Αριθμός 325/2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το με αριθμό ……/2017 δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση νόμιμα φέρεται μετά από αναβολή από τις δικασίμους 3.5.2018 και 15.11.2018 για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας η κρινομένη από 19.4.2004 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2004 έφεση κατά της με αριθμό 2289/23.4.2001 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών (άρθρο 663επ. του ΚΠολΔ) επί της από 12.3.1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./1999 αγωγής των ηττηθέντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου 4ου έως και 10ου των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατοίκων Μαλδίβων, μετά τη δήλωση περί βιαίας διακοπής δίκης που έλαβε χώρα στις 16.3.2017 λόγω θανάτου του πρώτου των εφεσιβλήτων στις 11.12.2016.
Η κρινομένη από 19.4.2004 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2004 έφεση κατά της με αριθμό 2289/2001 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών (άρθρο 663επ. του ΚΠολΔ) επί της από 12.3.1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../1999 αγωγής των ηττηθέντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου 4ου έως και 10ου των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατοίκων Μαλδίβων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19.4.2004 και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ όταν ασκήθηκε στις 19.4.2014 δεν είχε παρέλθει η μη γνήσια τριετής (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015) προθεσμία από τη δημοσίευσή της, ενώ να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο άσκησης της το παρόν Δικαστήριο ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) καθόσον το Μονομελές Εφετείο ιδρύθηκε με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3994/2011. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ειδική διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκηθείσα από 12.3.1999 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../1999 αγωγής τους οι τέταρτος έως και δέκατος ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, εξέθεταν ότι ο ………, σύζυγος της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρώτης ενάγουσας …….. (εδώ μη διαδίκου), πατέρας των εκπροσωπουµένων από αυτή ανηλίκων τέκνων της …… και …… υιός της δεύτερης και τρίτου των εναγόντων (εδώ μη διαδίκων) και αδελφός των υπολοίπων εναγόντων τετάρτου έως και δεκάτου, είχε ναυτολογηθεί στις 21/12/93 στο µε Κυπριακή σηµαία Φ/Γ πλοίο «SB» κοχ 14.826 µε την ειδικότητα του O/S αντί συνολικού µηνιαίου µισθού από 1.650 δολλάρια ΗΠΑ. Ότι το πλοίο αυτό ανήκε κατά κυριότητα στην εδρεύουσα στην Λευκωσία Κύπρου ναυτιλιακή εταιρεία «……….» της οποίας νόµιµη αντιπρόσωπος στην Ελλάδα και διαχειρίστρια ήταν η εταιρεία «………» οι δε εναγόµενοι ήδη εφεσίβλητοι (ο πρώτος απεβίωσε και η κλήση προς συζήτηση απευθύνεται μόνο κατά των καθολικών διαδόχων του και όχι και κατά του δευτέρου εφεσιβλήτου) ασκούσαν ουσιαστικά από κοινού τον εφοπλισµό του παραπάνω πλοίου. Ότι το εν λόγω πλοίο την 13-4-1994 κατά τον διάπλου των στενών του Βοσπόρου συγκρούσθηκε µε το αντιθέτως βαίνον υπό Κυπριακή σηµαία ΔJΞ «N.» κοχ 66.822 µε αποτέλεσµα ταυτόχρονα µε τη σύγκρουση να προκληθεί έκρηξη και στη συνέχεια πυρκαϊά και ανάφλεξη του φορτίου (πετρέλαιο). Ότι από τη σύγκρουση αυτή και την πυρκαϊά που επακολούθησε τα πλοία καταστράφηκαν ολοσχερως και έχασαν τη ζωή τους 6 µέλη του πληρώµατος του “N.” και 26 µέλη του πληρώµατος του “S.” µεταξύ των οποίων και ο σύζυγος, πατέρας, υιός και αδελφός των εναγόντων …….. Ότι ο θάνατός του επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του και εξ αφορµής αυτής, οφείλεται στη µη τήρηση εκ µέρους των εναγοµένων των διατάξεων, νόµων, διαταγµάτων και κανονισµών σχετικά µε τους όρους ασφαλείας των εργαζοµένων και ένεκα µη τηρήσεως τούτων, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόµενα, γενικότερα δε στην υπαιτιότητα των εναγοµένων και του προστηθέντος από αυτούς πλοιάρχου σχετικά µε την τήρηση των κανόνων προς αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα. Αιτήθηκαν δε μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό να αναγνωρισθεί ότι οι ήδη εφεσίβλητοι εναγόμενοι υποχρεούνται να τους καταβάλουν µε το νόµιµο τόκο από το χρόνο του θανάτου (13-4-1999) άλλως από την επίδοση της αγωγής το ποσό των 20.000.000 δραχµών ατοµικά στην πρώτη ενάγουσα, 10.000.000 δραχµών στην πρώτη ενάγουσα για λογαριασµό καθενός από τα ανήλικα τέκνα της ….. και . …. (εδώ μη διαδίκους), 10.000.000 δραχµές σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο από τους ενάγοντες (εδώ μη διαδίκους) και 5.000.000 δραχµές σε καθένα από τους τέταρτο έως και δέκατο από τους ενάγοντες ως χρηµατική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο του παραπάνω συζύγου, πατέρα και υιού και αδελφού τους, ενώ οι παρισταμένοι ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύζυγος και γονείς του θανόντος αιτήθηκαν ως αποζημίωση τα ποσά της διατροφής που στερήθηκαν τόσο οι ίδιοι όσο και τα ανήλικα τέκνα του θανόντος συνεπεία του θανάτου του συζύγου, πατέρα και υιού τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα και ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, λόγω της κατοικίας των εναγομένων ήδη εφεσίβλητων στον Πειραιά και ακολούθως έκρινε εφαρμοστέο το Ελληνικό δίκαιο με βάση το άρθρο 25 του ΑΚ και τις διατάξεις της τότε ισχύουσας σύμβασης της Ρώμης, αφού έκρινε ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση εργασίας. Στη συνέχεια δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν ως προς τη σύζυγο τα ανήλικα τέκνα και τους γονείς του θανόντος, και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς του λοιπούς συγγενείς του θανόντος (αδέρφια αυτού). Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες τέταρτος έως και δέκατος εκ των εναγόντων για κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, προκειμένου να γίνει δεκτή στην ουσία της η αγωγή.
Κατά το άρθρο 937 παρ. 1 του ΑΚ η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη, ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 247 και 251 του ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία γεννάται από τότε που επήλθε η ζημία και σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημιώσεως για όλη τη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες. Εφόσον δε η ικανοποίηση της αξιώσεως αυτής είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, αρχίζει η διαδρομή του χρόνου της παραγραφής, που ορίζεται σε πέντε έτη από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Γνώση της ζημίας για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και η γνώση της εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως. Έτσι, ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στην ανωτέρω δε παραγραφή υπόκειται και η αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως για μη περιουσιακή ζημία (άρθ. 299, 932 του ΑΚ). Συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής, εφόσον οι επιζήμιες συνέπειες μπορούν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθούν ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης, κατά το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας γενικά (ΟλΑΠ 23/1994 ΕλΔ 36.577, ΑΠ 967/2001 ΕλΔ 44.187, ΑΠ 1014/2007, ΑΠ 72/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 261 εδ. α’ ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται μεταξύ άλλων με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 953/2012). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 261 εδ.β’ ΑΚ όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20-3-2013 (ΦΕΚ Α 74/20-3-2013), η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Έτσι, ως διακοπτική διαδικαστική πράξη θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων των ή του δικαστηρίου, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία κατά τον ΚΠολΔ για την έναρξη, συνέχιση, διεξαγωγή ή αποπεράτωση της δίκης. Εξάλλου η κατά τ’ ανωτέρω παραγραφή, όπως το άρθρο 261 ΑΚ ίσχυε, πριν την ως άνω τροποποίησή του, μπορούσε να συμπληρωθεί “εν επιδικία”, αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει χρονικό διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή, που διακόπηκε. Όμως, για να αρχίσει εκ νέου η διακοπείσα παραγραφή, από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, η οποία παραγραφή είναι ισόχρονη με την διακοπείσα και να μπορεί να συμπληρωθεί, με την παρέλευση του χρόνου, που ισχύει γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, προϋποτίθεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης, με πράξεις των διαδίκων, ήτοι αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Τέτοια διαδικαστική πράξη αποτελεί, μεταξύ άλλων και η κατάθεση κλήσεως προς ορισμό δικασίμου προς περαιτέρω συζήτηση μετά την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και μάλιστα χωρίς ανάγκη επίδοσής της (ΑΠ 1683/84) ως και ο ορισμός δικασίμου, αφού δι’ αυτής συντελείται συνέχιση προς ολοκλήρωση της δίκης (ΑΠ 53/2002). Η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 261 ΑΚ κινείται, ενόψει του επιδιωκομένου δι’ αυτής σκοπού της εκκαθαρίσεως των συναλλαγών, εντός του πλαισίου της καθιερούμενης με το άρθρο 25 & 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητος (ΑΠ 61/2013). Ήδη, όμως, με το άρθρο 261 ΑΚ , όπως τούτο αντικαταστάθηκε, ορίζεται πλέον ότι την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (παραγ.1), στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης, η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά την διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, η οποία ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου. Περαιτέρω κατά το άρθρο 277 ΑΚ το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής (ΑΠ 1667/2014, 98/2015) προταθείσης όμως της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αυτή και αναφέρονται στο λόγο της ενστάσεως σε συνδυασμό με τη θέση του καθ’ ου η ένσταση, ο οποίος μπορεί να μην απαντήσει με αντένσταση (η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά κατόπιν επίκλησης από τον διάδικο που αποκρούει την παραγραφή), αλλά μπορεί να αρνηθεί μόνο τις προϋποθέσεις της ενστάσεως (Α.Π. 950/2015, ΑΠ 848/2015, ΑΠ 1667/2014, Α.Π. 1279/2014 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι η αξίωση των αδερφών του αποβιώσαντος έχει υποπέσει σε παραγραφή εν επιδικία διότι το δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19.4.2004 κα προσδιορίστηκε μετά από εννέα και πλέον έτη δηλαδή στις 17.2.2014. Οι εκκαλούντες αρνούνται την συμπλήρωση της παραγραφής εν επιδικία ισχυριζόμενοι αλυσιτελώς βέβαια ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η παραγραφή είναι εικοσαετής. Ο ισχυρισμός της παραγραφής εν επιδικία ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης διότι η νέα διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ εφαρμόζεται σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση αφού η κατάθεση αγωγής με τη νέα διάταξη συνιστά νέο τρόπο αναστολής της παραγραφής. Επομένως δεν έχει συμπληρωθεί λόγω αναστολής εκ της νομοθετικής διατάξεως η πενταετής παραγραφή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί ημεδαπών και αλλοδαπών προσώπων εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα λόγω γενικής ή ειδικής δωσιδικίας. Επί παθητικής ομοδικίας αρμόδιο είναι το Δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (ΕφΠειρ 516/2009 ΔΕΕ 2009 1373 ΕΝΔ 37.389, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝΔ 33.331). Περαιτέρω, με τη σύμβαση των Βρυξελλών της 27.9.1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία επικυρώθηκε με το Ν. 1814/1988 και άρχισε να ισχύει από 1.4.1989, και ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, όταν πρόκειται για υπόθεση που οι διάδικοι κατοικούν ή εδρεύουν σε διάφορα κράτη, το Δικαστήριο θα εξετάσει αν η υπόθεση υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως αυτής και σε καταφατική περίπτωση, θα εξετάσει αν συντρέχει διεθνής δικαιοδοσία του λόγω της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου κατ` άρθρο 2 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλης ειδικής δωσιδικίας από τις αναφερόμενες στα άρθρα 5 έως 15 ΚΠολΔ ή λόγω ρητής παρεκτάσεως κατά το άρθρο 17 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίσθηκε τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (βλ. ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124). Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία, από το άρθρο 25 του ΑΚ, να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα της Συμβάσεως της Ρώμης του έτους 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το ν. 1792/1988 και αποτελεί, από 1-4-1991, εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με την ισχύ που δίνει σ`αυτή το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος και με την οποία ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης. Με τη διάταξη του άρθρου 3 της συμβάσεως αυτής, τίθεται ο γενικός κανόνας ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται κατ` αρχήν το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη. Το δίκαιο αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση τους, κατά δε το άρθρο 2 αυτής, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα της συμβάσεως, “το καθοριζόμενο από την παρούσα σύμβαση δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν πρόκειται για δίκαιο μη συμβαλλόμενου κράτους”, δηλαδή το δίκαιο που υποδεικνύει η Σύμβαση εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο κράτους που δεν έχει συμβληθεί ή χώρας η οποία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας. Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τη Σύμβαση, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 7 παρ. 2, 5 παρ. 2 και 6 παρ. 1 αυτής, από τις οποίες, οι δύο πρώτες αφορούν γενικά τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά την ατομική σύμβαση εργασίας, ορίζεται ότι “1. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 3, στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή. 2. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της συμβάσεως, ακόμη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα, το οποίο δίκαιο σε περίπτωση συμβάσεως ναυτολογήσεως είναι αυτό της σημαίας του πλοίου, ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας”. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 ορίζεται, συναφώς με τα παραπάνω, ότι “οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολογήσεως, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της συμβάσεως (κατά πρώτο λόγο). Στη ναυτική εργασία , τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου “ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου”, εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολογήσεως) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα, γ) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα (βλ. ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29, 283 – ΑΠ 541/2001 ΕΝΔ 29, 286 – ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27, 355 ή ΕλΔνη 41, 724 – ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25, 372 – ΑΠ 515/98 ΕΕΔ 58, 646 και ΕΝΔ 26, 375) και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ` άρθρο 7 παρ. 2 της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως. Την τελευταία αυτή κατηγορία αποτελούν οι λεγόμενοι “κανόνες αμέσου εφαρμογής” του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποίοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3 της Συμβάσεως αυτής, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικοοικονομικούς. (ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29,283 – ΑΠ 541/2001 ΕΝΔ 29,286 – ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25,372 – ΑΠ 515/1998 ΕΝΔ 26,375 – ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27,355, ΑΠ 668/85, ΕΝΔ 1476, ΕφΠειρ 520/1993, ΕΝΔ 21,431). Όσον αφορά το Ελληνικό δίκαιο στους κανόνες αυτούς αναγκαστικού δικαίου και «αμέσου εφαρμογής», κατά την προεκτεθείσα έννοια, περιλαμβάνεται και ο ν. 551/1915 που παρέχει τη δυνατότητα αξίωσης αποζημίωσης στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (ΕφΠειρ 229/2016, δημ νόμος και ΕφΠειρ 466/2016 δημ. Νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) και ισχύει και επί ναυτικής εργασίας (άρθρα 2 του άνω νόμου και 66 εδ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός και ο θάνατος του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 Ν.551/1915, υπόχρεος προς αποζημίωση για εργατικό ατύχημα του παθόντος και των εξ αυτού δικαιουμένων προσώπων είναι «ο κύριος της επιχείρησης». Στο πλαίσιο του ναυτεργατικού δικαίου, κύριος της ναυτικής επιχείρησης είναι ο πλοιοκτήτης, εκτός δε αυτού και ο εφοπλιστής, καθώς και ο απλός κύριος του πλοίου, που δεν έχει τον εφοπλισμό (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), ο οποίος ευθύνεται μόνο με το πλοίο (άρθρα 84, 105 και 106 του ΚΙΝΑ, ΕφΠειρ 482/2008 ΕΝαυτΔ 2008 401). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38 , ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιωσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα και σε περίπτωση θανάτου οι οικείοι αυτού διατηρούν την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αντίστοιχα κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για τη γένεση καθεμίας, τόσο της αξιώσεως για επιδίκαση αποζημιώσεως του ν. 551/1915, όσο και της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα (ΑΠ 1438/2002 ο.π., ΑΠ 1373/2002 ΕλλΔνη 44. 420, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝΔ 2011/304, ΕφΠειρ 155/2014 δημ. νόμος).
Με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης εφέσεως οι ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδείξεων καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι δεν αποδεικνύεται η συγγενική τους σχέση με το θανόντα ναυτολογημένο αδερφό τους και προσκομίζουν μετ’επικλήσεως και σε μετάφραση πιστοποιητικό που να αποδεικνύει τη συγγενική τους ιδιότητα. όπως αποδεικνύεται το προσκομιζόμενο σε μετάφραση σχετικό 1 από 6.2.2019 πιστοποιητικό του δημοτικού συμβουλίου Addu της Δημοκρατίας των Μαλδίβων από το οποίο αποδεικνύεται πλήρως ότι οι επτά εκκαλούντες είναι αδερφοί του θανόντος στο ναυάγιο ναυτικού. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι εκκαλούντες δεν ήταν αδερφοί του αποβιώσαντος ναυτικού εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά ένα μέρος και μόνο ως προς τον αρχικά πρώτο εναγόμενο, του οποίου καθολικοί διάδοχοι είναι οι εδώ εφεσίβλητοι, η εκκαλουμένη με αριθμό 2289/2001 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών ως προς το κεφάλαιο αυτό δηλαδή ως προς τους 4ο έως και 10ο των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατοίκων Μαλδίβων, και να κρατήσει και να δικάσει το παρόν Δικαστήριο στην ουσία της τη με αριθμό …./25.10.1999 αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης κατ’άρθρο 16 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Επιπλέον ήταν κατά τόπον αρμόδιο επειδή οι εναγόμενοι ήταν κάτοικοι Πειραιά (άρθρο 22 του ΚΠολΔ) και ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (αρθρ. 51§§3Α του ν. 2172/1993) και επομένως είχε διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3 του ΚΠολΔ). Η σημαία του πλοίου ήταν ευκαιρίας αφού αυτό ήταν ελληνικών συμφερόντων αφού ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί ήσαν και μέλη του πληρώματος Έλληνες (συνολικά 7 μέλη ενώ τα υπόλοιπα ήταν αλλοδαποί διαφόρων εθνικοτήτων). Επομένως, η υπόθεση παρουσιάζει από το σύνολο των περιστάσεων στενότερο σύνδεσμο με το ελληνικό δίκαιο και όχι με εκείνο της σημαίας ευκαιρίας (Κυπριακό) ή των Μαλδίβων, όπως ισχυρίζονται οι καθών η κλήση, ανεξαρτήτως του ότι στην ανωτέρω σύμβαση ναυτολογήσεως προβλέφθηκε ότι αυτή θα υπαγόταν στο δίκαιο των Μαλδίβων, συμφωνία που εξάλλου δεν δεσμεύει τους συγγενείς του θανόντος ναυτικού που ασκούν την αξίωση για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Εξάλλου, όπως ήδη προαναφέρθηκε το δίκαιο που συμφωνήθηκε ως εφαρμοστέο δεν επιτρέπεται να στερήσει τον εργαζόμενο ναυτικό από την εφαρμογή των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του ελληνικού δικαίου μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και εκείνες του ν. 551/1915. Το ελληνικό δίκαιο είναι επίσης εφαρμοστέο και με το κριτήριο της επιχείρησης που προσέλαβε τον παθόντα ναυτικό εφόσον στην Ελλάδα βρισκόταν η εγκατάσταση της υπό την έννοια ότι στην Ελλάδα βρισκόταν η πραγματική έδρα της αφού από εκεί διεξαγόταν η πραγματική της διαχείριση και η όλη διεύθυνση την εργασιών της. ‘Αρα ο ισχυρισμός των καθών η κλήση κληρονόμων του πρώτου εφεσιβλήτου περί εφαρμογής του κυπριακού δικαίου, άλλως του δικαίου των Μαλδίβων κατά τη ρήτρα της σύμβασης ναυτολόγησης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού το εφαρμοστέο δίκαιο, είτε με βάση το άρθρο 25 ΑΚ, είτε με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων της Σύμβασης της Ρώμης είναι το ελληνικό και όχι το δίκαιο της σημαίας ευκαιρίας ή το συμφωνηθέν, διότι αφενος ο ν. 551/1915 περιλαμβάνεται στους κανόνες αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum (άρθρο 7 παρ. 2 της σύμβασης της Ρώμης) και αφετέρου με το δίκαιο αυτό συνδέεται στενότερα η σύμβαση εργασίας κατά τα αναφερόμενα. Το αν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης οι αδερφοί του θανόντος κρίνεται κατά το αλλοδαπό δίκαιο, πλην όμως η έννοια της οικογένεια είναι ίδια σε όλα τα δίκαια και σύμφωνα με το δίκαιο που γνωρίζει το Δικαστήριο οι αδερφοί ανήκουν στην έννοια της οικογένειας (ΑΠ 562/18 δημ. νόμος). Επομένως το αγωγικό αίτημα τους είχε έρεισμα στα άρθρα 1, 16 του 551/1915 και 914, 922, 932 και 346 του ΑΚ ενώ δεν απαιτείτο καταβολή δικαστικού ενσήμου γι’αυτό σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του α.ν. 551/1915, κατά το οποίο οι αγωγές με τις οποίες διώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και οι αγωγές με τις οποίες ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα, δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από τον Ν ΓπΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 36/2007 Αρμ 2008,936, ΜΠΘεσ 9663/2015 ΤΝΠ Νόμος).
Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται κατ’άρθρο 527 του ΚΠολΔ από τα διάδικα μέρη, μεταξύ των οποίων και αμετάκλητες αποφάσεις που αφορούν το επίδικο ναυάγιο, και συνιστούν προδικαστικό ως προς τις συνθήκες τέλεσης του ναυαγίου και ως προς ποιος πλοίαρχος ευθύνεται γα τη σύγκρουση (και συνεπώς ποιος εφοπλιστής για καταβολή ψυχικής ευθύνης στους συγγενείς των θανόντων), και τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίστηκαν στον πρώτο βαθμό και μνημονεύονται στην εκκαλουμένη απόφαση, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ………, με σύμβαση που κατήρτισε στις 21-12-93 στις Μαλβίδες με την εταιρεία “………” προσλήφθηκε και με σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας και με την ειδικότητα του ναύτη στο με Κυπριακή σημαία φορτηγό πλοίο «S.», ΚΟΧ 14.286, με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (18 μηνών) αντί μηνιαίων αποδοχών από 1.650 δολάρια ΗΠΑ. Το πλοίο αυτό ανήκε κατά κυριότητα στην εταιρεία με την επωνυμία «……….» που είχε τηv καταστατική της έδρα στην Λευκωσία Κύπρου και την πραγματική έδρα στον Πειραιά. Αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της παραπάνω κυρίας ήταν η πραγματικά εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρεία με την επωνυμία «………» στην οποία ο αποβιώσας πατέρας των καθών η κλήση πρώτος εφεσίβλητος ήταν ο Πρόεδρος. Να σημειωθεί ότι με προφορική δήλωση στο ακροατήριο στις 16.3.2017 είχε γνωστοποιηθεί ο θάνατός του (στις 11.12.2016) και συνεπώς ο λόγος βιαίας διακοπής της δίκης. Ακολούθως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εκκαλούντες, δηλαδή οι αντίδικοι αυτών υπέρ των οποίων επήλθε η διακοπή της δίκης, επισπεύδουν ήδη με το δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση της εφέσεως την επανάληψη της διακοπείσας δίκης, που επέλεξαν όπως μπορούσαν να απευθύνουν μόνο στους κληρονόμους του θανόντος πρώτου εφεσίβλητου και όχι στο δεύτερο εφεσίβλητο. Η σύμβαση ναυτολόγησης καταρτίστηκε με την προαναφερόμενη εταιρία, όμως ο αποβιώσας αρχικά πρώτος εφεσίβλητος ήταν ο εφοπλιστής του πλοίου εκμεταλλευόμενος αυτό από τον Πειραιά προβαίνοντας στις εκναυλώσεις του πλοίου και καταβάλλοντας τους μισθούς των μελών του πληρώματος, και είχε εν γένει τη βούληση να ασκεί και ασκούσε για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτούσε το πλοίο και εκτός από την απολαβή των κερδών επωμιζόταν απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Η ιδιότητά του αυτή του εφοπλιστή ήταν γνωστή στους ναυτιλιακούς κύκλους του Πειραιά και του εξωτερικού, ιδιότητα η οποία έγινε δεκτή και με προηγούμενες ήδη αμετάκλητες αποφάσεις αυτού του Δικαστηρίου επί αγωγών συγγενών άλλων ναυτικών που απεβίωσαν εξαιτίας του ενδίκου ναυαγίου (βλ. την 288/2002 που εκδόθηκε μετά από έφεση των τριών πρώτων εναγόντων, εξαφάνισε ως προς τον πρώτο εναγόμενο (ήδη θανόντα) την εκκαλουμένη και επιδίκασε μεγαλύτερα ποσά ηθικής βλάβης από αυτά που επιδικάστηκαν στον πρώτο βαθμό). Το προαναφερόμενο πλοίο, με πλοίαρχο τον ……… και πλήρωμα είκοσι εννέα μελών απέπλευσε στις 12-3-1994 από τον Πειραιά, κενό φορτίου, με προορισμό τη Σεβαστούπολη της Ουκρανίας. Στις 13-3-1994 και περί ώρα 20.00, το υπό Κυπριακή σημαία δεξαμενόπλοιο “N”, με πλοίαρχο τον ……. και πλήρωμα είκοσι εννέα μελών, το οποίο είχε αποπλεύσει την προηγουμένη από τον λιμένα Νοβοροσίσκ (Novorossisk ) του Ευξείνου Πόντου, έμφορτο με 98.600 μετρικούς τόνους αργού πετρελαίου, με προορισμό τη Γένοβα της Ιταλίας, προσέγγισε την είσοδο των στενών του Βοσπόρου. Ο πλοίαρχος αφού έδωσε τις απαραίτητες εντολές και επικοινώνησε με τον πλοηγικό σταθμό Rumelikavagi, ζήτησε πλοηγό προκειμένου να πλοηγήσει το πλοίο κατά τη θέληση του στα στενά. Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές και στις 21.40 το δεξαμενόπλοιο “N.” εισήλθε στο Βόσπορο. Η ταχύτητα του πλοίου μειώθηκε σταδιακά στο “ημιταχώς” και από ώρα 22.00 στο “αργά” ενώ ήδη από τις 21.00 ο πλοίαρχος βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με τον πλοηγικό σταθμό προκειμένου να επιβιβασθεί στο πλοίο ο πλοηγός. Στις 22.23 ο πλοίαρχος σήμανε “πρόσω ήρεμα” για να επιβιβασθεί ο πλοηγός ενώ ο υποπλοίαρχος με τον ναύκληρο είχαν μεταβεί στη δεξιά πλευρά του πλοίου και στο μέσον της για να κρεμάσουν τη σκάλα του πλοηγού. Κατά τον ίδιο χρόνο και από την αντίθετη κατεύθυνση έπλεε το Φ/Γ “S.”, στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο προαναφερόμενος ναυτικός και το οποίο είχε φτάσει στην περιοχή Kavagi και συνέχισε να κινείται στο δίαυλο της κυκλοφορίας του με κατεύθυνση προς τον Εύξεινο Πόντο. Ο πλοίαρχος του N. αντιλήφθηκε τον πλοηγό να φεύγει από το πλοίο S. περί ώρα 22.23 και αμέσως μετά, περί ώρα 22.25, αιφνιδίως το τελευταίο πλοίο άλλαξε πορεία, έστριψε αριστερά με ταχύτητα και άρχισε να κατευθύνεται προς το N. σε πορεία σύγκρουσης. Αμέσως, ο πλοίαρχος του N. έκανε “ανάποδα ολοταχώς-κινδύνου” και έθεσε το πηδάλιο “όλο δεξιά” ενώ παράλληλα προσπάθησε να ειδοποιήσει το άλλο πλοίο με συνεχείς συριγμούς και οπτικά σήματα. Το “S.” δεν ανταποκρίθηκε και συνέχισε την επικίνδυνη πορεία του με αποτέλεσμα να επιπέσει με την πλώρη του σχεδόν καθέτως στο μέσον περίπου της αριστερής πρωραίας Νο 1 δεξαμενής του N.A. Εξαιτίας της συγκρούσεως προκλήθηκε έκρηξη και στη συνέχεια πυρκαϊά, Το φορτίο της δεξαμενής πήρε φωτιά που μεταδόθηκε και στο “S.”, το οποίο αμέσως τυλίχθηκε στις φλόγες. Τα δύο πλοία φλεγόμενα παρασύρθηκαν κολλημένα προς τα νότια. Σε κάποια στιγμή αποκολλήθηκαν και το μεν S. αφού διέγραψε δύο κύκλους προσάραξε στη θέση ANADOLU ΚΑVAGI της Ασιατικής ακτής ενώ οι μηχανές του συνέχιζαν να λειτουργούν στο “πρόσω”, το δε N.A εξώκειλε στα αβαθή του Dikilikaya της Ευρωπαϊκής ακτής και συνέχισε να καίγεται. Συνέπεια της συγκρούσεως και της πυρκαϊάς που ακολούθησε ήταν να χάσουν τη ζωή τους έξι μέλη του πληρώματος του N. και 26 μέλη του πληρώματος του “S.”, μεταξύ των οποίων και ο προαναφερόμενος ναυτολογημένος ως ναύτης …… αδερφός των εκκαλούντων. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι αποκλειστικά υπεύθυνο για τη σύγκρουση των ανωτέρω πλοίων και των όσων επακολούθησαν ήταν το πλοίο “S.”, το οποίο αναιτιολόγητα, από αμέλεια του πλοιάρχου του, έστριψε αιφνίδια αριστερά και συγκρούσθηκε σε κάθετη πορεία με το κανονικά κινούμενο εντός της ζώνης κυκλοφορίας του (τραφικ) δεξαμενόπλοιο “N.”. Τα περιστατικά αυτά έγιναν δεκτά και στην από 24-8-94 “πορισματική έκθεση ένορκης προανάκρισης” που διενήργησε ο πλωτάρχης ΛΣ ….. (σχετικό 9), ενώ στο ίδιο συμπέρασμα έχει καταλήξει στο Δικαστήριο αυτό με ήδη αμετάκλητες του αποφάσεις επί του συγκεκριμένου ναυαγίου. Η παραπάνω δικανική πεποίθηση δεν αναιρείται ούτε από τη με αριθμό ……./6-4-94 τεχνική έκθεση που τιτλοφορείται ως πραγματογνωμοσύνη της Ένωσης Πραγματογνωμόνων Νέας Υόρκης που συνετάγη από τον μηχανολόγο-μηχανικό ……. μετά από παραγγελία της κυρίας του πλοίου …… Ακολούθως των ανωτέρω κρίνεται ότι ο θάνατος του αδερφού των εκκαλούντων συνιστά ναυτεργατικό ατύχημα δηλαδή βίαιο συμβάν, που επήλθε εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής όπως αναλύθηκε η έννοια αυτή στη νομική σκέψη της παρούσας. Ακολούθως ο αποβιώσας αρχικά πρώτος εναγόμενος του οποίου καθολικοί διάδοχοι είναι οι εφεσίβλητοι, ευθύνεται λόγω της αμελούς συμπεριφοράς του προστηθέντα του πλοιάρχου του πλοίου, του οποίου είχε τον εφοπλισμό, και ακολούθως υποχρεούται στην καταβολής χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των αδερφών του θανόντος εκκαλούντων. Το παρόν δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής (θάνατος), την ηλικία του θανόντος 25 ετών), την έλλειψη συνυπαιτιότητας από μέρους του και το γεγονός ότι αποβίωσε ενώ εργαζόταν (βλ. Πατεράκη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 1995 σελ. 336επ), των συνθηκών του ναυαγίου, τη βαρύτητας του πταίσματος του προστηθέντος πλοιάρχου, την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να επιδικαστεί σε καθένα από τους εκκαλούντες για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης εκ του θανάτου του αδερφού τους με τον οποίο διατηρούσαν τη συγγενική σχέση και υπεραγαπούσαν με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής χρηµατική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 10.000 ευρώ για κάθε εκκαλούντα, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.). Ακολούθως των ανωτέρω, πρέπει η να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η με αριθμό 2668/1999 αγωγή των 4ου έως και 10ου των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων και να υποχρεωθούν οι καθολικοί διάδοχοι του πρώτου εναγομένου, ήδη πρώτου εφεσίβλητου καθών η κλήση να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας ο καθένας σε καθένα από τους τέταρτο έως και δέκατο των εναγόντων το ποσό των 10.000 € εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει τους καθολικούς διαδόχους του αρχικώς πρώτου εναγομένου – εφεσίβλητου κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών το με αριθμό …../2017 δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση με το οποίο φέρεται να συζητηθεί μόνο ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, του οποίου καθολικοί διάδοχοι κατέστησαν μετά το θάνατο του οι καθών οι κλήση, την κρινομένη από 19.4.2004 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2004 έφεση κατά της με αριθμό 2289/2001 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περί εργατικών διαφορών επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/1999 αγωγής των 4ου έως και 10ου των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ κατά ένα μέρος δηλαδή μόνο ως προς τους εκκαλούντες και μόνο ως προς τον αρχικά πρώτο εναγόμενο – εφεσίβλητο, του οποίου καθολικοί διάδοχοι κατέστησαν μετά το θάνατο του οι καθών οι κλήση, τη με αριθμό 2289/2001 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ ως προς το κεφάλαιο αυτό επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./1999 αγωγής των 4ου έως και 10ου των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τη με αριθμό ……/1999 αγωγής των 4ου έως και 10ου των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων ως προς τον αρχικά πρώτο εναγόμενο – εφεσίβλητο, του οποίου καθολικοί διάδοχοι κατέστησαν μετά το θάνατο του οι καθών οι κλήση
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους καθολικούς διαδόχους του πρώτου εναγόμενου-εφεσιβλήτου να καταβάλουν κατά το μέρος της κληρονομικής τους μερίδα σε καθένα από τους τέταρτο έως και δέκατο των εναγόντων, ήδη εκκαλούντων, το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση,
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους καθολικούς διαδόχους του πρώτου εναγόμενου-εφεσιβλήτου κατά το μέρος της κληρονομικής τους μέρος των δικαστικών εξόδων του τετάρτου έως και δεκάτου των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9 Μαΐου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 12 Ιουνίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ