Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 306/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 306/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα, Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 του ν.4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 § 8α΄του ν.4205/2013, για την άσκηση κάθε είδους ένδικων μέσων και για την παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων, ο δικηγόρος υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III, οι οποίες προορίζονται για : αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/ 2001 (Α` 109), όπου ισχύει.», με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παρ. 3, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ.8 β` του ν.4205/2013. Αν το σχετικό γραμμάτιο δεν προσκομιστεί η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη (παρ.4 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 § 8 εδ.γ΄του ν. 4205/2013). Ωστόσο, η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ένδικων μέσων, θεωρείται τυπική παράλειψη, η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου από το δικαστήριο (παρ.4 εδ.β΄, όπως αυτό προστέθηκε μετά το α΄εδάφιο με το άρθρο 31 του ν. 4509/2-12-2017). Εξάλλου, το ένδικο μέσο τυγχάνει απαράδεκτο και στην περίπτωση που δεν κατατεθεί το προβλεπόμενο παράβολο κατά την άσκησή του, αρκούσης, σε περίπτωση που ασκήθηκε ένα ένδικο μέσο από περισσότερους διαδίκους, της κατάθεσης ενός παραβόλου (άρθρο 495 § 3 εδ.α΄, β΄και δ΄του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού). Όμως, εφόσον ορίζεται ότι το απαράδεκτο γεννάται «αν δεν κατατεθεί το παράβολο» και όχι αν αυτό δεν κατατεθεί εμπροθέσμως, η κατάθεση αυτού μετά την άσκηση της εφέσεως και πριν από τη συζήτησ;ήη της δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 341/2015, ΕφΠατρ (Μον) 323/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Οι δικηγόροι,  ωστόσο, των διαδίκων που αναγνωρίζονται ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας, απαλλάσσονται από την υποχρέωση της προκαταβολής εισφοράς (άρθρο 61 § 3 του ν.4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε, κατά τα άνω),  εκδοθέντος στην περίπτωση αυτή ειδικού γραμματίου προκαταβολής (άρθρο 15 του ν.3226/2004, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 § 4 του ν.4596/2019). Οι ίδιοι διάδικοι, απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής μέρους ή του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας, όπως ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου κλπ, χωρίς όμως να επηρεάζεται η υποχρέωση καταβολής των εξόδων που επιδικάστηκαν στον αντίδικό τους (άρθρο 9 § § § 1,2 και 6  του ν.3226/2004).  Οι απαλλαγές, ωστόσο, αυτές δεν ωφελούν και τους ομοδίκους του δικαιούχου νομικής βοήθειας, εφόσον κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα αλλά ούτε και από το πνεύμα του νόμου. Έτσι, σε περίπτωση που ασκείται το ένδικο μέσο της έφεσης από περισσότερους, εκ των οποίων ένας μόνο αναγνωρίζεται ως δικαιούχος νομικής βοήθειας, αν οι λοιποί δεν καταθέσουν το προβλεπόμενο παράβολο, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ως προς αυτούς. ΙΙ. Στην κρινόμενη περίπτωση, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 11-12-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2017) έφεση των εναγόντων, ως ολικά ηττηθέντων διαδίκων, κατά της με αριθμό 4809/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 1-7-2016 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2016) αγωγής των ιδίων στρεφόμενης κατά των εναγομένων, αναγνωριστικής της ύπαρξης και μη κληρονομικού δικαιώματος. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1, σε συνδυασμό με  143 § 1 του ΚΠολΔ), εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην και πρωτοδίκως παρασταθείσα πληρεξουσία δικηγόρο των εκκαλούντων στις 13-11-2017 και η έφεσή τους ασκήθηκε δια της καταθέσεώς της στη γραμματεία του Δικαστηρίου που την εξέδωσε, στις 11-12-2017. Επιπλέον, δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, για τον πρώτο εκκαλούντα, …….., ο οποίος, με την υπ’αριθμ. 609/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος νομικής βοήθειας για την άσκηση της ένδικης έφεσης, απαλλασσόμενος επομένως, από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου και προκαταβολής εκ μέρους της πληρεξουσίας δικηγόρου του, της εισφοράς της προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο όπου ανήκει. Αντιθέτως, όσον αφορά τον δεύτερο εκκαλούντα, ………, όπως προκύπτει από τη σχετική από 11-12-2017 έκθεση κατάθεσης δικογράφου του αρμόδιου Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είναι συνημμένη στο επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως που υπάρχει στη δικογραφία, το δικόγραφο αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε αυθημερόν, χωρίς το οικείο παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ. Σημειωτέον ότι, ούτε από τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως από τους εκκαλούντες έγγραφα προκύπτει ότι έλαβε χώρα τέτοια κατάθεση, αλλά ούτε και γίνεται σχετική αναφορά για κατάθεση παράβολου στις κατατεθείσες στις 15-3-2018, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έγγραφες προτάσεις τους. Παράλληλα, δεν έχει επισυναφθεί, ως προς αυτόν, το γραμμάτιο προκαταβολής εισφοράς της πληρεξουσίας δικηγόρου του, για την άσκηση αλλά ούτε και τη συζήτηση της έφεσης. Συνεπώς, παρ’ότι ειδικώς για τη συζήτησή της, θα μπορούσε να ζητηθεί η προσκόμιση του γραμματίου προκαταβολής εισφοράς, η συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης παρέλκει, εφόσον η έφεση τυγχάνει απαράδεκτη, ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα, λόγω των λοιπών παραλήψεων που προαναφέρθηκαν. Επομένως, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο και να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), ως προς τον πρώτο εκκαλούντα, ο οποίος δεν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τον δεύτερο, αφού δεν υφίσταται μεταξύ τους δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας.

ΙΙΙ. Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι τυγχάνουν αδέρφια και τέκνα του αποβιώσαντος το έτος 2005,…………., αδελφού του μεταποβιώσαντος στις 13-10-2009 …………. του οποίου οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες τυγχάνουν αδελφές. Ακολούθως, επικαλούμενοι αμφισβήτηση εκ μέρους των τελευταίων-αλλά και της συνεναγομένης αλλά μη εφεσίβλητης, …………. της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων επί του ειδικότερα περιγραφόμενου ακινήτου της κληρονομιαίας περιουσίας του θείου τους, που απορρέει από τις μνημονευόμενες, τρεις συνολικά ιδιόγραφες διαθήκες του, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό η μία με την άλλη, ζητούσαν να αναγνωριστεί το κληρονομικό τους δικαίωμα επί του συγκεκριμένου ακινήτου, σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου για τον καθένα καθώς και ότι η τελευταία βούληση του θανόντος, που όρισε στην από 12-8-2006 και την από 2-8-2009 διαθήκη του ότι ο …………. του ……… θα εισέπραττε το ήμισυ του μισθώματος του ίδιου ακινήτου, δεν ήταν να ορίσει αυτόν ως κληρονόμο του, και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία, απορρίφθηκε αυτή, ως προς τη δεύτερη εναγομένη που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, και, περαιτέρω, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, ως προς το δεύτερο κύριο αίτημά της και ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς το πρώτο και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 490 ευρώ για τη δεύτερη και πρώτη-ήδη πρώτη εφεσίβλητη- των εναγομένων και στο ίδιο ποσό για την τρίτη και τέταρτη,  ήδη δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητες.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι ενάγοντες για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.

              ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ συνάγεται ότι, κατά την ερμηνεία των διαθηκών, αναζητείται, η αληθινή του διαθέτη βούληση, κατά την υποκειμενική τούτου άποψη και όχι κατά την αντικειμενική έννοια, υπό την οποία θα την αντιλαμβάνονταν οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη (ΑΠ 1222/2018, ΑΠ 512/2018, ΑΠ 683/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 του ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες αλλά σε συμβάσεις (ΑΠ 1222/2018, ΑΠ 683/3016 ό.π). Έδαφος για τέτοια ερμηνεία, η οποία αποβλέπει στην αναζήτηση βούλησης διαφορετικής από εκείνη, η οποία εκφράστηκε με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης,  παρέχεται, μόνο αν είναι ασαφές το έγγραφο της διαθήκης, οπότε μπορούν να ληφθούν υπόψη και στοιχεία εκτός αυτής, όχι δε και όταν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, από το περιεχόμενο της διαθήκης και μόνο και χωρίς τίποτε άλλο, προκύπτει με σαφήνεια αυτό που ο διαθέτης θέλησε ΑΠ (1222/2018, ΑΠ  512/2018 ό.π, ΑΠ 644/2006 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνο, εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν είναι δυνατή η ανεύρεση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, με βάση την πιο πάνω γενική διάταξη του άρθρου 173 του ΑΚ, το δικαστήριο μπορεί να προσφύγει στην εφαρμογή ειδικών ερμηνευτικών κανόνων (άρθρα 1790 επ. του ΑΚ), οι οποίοι θεμελιώνονται στην υποθετική βούληση του διαθέτη, ώστε να διασωθεί το κύρος της διάταξης τελευταίας βούλησης αυτού (ΑΠ 1222/2018, ΑΠ  512/2018 ό.π). Επιπλέον, από τον συνδυασμό των άρθρων 1763 και 1764 του ΑΚ, προκύπτει ότι κάθε διαθήκη μπορεί να ανακληθεί από το διαθέτη, είτε με ρητή δήλωση της βούλησής του στη νέα διαθήκη περί μερικής ή ολικής ανάκλησης αυτής, είτε σιωπηρώς, εάν το περιεχόμενο της νεότερης διαθήκης εναντιώνεται προς το περιεχόμενο της προγενέστερης, δηλαδή είναι ασυμβίβαστο προς το περιεχόμενο αυτής (ΑΠ 1150/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 644/2006, Νοβ 2006.1033, ΕφΠειρ 506/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στις περιπτώσεις αυτές, χωρίς ρητή ανακλητική δήλωση, σιωπηρά-δηλαδή και χωρίς τη χρήση πανηγυρικών εκφράσεων (ΕφΑθ 7481/2007, ΕλλΔνη 2007.903, ΕφΠατρ 101/2005, ΑΧΑΝΟΜ 2006.296)-  καταργείται το περιεχόμενο της προγενέστερης, κατά το μέρος που είναι ασυμβίβαστο στο περιεχόμενο της νεότερης  (ΑΠ 644/2006, ό.π).  Με την ανάκληση της διαθήκης καταργείται η ισχύς της, υπό την έννοια ότι οι διατάξεις της δεν μπορούν να αναπτύξουν πλέον έννομα αποτελέσματα (ΑΠ 1150/2011, ό.π, ΑΠ 1037/2004 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εφόσον δε η εναντίωση δεν είναι ολοκληρωτική, οι δύο διαθήκες ισχύουν παραλλήλως ως ενιαία διαθήκη αφού αλληλοσυμπληρώνονται (ΑΠ 1031/2003, ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2004.364, ΕφΑθ 7481/2007, ΕλλΔνη 2007.903, ΕφΠατρ 101/2005, ΑΧΑΝΟΜ 2006.296).

ΙV. Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’επικλήσεως, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων και η προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες από 31-10-2018 υπεύθυνη δήλωση της τρίτης εφεσίβλητης προς την πληρεξουσία δικηγόρο της, τις υπ’αριθμ. … και …/31-10-2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων . .. και … ., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης,…………., μετά από εμπρόθεσμη και νομότυπη –κατ’άρθρο 422 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο δεύτερο του ν.4335/2015-κλήτευση των αντιδίκων της εναγόντων (υπ’αριθμ. …. και . …/25-10-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….) αλλά και των υπ’αριθμ. … και …/4-11-2016 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων … και . …………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγόντων-εκκαλούντων, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων τους, όπως βεβαιώνεται στο κείμενό τους με ρητή μνεία στις οικείες εκθέσεις επιδόσεως και δεν αμφισβητείται από τις εφεσίβλητες, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Μετά τον επισυμβάντα στις 13-10-2009 θάνατο του …………. …………., ο οποίος δεν κατέλιπε τέκνα, με πλησιέστερους συγγενείς, τις αδελφές του, ήδη εφεσίβλητες, τα τέκνα του προαποβιώσαντος το έτος 2005, αδελφού του, …………. …………., πατέρα των εναγόντων, αλλά και τα τέκνα των αδερφών του … και …, .. … και . …………., αντίστοιχα, δημοσιεύθηκαν οι από 10-2-2003, 12-8-2006 και 2-8-2009 ιδιόγραφες διαθήκες του, οι οποίες δημοσιεύθηκαν δημοσίως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (υπ’αριθμ. 71,  και 88/15-1-2010 πρακτικά και αποφάσεις, αντίστοιχα). Το περιεχόμενο της πρώτης διαθήκης, η οποία συνετάγη, ενόσω ζούσε και ο …………. ..  έχει, κατά το κρίσιμο περιεχόμενό της, κατά λέξη ως εξής :  “…το μαγαζί της οδού . ….. Πειραιά, αφήνω στα αδέλφια μου, με αποκλειστικό όρο, όπως από το εισόδημά του υποχρεούται όπως συντηρούν και λειτουργούν της εκκλησίες Αγ.Ιωάννη και Άγιο Στυλιανό εις Άνω Τσικνιά Τήνου το δε εναπομήναν ποσό θα μιράζονται εξ ίσου και η τέσσερης. Σε περίπτωση που θελήσουν να το πουλήσουν παρά τη δηκή μου εντολή και νόμος τους δίνη το δικαίωμα, τότε το 75 % εβδομήντα πέντε της εκατό να περιέλθη στης εκκλησίες και μόνο το 25 % είκοση πέντε της εκατό εις τους τεσσερης ή κληρονόμους τους». Στη δεύτερη διαθήκη, ο θανών ορίζει επί λέξει : «συμπλήρωμα στην ιδη υπάρχουσα διαθήκη μου. Εγώ ο . ….. έχων πλήρη διαύγεια πνεύματος θέλω όπως η κληρονομη μου στους οποίους κληροδοτώ το κατάστημά μου της οδού …………. Πειραιά για έναν ορισμένο σκοπό όμως. Από το ενείκιο το οποίο θα ησπράτουν το 50 % ή το μισό δίνουν εις τον . …………. του .. για όσα μου προσέφερε και προσφέρη καθ ολλη τη διάρκεια της αρωστειας μου που τόσο πολλη με βασανιζη το δε υποληπο 50 % η μισό θα εκπληρώνουν της υποχρεώσης προς της εκκλησιες στο Τσικνια στην Τηνο. Εγώ ο …… 12-8-2006». Τέλος με την από 2-8-2009 διαθήκη του, κατά τον χρόνο σύνταξης της οποίας είχε ήδη αποβιώσει ο πατέρας των εναγόντων και αδελφός του, …………., όρισε επί λέξει ότι αποτελεί «ανανέωση της από 10-2-2003 διαθήκης του» καθώς και ότι «…. Εγώ ο ……. έχων πλήρη διαύγεια πνεύματος επιθημώ όπως τα κάτωθι υπάρχοντά μου αφού υπάρχουν ως και τον θάνατόν μου να περιέλθουν στους κάτωθη.Το σπητη μου στην οδός …. Πειραιά στην ανηψιά μου ….του …. Η δε επηκαρπία του οσο ζη στην αδελφή μου . …………. …. Τα γραφεία της οδού …. Αθήνα στην αδελφή μου … του …. Την αίθουσα της οδού …. στην Αθήνα αφήνω στην αδελφή μου …… Το σπήτι στον Πόρο αφήνω, το ισόγειο διαμέρισμα στην αδελφή …….. Το άνωθεν αυτού διαμέρισμα στον αδελφό μου …………. .. και λόγω θανάτου του να περιέλθη στα παιδιά του … και … …………. .. Τον ελεύθερο χώρο του οικοπέδου να χρησιμοποιούν αμφότερη εξ ίσου, παράκλησή μου είναι όπως και τα δύο μέρη όπως κάνουν χρήση και όχι εκμετάλευση. Επείσης αν ένας εκ τον δύο θελήση να το πουλήση τότε αγοραστής να είναι μόνο απώγωνος του πατέρα μου. Το μαγαζί μου στην οδός …………. . Πειραιάς αφήνω στα αδέλφια μου με τον αποκλειστηκό όρο ότι δεν έχουν δικαίωμα να το πουλήσουν αλά από το ισόδημά του θα συντηρούν και λειτουργούν της εκκλησίες Άγιο Στυλιανό και Άγιο Ιωάννη εις Τσικνια Τήνου. Επείσης, το μισό ενοίκιο μου θα δείνουν στον . …………. για την βοήθεια που μου προσέφερε καθ’όλη τη διάρκειν της ασθενείας μου. Τα υπάρχοντα χρήματα που θα βρουν από οικονομίες μου να μοιράσουν και τα τέσσερα μέρη. Ο διαθέτης . ..».  Από το περιεχόμενο της τελευταίας αυτής διαθήκης δεν διαπιστώνεται έστω και εμμέσως κενό ή ασάφειά της, ώστε να χρήζει αυτή ερμηνείας και με στοιχεία κείμενα εκτός αυτής, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, ούτε γενικά αλλά ούτε και ως  προς την κρίσιμη διάταξή της αναφορικά με το επί της οδού …………. . κατάστημα στον Πειραιά, με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα εφαρμογής των ερμηνευτικών διατάξεων των άρθρων 1781 επ. του ΑΚ και ιδίως εκείνης του άρθρου 1791 του ΑΚ, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, η οποία άλλωστε προϋποθέτει σχέση ανιόντα προς κατιόντα, δηλαδή καταγωγή του ενός από τον άλλο (άρθρο 1461 εδ.α΄του ΑΚ).  Με αυτήν, ο διαθέτης κατέλειπε το συγκεκριμένο ακίνητο στα αδέρφια του, δηλαδή στις τρεις εφεσίβλητες αδερφές του, με τους προαναφερθέντες περιορισμούς και υποχρεώσεις, η δε χρήση του όρου «τα αδέρφια μου» που αφορά κατ’αρχήν σε πρόσωπα αρσενικού γένους, δεν αναιρεί την παραδοχή αυτή, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουδέτερη δήλωση περί των αδελφών ενός προσώπου, ανεξαρτήτως φύλλου. Άλλωστε, αν ο διαθέτης επιθυμούσε πράγματι να ορίσει ως τετιμημένους για το ακίνητο αυτό και τους ενάγοντες θα το έπραττε με σαφήνεια, όπως έκανε με έτερο ακίνητό του στον Πόρο, για το οποίο όρισε ρητά  να περιέλθει στον αδελφό του …………., και λόγω του θανάτου του, στα παιδιά αυτού και ήδη ενάγοντες, κατονομάζοντάς τους μάλιστα ρητά. Επίσης, στο τέλος της διαθήκης, αν και δεν το ορίζει ρητά, τους συμπεριέλαβε αναμφίβολα στους τετιμημένους με αυτήν, καθώς όρισε ότι όσα χρήματα επρόκειτο να βρεθούν στην κληρονομιαία περιουσία του θα μοιράζονταν στα τέσσερα μέρη, όσα δηλαδή ήταν και τα αδέρφια του, παρ’ότι ο πατέρας των εναγόντων είχε ήδη αποβιώσει, δηλώνοντας έτσι σαφώς τη βούλησή του, οι τελευταίοι να λάβουν το μερίδιό του.  Την υπόλοιπη, επίσης, περιουσία του την κατέλειπε στις αδελφές του και στην κόρη της αδελφής του …., ….., εγκαθιστώντας κάθε μία εξ αυτών επί δήλων ακινήτων. Εξάλλου, ασάφεια δεν δημιουργείται ούτε και από τη σύγκριση της διαθήκης αυτής με την αρχική, της οποίας αποτελεί ως επί το πλείστον επανάληψη. Ειδικότερα, το κείμενο της αρχικής διαθήκης, όπως συμπληρώθηκε αναφορικά με το επίδικο ακίνητο, με τη δεύτερη χρονολογικά διαθήκη, διαφέρει ως προς την τελευταία και τρίτη κατά σειρά διαθήκη, σε τρία σημεία και συγκεκριμένα : 1) Ως προς το ακίνητο στον Πόρο, για το οποίο στην αρχική διαθήκη ο διαθέτης όριζε ότι αφήνει, το μεν ισόγειο διαμέρισμα στην αδελφή του …… το δε άνωθεν αυτού στον αδερφό του …………., με ποσοστό καθενός 50 % επί του οικοπέδου και δικαίωμα χρήσης από αμφότερες τις εισόδους και την παράκληση να γίνεται χρήση και όχι εκμετάλλευσή του και, σε περίπτωση πώλησής του να διατεθεί σε απόγονο του πατρός του. Επομένως, αυτή διαφέρει από την τελευταία διαθήκη, ως προς το ότι σε αυτήν στη θέση του πατέρα τους, αναφέρονται οι ίδιοι οι ενάγοντες. 2) Στην τελευταία διαθήκη έχει απαλειφθεί η διάταξη που αφορά το μερίδιο του θανόντος στο σπίτι του επί της οδού …… στον Πειραιά,  και 3) Ως προς το επίδικο ακίνητο, αφού στην τελευταία διαθήκη ορίζεται ότι πλέον δεν επιτρέπεται η πώλησή του και έτσι απαλείφεται και ο όρος της αρχικής ότι σε περίπτωση που αυτό πωληθεί, το 75 % θα περιέλθει στις εκκλησίες και το 25 % στους τέσσερις αδελφούς του ή τους κληρονόμους τους, στους οποίους αναμφίβολα συγκαταλέγονται οι ενάγοντες, αλλά και η ως άνω ………, ο . …………., υιός της . …………. και ο . …………., υιός της . …………..  Από όσα προεκτέθηκαν, συνάγεται κατ’αρχήν ότι ο δικαιολογητικός λόγος των παραπάνω διαφοροποιήσεων είναι, ότι είχε μεσολαβήσει ο θάνατος του αδελφού του διαθέτη …………. και ότι το ακίνητο επί της οδού … φέρεται ότι είχε εν τω μεταξύ μεταβιβαστεί σε τρίτους. Ως προς το επίδικο ακίνητο, επίσης, είναι σαφές ότι ο διαθέτης, μεταστρέφοντας εν μέρει την άποψή του, ήθελε να διατυπώσει ευθεία και συγκεκριμένη απαγόρευση για την πώλησή του. Ούτε, ωστόσο,  με την αρχική, ούτε με τη συμπληρωματική αλλά ούτε και με τη νεώτερη διαθήκη, εγκαταστάθηκαν οι ενάγοντες κληρονόμοι του διαθέτη άμεσα επί του συγκεκριμένου ακινήτου, ως δήλου πράγματος. Στην αρχική μόνον διαθήκη υπήρχε η πρόβλεψη ότι καταλείπετο σε αυτούς ποσοστό (από κοινού) επί του ποσού που θα εισπράττετο, σε περίπτωση πώλησής του, κατά παράβαση της σχετικής εντολής του διαθέτη και υπό την προϋπόθεση ότι ο πατέρας τους θα είχε ήδη προαποβιώσει. Εφόσον, όμως, με τη νεώτερη διαθήκη απαγορεύθηκε ρητά και κατηγορηματικά η πώλησή του, ο όρος αυτός απαλείφθηκε διότι καθίστατο πλέον άνευ αντικειμένου, γεγονός το οποίο υποδηλώνει πνευματική διαύγεια και λογική σκέψη εκ μέρους του διαθέτη, αποκλείοντας έτσι το ενδεχόμενο οποιασδήποτε παραδρομής εκ μέρους του. Συνεπώς, η μοναδική διαφοροποίηση μεταξύ των διαθηκών και δη της τελευταίας ήταν ότι με αυτήν, δεν επιτρεπόταν πλέον η πώλησή του.  Η διατύπωσή της κατά τα λοιπά, ως προς το άνω ακίνητο, δεν μεταβλήθηκε αλλά απέκτησε διαφορετικό πλέον νόημα. Συγκεκριμένα, και στα δύο κείμενα γίνεται λόγος για τα αδέλφια του διαθέτη, τα οποία, όμως, κατά τον χρόνο σύνταξης της τελευταίας χρονικά διαθήκης, ήταν πλέον τρία και όχι τέσσερα. Έτσι,  ως προς το συγκεκριμένο χωρίο αλλά και όλες τις λοιπές διατάξεις που δεν μεταβλήθηκαν, εφόσον το περιεχόμενο όλων των διαθηκών δεν εναντιώνεται το ένα στο άλλο, όλες οι διαθήκες ισχύουν παράλληλα και δεν τίθεται ζήτημα σιωπηρής ανάκλησης των προγενέστερων από την τελευταία χρονικά διαθήκη, σύμφωνα με  τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Αντιθέτως, οι προγενέστερες διαθήκες και ειδικότερα η αρχική, ανακλήθηκε σιωπηρώς, καταργούμενης της ισχύος της, ως προς τα σημεία που διαφοροποιούνται από αυτήν και εκτέθηκαν ανωτέρω. Με τις παραδοχές αυτές καθίσταται σαφής και η αληθινή βούληση του διαθέτη, αναφορικά με τη χρήση του όρου «ανανέωση» στην από 2-8-2009 διαθήκη του. Επισημαίνεται ότι η προαναφερθείσα αντιπαραβολή των διαθηκών γίνεται προκειμένου να αναδειχθεί ο δικαιολογητικός λόγος σύνταξης της τελευταίας διαθήκης του …………. . και η έκταση της σιωπηρής ανάκλησης των προγενέστερων διαθηκών του, και όχι  για να αρθεί οποιαδήποτε ασάφειά της, ή να επιτευχθεί η ερμηνεία της με στοιχεία εκτός αυτής. Ανεξαρτήτως όσων προεκτέθηκαν, ωστόσο, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι το περιεχόμενό της χρήζει ερμηνείας, το Δικαστήριο συνάγει, μετά από αναζήτηση της βούλησής του, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ότι ο διαθέτης επιθυμούσε ειδικά το συγκεκριμένο ακίνητο να περιέλθει κατ’αρχήν στα αδέλφια του, με τον όρο το ήμισυ του εισπραττόμενου μισθώματος να διατίθεται από αυτούς για τη συντήρηση και λειτουργία των δύο εξωκκλησιών που είχε ανεγείρει ο παππούς του και ο ίδιος στο χωριό καταγωγής του πατέρα του στα Άνω Τσικνιά της Τήνου, όπου είχαν τοποθετηθεί τα οστά των γονέων του και επιθυμούσε να τοποθετηθούν και τα δικά του αλλά και του αδελφού του ………….. Αυτό το έπραξε διότι είχε εμπιστοσύνη ότι πράγματι εκείνοι θα εκπλήρωναν την επιθυμία του για τη συντήρηση και λειτουργία αυτών κατά τις ημέρες εορτής των Αγίων στους οποίους ήταν αφιερωμένα, καθώς γνώριζε ότι είχαν και αυτοί τον ίδιο συναισθηματικό δεσμό με τα συγκεκριμένα εξωκκλήσια. Επομένως, ήθελε να εξασφαλιστεί η μέριμνα αυτών και είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό το ακίνητο, με εισοδήματα από το οποίο θα εκπληρωνόταν η επιθυμία του, ήταν το μοναδικό στο οποίο όρισε συγκληρονόμους περισσότερα πρόσωπα και όχι ένα, όπως έπραξε για όλα τα υπόλοιπα, με εξαίρεση το ακίνητο της οδού ….. στον Πειραιά, κατά τα προεκτεθέντα. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τις καλές σχέσεις που διατηρούσε με τους ενάγοντες, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τους εγκατέστησε συγκληρονόμους του στο ακίνητό του στον Πόρο, ενώ δεν έπραξε το ίδιο με όλα τα ανήψια του, καθώς σε ορισμένα από αυτά δεν κατέλιπε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Επίσης, τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι απέστειλε στον εκ των εναγόντων . …………. την από 2-2-2009 επιστολή, στην οποία επισύναψε κατάλογο εξόδων για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου των εκκλησιών κατά τα έτη 2007 και 2008  και αποδεικτικά κατάθεσης των απαιτούμενων χρηματικών ποσών στην τράπεζα, από τον ίδιο σε λογαριασμό τρίτου (. ………….) στην Τήνο, με την υπόδειξη να φυλάξει αυτά τα στοιχεία, για την περίπτωση που του χρειαστούν. Η εμπίστευσή τους στον άνω ενάγοντα δικαιολογείται από τη μεταξύ τους σχέση, αφού αυτός,  λόγω της ηλικίας του (έτος γεννήσεως 1963), σε αντίθεση με τις αδελφές του διαθέτη, και ήδη εφεσίβλητες, που ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας (έτος γεννήσεως 1930, 1938 και 1928, αντίστοιχα), θα μπορούσε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες στην υποθετική περίπτωση που κάποιος τρίτος αξίωνε για παράδειγμα αμοιβή για τις εργασίες που είχαν ήδη γίνει, και αυτός μπορούσε, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, να είναι και ο μοναδικός λόγος της φύλαξής τους. Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, με την από 2-8-2009 διαθήκη του ο διαθέτης θέλησε να αποκλείσει από την κληρονομική διαδοχή του ανωτέρω καταστήματος τους ενάγοντες.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε την αγωγή, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ΕφΘεσ 2754/2017, ΕφΠειρ 194/2015, ΕφΑθ (Μον)407/2018  αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον πρώτο εκκαλούντα με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσής του, απορριπτομένων ως αβάσιμων, ενώ απορριπτέοι τυγχάνουν και οι τρίτος και τέταρτος λόγος αυτής, με τους οποίους παραπονείται για μη λήψη υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο των υπ’αριθμ. .. και …../2016 ένορκων βεβαιώσεων των .. και . …………., ως αλυσιτελείς, εφόσον αυτές προσκομίζονται παραδεκτώς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο με την συνεκτίμηση όλων των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων, δεν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης (σχετικές σκέψεις ΕφΠειρ 262/2016, ΕφΛαμ 16/2013, ΕφΑιγ 207/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

 

Κατόπιν όλως όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της,  και να επιβληθούν  σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, της σχετικής υποχρέωσης του πρώτου εκκαλούντος μη επηρεαζόμενης από την παροχή νομικής βοήθειας προς αυτόν  (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα και 4, όπως η τελευταία αυτή διάταξη αναριθμήθηκε με το άρθρο 7 § 10α του ν.4205/2013, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 11-12-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2017) έφεση των εναγόντων κατά της υπ’αριθμ. 4809/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση τυπικά ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα, Γεώργιο …………..

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά ως προς τον πρώτο εκκαλούντα, . ………….

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, για την πρώτη εφεσίβλητη και στο ποσό των τετρακοσίων επίσης (400) ευρώ, για τη δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητες.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 6-6-2019.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ