Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 321/2019

Αριθμός    321/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 20.12.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 έφεση των ηττηθεισών εναγομένων ήδη εκκαλουσών εταιριών κατά της με αριθμό 5006/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών (614 και 621 επ.. ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ) αντιμωλία των διαδίκων επί της από 10.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2016 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού δεν προκύπτει επίδοση τελευταίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015), 517, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς αφού για τις υποθέσεις που αφορούν εργατικές διαφορές δεν καταβάλεται παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (ειδική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 10.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος Ουκρανός υπήκοος, εξέθετε ότι, δυνάµει συµβάσεως ναυτικής εργασίας ορισµένου χρόνου διάρκειας επτά (7) µηνών, που καταρτίστηκε στην Ουκρανία στις 14-03-2016 µεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγοµένης και ήδη εκκαλούσας, ναυτολογήθηκε ως προσοντούχος ναύτης στο υπό σηµαίας Λιβερίας φορτηγό πλοίο ελληνικών συµφερόντων «FΝ», 17.997 κ.ο.χ., 30.838 τόνων DW, ΙΜΟ …….., το οποίο ανήκε στην κυριότητα της πρώτης εναγοµένης και ήδη εκκαλούσας αλλοδαπής εταιρείας, τον εφοπλισµό του όµως ασκούσε η δεύτερη εναγοµένη εκκαλούσα εταιρεία, που είχε εικονικά συστήσει την πρώτη υπεράκτια εταιρεία στη Λιβερία. Ότι στο πλοίο αυτό υπηρέτησε κανονικά έως τη 1-05-2016, οπότε τραυµατίστηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του, υπό τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή του συνθήκες, ενώ αποναυτολογήθηκε εν τέλει στις 4-07-2016. Ότι ο τραυµατισµός του αυτός συνιστά εργατικό ατύχηµα, που συνέβη, κατά τη διάρκεια της εργασίας του και οφείλεται σε αµελή συµπεριφορά των προστηθέντων (του Πλοιάρχου και των αξιωµατικών του πλοίου) των εναγοµένων ήδη εκκαλουσών, εξαιτίας αυτού (τραυµατισµού) δε, κατέστη αυτός πλήρως ανίκανος προς παροχή εργασίας για χρονικό διάστηµα τουλάχιστον ενός µηνός. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που εξέθετε αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι εναγόµενες ήδη εκκαλούσες να του καταβάλουν εις ολόκληρον δεδουλευμένες αποδοχές, αποζημίωση λόγω πλήρους ανικανότητας προς εργασία διάρκειας ενός μήνα, μισθό ασθενείας ενός μήνα, αποζημίωση λόγω ιατροφαρμακευτικών δαπάνων και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω του τραυματισμού του που συνιστά εργατικό ατύχημα και συνολικά 30.370 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 σε συνδυασµό µε άρθρο 21 παρ. 1α του Κανονισµού με αριθμό 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις», λόγω της εγκατάστασης της δεύτερης ήδη εκκαλούσας στον Πειραιά κρίνοντας ότι εκεί είναι η πραγματική της έδρα και ακολούθως έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα για την εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρα 25 παρ. 2, 37 και 14 παρ. 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 2 και 3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Στη συνέχεια έκρινε εφαρμοστέο το Ελληνικό Δίκαιο αφενός λόγω της έλλειψης εφαρμογής εφαρμοστέου δικαίου στη σύμβαση ναυτολόγησης αφετέρου διότι με βάση το άρθρο 8 του Κανονισµού 0593/2008 (ΡΩΜΗ Ι) «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις συµβατικές ενοχές», έκρινε ότι η Ελλάδα είναι η χώρα µε την οποίαν, από το σύνολο των περιστάσεων, προέκυπτε ότι συνδέεται στενότερα η επίδικη σύµβαση εργασίας, αφού η εκµετάλλευση του πλοίου ναυτολόγησης του ναυτικού διενεργείτο από την Ελλάδα, όπου είχε εγκατάσταση η δεύτερη εκκαλούσα και από την οποία αναπτυσσόταν η επιχειρηµατική δραστηριότητα των εκκαλουσών. Έτσι αφενός έκρινε τις διατάξεις του άρθρου 551/1914 ως διατάξεις αμέσου εφαρμογής και αφετέρου  απέρριψε ισχυρισμούς των  εναγομένων περί εφαρμογής του δικαίου της σημαίας του πλοίου και του τόπου ναυτολόγησης του εφεσιβλήτου ναυτικού. Ακολούθως έκρινε ότι η αγωγή έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 345,346, 361, 481, 648, 652, 653, 655, 914, 922, 926, 929, 932 του ΑΚ, 68, 74, 176, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1 περ. δ’ και ε’, άρθρα 1,2,53,54,60,66, 82, 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ, 1, 2, 3, 4, 7 και 16§3 Ν. 551/1915, άρθρο µόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εµπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουµένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β/1982), καθώς και της από 8-11-2010 Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας, Πληρωµάτων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω έτους 2010, που κυρώθηκε µε τη µε αριθµό 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β’ 123/9-02-2011), και εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 551/1914 δεν απαιτείτο η καταβολή δικαστικού ενσήμου την έκρινε κατά ένα μέρος βάσιμη στην ουσία της, αφού απέρριψε το αγωγικό αίτημα περί νοσηλίων ως ουσιαστικά αβάσιμο και υποχρέωσε τις εναγόμενες ήδη εκκαλούσες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ήδη εφεσίβλητο ενάγοντα το ποσό των 14.254,26 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή, ενώ κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των 8.000 ευρώ.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι ήδη εκκαλούσες εναγόμενες για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου αφού κρίθηκε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο και αμέσου εφαρμογής οι διατάξεις του νόμου 551/1914, και κακή εκτίμηση αποδείξεων, αφού η δεύτερη εσφαλμένα κρίθηκε εφοπλίστρια του πλοίου κυριότητας της πρώτης, διότι ήταν μόνο διαχειρίστρια, εσφαλμένα απορρίφθηκαν ισχυρισμοί περί συνυπαιτιότητος του παθόντος ναυτικού και εσφαλμένα επιδικάστηκε ποσό χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 3.000 ευρώ και ακολούθως για τους προαναφερόμενους λόγους ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή του εφεσιβλήτου στο σύνολο της.

Στην περίπτωση που εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις οικείες διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Eνωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», οι οποίες, λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα του ανωτέρω Κανονισμού, που ρητώς διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού, αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ΄Eνωσης, όσον αφορά τις συμβατικές ενοχές που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους (δηλαδή για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009, κατ’ άρθρον 28 του Κανονισμού), προς ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τη σχετική διαφορά. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας, ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται, κατ` αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη, με την επιλογή αυτή, η οποία πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του εν λόγω Κανονισμού. Το δίκαιο αυτό (εφαρμοστέο) μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη σύμβαση. ΄Oμως, η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τον ανωτέρω Κανονισμό, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 9 παρ. 2 και 8 παρ. 1 αυτού, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικώς τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς την σύμβαση και του δικαίου του FORUM, ενώ η τελευταία αφορά ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις εργασίας. ΄Oλες οι ανωτέρω διατάξεις αφορούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση προς αυτές. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 8 του Κανονισμού αυτού, που αφορά τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ορίζεται ότι «1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. ΄Oταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4. ΄Oταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Επίσης, συναφώς με τα ανωτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, σε κάθε περίπτωση δηλαδή είτε έχει γίνει έγκυρη επιλογή εφαρμοστέου δικαίου είτε δεν έχει γίνει θα εφαρμοστούν διατάξεις που εξασφαλίζουν στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και καθίσταται ανεκτή η εφαρμογή του σε σχέση με τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία του (ναυτικού), την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί. Ειδικότερα, τα δίκαια αυτά είναι: α)το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης. Σημειωτέον ότι στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικώς το δίκαιο της σημαίας του πλοίου «ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου», εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα, γ) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ’ άρθρον 9 παρ. 2 του ανωτέρω Κανονισμού. Οι εν λόγω διατάξεις αφορούν τους αποκαλούμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά τη σχετική περίπτωση, ανεξαρτήτως από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Οι κανόνες αυτοί αναγκαστικού δικαίου προσδιορίζονται στο άρθρο 3 παρ. 3 του ανωτέρω Κανονισμού, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικοοικονομικούς. (ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29,283 – ΑΠ 541/2001 ΕΝΔ 29,286 – ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25,372 – ΑΠ 515/1998 ΕΝΔ 26,375 – ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27,355, ΑΠ 668/85, ΕΝΔ 1476, ΕφΠειρ 520/1993, ΕΝΔ 21,431). Όσον αφορά το Ελληνικό δίκαιο στους κανόνες αυτούς αναγκαστικού δικαίου και «αμέσου εφαρμογής», κατά την προεκτεθείσα έννοια, περιλαμβάνεται και ο ν. 551/1915 που παρέχει τη δυνατότητα αξίωσης αποζημίωσης στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (ΕφΠειρ 229/2016, δημ νόμος και ΕφΠειρ 466/2016 δημ. Νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) και ισχύει και επί ναυτικής εργασίας (άρθρα 2 του άνω νόμου και 66 εδ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 Ν.551/1915, υπόχρεος προς αποζημίωση για εργατικό ατύχημα του παθόντος και των εξ αυτού δικαιουμένων προσώπων είναι «ο κύριος της επιχείρησης». Στο πλαίσιο του ναυτεργατικού δικαίου, κύριος της ναυτικής επιχείρησης είναι ο πλοιοκτήτης, εκτός δε αυτού και ο εφοπλιστής, καθώς και ο απλός κύριος του πλοίου, που δεν έχει τον εφοπλισμό (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), ο οποίος ευθύνεται μόνο με το πλοίο (άρθρα 84, 105 και 106 του ΚΙΝΑ, ΕφΠειρ 482/2008 ΕΝαυτΔ 2008 401). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38 , ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για τη γένεση καθεμίας, τόσο της αξιώσεως για επιδίκαση αποζημιώσεως του ν. 551/1915, όσο και της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα (ΑΠ 1438/2002 ο.π., ΑΠ 1373/2002 ΕλλΔνη 44. 420, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝΔ 2011/304, ΕφΠειρ 155/2014 δημ. νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν.3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνον κυριότητα και αφετέρου μόνον εφοπλισμό. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι` εαυτόν». Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, δηλαδή τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, δηλαδή μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμεταλλεύσεως) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή. Ακόμη, βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Αντιθέτως, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικώς με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερομένους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπος του, κατά την έννοια του άρθρου 211 του ΑΚ, τα έννομα αποτελέσματα δε κάθε επιχειρούμενης ενέργειας απ’ αυτόν, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος (πλοιοκτήτης) ευθύνεται προς τους δανειστές του. Ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014 65, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝαυτΔ 2013 190, ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝαυτΔ 2008 315). Τέλος για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ενώ ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011 478, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝαυτΔ 2010 385).

Από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, καθώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν εξετάστηκαν μάρτυρες, την ομολογία των εκκαλουσών ως προς τον τόπο και χρόνο ναυτολόγησης του εφεσιβλήτου, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Δυνάµει συµβάσεως ναυτικής εργασίας ορισµένου χρόνου διάρκειας επτά (7) µηνών, που καταρτίστηκε στην Ουκρανία στις 14-03-2016 µεταξύ  του εφεσιβλήτου και της δεύτερης εναγοµένης και ήδη εκκαλούσας, αυτός ναυτολογήθηκε ως προσοντούχος ναύτης στο υπό σηµαίας Λιβερίας φορτηγό πλοίο ελληνικών συµφερόντων «FΝ», 17.997 κ.ο.χ., 30.838 τόνων DW, ΙΜΟ ……… Ο εφεσίβλητος απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 1η Μαΐου 2016, οπότε και αυτό βρισκόταν αγκυροβοληµένο στο λιµάνι του Τζιµπουτί στην Ανατολική Αφρική και είχε ξεκινήσει από τις πρώτες πρωινές ώρες εργασίες εκφόρτωσης φορτίου λιπάσµατος που µετέφερε, καθόσον μεσολάβησε έκτακτο και βίαιο συμβάν με αφορμή την εργασία του. Ειδικότερα κατά την διάρκεια της εκφόρτωσης, και ενώ ο εφεσίβλητος βρισκόταν στο κατάστρωµα και ακολουθούσε τις εντολές του Ανθυποπλοιάρχου, ο οποίος ήταν επικεφαλής αξιωµατικός καταστρώµατος, περί τις 2.00 έλαβε εντολή από αυτόν να βοηθήσει στο κλείσιµο των στοµίων των αµπαριών µε τα καλύµµατα τους για να µη βραχεί το φορτίο δεδομένου ότι είχε αρχίσει να βρέχει. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε έπρεπε πρώτα να απασφαλισθούν τα καλύµµατα, να συνδεθούν µε τα σκοινιά που θα τα ρυµουλκούσαν – απελευθέρωναν σιγά – σιγά πάνω από τα στόµια των αµπαριών και τέλος να χειρίζεται κάποιο µέλος του πληρώµατος τον µηχανισµό για την µετακίνηση των σκοινιών και των καλυµµάτων ώστε να καλυφθούν τα αµπάρια που ήταν ασφαλισµένα σε όρθια – αναδιπλωµένη θέση στην άκρη των στοµίων των αµπαριών. Ο εφεσίβλητος ναυτικός μετά από οδηγίες του ανθυποπλοιάρχου επιχειρούσε να ελευθερώσει τα καλύµµατα από τα σηµεία που ήταν ασφαλισµένα και να συνδέσει τα σκοινιά καθέλκυσης των καλυµµάτων ενώ τον µηχανισµό των αµπαριών χειριζόταν ο Δ’ Μηχανικός του πλοίου. Λόγω έλλειψης συντονισμού ενεργειών του πληρώματος με εντολές φυσικά και επίβλεψη του ανθυποπλοιάρχου την ώρα που είχαν µεταβεί στο στόµιο του αµπαριού Νο. 5 και εκκινούσαν τις διαδικασίες απασφάλισης του καλύµµατος, ο δ’ Μηχανικός ενεργοποίησε τον µηχανισµό έλξης – κύλισης του καλύµµατος πριν επιβεβαιώσει ότι κανένα µέλος του πληρώµατος δεν εργαζόταν κοντά στο κάλυµµα με αποτέλεσμανα μην αντιληφθεί τον εφεσίβλητο που προσπαθούσε ακόµη να βεβαιωθεί ότι τα σκοινιά µετακίνησης του καλύµµατος ήταν ασφαλώς προσδεµένα. Μάλιστα, ο ανωτέρω Μηχανικός όχι µόνο ενήργησε χειρισµό προτού βεβαιωθεί ότι κανένα µέλος δεν ήταν σε επικίνδυνη θέση, αλλά επιπροσθέτως, αντί να δώσει εντολή για µετακίνηση του καλύµµατος προς τα εµπρός (ήτοι να ξεδιπλωθεί και να απλωθεί προς το στόµιο του αµπαριού), ενήργησε αντίστροφο χειρισµό και το κάλυµµα, µετακινήθηκε προς τα πίσω (ήτοι αναδιπλώθηκε ακόµη περισσότερο). Εξαιτίας της ανωτέρω απότοµης και απρόσµενης για τον ενάγοντα κίνησης του καλύµµατος προς τα πίσω, ο τελευταίος αιφνιδιάστηκε και πριν προλάβει να αποµακρυνθεί από το σηµείο, όπου ήταν σκυµµένος, το κάλυµµα τον χτύπησε στον αριστερό του ώµο και ταυτόχρονα του σφήνωσε το αριστερό χέρι µεταξύ των αναδιπλωµένων τµηµάτων του καλύµµατος. Αµέσως άρχισε να φωνάζει σε βοήθεια και ο δ Μηχανικός αντιλαµβανόµενος το λάθος του, µετακίνησε το κάλυµµα προς τα εµπρός, οπότε και απελευθερώθηκε το χέρι του εφεσίβλητου. Λόγω της σοβαρότητας του τραύµατός του, ο εφεσίβλητος την ίδια κιόλας ηµέρα αποβιβάστηκε από το πλοίο και µεταφέρθηκε σε ένα τοπικό ιατρό, προκειµένου να εκτιµηθεί η κατάσταση του αριστερού ώµου του και το µέγεθος της ζηµίας που είχε υποστεί. Ο ιατρός που τον εξέτασε διέγνωσε ότι είχε υποστεί τραύµα στο αριστερό χέρι µε πληγή, του χορήγησε θεραπεία µε χρήση αντιβιοτικών φαρµάκων και παυσίπονων και συνέστησε υποχρεωτική αποχή από την εργασία του για περίπου 15 ηµέρες. Στη συνέχεια την ίδια ηµέρα επέστρεψε στο πλοίο, όπου τέθηκε εκτός υπηρεσιών και έµεινε κλινήρης στην καµπίνα του. Τις επόµενες ηµέρες όµως µετά τον τραυµατισµό του, η κατάσταση της υγείας του αντί να βελτιωθεί χειροτέρευσε, καθώς ο αριστερός του ώµος είχε µελανιάσει, είχε πρηστεί στο σηµείο του τραύµατος και πονούσε αφόρητα. Για τον λόγο αυτόν στις 10-05-2016 ζήτησε από τον Πλοίαρχο να µεσολαβήσει για τον επαναπατρισµό του µε δικά του έξοδα. Όμως ο Πλοίαρχος ζήτησε την αποναυτολόγηση και επαναπατρισµό του εφεσιβλήτου, καθόσον το τραύµα του δεν είχε επουλωθεί ακόµα μετά την παρέλευση ενός και πλέον μήνα δηλαδή στις 13.6.2016. Μόλις στις 25-06-2016 δηλαδή περίπου ένα δίμηνο μετά το ατύχημα ο εφεσίβλητος µεταφέρθηκε στο Νοσοκοµείο Μπαντρ Αλ Σααµα του Μουσκάτ, όπου οι ιατροί που τον εξέτασαν πιστοποίησαν ότι το τραύµα δεν είχε ακόµη επουλωθεί, αντιθέτως υπήρχε έλκος µε µόλυνση στον αριστερό αγκώνα µε φλεγµονή και ότι έχρηζε άµεσης νοσοκοµειακής περίθαλψης για δύο ηµέρες. Κατόπιν αυτών, αποναυτολογήθηκε και τελικά επαναπατρίστηκε στις 4-07-2016, χωρίς όµως να του καταβληθούν οι δεδουλευμένες αποδοχές του, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και το κεφάλαιο αυτό δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως. Ο εφεσίβλητος αφού επέστρεψε στην Ουκρανία νοσηλεύθηκε αµέσως σε Κλινική της Οδησσού, όπου και αντιµετωπίσθηκε, µε ειδική φαρµακευτική αγωγή και συνεχή παρακολούθηση, η µόλυνση του τραύµατος στον αριστερό ώµο του. Η υγεία του αποκαταστάθηκε πλήρως στο τέλος του µηνός Ιουλίου 2016, οπότε και το τραύµα του είχε επουλωθεί επαρκώς σύμφωνα με το με αριθμό ……/11-07-2016 πιστοποιητικό ανικανότητας προς εργασία του Υγειονοµικού Τµήµατος του Δηµοτικού Συµβουλίου Οδησσού δυνάµει του οποίου χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια στον ενάγοντα έως τις 29-07-2016, οπότε και κατέστη και πάλι ικανός προς εργασία. Ο παραπάνω τραυματισμός του εφεσιβλήτου, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως και δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης συνιστά εργατικό ατύχημα αφού οφείλεται σε έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του,  και συνδέεται με την εργασία του, με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι το ανωτέρω συμβάν που συνιστά εργατικό ατύχημα υπό τα ανωτέρω, οφείλεται σε υπαιτιότητα του κοινού δικαίου (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, δηλαδή οφείλεται αμέλεια του Πλοιάρχου, Υποπλοιάρχου, Ανθυποπλοιάρχου και Δ’ Μηχανικού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθόσον αυτοί δεν επέδειξαν την αρµόζουσα επιµέλεια, προσοχή και επίβλεψη κατά την εκτέλεση εργασιών που είχαν αυτοί αναθέσει στον εφεσίβλητο και επιπλέον ο Πλοίαρχος, παρά το αίτημα του εφεσιβλήτου να αποναυτολογηθεί άμεσα και μάλιστα με δικά του έξοδα, απέστειλε αυτό μετά την παρέλευση ενός και πλέον μήνα, ενώ αυτό έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα. Αντιθέτως τον εφεσίβλητο δεν βαρύνει καμία μορφή συνυπαιτιότητας, διότι αφενός κατά την ώρα του τραυματισμού του εκτελούσε οδηγίες των προϊσταμένων του που δεν φρόντισαν να συντονίσουν τις ενέργειες των μελών του πληρώματος ώστε να αποφευχθούν οι τραυματισμοί και διότι αφετέρου ο εφεσίβλητος αμέσως ενημέρωσε τον Πλοίαρχο του ότι δεν έχει αποθεραπευθεί και ζήτησε να αποναυτολογηθεί και μάλιστα με δικά του έξοδα.  Ακολούθως, ο σχετικός λόγος εφέσεως περί συνυπαιτιότητας που, έχει νομικό έρεισμα στα άρθρα 300 ΑΚ και 67 του ΚΙΝΔ και αφορά τόσο την επιδικασθείσα αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος και το μισθό ασθενείας αλλά και το κεφάλαιο περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και όχι τις επιδικασθείσες δεδουλευμένες αποδοχές είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Υπεύθυνες για την καταβολή αποζημίωσης λόγω της αμέλεια των προστηθέντων τους πλοιάρχου και προαναφερόμενων μελών του πληρώματος είναι οι εκκαλούσες, η πρώτη ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου και ο η δεύτερη ευθυνόμενη ως εφοπλίστρια αυτού. Οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι η πρώτη είναι πλοιοκτήτρια και η δεύτερη απλή διαχειρίστρια του πλοίου στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο παθών και μάλιστα προσκομίζουν προς απόδειξη του ισχυρισμού τους τη με αριθμό …../2016 έκθεση πρακτικού συμβιβασμού ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά που αφορά έτερο εργατικό ατύχημα. Όμως αποδεικνύεται ότι η δεύτερη εκκαλούσα ήταν πράγματι η εργοδότρια του εφεσιβλήτου πρωτίστως αφού σε αυτή και μόνο απευθύνθηκε ο πλοίαρχος για την αποναυτολόγηση του εφεσιβλήτου. Εξάλλου σύμφωνα με το καταστατικό της δεύτερης εκκαλούσας, σκοπός της αποτελεί «η ενασχόλησις µε πάσαν νόµιµον πράξιν ή δραστηριότηταν, δι’ας δύνανται νυν ή εις το µέλλον να συνίστανται εταιρείαι συµφώνως προς τον Νόµον “Περί Εµπορικών Εταιρειών” της Δηµοκρατίας των Marshal Islands. Χωρίς, δε, να περιορίζονται µε οιονδήποτε τρόπο οι γενικές νόµιµες πράξεις και δραστηριότητες, η Εταιρεία έχει ειδικότερα την εξουσίαν: (1) Να προβαίνει σε αγορά ή άλλως απόκτηση, κτήση, κατοχή, χρήση, εκµετάλλευση, ενεχείραση, υποθήκευση, µίσθωση, ναύλωση, υπεκναύλωση, πώληση, ναυπήγηση και επισκευή ατµοπλοίων, ντηζελοπλοίων, δεξαµενοπλοίων, φαλαινοθηρικών, ιστιοφόρων, ρυµουλκών, φαροπλοίων, φορτηγιδών και όλων των λοιπών σκαφών και πλοιαρίων πάσης κινητικής δυνάµεως, συµπεριλαµβανοµένων εν προκειµένω και αεροσκαφών, οχηµάτων ξηράς και παντών των λοιπών µέσων µεταφοράς και διακινήσεως δια ξηράς, θαλάσσης ή αέρος, οµού µετά των µηχανών, κινητήρων, λεβήτων, µηχανηµάτων, εξοπλισµού και παρακολουθηµάτων αυτών πάσης φύσεως, συµπεριλαµβανοµένων ιστών, ιστίων, λεµβών, αγκυρών, σχοινιών, καλωδίων, συσπάστων, επίπλων και σκευών και πασών λοιπών συµπαραµαρτυρούντων, οµού µεθ’ όλων των αναγκαίων, καταλλήλων ή απαιτουµένων υλικών, ειδών, αντικειµένων, εργαλείων, εξοπλισµού και συσκευών προς κατασκευήν, εξοπλισµόν, χρήσιν και εκµετάλλευσιν τούτων και ο εξοπλισµός, εξαρτισµός και εφοδιασµός παντών τοιούτων σκαφών και πλοίων». Επομένως ο εφοπλισμός πλοίου δεν απαγορεύεται αλλά ουσιαστικά περιγράφεται στο καταστατικό της. Η δεύτερη εκκαλούσα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά με τη με αριθμό 3122.1/3723/24061/31.10.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 229/ΤΑΠΣ/13.11.2003) και νόμιμος εκπρόσωπος του γραφείου φέρεται ο ……, ενώ από τις συνεδριάσεις που γίνονται πάντα στον Πειραιά προκύπτει ότι Αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος είναι ο …… και γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος ο ……… Η …….., μητρική της πρώτης εκκαλούσας, συστήθηκε μετά την προαναφερόμενη φερόμενη διαχειρίστρια του πλοίου στις 23.4.2004 με την επωνυμία ……… και μετονομάστηκε στις 27.4.2005. Μέσω της θυγατρικής της πρώτης εκκαλούσας έχει την κυριότητα έξι πλοίων μεταξύ των οποίων και αυτό στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο εφεσίβλητος και εμφανίζει μόνιμη συνεργασία με τη δεύτερη εκκαλούσα της οποίας το πρώτο συνθετικό ονομασίας αποτελεί και το πρώτο συνθετικό των πλοίων του στόλου της. Ο ……….. είναι επίσης διευθυντικό στέλεχος της πρώτης εκκαλούσας και έχει ποσοστό 9,25% των μετοχών της, τη στιγμή που οι λοιποί διευθυντές έχουν ποσοστό μετοχών κάτω από 1%. Η μόνιμη σχέση συνεργασίας κατά τα ανωτέρω των δυο εκκαλουσών, το γεγονός ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης έχει το μεγαλύτερο ποσοστό μετοχών διευθυντού στην πρώτη χωρίς να υπάρχει λόγος ενώ οι μόνες πράξεις διοικήσεως γίνονται στον Πειραιά καταδεικνύουν ότι η πραγματική έδρα της πρώτης βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής (οδός ……..), όπου είναι εγκατεστηµένη η δεύτερη εναγοµένη εταιρία, και ότι η δεύτερη είναι στην πραγματικότητα (και παρά τη μηνιαία αμοιβή σε δολάρια για τη δήθεν διαχείριση πλοίου που φροντίζει να εμφανίζει) η εφοπλίστρια του πλοίου και διενεργεί την εκµετάλλευσή του για δικό της λογαριασµό από την Ελλάδα, όπου έχει νόµιµη εγκατάσταση. Και ναι µεν η δεύτερη εκκαλούσα δεν είχε προβεί στην δήλωση του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, πλην όµως αυτή προβαίνει σε όλες τις συναφείς µε την εκµετάλλευση του πλοίου διαχειριστικές πράξεις και είχε τη βούληση να ασκεί και ασκούσε -για δικό της αποκλειστικό λογαριασµό τη ναυτική επιχείρηση που συγκροτούσε το πλοίο ναυτολόγησης του εφεσιβλήτου και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωµιζόταν και τον οικονοµικό κίνδυνο από την εκµετάλλευσή του. Για το λόγο αυτό εξάλλου τόσο από την έκδοση του Ελληνικού Ναυτικού Οδηγού για το έτος 2016, όσο και από πολλά ηλεκτρονικά δημοσιεύματα (βλ. ιστότοπο www.maritime-connector.com) αναφέρεται ότι το πλοίο «FΝ» ανήκει και κατά πλοιοκτησία στη δεύτερη εκκαλούσα εταιρεία µε έδρα στην Ελλάδα. Και για το λόγο αυτό από την επίσηµη καταχώριση του πλοίου «FΝ» στον ιστότοπο www.equasis.org προκύπτει ότι έχει καταχωρηθεί ως καταστατική κυρία του επίδικου πλοίου η πρώτη εκκαλούσα, όµως η διεύθυνση (πραγµατική έδρα) που δηλώνει δεν είναι στην Λιβερία, όπου καταστατικά έχει συσταθεί και υποτίθεται ότι εδρεύει, αλλά µοναδική της διεύθυνση είναι στα γραφεία της δεύτερης εκκαλούσας στην Ελλάδα, και τέλος και η διεθνής ιστοσελίδα www.world-ships.com µία Διεθνής Βάση Δεδοµένων για όλα τα πλοία (World Shipping Register), αναφέρει ότι αμφότερες οι εκκαλούσες έχουν την ίδια διεύθυνση στην Ελλάδα. Ακολούθως η δεύτερη εκκαλούσα στα πλαίσια εφοπλισμού και όχι απλής διαχείρισης προέβαινε στη ναυτολόγηση των µελών του πληρώµατος, στην ανάληψη των υποχρεώσεων έναντι τρίτων και κατά πρώτο λόγο των µελών του πληρώµατος ως προς τις απαιτήσεις που απέρρεαν από τη ναυτολόγησή τους. Αυτό αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο σε μετάφραση σχετικό 37 στο οποίο αναφέρεται ως η εργοδότρια του εφεσιβλήτου. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δηλαδή η δεύτερη εκκαλούσα είναι εφοπλίστρια και όχι διαχειρίστρια του πλοίου ναυτολόγησης του εφεσιβλήτου ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι απορριπέος ως αβάσιμος.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της σχετικής αγωγής καθώς ο εφεσίβλητος Ουκρανός ήταν ναυτολογημένος σε πλοίο Ελληνικών συμφερόντων. Αυτός ναυτολογήθηκε μεν στην Ουκρανία και είχε συμφωνηθεί να αμείβεται σε δολάρια ΗΠΑ αφού ο συµφωνηθείς βάσει της ανωτέρω σύµβασης µηνιαίος µισθός του ανερχόταν στο ποσό των 1.304 δολαρίων Η.Π.Α. Να σημειωθεί ότι στη σύμβαση ναυτολόγησης του εφεσιβλήτου δεν έγινε επιλογή εφαρμοστέου δικαίου και συνεπώς αυτό σύμφωνα με τον κανονισμό Ρώμη Ι που εφαρμόζεται στις συμβάσεις εργασίας που συνήφθησαν από τις 17.12.2009 (βλ. μελέτη Ν. Μαθιόπουλου Το εφαρμοστέο δίκαιο επί ναυτεργατικού ατυχήματος ΠειρΝομ 2015, 292επ.) θα κριθεί με βάση τη ρήτρα διαφυγής του άρθρου 4 παρ. 3, δηλαδή το δίκαιο που συνδέεται στενότερα. στη ναυτική εργασία, αφού αφενός δεν διέπεται από το Ουκρανικό δίκαιο που είχε τη συνήθη διαμονή του ο εφεσίβλητος, αφετέρου εδώ τόπος παροχής εργασίας είναι το πλοίο αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί το δίκαιο της σημαίας του πλοίου γιατί αυτή ήταν σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση προκύπτει ότι η επίδικη σύµβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με το ελληνικό δίκαιο αφού η εφοπλίστρια δεύτερη εκκαλούσα είχε την εγκατάσταση της στον Πειραιά την οποία αναπτυσσόταν η επιχειρηµατική δραστηριότητα αμφοτέρων των εκκαλουσών. Κανόνας δε αμέσου εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του προαναφερόμενου κανονισμού αποτελεί και ο ν. 551/1914. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το ελληνικό Δίκαιο και μάλιστα ότι ο ν. 551/1914 περιέχει διατάξεις αμέσου εφαρμογής ορθά το νόμος εφήρμοσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω από το άρθρο 3 παρ. 1 – 5 του ν. 551/1915, αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Ως βάση για τον υπολογισμό της πιο πάνω αποζημίωσης λαμβάνονται οι πραγματικές αποδοχές που καταβάλλονταν στον παθόντα μέσα στο πριν από το ατύχημα δωδεκάμηνο και, αν η εργασία του δεν διήρκεσε σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αυτές τις οποίες ο παθών θα εισέπραττε με βάση την ειδικότητα του και το είδος της εργασίας του (ΕφΠειρ 407/2013 δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 648/2008 ο.π., Εφ Πειρ 84/1992 ο.π.).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 3, 5 παρ. 1 του ΑΝ 3276/1944 «περί συλλογικών συμβάσεων στη ναυτική εργασία» και του άρθρου 83 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι οι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που κυρώνονται με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και δημοσιεύονται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως, θέτουν κανόνες δικαίου και δεσμεύουν μόνο τους Ελληνες και τους ξένους πλοιοκτήτες ή εφοπλιστές, όταν τα μέρη έχουν υποβληθεί στο ελληνικό δίκαιο ή όταν το τελευταίο εφαρμόζεται κατ` επιλογή, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ΑΚ και το άρθρο 8 παρ. 2 έως 4 του Κανονισμού της Ρώμης. Συνεπώς και σε πλοία, που πλέουν με ξένη σημαία, εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο κατά το μέρος που αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα (ΕφΠειρ 220/2010 δημ. νόμος), ενώ οι διατάξεις για τα πληρώματα πλοίων και οι ελληνικές ΣΣΝΕ εφαρμόζονται ως αναγκαστικού δικαίου και στους αλλοδαπούς ναυτικούς χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας (βλ. μελέτη Ν. Μαθιόπουλου Το εφαρμοστέο δίκαιο επί ναυτεργατικού ατυχήματος ΠειρΝομ 2015, 296).

Παρά την πρόβλεψη συμβατικών αποδοχών ο εφεσίβλητος ναυτικός δεν μπορεί να στερηθεί αφού κρίθηκε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο τις προβλεπόμενες από τη σχετική σσνε αποδοχές οι οποίες θα ληφθούν υπόψη τόσο για τον υπολογισμό των δεδουλευμένων του, όσο και για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης κατά τον ν.551/1914 αποζημίωση και του οφειλόμενου μισθού ασθενείας. Ειδικότερα σύµφωνα µε την από 8-11-2010 Σ.Σ.Ε. Πληρωµάτων Φορτηγών Πλοίων 4.500 TDW και άνω, που κυρώθηκε µε την υπ’ αριθµ. 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β’123/9-2-2011), ισχύει από 1-1-2010 και είναι αυτοδικαίως εφαρµοστέα στην ένδικη σύµβαση ναυτικής εργασίας (άρθρα 83 εδ. α’ ΚΙΝΔ και 1 παρ. 1,3 και 5 παρ. 1 του α.ν. 3276/1944 «περί συλλογικών συµβάσεων εν τη ναυτική εργασία») αφού δεν έχει επηρεαστεί από την κατάργηση των διατάξεων του ν. 1876/1990 στα πλαίσια των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, διότι οι διατάξεις αυτές δεν ίσχυαν ουδέποτε στις συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (βλ. προσκομιζόμενο σχετικό Θ – έγγραφο της πανελλήνιας ναυτικής ομοσπονδίας), οι µηνιαίες αποδοχές του ως προσοντούχου ναύτη, κατά το χρονικό διάστηµα από 14-03-2016, που ναυτολογήθηκε, µέχρι 4-07-2016, που αποναυτολογήθηκε, έπρεπε να ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 2.294,45 ευρώ {βασικός µισθός (άρθρ.1 παρ.6δ) 1.002,76 ευρώ + διορθωτικό επίδοµα (άρθρο 2 παρ. 1) 18,95 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 22% του βασικού µισθού (άρθρο 2 παρ. 2) 220,60 ευρώ + επίδοµα κατώτερου πληρώµατος (άρθρο 2 παρ. 3) 87,06 ευρώ + αντίτιµο τροφής (άρθρο 15) 410,70 ευρώ (13,69 ευρώ Χ 30 ηµέρες) + αναλογία αδείας µετά τροφοδοσίας (άρθρο 16) 554,38 ευρώ}. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τέταρτο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από την παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας εκ μέρους των προστηθέντων των εκκαλουσών εφοπλίστριας και κυρίας του πλοίου που είχαν ως αποτέλεσμα τον κατά τα προαναφερόμενα τραυματισμό του εφεσιβλήτου αυτός υπέστη ηθική βλάβη και με δεδομένη τη σώρευση στο δικόγραφο της αγωγής της αποζημίωσης του ν. 551/1914 και της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα πρέπει να του επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία ενόψει του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της ηλικίας του ήδη εφεσιβλήτου (50 ετών την ημέρα του ατυχήματος), της βαρύτητας του πταίσματος των προστηθέντων των εκκαλουσών και την έλλειψη συνυπαιτιότητας εκ μέρους του ήδη εφεσιβλήτου, την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να του επιδικαστεί χρηµατική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.). Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο πέμπτος περί του αντιθέτου λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθεισών εκκαλουσών στην παρούσα έκκλητη δίκη, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 20.12.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 έφεση κατά της με αριθμό 5006/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από 10.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016 αγωγής

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ