Αριθμός 343 /2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην του εκκαλούντος αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (πρβλ. ΑΠ 1906/2008, ΕφΛαμ 94/2011) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεση, τις συνέπειες που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 2915/2001). Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (πρβλ. ΑΠ 866/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1015/2005, ΕφΠειρ 92/2013, ΕφΑθ 2142/2011). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 10-10-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ΄ αρ. 3564/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου, επί της από 1-10-2014 (αρ. καταθ. ……../2014) αγωγής των εναγόντων, ήδη εφεσίβλητων, και την εν μέρει αποδοχή αυτής, [συγκεκριμένα δε, ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζητήσεως στον πρώτο βαθμό της αγωγής (15-2-2017), του δυσμενούς, συνεπεία της ερημοδικίας του παραπάνω διαδίκου, τεκμηρίου της ομολογίας των πραγµατικών ισχυρισµών των εναγόντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμο, το αίτημα αυτής (αγωγής) περί αποζημιώσεως λόγω στέρησης της διατροφής της πρώτης των εναγόντων, ενώ ως προς το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, έκρινε ότι το τεκµήριο της ερηµοδικίας δεν εκτείνεται και στο ύψος αυτής, διαμορφώνοντας αυτό κατά τη δυνητική του ευχέρεια και µε βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής], αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε κατά νόμο στον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, με επιμέλεια των εναγόντων, ήδη εφεσίβλητων, την 28-9-2017 (βλ. τη σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……… στο προσκομιζόμενο από τον εκκαλούντα ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας, ήτοι την 12-10-2017 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, και εφόσον για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) κατατέθηκε, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, από τον εκκαλούντα παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ (βλ. το υπ΄ αρ. …………./2017 e-παράβολο), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Η έφεση κατά το μέρος που ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις εν γένει αποδείξεις, είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, εφόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισαν οι ενάγοντες, αλλά δέχθηκε την ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως βάσιμη κατ΄ ουσία, δεχόμενο ότι συνεπεία της ερημοδικίας του εναγομένου οι πραγµατικοί ισχυρισµοί των εναγόντων, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα, για τα οποία απαγορεύεται η οµολογία, τεκµαίρονται οµολογηµένοι και, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ένσταση εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως, ότι πρέπει να γίνει δεκτό, ως ουσιαστικά βάσιμο, το αίτημα αυτής (αγωγής) περί αποζημιώσεως λόγω στέρησης της διατροφής της πρώτης των εναγόντων. Όσον αφορά στο ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, έκρινε (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ότι το τεκµήριο της ερηµοδικίας δεν εκτείνεται και στο ύψος αυτής, διαμορφώνοντας αυτό κατά τη δυνητική του ευχέρεια και µε βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Ακολούθως, ενόψει του ότι ο ανωτέρω εναγόμενος με την ένδικη έφεσή του προβάλλει αιτιάσεις και επί της ουσίας της αγωγής, αρνητικές της βασιμότητάς της, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να γίνει δεκτή και στην ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων, που θα καθορισθεί εξ αρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί, κατά την τακτική διαδικασία, η ένδικη αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος, λόγω του ότι η από 10-10-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε, για το παραδεκτό αυτής [έφεσης, (βλ. το υπ΄ αρ. ………/2017 e-παράβολο)], στον εκκαλούντα. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ένδικου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι΄ αυτόν (ΑΠ 532/2016). Κατά τη μειοψηφούσα άποψη της Προέδρου από τη διατύπωση του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015 και το Ν. 4446/2016, προκύπτει ότι η ολική ή μερική νίκη του καταθέσαντος το παράβολο αναφέρεται στην ουσία της υπόθεσης, γεγονός που επιρρωνύεται από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4055/2012, οι ρυθμίσεις του οποίου αποβλέπουν στο να αποτρέπεται η άσκηση αβάσιμων ένδικων μέσων (αρ. 12 της έκθεσης).
Με την από 1-10-2014 (αρ. καταθ. ……./2014) αγωγή τους, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε µε τις προτάσεις τους, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, ιστορούσαν ότι, στις 15-12-2012, στην ……. Τροιζηνίας, ο εναγόµενος από πρόθεση αφαίρεσε τη ζωή του …….., ηλικίας 54 ετών, συζύγου της πρώτης από αυτούς (εναγόντων), και πατέρα των λοιπών, τραυµατίζοντάς τον θανάσιµα µε µαχαίρι στην αριστερή θωρακική χώρα στο ύψος της καρδιάς. Ότι για την παράνοµη αυτή πράξη του µε την υπ΄ αρ. 27, 28, 29/2014 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά, ο εναγόµενος καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση για οπλοφορία και οπλοχρησία, απορριπτομένων των ισχυρισμών του περί βρασμού ψυχικής ορμής και ελαττωμένου καταλογισμού. Ακολούθως, οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συµπεριφοράς του εναγοµένου, συνισταµένης στον αδόκητο θάνατο του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, υπέστησαν ψυχική οδύνη. Στη συνέχεια οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι η πρώτη από αυτούς (ενάγοντες) στερείται εισοδηµάτων, δεδοµένου ότι δεν εργάστηκε καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης συµβίωσης με το θανόντα σύζυγό της, αλλά απασχολούνταν αποκλειστικά με τη φροντίδα της συζυγικής οικίας της και την ανατροφή των τέκνων τους, και ότι συντηρούνταν αποκλειστικά από τον αποβιώσαντα σύζυγό της και αδυνατεί πλέον να συντηρήσει τον εαυτό της µε τις δικές της δυνάµεις. Ότι η τρίτη από αυτούς (ενάγοντες), θυγατέρα του αποβιώσαντος, ηλικίας 24 ετών [κατά την άσκηση αυτής (αγωγής)], είναι άνεργη και συντηρούνταν αποκλειστικά από τον αποβιώσαντα πατέρα της. Με βάση αυτά τα πραγµατικά περιστατικά µετά από παραδεκτό περιορισµό των αιτηµάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά µε τις προτάσεις, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και µε δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι ο εναγόµενος είναι υποχρεωµένος να τους καταβάλει: στην πρώτη από αυτούς α) το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και β) το ποσό των 1.500 ευρώ µηνιαίως ως διατροφή για µια διετία από την κοινοποίηση της αγωγής, νοµιµοτόκως από την εποµένη της κάθε µηνιαίας δόσης, καταβλητέας την πρώτη κάθε ηµερολογιακού µηνός και συνολικά το ποσό των 36.000 ευρώ για το ως άνω χρονικό διάστηµα, στον δεύτερο από αυτούς το ποσό των 150.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, στην τρίτη από αυτούς α) το ποσό των 150.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και β) το ποσό των 500 ευρώ µηνιαίως ως διατροφή για µια διετία από την κοινοποίηση της αγωγής, νοµιµοτόκως από την εποµένη της κάθε µηνιαίας δόσης, καταβλητέας την πρώτη κάθε ηµερολογιακού µηνός και συνολικά για το ως άνω χρονικό διάστηµα το ποσό των 12.000 ευρώ, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόµενος στην πληρωμή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, πλην των αιτημάτων για την καταβολή αποζηµίωσης λόγω στέρησης της διατροφής της τρίτης των εναγόντων, το οποίο απέρριψε ως αόριστο, καθώς και το παρεπόµενο αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής µετά τον περιορισµό του αιτήµατος της αγωγής σε αναγνωριστικό. Στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, ενόψει της ισχύος κατά το χρόνο συζητήσεως στον πρώτο βαθμό της αγωγής (15-2-2017), του δυσμενούς, συνεπεία της ερημοδικίας του παραπάνω διαδίκου, τεκμηρίου της ομολογίας των πραγµατικών ισχυρισµών των εναγόντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμο, το αίτημα της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω στέρησης της διατροφής της πρώτης των εναγόντων, ενώ ως προς το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, έκρινε ότι το τεκµήριο της ερηµοδικίας δεν εκτείνεται και στο ύψος αυτής διαμορφώνοντας αυτό κατά τη δυνητική του ευχέρεια και µε βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Ακολούθως, αναγνώρισε ότι ο εναγόµενος οφείλει να καταβάλει 1) στην πρώτη των εναγόντων α) το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ το πρώτο πενθήµερο εκάστου µηνός και για µια διετία από την επίδοση της αγωγής µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης και β) τo ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και 2) στον δεύτερο και στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στον καθένα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. 3 του ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διατάξεως, που απορρέει από το σκοπό της θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και, προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων αυτών περιλαμβάνονται οι γονείς, τα τέκνα, οι αδελφοί (αμφιθαλείς και ετεροθαλείς), ο σύζυγος ή η σύζυγος και από δε τους αγχιστείς μόνο οι του πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός από θυγατέρα, νύφη από υιό) (ΑΠ 1723/2012, ΑΠ 528/2011, ΑΠ 937/2010, ΑΠ 260/2011, ΑΠ 1735/2006). Η επιδίκαση της από το άρθρο 932 εδ. 3 του ΑΚ προβλεπομένης χρηματικής ικανοποιήσεως στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της υπάρξεως, κατ΄ εκτίμηση του Δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποιήσεως (ΟλΑΠ 21/2000, ΑΠ 442/2017). Ακολούθως, από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β΄του ΑΚ, που παρέχει αξίωση αποζημίωσης και σε εκείνον που είχε απέναντι στο θανατωθέντα αξίωση διατροφής από το νόμο, συνάγεται ότι η αξίωση αυτή αποτελεί γνήσια αξίωση αποζημίωσης και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο της διατροφής στη θέση, που θα βρισκόταν, εάν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος να τον διατρέφει. Έτσι, από άποψη έκτασης, η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1389 επ., 1442 επ., 1485 επ. και 1504 του ΑΚ, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής. Η απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β΄ του ΑΚ αξίωση αποζημίωσης έχει άμεση σχέση με την αξίωση διατροφής, διότι τόσο η γέννηση του σχετικού δικαιώματος αποζημίωσης όσο και το οφειλόμενο ποσό προσδιορίζονται από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ για τη διατροφή (ανιόντων – κατιόντων ή συζύγων), την οποία όφειλε το θύμα σε εκείνον που ζητεί αποζημίωση από τον υπεύθυνο για τη θανάτωση του υπόχρεου διατροφής, για τον δε προσδιορισμό αυτής λαμβάνονται υπόψη η πιθανή διάρκεια της ζωής του θύματος και του δικαιούχου και η πιθανή εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης (ΑΠ 939/2017, ΑΠ 1361/2010, ΑΠ 925/2004). Ενόψει δε του ότι η αξίωση που απορρέει από το άρθρο 928 εδ. β΄ του ΑΚ, είναι, όπως προαναφέρθηκε, γνήσια αξίωση αποζημίωσης, ο εναγόμενος στη σχετική δίκη δεν μπορεί να προτείνει την ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής (ΑΠ 1851/1984 ΕλλΔνη 26.49, ΕφΠατ 695/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που αυτή έγινε δεκτή πρωτοδίκως, αφού, όπως προεκτέθηκε, η υπόθεση ερευνάται στο πλαίσιο που καθορίζεται με την ένδικη έφεση, είναι αρκούντως ορισμένη, και ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής υπέρ της πρώτης των εναγόντων, ως περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία της πιο κάτω νομικής βάσεως, κατά την οποία αυτή κρίθηκε νόμιμη και έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, και δη των διατάξεων των άρθρων 914, 928, 932, 340, 341, 345 του ΑΚ, ερειδόμενη επιπλέον στις διατάξεις των άρθρων 70 και 176 και ΚΠολΔ, καθόσον αναφέρεται σ΄ αυτήν, μεταξύ άλλων, α) ότι η πρώτη των εναγόντων ήταν σύζυγος του θύματος, β) η θανάτωση του υπόχρεου, ηλικίας 54 ετών (χωρίς επικαλούμενα προβλήματα υγείας), από παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγομένου και γ) το ποσό της καταβλητέας από αυτόν διατροφής αναλόγως των συνθηκών της οικογενειακής ζωής. Επίσης, αναφέρονται και οι βιοτικές ανάγκες της πρώτης των εναγόντων συνολικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται σ΄ αυτή (αγωγή) αναλυτικώς οι διατροφικές ανάγκες της τελευταίας και το ποσό, που απαιτείται για την κάλυψη καθεμιάς από αυτές (επιμέρους αναγκών), όπως προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής της (ΑΠ 67/1999 ΕλλΔνη 40.592, ΕφΑθ 8012/1995 ΕλλΔνη 37.1096, ΑΠ 1316/1992 ΕλλΔνη 35.368, ΕφΘεσ 1613/1998 Αρμ 1999.943, ΕφΑθ 8012/1995 ΕλλΔνη 37.1096, ΕφΑθ 4789/1993 ΕλλΔνη 35.450). Επομένως, ο ισχυρισμός που προβάλλει ο εναγόμενος με το δεύτερο λόγο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης, περί εσφαλμένης παραδοχής της αγωγής, ως προς το αίτημα περί επιδικάσεως διατροφής υπέρ της πρώτης των εναγόντων, ως ορισμένης αντί της απόρριψής της ως αόριστης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, πρέπει η αγωγή, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν, καθόσον δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήµου µετά την τροπή του αιτήµατος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό κατά το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016, που εφαρµόζεται και στις αγωγές, που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου (Ν. 4446/2016), εφόσον µετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του, όπως εν προκειμένω.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα των εναγόντων, ………, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου και από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγόντων ήδη εφεσίβλητων, ………, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού (ο εκκαλών που παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού δεν ζήτησε την εξέταση μάρτυρα), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός από το έγγραφο, ήτοι την από 15-6-2011 βεβαίωση μισθοδοσίας, του οποίου γίνεται επίκληση από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες και προσκομίζεται από αυτούς προς επίρρωση της καταθέσεως του μάρτυρά τους, το πρώτον με την προσθήκη (αυτών)-Β΄ αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων, δηλαδή μετά την κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (ήτοι μετά την 3-5-2018) και εντός της οριζόμενης προθεσμίας για την προσθήκη-αντίκρουση, το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη, καθόσον δεν προσάγεται για την αντίκρουση ισχυρισμών, που προβλήθηκαν από τον εκκαλούντα-εναγόμενο το πρώτον με τις προτάσεις και κατά τη συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Στις 15-12-2012, ο ……., ο οποίος είχε γεννηθεί το έτος 1958, ήτοι ήταν τότε ηλικίας 54 περίπου ετών, ναυτικός, σύζυγος της πρώτης των εναγόντων και πατέρας των δεύτερου και τρίτης των εναγόντων, ενήλικων τέκνων, μετέβη από το Κερατσίνι, όπου βρισκόταν η οικογενειακή τους στέγη στην …….. Τροιζηνίας, για να επισκεφθεί την υπερήλικη μητέρα του ……….. Κατά τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας μετέβη στο καφενείο ιδιοκτησίας ………., που βρίσκεται στην ……. Αργολίδας, προκειμένου να παρακολουθήσει ποδοσφαιρικό αγώνα, παρέα με άλλους συγχωριανούς του. Εκεί, μεταξύ άλλων, βρισκόταν ήδη ο εναγόμενος, γεννηθείς το έτος 1944, ήτοι ήταν τότε ηλικίας 68 περίπου ετών, συνταξιούχος σωφρονιστικός υπάλληλος, πατέρας μιας ενήλικης θυγατέρας και διαζευγμένος από ετών, που κατοικούσε στο χωριό ……. Τροιζηνίας, με τον αδελφό του …. και άλλα δύο άτομα και συζητούσαν για την οικονομική κρίση. Ο ……… κάθισε σε διπλανό τραπέζι, παρέα με τον ……… και δεν συμμετείχε στη συζήτηση των άλλων. Κατά τις συζητήσεις που έγιναν στο καφενείο ο εναγόμενος, ο οποίος κατανάλωνε κρασί, όπως και όλοι οι θαμώνες αυτού, στη συνήθη για τις περιπτώσεις αυτές ποσότητα, εξοργίστηκε με την παρουσία του …….. επικαλούμενος, ότι, λόγω της αποτυχημένης στο παρελθόν επιχειρηματικής του δραστηριότητας θερμοκηπίων, για την οποία αυτός (………..) είχε λάβει επιδότηση, ήταν ένας από τους υπεύθυνους της οικονομικής κρίσης. Έτσι με θράσος και χωρίς να προκληθεί από τον ……, σηκώθηκε από το δικό του τραπέζι και πήγε στο τραπέζι του τελευταίου χτυπώντας το χέρι του πάνω σ΄ αυτό, αποκαλώντας τον «παλιοκουμμούνι». Ο ………., του απάντησε ήρεμα «άσε ρε φίλε, ήρθα να δω ποδόσφαιρο», γεγονός που εξόργισε τον εναγόμενο και πήρε μια καρέκλα για να τον χτυπήσει, πλην όμως ο …….. πρόλαβε να υποχωρήσει, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος να πέσει στο πάτωμα. Μετά από αυτά, ο ………, ο οποίος ήταν φιλήσυχος και πράος, μη θέλοντας να δώσει συνέχεια στο περιστατικό, επέλεξε να αποχωρήσει. Φεύγοντας, πέρασε από το κατάστημα mini market (παντοπωλείο) της ανιψιάς του, …….., και στη συνέχεια μετέβη στην ταβέρνα του …….., στο χωριό …… Τροιζηνίας. Εκεί περί ώρα 19:30-20:00 παρήγγειλε φαγητό σε πακέτο, για να το πάρει στο σπίτι του. Κατά την αναμονή, του τηλεφώνησε ο αδελφός του εναγομένου, …… και του είπε να φύγει, ώστε να μην συναντηθεί με τον εναγόμενο, όπως και έπραξε ο ……… Έτσι ο …….., αφού πήρε σε πακέτο φαγητό από την ταβέρνα του …….., επέστρεψε στην οικία του, παρακείμενη και με κοινή αυλή με αυτήν της μητέρας του. Ο εναγόμενος ακολουθούσε τον ……….. και, όταν ο τελευταίος έφθασε στην οικία του, ο εναγόμενος χτύπησε τη θύρα αυτής και άρχισε να έρχεται σε αντιπαράθεση με τον ……, ο οποίος του είπε «τι θες ρε». Στη συνέχεια απωθήθηκαν και ο εναγόμενος άρχισε να τον κυνηγά στην αυλή. Η ……., οικιακή βοηθός στην οικία της μητέρας του ……, άκουσε χτυπήµατα στη θύρα του …….. και φωνές, που προέρχονταν από τον εναγόμενο, οπότε κοίταξε από το παράθυρο και είδε στην είσοδο της οικίας τον εναγόμενο να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον ……. Τότε, η τελευταία (……) έτρεξε έξω από την οικία της μητέρας του (…..) και απευθυνόµενη προς τον εναγόμενο τον προέτρεψε να φύγει γιατί θα καλούσε την Αστυνοµία. Παράλληλα βγήκαν έξω από την οικία της μητέρας του …….. όπου είχαν μεταβεί, για να εορτάσουν τα γενέθλια φίλης του υιού της προαναφέρομενης ….., ο υιός της …… και ο κοινός τους φίλος …. και παρακολουθούσαν από µακρύτερα. Όταν η … . είδε το µαχαίρι, µπήκε ανάµεσα στους δύο άνδρες (εναγόμενο και …….) κοιτώντας τον εναγόμενο και σε απόσταση µισό µέτρο από αυτόν. Αυτός δεν της µίλησε, απλώς την κοίταξε και εκείνη, αφού τον προέτρεψε να σταµατήσει, πλην µαταίως, αποµακρύνθηκε. Τότε ο …… και ο .. … επιχείρησαν µε τη σειρά τους να πλησιάσουν τους δύο άνδρες, αλλά ο ……. τους φώναξε ότι κρατάει µαχαίρι και αυτοί σταµάτησαν. Ωστόσο, και ενώ αµφότεροι λογοµαχούσαν βρισκόµενοι στο µέσο περίπου της αυλής και πολύ κοντά ο ένας µε τον άλλον, ο εναγόμενος συνέχισε να προτείνει το µαχαίρι, ο ……. προσπαθούσε να τον αποφύγει προτείνοντας το πόδι του προς το σώμα του εναγομένου, αλλά αυτός με σταθερή και ευθεία κίνηση προς τα εμπρός, του κατάφερε δυνατά μαχαιριά με αποφασιστική κίνηση και ευστοχία και χωρίς τρεμούλιασμα ή δισταγμό και στη συνέχεια. αφού είδε το θύμα, που πρόλαβε να πει «με μαχαίρωσε», πεσμένο στο έδαφος, αποχώρησε με το μαχαίρι στο χέρι. Το τραύμα που κατέφερε ο εναγόμενος στον …….. ήταν διαστάσεων 4 – 5 εκ., εντοπίζεται δε στην άνω επιγάστρια υποξιφοειδική χώρα, 2-3 εκ. αριστερά της μέσης γραμμής. Συγκεκριμένα υπήρχαν τρώσεις περικαρδίου στην πρόσθια κατώτερη επιφάνεια, στο μεσοθωράκιο, στο πλάγιο τοίχωμα καρδίας 4 εκ. περίπου, κάθετες στον επιμήκη άξονα, ο θάνατος δε του ……., επήλθε από βαρύτατη κάκωση θώρακος από νύσσον και τέμνον όργανο. Η ……., εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου (Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά), στο οποίο παραπέμφθηκε ο εναγόμενος για να δικαστεί για τις πράξεις α) της ανθρωποκτονίας με πρόθεση από δράστη ευρισκόμενο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) της παράνομης οπλοφορίας, γ) της οπλοχρησίας και δ) της παράνομης κατοχής κυνηγητικών όπλων, όπλων, μαχαιριών και πυρομαχικών, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι πλησιάζοντας η ίδια τον εναγόμενο φαινόταν από τα μάτια του μεθυσμένος και ότι της μύριζε κρασί, συμπληρώνοντας στη συνέχεια, και με βάση όσα η ίδια ως αυτόπτης μάρτυρας βίωσε, ότι ο εναγόμενος ασφαλώς γνώριζε τι έκανε, ότι ήρθε με σκοπό να σκοτώσει, ότι το μαχαίρι το έβαλε με δύναμη, ήταν μια και έξω και μετά έφυγε. Ενώπιον δε του δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου (Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πειραιώς), που επιλήφθηκε της υποθέσεως κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από τον ήδη εναγόμενο κατά της εις βάρος του καταδικαστικής απόφασης του προαναφερόμενου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά, η ως άνω μάρτυρας ερωτώμενη σχετικά με την αναφορά της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ήδη εναγόμενος φαινόταν από τα μάτια του μεθυσμένος, αρνήθηκε παντελώς τα περί μέθης και απέδωσε την εν λόγω αναφορά ότι έγινε από παραδρομή, επειδή δεν γνωρίζει άριστα την ελληνική γλώσσα, συμπληρώνοντας σχετικά ότι πράγματι ο εναγόμενος της μύρισε κρασί, όταν τον πλησίασε. Ωστόσο, με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο επιβεβαίωσε, ότι ήξερε πολύ καλά τι έκανε, ότι ήταν σε θέση να αντιπαρατεθεί με τον ……….., να σπρώχνεται σταθερά μαζί του, έχοντας καλή στήριξη στα πόδια του, ευθεία και εύστοχη κίνηση του μαχαιριού στο αριστερό μέρος του θώρακα και κοντά στην καρδιά. Αναφορικά με το ζήτημα τούτο, σαφείς ήταν και οι καταθέσεις των λοιπών αυτοπτών μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου, οι οποίοι με τρόπο πειστικό κατέθεσαν ότι ο εναγόμενος δεν ήταν μεθυσμένος και ότι, αφού μαχαίρωσε το θύμα, έφυγε νηφάλιος και σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Άλλωστε και κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, οι εξεταζόμενοι μάρτυρες (πλην του ……., όπως θα αναφερθεί παρακάτω), ουδέ καν αναφέρθηκαν σε μέθη του εναγομένου ούτε κατέθεσαν ότι αυτός λόγω της κατανάλωσης κρασιού δεν είχε συνείδηση των πραττομένων του, αλλά μόνον ότι κατά την παραμονή του στο καφενείο του …….. ήπιε κρασί (όπως άλλωστε και οι λοιποί θαμώνες και επίσης το θύμα, γεγονός σύνηθες στις παρέες των καφενείων) και μάλιστα σε προγενέστερο της πράξεως χρόνο, δηλαδή κατά τις 6:00 το απόγευμα, ενώ η πράξη έλαβε ώρα στις 10:00 περίπου το βράδυ. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί, ότι και ο ίδιος ο αδελφός του εναγομένου, ………, μάρτυρας στο δευτεροβάθμιο ποινικό Δικαστήριο, που το απόγευμα της ίδιας ημέρας βρισκόταν παρέα μαζί του, συνεπώς είχε απόλυτη αντίληψη των γεγονότων, κατά τη γενόμενη μια εβδομάδα μετά το συμβάν προανακριτική του κατάθεση, σε ουδεμία απολύτως σχετική αναφορά αναφέρθηκε και μάλιστα ουδέ καν ότι στο καφενείο ο εναγόμενος ήπιε με τη λοιπή παρέα κρασί, πλην και μόνον για πρώτη φορά κατά την εξέλιξη της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου. Ο μόνος, όπως ήδη ειπώθηκε, μάρτυρας που προανακριτικά αναφέρθηκε ότι ο εναγόμενος ήταν μεθυσμένος, είναι ο …….., χωρίς ωστόσο και ουδόλως να πείθει για την αλήθεια του ισχυρισμού του, που κρίνεται ασαφής και αόριστος. Ειδικότερα ο ίδιος στην προανακριτική του κατάθεση αναφέρει ότι δράστης και θύμα ήρθαν στα χέρια, λόγω της αντιπαράθεσής τους για πολιτικά θέματα και τους χώρισε αυτός και ο ……… και ότι στις 9:00 περίπου ο εναγόμενος έφυγε μεθυσμένος από το καφενείο, χωρίς να προσδιορίζει ούτε το είδος ούτε την ποσότητα του αλκοόλ που κατανάλωσε. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου συμπλήρωσε ότι, στο χρόνο που θύμα και εναγόμενος ήταν στο καφενείο του, ο ίδιος δεν ήταν πάντα παρών, καθώς απασχολούνταν με την πώληση καυσίμων στην όμορη με το καφενείο επιχείρηση που διατηρεί και ότι η σύζυγός του τον ενημέρωσε για το τσακωμό τους, ότι αυτός συνέστησε στο θύμα να φύγει, γιατί ο εναγόμενος ήταν μεθυσμένος, ότι ο τελευταίος ήρθε στο καφενείο περί τις 6:00 το απόγευμα, ενώ ο ίδιος ο εναγόμενος, στην προανακριτική του απολογία, αναφέρει ότι στο καφενείο του …….. πήγε κατά τις 2:00 το μεσημέρι, σε άλλο σημείο της κατάθεσής του αναφέρει ότι δεν ξέρει εάν ο εναγόμενος ήπιε στο καφενείο και τέλος ότι ο τελευταίος παραπατούσε από τη μέθη, χωρίς να δίνει απαντήσεις πώς παρά ταύτα ήταν σε θέση να συζητά για πολιτικά ζητήματα και πολύ περισσότερο, πώς διήνυσε απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων, που απέχει το καφενείο του από τον τόπο του εγκλήματος και μάλιστα με στροφές. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος μετά την τέλεση της πράξεως εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε μόνος του στις 19-12-2012, οπότε και υποβλήθηκε στην εκτέλεση του υπ΄ αρ. …….. από 15-12-2012 εντάλματος του Ανακριτή Πειραιά. Ωστόσο, στις 11:00 περίπου το βράδυ της ίδιας ημέρας (15-12-2012), επικοινώνησε με τον αδελφό του ……., για να του πει να πάει να ταΐσει τα πρόβατά του και να βάλει έναν εργάτη να μαζέψει τις ελιές, αποφεύγοντας να απαντήσει για το περιστατικό που προηγήθηκε, αν και ρωτήθηκε από τον αδελφό του. Ο ίδιος, απολογούμενος αρχικά, ενώπιον της Αστυνομίας, ανέφερε ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει, αλλά ότι μετά το καφενείο πήγε να δει μια θεία του, που κατοικεί απέναντι από την οικία του ……. και βλέποντας το αυτοκίνητό του σκέφτηκε, πριν επισκεφθεί τη θεία του, να του ζητήσει εξηγήσεις γιατί τον χτύπησε στο καφενείο, αν και κάτι τέτοιο από καμία μαρτυρική κατάθεση δεν προέκυψε, αλλά αντίθετα ότι αυτός ήταν που επεχείρησε να επιτεθεί στο θύμα και τον ξεχώρισε ο αδελφός του και ο ……. Επίσης, υποστήριξε ότι, μόλις ο ……. άνοιξε τη θύρα, τον χτύπησε στο στομάχι που είχε εγχειριστεί και τότε, χωρίς να το καταλάβει, έβγαλε το μαχαίρι και τον μαχαίρωσε στα τυφλά. Ανέφερε, επίσης, ότι στο καφενείο του ……. πήγε κατά τις 2:00 το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, στοιχείο που επίσης δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν, ότι από εκείνη την ώρα έπινε κρασί με διάφορους φίλους, τους οποίους δεν κατονομάζει, ότι καθόταν στο ίδιο τραπέζι με το θύμα, που τον ονομάζει φίλο του, στοιχείο που επίσης δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν, αντίθετα αποδείχτηκε ότι κάθονταν σε διαφορετικά τραπέζια, και όλα τα παραπάνω χωρίς καμία απολύτως αναφορά ότι ήταν μεθυσμένος και μάλιστα ότι κατανάλωσε τέτοια ποσότητα αλκοόλ, ώστε να μην έχει συνείδηση των πραττομένων και του αδίκου της πράξεώς του. Στην αναφορά αυτή περί μέθης και υπό την προεκτεθείσα έννοια, για πρώτη φορά αναφέρθηκε στο στάδιο της ανάκρισης και στη συνέχεια ενώπιον του πρωτοβάθμιου, του δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, χωρίς, ωστόσο, και λαμβανομένων υπόψη όλων όσων προεκτέθηκαν σχετικά με το ζήτημα τούτο, να αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του αυτός. Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο εναγόμενος, με σκοπό να ολοκληρώσει τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, δεν δίστασε να ακολουθήσει υπομονετικά και σταθερά το θανόντα στη διαδρομή του από το καφενείο του …..στην …. Αργολίδας μέχρι την κατοικία του (θανόντος) στο χωριό ……. Τροιζηνίας, ώστε να επιφέρει το αποτέλεσμα που είχε προαποφασίσει, αφού προηγουμένως απέφυγε να επιτεθεί στην οικιακή βοηθό, που μπήκε ανάμεσα στον ίδιο και το θύμα, αναμένοντας να απομακρυνθεί, αυτή πρώτα, ώστε απρόσκοπτα να επιτελέσει το σκοπό του. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι ακολούθησε το θύμα, φέροντας μαχαίρι μήκους λάμας 15 εκατοστών μετά την αποχώρησή του από το καφενείο του …….., όπου είχε διαδραματιστεί το προσβλητικό για το θανόντα επεισόδιο, που είχε προκαλέσει ο εναγόμενος, στο οποίο ο θανών επέλεξε να μην απαντήσει, για να μη δώσει συνέχεια. Επίσης, από το γεγονός ότι, όταν ο θανών έφθασε στο χωριό …., στην ταβέρνα του …….., σε απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων, ειδοποιήθηκε από τον αδελφό του εναγομένου να αποχωρήσει και από εκεί, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο εναγόμενος έδειχνε αδιαμφισβήτητη επιμονή στην καταδίωξη του θύματος, με εμφανείς τις κακές προθέσεις του έναντι αυτού. Επιπλέον και από το γεγονός ότι τον ακολούθησε στην οικία του, όπου ο θανών κατέφυγε, προκειμένου να αποφύγει την επιθετική του συμπεριφορά. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς με την υπ΄ αρ. 194, 197, 201, 202/2015, ήδη αμετάκλητη, απόφασή του, αφού απέρριψε ομοφώνως τον προβαλλόμενο αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 36 του ΠΚ (μειωμένου καταλογισμού λόγω μέθης), κήρυξε, τον ήδη εναγόμενο, ένοχο των πράξεων α) της ανθρωποκτονίας με πρόθεση από δράστη ευρισκόμενο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) της παράνομης οπλοφορίας, γ) της οπλοχρησίας και δ) της παράνομης κατοχής όπλων, μαχαιριών και πυρομαχικών και καταδίκασε αυτόν σε ισόβια κάθειρξη για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και επιπλέον (συνολικά) σε ποινή φυλάκισης 2 ετών για τις πράξεις της παράνομης οπλοφορίας, της οπλοχρησίας και της παράνομης κατοχής όπλων, μαχαιριών και πυρομαχικών, καθώς και σε συνολική χρηματική ποινή 1.500 ευρώ. Ειδικότερα, ως προς την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση τον κήρυξε ένοχο για το ότι στις 15-12-2012 στην ……. Τροιζηνίας Αττικής από πρόθεση σκότωσε άλλον και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο, με ανθρωποκτόνο δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σκότωσε τον … ., κάτοικο …. Αττικής, με τη χρήση μαχαιριού με λάμα μήκους δεκαπέντε (15) εκατοστών περίπου, με το οποίο τον έπληξε στην αριστερή θωρακική χώρα και κατόπιν τράπηκε σε φυγή. Επομένως, εφόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος, κατά την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας, βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, που τον είχε καταστήσει ανήμπορο να ελέγξει τον εαυτό του και τις πράξεις του, ο σχετικός περί του αντιθέτου ισχυρισμός, που προβάλει ο εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της έφεσης, (ήτοι περί του ότι κατά την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, που τον είχε καταστήσει ανήμπορο να ελέγξει τον εαυτό του και τις πράξεις του), πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, όπως προαναφέρθηκε, ηλικίας κατά το χρόνο του συμβάντος, 68 περίπου ετών, και ήδη 74 περίπου ετών, από την 7-4-2006 έως την 30-4-2006, νοσηλεύτηκε στην Α΄ Πανεπιστημιακή Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αθήνας «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ», λόγω νεοπλάσματος στομάχου. Στις 7-4-2006 δε υποβλήθηκε σε ολική γαστρεκτομή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι συνταξιούχος σωφρονιστικός υπάλληλος, όπως επίσης προαναφέρθηκε, λαμβάνοντας ως σύνταξη ήδη το ποσό των 940 περίπου ευρώ. Κατά τα φορολογικά έτη 2015 και 2016 δήλωσε στην αρμόδια ΔΟΥ ως εισόδημα τα ποσά των 16.179,30 και 15.223,50 ευρώ αντίστοιχα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι κύριος μίας (πέτρινης) μονοκατοικίας, επιφάνειας 80 περίπου τ.μ., αξίας 150.000 ευρώ, που βρίσκεται στην ………… Αργολίδας και διατηρείται σε καλή κατάσταση, καθώς και ενός ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής HYUNDAI, τύπου LANDRA, 1.600 κυβικών. Είναι, επίσης, συγκύριος, κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου, α) ενός ακινήτου (μονοκατοικίας), επιφάνειας 100 περίπου τ.μ. με βοηθητικούς χώρους, αξίας 40.000 περίπου ευρώ, που βρίσκεται στο Δήμο Τροιζηνίας, β) ενός οικοπέδου 2.000 τ.μ., που βρίσκεται στο Δήμο Τροιζηνίας και γ) ελαιώνων, συνολικής εκτάσεως 150 περίπου στρεμμάτων που βρίσκονται στην Τροιζηνία. Παράλληλα διαθέτει 100 (αμνοερίφια). Το θύμα, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ηλικίας, κατά το χρόνο του θανάτου του, 54 περίπου ετών, είχε τελέσει νόμιμο γάμο με την πρώτη των εναγόντων, που γεννήθηκε το έτος 1954, ήτοι κατά τον ως άνω χρόνο του θανάτου του συζύγου της, ήταν ηλικίας 58 περίπου ετών και είχε αποκτήσει δύο τέκνα, ήτοι τον ……., που γεννήθηκε το έτος 1986 και την …… που γεννήθηκε το έτος 1988, ήτοι κατά τον ως άνω χρόνο του θανάτου του πατέρα τους, ήταν ηλικίας 26 και 24 περίπου ετών αντίστοιχα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο θανών, επίσης κατά το χρόνο του θανάτου του, ήταν ναυτικός σε ρυμουλκό στον ΟΛΠ και τα μηνιαία καθαρά εισοδήματά του ανέρχονταν στο ποσό των 2.500 περίπου ευρώ. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι διέθετε (ο θανών). Με τα εισοδήματα αυτά το θύμα συντηρούσε και διέτρεφε και τη σύζυγό του, δεδομένου ότι αυτή δεν εργαζόταν, ούτε είχε περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και γενικά δεν μπορούσε να αυτοδιατραφεί, αλλά παρείχε μόνον τις προσωπικές της υπηρεσίες στη φροντίδα του συζυγικού οίκου, οι οποίες (υπηρεσίες) είναι αποτιμητές σε χρήμα, ενώ δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις (είναι απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου) ή δεξιότητες αλλά ούτε και οποιαδήποτε εργασιακή εμπειρία. Για τους λόγους δε αυτούς και επιπλέον και λόγω της ηλικίας της, αλλά και της γενικότερης οικονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας δεν δύναται να εξεύρει εργασία κατάλληλη για αυτήν και να εξασφαλίσει εισόδημα, ώστε να καλύψει τις διατροφικές της ανάγκες. Σε κάθε περίπτωση, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η ζημία του άρθρου 928 του ΑΚ συνίσταται στο ποσό της διατροφής, που πράγματι θα όφειλε ο υπόχρεος σύζυγος, εάν ζούσε, δεν είναι αποδεκτό να απαιτηθεί από τον ζώντα σύζυγο, να μεταβάλει τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης, δηλαδή να εργαστεί ή να εκποιήσει περιουσιακά του στοιχεία, μολονότι δεν εργαζόταν, όπως εν προκειμένω η πρώτη των εναγόντων, ή δεν θα έπραττε τούτο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, αποκλειστικά και μόνο για να εξοικονομήσει όσα στερήθηκε από το θανόντα. Και τούτο διότι ο δικαιούμενος διατροφής σύζυγος πρέπει να τοποθετηθεί, από την άποψη του άρθρου 928 του ΑΚ, στη θέση που θα βρίσκονταν, εάν ο θανατωθείς σύζυγος παρέμενε στη ζωή. Το θύμα δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ζούσε τουλάχιστον επί μία διετία από την επίδοση της ένδικης αγωγής, μέχρι δε, τότε θα μπορούσε, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, να διατρέφει τη σύζυγό του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον θανόντα σύζυγό της, οφειλόμενη συνεισφορά της πρώτης των εναγόντων, για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας, (όπως παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα), που αποτιμάται σε χρήμα. Για τον ίδιο δε σκοπό ο θανών συνεισέφερε τα εισοδήματά του από την εργασία του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παροχή αυτή, της πρώτης των εναγόντων, των συνδεόμενων με τη συνοίκηση προσωπικών φροντίδων και υπηρεσιών της στο συζυγικό οίκο, αποτιμάται σε 150 ευρώ μηνιαίως. Η πρώτη των εναγόντων, μετά το θάνατο του συζύγου της, έχει να αντιμετωπίσει τις δαπάνες διατροφής, ένδυσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και εν γένει δαπάνες για τα έξοδα της οικίας (όπως λογαριασμούς κοινής ωφέλειας), όπως αυτές προκύπτουν από τον τρόπο και το επίπεδο της διαβίωσής τους με το θανόντα-σύζυγό της, ήτοι την ηλικία της και τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η πρώτη των εναγόντων υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης θα απολάμβανε από τα προαναφερόμενα μεγαλύτερα εισοδήματα του συζύγου της. Με τα δεδομένα αυτά η πρώτη των εναγόντων, δικαιούται αποζημίωση για στέρηση διατροφής, έναντι του εναγομένου, που προσδιορίζεται στο ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως. Το ποσό αυτό αποτελεί την αναλογία, που ο θανών θα συνεισέφερε και αντίστοιχα θα απολάμβανε η πρώτη των εναγόντων στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των συνεισφορών των ως άνω συζύγων, που δικαιούται να αξιώσει η πρώτη των εναγόντων ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής κατά το χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής, χρονικό διάστημα κατά το οποίο, με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως, θα εξακολουθούσε να απολαμβάνει (ως άνω ποσό), εάν δεν συνέβαινε το ένδικο συμβάν. Η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει την ως άνω αποζημίωση στην πρώτη των εναγόντων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι ο θανών, εάν εργαζόταν οπουδήποτε στην ηλικία των 54 ετών, που απεβίωσε, θα είχε δημιουργήσει προϋποθέσεις συντάξεως αυτής λόγω χηρείας, όπως ισχυρίζεται αβάσιμα ο εναγόμενος, δεδομένου ότι η υποχρέωσή του προς αποζημίωση δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε (άρθρο 930 παρ. 3 του ΑΚ), αλλά είναι επιτρεπτή η σωρευτική απόληψη από τον δικαιούχο αμφοτέρων των παροχών, ήτοι, τόσον της αποζημιώσεως από τον υπαίτιο της αδικοπραξίας, όσον και των υπό τρίτου παροχών ιδίως της παροχής συντάξεως υπό του ασφαλιστικού ταμείου (ΝΑΤ), αφού, κατά τον επίδικο χρόνο που έλαβε χώρα το συμβάν και συντελέστηκαν τα παραγωγικά γεγονότα του ένδικου δικαιώματος, ο νομοθέτης δεν όριζε διαφορετικά. Η δε εκ μέρους του εναγομένου επίκληση της αδυναμίας του να καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 1.500 ευρώ στην πρώτη των εναγόντων, άνευ διακινδυνεύσεως της δικής του διατροφής, δεν άγει σε διαφορετική κρίση, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η εκ του άρθρου 928 εδ. β΄ του ΑΚ απορρέουσα αξίωση είναι γνήσια αξίωση αποζημιώσεως και δεν δικαιολογεί ούτε επιτρέπει την πρόταση της ένστασης διακινδύνευσης ιδίας διατροφής, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί, που προβάλλει ο εναγόμενος με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης και τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αυτής (έφεσης), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω σύζυγος και τέκνα του θανόντος συνδέονταν μαζί του με στενούς και ιδιαίτερους δεσμούς αμοιβαίας αγάπης και στοργής, η δε σύζυγος και η θυγατέρα του διέμεναν μαζί του, κατά τον κρίσιμο χρόνο του θανάτου αυτού, στην οικογενειακή τους στέγη στο Κερατσίνι, ενώ ο υιός του, μόλις λίγους μήνες πριν το θάνατο του πατέρα του, άρχισε να διαμένει σε μισθωμένη οικία στον Πειραιά, εξακολουθώντας να διατηρεί με εκείνον άψογες σχέσεις. Ο αιφνίδιος και τραγικός θάνατός του, κάτω από τις συνθήκες που προεκτέθηκαν, προκάλεσε σ΄ αυτούς έντονα συναισθήματα ψυχικού πόνου, θλίψης και απογοήτευσης. Επομένως, δικαιούνται χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η εγκληματική πράξη του εναγομένου, την αποκλειστική υπαιτιότητα αυτού, τη βαρύτητα και το είδος του πλήγματος που επέφερε στο θανόντα, της ηλικίας του θύματος και του εναγομένου, της ηλικίας και της ευαισθησίας των εναγόντων οικείων του (κατά το χρόνο του συμβάντος), της σχέσης τους ως συζύγων με την πρώτη των εναγόντων και του βαθμού συγγένειας του δεύτερου και της τρίτης από αυτούς (ενάγοντες) με τον θανατωθέντα, καθώς και την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων, κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν στην πρώτη των εναγόντων-σύζυγό του το ποσό των 60.000 ευρώ και στους δεύτερο και τρίτη των εναγόντων-τέκνα του το ποσό των 50.000 ευρώ στον καθένα από αυτούς, ποσά τα οποία, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, κρίνονται εύλογα. Επομένως, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός, που προβάλλει ο εναγόμενος με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει 1) στην πρώτη των εναγόντων α) το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ το πρώτο πενθήµερο εκάστου µηνός και για µια διετία από την επίδοση της αγωγής, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης και β) το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και 2) στον δεύτερο και στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στον καθένα από αυτούς. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την από 10-10-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3564/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 10-10-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση.
Διατάσσει, κατά πλειοψηφία, την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. …………../2017 e-παράβολο, στον εκκαλούντα.
Εξαφανίζει, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 3564/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Κρατεί και δικάζει, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, την από 1-10-2014 (αρ. καταθ. ……./2014) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει 1) στην πρώτη των εναγόντων α) το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ το πρώτο πενθήµερο εκάστου µηνός και για µια διετία από την επίδοση της αγωγής, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης και β) το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και 2) στον δεύτερο και στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στον καθένα από αυτούς.
Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 7.000 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 4 Aπριλίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 20 Ιουνίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών Δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ