Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 310/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:      310 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, από την αρχικώς ορισθείσα με επιμέλεια των εφεσίβλητων δικάσιμο της 17.5.2018, η από 30.10.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ. …./2017 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …./2017) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως εκκαλούντος κατά της 4286/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δικάζοντας με τη νέα τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων την από 22.4.2016 (με Γ.Α.Κ. …./2016 και με Ε.Α.Κ. …./2016) αγωγή των εφεσιβλήτων κατά εκείνου, δέχθηκε εν μέρει αυτή. Η παραπάνω έφεση έχει ασκηθεί νομίμως κατ’ άρθρο 495 παρ.1 του ΚΠολΔ κι εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προ πάσης επιδόσεως, καθώς οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από αυτούς έγγραφα ότι επέδωσαν ο ένας στον άλλο την εκκαλούμενη, από τη δε ημερομηνία δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης στις 20.9.2017 μέχρι την άσκηση της ένδικης εφέσεως στις 30.10.2017 δεν έχει παρέλθει διετία. Επομένως η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ.2Α του ΚΠολΔ e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών με κωδικό ……., εξοφλημένο (βλ. τη συνημμένη στην έφεση από 27.10.2017 απόδειξη πληρωμής e-παραβόλου της Τράπεζας EUROBANK ERGASIAS A.E.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την εφαρμοζόμενη τακτική διαδικασία.

Με την από 22.4.2016 αγωγή τους οι ενάγοντες και νυν εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών σε τρεις διαφορετικούς χρόνους (στις 23.6.2008, εντός του έτους 2013 κατά την εκδίκαση ποινικής τους υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η ΒΤ-5794/2013 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και στις 27.5.2015) εξεταζόμενος ως μάρτυρας στα πλαίσια της αντιδικίας που είχαν οι ενάγοντες με τρίτους κατασκευαστές πολυώροφης οικοδομής που εφαπτόταν στην οικία τους και για την οποία δεν είχε τηρηθεί το σωστό πάχος αντισεισμικού αρμού, κατέθεσε σε βάρος τους, αντίστοιχα ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, ενώπιον του ακροατηρίου του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και ενώπιον του ακροατηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εν γνώσει του ψευδή, μειωτικά της προσωπικότητάς τους περιστατικά και δη ότι ζητούσαν από τους κατασκευαστές χρήματα, για να μην προχωρήσουν σε καταγγελία στην Πολεοδομία για πολεοδομικές παραβάσεις και ότι ο δεύτερος ενάγων μόνος του αφαίρεσε φελιζόλ από τον αντισεισμικό αρμό της όμορης οικοδομής, ώστε να μην πληροί τους όρους του νόμου και ότι έτσι ο εναγόμενος έθιξε, έτσι, την τιμή και την υπόληψή τους, με αποτέλεσμα να υποστούν αυτοί ηθική βλάβη. Προς αποκατάσταση δε αυτής, ζητούσαν κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αρχικού αιτήματός τους, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον καθένα τους ποσό 25.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με απαγγελία σε βάρος του προσωπικής κράτησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει εις έκαστον των εναγόντων ποσό 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του ο εναγόμενος παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και του δικογράφου της αγωγής και για εσφαλμένη απόρριψη των προβληθεισών από τον ίδιο ενστάσεων, ζητεί δε για τους λόγους αυτούς, να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή των εφεσίβλητων στο σύνολό της.

Συγκεκριμένα, με τον υπό στοιχείο (2) λόγο έφεσής του ο εκκαλών υποστηρίζει μεταξύ άλλων, ότι η ως άνω αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, καθόσον δεν αναφέρεται ρητώς πότε είχε επισυμβεί το αναφερόμενο σε αυτήν, δεύτερο περιστατικό δήθεν αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του, ούτε πότε έλαβαν γνώση οι ενάγοντες της πρώτης σε βάρος τους προσβολής που φέρεται να έλαβε χώρα στις 23.6.2008, ήτοι οκτώ ολόκληρα χρόνια πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής. Σχετικά με τον λόγο αυτό επισημαίνονται τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 §2, 118 αρ. 4 και 216 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχονται τόσα πραγματικά περιστατικά όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η προστασία και να εκτίθενται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να προσδιορίζουν την αξίωση της οποίας διώκεται η ικανοποίηση (ΑΠ 1134/2017, ΜονΕφΠειρ 624/2018 στη Νόμος). Ειδικότερα, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβαλών τελούσε σε υπαιτιότητα. [ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46(2005).822]. Αντίθετα, στα θεμελιωτικά στοιχεία  του  δικαιώματος,  τα  οποία  πρέπει  κατά  το  άρθρο  216 ΚΠολΔ  να αναφέρονται στο  δικόγραφο της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη, δεν  περιλαμβάνεται  αναγκαίως  και  ο  χρόνος  κατά  τον    οποίο  γεννήθηκε  η  έννομη  σχέση,  εκτός  αν έχουν  παρεμβληθεί διαχρονικά διάφορα κατά περιεχόμενο δίκαια και  δημιουργείται  έτσι ζήτημα ποιο απ’ όλα θα εφαρμοστεί. Και στην περίπτωση ακόμα που    προτείνεται από τον εναγόμενο, ένσταση παραγραφής, δεν δημιουργείται υποχρέωση για τον ενάγοντα  να  συμπληρώσει  το  δικόγραφο της αγωγής του, με το στοιχείο του χρόνου γένεσης  της επίδικης αξίωσης με τις προτάσεις του ή με δήλωσή του καταχωριζόμενη στα  πρακτικά. Και  αυτό  γιατί το περιστατικό  αυτό  αναφέρεται  στις  απαιτούμενες  από  το  άρθρο  272 παρ. 1 σε  συνδυασμό με το άρθρο 251 ΑΚ ή με το άρθρο 937 ΑΚ (προκειμένου για αδικοπραξία) πραγματικές προϋποθέσεις,  για τη  θεμελίωση  της  ένστασης  παραγραφής  (ιδίως συμπλήρωση  του  χρόνου  της παραγραφής επί αδικοπραξίας με αφετηρία το χρόνο που ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο της αποζημίωσης), ο δε ενάγων  έχει απλώς  το  δικαίωμα  της  ανταπόδειξης,  σχετικά με τον αληθή χρόνο έναρξης της παραγραφής (βλ. ΑΠ 1439/1990, Δίκη 1991, σελ. 569, με σύμφωνα σχόλια Κ. Μπέη, ΕφΑθ 685/2001, ΑρχΝομ2002,σελ.34, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, άρθρο 216, σελ. 460, Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Γενικαί Αρχαί και κατ’ άρθρον ερμηνεία, τόμος ΙΙα’, έκδοση 1974, σελ. 960). Στην προκειμένη περίπτωση από την ανάγνωση του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει σχετικά με το ιστορούμενο ως δεύτερο περιστατικό αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου σε βάρος των εναγόντων ότι τούτο φέρεται να έλαβε χώρα κατά την εκδίκαση ποινικής κατηγορίας σε βάρος των εναγόντων στο ακροατήριο του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, όπου εξετάσθηκε ως μάρτυρας ο εναγόμενος και εκδόθηκε η αθωωτική ΒΤ-5794/2013 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου. Με το στοιχείο αυτό προσδιορίζεται επαρκώς και ο χρόνος κατά τον οποίο φέρεται να τελέσθηκε η δεύτερη κατά σειρά στην αγωγή αδικοπραξία του τελευταίου σε βάρος των πρώτων, έτσι ώστε να μπορεί να αμυνθεί ο εναγόμενος και να αμφισβητήσει, εφόσον το επιθυμεί, την αποδιδόμενη σε αυτόν παράνομη και υπαίτια πράξη, χωρίς να απαιτείται άλλη εξειδίκευση κατά τα αμέσως παραπάνω εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Επίσης, οι ενάγοντες ως προς την πρώτη φερόμενη χρονικά προσβολή της προσωπικότητάς τους στις 23.6.2008 που κατά τα διηγούμενα στην αγωγή τελέσθηκε με ένορκη μαρτυρική κατάθεση του εναγόμενου στον Πταισματοδίκη Πειραιά, δεν όφειλαν συγχρόνως να προσδιορίσουν για το ορισμένο της αγωγής τους πότε οι ίδιοι έλαβαν γνώση της σε βάρος τους αυτής πράξης, καθώς το σχετικό βάρος το έχει ο εναγόμενος κατά την προβολή ένστασης της πενταετούς παραγραφής κατ’ άρθρο 937 ΑΚ, ο οποίος ως ενιστάμενος πρέπει να επικαλεσθεί τον χρόνο κατά τον οποίο ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση και την έκτοτε πάροδο πέντε ετών μέχρι της ασκήσεως της αγωγής (βλ. ΑΠ 1412/2013, ΕΕμπΔ 2014, σελ. 120, Νόμος). Παρόλα αυτά και ως προς τον χρόνο γνώσης της επίμαχης κατάθεσης στον Πταισματοδίκη, οι ενάγοντες, καίτοι δεν όφειλαν, αναφέρουν στην αγωγή τους (βλ. σελίδα 12 αυτής) ότι έλαβαν γνώση της με την κλήση τους στο ποινικό δικαστήριο με το από 16.12.2014 συνταχθέν κατηγορητήριο. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα από τον εκκαλούντα τυγχάνουν αβάσιμα ως μη νόμιμα.

Συναφώς, ο εκκαλών παραπονείται με σχετικό λόγο έφεσης, επειδή η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε την προβληθείσα από αυτόν ένσταση παραγραφής της πρώτης χρονικά απαίτησης των εναγόντων εξ αδικοπραξίας ως μη νόμιμη, με το σκεπτικό «διότι ο εναγόμενος δεν επικαλείται γνώση των εναγόντων περί της τέλεσης άδικης πράξης και του υπαιτίου αυτής (του εναγομένου) σε χρόνο διαφορετικό αυτού που επικαλούνται οι ενάγοντες και μάλιστα απέχοντα περισσότερο από πέντε έτη πριν την άσκηση της αγωγής». Ότι ωστόσο, πρώτον προκύπτει ότι οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της ένορκης κατάθεσης του εναγόμενου της 23.6.2008, αμέσως μόλις δόθηκε και ότι μάλιστα από τότε στράφηκαν ποινικώς εναντίον του. Ότι οι ενάγοντες αυτόν τον χρόνο (Ιούνιο του 2008) επικαλούνται στην αγωγή τους, ως χρόνο γνώσεως της ένορκης κατάθεσής του στις 23.6.2008 και ότι αυτός ο χρόνος προκύπτει βάσει των εγγράφων που οι ίδιοι προσκόμισαν κι επικαλέστηκαν στις προτάσεις τους.

Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος, καθώς από την ανάγνωση της αγωγής δεν προκύπτει ότι οι ενάγοντες επικαλούνται ως χρόνο γνώσης από αυτούς της σε βάρος τους κατάθεσης του εναγόμενου ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, την ίδια ημέρα που αυτή δόθηκε, ήτοι την 23.6.2008. Αντίθετα, υποστηρίζουν, κατά τα ανωτέρω, ότι το πρώτον έλαβαν γνώση της κατάθεσης με την κλήση τους στο ποινικό δικαστήριο με βάση το από 16.12.2014 συνταχθέν κατηγορητήριο. Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, ο εναγόμενος έφερε το βάρος να επικαλεσθεί, για να στηρίξει την εκ μέρους του προβληθείσα ένσταση παραγραφής, τον χρόνο γνώσης των εναγόντων της σε βάρος τους αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και του υπαίτιου της πράξης. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες προτάσεις του εναγόμενου στον πρώτο βαθμό, καίτοι αυτός πρόβαλε ισχυρισμό περί παρέλευσης του χρόνου της πενταετούς παραγραφής της ως άνω απαίτησης των εναγόντων, δεν προσδιόρισε πότε έλαβαν γνώση αυτοί της σε βάρος τους κατάθεσης στον Πταισματοδίκη, αλλά αρκέσθηκε να υποστηρίξει ότι από την αποδιδόμενη σε εκείνον τέλεση της πράξης μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής έχει παρέλθει διάστημα οκτώ ετών. Συνεπώς, ο περί παραγραφής ισχυρισμός του εναγόμενου έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας κατ’ άρθρο 262 παρ.1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 914, 932, 299 και 937 ΑΚ και όχι ως μη νόμιμος, όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πλην όμως η σχετική αιτιολογία αντικαθίσταται με την ως άνω αιτιολογία της παρούσας απόφασης, καθώς η περί παραγραφής ένσταση δεν θεωρείται αυτοτελές κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, με την προσβολή του οποίου να μπορεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Περαιτέρω, απαραδέκτως επιχειρεί ο εκκαλών-εναγόμενος με την έφεσή του να συμπληρώσει την έλλειψη του στοιχείου του χρόνου γνώσης της ένορκης κατάθεσής του από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες και δη ότι ο χρόνος αυτός είναι η ίδια η ημερομηνία κατάθεσής του στον Πταισματοδίκη, ήτοι η 23.6.2008, προκειμένου να θεμελιώσει την ένσταση παραγραφής που πρόβαλε και πρωτοδίκως. Κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης,… 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.» Εξάλλου, ισχυρισμοί απαραδέκτως (λ.χ. αορίστως) προταθέντες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή μη νομίμως, επαναφερόμενοι στο εφετείο θεωρούνται ότι προτείνονται για πρώτη φορά κι επομένως υπόκεινται κατ’ αρχήν στην παραπάνω απαγόρευση (βλ. ΑΠ 1712/1991, ΕλλΔνη 1992, σελ. 1607, Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, άρθρο 527, σελ. 948, παρ.4). Εν προκειμένω, ο σχετικός περί παραγραφής ισχυρισμός προβλήθηκε απαραδέκτως λόγω αοριστίας στον πρώτο βαθμό, οπότε είναι απαράδεκτη η με ορισμένο τρόπο υποβολή του στο εφετείο, ενώ καμία από τις παραπάνω εξαιρέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ δεν συντρέχει, ώστε να επιτραπεί στον εκκαλούντα-εναγόμενο να προτείνει για πρώτη φορά τον ισχυρισμό του αυτό νομίμως και παραδεκτώς στον δεύτερο βαθμό. Ακολούθως κι αφού κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός περί παραγραφής της εξ αδικοπραξίας απαίτησης των εναγόντων κατά του εναγόμενου από την κατάθεση του σε βάρος τους στις 23.6.2008 έπρεπε να απορριφθεί λόγω της αοριστίας του ως απαράδεκτος, καθίσταται άνευ αντικειμένου το δια της εφέσεως υποβληθέν αίτημα του εκκαλούντος να διαταχθεί η εξέταση ως μαρτύρων στο ακροατήριο της ……… (από την πλευρά των εφεσιβλήτων) και του ………. (από την πλευρά του εκκαλούντος), που αμφότεροι έχουν δώσει ένορκες βεβαιώσεις στην παρούσα υπόθεση, προκειμένου να διαφωτίσουν το δικαστήριο ως προς το παραπάνω πραγματικό περιστατικό. Επιπροσθέτως, το υποβληθέν ομοίως με την έφεση και δη με τον υπό στοιχείο (4) λόγο της αίτημα, να διαταχθεί αυτοψία στην οικοδομή που συνορεύει με τη διώροφη κατοικία των εναγόντων, ώστε να διαπιστωθεί το κατατεθέν γεγονός της αφαίρεσης των δύο φελιζόλ από τον αντισεισμικό αρμό που ο εναγόμενος απέδωσε στον δεύτερο ενάγοντα, απορριπτέο τυγχάνει ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, αφού η ανυπαρξία των δύο φελιζόλ δεν αμφισβητείται από τους ενάγοντες, το δε γεγονός αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος ενάγων ήταν αυτός που τα αφαίρεσε. Τέλος και το υποβληθέν με τον ίδιο λόγο έφεσης αίτημα να επιτραπεί από το Δικαστήριο στον εκκαλούντα-εναγόμενο να προσκομίσει μαγνητοφωνημένη συνομιλία μεταξύ του ……, εκ των ομορρύθμων εταίρων της κατασκευάστριας της οικοδομής εταιρίας και των εφεσίβλητων-εναγόντων, από την οποία προκύπτει εναργώς η αλήθεια των όσων εκείνος (εκκαλών-εναγόμενος) κατέθεσε σχετικά με την πρότασή τους προς τον ……… να τους δώσει ο τελευταίος χρήματα, προκειμένου να μην προβούν σε καταγγελίες για πολεοδομικές παραβάσεις απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο, καθώς ο εκκαλών δεν υποστηρίζει ότι για τη μαγνητοφώνηση είχε δοθεί η συναίνεση των εφεσίβλητων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 444 αρ. 1 στοιχ.γ’ Κ.Πολ.Δικ. ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Όταν όμως η μαγνητοταινία που προσκομίζεται ως αποδεικτικό μέσο σε πολιτική δίκη αφορά μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση ενός των συνομιλητών, καθίσταται απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, ανεξαρτήτως του προσώπου που επιχείρησε τη μαγνητοφώνηση και ασχέτως του χώρου, όπου έγινε η συνομιλία, γιατί αποτελεί ανεπίτρεπτο περιορισμό της συνταγματικά προστατευόμενης ελεύθερης άσκησης της επικοινωνίας σύμφωνα με τα αρ. 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδαφ. β` και 19 του Συντάγματος και αρθ. 8 ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, και έχει υπερνομοθετική ισχύ σύμφωνα με το άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντ/τος. Εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση ισχύει μόνον χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων εννόμων αγαθών, όπως λ.χ. η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη, τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο ποινικός κώδικας, είναι ανίσχυρος κατά το μέτρο, που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (Ολ.ΑΠ 1/2001) (ΑΠ 996/2010 στη Νόμος, ΑΠ 1092/2009, ΕΠολΔ 2009, σελ. 685).

Παρακάτω, επίσης με τον υπό στοιχείο (2) λόγο έφεσης ο εκκαλών παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αποδυναμώσεως δικαιώματος που εκείνος πρότεινε, υποστηρίζοντας ότι από την κατάθεση που έδωσε στον Πταισματοδίκη Πειραιά στις 23.6.2008 μέχρι την επίδοση σε αυτόν της ένδικης αγωγής στις 26.4.2016 παρήλθαν οκτώ χρόνια, κατά τα οποία οι αντίδικοί του αδιαφόρησαν ως προς το να κινηθούν αστικώς εναντίον του για δήθεν προσβολή της προσωπικότητάς τους από τα ανωτέρω δύο περιστατικά, μη ασκώντας αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια κι έτσι του δημιούργησαν την πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να κινηθούν αστικώς εναντίον του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος όμως έπρεπε να απορριφθεί λόγω αοριστίας ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς ο ενιστάμενος εναγόμενος δεν προσδιόρισε πότε οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της από 23.6.2008 ένορκης κατάθεσής του στον Πταισματοδίκη Πειραιά, ώστε να μπορεί να κριθεί αν πράγματι αυτοί αδράνησαν επί μακρό χρονικό διάστημα να ασκήσουν την αγωγή τους, η δε αιτιολογία της παρούσας απόφασης ως προς την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού αντικαθιστά την αιτιολογία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ.

Παρακάτω, πριν προχωρήσει το Δικαστήριο τούτο στην κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης, σημειώνεται ότι ο εκκαλών ζητεί με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του να απορριφθεί η αγωγή των εφεσίβλητων ως απαράδεκτη, διότι αυτοί απαραδέκτως ενσωματώνουν αυτουσίως μέσω φωτοαντιγραφικής αναπαραγωγής τις πρωτόδικες προτάσεις τους και προσθήκη-αντίκρουσή τους στο δικόγραφο των εφετειακών προτάσεων, γεγονός που δεν συνιστά νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών τους στην κατ’ έφεση δίκη τους, κατά την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου.

Επί του ισχυρισμού αυτού, λεκτέα τα εξής: Καταρχάς και αν υποτεθεί ότι απαραδέκτως επανέφεραν ισχυρισμούς από τον πρώτο βαθμό οι εφεσίβλητοι στις προτάσεις ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δικονομικά τούτο δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και απόρριψη της αγωγής τους ως απαράδεκτης, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες. Στην ένδικη περίπτωση, από τις προτάσεις των εφεσίβλητων προκύπτει ότι αυτοί περιέλαβαν στο κείμενο των προτάσεων τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και αυτό των προτάσεων τους μαζί με την προσθήκη-αντίκρουση που κατέθεσαν στην πρωτοβάθμια δίκη, όπου διαλαμβάνονται οι πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμοί τους, ως ενιαίο κατά περιεχόμενο κείμενο, καλυπτόμενο από την υπογραφή της πληρεξούσιας δικηγόρου τους. Ακόμη δε, σ’ αυτό τούτο το κείμενο των προτάσεών τους στο Εφετείο, στις τρεις πρώτες σελίδες αναφέρονται στους λόγους έφεσης, υποστηρίζοντας ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις του εναγόμενου και προσθέτουν ότι ενσωματώνουν τις υποβληθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις τους με την προσθήκη-αντίκρουση προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων και στην τελευταία σελίδα των προτάσεων αιτούνται την απόρριψη όλων των λόγων της εφέσεως και την καταδίκη του εκκαλούντος στα δικαστικά τους έξοδα. Έτσι, η επαναφορά στο Εφετείο των ισχυρισμών τους από τον πρώτο βαθμό είναι παραδεκτή, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών τυγχάνουν αβάσιμα (έτσι ΑΠ 224/2016 στη Νόμος, πρβλ. ΑΠ 1193/2018 στη Νόμος που αφορά στο παρεμφερές ζήτημα της επανεπίκλησης και επαναπροσκομιδής αποδεικτικών μέσων στον δεύτερο βαθμό με ενσωμάτωση ομοίως των πρωτοδίκως υποβληθεισών προτάσεων στις προτάσεις του δεύτερου βαθμού με επίκληση των θέσεων του ΕυρΔΔΑ). Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό του εκκαλούντος-εναγόμενου στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες δεν υπέβαλαν νομότυπα αντένσταση στην ένσταση που εκείνος πρόβαλε κατ’ άρθρο 367 παρ.1 στοιχ.γ’ ΠΚ έναντι των ισχυρισμών τους για συκοφαντική τους από αυτόν δυσφήμηση ότι τις σε βάρος τους ένορκες καταθέσεις τις έδωσε ενώπιον των δικαστικών αρχών σε εκτέλεση νόμιμου καθήκοντός του ως μάρτυρας να πει την αλήθεια αλλά εκείνοι υποστήριξαν μόνο ότι τάχα η διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ δεν εφαρμόζεται στην αστική δίκη, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός του αυτός θα εξετασθεί στην ουσία του μόνο στην περίπτωση που κριθεί ότι τα από αυτόν κατατεθέντα σε βάρος των εναγόντων ήταν αληθή, αφού κατ’ άρθρο 367 παρ.2 στοιχ.α’ ΠΚ, το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ δεν εφαρμόζεται επί συκοφαντικής δυσφήμησης.

Παρακάτω, από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ήτοι από την εκτίμηση των εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των προσκομιζόμενων από τους εφεσίβλητους τοπογραφικών σχεδίων και των προσκομιζόμενων από τον εκκαλούντα υπ’ αριθμ. … και …./8.6.2015 ένορκων βεβαιώσεων του αρχιτέκτονα ……. και του υδραυλικού …….. που δόθηκαν στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης και δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί οι τασσόμενες γι` αυτές διατυπώσεις (ΑΠ 439/2018, 1471/2014 στη Νόμος),  αλλά και της με αριθμό 285/14.2.2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς και των από 28.4.2017 και 29.4.2017 βεβαιώσεων της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς περί καταχώρησης της άνω απόφασης στο ειδικό βιβλίο και περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων εναντίον της αντίστοιχα καθώς στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται η προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, εκτός αν προκύπτει ότι η μη προσκομιδή τους πρωτοδίκως έγινε από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, κάτι που δεν προκύπτει εν προκειμένω και της με επιμέλεια των εναγόντων δοθείσας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς υπ’ αριθμ. …./25.7.2016 ένορκης βεβαίωσης της ………., κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθμ. …../20-7-2016 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ένδικη διαφορά ανέκυψε με αφορμή και μέσα στα πλαίσια αντιδικίας που έλαβε μεγάλες διαστάσεις μεταξύ των εναγόντων και των: 1) ……, 2) ….. και 3) …. (γιου του εναγόμενου), ομόρρυθμων μελών της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…….», η οποία είχε αναλάβει το έτος 2002, να ανεγείρει με το σύστημα της αντιπαροχής, μία πολυώροφη οικοδομή σε οικόπεδο κείμενο επί της οδού ……., στο Νέο Φάληρο Αττικής. Το οικόπεδο αυτό γειτνιάζει με οικόπεδο κυριότητας της πρώτης ενάγουσας-πρώτης εφεσίβλητης στο οποίο ήταν κτισμένη περίπου από το έτος 1963, διώροφη οικία, όπου κατοικούσαν οι ενάγοντες και τα τέκνα τους. Το εφαρμοζόμενο, στην περιοχή, σύστημα δόμησης είναι το συνεχές, με αποτέλεσμα το νεοανεγειρόμενο κτίσμα να επαφθεί του ήδη υπάρχοντος και, καθώς έλαβαν χώρα πολεοδομικές παραβάσεις οφειλόμενες σε κατασκευαστικές πλημμέλειες, προκλήθηκε έριδα, καθόσον αυτές αφορούσαν στην επαφή των δύο κτιρίων, τόσο σε αυτή καθ’ εαυτή, όσο και ύπερθεν του κτίσματος της πρώτης ενάγουσας, στον κατακόρυφο άξονα της αέρινης στήλης στο όριο των οικοπέδων. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες παραπονέθηκαν στην αρμόδια Πολεοδομία για μη κατασκευή του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία αντισεισμικού αρμού, αλλά και σε απόκλιση του κατακόρυφου άξονα της νεοανεγειρόμενης οικοδομής προς το πλάι, που είχε σαν αποτέλεσμα να εισέρχεται στην ιδιοκτησία της πρώτης εναγόμενης. Ακολούθησε πλήθος διενέξεων ενώπιον διοικητικών αρχών και Δικαστηρίων, ποινικών και πολιτικών. Στα πλαίσια των διαδικασιών που έλαβαν χώρα, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών κλήθηκε πολλές φορές να καταθέσει ως μάρτυρας προς υποστήριξη των θέσεων και ισχυρισμών της κατασκευάστριας εταιρίας και των εταίρων της. Αυτός κατέθεσε ως μάρτυρας κατά χρονολογική σειρά: 1) στις 23.6.2008 ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, 2) στις 30.10.2013 ενώπιον του ακροατηρίου του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που εξέδωσε τη ΒΤ-5794/30-10-2013 αμετάκλητη αθωωτική για τους ενάγοντες απόφαση και 3) στις 27-5-2015 ενώπιον του ακροατηρίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εξέδωσε στον πρώτο βαθμό την 395/2016 ευνοϊκή για τους ενάγοντες απόφαση και οι καταθέσεις του είχαν τα εξής βασικά κοινά σημεία: α) ότι οι ενάγοντες είχαν σκοπό να προβάλλουν εμπόδια στην ανέγερση της οικοδομής στην οδό …….. στο Ν. Φάληρο, για να βλάψουν τους κατασκευαστές, β) ότι ο δεύτερος εξ αυτών προέβη στην αφαίρεση δύο φύλλων φελιζόλ από τον αντισεισμικό αρμό, ώστε να προκύψει κακοτεχνία συνιστώσα πολεοδομική παράβαση στον πολεοδομικό έλεγχο, τον οποίο τελικά οι ενάγοντες προκάλεσαν και γ) ότι ο δεύτερος εξ αυτών, παρουσία της συζύγου του, πρώτης ενάγουσας, εκβίαζε την κατασκευάστρια εταιρία, απειλώντας τον ομόρρυθμο εταίρο της . .. ότι εκείνοι θα προέβαιναν σε καταγγελία στην πολεοδομία για την ανωτέρω κακοτεχνία-πολεοδομική παράβαση, αν δεν τους έδινε χρήματα (ότι συνολικά ζητούσε 30.000.000 δραχμές από τους τρεις εταίρους της κατασκευάστριας εταιρίας). Εντούτοις, το περιεχόμενο των παραπάνω καταθέσεων ήταν ψευδές και δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, καθώς η παύση των εργασιών στην οικοδομή διατάχθηκε εξαιτίας πολεοδομικών παραβάσεων που είχαν προκληθεί από υπαιτιότητα της κατασκευάστριας εταιρίας, ο δε εναγόμενος, ο οποίος εκτελούσε και καθήκοντα επιβλέποντος κατά την κατασκευή της οικοδομής (βλ. την κατάθεσή του στην υπ’ αριθμ. ΒΤ  5794/2013 έκθεση πρακτικών και απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά) γνώριζε καλά όλα αυτά και εν γνώσει του ισχυρίσθηκε τα ως άνω ψευδή ενώπιον τρίτων (υπαλλήλων και απροσδιόριστου αριθμού προσώπων ευρισκόμενων στα ακροατήρια-δικηγόρων-πολιτών), τα οποία ήταν πρόσφορα να βλάψουν αλλά και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων με συνακόλουθη προσβολή της προσωπικότητάς τους, παρουσιάζοντάς τους ως φιλέριδες, ανέντιμους ανθρώπους και στυγνούς εκβιαστές, επιπλέον δε τον δεύτερο ενάγοντα ως φθορέα ξένης ιδιοκτησίας. Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί εφαρμογής του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ καθίσταται άνευ αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος κατ’ άρθρο 68 του ΚΠολΔ, αφού η σχετική διάταξη δεν εφαρμόζεται επί συκοφαντικής δυσφήμησης, κρινόμενου ως αβάσιμου του υπό στοιχείο (4) σχετικού λόγου έφεσης, με απλή αντικατάσταση της αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης με την αιτιολογία της παρούσας. Περαιτέρω, το ψεύδος των ισχυρισμών του εναγόμενου και ο δόλος του κρίθηκαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και από τα ποινικά δικαστήρια. Ειδικότερα, ως προς τους ισχυρισμούς του εναγόμενου που αποτέλεσαν περιεχόμενο της από 23.6.2008 ένορκης κατάθεσής του ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά και οι οποίοι (ισχυρισμοί) συμπίπτουν με αυτούς που περιελήφθησαν στις υπόλοιπες ένδικες καταθέσεις του, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά αυτού, κατόπιν της με ΑΒΜ: …….. εγκλήσεως των εναγόντων, για τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφήμησης και καταδικάσθηκε πρωτοδίκως για την τέλεσή τους από το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την Α.Τ. 1715/2016 απόφασή του, ενώ κατόπιν άσκησης έφεσης καταδικάσθηκε για την πράξη της ψευδορκίας σε δεύτερο βαθμό με την 285/14.2.2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (ως προς την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης παραπέμφθηκε η υπόθεση στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς για δικές του ενέργειες κατ’ άρθρο 9 του ν. 4411/2016). Ιδίως επισημαίνεται ότι ως προς την πράξη της απόπειρας εκβίασης του . … από τους ενάγοντες στις 20.5.2003 με την απαίτηση καταβολής σε αυτούς ποσού 30.000.000 δραχμών, προκειμένου να μην προβούν σε καταγγελίες στην Πολεοδομία σχετικά με κατασκευαστικές πλημμέλειες της οικοδομής στην οδό …….., στο Νέο Φάληρο, για την οποία έκανε λόγο στις ως άνω καταθέσεις του ο εναγόμενος, οι ενάγοντες έχουν απαλλαγεί με το αμετάκλητο 636/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που έκρινε ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας σε βάρος τους. Επίσης, ο εκ των ομορρύθμων εταίρων της κατασκευάστριας εταιρίας ……, ο οποίος εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης του εναγόμενου ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά στη συνεδρίαση της 14.2.2017, όταν ο τελευταίος δικαζόταν σε δεύτερο βαθμό για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδορκίας μάρτυρος κατά τα ανωτέρω, δεν υιοθέτησε τον ισχυρισμό του εναγόμενου ότι ο δεύτερος ενάγων αφαίρεσε το φελιζόλ από τον αντισεισμικό αρμό της νεοανεγειρόμενης οικοδομής, στην οδό …….. Σύμφωνα με τα πρακτικά της  285/2017 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε σχετικά: «…Με φώναξε ο …. και πήγαμε στην ταράτσα του σπιτιού του, εκεί μου είπε πως δεν έχω αφήσει αρμό, όταν πια αυτός δε φαινόταν. Δεν βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο, για το αν έβγαλε το φελιζόλ» (βλ. σελίδα 13 των πρακτικών, πρώτη σειρά). Περαιτέρω, ο ενόρκως βεβαιώσας στα πλαίσια άλλης πολιτικής δίκης αρχιτέκτων- μηχανικός ………, ο οποίος απασχολήθηκε σε εργασίες της οικοδομής στην οδό ……… από τα τέλη του έτους 2007 και μετά και του οποίου τη μαρτυρία επικαλείται ο εναγόμενος, δεν εισφέρει με την ……./8.6.2015 ένορκη βεβαίωσή του κάποιο στοιχείο που να ενισχύει τη βασιμότητα των ένδικων ισχυρισμών του εναγόμενου σε βάρος των εναγόντων περί απόπειρας εκβίασης και φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, η δε διαπίστωση από αυτόν ότι έλειπε από τον αντισεισμικό αρμό το μεσαίο φελιζόλ, ενώ υπήρχε το πάνω και το κάτω δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μεσαίο φελιζόλ αφαιρέθηκε από τον δεύτερο ενάγοντα. Τέλος, στη ληφθείσα επίσης στα πλαίσια άλλης πολιτικής δίκης υπ’ αριθμ. …./8.6.2015 ένορκη βεβαίωσή του, ο υδραυλικός ……… που επίσης απασχολήθηκε στην ως άνω νεοανεγειρόμενη οικοδομή κατά την περίοδο 2002-2003 αναφέρει μεν ότι στις αρχές του 2003 άκουσε από το φωταγωγό τον δεύτερο ενάγοντα να ζητάει χρήματα από τον ………. για να μην κάνει καταγγελία στην Πολεοδομία και τους σταματήσει να κτίζουν, πλην όμως η κατάθεσή του αυτή δεν κρίνεται πειστική, καθώς ως προς τον φερόμενο χρόνο τέλεσης της εν λόγω πράξης έρχεται σε αντίθεση με την από 6.6.2003 έγκληση του ……., ο οποίος τοποθετούσε την απόπειρα εκβίασής του από τους ενάγοντες στις 20.5.2003 (βλ. το προαναφερόμενο 636/2004 βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς) και όχι στις αρχές του 2003, ακόμη δε είναι μάλλον απίθανο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ο δεύτερος ενάγων, ακόμη και αν ήθελε να εκβιάσει τον ……., να έπραττε αυτό μεγαλοφώνως και εις επήκοον των εργαζομένων στην παραπάνω οικοδομή και να μη λάμβανε μέτρα προφύλαξης, ώστε η παράνομη πράξη του να μη γίνει αντιληπτή από τρίτους. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος παράνομα και υπαίτια προσέβαλε την προσωπικότητα καθενός από τους ενάγοντες, οι οποίοι υπέστησαν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικασθεί σε έκαστο, ποσό 5.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, όπως αυτό κρίνεται δίκαιο και εύλογο, λαμβανομένων υπόψη: α) της βαρύτητας της προσβολής και της επαναληπτικότητας αυτής, β) του δόλου του εναγόμενου και των περιστάσεων, υπό τις οποίες τελέσθηκαν οι αδικοπραξίες, γ) της στενοχώριας που δοκίμασαν οι ενάγοντες από τις σε βάρος τους προσβολές, δ) της επαγγελματικής και οικονομικής κατάστασης των μερών (μέσης και εύπορης κοινωνικής κατάστασης αντίστοιχα) και δ) του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε το ίδιο ως άνω ποσό ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο και τα διδάγματα της κοινής πείρας κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ, τα δε αντιθέτως προβαλλόμενα με τον υπό στοιχείο (1) λόγο της υπό κρίση έφεσης τυγχάνουν αβάσιμα. Μη απομένοντος προς εξέταση άλλου λόγου εφέσεως, αυτή πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν στον εκκαλούντα λόγω της ήττας του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα το διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσής του παράβολου, λόγω απορρίψεως του παραπάνω ένδικου μέσου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών με κωδικό . . ., που κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της έφεσής του.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 6 Ιουνίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ