ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 317/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
————————————————————-
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 4778/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της εφεσίβλητης κοινοπραξίας ασκηθείσα από 16.12.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/17.12.2015) αγωγή του, διώκουσα την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεών του, απορρεουσών, αφενός μεν από καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση της οποίας εργάσθηκε συνεχώς, με την ειδικότητα του κυβερνήτη, στις λάντζες μεταφοράς επιβατών και φορτίων και στα καβοδετικά σκάφη, εκμετάλλευσης της αντιδίκου του, που εκτελούσαν λεμβουχικές εργασίες στην περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, κατά το χρονικό διάστημα από 3.1.2014 έως 26.6.2015, όταν και η εργασιακή του σύμβαση λύθηκε λόγω οικειοθελούς αποχώρησής του, αφετέρου δε από εργατικό ατύχημα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22.1.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/22.1.2018), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στον ενάγοντα, και ήδη εκκαλούντα, με την επιμέλεια της εναγομένης, που έλαβε χώρα στις 22.12.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/22.12.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……., και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 16.12.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./17.12.2015) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτά περιορίσθηκε με την εν μέρει μετατροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, διά προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε, αναλυτικά διατυπωθείσα ως προς τα επιμέρους κονδύλια (υπ’αριθμ.5,6,7,8,9,και 10) τα οποία αφορά, στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του, ζήτησε α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, κοινοπραξία, η οποία εκμεταλλεύεται δύο καβοδετικά σκάφη, δύο λάντζες μεταφοράς επιβατών και μία λάντζα μεταφοράς φορτίων, που εκτελούν λεμβουχικές εργασίες στην περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.618,67 ευρώ, και β) ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ιδίας να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 25.409,41 ευρώ, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλονται σ’αυτόν, λόγω της παροχής των υπηρεσιών του στα εν λόγω πλοία, υπό την ειδικότητα του κυβερνήτη, σε εκτέλεση καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, που ίσχυσε κατά το χρονικό διάστημα από 3.1.2014 έως 26.6.2015, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, λυθείσης τοιουτοτρόπως της εργασιακής του σύμβασης, και ενώ κατά τα χρονικά διαστήματα από 20.1.2015 έως 28.2.2015 και από 15.4.2015 έως 26.6.2015, ήτοι συνολικά επί 3,8 μήνες, τελούσε σε αναρρωτική άδεια, λόγω βλάβης της υγείας του προκληθείσας εξ αφορμής της εργασίας του, όπερ συνιστά εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του ν.551/1915, έχοντας ήδη εισπράξει λόγω αυτού ως επίδομα ασθενείας από το ασφαλιστικό του ταμείο το Ι.Κ.Α. το ποσό των 1.077,09 ευρώ. Ειδικότερα επικαλέσθηκε ότι απασχολήθηκε επί 4 καθημερινές ημέρες την εβδομάδα, καθώς και κατά τα Σάββατα (πλην της 19ης.4.2014 και της 11ης.4.2015, όταν και απουσίασε από την εργασία του λόγω λήψης αναρρωτικής και κανονικής αδείας αντίστοιχα), και τις Κυριακές (εκτός από την 20η.4.2014 και την 12η.4.2015, όταν και επίσης δεν εργάσθηκε για τους αυτούς προαναφερθέντες λόγους) του χρονικού διαστήματος από 3.1.2014 έως 14.4.2015, επί 4 ώρες κάθε ημέρα πέραν του νομίμου ωραρίου του των 8 ωρών, ήτοι επί 12 ώρες καθημερινά, και συγκεκριμένα κατά τις πρώτες 15 ημέρες του μήνα από ώρα 7.00 έως ώρα 19.00, ενώ κατά τις υπόλοιπες ημέρες από ώρα 15.00 έως ώρα 3.00, και δη επί 5 ώρες κατά τη διάρκεια της νύκτας (από ώρα 22.00 έως ώρα 3.00), εκ των οποίων η μία ώρα (από ώρα 22.00 έως ώρα 23.00) περιλαμβανόταν στο νόμιμο ωράριό του, ενώ οι υπόλοιπες 4 (από ώρα 23.00 έως ώρα 3.00) πραγματοποιούνταν εκτός αυτού. Πλέον ειδικότερα τα αιτούμενα με την αγωγή του ποσά αφορούσαν 1) σε αμοιβή του για υπερεργασία του, παρασχεθείσα επί 4 καθημερινές ημέρες εκάστης εβδομάδας του χρονικού διαστήματος από 3.1.2015 έως 14.4.2015, 290 ωρών συνολικά, και δη σε αμοιβή 5 ωρών υπερεργασίας εβδομαδιαίως επί 58 εβδομάδες, μη εργασθείς κατά τα χρονικά διαστήματα από 22-31 Ιουλίου του έτους 2014, από 1-7 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, καθώς και από 25-31 Μαρτίου του επομένου έτους (2015), κατά τα οποία είχε λάβει κανονική άδεια, αλλά και κατά το χρονικό διάστημα από 20.1.2015 έως 28.2.2015, κατά το οποίο τελούσε σε αναρρωτική άδεια κατά τα προεκτεθέντα, 2) σε αμοιβή του για την κατ’εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση επί 4 καθημερινές ημέρες εκάστης εβδομάδας του χρονικού διαστήματος από 3.1.2015 έως 14.4.2015, 638 ωρών συνολικά, και δη 11 ωρών την εβδομάδα επί 58 εβδομάδες, πλην των προαναφερθέντων χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία δεν εργάσθηκε, 3) σε αμοιβή του για 109 ώρες νυκτερινής εργασίας του κατά τη διάρκεια του νομίμου ωραρίου του των 8 ωρών, αλλά και σε αμοιβή του για 436 ώρες νυκτερινής εργασίας, που παρασχέθηκε εκτός του οκταώρου του, επί 109 καθημερινές ημέρες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, 4) σε αμοιβή του για την εργασία του 56 Σάββατα του ιδίου χρονικού διαστήματος επί 8 ώρες, για τις 224 ώρες συνολικά της κατ’εξαίρεση υπερωριακής του εργασίας κατά τα αυτά 56 Σάββατα, και για τις 145 ώρες συνολικά της νυκτερινής του εργασίας επί 25 Σάββατα του ανωτέρω διαστήματος, 5) σε αμοιβή του για την παροχή της εργασίας του 57 Κυριακές του ιδίου χρονικού διαστήματος επί 8 ώρες, για τις 228 ώρες συνολικά της κατ’εξαίρεση υπερωριακής του εργασίας, παρασχεθείσας κατά τις αυτές ως άνω 57 Κυριακές, και για τις 108 ώρες της νυκτερινής του εργασίας επί 27 Κυριακές του ανωτέρω διαστήματος, 6) σε διαφορές επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2014 και 2015, που αναλογούν στο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διήρκεσε η σχέση εργασίας του εντός των ετών αυτών, 7) σε διαφορές αποδοχών αδείας των ετών 2014 και 2015, 8) σε διαφορές επιδομάτων αδείας των ιδίων ετών, 9) σε μισθούς ασθενείας, διότι για χρονικό διάστημα 3 μηνών και 24 ημερών, από 20.1.2015 έως 28.2.2015 και από 15.4.2015 έως 26.6.2015 κατέστη παντελώς ανίκανος προς εργασία, και 10) σε περιορισμένη κατ’αποκοπήν αποζημίωση του ν.551/1915 λόγω του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος, κατά τα αναλυτικά για κάθε αξίωση εκτιθέμενα στο δικόγραφο. Τα ανωτέρω επιμέρους κονδύλια ζητούσε να του επιδικασθούν με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο εξ αυτών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διά της παρόδου της κατά νόμο προβλεπομένης δήλης ημέρας καταβολής του, άλλως επικουρικώς από την τελευταία ημέρα της εργασίας του στην εναγόμενη στις 27.6.2015, και επικουρικότερα από την επίδοση σ’αυτήν της αγωγής του μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, κυρίως μεν λόγω της εργασιακής του σύμβασης, άλλως επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις για την περίπτωση, που η εν λόγω σύμβαση κριθεί για οποιονδήποτε λόγο άκυρη, εν όλω ή εν μέρει, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, κατά τα αιτούμενα ποσά η κοινοπραξία κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της δικής του περιουσίας, τα οποία με βεβαιότητα θα δαπανούσε εάν απασχολούσε άλλον εργαζόμενο με την ίδια ειδικότητα και υπό τις αυτές εργασιακές συνθήκες, ενώ, τέλος, αιτήθηκε να καταδικασθεί η αντίδικός του στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 4778/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ως παραδεκτά ασκηθείσα και νόμιμη ως προς αμφότερες τις βάσεις της, και ως προς όλα τα αιτήματά της, πλην του αιτήματος για μισθούς ασθενείας για χρονικό διάστημα 3,8 μηνών, όταν και ο ενάγων, όπως επικαλέσθηκε στο δικόγραφό της, αδυνατούσε παντελώς να εργασθεί λόγω του προβλήματος της υγείας του, ως προς το οποίο (η αγωγή) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, και του αιτήματος για την κατ’αποκοπήν αποζημίωση του ν.551/1915 λόγω του επικαλούμενου εργατικού ατυχήματος, ως προς το οποίο επίσης απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη, διότι, όπως έγινε δεκτό, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο αυτής, ο ενάγων ήταν ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α., από το οποίο και επιδοτήθηκε κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, με αποτέλεσμα η εργοδότριά του/εναγόμενη κοινοπραξία να απαλλάσσεται από την αντικειμενική της ευθύνη κατά το ν.551/1915, με βάση την οποία ζητείτο με την αγωγή η προβλεπόμενη στο νόμο αυτό περιορισμένη κατ’αποκοπήν αποζημίωση, ενόψει και του ότι δε διαλαμβανόταν στο δικόγραφο αυτής ότι το ατύχημά του οφείλεται σε δόλο της εναγομένης ή των προστηθέντων της, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή (η αγωγή) ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αφενός μεν υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 850,23 ευρώ, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.449,08 ευρώ, πλέον τόκων κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν διακρίσεις. Ειδικότερα, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ο ενάγων απασχολήθηκε από την εργοδότριά του – κοινοπραξία, από 3.1.2014 μέχρι και τις 26.6.2015, όταν και αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, αποκλειστικά και μόνο ως κυβερνήτης της λάντζας μεταφοράς επιβατών με την ονομασία «Ν», και όχι εκ περιτροπής και των λοιπών σκαφών, που η αντίδικός του εκμεταλλεύεται, για την εκτέλεση λεμβουχικών εργασιών στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, πλην των ειδικότερα αναφερομένων στην απόφαση χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία δεν εργάσθηκε, κατά τις 4 καθημερινές ημέρες της εβδομάδας επί 9 ώρες το μέγιστο, με αποτέλεσμα η εβδομαδιαία εργασία του κατά τις ανωτέρω καθημερινές να μην υπερβαίνει τις 36 ώρες, και πάντως όχι τις 40, και, επομένως, να μη δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία, ή για κατ’εξαίρεση υπερωρία, για την επιπλέον των 40 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, των σχετικών κονδυλίων, συνακόλουθα, απορριφθέντων ως αβασίμων. Με την ίδια απόφαση κρίθηκε επίσης ότι ο ενάγων πράγματι εργαζόταν κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο εκάστου μηνός επί 4 καθημερινές ημέρες την εβδομάδα μετά τις 22.00 και μέχρι ώρα 23.00 ή ώρα 23.30, με βάση το ημερολόγιο του πλοίου και τις ομολογίες της εναγομένης, πλην των χρονικών διαστημάτων της απουσίας του από την εργασία του, με αποτέλεσμα να δικαιούται αμοιβής για νυκτερινή εργασία μίας ώρας ή μίας ώρας και μισής, εκ της οποίας (αμοιβής) αφαιρέθηκε το ήδη καταβληθέν για την αιτία αυτή από την εναγόμενη χρηματικό ποσό, και το σχετικό αγωγικό κονδύλιο έγινε εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εργαζόταν επί 2 Σάββατα και 2 Κυριακές ανά μήνα, πλην των μηνών Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 2014 και των μηνών Ιανουαρίου και Μαρτίου του έτους 2015, όταν και εργάσθηκε επί 1 Σάββατο και 1 Κυριακή, πάντοτε επί οκτάωρον, λαμβάνοντας αναπληρωματική ανάπαυση μία καθημερινή ημέρα της επόμενης εβδομάδας, και ουδέποτε πέραν τις 22.00. Κατόπιν της παραδοχής αυτής δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται αμοιβής για την εργασία του επί 8 ώρες κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση Σάββατα, ειδικότερα συνισταμένης για κάθε ημέρα στο ημερομίσθιό του προσαυξημένο κατά 30%, καθώς και αμοιβής για την εργασία του επί 8 ώρες κατά τις επίσης διαλαμβανόμενες στην απόφαση Κυριακές, ειδικότερα συνισταμένης στην προσαύξηση 75% επί του νομίμου ημερομισθίου του, κατόπιν αφαίρεσης του ήδη καταβληθέντος σ’αυτόν από την εναγόμενη ποσού για την εργασία του τις Κυριακές, με αποτέλεσμα τα σχετικά αγωγικά κονδύλια να γίνουν εν μέρει δεκτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα, ενώ απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμα τα αγωγικά κονδύλια, που αφορούσαν σε αμοιβή του ενάγοντος για εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές του επίδικου χρονικού διαστήματος πέραν του οκταώρου και κατά τις νυκτερινές ώρες. Τέλος, κρίθηκε ότι στον ενάγοντα οφείλεται ως αναλογία δώρου εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2014 και 2015 για το χρονικό διάστημα εντός των ετών αυτών, κατά το οποίο διήρκεσε η εργασιακή του σύμβαση, η διαφορά μεταξύ των ποσών, που πράγματι εδικαιούτο για τις συγκεκριμένες αιτίες, και των καταβληθέντων για τις ίδιες αιτίες από την εναγόμενη ποσών, καθώς και ότι δικαιούται επιδόματος αδείας για το έτος 2014, επίσης επιδικασθείσης σ’αυτόν της προκύπτουσας διαφοράς, κατόπιν δηλαδή αφαίρεσης του καταβληθέντος από την εναγόμενη ποσού, όχι όμως και αποδοχών αδείας για το ίδιο έτος, εφόσον, όπως έγινε δεκτό, εισέπραξε το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του για το διάστημα της εργασίας του, ενώ για το έτος 2015, όταν και η εργασία του λύθηκε πριν λάβει την κανονική άδεια, που του οφείλετο, του επιδικάσθηκαν οι αναλογούσες στο διάστημα, κατά το οποίο εργάσθηκε εντός του έτους αυτού, αποδοχές και επίδομα αδείας. Σημειωτέον, ότι εκ των οφειλομένων στον ενάγοντα ποσών αφαιρέθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα χρηματικά ποσά, που ο ίδιος καθ’υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής του αναφέρει ότι είχε ήδη εισπράξει από την εναγόμενη και, επομένως, δε συνυπολογίζει στο αιτούμενο για κάθε επιμέρους αξίωση ποσό, είτε/και τα χρηματικά ποσά, που η εναγόμενη ισχυρίσθηκε ότι έχει καταβάλει στον ενάγοντα δι’έκαστον κονδύλιο, κατά παραδοχήν ως ουσιαστικά βάσιμης σχετικής ένστασής της εξόφλησης ως προς αυτά της αντίστοιχης αγωγικής απαίτησης. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο ενάγων, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθείς διάδικος, παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του, πλήττοντας συγκεκριμένα κεφάλαια αυτής κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο του ένδικου μέσου λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τις παραδοχές του α) περί της διάρκειας της ημερήσιας εργασίας του στην εναγόμενη κοινοπραξία κατά τις καθημερινές ημέρες κάθε εβδομάδας του επιδίκου χρονικού διαστήματος, και συνακόλουθα της απόρριψης ως κατ’ουσίαν αβασίμων των υπ’αριθμ.1 και 2 κονδυλίων της αγωγής του, που αφορούν σε αμοιβή του για υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση, β) περί της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές του επίδικου διαστήματος (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι εργάσθηκε 1-2 Σάββατα και 1-2 Κυριακές – ανάλογα το μήνα – του διαστήματος αυτού, και όχι όλα τα Σάββατα και τις Κυριακές, και πάντως όχι υπερωριακά ή κατά τις νυκτερινές ώρες, όπως αναφερόταν στην αγωγή) και της εν μέρει μόνον παραδοχής των υπ’αριθμ. 4-5 κονδυλίων της αγωγής ως ουσιαστικά βασίμων, και όχι καθ’ολοκληρίαν, χωρίς να πλήττεται περαιτέρω και σε κάθε περίπτωση, και μάλιστα ειδικά, ο τρόπος υπολογισμού των ποσών, που τελικά κρίθηκε ότι του οφείλονται, και γ) περί της διάρκειας της εργασίας του τις νυκτερινές ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες του δευτέρου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός του επιδίκου χρονικού διαστήματος, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι απασχολείτο από την εναγόμενη μέχρι τις 23.00 και ενίοτε μέχρι τις 23.30, και όχι μέχρι ώρα 3.00 όπως ισχυριζόταν στην αγωγή του, με αποτέλεσμα το υπ’αριθμ.3 κονδύλιο αυτής να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο, και όχι στο σύνολό του, ενώ και πάλι με την έφεσή του δεν πλήττεται κατά τα λοιπά με ειδικό λόγο ο τρόπος υπολογισμού του ποσού, που αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται η εναγόμενη να του καταβάλει για την αιτία αυτή, καθώς και ως προς τα ποσά, που κρίθηκε ότι του οφείλονται ως διαφορές δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και ως αποδοχές και επιδόματα αδείας των ετών 2014 και 2015, και αναλογούν στο χρόνο διάρκειας της εργασιακής του σύμβασης εντός των ετών αυτών, ως προς τα οποία ισχυρίζεται ότι προσδιορίσθηκαν εσφαλμένα διότι δεν συνυπολογίσθηκαν σ’αυτά τα ορθά ποσά, που αναλογούν στην πράγματι πραγματοποιηθείσα υπερωριακή εργασία του, στην εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, και στη νυκτερινή εργασία του, χωρίς να πλήττεται κατά τα λοιπά ο τρόπος υπολογισμού τους, ζητώντας να γίνει δεκτή η έφεσή του, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή του εν όλω ως ουσιαστικά βάσιμη. Σημειωτέον ότι η απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί των κονδυλίων των μισθών ασθενείας και της περιορισμένης κατ’αποκοπήν αποζημίωσης του ν.551/1915 δεν προσβάλλεται με την κρινόμενη έφεση, και, επομένως, πρόκειται περί κεφαλαίων της εκκαλουμένης απόφασης, που δεν έχουν μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου.
Τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημόσιας τάξης, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχόλησης. Ειδικότερα: Με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της 26ης.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.3.1984 (ΦΕΚ Β΄, 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, ενώ για την απασχόληση πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου 1346/1983 (ΑΠ 864/2015). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 2 του ν. 435/1976, 1 και 10 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966, τις διατάξεις της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 904 του ΑΚ, προκύπτει ότι σε εκείνον που παρέσχε την εργασία του κατά τις Κυριακές πρέπει να χορηγηθεί αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση, διαρκείας 24 συνεχών ωρών, σε άλλη, εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας που άρχισε την Κυριακή. Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την Κυριακή χωρίς χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως την εβδομάδα που ακολουθεί την Κυριακή, απαγορευμένη από τους πιο πάνω κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά, πέραν της προσαύξησης 75% επί του νομίμου ημερομισθίου για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή, ως έκτης ημέρας σε σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά την αυτή ημέρα, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ` αυτές εργασθέντα. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1.10.2005): 1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, και 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ’εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%. Η στην άνω διάταξη έκφραση, ότι θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση, επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνον η υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι η υπέρβαση του ανωτάτου ωραρίου της ημερήσιας απασχόλησης του μισθωτού, το οποίο και μετά την 1.4.2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρύθμισης εξακολουθεί να είναι το 9ωρο επί πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης. Επομένως, για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και μετά την ισχύ του Ν. 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως. Ο νομοθέτης με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 ήθελε να υπογραμμίσει ότι μετά την κατάργηση των 5 ωρών εβδομαδιαίας υπερεργασιακής απασχόλησης, το ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας είναι πλέον 45 (αντί 48) ώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την τελευταία αυτή διάταξη, του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, σαφώς συνάγεται επίσης ότι η αξίωση αμοιβής της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Δηλαδή, μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου 2874/2000 ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ’ εξαίρεση) υπερωριακή απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, αλλά μία, για την θεμελίωση της οποίας δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 314/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τα ως άνω ποσοστά προσαύξησης των 25% και 100%, καθορίσθηκαν, με το άρθρο 74 παρ.10 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α΄115/15.7.2010) σε 20% και 80%, για υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωρία αντίστοιχα (ΑΠ 498/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες μόνο ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι τη συμπλήρωση των 45 ωρών εβδομαδιαίως, δοθέντος ότι με το άρθρο 6 της από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ οι ώρες εργασίας δε μπορούν να υπερβαίνουν τις 9 ημερησίως και ως υπερωριακή εργασία, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, νοείται η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως, έστω και αν με την απασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του νομίμου ανωτάτου ορίου της εβδομαδιαίας εργασίας (ΑΠ 313/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εάν στην τελευταία περίπτωση δεν υπερβαίνει το ως άνω ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης (ΑΠ 684/2017, ΑΠ 53/2015, ΑΠ 864/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα για τις εβδομάδες που ο μισθωτός εργάστηκε λιγότερο των πέντε εργασίμων ημερών δε μπορεί να γίνει λόγος για υπερεργασία, σύμφωνα με τις αναφερόμενες διατάξεις, γιατί η συνδρομή υπερεργασίας κριτήριο έχει, όχι την ημερήσια, αλλά την εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού, και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται καθ’όλες τις εργάσιμες πέντε ημέρες της εβδομάδας (ΑΠ 353/1995 ΕΕΔ 54.1006, ΑΠ 1017/1995, ΑΠ 1164/1995 ΔΕΝ 51.1363 και 1366). Για τη συνδρομή υπερωριακής απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη η ημερήσια εργασία, έστω και αν με την ημερήσια αυτή υπεραπασχόληση δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με την πραγματοποιηθείσα μικρότερη απασχόληση κατ` άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας Ως ημερήσια εργασία θεωρείται αυτή που παρέχεται μέσα σε μία κατά το πολιτικό ημερολόγιο προσδιορισμένη ημέρα, δηλαδή από μεσονυκτίου σε μεσονύκτυο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 της από 26.9.1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το ν.133/1975, 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ (που δημοσιεύθηκε με την ΥΑ 11770/2030/1984, ΦΕΚ Β΄ 81) και των από 19.1.1985 (ΦΕΚ Β΄ 50) και 13.3.1986 (ΦΕΚ Β΄123), 6 της 6/1979 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 15 ν.1082/1980, της ΠΝΠ της 30.12.1980, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.1157/1981, της ΚΥΑ 8900/1946 (όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 όμοια και άρθ.2ν.435/1976), του άρθρου 2 ν.3755/1957, του άρθρου 1 ν.435/1976, των άρθρων 1 και 10 του ΒΔ 748/1966, και των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, συνάγεται ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (Δευτέρα έως και Παρασκευή), των 8 ωρών ημερησίως και των 40 συνολικά εβδομαδιαία η επί 8ωρο (εκούσια ή εξαναγκασμένη) παροχή εργασίας κατά το Σάββατο (ως 6η ημέρα) είναι άκυρη και δημιουργεί απαίτηση του μισθωτού κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού για την απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη (ΑΠ 506/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η ωφέλεια του εργοδότη σε περίπτωση εργασίας του εργαζομένου κατά το Σάββατο, ως έκτης ημέρας σε σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατά την ημέρα αυτή εργασθέντα (ΑΠ 313, 314, 315, 316/2017, 67/2015, 32/2013, 376/2010,1732/2005, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Το καθεστώς όμως αυτό διαφοροποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3846/2010, που ισχύει από 11.5.2010, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου (ΦΕΚ 66 Α΄), σύμφωνα με το άρθρο 35 του ίδιου νόμου, και ορίζει ότι «η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%» (ΑΠ 315/2017 ό.π.). Εξάλλου από τις διατάξεις της 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας “περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς”, όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 ομοία και άρθρο 2 του ν. 435/1976, προκύπτει ότι στους εργαζόμενους κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές καταβάλλεται, ανεξαρτήτως του κύρους για την απασχόληση, προσαύξηση του ημερομισθίου, η οποία υπολογίζεται επί του νομίμου μισθού και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο. Σε περίπτωση δε που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση ο εργαζόμενος αυτός δικαιούται και το 1/25 του καταβαλλόμενου μισθού του ως αποζημίωση με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 1418/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 18310/1946 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών «στους πάσης φύσεως μισθωτούς των επιχειρήσεων και εργασιών γενικά, συνεχούς ή μη λειτουργίας, εάν απασχολούνται κατά τις νυχτερινές ώρες – ήτοι από την 10η βραδινή μέχρι την 6η πρωινή – καταβάλλονται οι εκάστοτε κανονικές αποδοχές, αυξημένες κατά 25%». Η προσαύξηση αυτή καταβάλλεται σε όλους τους εργαζόμενους κατά τις νυχτερινές ώρες, άσχετα αν η εργασία τους παρέχεται καθ’όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της νύχτας ή μόνο σε μέρος αυτού, υπολογίζεται δε επί του νομίμου μισθού, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους επιδόματα (ΑΠ 520/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, εάν η υπερεργασία ή η υπερωριακή απασχόληση συμπίπτει με παροχή εργασίας κατά την Κυριακή ή άλλη αργία ή κατά τη νύκτα συνυπολογίζονται οι προσαυξήσεις 75% ή 25% αντίστοιχα (ΟλΑΠ 3/1999 ΝοΒ 47.1115). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 παρ.1 του α.ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1346/1983 και στη συνέχεια από την παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3302/2004, του άρθρου 4 παρ.1 του ίδιου α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ.15 του ν.4504/1966, του άρθρου 5 παρ.1 εδ. δεύτερο του αυτού νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ.3755/1957 και του άρθρου 8 της από 26.1.1977 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης, που, μετά την κύρωσή της με το άρθρο 7 του ν.549/1977, έχει ισχύ νόμου, καθώς και από τα άρθρα 5 της από 18.5.1998 ΕΓΣΣΕ και 6 της από 23.5.2000 ΕΓΣΣΕ, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης συνεχούς απασχόλησης στην υπόχρεη επιχείρηση (δεκάμηνης υπό την ισχύ της ΕΓΣΣΕ 2002-2003 Πράξη Κατάθεσης Υπ. Εργ. 19/29.4.2002), αποκτά το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές 24 εργασίμων ημερών και αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας 20 εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μια εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες και για τους προαναφερόμενους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις 22 εργάσιμες ημέρες. Από 1.1.1999, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία δώδεκα (12) ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δεκατεσσάρων (14) ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια τριάντα (30) εργάσιμων ημερών, αν ο εργαζόμενος εργάζεται εξαήμερο ή είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών, αν εργάζεται πενθήμερο. Με το άρθρο 6 της από 23-5-2000 ΕΓΣΣΕ μειώθηκε η προϋπηρεσία των 14 ετών σε 12 έτη. Η ετήσια αυτή κανονική άδεια του μισθωτού πρέπει να χορηγείται οπωσδήποτε ενιαίως μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και επιτρέπεται η κατάτμησή της σε δύο χρονικές περιόδους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από το νόμο, χωρίς να απαιτείται προς τούτο αίτηση του μισθωτού και εάν δεν χορηγηθεί στον εργαζόμενο η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους που αφορά, ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή των αποδοχών άδειας αυξημένες κατά 100%. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος άδειας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής). Επίσης, αν ο μισθωτός απασχολείται τακτικά το Σάββατο ή την Κυριακή, δηλαδή και την έκτη ημέρα της εβδομάδος, διότι με την απασχόληση αυτή, η οποία είναι άκυρη, δεν μεταβάλλεται το σύστημα από πενθήμερη, όπως έχει θεσμοθετηθεί, σε εξαήμερη εργασία, έστω και αν τούτο έχει συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, διότι η συμφωνία αυτή, ως αντικείμενη σε κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη (ΑΠ 191/2011). Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν 539/1945 “περί χορηγήσεως κατ’έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών”, όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ` άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους… μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία “Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ’οιονδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ’έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ’αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ’άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…”. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 του ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου”, 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1παρ. 2 του ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθμ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης “χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου”(ΦΕΚ Β’ 742) προκύπτει ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις “τακτικές αποδοχές”, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, η κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή προσαυξήσεις του 1/25 του μηνιαίου μισθού με βάση τις 8900/1946 και 25825/1951 κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας για εργασία κατά τις Κυριακές και από το νόμο καθιερωμένες ως μη εργάσιμες εορτές του έτους, εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα. Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, διότι η αμοιβή αυτή οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ακόμη και όταν η υπερωριακή απασχόληση παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, η αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα δεν αποτελεί τακτικό μισθό, διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού και τα επιδόματα εορτών (ΑΠ 227/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 α του Α.Ν. 539/1945 (ΦΕΚ 229), όπως τροποποιήθηκε από την παρ.1 άρθρ.13 Ν.3227/2004 και την παρ.1 του άρθρου 1 του Ν.3302/2004 (ΦΕΚ 267/28.12.2004) κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια (20) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Όσον αφορά την αναλογία είναι δύο (2) ημέρες άδειας για κάθε μήνα εργασιακής σχέσης, είτε πρόκειται για εξαήμερη, είτε για πενθήμερη απασχόληση. Νοείται βέβαια ότι μαζί με το τμήμα της άδειας χορηγείται και ανάλογο τμήμα των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας (του τελευταίου μέχρι τη συμπλήρωση ποσού 1/2 του μισθού ή 13 ημερομισθίων), και δη δύο (2) ημερομίσθια (ή 2/25 του μηνιαίου μισθού) για κάθε μήνα απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη ως αποδοχές αδείας και ως επίδομα αδείας (του τελευταίου μέχρι τη συμπλήρωση ποσού 1/2 του μισθού ή 13 ημερομισθίων). Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγεί την αναλογία της κανονικής άδειας μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους στο οποίο προσελήφθη ο μισθωτός (άρ. 2 §1β του ίδιου νόμου). Κατά το δεύτερο ημερολογιακά έτος η άδεια επαυξάνεται κατά μία ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης, ήτοι ο μισθωτός δικαιούται 21 εργάσιμες ημέρες άδεια (άρθρο 2§ 1 β ίδιου νόμου). Σύμφωνα δε με το άρθρο 5§5 του Α.Ν. 539/1945 (όπως τροποποιήθηκε από το άρ.1 παρ. 3 του Ν. 1346/1983), σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (όπως απόλυσή του) και ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει την κανονική του άδεια που του οφείλεται, τότε δικαιούται τη λεγόμενη αποζημίωση αδείας, ήτοι τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια, οι οποίες αντιστοιχούν σε δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης (ή τα 2/25 του μηναίου μισθού για όσους αμείβονται με μισθό) (άρθρο 5 § 4 ιδίου νόμου) ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτόν αποζημίωση για άλλο λόγο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 παρ. 16 του ν.4504/1966 ο εργαζόμενος μαζί με την καταβολή της άδειάς του δικαιούται και το επίδομα αδείας το οποίο δε δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15ημέρου [του μηνιαίου μισθού) για τους με μηνιαίο μισθό αμειβόμενους και τα 13 ημερομίσθια για τους εργάτες και αν η σχέση εργασίας λήξει με καταγγελία άνευ πταίσματος του μισθωτού πριν αυτός συμπληρώσει δωδεκάμηνη συνεχή, απασχόληση στον ίδιο εργοδότη, τότε αυτός δικαιούται να λάβει μέρος του επιδόματος αδείας ανάλογα με το χρόνο της εργασιακής σχέσης από την πρόσληψη ή λήψη του προηγούμενου επιδόματος μέχρι τη λύση της σύμβασης (βλ. σχετ. ΜονΕφΛαρ 227/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα σε κάθε περίπτωση που λύεται η σχέση εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, οικειοθελής αποχώρηση, θάνατος κλπ.) κατά το πρώτο ή δεύτερο ημερολογιακό έτος από της πρόσληψης του μισθωτού, δικαιούται να λάβει (και σε περίπτωση θανάτου του οι κληρονόμοι του) επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με 2/25 του μηνιαίου μισθού ή με δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης. Τέλος, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 οι κατά τον Α.Ν. 1777/1951 έκτακτες οικονοµικές ενισχύσεις καταβάλλονται ως επιδόµατα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αν η εργασιακή σχέση του εργαζοµένου διήρκησε ολόκληρη τη χρονική περίοδο στην περίπτωση του επιδόµατος των εορτών των Χριστουγέννων από της 1ης Μαΐου µέχρι της 31ης Δεκεµβρίου, και στην περίπτωση του επιδόµατος των εορτών του Πάσχα από 1ης Ιανουαρίου µέχρι της 30ης Απριλίου. Κατά την εκδοθείσα µε εξουσιοδότηση από τα παραπάνω νοµοθετήµατα 19040/1981 απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών και Εργασίας όλοι οι αµειβόµενοι µε µισθό ή ηµεροµίσθιο δικαιούνται από τους εργοδότες: 1) Επίδοµα των εορτών των Χριστουγέννων, ίσο προς ένα µηνιαίο µισθό για τους αµειβόµενους µε µισθό, και προς είκοσι πέντε ηµεροµίσθια για τους αµειβόµενους µε ηµεροµίσθιο, 2) επίδοµα των εορτών του Πάσχα, ίσο µε το ήµισυ του µηνιαίου µισθού για τους αµειβόµενους µε µισθό, και µε δέκα πέντε ηµεροµίσθια για τους αµειβόµενους µε ηµεροµίσθιο. Τα επιδόµατα καταβάλλονται στο ακέραιο, αν η εργασιακή σχέση του εργαζόµενου µε τον υπόχρεο εργοδότη διήρκησε καθόλη τη διάρκεια των παραπάνω περιόδων και στην περίπτωση της µη διάρκειας κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους οι εργαζόµενοι δικαιούνται: 1) Επίδοµα των εορτών των Χριστουγέννων ποσό ίσο προς τα δύο εικοστά πέµπτα του µηνιαίου µισθού ή δύο ηµεροµίσθια, ανάλογα του συµφωνηµένου τρόπου αµοιβής για κάθε δεκαεννεαήµερο χρονικό διάστηµα της εργασιακής σχέσης και 2) επίδοµα των εορτών του Πάσχα ίσο προς το ένα δέκατο πέµπτο του µηνιαίου µισθού ή ένα ηµεροµίσθιο, ανάλογα του συµφωνηµένου τρόπου αµοιβής για κάθε οκταήµερο διάρκειας εντός των αυτών περιόδων, αυτοί δε για χρονικό διάστηµα µικρότερου του δεκαεννεαήµερου ή οκταήµερου δικαιούνται αντίστοιχα ανάλογο κλάσµα (ΜονΕφΠειρ 677/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος ……., και της εναγομένης ……….., που δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται, απομαγνητοφωνηθείσες, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της εναγομένης, εξετασθέντων μαρτύρων ……….., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί κατά την κατάθεση των ανωτέρω μαρτύρων, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……./14.9.2016 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …….., περιέχονται δε στις υπ’αριθμ. ……./20.9.2016 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η υπ’αριθμ. ……./13.10.2014 ένορκη κατάθεση του αυτού ως άνω ………, που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης, και λαμβάνεται υπόψη και από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στις 21.11.2013 μεταξύ του ενάγοντος, απογεγραμμένου Έλληνα ναυτικού, κατόχου ναυτικού φυλλαδίου, και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, κοινοπραξίας, η οποία δραστηριοποιείται στην εκτέλεση λεμβουχικών εργασιών, που λαμβάνουν χώρα αποκλειστικά στο θαλάσσιο χώρο του κόλπου της Ελευσίνας, με σκάφη, τα οποία η ίδια εκμεταλλεύεται, και ανήκουν στα μέλη της, ο ενάγων προσλήφθηκε για να απασχοληθεί απ’αυτήν με την ειδικότητα του ναυτεργάτη, με την οποία και πράγματι εργάσθηκε μέχρι και τις 3.1.2014, όταν, καθώς διέθετε άδεια πηδαλιούχου και χειριστή μηχανοκίνητης λέμβου, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η εργασιακή του σύμβαση να μετατραπεί εφεξής σε πλήρους απασχόλησης, και να παρέχει πλέον τις υπηρεσίες του ως κυβερνήτης των σκαφών της κοινοπραξίας, αντί μηνιαίου μισθού, που καθορίσθηκε στο ποσό των 644,69 ευρώ, και με τους όρους, που προβλέπονται στην εκάστοστε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη κοινοπραξία, με μέλη τους ………, διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται από κοινού πέντε μηχανοκίνητα πλοία, κυριότητας των μελών της, τα οποία έχουν διατεθεί σ’αυτήν, και εκ των οποίων τα δύο κλειστού τύπου με την ονομασία «Ν» και «Α» δραστηριοποιούνται νόμιμα ως λάντζες μεταφοράς επιβατών, το ένα με την ονομασία «Π», που φέρει γερανό, δραστηριοποιείται επίσης νόμιμα ως λάντζα μεταφοράς φορτίων, και τα δύο με την ονομασία «P» (το οποίο στις 15.10.2014 παραδόθηκε σε εκτέλεση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στους …….. και ……. σε ποσοστό 25% στον καθέναν τους) και «PM» έχουν νόμιμα αδειοδοτηθεί ως καβοδετικά σκάφη, για την εκτέλεση λεμβουχικών εργασιών στην θαλάσσια έκταση της περιοχής δικαιοδοσίας της Λιμενικής Αρχής Ελευσίνας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπ’αριθμ.3131.1/07/1997 (ΦΕΚ Β΄1136/22.12.2017) Απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία εγκρίθηκε ο Γενικός Κανονισμός Λιμένος του Αρχηγού του Λμενικού Σώματος με αριθμ.17 «Για τις λεμβουχικές εργασίες», σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στην υπ’αριθμ.2121/02/2003 (ΦΕΚ Β΄63/24.1.2003) Απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία εγκρίθηκε ο Ειδικός Κανονισμός Λιμένα Ελευσίνας με αριθμό 49 «Καβοδετικά σκάφη λιμένα Ελευσίνας» του Κεντρικού Λιμενάρχη Ελευσίνας. Με την πρώτη εκ των ανωτέρω Υπουργικών Αποφάσεων και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 αυτής ορίζεται ότι: «1.α. Οι λεμβουχικές εργασίες συνίστανται στην, με κόμιστρο, εκτέλεση μεταφορών φορτίων, συσκευασμένων λιπαντελαίων – ορυκτελαίων, εφοδίων γενικά ή προσώπων (πληρώματα πλοίων, εργατοτεχνίτες, επισκέπτες, επιβάτες, ναυτικοί πράκτορες, φύλακες πλοίων ή άλλοι επαγγελματίες λιμένα κ.λπ.), από τις αποβάθρες σε επισκευαζόμενα, αγκυροβολημένα ή παροπλισμένα, εντός ή και εκτός λιμένα, πλοία και αντίστροφα, καθώς και από πλοίο ή αφετηρία κίνησης σε άλλη αφετηρία. β. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 5, εφόσον δεν προσφέρονται δεξαμενόπλοια για μεταφορά και παράδοση λιπαντελαίων – ορυκτελαίων στα παραπάνω πλοία, είναι επιτρεπτή η χύμα (διά μεταγγίσεων) μεταφορά τους μέχρι της ποσότητας κάθε φορά των τριάντα (30) τόνων, από φορτηγές λάντζες εφοδιασμένες με Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης επιτρέποντος τη συγκεκριμένη μεταφορά (μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος κ.λπ.), που διαθέτουν κατάλληλες, μόνιμες ή φορητές, δεξαμενές και εξοπλισμό, υπό την προϋπόθεση τήρησης των φορολογικών – τελωνειακών διατυπώσεων και της ισχύουσας νομοθεσίας για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος. Για τις λάντζες αυτές, εφόσον το μήκος τους είναι μικρότερο ή ίσο των δεκαπέντε (15) μέτρων, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του άρθρου 11 του π.δ. 1337/1981 (ΦΕΚ Α` 333) αναφορικά με την ευστάθεια. Οι διατάξεις της περίπτωσης β. δεν εφαρμόζονται στην περιφέρεια δικαιοδοσίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά. 2. α. Στις λεμβουχικές εργασίες υπάγεται, επίσης, η πρόσδεση και λύση των πλοίων από θαλάσσης, εφόσον η εργασία αυτή, τοπικά, δεν εκτελείται διαφορετικά. β. Η από ξηράς πρόσδεση και λύση των πλοίων, εφόσον δεν πραγματοποιείται από νομίμως δραστηριοποιούμενους λεμβούχους, εκτελείται από επαγγελματίες φορτοεκφορτωτές και, σε περίπτωση έλλειψης, από τρίτα πρόσωπα, εφοδιασμένα με σχετική βεβαίωση συνδρομής νομίμων προϋποθέσεων, από Λιμενική Αρχή, που έχουν αποδεδειγμένα ναυτική ή λεμβουχική εμπειρία και είναι ασφαλισμένοι, για τις εργασίες αυτές, σε κρατικό ασφαλιστικό φορέα, τηρουμένων κατά τα λοιπά των εργατικών και επαγγελματικών διατάξεων των Γενικών Κανονισμών Λιμένων…». Μάλιστα κατά το άρθρο 6 παρ.1 της ίδιας Υπουργικής Απόφασης οι ανωτέρω λεμβουχικές εργασίες εκτελούνται μόνον από πλοία, που δραστηριοποιούνται νόμιμα ως λάντζες σύμφωνα με τις διατάξεις της, ενώ στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13 ορίζεται ότι: «1. Οι λάντζες διακρίνονται από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής σε «λάντζες μεταφοράς επιβατών» και «λάντζες μεταφοράς φορτίων», με αντίστοιχη εγγραφή στο πιστοποιητικό αξιοπλοΐας τους (Άδεια Εκτέλεσης Πλόων – Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης). 2. Οι «λάντζες μεταφοράς επιβατών» απασχολούνται αποκλειστικά στη μεταφορά προσώπων, που μπορούν να φέρουν και τις συνήθεις αποσκευές τους, οι δε «λάντζες μεταφοράς φορτίων» αποκλειστικά στη μεταφορά φορτίων – εφοδίων γενικά. Στις τελευταίες επιτρέπεται η επιβίβαση μόνο των συνοδών τους (τροφοδότες, τελωνειακά όργανα κ.λπ.)». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του δεύτερης των ανωτέρω Υπουργικών Αποφάσεων «καβοδετικό σκάφος χαρακτηρίζεται το ειδικό σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για την πρόσδεση και λύση των πλοίων από θαλάσσης». Αποδείχθηκε επίσης ότι έκτοτε ο ενάγων απασχολήθηκε συνεχώς στην εναγόμενη, πλην των χρονικών διαστημάτων από 22 έως 31.7.2014, από 1 έως 7.11.2014, και από 25 έως 31.3.2015, κατά τα οποία είχε λάβει κανονική άδεια ανάπαυσης, καθώς και των χρονικών διαστημάτων από 20.1 έως 28.2.2015 και από 15.4.2015 μέχρι και τις 26.6.2015, κατά τα οποία τελούσε σε αναρρωτική άδεια λόγω ασθενείας, όπως, άλλωστε, αναφέρει και στην αγωγή του, μέχρι τις 27.6.2015, όταν και αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, οπότε και λύθηκε η εργασιακή του σύμβαση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από την έναρξη της απασχόλησής του στην εναγόμενη κοινοπραξία στις 3.1.2014 και στο εξής μέχρι τη λύση της σύμβασης εργασίας του εργάσθηκε ως κυβερνήτης αποκλειστικά της εκ των σκαφών, που αυτή διαχειρίζεται και εκμεταταλλεύεται, λάντζας μεταφοράς επιβατών με την ονομασία «Ν», ήτοι ενός σκάφους μεταλλικής κατασκευής, σταθερότερου και ευκολότερου στο χειρισμό του, σε σχέση με τα υπόλοιπα της κοινοπραξίας, σε δύο βάρδιες εντός της ημέρας, στις οποίες εναλλασσόταν ανά δεκαπενθήμερο του μήνα με τον επίσης προσληφθέντα από την εναγόμενη με την ειδικότητα του κυβερνήτη των σκαφών της, και εξετασθέντα ως μάρτυρά της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……., διότι τα άλλα σκάφη της κοινοπραξίας (η λάντζα μεταφοράς φορτίων και τα δύο καβοδετικά) απαιτούσαν ικανή εμπειρία διακυβέρνησης και πολυετή πρακτική προϋπηρεσία στους συγκεκριμένους τύπους σκαφών, την οποία δε διέθετε ο ενάγων, ενόψει του ότι κάθε σκάφος χρήζει για το χειρισμό του διαφορετικού βαθμού δεξιότητας από τον κυβερνήτη της, ενώ ακόμη και η έτερη λάντζα μεταφοράς επιβατών της κοινοπραξίας με την ονομασία «Α», λόγω του υλικού κατασκευής της (πλαστικό), ήταν ελαφρύτερη, και, επομένως, ως περισσότερο ευάλωτη στους ανέμους, συγκρινόμενη με την έτερη βαρύτερη και σταθερότερη, που είχε αναλάβει να οδηγεί ο ενάγων, απαιτούσε και αυτή ιδιαίτερη προσοχή, επιδεξιότητα, και εμπειρία στη διακυβέρνησή της, με αποτέλεσμα να μην ανατίθενται σ’αυτόν άλλα καθήκοντα από τους εργοδότες του/μέλη της κοινοπραξίας, εκ των οποίων μάλιστα οι ………., κάτοχοι και οι ίδιοι άδειας πηδαλιούχου και χειριστού μηχανοκίνητης λέμβου, είχαν επιφορτισθεί και αυτοί, πέραν των προσώπων που είχαν προσλάβει και απασχολούσαν προς τούτο, με τη διακυβέρνηση των σκαφών της κοινοπραξίας για την εκτέλεση, αντί κομίστρου, των λεμβουχικών εργασιών, που αναλάμβανε, στη θαλάσσια έκταση του κόλπου της Ελευσίνας, των ΕΛ.ΠΕ. Ελευσίνας και Ασπροπύργου συμπεριλαμβανομένων στην περιοχή, στην οποία η επιχείρησή τους δραστηριοποιείτο γεωγραφικά, όντας συνεχώς παρόντες στο χώρο και σε ετοιμότητα, καθώς κατά την κρίση τους δε διέθετε τα απαιτούμενα προσόντα, ώστε να δύναται να ανταποκριθεί επιτυχώς στις αυξημένες απαιτήσεις της διακυβέρνησης των άλλων σκαφών, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική προϋπηρεσία του ως κυβερνήτη λάντζας, αλλά το εργασιακό του αντικείμενο περιοριζόταν στην πλοήγηση της συγκεκριμένης λάντζας και μόνον, που είναι σιδερένια, και, επομένως, στιβαρότερη, και έφερε δύο μηχανές. Σημειωτέον επίσης ότι τη λάντζα μεταφοράς φορτίων με την ονομασία «Π», η οποία είναι δυσκολότερη στη διακυβέρνησή της, φέρει γερανό, και απαιτεί ιδιαίτερη εμπειρία του κυβερνήτη της, αλλά και προσεκτικούς χειρισμούς κατά τη διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης των μεταφερομένων φορτίων, τινά εκ των οποίων είναι και επικίνδυνα, ώστε να επιτυγχάνεται ευστάθεια αυτής, οδηγούσαν πάντοτε τα ανωτέρω μέλη της κοινοπραξίας, και κυρίως ο εξ αυτών ……., ως ο πλέον πεπειραμένος σε τέτοια σκάφη, ενώ και για τα καβοδετικά σκάφη, τα οποία χρησιμοποιούνται για την πρόσδεση και λύση των πλοίων από θαλάσσης, απαιτούνται ιδιαίτερα προσεκτικοί χειρισμοί από τον κυβερνήτη τους κατά την προσέγγιση του πλοίου, και πολύχρονη εμπειρία του στην πλοήγηση τέτοιου τύπου σκαφών. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της ανάθεσης στον ενάγοντα από τους εργοδότες του της διακυβέρνησης μόνον του συγκεκριμένου σκάφους της κοινοπραξίας επιρρωνύεται ιδίως από τις καταθέσεις του εξετασθέντος μάρτυρος της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ………., καθώς και των ενόρκως εξετασθέντων εκτός δίκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς μαρτύρων της ιδίας ……., άπαντες οι οποίοι, έχοντας ίδιαν αντίληψη, καθώς εργάζονταν στην κοινοπραξία την ίδια χρονική περίοδο με τον ενάγοντα (ο επίσης εκτός δίκης εξετασθείς ενόρκως ενώπιον Ειρηνοδίκη μάρτυρας της εναγομένης ……. συνέπεσε χρονικά με τον ενάγοντα στην εν λόγω εργασία για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, διότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη στις 7.4.2015, ενώ ο ενάγων ήδη από τις 15.4.2015 τελούσε σε αναρρωτική άδεια μέχρι και τις 26.6.2015, μετά τη λήξη της οποίας αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, και, επομένως, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να έχει ίδιαν γνώση περί του αντικειμένου της εργασίας του ενάγοντος κατά το προγενέστερο της δικής του πρόσληψης χρονικό διάστημα), ο εξ αυτών …… ως κυβερνήτης των σκαφών της, και οι ……. ως βοηθοί λεμβούχου (καβοδέτες), αναφέρουν ότι ο ενάγων απασχολήθηκε από την κοινοπραξία ως κυβερνήτης αποκλειστικά και μόνον της ανωτέρω λάντζας μεταφοράς επιβατών με την ονομασία «Ν», σε δύο βάρδιες εντός της ημέρας, στις οποίες εναλλασσόταν ανά δεκαπενθήμερο με το ……., ελλείψει εμπειρίας στη απαιτητικότερη και δυσκολότερη διακυβέρνηση των άλλων σκαφών, διαφορετικού τύπου, που ομοίως εκμεταλλευόταν η κοινοπραξία, ενώ και ο επίσης εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας του ιδίου του ενάγοντος ……., που και αυτός εργαζόταν στην κοινοπραξία την ίδια περίοδο ως ναυτεργάτης (καβοδέτης), κατέθεσε ότι ο ενάγων απασχολείτο πρωτίστως (χαρακτηριστικά το προσδιόρισε σε ποσοστό 90%) στη λάντζα μεταφοράς επιβατών και δευτερευόντως (κατά ποσοστό 10%) σε καβοδετικό σκάφος, προσθέτοντας ότι οι εργοδότες του δεν τον είχαν αξιολογήσει ως καλό κυβερνήτη, με αποτέλεσμα να του αναθέτουν κυρίως τη διακυβέρνηση της ανωτέρω λάντζας, η οποία, όπως σημειώθηκε, ήταν εκ κατασκευής βαρύτερη και ευκολότερη στο χειρισμό της. Το γεγονός ότι ο ενάγων πράγματι διέθετε άδεια πηδαλιούχου και χειριστού μηχανοκίνητης λέμβου ήδη από τις αρχές του έτους 1994 (η άδεια του φέρει ημερομηνία έκδοσης 3.1.1994) δεν αναιρεί την προπαρατεθείσα κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ούτε συνηγορεί υπέρ του ισχυρισμού του ότι αυτός κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σύμβασης εργαζόταν εκ περιτροπής ως κυβερνήτης όλων των σκαφών της κοινοπραξίας, ο οποίος προβάλλεται σε ενίσχυση της θέσης του περί δωδεκάωρης ημερήσιας εργασίας, και τον οποίο, άλλωστε, φέρει και το δικονομικό βάρος να αποδείξει, όπως και τις κατά νόμο συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας να ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, διότι δε διέθετε αξιόλογη εμπειρία, ώστε να είναι σε θέση να αναλάβει και να φέρει εις πέρας και άλλα απαιτητικότερα καθήκοντα, ούτε στη διακυβέρνηση του συγκεκριμένου τύπου σκάφους, που του είχε ανατεθεί από τους εργοδότες του, πολλώ δε μάλλον σε σκάφη άλλου τύπου, των οποίων ο χειρισμός είναι δυσκολότερος και απαιτούν πεπειραμένο κυβερνήτη, όπως σαφώς αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου, σύμφωνα με το οποίο είχε εργασθεί στο παρελθόν μόνον ως χειριστής λάντζας μεταφοράς επιβατών, και τούτο όμως για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, και ειδικότερα από 10.11.1994 έως 26.5.1995 και από 18 έως 20 Ιουλίου του έτους 2001, δηλαδή σε πολύ προγενέστερο της πρόσληψής του από την εναγόμενη χρόνο, ενώ οι υπόλοιπες εγγραφές του φυλλαδίου του στο μεσοδιάστημα αφορούν σε ναυτολογήσεις του με την ειδικότητα του ναύτη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά την πρόσληψή του στην εναγόμενη συμφώνησε μεν να εργάζεται επί πενθήμερον, κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, από Δευτέρα έως Παρασκευή, σε βάρδιες, και δη από την 1η έως την 15η ημέρα κάθε μήνα από ώρα 7.00 έως ώρα 15.00, και από την 16η ημέρα έως το τέλος του μήνα από ώρα 15.00 έως ώρα 23.00, πλην όμως στην πραγματικότητα εργαζόταν τέσσερις καθημερινές ημέρες την εβομάδα, όπως, άλλωστε, και ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, και ορισμένα Σάββατα και Κυριακές του μήνα, λαμβάνοντας στην περίπτωση εργασίας του κατά την Κυριακή αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση (ρεπό) διαρκείας 24 ωρών σε άλλη εργάσιμη ημέρα της επόμενης εβδομάδας, σε δύο βάρδιες πρωϊνή και απογευματινή – βραδυνή ανά δεκαπενθήμερο, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε ως κυβερνήτης της ανωτέρω λάντζας μεταφοράς επιβατών, τα δρομολόγια της οποίας άρχιζαν σχεδόν πάντοτε περί ώρα 7.00 με την έναρξη της πρωϊνής βάρδιας και σταματούσαν για τους εργαζομένους της απογευματικής – βραδυνής βάρδιας το αργότερο περί ώρα 23.30 με 24.00, κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, όπως προκύπτει ιδίως από το προσκομιζόμενο ημερολόγιο του συγκεκριμένου πλοίου, στο οποίο απασχολήθηκε, και δη από τις εγγραφές/καταχωρήσεις αυτού, που αφορούν στο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας του στην εναγόμενη, και επιρρωνύεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων της τελευταίας, πλην των χρονικών διαστημάτων, που αναφέρονται στην εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα οποία δεν εργάσθηκε, είτε διότι το ανωτέρω σκάφος δεν εκτέλεσε δρομολόγια, σύμφωνα με το ημερολόγιό του, είτε διότι ο ίδιος τελούσε σε κανονική ή σε αναρρωτική άδεια, χωρίς η επ’αυτού κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται ειδικά με λόγο της ένδικης έφεσης, και όχι μέχρι ώρα 3.00, όπως αναφέρει στην αγωγή του, στην οποία επίσης ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί 12 ώρες καθημερινά (από ώρα 7.00 έως ώρα 19.00 κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα και από ώρα 15.00 έως ώρα 3.00 κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο, εκ των οποίων κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο οι 5 ώρες (από ώρα 22.00 έως ώρα 3.00) συνιστούν νυκτερινή εργασία, για την οποία δικαιούται της προβλεπομένης πρόσθετης αμοιβής, όπως επίσης και για την παρασχεθείσα υπερεργασία του και την πραγματοποιηθείσα κατ’εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση, με αποτέλεσμα το ημερήσιο ωράριο εργασίας του να μην υπερβαίνει κατά τις 4 καθημερινές ημέρες την εβδομάδα τις 8,5 ώρες με 9 ώρες. Εξάλλου, και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της εργασίας του ενάγοντος κατά τη βραδυνή – απογευματινή βάρδια και το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα το αργότερο μέχρι ώρα 23.30 με 24.00 κατά τις τέσσερις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο απόπλους από, αλλά και ο κατάπλους των πλοίων στην περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, όπου η εναγομένη εκτελεί λεμβουχικές εργασίες με τα σκάφη, που εκμεταλλεύεται, και έχουν νόμιμα δραστηριοποιηθεί ως λάντζες μεταφοράς προσώπων ή φορτίων ή αδειοδοτηθεί ως καβοδετικά για τη θαλάσσια έκταση του χώρου δικαιοδοσίας του λιμένα της Ελευσίνας, κατόπιν διέλευσής τους μέσω του ναυτικού διαύλου του ναυστάθμου της Σαλαμίνας του Πολεμικού Ναυτικού, που συνδέει τον ανωτέρω Κόλπο με τον Αργοσαρωνικό, δεν επιτρέπεται μετά τη δύση του ηλίου για λόγους ασφαλείας, ει μη μόνον, εφόσον επιβάλλεται, κατόπιν αδείας του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, και αίτησης του πλοίου, που διαβιβάζεται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά ή Ελευσίνας, τα οποία με την σειρά τους την προωθούν στη συνέχεια στο Ναύσταθμο προς έγκριση ή απόρριψη, το αργότερο μέχρι ώρα 20.00, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες ετήσιες (μόνιμες) αγγελίες για τους ναυτιλλομένους της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού, και επιβεβαιώνεται και από τους μάρτυρες της εναγομένης, διαφορετικά για την είσοδο και την έξοδο από τον Κόλπο της Ελευσίνας μετά τη δύση του ηλίου απαιτείται το πλοίο να πλεύσει από την άλλη πλευρά του Ναυστάθμου, δυτικά της Σαλαμίνας, κάνοντας το γύρο της νήσου, όπερ συνεπάγεται μεγαλύτερη δαπάνη σε καύσιμα και, επιπροσθέτως, μετά τις 10.00 και χρέωση αυξημένου κόμιστρου από τους λεμβούχους για την παροχή των υπηρεσιών τους λόγω της εργασίας νυκτερινές ώρες, με αποτέλεσμα η επιλογή αυτή να αποφεύγεται καταρχήν από τους πλοιοκτήτες, που γνωρίζουν ότι θα υποβληθούν σε περισσότερα έξοδα, και κάθε δε περίπτωση να μη λαμβάνουν χώρα συχνά μεταφορές προσώπων, μετά τις 23.00 με 23.30, από την ξηρά στα πλοία, που ναυλοχούν στον Κόλπο της Ελευσίνας, ή το αντίστροφο, ώστε να απαιτηθεί να εκτελεσθεί τότε δρομολόγιο με τη συγκεκριμένη λάντζα, στην οποία εργαζόταν ο ενάγων, εξ’ου και σχετικές καταγραφές τέτοιων δρομολογίων δεν έχουν σημειωθεί στο ημερολόγιο του σκάφους. Σημειωτέον ότι ακόμη και σε περίπτωση βλάβης σε κάποιο πλοίο, οπότε και ανέκυπτε εκτάκτως ανάγκη μεταφοράς σ’αυτό τεχνικών προς διενέργεια των απαραίτητων επισκευών, τούτο στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είχε διαπιστωθεί από το πλήρωμα προ της δύσης του ηλίου, όταν και το πλοίο μπορούσε να πλεύσει για να εισέλθει στον Κόλπο της Ελευσίνας ή, όντας εκεί αγκυροβολημένο, να αποπλεύσει, μέσω του ναυτικού διαύλου του Ναυστάθμου της Σαλαμίνας, και γνωστοποιηθεί εγκαίρως στην κοινοπραξία, και, επομένως, η μεταφορά των τεχνικών σ’αυτό με τις λάντζες ελάμβανε συνήθως χώρα πριν τις 23.00, ενώ στη σπάνια περίπτωση, που θα απαιτείτο να εκτελεσθεί δρομολόγιο μετά τις 23.00 με 23.30 για τη μεταφορά προσώπων από και προς τα πλοία, τούτο αναλάμβαναν συνήθως τα μέλη της κοινοπραξίας ……….. με την έτερη (πλαστική και ελαφρύτερη) λάντζα, που εκμεταλλεύονταν, ώστε να αποφεύγουν την επιπρόσθετη δαπάνη καταβολής αμοιβής στους εργαζομένους τους για τις επιπλέον ώρες εργασίας πέραν των συμφωνηθεισών, και μάλιστα νυκτερινής εργασίας, για την οποία το προσωπικό τους θα εδικαιούτο και επιπρόσθετης αμοιβής, πέραν της υπερωριακής, όπως άπαντες οι μάρτυρες της εναγομένης κατέθεσαν. Ούτε όμως και ο φόρτος εργασίας της συγκεκριμένης λάντζας σε καθημερινή βάση δικαιολογούσε ημερήσιο ωράριο απασχόλησης του ενάγοντος 12 ωρών, εφόσον ληφθεί υπόψη ότι για τη μεταφορά προσώπων από τη ξηρά στα πλοία, που ναυλοχούσαν στον κόλπο της Σαλαμίνας, και το αντίστροφο, η κοινοπραξία διέθετε και έτερη λάντζα, ότι η τελευταία ενημερωνόταν σχεδόν πάντοτε από τους πράκτορες για τον κατάπλου κάποιου πλοίου 2-3 ημέρες ενωρίτερα, με αποτέλεσμα οι έκτακτες αφίξεις πλοίων που χρήζουν μεταφοράς προσώπων και εφοδίων να είναι λιγότερες, καθώς και ότι η διάρκεια εκάστου δρομολογίου, λόγω της μικρής απόστασης από τη στεριά, που βρίσκονταν αγκυροβολημένα τα πλοία, δεν υπερέβαινε, μετ’επιστροφής, τα 10 λεπτά, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ……, λαμβανομένων επίσης υπόψη και της οικονομικής κρίσης, που έχει μειώσει την εν γένει κίνηση των πλοίων, και του γεγονότος ότι στον Κόλπο της Ελευσίνας εκτελούνται λεμβουχικές εργασίες και από άλλες επιχειρήσεις, που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, ούτε βέβαια απαιτείτο να εργάζονται ταυτόχρονα όλα τα σκάφη της κοινοπραξίας σε δύο βάρδιες, ενόψει και του ότι κατά τον ίδιο χρόνο η κοινοπραξία πλην του ενάγοντος, απασχολούσε ως κυβερνήτες και τους …. και …….. (και το …… μέχρι τις 17.6.2014), ενώ και τα τρία μέλη της επίσης εργάζονταν συνεχώς ως κυβερνήτες των σκαφών της, εκ των οποίων μάλιστα το εξ αυτών «Ρ» από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2014 έπαψε να το εκμεταλλεύεται, κατά τα προεκτεθέντα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το ημερήσιο ωράριο εργασίας του ενάγοντος κατά τις 4 καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, κατά τις οποίες απασχολείτο από την εναγόμενη, δεν υπερέβαινε τις 8,5 με 9 ώρες (κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα από την 1η έως την 15η ημέρα εργαζόταν από ώρα 7.00 έως ώρα 15.00, ενώ κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο, ήτοι από την 16η ημέρα έως το τέλος του μήνα, εργαζόταν από ώρα 15.00 έως ώρα 23.00 με 23.30 ή 24.00 το αργότερο), με αποτέλεσμα η εβδομαδιαία του απασχόληση κατά τις ανωτέρω καθημερινές να μην υπερβαίνει τις 36 ώρες, και, συνεπώς, να μη δικαιούται αμοιβής για υπερεργασία ή για κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, καθώς, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπως εν προκειμένω, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες μόνον ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι τη συμπλήρωση των 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εάν στην τελευταία περίπτωση δεν υπερβαίνει το ως άνω ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόληση, και, συνεπώς, για τις εβδομάδες που ο μισθωτός εργάστηκε λιγότερο των πέντε εργασίμων ημερών, όπως ο ενάγων στην κρινόμενη περίπτωση, δε μπορεί να γίνει λόγος για υπερεργασία, γιατί η συνδρομή υπερεργασίας κριτήριο έχει, όχι την ημερήσια, αλλά την εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού, και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται καθ’όλες τις εργάσιμες πέντε ημέρες της εβδομάδας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης, κατέληξε στις ίδιες παραδοχές και, συνακόλουθα, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα υπ’αριθμ.1 και 2 κονδύλια της αγωγής, που αφορούσαν σε αμοιβή του ενάγοντος για παροχή υπερεργασίας και για την κατ’εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση από την εναγόμενη, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πλην όμως ο ενάγων πράγματι δικαιούται αμοιβής για την παρασχθείσα κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο εκάστου μηνός του χρονικού διαστήματος από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 έως και το μήνα Μάρτιο του έτους 2015 (πλην των χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία δεν εργάσθηκε, είτε διότι η συγκεκριμένη λάντζα δεν εκτέλεσε δρομολόγια, είτε διότι ο ίδιος τελούσε σε κανονική ή σε αναρρωτική άδεια, κατά τα προεκτεθέντα), νυκτερινή εργασία του στην εναγόμενη κοινοπραξία, της εν λόγω αμοιβής του ειδικότερα συνισταμένης για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας του στο ωρομίσθιό του, ποσού 3,87 ευρώ, πλέον προσαύξησης επ’αυτού σε ποσοστό 25%. Ειδικότερα, με βάση τις εγγραφές στο ημερολόγιο της συγκεκριμένης λάντζας, στην οποία, όπως έγινε δεκτό, απασχολήθηκε κατ’αποκλειστικότητα ως κυβερνήτης, κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 παρείχε νυκτερινή εργασία συνολικά επί 11 ώρες, κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2014 επί 8,5 ώρες, κατά το μήνα Μάρτιο του ιδίου έτους επί 11 ώρες, κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2014 επί 8,5 ώρες, κατά το μήνα Μάιο του έτους 2014 επί 11 ώρες, κατά το μήνα Ιούνιο του ιδίου έτους επί 13 ώρες, κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2014 επί 12 ώρες, κατά το μήνα Αύγουστο του ιδίου έτους επί 9 ώρες, κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014 επί 12 ώρες, κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2014 επί 12 ώρες, κατά το μήνα Νοέμβριο του έτους 2014 επί 10 ώρες, κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2014 επί 10 ώρες, κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2015 επί 11 ώρες και κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2015 επί 11 ώρες. Κατόπιν τούτου, αφαιρεθέντων των ποσών, που έχει ήδη εισπράξει από την εναγόμενη για την αιτία αυτή, κατά παραδοχήν ως ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της τελευταίας, εξακολουθεί να του οφείλεται το συνολικό ποσό των 45,51 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 10,64 ευρώ αφορά σε νυκτερινή εργασία του για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014, το ποσό των 8,22 ευρώ αφορά στο μήνα Φεβρουάριο του έτους 2014, το ποσό των 9,72 ευρώ σε διαφορά για το μήνα Μάρτιο του έτους 2014, το ποσό των 8,22 ευρώ στο μήνα Απρίλιο του έτους 2014 και το ποσό των 8,71 ευρώ στο μήνα Αύγουστο του έτους 2014, ενώ οι απαιτήσεις του από την αιτία αυτή αναφορικά με τους υπόλοιπους μήνες του επιδίκου χρονικού διαστήματος έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί κατόπιν καταβολών της εναγομένης. Τα ανωτέρω ποσά πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για το οφειλόμενο για κάθε μήνα των προαναφερθέντων μηνών ποσό με το νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός μέχρι την εξόφληση. Σημειωτέον ότι οι κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του τρόπου υπολογισμού του ποσού, που τελικά έγινε δεκτό ότι δικαιούται ο ενάγων για την νυκτερινή του εργασία στην επιχείρηση της εναγομένης, επί των ήδη εισπραχθέντων διά τούτο απ’αυτόν ποσών από την αντίδικό του, κατόπιν προβολής από την τελευταία σχετικής ένστασης εξόφλησης, και, συνακόλουθα, επί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης αυτής, καθώς και επί του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας των ποσών, που η εναγόμενη υποχρεώθηκε να του καταβάλει για την αιτία αυτή, δεν πλήττονται ειδικά απ’αυτόν με την κρινόμενη έφεσή του, ώστε να μεταβιβασθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και να επανακριθούν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αμοιβή για τη νυκτερινή του εργασία στην εναγόμενη τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, και συνακόλουθα, δέχθηκε εν μέρει το αγωγικό αυτό κονδύλιο ως ουσιαστικά βάσιμο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επίσης, να λεχθεί ότι εφόσον κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο εκάστου μηνός η ημερήσια εργασία του ενάγοντος στην επιχείρηση της εναγομένης δεν υπερέβαινε κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας τις 9 ώρες (όπως έγινε δεκτό εργαζόταν από ώρα 15.00 έως ώρα 23.30 ή 24.00, όταν και με βάση τις εγγραφές στο ημερολόγιο του συγκεκριμένου πλοίου σταματούσαν τα δρομολόγιά του, επομένως επί 8,5 ώρες), με αποτέλεσμα να μη δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για κατ’εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση, πέραν της αμοιβής του για την παροχή εργασίας κατά τις νυκτερινές ώρες, και δη για το μετά τις 22.00 διάστημα, καθώς, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπως εν προκειμένω, ως υπερωριακή εργασία, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, νοείται η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως, έστω και αν με την απασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του νομίμου ανωτάτου ορίου της εβδομαδιαίας εργασίας. Συνεπώς ορθά δεν επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση στον ενάγοντα αμοιβή για κατ’εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, και κατά τις νυκτερινές ώρες. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων πράγματι κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σύμβασης στην εναγόμενη εργάσθηκε ορισμένα Σάββατα και Κυριακές, λαμβάνοντας πάντοτε σε περίπτωση εργασίας του την Κυριακή αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση (ρεπό) διαρκείας 24 ωρών σε άλλη εργάσιμη ημέρα της επόμενης εβδομάδας, όπερ δεν αμφισβητεί και ο ίδιος, διότι ζητά να λάβει ως οφειλόμενη σ’αυτόν μόνον την προσαύξηση επί του ωρομισθίου του για τις αναφερόμενες στην αγωγή του ώρες εργασίας του τις Κυριακές (τινές εξ αυτών με την προσαύξηση της νυκτερινής εργασίας και της κατ’εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης) και όχι και το 1/25 του καταβαλλομένου μισθού του κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, πλην όμως όχι κατά τις νυκτερινές ώρες, ούτε καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του των 8 ωρών, αλλά μέχρι ώρα 22.00 το αργότερο, και πάντως όχι όλα συλλήβδην τα Σαββατοκύριακα, όπως αυτός ισχυρίσθηκε στην αγωγή του, πλην των χρονικών διαστημάτων κατά τα οποία τελούσε σε κανονική ή αναρρωτική άδεια. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται ιδίως από τις καταθέσεις απάντων των μαρτύρων της εναγομένης, και δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο οποίος, ερωτηθείς εάν ο ενάγων εργαζόταν όλα τα Σαββατοκύριακα απήντησε «δεν ξέρω άμα ήταν όλα, μπορεί να καθόταν ένα το μήνα, ή ένα Σάββατο, μία Κυριακή, δεν το θυμάμαι δηλαδή, θα σας πω ψέμματα», λαβανομένου υπόψη και του ότι ο ενάγων φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξης του συγκεκριμένου αγωγικού ισχυρισμού του, ο οποίος (ισχυρισμός), σε περίπτωση που ο ανωτέρω διάδικος δεν ανταποκριθεί στο βάρος του αυτό, θα πρέπει ν’απορριφθεί ως αναπόδεικτος, και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω ως προς τον αριθμό των Σαββάτων και Κυριακών, που εργάσθηκε ο ενάγων, και ως προς τη διάρκεια της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές, το παρόν Δικαστήριο, για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης δε μπορεί να λάβει υπόψη του το προσκομιζόμενο ημερολόγιο της συγκεκριμένης λάντζας, στην οποία απασχολήθηκε αυτός ως κυβερνήτης, ομού μετά του ……….., επίσης προσληφθέντος από την εναγόμενη ως κυβερνήτη των σκαφών της, σε δύο βάρδιες ημερησίως, στις οποίες εναλλάσσονταν, διότι εκ των εγγραφών του εν λόγω ημερολογίου και της ομοιότητας του γραφικού χαρακτήρα αμφοτέρων των κυβερνητών, που προέβαιναν στις σχετικές καταχωρήσεις, δε καθίσταται δυνατόν να διακριβωθεί με ασφάλεια ποια συγκεκριμένα Σάββατα ή Κυριακές εργάσθηκε ο καθένας τους, αφού το όνομα του κυβερνήτη εκάστης βάρδιας, και, συνεπώς, της κάθε ημέρας δεν καταχωρείτο στο ημερολόγιο, πολλώ δε μάλλον εάν υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι το ημερολόγιο δεν συντασσόταν από τον εκάστοτε κυβερνήτη του σκάφους, αλλά είτε από τον έναν είτε από τον άλλον, που όμως προφανώς κατέγραφε τα δρομολόγια της λάντζας κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας, και όχι μόνον αυτά, που εκτελούντο κατά τη διάρκεια της δικής του βάρδιας, αφού δεν αλλάζει ο γραφικός χαρακτήρας του συντάκτη με την αλλαγή της βάρδιας, και συνήθως ότι συντασσόταν από τον ίδιο, όπερ όμως δε σημαίνει κατ’ανάγκην ότι ήταν και ο ίδιος κυβερνήτης του σκάφους πάντοτε, ενόψει και του ότι και αυτός συνομολογεί ότι η διακυβέρνηση της λάντζας είχε ανατεθεί από την εναγόμενη και σε άλλο κυβερνήτη, εκτός από τον ίδιο, καθώς και ότι αμφότεροι εργάζονταν ημερησίως ως κυβερνήτες της σε δύο συνεχόμενες βάρδιες. Ενόψει τούτων, και το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι, ενόψει των ειδικότερων συνθηκών και περιστάσεων της εργασίας του ενάγοντος ως κυβερνήτη της εν λόγω λάντζας, όπως αυτές προεκτέθηκαν, καθώς και της φύσης και του είδους της απασχόλησής του, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 έως και το μήνα Μάρτιο του έτους 2015 αυτός εργάσθηκε επί 2 Σάββατα και επί 2 Κυριακές το μήνα, πλην των μηνών Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 2014, και των μηνών Ιανουαρίου και Μαρτίου του έτους 2015, κατά τους οποίους απασχολήθηκε 1 Σάββατο και 1 Κυριακή, διότι δεν εργάσθηκε ολόκληρους τους μήνες αυτούς, έχοντας λάβει εντός αυτών κάποιες ημέρες εκ της κανονικής του αδείας, κατά τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ενώ κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2015 δεν εργάσθηκε καθόλου διότι τελούσε σε αναρρωτική άδεια, επί 8 ώρες και μέχρι τις 22.00, δηλαδή όχι τη νύκτα, και όχι υπερωριακώς, λαμβανομένων υπόψη ότι α) κατά τις ημέρες αυτές η κίνηση προς και από τα πλοία είναι εμφανώς μειωμένη σε σχέση με τις καθημερινές, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο δρομολογίων της λάντζας, και β) κατά τις νυκτερινές ώρες (μετά τις 22.00), εφόσον παρίστατο ανάγκη, διότι και οι πλοιοκτήτες δεν επιθυμούσαν να καταβάλουν υψηλότερο κόμιστρο για τις παρεχόμενες λεμβουχικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα οι μεταφορές προσώπων από την ξηρά στα πλοία τους, και το αντίστροφο, που ανέθεταν στους λεμβούχους, να μειώνονται ακόμη περισσότερο, και αφορούσαν ως επί το πλείστον στα πληρώματα των πλοίων, που αποβιβάζονταν μία φορά το πρωί και επέστρεφαν στα πλοία το βράδυ, αφού συνήθως επισκευές στα πλοία δε διενεργούντο τις ημέρες αυτές, ώστε να ανακύπτει ανάγκη μεταφοράς στα πλοία συνεργείων εργατοτεχνιτών (βλ. σχετικώς κατάθεση … . στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), αλλά και κατά τα υπόλοιπα Σάββατα και τις Κυριακές του μήνα τα σαφώς λιγότερα δρομολόγια της συγκεκριμένης λάντζας εκτελούντο από τα ίδια τα μέλη της κοινοπραξίας ως κυβερνήτες της, που διέθεταν σχετική άδεια, προς αποφυγήν καταβολής της κατά νόμο προβλεπομένης μεγαλύτερης αμοιβής στους εργαζομένους τους, ώστε να εξοικονομήσουν για την επιχείρησή τους τη σχετική δαπάνη, όπως άπαντες οι μάρτυρες της εναγομένης κατέθεσαν. Επομένως, ο ενάγων εργάσθηκε συνολικά 24 Σάββατα επί 8 ώρες, δι’έκαστο των οποίων δικαιούται αμοιβής ίσης με το ημερομίσθιό του, ποσού 25,79 ευρώ, πλέον προσαύξησης 30% επ’αυτού, ποσού 7,74 ευρώ, ήτοι συνολικά του ποσού των 33,53 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 804,72 ευρώ, και ειδικότερα δικαιούται του ποσού των 67,06 ευρώ για κάθε μήνα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, πλην των μηνών Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 2014, και των μηνών Ιανουαρίου και Μαρτίου του έτους 2015, για έκαστον των οποίων δικαιούται του ποσού των 33,53 ευρώ. Επιπροσθέτως, εντός του ιδίου διαστήματος εργάσθηκε συνολικά 24 Κυριακές επί 8 ώρες, για κάθε μία εκ των οποίων δικαιούται της προσαύξησης του 75% επί του ημερομισθίου του των 25,79 ευρώ, ήτοι του ποσού των 19,34 ευρώ, και συνολικά του ποσού των 464,16 ευρώ, και ειδικότερα δικαιούται του ποσού των 38,68 ευρώ για κάθε μήνα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, πλην των μηνών Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 2014, και των μηνών Ιανουαρίου και Μαρτίου του έτους 2015, για έκαστον των οποίων δικαιούται του ποσού των 19,34 ευρώ. Αφαιρεθέντων των ποσών, που ο ενάγων έχει ήδη εισπράξει από την εναγόμενη για την εργασία του τις Κυριακές κατά τους κάτωθι αναφερόμενους μήνες (για την εργασία του κατά τα Σάββατα δεν έχει λάβει κάποιο χρηματικό ποσό), κατά παραδοχήν ως ουσία βάσιμης της προβληθείσας ένστασης εξόφλησης της ανωτέρω, εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 28,03 ευρώ για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2014, το ποσό των 26,35 ευρώ για το μήνα Μάρτιο του ιδίου έτους, το ποσό των 34,33 ευρώ για το μήνα Ιούνιο του έτους 2014, το ποσό των 36,97 ευρώ για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014, και το ποσό των 27,08 ευρώ για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2014, ενώ για τους υπόλοιπους μήνες του επιδίκου χρονικού διαστήματος εξακολουθεί να του οφείλεται ολόκληρο το ποσό που αναλογεί στην εργασία του, που παρασχέθηκε κατά τις Κυριακές των μηνών αυτών, και συνολικά του οφείλεται το ποσό των 423,52 ευρώ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτά ως κατ’ουσίαν βάσιμα τα υπ’αριθμ. 4 και 5 κονδύλια της αγωγής, και, αφενός μεν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 804,72 ευρώ, που αφορά στην εργασία του τα Σάββατα επί 8 ώρες, καθώς και ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 423,52 ευρώ, που αφορά στην εργασία του τις Κυριακές επίσης επί 8 ώρες, κατόπιν παραδεκτής τροπής ως προς το κονδύλιο αυτό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με το νόμικο τόκο για το οφειλόμενο για τον κάθε μήνα ποσό από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός, ενώ τα ίδια κονδύλια, όσον αφορά την παροχή από τον ενάγοντα νυκτερινής εργασίας και κατ’εξαίρεση υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές του επιδίκου χρονικού διαστήματος απορριπτέα τυγχάνουν ως κατ’ουσίαν αβάσιμα, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειωτέον ότι οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του τρόπου υπολογισμού του ποσού, που τελικά κρίθηκε ότι δικαιούται ο ενάγων για την εργασία του στην επιχείρηση της εναγομένης κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, επί των ήδη εισπραχθέντων διά τούτο απ’αυτόν ποσών από την αντίδικό του, κατόπιν προβολής από την τελευταία σχετικής ένστασης εξόφλησης, και, συνακόλουθα, επί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης αυτής, καθώς και επί του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας των ποσών, που έγινε δεκτό ότι του οφείλονται για την αιτία αυτή, δεν πλήττονται ειδικά απ’αυτόν με την κρινόμενη έφεσή του. Περαιτέρω, το παραδεκτά προβαλλόμενο με το εφετήριο, περιλαμβανόμενο στο δεύτερο λόγο έφεσης, αίτημα περί επίδειξης στο Δικαστήριο από την εναγόμενη α) των ημερολογίων γέφυρας όλων των σκαφών της, και β) αντιγράφων των καταστάσεων των ΕΛ.ΠΕ. Σαλαμίνας και Ασπροπύργου, στις οποίες κατά τους ισχυρισμούς του εμφαίνονται οι ώρες εισόδου και εξόδου του στις εγκαταστάσεις των ανωτέρω διυλιστηρίων, που καταγράφονταν διά της χρήσης απ’αυτόν της ειδικής ηλεκτρονικής κάρτας πρόσβασης, η οποία του είχε χορηγηθεί, όπως και σε όλους τους εργαζομένους εκεί για λόγους ασφαλείας, και εκ των οποίων (καταστάσεων) προκύπτουν οι ημέρες και οι ώρες απασχόλησής του στην κοινοπραξία, πρέπει ν’απορριφθεί, διότι το παρόν Δικαστήριο, κατόπιν εκτίμησης των ήδη προσαχθέντων σ’αυτό αποδεικτικών μέσων μπορεί να αχθεί σε ασφαλή κρίση και να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση επί της βασιμότητας των λόγων έφεσης, χωρίς την προσκόμιση των εν λόγω εγγράφων. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω ηλεκτρονικές κάρτες πράγματι χορηγούντο στους εισερχόμενους στους χώρους των διυλιστηρίων, πλην όμως, όσον αφορά τα πρόσωπα που εκτελούσαν λεμβουχικές εργασίες εν γένει και τους εργαζομένους στην εναγόμενη ειδικότερα, με τέτοιες κάρτες είχαν εφοδιασθεί από τα κατά τόπους λιμεναρχεία οι βοηθοί λεμβούχου (καβοδέτες), οι οποίοι και εισήρχοντο στους ανωτέρω φυλασσόμενους χώρους για να διενεργήσουν στις προβλήτες καβοδεσία ή καβολυσία των πλοίων, που κατέπλεαν ή απέπλεαν αντίστοιχα, και όχι και οι κυβερνήτες των σκαφών των λεμβούχων, που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή του Κόλπου της Σαλαμίνας, όπως ήταν και ο ενάγων, οι οποίοι προσέγγιζαν τις προβλήτες των διυλιστηρίων από θαλάσσης, με τα πλοία των οποίων η διακυβέρνηση τους είχε ανατεθεί από τους εργοδότες τους, και δεν εισήρχοντο στους χώρους των διυλιστηρίων, προκειμένου να εργασθούν, ούτε, άλλωστε, υφίστατο λόγος περί τούτου λόγω του αντικειμένου της εργασίας τους, όπως κατατέθηκε από τους μάρτυρες της εναγομένης. Σημειωτέον ότι ο εφοδιασμός του ενάγοντος με τέτοια κάρτα δεν καταδεικνεύει ότι οι εν λόγω κάρτες χορηγούντο και στους κυβερνήτες των σκαφών, που εκτελούσαν λεμβουχικές εργασίες, αλλά δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ενάγων προσλήφθηκε αρχικά από την εναγόμενη στις 21.11.2013 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως ναυτεργάτης (καβοδέτης), υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, και, επομένως, ως εργαζόμενος αυτής της ειδικότητας, έπρεπε να εισέρχεται στις εγκαταστάσεις των δυιλιστηρίων Ελευσίνας και Ασπροπύργου για την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπερ απαιτούσε την εκ μέρους του κατοχή και χρήση της κάρτας αυτής, και ακολούθως στις 3.1.2014 προσλήφθηκε ως κυβερνήτης των σκαφών της, εφόσον διέθετε την προβλεπόμενη άδεια πηδαλιούχου και χειριστού μηχανοκίνητης λέμβου. Επομένως, η προσκόμιση μίας τέτοιας κατάστασης από την εναγόμενη εκ των πραγμάτων ουδόλως θα συνεσφέρει στην απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, όσον αφορά ειδικότερα τις ημέρες και ώρες εργασίας του ενάγοντος, εφόσον οι απαιτήσεις του, την ικανοποίηση των οποίων διώκει με την αγωγή του, απορρέουν από την παροχή εργασίας του στην εναγόμενη με την ειδικότητα του κυβερνήτη, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, και δεν ανάγονται στο προγενέστερο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο απασχολήθηκε σ’αυτήν ως ναυτεργάτης. Επομένως, ενόψει της απόρριψης των λοιπών λόγων της κρινόμενης έφεσης, και ο τέταρτος λόγος αυτής, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ουσίαν βάσιμα τα αγωγικά κονδύλια, που αφορούσαν σε οφειλόμενα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και σε αποδοχές και επιδόματα αδείας από την εργασιακή του σύμβαση με την εναγόμενη (υπ’αριθμ.6,7 και 8 κονδύλια του δικογράφου), μη συνυπολογίζοντας για τον προσδιορισμό του ύψους τους ορθά τα ποσά, που αναλογούν στην αμοιβή του για την πραγματοποιηθείσα υπερωριακή εργασία του, τη νυκτερινή εργασία του, και την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές του επίδικου χρονικού διαστήματος, πρέπει ν’απορριφθεί, αφού προϋποθέτει κατά νομική και λογική αναγκαιότητα την παραδοχή των άλλων λόγων, οι οποίοι όμως δεν έγιναν δεκτοί, ενώ περαιτέρω δεν πλήττεται με την έφεση κατά τα λοιπά ο τρόπος υπολογισμού των ποσών, που με την εκκαλουμένη απόφαση αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται να του καταβάλει η εναγόμενη για τις αιτίες αυτές. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 22.1.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./22.1.2018 και ……./23.1.2018) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4778/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 11,6,2019
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ