ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης : 318/ 2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 5.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018 έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 1663/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 9.9.2016, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . .., στο αντίγραφο της απόφασης που επιδόθηκε στο εφεσίβλητο η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 5.10.2016. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε στην κρινόμενη αγωγή της ότι έχει καταστεί αποκλειστική κύρια, κάτοχος και νομέας δύο οικοπέδων που βρίσκονται στο Δήμο Σαλαμίνας και επί της οδού 251,17 τ.μ., και συνολικού εμβαδού 248,89 κατ’ ακριβή καταμέτρηση, σύμφωνα με το από Μαρτίου 2012 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα μηχανικού ……….., που επισυνάπτεται στην αγωγή, τα οποία απέκτησε κατά κυριότητα με τον αναφερόμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, με συμβολαιογραφική πράξη δωρεάς εν ζωή ψιλής κυριότητας από την αληθή κυρία δικαιοπάροχό της και κατέστη κατόπιν πλήρης κυρία με συνένωση στο πρόσωπό της της επικαρπίας, λόγω θανάτου του παρακρατήσαντος την επικαρπία συζύγου της δωρήτριας. Ότι έχει καταστεί κυρία των ιδίων ακινήτων και με πρωτότυπο τρόπο, με τις προσδιοριζόμενες στην αγωγή διακατοχικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό τους, της ιδίας, των άμεσων, απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων, τις οποίες άσκησαν αυτοί και οι δικαιοπάροχοί της με καλή πίστη και διάνοια δικαιούχου εμπράγματου δικαιώματος, από το έτος 1899 έως 19.3.2003. ¨Οτι ωστόσο τα παραπάνω οικόπεδα κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης, κατά τις πρώτες εγγραφές δεν αποτυπώθηκαν ως δύο γεωτεμάχια, όπως είναι στην πραγματικότητα σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης της, αλλά εσφαλμένως φαίνονται στους οικείους κτηματολογικούς χάρτες το καθένα τμήματα ως τριών γεωτεμαχίων με ξεχωριστά ΚΑΕΚ το πρώτο των με αρ. ΚΑΕΚ ……..και το δεύτερο των με αρ. ΚΑΕΚ ………. από τα οποία, μόνο τα με αρ. ….. και … φέρονται ότι ανήκουν στην ψιλή της κυριότητα (ενώ της ανήκουν από το με αρ. ΚΑΕΚ …., 119,28 τ.μ. και από το με αρ. ΚΑΕΚ ……… μόνο 90,90 τμ. από τα 162 τμ. των οποίων είναι πλήρης κυρία), τα δε λοιπά εδαφικά τμήματα φέρονται ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη ότι έχει καταστεί κυρία με παράγωγο κι επικουρικώς με πρωτότυπο τρόπο με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της στα δύο ως άνω οικόπεδα, όπως αποτυπώνονται στο τοπογραφικό διάγραμμα και ειδικότερα ενός οικοπέδου συνολικού εμβαδού 248,89 τ.μ., το οποίο αποτελείται από (α.α.) εδαφικό τμήμα εμβαδού 119,28 τ.μ. του με αρ. ΚΑΕΚ …….. φερόμενο ότι ανήκει στην ψιλή της κυριότητα (α.β.) εδαφικό τμήμα εμβαδού 99,16 τ.μ. του με αρ. με ΚΑΕΚ ……. και (α.γ.) από εδαφικό τμήμα εμβαδού 30,45 τ.μ., του με ΚΑΕΚ ….. που φέρονται ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και το (β) ενός οικοπέδου συνολικού εμβαδού 251,17 τ.μ., το οποίο αποτελείται από (βα) εδαφικό τμήμα εμβαδού 90,90 τ.μ. που του με αρ. ΚΑΕΚ ……, καταχωρισμένης ψιλής κυριότητάς της, (β.β) εδαφικό τμήμα εμβαδού 99,18 τ.μ., του με αρ. ΚΑΕΚ ….. και (β.β) εδαφικό τμήμα εμβαδού 61,09 τ.μ., που του με αρ. ΚΑΕΚ ……., που φέρονται ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. 2) διορθωθούν οι πρώτες εγγραφές του οικείου βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να εγγραφεί αυτή ως αποκλειστική κυρία των επιδίκων γεωτεμαχίων και τμημάτων αυτών, 3) να διορθωθούν τα γεωμετρικά στοιχεία των άνω γεωτεμαχίων, ώστε να αποτυπωθούν ως δύο ΚΑΕΚ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση η οποία την έκανε δεκτή και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Με το άρθρο 4 του Ν. 3127/2003 «τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» ορίζονται τα εξής: «Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-02-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α και β προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ» (παρ.1). «Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή» (παρ. 2). Με τις διατάξεις αυτές ορίζεται ότι κατ` εξαίρεση είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία και επί δημοσίου κτήματος, όταν αυτό βρίσκεται σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ., εφόσον κάποιος το νέμεται αδιαταράκτως μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003, επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστεως, ή επί τριάντα έτη, εκτός αν κατά την κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστεως, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά το χρόνο κτήσεως της νομής στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 Α.Κ. Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ α` και β` του ίδιου νόμου. Α.Κ.. Η έννοια όμως του «νέμεται αδιατάρακτα» στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο, αλλά σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο και τέτοιος είναι η κοινοποίηση πράξης της αρμόδιας Αρχής περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος. Από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο νεμόμενος το δημόσιο κτήμα λαμβάνει υπόψη ότι υφίσταται παρενόχληση, από τον κατά νόμο αληθή νομέα αυτού Ελληνικό Δημόσιο, παύει να νέμεται αδιατάρακτα με την έννοια της παραπάνω διάταξης (ΟλΑΠ 11/2015, ΧρΙΔ 2015, σελ. 590, ΑΠ 1813/2017, ΑΠ 190/2017, ΑΠ 165/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τη διατύπωση των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 4 § 1 του ν. 3127/2003 («εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη») συνάγεται ότι το βάρος απόδειξης της καλής πίστης δεν το έχει ο επικαλούμενος κυριότητα, νομέας, αλλά αντιθέτως το Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστης του επικαλούμενου κυριότητα νομέα ή του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 786/2012 και ΑΠ 1777/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έλλειψη καλής πίστης συνιστά και η επίδειξη βαρείας αμέλειας, όπως τέτοια είναι και η παράλειψη ελέγχου του βιβλίου μεταγραφών από εκείνον που αποκτά τη νομή σε ακίνητο βάσει συμβολαιογραφικού τίτλου, γιατί τούτο ενέχει σοβαρά εκτροπή από τους κανόνες της στοιχειώδους επιμέλειας του ελέγχου των δημοσίων βιβλίων μεταγραφών, που θεσπίστηκε ακριβώς για τέτοιο σκοπό, δηλαδή αυτοί που πρόκειται να αποκτήσουν ακίνητο να μπορούν να διακριβώσουν με ευχέρεια την ύπαρξη δικαιώματος αυτού που επιχειρεί τη μεταβίβαση του (βλ. ΜονΕφΔωδ 40/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω και δεδομένου ότι το άρθρο 4 του ν. 3127/2003 δεν διακρίνει μεταξύ πλήρους και ψιλής κυριότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτό εφαρμόζεται σε βάρος του Δημοσίου και σε περίπτωση που επί ακινήτου του Δημοσίου εντός σχεδίου πόλεως άλλος ιδιώτης ασκεί καλόπιστα και με βάση τις λοιπές προϋποθέσεις του νόμου τη νομή ως ψιλός κύριος και άλλος ασκεί καλόπιστα την οιονεί νομή της επικαρπίας. Οιονεί νομή είναι η μερική φυσική εξουσίαση του πράγματος, η οποία ασκείται με διάνοια δικαιούχου ενεχύρου ή δουλείας (άρθρο 975 ΑΚ). Ορίζοντας ο νόμος στο άρθρο 974 του ΑΚ τη νομή ως φυσική εξουσίαση του πράγματος που ασκείται με διάνοια κυρίου εννοεί την καθολική εξουσίαση, η οποία έχει ως περιεχόμενο όλες τις αναφορές ή χρησιμότητες του πράγματος και που αντιστοιχεί στην κυριότητα. Σε αντιδιαστολή προς αυτή, ο νόμος αναγνωρίζει με το άρθρο 975 ΑΚ και την οιονεί νομή, η οποία είναι μερική εξουσίαση, γιατί εκτείνεται σε μερικές μόνο αναφορές ή χρησιμότητες του πράγματος, δηλαδή σε αυτές που αποτελούν το περιεχόμενο ενός περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος δηλαδή ενεχύρου ή δουλείας (βλ. Απόστολο Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, έκδοση 1991, σελ. 145). Προσωπική δουλεία τυγχάνει και η επικαρπία, η οποία συνίσταται στο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας ακέραιη την ουσία του κατ’ άρθρο 1142 ΑΚ, το δε άρθρο 1147 ΑΚ προβλέπει ρητά ότι ο επικαρπωτής έχει δικαίωμα να νέμεται το πράγμα. Στην περίπτωση λοιπόν που σε δημόσιο ακίνητο άλλο πρόσωπο ήταν καλόπιστος νομέας διανοία ψιλού κυρίου και άλλος οιονεί νομέας ως επικαρπωτής, εφόσον συνέτρεξαν για αμφότερους οι όροι εφαρμογής του άρθρου 4 § 1β του ν. 3127/2003 στις 19.3.2003, καθίστανται ο μεν πρώτος ψιλός κύριος, ο δε δεύτερος επικαρπωτής του παραπάνω ακινήτου. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 966, 968 και 1054 ΑΚ προκύπτει ότι τα ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο κοινόχρηστα πράγματα δεν καταλαμβάνονται από το ως άνω άρθρο του ν. 3127/2003, αφού το άρθρο αυτό αναφέρεται μόνο στις προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή ΟΤΑ (ΑΠ 680/2016, ΑΠ 723/2014 και ΑΠ 1271/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του α.ν. 2344/1940 «περί αιγιαλού και παραλίας» (όπως ίσχυε μέχρι την 19-12-2001, οπότε και καταργήθηκε με τον ν. 2971/2001, βλ. ΑΠ 1223/2010 ΕλλΔνη 2011.1006), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του Εισ.Ν., και είναι εφαρμοστέος στην προκείμενη υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 2 του ν. 2971/2001, δεδομένου ότι ο καθορισμός του παλαιού αιγιαλού έγινε πριν από τη δημοσίευση του τελευταίου αυτού νόμου, ορίστηκε ότι «Ο αιγιαλός, ήτοι η περιστοιχούσα τη θαλάσσια ζώνη, η βρεχόμενη από τας μεγίστας πλην συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων είναι κτήμα κοινόχρηστον, ανήκει ως τοιούτον εις το Δημόσιον και προστατεύεται και διαχειρίζεται υπ` αυτού». Ο Αστικός Κώδικας, ορίζοντας στο άρθρο 967 ότι κοινής χρήσεως πράγματα, ως τέτοια δε και εκτός συναλλαγής κατά το άρθρο 966 αυτού είναι και οι αιγιαλοί και μη δίνοντας ορισμό του αιγιαλού, αναφέρεται προδήλως στον ανωτέρω κατά το άρθρο 1 του α.ν. 2344/1940 ορισμό αυτού. Στον ανωτέρω αναγκαστικό νόμο προβλέπεται και ο διοικητικός καθορισμός των ορίων του αιγιαλού από την προβλεπόμενη στο άρθρο 2 αυτού επιτροπή (ήδη επιτροπή του άρθρου 100 του Π.Δ. 284/1988) με τη σύνταξη από την οριζόμενη σ` αυτόν δημόσια υπηρεσία ή τον δικαιούμενο προς τούτο ιδιώτη τοπογραφικού ή υψομετρικού διαγράμματος, την χάραξη σ` αυτό ερυθράς γραμμής για την οριογραμμή του αιγιαλού και δημοσίευση αυτού (διαγράμματος) και της σχετικής έκθεσης της ανωτέρω επιτροπής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΑΠ 566/2012 ΝοΒ 2012.1734, ΑΠ 332/2010 ΝοΒ 2010.753). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 3 του ιδίου νόμου, σε περίπτωση που, εξαιτίας προσχώσεων ή άλλων αιτίων, είναι εμφανές ότι κατά τον χρόνο του ως άνω καθορισμού του αιγιαλού, αυτός διαφοροποιείται από τον υφιστάμενο παλαιότερα, είναι δε δυνατόν βάσει ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων ενώπιον της επιτροπής ή βάσει διαφόρων άλλων ενδείξεων να καθοριστεί η παλιά θέση του, εάν υπάρχουν κατοχές ιδιωτών, ή και παλαιότερα αν δεν υπάρχουν τέτοιες, η επιτροπή προβαίνει στον καθορισμό και του παλαιού αιγιαλού, το όριο του οποίου εμφαίνεται στο διάγραμμα με κυανή γραμμή. Το τμήμα γης μεταξύ της οριογραμμής του παλαιού και της οριογραμμής του κατά τον χρόνο του καθορισμού υπάρχοντος αιγιαλού αποβάλλει την προηγούμενη ιδιότητα του κοινοχρήστου πράγματος και καθίσταται δημόσιο κτήμα, που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του δημοσίου (ΑΠ 165/2017, ΑΠ 897/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2004 ΕλΔ/νη 2007.1120, ΕφΠειρ 69/2015, ΕφΠειρ 12/2004 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 304/2010 Αρμ. 2011.771, ΠειρΝομ 2004.30).
Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και από τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων των τοπογραφικών διαγραμμάτων και των φωτοτυπημένων φωτογραφιών, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά : Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο οικόπεδα, τα οποία βρίσκονται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης Σαλαμίνας στη θέση «…….», στο Ο.Τ. …. που ορίζεται από τις οδούς ….. Το πρώτο έχει επιφάνεια 248,89 τ.μ, σύμφωνα με το από Μαρτίου 2012 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα μηχανικού …….., όπου εμφαίνεται με τα περιμετρικά στοιχεία Γ-Ι-Μ-Η-Κ-Δ-Θ-Λ-Γ,. και συνορεύει, βόρεια σε πλευρά Δ-Θ-Λ-Γ με ιδιοκτησία …, σε ΚΑΕΚ …… και ……, νότια σε πλευρά Ι-Μ-Η-Κ με ιδιοκτησία της ιδίας (το δεύτερο επίδικο) με ΚΑΕΚ ……., φερόμενο ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, ανατολικά σε πλευρά μέτρων ΙΓ με ΚΑΕΚ …. με τη λεωφόρο ….. και δυτικά σε πλευρά σε πλευρά Δ-Κ με το υπόλοιπο τμήμα του με γεωτεμαχίου με αρ. ΚΑΕΚ ……. φερόμενο ως ψιλής κυριότητας της ιδίας και επικαρπίας της . ………. Το δεύτερο ακίνητο σύμφωνα με το ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Ι-Μ-Η-Κ-Ε-Ζ-Ν-Α, έχει επιφάνεια 251,17 τ.μ και συνορεύει γύρω βόρεια σε πλευρά Ι-Μ-Η-Κ με το άλλο επίδικο με ΚΑΕΚ ……….., νότια με την οδό ……., ανατολικά με τη λεωφόρο ……. με ΚΑΕΚ …. και δυτικά σε πλευρά ΚΕ το υπόλοιπο τμήμα του γεωτεμαχίου με αρ. ΚΑΕΚ ……., φερόμενο ως ψιλής κυριότητας της ιδίας και επικαρπίας της … .. Το πρώτο από τα δύο ακίνητα φέρεται τμήμα 119,28 τμ. του γεωτεμαχίου με αρ. ΚΑΕΚ ……. καταχωρημένο στην ψιλή κυριότητα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, τμήμα 99,16 τμ. του με αρ. ΚΑΕΚ ….. και 30,45 τμ. του με αρ. ΚΑΕΚ ……, καταχωρημένα στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ το δεύτερο τμήμα 90,90 τμ. του γεωτεμαχίου με αρ. ΚΑΕΚ ………, καταχωρημένο στην ψιλή κυριότητα της ενάγουσας 99,18 τ.μ. του με αρ. ΚΑΕΚ ……. και 61,09 τμ του με αρ. ΚΑΕΚ ……., καταχωρημένα στο Ελληνικό Δημόσιο. Τα ακίνητα αυτά απέκτησε η ενάγουσα – εφεσίβλητη κατά ψιλή κυριότητα με δωρεά από την …. . δυνάμει του με αρ. …./1997 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή ψιλής κυριότητας οικοπέδων της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … και με α.α. …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Τα ακίνητα αυτά στον άνω τίτλο κτήσεως και σε αναφορά με τον τίτλο κτήσης του δικαιοπαρόχου της δωρήτριας ……. περιγράφονται το πρώτο ως οικόπεδο επιφάνειας 250 τμ. το οποίο βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης Σαλαμίνας στη θέση «. …», έχει επιφάνεια 250 τ.μ. ή όσης εκτάσεως και αν είναι περισσότερο ή λιγότερο και συνορεύει ανατολικά με παραλιακή οδό καλούμενη ….., δυτικά με ιδιοκτησία ……, βόρεια με πρώην ιδιοκτησία …… και ήδη ιδιοκτησίας ….., νότια με ιδιοκτησία ……., το δε δεύτερο οικόπεδο επιφάνειας 251,17 τ.μ, το οποίο συνορεύει ανατολικά με παραλιακή οδό …., δυτικά με ιδιοκτησία ……, βόρεια με πρώην ιδιοκτησία ….. και ήδη ιδιοκτησίας …. και νότια με ιδιοκτησία ……. Κατόπιν του προαναφερόμενου τοπογραφικού διαγράμματος της της αρχιτέκτονος μηχανικού ……… δεν καταλείπεται αμφιβολία για την εφαρμογή των τίτλων της ενάγουσας και χωροθέτηση των ακινήτων αυτών στα συγκεκριμένα γεωτεμάχια, ως προς το οποίο δεν υπάρχει αντίθετο αποδεικτικό μέσο. Σημειωτέον ότι για την αιτούμενη διόρθωση έχει προσκομισθεί και το με από Μάρτιο του 2012 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών των μηχανικών … …… και ….. και η με αρ. ……. θετική Εισήγηση του τμήματος Χωρικών Μεταβολών του Εθνικού Κτηματολογίου. Τα ακίνητα αυτά είχε αποκτήσει η δικαιοπάροχος της ενάγουσας κατά ψιλή κυριότητα από το σύζυγό της …., με το με αρ. …../1997 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή ψιλής κυριότητας της ιδίας συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, ο οποίος διατήρησε την επικαρπία. Ο επικαρπωτής …….. απεβίωσε στις 16.7.2012, ώστε η ενάγουσα έχει καταστεί πλέον αποκλειστική κυρία αυτών. Ο …….. είχε αποκτήσει το πρώτο από τα ανωτέρω ακίνητα με αγορά από την προηγούμενη κυρία ………., δυνάμει του με αρ. …../1963 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος …. και με α.α. ….. του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας), το δε δεύτερο με αγορά από την προηγούμενη κυρία αυτού ………., δυνάμει δε του με αρ. …../1983 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……, που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος … και με α.α. ….), σε συνδυασμό με την …./1983 συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης τιμήματος και άρσης διαλυτικής αίρεσης του ίδιου ανωτέρω συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……, που μεταγράφηκε και αυτή νόμιμα (τόμος … και με α.α. …). Οι ανωτέρω πωλήτριες …….και ……. κατέστησαν κύριες των ακινήτων αυτών δυνάμει του με αρ. …../1962 συμβολαίου διανομής οικοπέδου του συμβολαιογράφου Αθηνών . …, που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος … και με α.α. ….), με το οποίο διένειμαν ενιαίο ακίνητο εμβαδού 500 τμ. που τους ανήκε κατά ποσοστό 50 % εξ αδιαιρέτου., το οποίο όπως αναφέρεται στο άνω συμβόλαιο συνορεύει ανατολικά με παραλιακή οδό, δυτικά με ιδιοκτησία …… αρκτικώς με ιδιοκτησία …… και μεσημβρινώς με ιδιοκτησία …… Η …….. είχε αποκτήσει το ποσοστό της 50% εξ αδιαιρέτου από κληρονομική διαδοχή από το σύζυγό της ….. την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκε με την με αρ. …/1962 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος … αρ. …..), ο δε .. είχε αποκτήσει αυτό κατά το άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου, με αγορά από τον ……. με το με αρ…../1928 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …. που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος … αρ. ….) και με το ίδιον συμβόλαιο και η …… ως προς το άλλο ποσοστό της ½ εξ αδιαιρέτου. Επί των ακινήτων αυτών η ενάγουσα από το έτος 1997 με διάνοια ψιλής κυρίας και ο δικαιοπάροχοί της από το έτος 1962 με διάνοια κυρίου, από δε έτος 1997 με διάνοια επικαρπωτού ο δικαιοπάροχός της ……. ασκούσαν τις προσήκουσες διακατοχικές πράξεις, ήτοι τοπογράφηση (το έτος 1962 οι δικαιοπάροχές της κατά τη σύνταξη του συμβολαίου διανομής), οριοθέτηση και επιτήρηση, περίφραξη (ο …..) εσχάτως δε πάρκαραν τα οχήματά τους (με άλλους κατοίκους της περιοχής), όπως κατέθεσε στο ακροατήριο ο μάρτυρας αποδείξεως, χωρίς να υπάρχει αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο. Η ενάγουσα από το έτος 1998 είχε δηλώσει στο στο Ε9 στην οικεία ΔΟΥ και από το 2011 κατέβαλε το ανάλογο ΕΝΦΙΑ. Από τα ακίνητα αυτά, τα εδαφικά τμήματα των 99,16 τ.μ. και 30,45 τ.μ από το πρώτο, 99,18 τ.μ. και 61,09 τ.μ. από το δεύτερο καταχωρήθηκαν στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με δικαιούχο κυριότητας το εκκαλούν – εναγόμενο, ως τμήματα του Δημοσίου Κτήματος με ΑΒΚ … (στο οποίο περιλαμβάνεται το ΑΒΚ ….) ως εδαφική έκταση του παλαιού αιγιαλού της περιοχής, όπως ο τελευταίος καθορίστηκε με την από 16-2-1976 έκθεση της Επιτροπής του άρθρου 5 ΑΝ 263/1968 και επικυρώθηκε με την 32202/26-10-1976 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς (ΦΕΚ 383/τεύχος τέταρτο/19-11-1976), επανακαθορίστηκε δε με την από 22-8-1995 έκθεση επιτροπής καθορισμού και επανακαθορισμού των ορίων αιγιαλού και παραλίας, που επικυρώθηκε με την 254/16-1-1997 απόφαση του Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Πειραιώς (ΦΕΚ 97/ τεύχος 1997 και ΦΕΚ 460/τεύχος τέταρτο/6-6-1997). Όμως είναι άξιο μνείας τα επίδικα ακίνητα ήταν ενταγμένα στο σχέδιο πόλης της Σαλαμίνας με το από 1-11-1926 διάταγμα ρυμοτομίας, όπως προκύπτει από το από το 2.3.1983 διάγραμμα εφαρμογής, σύμφωνα με το από 1-11-1926 διάταγμα [ΦΕΚ Α407 – 17.11.1926] και το τροποποιητικό διάταγμα 7-9-1981 [ΦΕΚ 555 Δ/1981], όπου αποτυπώνεται ολόκληρο το Ο.Τ. 69 Β). Η παραδοχή αυτή ενισχύεται και από την προσκομιζόμενη με αρ. 486/2016 του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι περιλαμβάνεται στο διάγραμμα ρυμοτομίας στο ίδιο ΟΤ η όμορη προς βορράν ιδιοκτησία της . …. (στον τίτλο κτήσης του δικαιοπαρόχου αυτής αναφέρονται προς νότον ιδιοκτήτες οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας ….. και …….), όπως επίσης και η ιδιοκτησία του …. κείμενη στο Ο.Τ. … (βλ. την με αρ. 69/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που επικυρώθηκε με την με αρ. 165/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου). Είναι άξιο μνείας ότι στους τίτλους κτήσεως των δικαιοπάροχων και απώτερων δικαιοπάροχων της ενάγουσας του έτους 1962 (το συμβόλαιο διανομής του 1962) αναφέρεται ως ανατολικό όριο παραλιακή οδός, δηλαδή η σημερινή λεωφόρος …., που σημαίνει ότι την παραπάνω ημερομηνία τα επίδικα ακίνητα/γεωτεμάχια δεν συνόρευαν με θάλασσα, αλλά υπήρχε μπροστά τους η ήδη διαμορφωμένη παραλιακή οδός. Η παραλιακή αυτή οδός εμφαίνεται και σε αεροφωτογραφία του έτους 1944, που προσκομίζει η ενάγουσα – εφεσίβλητη. Εκτός τούτων στο όμορο οικόπεδο προς βορράν ιδιοκτησίας …. λειτουργούσε από το έτος 1954 έως 1976 ο θερινός κινηματογράφος «….», στην άδεια ανέγερσης του οποίου, ανατολικά της κοινοτικής οδού …. προς …. (δηλαδή την παραλιακή οδό, ονομαζόμενη σήμερα λεωφόρο ….) δεν μνημονεύεται η θάλασσα (βλ. τις παραδοχές της με αρ. 486/2016 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου). Ο κινηματογράφος αυτός αποτυπώνεται και στο 24.10.2013 τοπογραφικό διάγραμμα της κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, όπως και στο από Ιούλιο του 1993 διάγραμμα του ……. στα οποία καταγράφονται τα όρια του σημερινού αιγιαλό (με κόκκινο χρώμα), η οριογραμμή της παραλίας και τα όρια του παλαιού αιγιαλού (με μπλε χρώμα), στον οποίο, όπως εκτέθηκε, περιλαμβάνονται τα προαναφερόμενα εδαφικά τμήματα των ακινήτων της ενάγουσας. Όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται ο καθορισμός των ορίων του παλαιού αιγιαλού από τη διοίκηση δεν είναι απαραιτήτως και ο χρόνος που πράγματι ο ενεργός αιγιαλός μεταβάλλεται σε παλαιό, αφού αυτό εξαρτάται από την επέλευση φυσικών φαινομένων ή εκτέλεση ανθρώπινων ενεργειών που προκαλούν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα (ΟλΣτΕ 3814/1977, ΝοΒ 1978, σελ. 422, ΑΠ 33/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι τα επίδικα ακίνητα, από το έτος 1944 και σίγουρα το 1955, δεν βρέχονταν από τη θάλασσα, ώστε το έτος 1976 δεν υφίστατο σε επαφή με αυτά ενεργός αιγιαλός. Επομένως τα συγκεκριμένα εδαφικά τμήματα που ως δημόσια κτήματα ανήκαν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, ήταν δεκτικά χρησικτησίας με την έννοια της διάταξης του άρθρου 3 του ν. 3127/2003. Ενόψει αυτών θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο τρίτος λόγος έφεσης του εκκαλούντος ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούσαν ενεργό αιγιαλό μέχρι το έτος 1976 και κατά συνέπεια ως εκτός συναλλαγής πράγματα κατ’ άρθρο 966, άρθρο 967 του ΑΚ ήταν ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε, οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας τουλάχιστον από το έτος 1962 νέμονταν τα συγκεκριμένα ακίνητα με καλή πίστη ( ο …….. ως επικαρπωτής και η ίδια ως ψιλή κυρία από το έτος 1997), ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση τους ως αστικών ακινήτων πράξεις νομής και έχοντας καλή πίστη κατά την κτήση της νομής τους, στηριζόμενοι σε σειρά νομίμως μεταγεγραμμένων συμβολαιογραφικών τίτλων, χωρίς το διάστημα αυτό να οχληθούν με οποιονδήποτε τρόπο από το εναγόμενο – εφεσίβλητο (με έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής) ή με άλλο οποιονδήποτε τρόπο. Είναι γεγονός ότι στα επίδικα εδαφικά τμήματα δεν είχε γίνει ανέγερση οικοδομής, όμως εκδίδονταν άδειες οικοδομής σε όμορα ακίνητα που βρίσκονταν επίσης στα όρια του παλιού αιγιαλού (βλ. τον προαναφερόμενο θερινό κινηματογράφο στην ιδιοκτησία …. και την ιδιοκτησία …. στο Ο.Τ. ….., όπου υπήρχε παλαιό πέτρινο κτίσμα και το 1989 ανεγέρθηκε πρατήριο καυσίμων), ώστε και τα επίδικα ακίνητα να είναι κανονικά ενταγμένα στην πόλη της Σαλαμίνας. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τη χάραξη του αιγιαλού τόσο το έτος 1976, όσο και το έτος 1997, τεχνικά κλιμάκια πέρασαν μέσα από τα επίδικα ακίνητα, για να κάνουν μετρήσεις ή τοποθέτησαν σε αυτά εμφανή σημεία, ώστε να λάβουν γνώση οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας- εφεσίβλητης ότι αμφισβητείτο η νομή τους στα ακίνητα, επειδή αποτελούσαν δημόσια κτήματα, ως αποτελούντα τμήματα παλαιού αιγιαλού, ή οι μετρήσεις για τη χάραξη του αιγιαλού αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των κατοίκων της περιοχής, ώστε οι δικαιοπάροχοι της εφεσίβλητης να γνωρίζουν ότι ενδεχομένως τα ακίνητα που νέμονταν ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Ο παλαιός αιγιαλός της περιοχής καταγράφεται στο βιβλίο Δημοσίων Κτημάτων ως δημόσιο κτήμα (ΑΒΚ …) για πρώτη φορά στις 6.2.1992 για έκταση 7 στρεμμάτων και στις 25.10.1999 ως ΑΒΚ …. για έκταση 34 στρεμμάτων (αφού διαγράφηκε το ΑΒΚ …., η έκταση του οποίου περιλαμβανόταν στην ευρύτερη έκταση). Η ενάγουσα – εφεσίβλητη το έτος 1997 κατέστη ψιλή κυρία των συγκεκριμένων ακινήτων, η δε υπεύθυνη δήλωσή της κατ’ άρθρο 3 § 15 του ν. 2242/1994 ότι τα μεταβιβαζόμενα οικόπεδα δεν βρίσκονταν σε δημόσιο κτήμα βασιζόταν στην δικαιολογημένη πεποίθηση που είχε σχηματίσει όλα αυτά τα χρόνια ότι τα ακίνητά της, βρίσκονταν σε οικιστική περιοχή, εντός σχεδίου πόλεως, χωρίς να έχει εγείρει μέχρι τότε δικαιώματα επ’ αυτών κάποιος τρίτος και μάλιστα το Ελληνικό Δημόσιο. Το τελευταίο υπέβαλε προς τον ΟΚΧΕ την με αρ. πρωτ. …./8.6.2000 δήλωση, με την οποία δήλωσε ως ιδιοκτησία του μεταξύ άλλων και του ΑΒΚ …. και τις με αρ. πρωτ. ΒΟ …/8.2.2001 και …../15.3.2003 ενστάσεις. Μετά την υποβολή της τελευταίας εκδόθηκε στις 24.11.2003 από την Επιτροπή Ενστάσεων του Εθνικού Κτηματολογίου η υπ’ αριθ. 05129/1/214/2/24-11-2003 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η ως άνω ένσταση και εγγράφηκε δικαίωμα κυριότητας υπέρ του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου στα επίδικα γεωτεμάχια με την αιτιολογία ότι αυτό αποτελεί τμήμα του ΑΒΚ …. δημόσιου κτήματος. Όμως πριν την άνω ημερομηνία, που λαμβάνει για πρώτη φορά γνώση για το δικαίωμα που επικαλείται στα γεωτεμάχια το Δημόσιο, η ενάγουσα είχε καταστεί ψιλή κυρία των επιδίκων εδαφικών τμημάτων με τα προσόντα της χρησικτησίας του άρθρου 4 § 1β’ του Ν. 3127/2003, όπως αναπτύχθηκε στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι στα τμήματα αυτά, που είχαν έκταση μικρότερη των 2.000 τ.μ. και ήταν ενταγμένα στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Σαλαμίνας από το 1926, ασκούσε αυτή και οι δικαιοπάροχοί της (η ίδια ως ψιλή κυρία) πράξεις νομής αδιατάρακτα και συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα (30) ετών (1962 – 2003) έως την έναρξη ισχύος του νόμου 3127/2003 (19-3-2003) προσμετρώντας το δικό του χρόνο χρησικτησίας αυτής στο χρόνο χρησικτησίας της ως άνω δικαιοπαρόχων της. Η οιονεί νομή αυτής, με επικαρπωτή τον δικαιοπάροχό της ……… ήταν με καλή πίστη, καθώς το εκκαλούν εναγόμενο δεν απέδειξε, αν και έφερε το σχετικό δικονομικό βάρος, την κακή πίστη της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων αυτής κατά την κτήση της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε την αγωγή της εφεσίβλητης κατά την άνω ιστορική της βάση και αναγνώρισε ότι αυτή τυγχάνει πλήρης κύρια των επιδίκων εδαφικών τμημάτων (μετά την συνένωση της επικαρπίας και της ψιλής κυριότητας στο πρόσωπό της) περαιτέρω διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να φαίνεται η πλήρης και αποκλειστική κυριότητά της επί των επιδίκων εδαφικών τμημάτων και ακόμη διέταξε τη συνένωση αυτών στο με αρ. ….. ενιαίο ΚΑΕΚ (με έκταση 500,06 τμ.) ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με τους λοιπούς λόγους έφεσης τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους. Κατόπιν αυτού καθώς δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός της, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την από 5.10.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018, έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4028/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11 Ιουνίου 2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ