Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 349/2019

 Έφεση κατ’ αποφάσεως που απέρριψε ως παθητικώς ανομιμοποίητη αγωγή πλοιοκτήτη κατά των νομίμων εκπροσώπων της διαχειρίστριας του πλοίου αλλοδαπής εταιρίας, που είχαν χορηγήσει στους ναυλωτές του πλοίου εντολές καταβολής των οφειλομένων στην ενάγουσα ναύλων προς τρίτες εξωχώριες εταιρίες [και] δικών τους συμφερόντων, με αίτημα κατά το δικόγραφο της αγωγής την παράδοση των σχετικών εγγράφων της διαχείρισης και κατά τις πρωτόδικες προτάσεις την παροχή λογοδοσίας εκ μέρους των εναγομένων φυσικών προσώπων, που φέρονται ότι άσκησαν de facto διαχείριση των επίμαχων ναύλων. Νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης και ευθύνη του διαχειριστή για κάθε πταίσμα και προς λογοδοσία.  Η  πλημμελής διαχείριση, αν έχει ανατεθεί με σύμβαση σε νομικό πρόσωπο, παράγει ευθύνη, δικαιοπρακτική ή και εξωδικαιοπρακτική, η οποία καταλογίζεται στο νομικό πρόσωπο που ασκεί τη διαχείριση, χωρίς, όμως, ο νόμιμος εκπρόσωπός του, που υπέπεσε στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά την πλημμέλεια της διαχειρίσεως, να βαρύνεται με ατομική υποχρέωση λογοδοσίας προς τον κύριο της υποθέσεως, ακόμα και αν με άδικη και υπαίτια πράξη του κατά την εκτέλεση των καταστατικών καθηκόντων του προκάλεσε ζημία στο φορέα της υπό διαχείριση περιουσίας, ευθυνόμενος μόνον σε αποζημίωση εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο υπό τους όρους του άρθρου 71 ΑΚ. Απαράδεκτη μεταβολή του αιτήματος όταν επί υποκειμενικής σώρευσης αγωγών στο ίδιο δικόγραφο ο εκκαλών – ενάγων με την έφεση απευθύνει αίτημα, που στρεφόταν πρωτοδίκως κατά του εναγομένου της μιας από τις σωρευόμενες αγωγές, εναντίον του εναγομένου της άλλης αγωγής. De facto διαχείριση υπάρχει όταν ο διαχειριστής επιλαμβάνεται αυτογνωμόνως και όχι όταν ενεργεί κατ’ ενάσκηση νόμιμου ή συμβατικού δικαιώματός του. Προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 902 και 304 ΑΚ. Πολλαπλώς απαράδεκτο το αγωγικό αίτημα επίδειξης εγγράφων, όπως και το αίτημα παροχής πληροφοριών, που προϋποθέτει ευθύνη του εναγομένου από άλλη διάταξη. Αν οι πληροφορίες ζητούνται στα πλαίσια συμβάσεως εντολής ο ενάγων εντολέας στρέφεται κατά του εντολοδόχου, ο οποίος υπέχει τη σχετική υποχρέωση και νομιμοποιείται παθητικά και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο κατ’ αυτού του ιδίου και όχι κατά των φυσικών προσώπων που ασκούν τη διοίκησή του. Ορθή απόρριψη της αγωγής. Απορρίπτει την έφεση.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   349/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη από 18.6.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/19.6.2018 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./19.6.2018 έφεση, με την οποία πλήττεται η κατ’ αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία με αριθμό 2301/2018 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεώς τους η από 28.3.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./30.3.2017 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, που στράφηκε και εναντίον των ήδη εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 1 ΚΠολΔ, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης που πραγματοποιήθηκε στις 22.5.2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ….. στο κοινοποιηθέν αντίγραφό της, που, με παραγγελία υπογραφόμενη από τον πληρεξούσιο κατ’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας δικηγόρο των εκ των εναγομένων νυν εφεσίβλητων, επιδόθηκε κατ’ άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, που την εκπροσώπησε στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, την είχε δε εκπροσωπήσει και κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Επομένως, εφόσον η έφεση παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012, παράβολο (βλ. το με αριθμό …. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 18.6.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα αλλοδαπή, εδρεύουσα στις Νήσους Μάρσαλ, εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά φορτηγού (Φ/Γ: Μ/V) πλοίου P, με την αγωγή της αναφέρθηκε στη διαχείριση (εμπορική, τεχνική και οικονομική) του πλοίου της, που άσκησε η πρώτη των εναγομένων, ομοίως αλλοδαπή, εδρεύουσα στις Νήσους Μάρσαλ, εταιρία με την επωνυμία «………..» κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο του έτους 2011, οπότε της την ανέθεσε με σύμβαση, έως και την 5η.8.2015, οπότε την κατήγγειλε και υποστήριξε, αφενός, ότι από της αρχής του θέρους του έτους 2014 έπαυσε με υπαιτιότητα της διαχειρίστριας να λαμβάνει γνώση των διαχειριστικών ενεργειών της και των οικονομικών λογαριασμών της εκμεταλλεύσεως του πλοίου και, αφετέρου, ότι οι τρίτη και τέταρτη των εναγομένων (εφεσίβλητες) υπό την κατά το χρονικό εκείνο διάστημα ιδιότητά τους ως νόμιμες εκπρόσωποι του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της πρώτης εναγομένης η πρώτη και της αυτής αντιδίκου της (δηλαδή της διαχειρίστριας εταιρίας) η δεύτερη από αυτές (εφεσίβλητες), χορήγησαν παρά το νόμο εντολές καταβολής οφειλομένων στην ενάγουσα ναύλων προς τρίτες εξωχώριες εταιρίες συμφερόντων είτε δικών τους είτε και του δεύτερου των εναγομένων, νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας κατά την άσκηση της αγωγής και συγγενικού τους (των εφεσιβλήτων) προσώπου. Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα ζήτησε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Α] να υποχρεώσει με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και με την απειλή ποινών έμμεσης εκτέλεσης, απαγγελλόμενων σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, . … του …., την διαχειρίστρια εταιρία «……» (πρώτη εναγόμενη) 1] σε παροχή λογοδοσίας, στην οποία να επισυναφθούν τα αναλυτικώς στην αγωγή αναφερόμενα έγγραφα και 2] στην καταβολή του ενεργητικού καταλοίπου της διαχείρισης που ενδεχομένως προέκυπτε, με το νόμιμο τόκο από την 5η.8.2015 άλλως από την επίδοση της αγωγής και Β] να υποχρεώσει με την απειλή χρηματικής ποινής και δι’ απαγγελίας προσωπικής σε βάρος τους κρατήσεως τις λοιπές δύο [2] εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες να επιδείξουν στην ενάγουσα και να της παραδώσουν αντίγραφα α] των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των εταιριών προς τις οποίες εμβάστηκαν κατ’ εντολή τους οι οφειλόμενοι σ’ αυτήν (ενάγουσα) ναύλοι κατά το χρονικό διάστημα από 1ης.5.2015 έως και 5.8.2015 και β] των εντολών που έδωσαν προς τους ναυλωτές του M/V P. για την καταβολή των ναύλων αυτών στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ως άνω εξωχώριων εταιριών. Με τις έγγραφες δε προτάσεις της, που κατ’ άρθρο 237 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ  κατέθεσε πριν τη συζήτηση της αγωγής της, η ενάγουσα, αφενός, κατονόμασε ως λήπτριες των εν λόγω ναύλων τις (τρίτες – μη διάδικες) εταιρίες …… και ………., των οποίων δεν παρέθεσε λοιπά προσδιοριστικά της ταυτότητάς τους στοιχεία, όπως τον τόπο της καταστατικής ή της πραγματικής έδρας τους, εκτός της μνείας ότι σε τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης από αυτές κατατέθηκε σε χρόνο προγενέστερο του επιδίκου το τίμημα της πωλήσεως μέρους των μετοχών της ενάγουσας από τον (πωλητή) δεύτερο εναγόμενο προς τους (αγοραστές) αδελφούς … και .. … του …., ήδη μετόχους της και, αφετέρου, υποστήριξε ότι οι τρίτη και τέταρτη εναγόμενες (ήδη εφεσίβλητες) ενήχθησαν για την ικανοποίηση αξιώσεων που η ενάγουσα διατηρεί κατ’ αυτών με περιεχόμενο τόσον την παροχή λογοδοσίας στην οποία αυτές υποχρεούνται είτε επειδή άσκησαν πραγματική (de facto) διαχείριση των οφειλομένων σ’ αυτή ναύλων, τους οποίους διοχέτευσαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ως άνω off shore εταιριών είτε υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμες εκπρόσωποι της διαχειρίστριας του πλοίου P., όσον και την παροχή πληροφοριών αλλά και την επίδειξη εγγράφων, κατ’ άρθρα 304 και 902 – 903 ΑΚ αντιστοίχως, δηλαδή σε ενέργειες στις οποίες υποχρεούνται ως φορείς, όπως εκτιμάται, οι ίδιες ατομικά εκάστης αντίστοιχης υποχρέωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταρχάς διαπίστωσε ότι στο δικόγραφο της αγωγής έγινε παραδεκτή σώρευση (αντικειμενικώς και υποκειμενικώς) περισσότερων αγωγών και, ειδικότερα, ότι υποβλήθηκε τόσον αίτημα παροχής λογοδοσίας, που στράφηκε αποκλειστικά κατά της πρώτης εναγόμενης με απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της, δεύτερου εναγόμενου, ως μέσου αναγκαστικής συμμορφώσεως της υπόχρεης, όσον και αίτημα «εγχειρίσεως καταλόγου πληροφοριών» και επιδείξεως εγγράφων, που στράφηκε εναντίον των λοιπών εναγομένων (ήδη εφεσίβλητων φυσικών προσώπων), κατά των οποίων ζητήθηκε να απειληθεί χρηματική ποινή και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση ως μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως. Ακολούθως, ως προς το πρώτο των ανωτέρω αίτημα το Πολυμελές Πρωτοδικείο αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί συμβατικής υπαγωγής της διαφοράς στη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου του Λονδίνου, τον οποίο έκρινε, κατά το θεωρηθέν ως εφαρμοστέο ως προς το κύρος και την ερμηνεία της διαιτητικής ρήτρας ελληνικό δίκαιο, νόμιμο και βάσιμο και με την εκκαλούμενη (και μη κατά το σκέλος της αυτό πληττόμενη) απόφασή του παρέπεμψε την υπόθεση κατ’ άρθρο 264 ΚΠολΔ στην αλλοδαπή διαιτησία, απορρίπτοντας συνάμα ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι οι αντίδικοί της καταχρηστικώς αμφισβήτησαν τη δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και, στη συνέχεια, ως προς τη σωρευόμενη κατά των ήδη εφεσιβλήτων, που κρίθηκε ότι δεν τις δέσμευε η διαιτητική συμφωνία, αφού δεν είχαν συμβληθεί για την κατάρτισή της, αγωγή έκρινε ότι, κατά το εφαρμοστέο, λόγω της σιωπηρής υπαγωγής σ’ αυτό των μερών ελληνικό δίκαιο, ήταν αυτή απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως και για το λόγο αυτό την απέρριψε με τις ειδικότερες παραδοχές ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας προς παροχή πληροφοριών και επίδειξη εγγράφων απέρρεαν από τη σύμβαση διαχείρισης που είχε καταρτιστεί μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης, η οποία και μόνον νομιμοποιούταν να υποδεχθεί τα συγκεκριμένα αιτήματα, αφού τα εναχθέντα φυσικά πρόσωπα υπήρξαν καταστατικά όργανα της διαχειρίστριας εταιρίας και όχι φορείς των επίδικων υποχρεώσεων ατομικώς. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα και επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ζητεί την εξαφάνισή της κατά το απορριπτικό σκέλος της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον των εφεσιβλήτων.

ΙΙΙ. Στο πεδίο των ναυτικών εμπορικών συναλλαγών η σύμβαση με αντικείμενο την επ’ αμοιβή διοίκηση της επιχείρησης του πλοίου, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών σχετικών με τη διαχείριση της εκμετάλλευσής του από άποψη τεχνική (δηλαδή ως προς τη μέριμνα για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου) ή/και εμπορική (δηλαδή ως προς την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων, της εξαγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων και της εν γένει διεκπεραίωσης όλων των υποθέσεων που σχετίζονται με το πλοίο και έχουν οικονομική χροιά), που συνάπτει ο διαχειριστής του πλοίου (συνηθέστατα κεφαλαιουχική εταιρία) με τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, αποτελεί μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι περί εντολής διατάξεις των άρθρων 713 επομ. ΑΚ (ΤριμΕφΠειρ. 269/2016, ΔΕΕ 2016/1536, ΤριμΕφΠειρ. 497/2013, ΔΕΕ 2013/824 = ΕΝαυτΔ 2013/110 = ΕΕμπΔ 2013/950, ΜονΕφΠειρ. 195/2015, ΔΕΕ 2015/718, ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης διαχείρισης γενικότερα βλ. Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε Δνη 2004/973 επομ. [979], Στ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση διοίκησης και διαχείρισης επιχείρησης [management agreement], σε ΧρΙΔ 2003/603 επομ. [606]). Επομένως, ο διαχειριστής του πλοίου έχει υποχρέωση λογοδοσίας στον αντισυμβαλλόμενό του κατ’ άρθρα 303 και 718 ΑΚ (Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η Προστασία των Ναυτικών Δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [447]) και ευθύνεται απέναντι σ’ αυτόν για κάθε υπαίτια παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών του (άρθρα 71 και 330 ΑΚ) αλλά και για κάθε αδικοπραξία (άρθρα 71, 914 και/ή 919 ΑΚ). Η υποχρέωση λογοδοσίας γενικά παράγεται εκ μόνου του γεγονότος ότι κάποιος προέβη σε διαχείριση ολικώς ή εν μέρει ξένης περιουσίας, δηλαδή σε ενέργειες συνεπαγόμενες εισπράξεις και δαπάνες, ενεργώντας δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης, όπως η συμβατική μεταξύ εντολέα και εντολοδόχου (ΑΠ 1592/2018, ΑΠ 1536/2017, αμφότερες σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1318/2014, ΧρΙΔ 2015/191). Για τη θεμελίωση της υποχρέωσης λογοδοσίας αρκεί και η de facto διαχείριση, εκείνη δηλαδή που γίνεται χωρίς εξουσία από το νόμο ή τη σύμβαση (ΕφΑθ. 8350/2005, ΔΕΕ 2006/281, ΕφΘεσ. 279/1995, ΔΕΕ 1995/513). Εξάλλου, η πλημμελής διαχείριση, αν έχει ανατεθεί με σύμβαση σε νομικό πρόσωπο, παράγει ευθύνη, δικαιοπρακτική ή και εξωδικαιοπρακτική (άρθρο 71 ΑΚ), η οποία καταλογίζεται (ΑΠ 25/2000, Δνη 2000/712 = ΔΕΕ 2000/742 = ΕΕμπΔ 2000/320 = ΝοΒ 2001/29, Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ι Α, γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση [2016], άρθρο 71, αρ. 2, σελ. 957, Λ. Κιτσαράς, σε Κλ. Ρούσσου, Δίκαιο νομικών προσώπων, 2010, § 13, σελ. 306) στο νομικό πρόσωπο που ασκεί τη διαχείριση, χωρίς, όμως, ο νόμιμος εκπρόσωπός του, που υπέπεσε στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά την πλημμέλεια της διαχειρίσεως, να βαρύνεται με ατομική υποχρέωση λογοδοσίας προς τον κύριο της υποθέσεως, ακόμα και αν με άδικη και υπαίτια πράξη του κατά την εκτέλεση των καταστατικών καθηκόντων του προκάλεσε ζημία στο φορέα της υπό διαχείριση περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη προς αποκατάσταση της ζημίας (αποζημίωση) βαρύνει εις ολόκληρον και το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, που ενήργησε ως καταστατικό όργανο του διαχειριστή, δεν παράγεται, όμως, αυτοτελής και προσωπική ευθύνη του οργάνου κατ’ άρθρο 303 ΑΚ, αφού και τότε υπόχρεος σε λογοδοσία παραμένει ο αντισυμβαλλόμενος του κυρίου της υποθέσεως. Είναι δε άλλο ζήτημα αν έναντι του νομικού προσώπου που άσκησε τη διαχείριση το υπαίτιο καταστατικό του όργανο, από τη συμπεριφορά του οποίου προκλήθηκε η βλάβη, υποχρεούται σε παροχή λογοδοσίας (Κλ. Ρούσσος, Αστική ευθύνη διαχειριστών εταιρίας, ΧρΙΔ 2010/673 επομ. [674]). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 223 και 224 ΚΠολΔ καθιερώνεται ο κανόνας του απαραδέκτου της μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας μεταβολής του αιτήματος και της βάσης της αγωγής, τον οποίο ο νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 526 εδαφ. α ΚΠολΔ επαναλαμβάνει και στη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 1278/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 526, αρ. 3, σελ. 244). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, επί υποκειμενικής σωρεύσεως αγωγών, ανεπίτρεπτη μεταβολή του αιτήματος της μιας επέρχεται όταν με τις προτάσεις του στον πρώτο βαθμό ή με την έφεσή του ο ενάγων το στρέφει κατά του εναγομένου της άλλης αγωγής, παρότι τέτοιο αίτημα εναντίον του στο αγωγικό δικόγραφο δεν είχε περιληφθεί αλλά αφορούσε ρητώς τον εναγόμενο της πρώτης σωρευόμενης αγωγής.

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της η εκκαλούσα μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, που την οδήγησαν σε σιωπηρή απόρριψη του αιτήματός της (άλλως στην άφεση αυτού αδίκαστου) να λογοδοτήσουν οι εφεσίβλητες, μολονότι αυτές υπείχαν ατομικώς τέτοια υποχρέωση υπό την ιδιότητά τους ως de facto διαχειρίστριες των ναύλων που διοχέτευσαν σε τρίτες ως προς την ενάγουσα εξωχώριες εταιρίες ελεγχόμενες από τις ίδιες και/ή από τον δεύτερο εναγόμενο, η οποία υφίστατο παράλληλα προς (αλλά και ανεξάρτητα από) την παρόμοια (υποχρέωση) της διαχειρίστριας εταιρίας (πρώτης εναγομένης) για όλες γενικά τις εισπράξεις και τις πληρωμές στις οποίες αυτή προέβη. Συμπληρώνοντας δε με τις ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις της τον ερευνώμενο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι οι εφεσίβλητες βαρύνονται ατομικώς με υποχρέωση λογοδοσίας λόγω των παράνομων εντολών τους να εμβαστούν οι οφειλόμενοι σ’ αυτήν ως πλοιοκτήτρια ναύλοι σε αλλότριους προς την ίδια, δικαιούχο αυτών, τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων εταιρίες και ότι η de facto διαχείρισή τους αφορά μόνο τις εντολές αυτές, ενώ η διαχειρίστρια υπέχει υποχρέωση συνολικής και ευρύτερης λογοδοσίας.

Ο λόγος αυτός της εφέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Στην πραγματικότητα κανένα αίτημα δεν υποβλήθηκε με την αγωγή περί λογοδοσίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Αντιθέτως, από την παραδεκτή επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι το αίτημα αυτό στράφηκε ρητώς εναντίον μόνον της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας «………» (πρώτης εναγομένης) και για τη συμμόρφωσή της ζητήθηκε η απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος του κατά το χρόνο της ασκήσεως της αγωγής νομίμου εκπροσώπου της (παρότι, βέβαια, κατά το άρθρο 946 ΚΠολΔ η χρηματική ποινή ως μέσον έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης για πράξη που δε μπορεί να γίνει από τρίτον απειλείται κατά του νομικού προσώπου που βαρύνεται με την εκπλήρωση της υποχρέωσης λογοδοσίας και όχι κατά του νομίμου εκπροσώπου του, η βούληση του οποίου, που είναι ταυτόχρονα και βούληση του νομικού προσώπου, αν είναι αντίθετη, μπορεί να καμφθεί μόνον με την απαγγελία προσωποκρατήσεώς του [ΑΠ 1618/1998, Δνη 2001/115, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2018, § 36, αρ. 28, σελ. 55]). Η προσθήκη τέτοιου αιτήματος έγινε το πρώτον με τις προτάσεις που η ενάγουσα κατέθεσε κατ’ άρθρο 237 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ήταν, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, απαγορευμένη, αφού συνιστούσε ανεπίτρεπτη μεταβολή της αγωγής χωρίς την τήρηση προδικασίας. Ακόμα, όμως, και αν τέτοιο αίτημα είχε (παραδεκτώς) περιληφθεί στην αγωγή δε θα ήταν νόμιμο, δεδομένου ότι ναι μεν ο εν τοις πράγμασι διαχειριστής οφείλει να δώσει λόγο της διαχειρίσεώς του αλλά, κατά τα ανωτέρω, τέτοια (de facto) διαχείριση υπάρχει μόνο όταν οι διαχειριστικές πράξεις δεν υλοποιούνται κατ’ ενάσκηση νόμιμου ή συμβατικού δικαιώματος του διαχειριστή, όπως αντιθέτως συμβαίνει με τις πράξεις του φυσικού προσώπου που υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου ενεργεί με σκοπό την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης που το νομικό πρόσωπο ανέλαβε με σύμβαση έναντι του κυρίου της υπό διαχείριση υποθέσεως. Εν προκειμένω με σαφήνεια εκτέθηκε ότι οι εφεσίβλητες δεν επελήφθησαν αυτογνωμόνως της διαχείρισης του πλοίου P. αλλά ενήργησαν, ως ρητώς αναφέρεται, υπό την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων η μεν πρώτη από αυτές (τρίτη εναγόμενη) του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της διαχειρίστριας εταιρίας, η δε δεύτερη (τέταρτη εναγόμενη) του νομικού προσώπου αυτής και ως διευθύντριά του, με αποτέλεσμα, υπό τα εκτιθέμενα, να μη στοιχειοθετείται ατομική, προσωπική, ευθύνη καμιάς από αυτές σε λογοδοσία προς την πλοιοκτήτρια ενάγουσα αλλά, ενδεχομένως, ευθύνη τους αδικοπρακτική (άρθρο 914 ΑΚ και 375 ΠΚ) από άδικη και ταυτόχρονα ποινικά κολάσιμη πράξη. Συνεπώς, ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

  1. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, που εφαρμόζεται όταν ζητείται η επίδειξη εγγράφων χωρίς να υπάρχει εκκρεμής δίκη (ΑΠ 447/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 442/2006, Δνη 2007/1127) και ορίζει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου δικαιούται να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του με τη μεσολάβηση τρίτου, συνάγεται ότι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ex lege (ΑΠ 626/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) της αξιώσεως προς επίδειξη εγγράφου αποτελούν αφενός η κατοχή του από τον καθ’ ου η αίτηση (ΑΠ 1888/2014, ΜονΕφΠειρ. 17/2016, ΜονΕφΠειρ. 536/2015, ΤριμΕφΛαμ. 149/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ακόμα και αν εναντίον του ο αιτών δεν έχει ουσιαστικό δικαίωμα αναφορικά με το έγγραφο και αφετέρου το έννομο συμφέρον αυτού που ζητεί την επίδειξη, το οποίο εν προκειμένω επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία (περί της οποίας βλ. Φλ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, 1995, σελ. 184, Π. Αρβανιτάκης, Οι διάδικοι στην πολιτική και διοικητική δίκη, 2005, σελ. 70, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 22), αφού προσδιορίζει ως ενεργητικώς νομιμοποιούμενο διάδικο εκείνον που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας, ακόμα και αν δεν είναι το υποκείμενο της ουσιαστικής έννομης σχέσης. Οι περιπτώσεις στις οποίες ο νόμος αναγνωρίζει έννομο συμφέρον προς επίδειξη εγγράφου αναφέρονται περιοριστικά και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και εκείνες κατά τις οποίες το έγγραφο είτε συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή προς απόκτηση ή απόδειξη δικαιωμάτων από αυτόν ή τουλάχιστον και από αυτόν, όχι όμως και όταν η σύνταξή του εξυπηρέτησε αποκλειστικά το συμφέρον του εναγόμενου κατόχου του ή άλλου τρίτου (Γ. Νικολόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος IV, 1982, άρθρο 902, αρ. 7, σελ. 553) είτε πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα την επίδειξή του. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται κυρίως τα έγγραφα, συστατικά ή αποδεικτικά μιας δικαιοπραξίας, που έχει καταρτιστεί με τον κάτοχο τους ή με κάποιον τρίτο, τα οποία πιστοποιούν έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα, ο οποίος, κατά την ορθή νομολογιακή άποψη, πρέπει, πάντως, να έχει λάβει μέρος στη δικαιοπραξία που εμπεριέχεται στο έγγραφο (ΑΠ 94/2018, ΧρΙΔ 2019/99, ΑΠ 9/2005, ΧρΙΔ 2005/715 = Δνη 2005/768, που επικύρωσε την ΕφΘεσ. 1150/2001, Δνη 2003/520, έτσι και Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, τόμος Γ, ημίτομος Γ, 2006, άρθρο 902, αρ. 7, σελ. 746), αφού δε μπορεί να απαιτηθεί η επίδειξη εγγράφου συμβάσεως μεταξύ τρίτων, ακόμα και αν αυτοί είχαν υποχρέωση να παραλείψουν την κατάρτισή της (Κ. Αποστολίδης, Ενοχικόν Δίκαιον Αστικού Κώδικος, τόμος τέταρτος, Ειδικόν Μέρος, § 249, αρ. 6, σελ. 698) και τούτο παρά τις αντίθετες θεωρητικές γνώμες (Γ. Παπαδημητρίου, Το έννομο συμφέρον προς επίδειξη εγγράφου [άρθρο 902 ΑΚ] υπό το φως του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, γνμδ σε ΔΕΕ 2002/13 επομ., Α, Μανιτάκης, Το συνταγματικό δικαίωμα απόδειξης και το αίτημα επίδειξης εγγράφου, γνμδ, σε Δνη 2003/365 επομ., Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος ΙΙ, 2007, § 38, αρ. 19, σελ. 905, Ε. Δημητροπούλου, Η συνταγματική κατοχύρωση της απόδειξης και η επίδειξη πράγματος, ΑρχΝ 2007/417 επομ., Δ. Τσικρικάς, Τα θεμελιώδη δικονομικά δικαιώματα κατά την πρόσφατη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, ΤοΣ 2006/339 επομ.), που, επικαλούμενες τις διατάξεις των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, υποστηρίζουν ότι το έγγραφο αφορά και τον αιτούντα όταν πιστοποιεί ή αποδεικνύει την τέλεση «αδικοπραξίας» σε βάρος του. Πάντως, ανεξαρτήτως αυτού, σε κάθε περίπτωση έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του αιτούντος δεν υφίσταται όταν δε συντρέχει καμία από τις αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις αλλά η αίτησή του αποβλέπει στην αποκάλυψη για πρώτη φορά πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 1045/2004, Δνη 2007/142, ΤριμΕφΛαρ. 486/2013, Δικογραφία 2014/438, ΤριμΕφΑθ. 5131/2011, ΔΕΕ 2012/24 = ΕΕμπΔ 2012/456, ΕφΑθ. 673/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κάτοχος του προς επίδειξη εγγράφου και, επομένως, εναγόμενος της κατ’ άρθρο 902 ΑΚ αγωγής μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο, εφόσον το υλικό αντικείμενο του αιτήματος ανήκει στη φυσική εξουσία του, την οποία ασκεί δια των προεστημένων οργάνων του. Στην περίπτωση αυτή είναι αυτονόητο ότι παθητικά νομιμοποιείται το νομικό πρόσωπο και όχι το φυσικό πρόσωπο που, λόγω της θέσης του στη διοικητική και οργανωτική δομή του κατόχου, έρχεται σε υλική επαφή με το έγγραφο και υλοποιεί τη βούληση του νομικού προσώπου να το εξουσιάζει (ΜονΕφΠειρ. 518/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο νομιμοποιείται παθητικά μόνον αναφορικά με το παρεμπίπτον αίτημα περί απειλής εις βάρος του προσωπικής κρατήσεως ως μέσου για την αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που θα εκδοθεί επί του κυρίου αιτήματος. Περαιτέρω, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, τα έγγραφα, των οποίων ζητείται η επίδειξη, πρέπει να προσδιορίζονται στη σχετική αγωγή, διαφορετικά αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, για να είναι το δικόγραφό της ορισμένο πρέπει σ’ αυτό να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά των εγγράφων των οποίων ζητείται η επίδειξη και μνεία του περιεχομένου τους (ΑΠ 953/2002, Δνη 2003/1310). Η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού τους επιβάλλεται, πρώτον, από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, που αξιώνει ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και του αιτήματος της αγωγής, δεύτερον, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ιδίου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο αποδείξεως μόνον γεγονότα, δηλαδή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και, τρίτον, από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναγκαστική εκτέλεση δε μπορεί να γίνει αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Επειδή δε από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 452 § 1, 941 και 946 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξης, παρέπεται ότι το αντικείμενο της εκτελέσεως πρέπει να είναι εντελώς εξατομικευμένο, αφού διαφορετικά η εκτέλεση είναι ανέφικτη (ΑΠ 776/2005, ΤριμΕφΠειρ. 290/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2183/2010, ΔΕΕ 2011/706, ΕφΘεσ. 2475/2008, Αρμ. 2009/243, 1185, ΕφΑθ. 3788/2008, Δνη 2009/210, ΕφΘεσ. 2370/2007, ΕπισκΕΔ 2008/712, ΕφΑθ. 2456/2002, Δ 2002/655 = ΕΕμπΔ 2002/331 = Δνη 2005/209, ΕφΑθ. 1741/1994, Δνη 1995/1261). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 304 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έχει υποχρέωση να αποδώσει ομάδα αντικειμένων ή να δώσει πληροφορίες γι’ αυτήν, οφείλει να εγχειρίσει στο δικαιούχο κατάλογο των στοιχείων της ομάδας, συνάγεται ότι προϋπόθεση για την παραγωγή ενοχής προς εγχείριση καταλόγου ή προς παροχή πληροφοριών είναι η ύπαρξη άλλης υποχρέωσης προς απόδοση (ακριβέστερα παράδοση) της ομάδας αντικειμένων ή της παροχής πληροφοριών γι’ αυτήν, η οποία δε θεμελιώνεται στην εν λόγω διάταξη αλλά σε άλλη ειδική, όπως είναι εκείνη του άρθρου 718 ΑΚ, περί ευθύνης του εντολοδόχου σε παροχή πληροφοριών σχετικά με την υπόθεση που του ανατέθηκε ή σε σύμβαση ή ακόμα και στην καλή πίστη (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 12, αρ. 58, σελ. 833 επομ., Α. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 12, αρ. 20, σελ. 178). Θεσπίζεται έτσι από την διάταξη αυτή μια παρεπόμενη και επιβοηθητικής φύσεως υποχρέωση σε βάρος εκείνου που πρέπει να αποδώσει ομάδα αντικειμένων ή να παράσχει πληροφορίες γι’ αυτήν στον δικαιούχο, προκειμένου να τον διευκολύνει στην άσκηση εναντίον του υπόχρεου άλλης κατά κανόνα (κυρίας) αξιώσεώς του (ΑΠ 138/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 298/2013, ΧρΙΔ 2013/509, ΤριμΕφΑθ. 4600/2011, Δνη 2013.1653, ΤριμΕφΑθ. 5148/2011, Δνη 2012/224, ΕφΑθ. 47/2010, Δνη 2011/1664, Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 304, αρ. 1, σελ. 120, Αλ. Λιτζερόπουλος, ΕρμΑΚ, άρθρο 304, αρ. 2, σελ. 168). Η αξίωση εγχειρίσεως καταλόγου μπορεί να ασκηθεί είτε αυτοτελώς είτε κατ’ αντικειμενική σώρευση μαζί με την αγωγή για την απόδοση των αντικειμένων της ομάδας (ΑΠ 1638/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Περάκη, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 304, αρ. 8, σελ. 604), ενώ παραδεκτή είναι και η σώρευση αιτημάτων για λογοδοσία και για απόδοση ομάδας αντικειμένων (ΑΠ 1896/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον, όμως, ασκηθεί μόνη η τελευταία αγωγή πρέπει το δικόγραφό της να απευθύνεται κατ’ εκείνου που υπέχει την υποχρέωση αποδόσεως δυνάμει της άλλης διατάξεως που τη θεσπίζει. Επομένως, αν η απόδοση ζητείται στα πλαίσια συμβάσεως εντολής ο ενάγων εντολέας στρέφεται κατά του εντολοδόχου, ο οποίος υπέχει τη σχετική υποχρέωση και νομιμοποιείται παθητικά και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο κατ’ αυτού του ιδίου και όχι κατά των φυσικών προσώπων που ασκούν τη διοίκησή του.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα προσάπτει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως παθητικώς ανομιμοποίητο το αίτημά της να υποχρεωθούν οι εφεσίβλητες σε παροχή πληροφοριών και σε επίδειξη αντιγράφων των αναφερόμενων στην αγωγή εγγράφων, επειδή έκρινε ότι φορέας εκάστης υποχρέωσης ήταν η πρώτη εναγόμενη εταιρία «….», που συμβλήθηκε μαζί της και ανέλαβε τη διαχείριση του πλοίου P., μολονότι με την αγωγή κατά την εν λόγω βάση της δεν είχε ζητηθεί η λογοδοσία των εφεσιβλήτων αλλά η παροχή πληροφοριών και η επίδειξη εγγράφων που αυτές κατείχαν, το δε αίτημά της δεν θεμελιωνόταν στο γεγονός της διαχειρίσεως αλλά σ’ εκείνο της κατοχής των εγγράφων, την οποία, άλλωστε, οι εναγόμενες (ήδη εφεσίβλητες) δεν είχαν πρωτοδίκως αρνηθεί.

Όμως, το συγκεκριμένο αίτημα έπασχε πολλαπλώς και ορθώς, αν και με διάφορη αιτιολογία, απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως απαράδεκτο. Ειδικότερα: Α] ως αίτημα επίδειξης εγγράφων κατ’ άρθρα 902 – 903 ΑΚ ήταν απαράδεκτο α] λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, αφού η εκκαλούσα δεν επικαλέστηκε με την αγωγή της κάποια από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, των οποίων η συνδρομή επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία, αφού στις συμβάσεις δυνάμει των οποίων χορηγήθηκαν οι φερόμενες ως παράνομες εντολές πιστώσεως με τους οφειλόμενους στην πλοιοκτήτρια ναύλους λογαριασμών τρίτων εταιριών η ενάγουσα δε μετείχε ούτε τα σχετικά έγγραφα συντάχθηκαν προς το συμφέρον της ή έστω και για το δικό της συμφέρον, β] λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, αφού στην αγωγή δεν εκτέθηκε ούτε ότι οι εφεσίβλητες κατείχαν τα προς επίδειξη έγγραφα. Αντιθέτως, μάλιστα, ως προς τα αντίγραφα της κίνησης τραπεζικών λογαριασμών αναφέρθηκε ότι οι λογαριασμοί αυτοί αφορούσαν τρίτες εταιρίες, εκ των οποίων η …. ήταν συμφερόντων του δεύτερου εναγόμενου, κατά του οποίου όμως τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε, ενώ και οι λογαριασμοί της …..  αποσκοπούσαν σε αποκάλυψη για πρώτη φορά πραγματικών περιστατικών και γ] λόγω αοριστίας, αφού τα επίδικα έγγραφα δε συγκεκριμενοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει εκτέλεση σε περίπτωση καταψηφιστικής απόφασης. Β] Ως προς το αίτημα παροχής πληροφοριών, επειδή τούτο νόμιμο έρεισμα είχε, όχι τη διάταξη του άρθρου 304 ΑΚ, η οποία υποχρεώνει απλώς σε παράδοση καταλόγου ομάδας αντικειμένων εκείνον που υπέχει δυνάμει άλλης διάταξης τέτοια υποχρέωση, περί της οποίας εδώ δεν επρόκειτο, αφού ζητήθηκαν αυτούσια τα στοιχεία της ομάδας και όχι κατάλογος αυτών αλλά τη διάταξη του άρθρου 718 ΑΚ, που υποχρεώνει τον εντολοδόχο σε παροχή πληροφοριών προς τον εντολέα – κύριο της υποθέσεως. Εντολοδόχος, όμως, εν προκειμένω δεν υπήρξε καμία από τις εφεσίβλητες, που είχαν την ιδιότητα του καταστατικού οργάνου της εντολοδόχου διαχειρίστριας εταιρίας «……..». Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έστω με εν μέρει διάφορες, συνεπτυγμένες και ελλιπείς αιτιολογίες, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

  1. V. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχουν υποβάλει σχετικό αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2301/2018 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Ιουνίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 21 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ