόγω της τακτικής διαδικασίας εκδίκασης της αγωγής, πλην όμως η ανωτέρω διάδικος κατέθεσε τις προτάσεις της εκπρόθεσμα στις 24.5.2011, όπερ σημειώθηκε και υπογράφηκε από τον αρμόδιο γραμματέα στην τελευταία σελίδα αυτών, δηλαδή εκτός της προαναφερθείσας προθεσμίας, η οποία άρχισε την επομένη ημέρα της κατάθεσης των προτάσεών της (στις 25.5.2011) και συμπληρώθηκε στις 14.6.2011, διότι η 20η ημέρα από την έναρξη της προθεσμίας αυτής (η 13η.6.2011), συνέπιπτε με ημέρα εξαιρετέα (του Αγίου Πνεύματος), με αποτέλεσμα η εν λόγω προθεσμία να συμπληρώνεται στις 19.00 της επομένης μη εξαιρετέας ημέρας, δηλαδή μετά τη δικάσιμο. Καθώς η εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων συνεπάγεται, αφενός μεν την ερημοδικία του συγκεκριμένου διαδίκου, αφετέρου δε τη μη λήψη υπόψη των ισχυρισμών, που αυτός προβάλλει με τις εκπρόθεσμες προτάσεις του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε, κατόπιν της ανωτέρω παραδοχής, προκειμένου να επέλθουν για τη δεύτερη εναγόμενη οι προαναφερθείσες έννομες συνέπειες, να ελέγξει προηγουμένως το νομότυπο και εμπρόθεσμο της κλήτευσής της για τη δικάσιμο αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 λόγω της έδρας της σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (την Ιταλία), στο άρθρο 14 του οποίου προβλέπεται η επίδοση της αγωγής διά του ταχυδρομείου, και συγκεκριμένα με συστημένη επιστολή, με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο. Προς τούτο η ενάγουσα επικαλέσθηκε και προσκόμισε, αφενός μεν την υπ’αριθμ. ……./4.3.2011 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, αφετέρου δε το από 4.3.2011 δελτίο πώλησης ταχυδρομικών υπηρεσιών περί αποστολής συστημένου εγγράφου, εκ του οποίου όμως δεν προέκυπτε ο αποστολέας, το περιεχόμενο του φακέλου, που απεστάλη, δηλαδή ότι ο φάκελος αυτός περιείχε όντως αντίγραφο της αγωγής με κλήση προς συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο, ούτε ο παραλήπτης, ούτε συνοδευόταν από απόδειξη παραλαβής (ή ισοδύναμο έγγραφο), από το οποίο να προκύπτει η παραλαβή του εμπεριέχοντος αντίγραφο της αγωγής φακέλου, όπως απαιτεί ο ανωτέρω Κανονισμός. Επομένως, εφόσον η επίδοση της αγωγής στη δεύτερη εναγόμενη δεν ήταν νομότυπη, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ.4400/2011 μη οριστική απόφασή του, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς την ανωτέρω διάδικο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ.1 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα, προκειμένου να αποδείξει το εμπρόθεσμο και νομότυπο της κλήτευσης της δεύτερης εναγομένης στην αλλοδαπή, προσεκόμισε μόνο τα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία και επικαλέσθηκε στις προτάσεις της, και όχι και την σε νόμιμη μετάφραση από 18.4.2011 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου του Παλέρμο ……., ο οποίος βεβαιώνει τη επίδοση της αγωγής στη διάδικο αυτή με κλήτευσή της για τη δικάσιμο της 14ης.6.2011, στις 18.4.2011, η οποία δεν προσκομίσθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο, ώστε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, αλλά κατά τη μεταγενέστερη (επόμενη) συζήτηση της υπόθεσης, όταν και η αγωγή επαναφέρθηκε προς εκδίκαση με κλήση της ενάγουσας, καθώς δεν αναφέρεται στις κατατεθείσες για τη δικάσιμο της 14ης.6.2011 προτάσεις της τελευταίας, και σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να προσκομισθεί έγκαιρα, λαμβανομένου υπόψη ότι κάτωθεν του μεταφρασμένου εγγράφου έχει τεθεί βεβαίωση της μεταφράστριας της Μεταφραστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών ……. περί της ακρίβειας της απ’αυτήν πραγματοποιηθείσας μετάφρασης, που φέρει ημερομηνία 26.9.2011, ήτοι μεταγενέστερη της δικασίμου. Τέλος, ο περιληφθείς στην επικουρική έφεση της ενάγουσας (στον έκτο και τελευταίο λόγο αυτής) ισχυρισμός ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη συμπροσβληθείσα υπ’αριθμ. 4400/2011 μη οριστική απόφασή του εσφαλμένα κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, ενώ θα έπρεπε, εφόσον η διάδικος αυτή παρέστη κατά τη συζήτηση διά πληρεξουσίου δικηγόρου, εξήτασε το δικό της μάρτυρα και το μάρτυρα της ιδίας (της ενάγουσας) και ακολούθως κατέθεσε προσθήκη στις προτάσεις της για το σχολιασμό των καταθέσεων των μαρτύρων, να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 280 παρ.1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία “αν διάδικος που δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, προσέλθει κατά τη διάρκεια της συζήτησης και λάβει μέρος κανονικά σ’αυτήν, θεωρείται ότι δικάζεται κατ’αντιμωλίαν και είναι υποχρεωμένος να δεχθεί τη συζήτηση στο σημείο που βρίσκεται”, και, καθώς η ανωτέρω διάδικος είχε κλητευθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα για τη δικάσιμο, να δικασθεί αυτή κατ’αντιμωλίαν, η οποία και όφειλε να δεχθεί τη δίκη στο συγκεκριμένο σημείο, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που είχαν προταθεί με τις εκπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, πρέπει ν’απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, η δεύτερη εναγόμενη, αλλοδαπή εταιρία, εδρεύουσα στην Ιταλία, έχοντας καταθέσει εκπρόθεσμα προτάσεις για τη συζήτηση της αγωγής, η οποία εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική για το διάδικο, προκειμένου να δικασθεί ερήμην, και να μη ληφθούν υπόψη οι προβληθέντες με τις εκπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της ισχυρισμοί, θα έπρεπε να έχει κλητευθεί για τη δικάσιμο αυτή εμπρόθεσμα και νομότυπα, όπερ δε συνέβη εν προκειμένω με βάση τις διατάξεις του τότε ισχύσαντος Κανονισμού, κατά τα προεκτεθέντα, με αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά εφαρμόζοντας το νόμο, να κηρύξει ως προς αυτήν απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 280 του ΚΠολΔ μη εφαρμοζομένης στην προκειμένη περίπτωση, που η ανωτέρω διάδικος κατέθεσε τις προτάσεις της εκπρόθεσμα, οπότε και έδει να ελεγχθεί από το δικαστήριο το εμπρόθεσμο και νομότυπο της κλήτευσής της να παραστεί κατά τη συγκεκριμένη δικάσιμο.
Κατά το Αγγλικό δίκαιο η έκταση της ευθύνης του πλοιοκτήτη σε περίπτωση χρονοναύλωσης του πλοίου εξαρτάται από τη σύμβαση χρονοναύλωσης. Στο δίκαιο αυτό διακρίνονται δύο είδη συμβάσεων ναύλωσης: Η σύμβαση γυμνής ναύλωσης (Charterparty by demise) και η σύμβαση μη γυμνής ναύλωσης (Charterparty not by demise). Η χρονοναύλωση (time charterparty), δηλαδή η σύμβαση ναύλωσης μεταξύ εκναυλωτή και ναυλωτή ολοκλήρου του πλοίου ή μέρους αυτού έναντι καθορισμένου ναύλου για ορισμένο χρονικό διάστημα, μπορεί να υπάγεται και στις δύο κατηγορίες. 1) Η σύμβαση γυμνής ναύλωσης έχει ως αντικείμενο τη μίσθωση του πλοίου ως κινητού πράγματος και μπορει να αφορα μονο το σκάφος ή να συμπεριλαμβάνει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα του σκάφους. Και στις δύο περιπτώσεις ο ναυλωτής αντιμετωπίζεται από το αγγλικό δίκαιο ως κύριος του πλοίου για το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στη σύμβαση και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του πλοίου καθίστανται υπάλληλοι του. Ο πλοιοκτήτης αποποιείται κάθε εξουσίας επί του πλοίου, του πλοιάρχου και του πληρώματος και διατηρεί μόνο το δικαίωμα να απαιτήσει τον ναύλο που έχει καθορισθεί στη σύμβαση ναυλώσεως και την επιστροφή του πλοίου όταν λήξει η ναύλωση. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως γυμνής ναύλωσης, ο πλοιοκτήτης δεν φέρει καμία ευθύνη έναντι τρίτων δανειστών του πλοίου, οι απαιτήσεις των οποίων στρέφονται μόνο κατά του ναυλωτή. 2) Κατά τη σύμβαση μη γυμνής ναύλωσης ο πλοιοκτήτης διατηρεί την κατοχή του πλοίου μέσω του πλοιάρχου και του πληρώματος που είναι υπάλληλοί του. Συνήθως ο πλοιοκτήτης είναι υπεύθυνος για την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος, την καταβολή των μισθών τους, για τον ανεφοδιασμό και την ασφάλιση του πλοίου. Είναι επίσης υποχρεωμένος να παραδώσει το πλοίο στον ναυλωτή σε κατάσταση αξιοπλοΐας, ενώ παραμένει υπεύθυνος για την ναυσιπλοΐα και τη διαχείριση του πλοίου μέσω του πλοιάρχου, που ενεργεί ως αντιπρόσωπός του. Ο ναυλωτής είναι υπεύθυνος για την προμήθεια και την πληρωμή των καυσίμων, για τη φόρτωση και εκφόρτωση του φορτίου και υποχρεούται να παραδώσει το πλοίο στον πλοιοκτήτη στην ίδια κατάσταση που το παρέλαβε, ανορθώνοντας κάθε ζημία μη συμπεριλαμβανομένη στις αναμενόμενες και φυσικές φθορές της ναυσιπλοιας. Πάντως σε κάθε σύμβαση μη γυμνής ναύλωσης ο πλοιοκτήτης διατηρεί την κυριότητα και την κατοχή του πλοίου, συνεπώς ευθύνεται έναντι τρίτων δανειστών του πλοίου για τις πράξεις των αντιπροσώπων του, δηλαδή του πλοιάρχου και του πληρώματος, καθώς και γι’αυτές του ναυλωτή, αν ο τελευταίος ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του. Αν ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος λειτουργούν ως αντιπρόσωποι του πλοιοκτήτη η παραλαβή από αυτούς καυσίμων μπορεί να δεσμεύσει τον πλοιοκτήτη έναντι των προμηθευτών καυσίμων. Αν όμως αυτοί αποτελούν υπαλλήλους του ναυλωτή, η εν λόγω παραλαβή δεσμεύει το ναυλωτή. Πάντως η ευθύνη σχετικά με την προμήθεια καυσίμων εξαρτάται από τη σχετική συμφωνία μεταξύ πλοιοκτήτη και ναυλωτή, όπως αυτή περιλαμβάνεται στους όρους του χρονοναυλωσυμφώνου. Σε περίπτωση σύμβασης μη γυμνής ναύλωσης ο χρονοναυλωτής μπορεί να αποτελεί εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του πλοιοκτήτη και στο πλαίσιο αυτής του της ιδιότητας να καταρτίζει συμβάσεις ως προς την εκμετάλλευση του πλοίου, οι οποίες να δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη έναντι των τρίτων αντισυμβαλλομένων. Τέλος, σε περίπτωση σύμβασης μη γυμνής ναύλωσης υφίσταται κατά κανόνα υποχρέωση του πλοιοκτήτη να πληροφορήσει κάθε τρίτο συμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων και των εφοδιαστών του πλοίου, ότι ο χρονοναυλωτής δεν είναι εξουσιοδοτημένος να δεσμεύει τον ίδιο και το πλοίο για κάθε υποχρέωση που προκύπτει στο πλαίσιο της ναύλωσης. Εφόσον δηλαδή ο πλοιοκτήτης διατηρεί την κατοχή του πλοίου μέσω του πλοιάρχου και του πληρώματος που είναι υπάλληλοί του και επιθυμεί να περιορίσει την εξουσία, τόσο των τελευταίων, όσο και του χρονοναυλωτή, να δεσμεύουν το πλοίο και τον ίδιο, οφείλει να πληροφορήσει τους εφοδιαστές εν προκειμένω γι’αυτόν τον περιορισμό. Το ανωτέρω καθήκον δεν υφίσταται σε περίπτωση γυμνής ναύλωσης (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 897/2004 ΠειρΝομ 2004.461). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ΑΚ και των άρθρων 2, 3 παρ.1, 4 παρ 1 και 5 της σύμβασης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1792/1988 και άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα από 1.4.1991, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Στο μέτρο που δεν έχει επιλεγεί το εφαρμοστέο δίκαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα. Στο ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ισχυρίζεται ότι ενεργεί, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της Σύμβασης της Ρώμης, κατ’άρθρο 1 παρ.2 εδαφ. στ΄ αυτής]. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται, σύμφωνα με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου από το δίκαιο στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 777/2015, 1187/2000, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά την παρ. 2 του άρθρου του άρθρου 3 της ανωτέρω Σύμβασης: “Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της σύμβασής τους σε δίκαιο άλλο από εκείνο που, σύμφωνα είτε με προηγούμενη επιλογή κατά το παρόν άρθρο, είτε με άλλες διατάξεις της παρούσας σύμβασης τη διείπε προηγουμένως. Κάθε σχετική με τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου τροποποίηση μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν θίγει το κατά το άρθρο 9 τυπικό κύρος της, ούτε τα δικαιώματα των τρίτων”. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι αναγνωρίζεται ο μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου σε μια ενοχική δικαιοπραξία δικαίου, ακόμη και “εν επιδικία”, ρητά ή σιωπηρά. Ρητά, αν οι συμβαλλόμενοι ορίσουν ενώπιον του δικαστηρίου το δίκαιο που θέλουν να διέπει τη συγκεκριμένη σύμβαση που έχουν καταρτίσει, σιωπηρά δε αναφερόμενοι στις διατάξεις ενός δικαίου, έτσι ώστε να συνάγεται ευκρινώς η βούλησή τους στο να θεωρηθεί το δίκαιο αυτό εφαρμοστέο στη σύμβασή τους (AΠ 1115/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο για τις ενοχές, ρυθμίζει και την περαιτέρω εξέλιξή τους, όπως το ζήτημα της παραγραφής, αναστολής και διακοπής αυτής από οποιονδήποτε λόγο (ΑΠ 384/2005 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 211 του ΑΚ δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνεται ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 212 του ΑΚ, αν δε μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι α) για να ενεργήσει η δήλωση βούλησης αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, πρέπει ο αντιπρόσωπος να επιχειρήσει τη δικαιοπραξία στο όνομα εκείνου και να καταστήσει γνωστό σε αυτόν με τον οποίο συναλλάσσεται ότι η ενέργεια από τη δικαιοπραξία θα παραχθεί όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο, πράγμα το οποίο, σε περίπτωση έλλειψης ρητής δήλωσης του αντιπροσώπου ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευομένου μπορεί να συναχθεί και από τις περιστάσεις, και β) αν δε μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα (ΑΠ 647/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, υποκείμενο της δημιουργουμένης έννομης σχέσης από την ενέργεια του αμέσου αντιπροσώπου είναι ο αντιπροσωπευόμενος, ο οποίος και μόνον δεσμεύεται από τις επιχειρούμενες στο όνομά του πράξεις υπό του πρώτου (ΑΠ 1128/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 του ΑΚ, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014.65). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο προτείνων ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου φέρει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητά στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργεια του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενό του περιστάσεις (βλ. ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009 103, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 46 1661, ΕφΑθ 2044/1998 ΕλλΔνη 39 606, ΕφΑθ 6693/1997 ΝοΒ 46 650, ΕφΑθ 9826/1989 ΕλλΔνη 32 1631). Τέλος, όσον αφορά τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν από την άσκηση της αγωγής και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτησή της, δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον βέβαια, δεν ελήφθησαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να βεβαιώνεται από την απόφαση ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, ώστε να μη καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το έγγραφο αυτό της ένορκης βεβαιώσεως (ΑΠ 122/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 του ΚΠολΔ, ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν ελήφθησαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων. Δεδομένου δε ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις που δόθηκαν σε άλλη δίκη (πολιτική ή ποινική) ή ένορκες βεβαιώσεις που δεν ελήφθησαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερες κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων στα οποία αυτές περιέχονται, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ` αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που λήφθηκαν υπόψη προς άμεση απόδειξη και εκείνων που ελήφθησαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 254/2013 ΕΦΑΔ 2013.786, ΑΠ 1237/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις, που δεν έχουν ληφθεί για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα σε συγκεκριμένη δίκη, αλλά λήφθηκαν πριν από την έναρξη αυτής εξ αφορμής άλλης, δεν απαιτείται να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση, αλλά αρκεί να βεβαιώνεται στην τελευταία γενικά ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων (ΑΠ 774/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων …….. (της ενάγουσας) και της δεύτερης εναγομένης ….., που δόθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με τις υπ’αριθμ.4400/2011 και 1419/2012 μη οριστικές αποφάσεις του πρακτικά της συνεδρίασής του κατά τις δικασίμους της 14ης.6.2011 και της 31ης.1.2012 αντίστοιχα, β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, εξετασθέντων μαρτύρων ……. και ……., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της δεύτερης εναγομένης να παραστεί, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …./12.5.2011 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……, περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. …/19.5.2011 και …/19.5.2011 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η ληφθείσα με πρωτοβουλία της δεύτερης εναγομένης, χωρίς κλήτευση της ενάγουσας, στο πλαίσιο προηγούμενης δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ιδίων διαδίκων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.678/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από 22.9.2010 ένορκη βεβαίωση του ……, η οποία δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου του Μπάαρ (Baar) της Ελβετίας ……, και η οποία παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο για την εξαγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος και το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, παρότι λήφθηκε χωρίς κλήτευση της ενάγουσας, πλην όμως όχι ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, αλλά ως έγγραφο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, εφόσον κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν έγινε επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη επί της ένδικης αγωγής, δεδομένου ότι λήφθηκε σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής, και, επομένως, η περί του αντιθέτου κρίση θα αντέκειτο στην κοινή πείρα και λογική, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η μη διάδικος πλέον πρώτη εναγόμενη, εταιρία, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στις νήσους Μάρσαλ, αλλά στην πραγματικότητα στην Ελβετία, όπου και ασκείται η διοίκησή της, ασχολείται με την εμπορία πετρελαιοειδών, καθώς και με την εκμετάλλευση πλοίων τρίτων για δικό της λογαριασμό, τα οποία ναυλώνει, κυρίως προς το σκοπό μεταφοράς πετρελαιοειδών, ενώ η δεύτερη εναγόμενη, εταιρία, που εδρεύει στο Παλέρμο Ιταλίας, είναι κυρία του υπό σημαία Ιταλίας φορτηγού πλοίου με την ονομασία “IP”, νηολογίου Παλέρμου, με IMO NO …., διεθνές διακριτικό σήμα ICIJ, MMSI …., κοχ 30050, κκχ 12150, δεξαμενόπλοιου μεταφοράς πετρελαιοειδών και χημικών προϊόντων, μήκους 182 μέτρων και πλάτους 32 μέτρων. Περαιτέρω, απoδείχθηκε ότι δυνάμει του από 28.7.2007 χρονοναυλοσυμφώνου (τύπου SHELLTIME 4), που καταρτίσθηκε μεταξύ των δύο εναγομένων εταιριών, συμφωνήθηκε η δεύτερη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, να το εκναυλώσει στην πρώτη εναγόμενη για περίοδο χρονοναύλωσης 24 μηνών, πλέον ή έλαττον 15 ημερών, αντί ορισθέντος ημερησίου ναύλου, προς το σκοπό διενέργειας από τη ναυλώτρια κάθε νόμιμης εμπορικής πράξης, κατά τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους σ’αυτό όρους και συμφωνίες. Ειδικότερα, με τον όρο 2 συμφωνήθηκε ότι «κατά την ημερομηνία της παράδοσης του πλοίου βάσει της παρούσας ναύλωσης i) το πλοίο θα διαθέτει πλήρες και ικανό πλήρωμα, με πλοίαρχο και αξιωματικούς, που απαιτεί πλοίο της χωρητικότητας…αυτού…», με τον όρο 4 ότι «το πλοίο θα δύναται να ενεργεί εμπορικές πράξεις σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου ορίσει η ναυλώτρια…», υπό τις αναφερόμενους στο ναυλοσύμφωνο περιορισμούς και εξαιρέσεις, με τον όρο 4 ότι «η πλοιοκτήτρια αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει και πληρώνει για όλα τα εφόδια, τους μισθούς, τις αμοιβές αποστολής και παράδοσης, και όλα τα λοιπά έξοδα του πλοιάρχου, των αξιωματικών και του πληρώματος…για όλες τις ασφαλίσεις του πλοίου,…για όλα τα έξοδα δεξαμενισμού, επιθεώρησης και επισκευής μηχανών, συντήρησης και επισκευών του πλοίου…», με τον όρο 7 ότι «η ναυλώτρια θα…πληρώνει για όλα τα καύσιμα…», με τον όρο 12 ότι «ανά χρονικά διαστήματα η ναυλώτρια θα δίδει στον πλοίαρχο όλες τις απαραίτητες εντολές και οδηγίες πλεύσης…», με τον όρο 13 ότι «ο πλοίαρχος (αν και διορισθείς από την πλοιοκτήτρια) τελεί υπό τις εντολές και οδηγίες της ναυλώτριας όσον αφορά την απασχόληση (χρήση) του πλοίου…», ενώ, όπως έχει ήδη εκτεθεί, στον όρο 87 συμφωνήθηκε επίσης ότι η σύμβαση θα διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο. Εκ των προεκτεθέντων σαφώς συνάγεται ότι η ανωτέρω συνομολογηθείσα μεταξύ των εναγομένων σύμβαση φέρει, κατά το εφαρμοστέο στην κρινόμενη περίπτωση επί του εν λόγω ζητήματος Αγγλικό δίκαιο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το χαρακτήρα σύμβασης μη γυμνής ναύλωσης, όπως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου είδους ναύλωσης κατά το δίκαιο αυτό παρατέθηκαν αναλυτικά στη μείζονα σκέψη. Σύμφωνα με τα εκεί αναφερόμενα, σε κάθε σύμβαση μη γυμνής ναύλωσης του Αγγλικού δικαίου ο πλοιοκτήτης διατηρεί την κατοχή του πλοίου, συνεπώς ευθύνεται έναντι των τρίτων δανειστών του πλοίου για τις πράξεις των υπαλλήλων/αντιπροσώπων του, δηλαδή του πλοιάρχου και του πληρώματος, που αυτός διορίζει, και των οποίων τις αμοιβές καταβάλλει, καθώς και γι’αυτές του ναυλωτή, αν ο τελευταίος ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του. Αν ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος λειτουργούν ως αντιπρόσωποι του πλοιοκτήτη, η παραλαβή από αυτούς καυσίμων μπορεί να δεσμεύσει τον πλοιοκτήτη έναντι των προμηθευτών καυσίμων, ενώ κατά κανόνα υφίσταται υποχρέωση του τελευταίου να πληροφορήσει κάθε τρίτο συμβαλλόμενο, των εφοδιαστών του πλοίου συμπεριλαμβανομένων, ότι ο χρονοναυλωτής δεν είναι εξουσιοδοτημένος να δεσμεύει τον ίδιο και το πλοίο για τις υποχρεώσεις, που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, εφόσον δε αυτός (ο πλοιοκτήτης) διατηρεί την κατοχή του πλοίου μέσω του πλοιάρχου και του πληρώματος, που είναι υπάλληλοί του, και επιθυμεί να περιορίσει την εξουσία, τόσο αυτών, όσο και του χρονοναυλωτή, να δεσμεύουν το πλοίο και το ίδιο, οφείλει να πληροφορήσει τους εφοδιαστές περί του εν λόγω περιορισμού. Συνεπώς, ο χρονοναυλωτής μπορεί να αποτελεί εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του πλοιοκτήτη και στο πλαίσιο αυτής του της ιδιότητας να καταρτίζει συμβάσεις ως προς την εκμετάλλευση του πλοίου, οι οποίες να δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη έναντι των τρίτων αντισυμβαλλομένων. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Αύγουστο του έτους 2009 έως τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2010, δυνάμει πέντε διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας, εταιρίας, η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Μονρόβια της Λιβερίας, έχει υπαχθεί στις διατάξεις του α.ν.89/1967, έχοντας εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, όπου και στην πραγματικότητα ασκείται η διοίκησή της, με αντικείμενο δραστηριότητας τις πετρελεύσεις πλοίων, καθώς αγοράζει υγρά καύσιμα και άλλα πετρελαιοειδή από προμηθευτές, και τα μεταπωλεί στη συνέχεια με σκοπό το κέρδος, και τα παραδίδει, μέσω βοηθών εκπλήρωσης, που χρησιμοποιεί στο συμφωνηθέντα λιμένα, όπου ναυλοχεί το εκάστοτε εφοδιαζόμενο πλοίο, και της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγόμενη διάφορες ποσότητες καυσίμων, σε εκτέλεση προηγηθεισών ισάριθμων παραγγελιών της τελευταίας, με βάση τις σχετικές προσφορές (προτάσεις για κατάρτιση των συμβάσεων) της ενάγουσας, που έγιναν αποδεκτές από τη χρονοναυλώτρια, της αποδοχής εκάστης σύμβασης περιελθούσας στην έδρα της ενάγουσας στην Αθήνα, και πιο συγκεκριμένα: 1) Στις 8.8.2009 η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο Σουέζ της Αιγύπτου για τις ανάγκες του επιδίκου πλοίου, με τη φορτηγίδα M.T. Τ, 449,837 μετρικούς τόνους καυσίμου πετρελαίου IFO, προς 485 δολάρια ΗΠΑ ο τόνος, αξίας 218.170,95 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και 70,026 μετρικούς τόνους MGO Copetrole, προς 704 δολάρια ο μετρικός τόνος, αξίας 49.298,30 δολαρίων ΗΠΑ, και δη καύσιμα συνολικής αξίας 267.481,25 δολαρίων ΗΠΑ. Την παραλαβή των καυσίμων αυτών πιστοποίησε ο A΄Μηχανικός του πλοίου θέτοντας ανεπιφύλακτα την υπογραφή του και την έντυπη σφραγίδα του πλοίου επί του σχετικού δελτίου παράδοσης της εταιρίας με την επωνυμία «……..», βοηθού εν προκειμένω εκπλήρωσης της ενάγουσας στην αναληφθείσα συμβατική της υποχρέωση παράδοσης των πωληθεισών ποσοτήτων, και στη συνέχεια η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’αριθμ……/2009 από 20.8.2009 τιμολόγιό της, ποσού 267.481,25 δολαρίων ΗΠΑ. 2) Στις 5.9.2009 η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο Γιβραλτάρ για τις ανάγκες του επιδίκου πλοίου, με τη φορτηγίδα V.IX, 400,032 μετρικούς τόνους καυσίμου πετρελαίου LSFO (380 CST), προς 468 δολάρια ΗΠΑ ο μετρικός τόνος, αξίας 187.214,98 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και 300,084 μετρικούς τόνους IFO (380 CST) προς 438,50 δολάρια ΗΠΑ ο μετρικός τόνος, αξίας 131.586,83 δολαρίων ΗΠΑ, και 50,074 μετρικούς τόνους MGO προς 625 δολάρια ΗΠΑ ο μετρικός τόνος, αξίας 31.296,25 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι καύσιμα συνολικής αξίας 350.098,06 δολαρίων ΗΠΑ. Την παραλαβή των καυσίμων πιστοποίησε ο Α΄Μηχανικός του πλοίου θέτοντας την υπογραφή του και την έντυπη σφραγίδα του πλοίου επί του σχετικού δελτίου παράδοσης της βοηθού εκπλήρωσης εταιρίας …., και στη συνέχεια η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. GBR-….. από 9.9.2009 τιμολόγιο, συνολικού ποσού 350.098,06 δολαρίων ΗΠΑ. Σημειωτέον ότι επί του ανωτέρω αποδεικτικού παράδοσης καυσίμων τέθηκε η δήλωση ότι «ο πλοιοκτήτης δεν είναι υπεύθυνος για την πληρωμή των καυσίμων, που παρεδόθησαν υπό το συμβόλαιο μεταξύ του ναυλωτή …. και του φυσικού προμηθευτή». 3) Στις 14.11.2009 η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο Γιβραλτάρ για τις ανάγκες του επιδίκου πλοίου, με τη φορτηγίδα V.ΧΧΙ, 700,175 μετρικούς τόνους καυσίμου πετρελαίου IFO (380 CST), προς 473,50 δολάρια ΗΠΑ τον μετρικό τόνο, αξίας 331.532,86 δολάρια δολαρίων ΗΠΑ. Την παραλαβή των καυσίμων πιστοποίησαν ο Πλοίαρχος και ο Α΄Μηχανικός του πλοίου θέτοντας ανεπιφύλακτα την υπογραφή τους και την έντυπη σφραγίδα του πλοίου επί του σχετικού δελτίου παράδοσης της βοηθού εκπλήρωσης εταιρίας ….., και στη συνέχεια η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ. GBR-…. από 24.11.2009 τιμολόγιο, ποσού 331.532,86 δολαρίων ΗΠΑ. 4) Στις 6.12.2009 η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο Γιβραλτάρ για τις ανάγκες του επιδίκου πλοίου, με τη φορτηγίδα V.ΧΙ, 400,012 μετρικούς τόνους καυσίμου πετρελαίου IFO (380 LSFO), προς 472,50 δολάρια ΗΠΑ ο μετρικός τόνος, αξίας 189.005,67 δολαρίων ΗΠΑ, 399,897 μετρικούς τόνους καυσίμου πετρελαίου IFO (380 LSFO), προς 483 δολάρια ο μετρικός τόνος, αξίας 193.150,25 δολαρίων ΗΠΑ καθώς και 49,976 μετρικούς τόνους DMA, προς 673 δολάρια ΗΠΑ ο μετρικός τόνος, αξίας 33.633,85 δολαρίων ΗΠΑ. Την παραλαβή των καυσίμων πιστοποίησε ο A΄Μηχανικός του πλοίου θέτοντας ανεπιφύλακτα την υπογραφή και την έντυπη σφραγίδα του πλοίου επί του σχετικού δελτίου παράδοσης της βοηθού εκπλήρωσης εταιρίας …., και στη συνέχεια η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ.GBR-….. από 9.12.2009 τιμολόγιο, ποσού 415.789,77 δολαρίων ΗΠΑ. 5) Στις 2.1.2010 η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο Γιβραλτάρ για τις ανάγκες του επιδίκου πλοίου, με τη φορτηγίδα V.ΙΧ 600, 101 μετρικούς τόνους IFO (380 CST), προς 447 δολάρια ΗΠΑ ο μετρικός τόνος, αξίας 268.245,15 δολαρίων ΗΠΑ. Την παραλαβή των καυσίμων πιστοποίησε ο A΄ Mηχανικός του πλοίου, θέτοντας ανεπιφύλακτα την υπογραφή του και την έντυπη σφραγίδα του πλοίου επί του σχετικού δελτίου παράδοσης της βοηθού εκπλήρωσης εταιρίας ….., και στη συνέχεια η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’ αριθμ.GBR-…. από 12.1.2010 τιμολόγιο, ποσού 268.245,15 δολαρίων ΗΠΑ. Σε όλα τα ανωτέρω τιμολόγια αναγραφόταν ότι το οφειλόμενο ποσό εκάστου θα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό 30 ημέρες από την ημερομηνία παράδοσης της αντίστοιχης πωληθείσης ποσότητας, ότι η εξόφλησή του θα πραγματοποιείτο με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό της πωλήτριας, που τηρείται στο Κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Αθήνα, καθώς και ότι εφαρμοστέο δίκαιο στις εν λόγω συμβάσεις πώλησης είναι το Αιγυπτιακό δίκαιο. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη δεν κατέβαλε το τίμημα για τις ανωτέρω πέντε πωλήσεις καυσίμων, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.633.147,09 δολαρίων ΗΠΑ (267.481,25 + 350.098,06 + 331.532,86 + 415.789,77 + 268.245,15). Η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της ισχυρίσθηκε κατά την πρώτη επικουρική βάση αυτής, η, οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, μετά την αναίρεση στο σύνολό της της προηγουμένως εκδοθείσας επί της υπόθεσης υπ’αριθμ.107/2015 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που απέρριψε την έφεση της δεύτερης εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 2706/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, μη εξετασθείσα στον πρώτο βαθμό, ότι η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται απεριόριστα για την καταβολή του συνολικού ποσού του τιμήματος των συμβάσεων αυτών, ως αγοράστρια αντιπροσωπευθείσα κατά την κατάρτισή τους από την πρώτη εναγόμενη, η οποία εν προκειμένω ενήργησε ως άμεση αντιπρόσωπός της. Η έναντι των τρίτων δέσμευση της δεύτερης εναγομένης και συνακόλουθα η ευθύνη της από τις πράξεις της φερομένης στην αγωγή ως αντιπροσώπου της/πρώτης εναγομένης θα κριθεί με βάση το Ελληνικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο επί του συγκεκριμένου ζητήματος, διότι οι εν λόγω συμβάσεις πώλησης καταρτίσθηκαν στην Ελλάδα, και δη στην Αθήνα, όπου βρίσκεται το εγκατεστημένο γραφείο, αλλά και η πραγματική έδρα της ενάγουσας, όπως προαναφέρθηκε, καθώς εκεί περιήλθε τηλεφωνικά η αποδοχή εκ μέρους της χρονοναυλώτριας των προτάσεων της ενάγουσας για τις πωλήσεις των καυσίμων, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη επί του εν λόγω θέματος ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, και όχι το δίκαιο της Αιγύπτου, όπως εσφαλμένα έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 1419/2012 εκδοθείσα επί της αγωγής μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως το δίκαιο, το οποίο επίσης με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι διέπει τις ανωτέρω συμβάσεις κατά το περιεχόμενό τους (lex causa, διότι επελέγη ως εφαρμοστέο μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης για τις αγοραπωλησίες των καυσίμων, το μεν ρητά δυνάμει σχετικού όρου, που αναγράφηκε στα εκδοθέντα τιμολόγια, άλλως και σε κάθε περίπτωση, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου δικαίου συνάγεται με βεβαιότητα από τα δεδομένα της υπόθεσης, δεδομένου ότι έγιναν πέντε παραγγελίες καυσίμων εντός χρονικού διαστήματος πέντε μηνών και εκδόθηκαν πέντε διαφορετικά τιμολόγια, που περιείχαν τον ανωτέρω όρο, χωρίς εναντίωση της αγοράστριας/πρώτης εναγομένης), και βάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με την επικουρική έφεσή της, επισημαίνοντας την πλημμέλεια της κρίσης αυτής. Πλην όμως εκ του συνόλου των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε ότι κατά την κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων η δεύτερη των εναγομένων, πλοιοκτήτρια, ουδόλως αντιπροσωπεύθηκε από την πρώτη εξ αυτών, χρονοναυλώτρια του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην υπέχει ευθύνη ως αγοράστρια για την καταβολή του συνολικού τιμήματος των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η ενάγουσα με την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής της. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη συμβλήθηκε αποκλειστικά στο όνομα και για δικό της λογαριασμό, ως αγοράστρια των καυσίμων, όπερ καλώς εγνώριζε η ενάγουσα, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα και, συνακόλουθα, αυτή τυγχάνει μοναδική οφειλέτρια της αγωγικής απαίτησης. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι ο Πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος του εν λόγω πλοίου, μεταξύ των οποίων και ο Α΄Μηχανικός, παρότι υπάλληλοι της δεύτερης εναγομένης διαρκούσης της ένδικης σύμβασης μη γυμνού πλοίου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατά την παράδοση από την ενάγουσα των καυσίμων μέσω βοηθών εκπλήρωσης, και τη σφράγιση των σχετικών δελτίων παραλαβής με τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του εξ αυτών Α΄Μηχανικού (σε μία περίπτωση και του Πλοιάρχου) δεν ενήργησαν ως αντιπρόσωποι της δεύτερης εναγομένης, ούτε μπορούσαν εύλογα να εκληφθούν ως τέτοιοι από την ενάγουσα, ούτως ώστε οι ενέργειές τους να δεσμεύουν τη δεύτερη εναγόμενη. Ειδικότερα, με βάση το εν προκειμένω εφαρμοστέο επί του ζητήματος Ελληνικό δίκαιο, ουδέποτε η πρώτη εναγόμενη δήλωσε ρητά και με σαφήνεια προς την ενάγουσα ότι αναφορικά με τις επίμαχες πωλήσεις ενεργεί ως άμεση αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, γνωστοποιώντας και καθιστώντας σαφή στην αντισυμβαλλόμενή της την ιδιότητά της αυτή, ούτε, όμως, η αντιπροσωπευτική της εξουσία μπορούσε δικαιολογημένα να συναχθεί εκ των περιστάσεων της κρινόμενης περίπτωσης. Aντίθετα, η ενάγουσα κατά την κατάρτιση των επίμαχων πωλήσεων γνώριζε ότι το πλοίο είναι χρονοναυλωμένο από την πλοιοκτήτρια στην πρώτη εναγόμενη, καθώς και ότι, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, η ανωτέρω χρονοναυλώτρια ευθύνεται για την αποπληρωμή του τιμήματος των καυσίμων, που θα αγοράζονταν για τις ανάγκες του πλοίου διαρκούσης της ναύλωσης, καθώς οι συμβάσεις αυτές εντάσσονταν στο πλαίσιο ευρύτερης επιχειρηματικής συνεργασίας τους, η οποία, έχοντας ξεκινήσει από το μήνα Μάιο του έτους 2009, τελούσε σε ισχύ κατά το χρόνο σύναψης των πωλήσεων αυτών, και περιελάμβανε, αφενός μεν την από κοινού εκμετάλλευση δύο έτερων πλοίων, που είχε ναυλώσει η πρώτη εναγόμενη, με συμμετοχή εκάστης στα κέρδη και τις ζημίες κατά ποσοστό 50%, αφετέρου δε την πώληση από την ενάγουσα στην πρώτη εναγόμενη καυσίμων για τον εφοδιασμό των ανωτέρω πλοίων, αλλά και άλλων πλοίων, επίσης ναυλωμένων από την τελευταία, μεταξύ δε αυτών και του πλοίου “ΙP” της δεύτερης εναγομένης. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2010 υφίσταντο εκκρεμότητες οικονομικής φύσης μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης από την προαναφερθείσα συνεργασία τους, που περιελάμβαναν και το οφειλόμενο τίμημα των εν λόγω συμβάσεων πώλησης, για τη διευθέτηση των οποίων επακολούθησαν, τόσο ανταλλαγή μεταξύ τους σειράς μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, όσο και συνάντηση εκπροσώπων τους στα γραφεία της πρώτης εναγομένης στην Ελβετία, όπου και στην πραγματικότητα ασκείτο η διοίκησή της. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου επί της γνώσης της ενάγουσας περί της μεταξύ των εναγομένων σύμβασης ναύλωσης του πλοίου, στο οποίο παραδόθηκαν τα πωληθέντα καύσιμα. αλλά και περί των όρου της σύμβασης αυτής, που αφορούσε στο πρόσωπο του υποχρέου καταβολής του τιμήματος των επίμαχων πωλήσεων, επιρρωνύεται ιδίως από τα κάτωθι: 1) Από την από 22.9.2010 ένορκη βεβαίωση, δοθείσα ενώπιον Συμβολαιογράφου στην Ελβετία και ληφθείσα υπόψη σε προηγούμενη δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ιδίων διαδίκων, του ……….., ο οποίος, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων της πρώτης εναγομένης, έχοντας ίδιαν, προσωπική και άμεση αντίληψη περί του είδους και της μορφής της επαγγελματικής συνεργασίας μεταξύ της ανωτέρω εταιρίας και της ενάγουσας, ρητά και με σαφήνεια καταθέτει πως η ενάγουσα είχε ενημερωθεί ότι το επίμαχο πλοίο ήταν ναυλωμένο από την πρώτη εναγόμενη, επιπροσθέτως δε παραθέτει στην κατάθεσή του τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα μετά το μήνα Μάιο του έτους 2010, ώστε να ανευρεθεί κοινώς αποδεκτή λύση, να επιτευχθεί συμφωνία με την ενάγουσα, και να διακανονιστούν οι εκκρεμότητες από την εν λόγω συνεργασία, που αφορούσαν και στο οφειλόμενο τίμημα των επίδικων πωλήσεων. 2) Από το περιεχόμενο των προσκομισθέντων μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που αντηλλάγησαν μεταξύ εκπροσώπων της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010 έως και το μήνα Ιούνιο του ιδίου έτους, σε μία προσπάθεια διευθέτησης των εκκρεμών ζητημάτων της συνεργασίας τους, στα οποία ρητά μνημονεύονται και οι επίμαχες πωλήσεις, και εκ των οποίων σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ενάγουσα απευθύνεται στην πρώτη εναγόμενη ως οφειλέτρια της απαίτησης από τις συγκεκριμένες πωλήσεις, εντασσόμενες στο πλαίσιο της ευρύτερης συνεργασίας τους, και όχι ως αντιπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, που διαπραγματεύεται στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας, στην οποία, μάλιστα, τα εκδοθέντα επί των πωλήσεων αυτών τιμολόγια ουδέποτε απεστάλησαν για πληρωμή, παρότι ήταν γνωστό στην ενάγουσα ότι το πλοίο της ανήκει, ούτε ζητήθηκε απ’αυτήν εξωδίκως να τα εξοφλήσει, όπως κατατέθηκε από τον εξετασθέντα μάρτυρά της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και ότι και η ίδια η πρώτη εναγόμενη ξεκάθαρα συνομιλεί ως εάν να πρόκειται για δική της οφειλή, την οποία επιδιώκει να διευθετήσει προς όφελός της, και όχι για οφειλή τρίτου, προς αποπληρωμή της οποίας απλώς διαμεσολαβεί και μεριμνά, ουδεμία δε μνεία γίνεται στην πλοιοκτήτρια, ει μη μόνον στα αποσταλλέντα στις 21.5.2010 και 4.6.2010 μηνύματα της ενάγουσας προς την πρώτη εναγόμενη, στα οποία η ενάγουσα αναφέρει ότι εάν η πρώτη εναγόμενη δεν πληρώσει θα αναγκαστεί να λάβει μέτρα κατά των πλοίων, που παρέλαβαν τα καύσιμα. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα ουδόλως αμφισβήτησε ότι η συνεργασία της με την πρώτη εναγόμενη περιελάμβανε και την προμήθεια των καυσίμων στο συγκεκριμένο πλοίο, καθώς και ότι έλαβαν χώρα συναντήσεις εκπροσώπων τους στην Ελβετία προς επίλυση των εξ αυτής ανακυψασών εκκρεμοτήτων, που αφορούσαν και στο τίμημα των πωλήσεων αυτών. Εξάλλου εκ των μηνυμάτων αυτών είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη οφειλή αντιμετωπίζεται από αμφότερες την ενάγουσα και την πρώτη εναγόμενη ως οφειλή της πρώτης εναγόμενης, (και όχι ως οφειλή της απλώς αντιπροσωπευθείσας από την τελευταία πλοιοκτήτριας), την οποία επιθυμούν να ρυθμίσουν στο πλαίσιο της ευρύτερης συνεργασίας τους, που περιελάμβανε και εκκρεμότητες από τη μεταξύ τους κοινοπραξία στην εκμετάλλευση δύο άλλων πλοίων, ναυλωμένων από την πρώτη εναγόμενη, όπερ δε συνάδει κατά την κοινή πείρα και λογική με τον ισχυρισμό της ενάγουσας πως μέχρι την εκδίκαση στις 27.9.2010 της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αγνοούσε τη μεταξύ των εναγομένων σύμβαση ναύλωσης, και εν γένει την εσωτερική τους σχέση, εκ της οποίας απέρρεε η επικαλούμενη στην αγωγή αντιπροσωπευτική εξουσία της πρώτης εναγομένης, η οποία, όπως η ενάγουσα διατείνεται, έχοντας εξουσιοδοτηθεί σχετικά, εμφανιζόταν να παραγγέλνει καύσιμα για το συγκεκριμένο πλοίο, με αποτέλεσμα κατά τη διεθνή συναλλακτική ναυτιλιακή πρακτική εύλογα αυτή (η ενάγουσα) να υπολάβει ότι η πρώτη εναγόμενη συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εντός των ορίων της χορηγηθείσης πληρεξουσιότητάς της. Μάλιστα στο από 12.5.2010 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα ρητά αναφέρεται ότι η πρώτη εναγόμενη συμφωνεί να καταβάλει στην ενάγουσα το τελικά οφειλόμενο ποσό, το οποίο συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της αξίας των πωληθέντων προς αυτήν καυσίμων, των επίμαχων πωλήσεων ειδικά μνημονευομένων στο μήνυμα, και της δικής της απαίτησης σε βάρος της ενάγουσας, από τη μεταξύ τους κοινοπραξία, το οποίο η ίδια προσδιορίζει στο ποσό των 754.177,67 δολαρίων Η.Π.Α., όπερ ουδόλως συνάδει με δήλωση αντιπροσώπου. 3) Ανεξαρτήτως των όσων έχουν ήδη εκτεθεί και σε κάθε περίπτωση κατά την παράδοση στο πλοίο στις 5.9.2009 των καυσίμων της δεύτερης κατά σειράν σύμβασης πώλησης και την παραλαβή τους από τον Α΄Μηχανικό ρητά αναφέρεται, υπό μορφήν χειρόγραφης σημείωσης, στο αποδεικτικό παράδοσης της πωληθείσης ποσότητας καυσίμων της βοηθού εκπλήρωσης της ενάγουσας εταιρίας ….. ότι η πλοιοκτήτρια δεν ευθύνεται για την καταβολή του τιμήματος των καυσίμων “που παρεδόθησαν υπό το συμβόλαιο μεταξύ του ναυλωτή ….. και του φυσικού προμηθευτή”, μνημονευομένης, επομένως, και της σύμβασης ναύλωσης. Εκ των ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας πως κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων πώλησης δημιουργήθηκε σ’αυτήν εύλογα και καλόπιστα η πεποίθηση ότι η πρώτη εναγόμενη, που παρήγγειλε τα καύσιμα για το συγκεκριμένο πλοίο, ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας/δεύτερης εναγομένης, όπερ ενισχύθηκε από παραλείψεις της τελευταίας κατά την παράδοση των πωληθέντων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, παρά την έλλειψη ρητής εξουσιοδότησης, να εμφανισθεί η χρονοναυλώτρια ως αντιπρόσωπός της (της δεύτερης εναγομένης) και να καταστεί αυτή τοιουτοτρόπως υπόχρεη έναντι της ιδίας (της ενάγουσας) για τις πράξεις της αντιπροσώπου της, διότι τα καύσιμα παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από μέλη του πληρώματος, οι οποίοι, υπάλληλοι όντες της δεύτερης εναγομένης, δεν την πληροφόρησαν (την ενάγουσα) ότι η χρονοναυλώτρια δεν ήταν εξουσιοδοτημένη να δεσμεύει τη δεύτερη εναγόμενη και το πλοίο για την ως άνω υποχρέωση, που πηγάζει από την προμήθεια καυσίμων, αλλά ότι αυτή (η χρονοναυλώτρια) ήταν υπεύθυνη για την πληρωμή της αξίας τους, με βάση τους όρους του μεταξύ τους χρονοναυλοσυμφώνου, ενώ το πλοίο δεν ευθύνεται, δεν ευσταθεί. Επομένως, η αγωγή και κατά τη πρώτη επικουρική της βάση απορριπτέα τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Σημειωτέον επίσης ότι η δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται σε καταβολή του τιμήματος με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ως προς την οποία με την υπ’αριθμ.1419/2012 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κρίθηκε εφαρμοστέο το δίκαιο της Αιγύπτου, απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ. 2706/013 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου ως μη νόμιμη διότι, όπως έγινε δεκτό, για τη θεμελίωσή της η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε περιστατικά διαφορετικά εκείνων, που παρατίθενται στην αγωγή για τη στοιχειοθέτηση της κύριας βάσης της από τη σύμβαση και καθιστούν την αιτία κτήσης του πλουτισμού αδικαιολόγητη, χωρίς, όμως, η εν λόγω κρίση να πλήττεται ειδικά από την ενάγουσα με την επικουρική έφεσή της, διότι με τον τέταρτο λόγο της έφεσης αυτής, ο οποίος αναφέρεται στην ως άνω βάση, και στον οποίο μη ορθά αναφέρεται ότι απορρίφθηκε διότι κρίθηκαν ως νόμω βάσιμες η κύρια και η πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, δεν προσάπτεται στην πρωτοβάθμια απόφαση συγκεκριμένη πλημμέλεια, ούτε καθορίζεται, ως έδει για το ορισμένο και την πληρότητά του, το αποδιδόμενο στην εν λόγω απόφαση σφάλμα ως προς την απόρριψη της αγωγικής αυτής βάσης. Κατόπιν των ανωτέρω παρέλκει ως άνευ αντικειμένου η εξέταση των ισχυρισμών της δεύτερης εναγομένης 1) περί παραγραφής της αγωγικής απαίτησης από τις επίδικες πωλήσεις με βάση το κατ’αυτήν εφαρμοστέο Ελληνικό Δίκαιο λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του με την ενάγουσα στη μεταξύ τους δίκη ασφαλιστικών μέτρων, και, συνακόλουθα, και της αντένστασης της ενάγουσας περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της απαίτησης από την πρώτη εναγόμενη, που περιλήφθηκε και στην επικουρική έφεσή της, 2) περί απόσβεσης της αγωγικής αξίωσης, που σε κάθε περίπτωση έχει αποβάλει την αυτοτέλειά της και δε μπορεί να επιδιωχθεί αυτοτελώς, ως επιμέρους κονδύλιο αλληλόχρεου λογαριασμού, που τηρείτο μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης στο πλαίσιο της μεταξύ τους επιχειρηματικής συνεργασίας, λόγω συμψηφισμού της με ληξιπρόθεσμη και απαιτητή απαίτηση της πρώτης εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας από τη συνεργασία τους αυτή. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της ως προς όλες τις βάσεις της. Περαιτέρω, η επικουρική έφεση της ενάγουσας, που επανεξετάσθηκε από το παρόν Δικαστήριο, μη εξετασθείσα με την αναιρεθείσα υπ’αριθμ.107/2015 απόφασή του, πρέπει επίσης ν’απορριφθεί, και λόγω της ήττας της ανωτέρω εκκαλούσας να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη της δεύτερης εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν αιτήματός της, θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας, που ηττήθηκε (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: α) Την από 13.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../…./13.11.2017) κλήση επαναφοράς προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της από 11.6.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…../12.6.2013) έφεσης, και 2) την από 15.12.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/15.12.2017) κλήση επαναφοράς προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της από 15.1.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…./15.1.2014 και …./15.1.2014) επικουρικής έφεσης.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 15.1.2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…./15.1.2014 και …/15.1.2014) επικουρική έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2706/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και των συνεκκληθεισών υπ’αριθμ. 1419/2012 και 4400/2011 μη οριστικών αποφάσεων του ιδίου Δικαστηρίου.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα της έφεσης αυτής παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 11.6.2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…./12.6.2013) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2706/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της συνεκκληθείσας υπ’αριθμ. 1419/2012 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ. 2706/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 1.3.2011 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./1.3.2011) αγωγής.ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17 Απριλίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 30 Μαΐου 2019, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ