ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 319/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 29.10.2018 (ΓΑΚ …./2018, ΕΑΚ …./2018 ) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3949/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και εμπροθέσμως. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).
ΙΙ. H εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 10.02.2017 αγωγή (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : ../../14-12-2017), με την οποία η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, έκαστος εις ολόκληρον, να της καταβάλουν συνολικό ποσό 131.483,44 ευρώ, από το οποίο ποσό 87.222,32 ευρώ αφορούσε υπόλοιπο οφειλομένου τιμήματος και το λοιπό αφορούσε τόκους υπερημερίας από την αναφερόμενη πώληση πλοίου, όπως τα ανωτέρω εξειδικεύονται στην αγωγή. Ειδικότερα, η ενάγουσα, με την ως άνω αγωγή της, εξέθεσε ότι δυνάμει του ………/20-12-2013 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …., μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως, κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη το περιγραφόμενο στην αγωγή υπό ελληνική σημαία Φ/Γ-Ο/Γ/πλοίο «Μ» και ότι στην ως άνω σύμβαση εγγυήθηκε προσωπικά ο δεύτερος εναγόμενος παραιτούμενος της ενστάσεως διζήσεως και αναδεχόμενος αλληλεγγύως με την πρώτη εναγομένη αγοράστρια κάθε χρέος που θα προέκυπτε από την σύμβαση έναντι της ενάγουσας πωλήτριας. Ότι το πωληθέν πλοίο, που την ημέρα της μεταβίβασης μετονομάστηκε σε «Τ», έχει καταχωρηθεί στο νηολόγιο Πειραιώς με αριθμό …. κι έχει αριθμό ΙΜΟ …… Ότι το τίμημα της πωλήσεως ορίσθηκε στο ποσό του 1.000.000 ευρώ, εκ του οποίου καταβλήθηκε από την εναγομένη αγοράστρια το ποσό των 300.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο εκ ποσού 700.000 ευρώ πιστώθηκε σε 18 ισόποσες, άτοκες, μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 38.888,88 ευρώ, καταβλητέας της 1ης δόσης στις 20-6-2014 και των επομένων δόσεων στην αντίστοιχη ημερομηνία καθενός των επόμενων μηνών μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ορίστηκε δε για την καταβολή της τελευταίας δόσεως η 20-12-2015. Ότι συμφωνήθηκε ρητώς η εμπρόθεσμη και προσήκουσα καταβολή του τιμήματος κατά τις ορισθείσες ημερομηνίες και ότι η 20η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα θα ήταν η δήλη ημέρα καταβολής, μετά το πέρας της οποίας θα καθίστατο έντοκη και απαιτητή η οφειλή κι ότι σε περίπτωση υπερημερίας της αγοράστριας η πωλήτρια θα είχε δικαίωμα να απαιτήσει το οφειλόμενο τίμημα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα ουδέποτε κατεβλήθησαν προσηκόντως και εμπροθέσμως οι 18 δόσεις αλλά πάντοτε με καθυστέρηση και επιπλέον ότι η πρώτη εναγομένη εξακολουθούσε να οφείλει τόκους υπερημερίας και μέρος του πιστούμενου κεφαλαίου ύψους 87.222,32 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας συνολικού ποσού 44.470,49 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 131.483,44, το οποίο δεν είχε εξοφλήσει μέχρι την άσκηση της αγωγής και πιο συγκεκριμένα ότι κατέβαλε, για τις οφειλόμενες δόσεις από 20-6-2014 έως και την 20-12-2015, τις αναλυτικώς κατά ημερομηνία καταβολής και επιμέρους ποσά δόσεις, συνολικού ύψους 612.777,68 ευρώ εκ του πιστούμενου τιμήματος των 700.000 ευρώ. Οι εναγόμενοι, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προέβαλαν παραδεκτώς την από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση και την από το άρθρο 374 ΑΚ ένσταση, επικαλούμενοι ότι το πωληθέν είχε τα αναφερόμενα στις πρωτόδικες προτάσεις τους ελαττώματα τα οποία η ενάγουσα καθυστερούσε να άρει παρά τις δικές τους διαμαρτυρίες γι΄αυτό και ουδέποτε περιήλθαν σε υπερημερία ως προς την αποπληρωμή του τιμήματος και δεν οφείλουν τους αντίστοιχους τόκους. Η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμη την πρώτη από τις ανωτέρω ενστάσεις και ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη τη δεύτερη και ακολούθως, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγομένους και ήδη εκκαλούντες να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ποσό ευρώ 84.356,18 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κάθε επιμέρους μηνιαία δόση που απαρτίζει αυτό, πλέον των νομίμων τόκων επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και καταδίκασε αυτούς σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ποσού 2.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονούνται τώρα οι εναγόμενοι -εκκαλούντες, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή για κάθε ποσό πέραν του, κατά τους ισχυρισμούς τους, οφειλομένου των 34.346,50 ευρώ, που αποτελεί το υπόλοιπο μη καταβληθέν τίμημα.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, σε συνδυασμό με την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με εν μέρει τον πρώτο και εν μέρει τον δεύτερο λόγους της υπό κρίση εφέσεως, νομίμως επαναφέρουν την πρωτοδίκως προταθείσα και απορριφθείσα ως μη νόμιμη ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, επικαλούμενοι ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη επί τέσσερα έτη δεν υπήρξε συνεπής ως προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις και άσκησε την ένδικη αγωγή για την αποπληρωμή του τιμήματος μόνο όταν η ίδια, μετά τέσσερα έτη από την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως πωλήσεως, εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις για την άρση των αναφερόμενων ελαττωμάτων του πωληθέντος κι επιπλέον, κακώς ζητεί τόκους υπερημερίας, παρότι η ίδια με την συμπεριφορά της προκάλεσε καθυστέρηση στην αποπληρωμή των δόσεων αφού οι εναγόμενοι αγοραστές δεν είχαν άλλο τρόπο για να της ασκήσουν πίεση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, δηλαδή να εξοφλήσει τα προϋφιστάμενα της πωλήσεως χρέη του πλοίου προς τον ΟΛΠ αφενός, προς εργαζόμενο ναυτικό αφέτερου, τα οποία βάρυναν το πλοίο. Η ένσταση αυτή ορθώς απερρίφθη από την εκκαλουμένη ως μη νόμιμη, καθώς, και αληθή υποτιθέμενα τα όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, δεν δύναται αντικειμενικά, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αυτή ανωτέρω εξειδικεύεται, να καταστήσουν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας να διεκδικήσει τα οφειλόμενα ως καταχρηστική και μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Επομένως, απορριπτέοι ως αβάσιμοι κρίνονται ο πρώτος λόγος εφέσεως καθώς και ο δεύτερος κατά το μέρος που οι λόγοι αυτοί αναφέρονται στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας-εφεσίβλητης.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 514, 515 εδ. α’ και 516 ΑΚ συνάγεται ότι με τη σύμβαση πωλήσεως, ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πράγματος χωρίς νομικά ελαττώματα. Ως νομικό ελάττωμα του πράγματος νοείται κάθε επ’ αυτού δικαίωμα τρίτου (ΑΠ 721/2017 – “Νόμος”) είτε εμπράγματου είτε ενοχικού, που περιορίζει το περιεχόμενο της κυριότητας του πωλητή (ΑΠ 693/2005), όπως οι φόροι ή άλλα δικαιώματα και τέλη που κατ’ αρχήν βαρύνουν τον πωλητή αλλά μπορούν να εισπραχθούν και από τον αγοραστή, π.χ οι φόροι του Δημοσίου ή οι εισφορές υπέρ του ΝΑΤ που βαρύνουν το πλοίο (βλ. ΑΚ Γεωρ-Σταθ. υπό το άρθρο 514 αριθ. 15). Στην κατά τα ανωτέρω έννοια του νομικού ελαττώματος, εφόσον πρόκειται για μεταβίβαση της κυριότητας πλοίου λόγω πωλήσεως, σαφώς περιλαμβάνονται οι αξιώσεις τρίτων από τον εφοπλισμό του πλοίου γιατί αυτές, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 106 εδ. β’ ΚΙΝΔ, ασκούνται και κατά του πλοίου. Για τον ίδιο λόγο, περιλαμβάνονται στην έννοια του νομικού ελαττώματος και οι αξιώσεις της ΟΛΠ ΑΕ από τέλη ελλιμενισμού του πλοίου και από τις λοιπές υπηρεσίες που με αντίτιμο παρέχει στα πλοία η ΟΛΠ ΑΕ στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της. Κρίσιμος χρόνος για την ευθύνη του πωλητή για νομικό ελάττωμα είναι ο χρόνος μεταβιβάσεως της κυριότητας στον αγοραστή. Σε περίπτωση που το νομικό ελάττωμα ανακύψει αργότερα, δεν υπάρχει σχετικά ευθύνη του πωλητή, εκτός αν κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο ήταν ήδη υπαρκτές, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί, οι παράγουσες την ελαττωματικότητα αναγκαίες προϋποθέσεις, οι οποίες ακολούθως και σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατ` αιτιώδη δυναμικότητα, εξελίχθηκαν και επέφεραν την ολοκλήρωση και ανάδειξη του ελαττώματος (ΟλΑΠ 29/1990, ΑΠ 356/2007 – “Νόμος”). Κατά την κρατούσα γνώμη, η ευθύνη του πωλήτη για τα αρχικά ελαττώματα, δηλαδή αυτά που υπήρχαν ήδη κατά την κατάρτιση της πωλήσεως, που αποτελεί και τη συνηθέστερη στην πράξη περίπτωση, είναι γνήσια αντικειμενική, δεν εξαρτάται δηλαδή από υπαιτιότητα, γνώση ή ανυπαίτια άγνοια του πωλητή περί της υπάρξεως του ελαττώματος και καταλύεται μόνον αν, μετά από σχετική ένσταση του πωλητή, αποδειχθεί ότι ο αγοραστής θετικώς γνώριζε το νομικό ελάττωμα (άρθρα 515 ΑΚ), χωρίς να αρκεί υπαίτια άγνοια έστω και οφειλόμενη σε βαριά αμέλεια αυτού (ΑΠ 693/2005, Δ/νη 48.1439, ΑΠ 847/2003, Δ/νη 44. 1358, ΑΠ 1283/2003, Δ/νη 46. 480, ΕφΛαρ 578/2014 – “ Νόμος”). Άλλως έχει το πράγμα όταν έχει συμφωνηθεί με τη σύμβαση πωλήσεως ότι ο πωλητής ευθύνεται για τα νομικά ελαττώματα ακόμα κι αν ο αγοραστής τα γνωρίζει, όπως λχ. συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία στο πωλητήριο συμβόλαιο περιλαμβάνεται δήλωση του πωλητή με την οποία αυτός υπόσχεται το πωλούμενο ελεύθερο από νομικά ελαττώματα (ΕφΑθ 5776/2000 Δνη 42.817, ΕφΑθ 7237/1980 ΝοΒ 28.1584, ΕφΑθ 2922/2004 – “Νόμος”). Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή, ο πωλητής θα ευθύνεται ανεξάρτητα από το εάν ο αγοραστής γνωρίζει ή όχι το νομικό ελάττωμα. Αν το πωλούμενο έχει νομικό ελάττωμα, ο πωλητής έχει υποχρέωση να άρει το νομικό ελάττωμα προβαίνοντας στην αναγκαία προς τούτο ενέργεια (ΑΠ 963/1996, Δ/νη 39.856, ΕφΠατρ 147/2001, ΕφΔωδ 247/2017 -“Νόμος”), εκτός εάν το ελάττωμα δεν είναι άρσιμο οπότε ανακύπτει περίπτωση αδυναμίας παροχής (ΣΕΑΚ Α. Γεωργιάδη υπό τα άρθρα 514-515 αριθ. 10). Η ευθύνη δηλαδή του πωλητή για νομικά ελαττώματα διαπλάσσεται ως ευθύνη για μη εκπλήρωση της παροχής, σε περίπτωση μη άρσιμου ελαττώματος, ενώ εάν το ελάττωμα είναι άρσιμο, πρόκειται για περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως της παροχής (ΕφΑθ. 522/2002 Δνη 2002, 1718, ΑΚ-Γεωργ. Σταθ. υπό το άρθρο 516 αριθ. 16). Εφόσον το πωληθέν βαρύνεται με νομικό ελάττωμα, ο αγοραστής δικαιούται κατ’ αρχήν να αποκρούσει την παροχή του πωλητή (349 ΑΚ). Εάν όμως παραλάβει το πράγμα και εναχθεί ή κληθεί εξωδίκως από τον πωλητή για την καταβολή του τιμήματος, μπορεί να αντιτάξει την γνήσια αναβλητική ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατ’ άρθρο 374 ΑΚ (ΑΚ Γεωργ-Σταθ. υπό το άρθρο 516 αριθ. 19 και 21, ΣΕΑΚ Α. Γεωργιάδη υπό τα άρθρα 514-515, αριθ.13), η άσκηση δε της ενστάσεως αυτής μπορεί να γίνει και εξωδίκως (Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. υπό το άρθρο 374 αριθ. 1, 2 και 9). Ενόσω δε ο αντισυμβαλλόμενος, σε μια αμφοτεροβαρή σύμβαση όπως είναι η πώληση, έχει τη δυνατότητα να εγείρει την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, αποκλείεται υπερημερία οφειλέτη στο πρόσωπο του ενισταμένου. Επομένως, δεν οφείλονται τόκοι υπερημερίας ( πρβλ. ΑΠ 75/2014, ΑΠ 3/2015 – “Νόμος”, βλ. ΣΕΑΚ Α. Γεωργ. άρθρο 374 αριθ. 27, όπου και παραπομπές στη θεωρία). Επίσης, ο αγοραστής δικαιούται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, μεταξύ άλλων, να ζητήσει προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής (δηλ. άρση του ελλατώματος εφόσον αυτό είναι εφικτό) μαζί με αποζημίωση για την καθυστέρηση προσήκουσας εκπλήρωσης, κατ’ άρθρο 343 παρ. 1 ΑΚ, διάταξη που εφαρμόζεται πλήρως και στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. υπό το άρθρο 516 αριθ. 10 και 34, υπό το άρθρο 343 αριθ. 2). Σε περίπτωση που ο πωλητής δεν προβαίνει σε άρση του ελαττώματος, περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη (516 ΑΚ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 513επ ΑΚ, επί συμβάσεως πωλήσεως, ο αγοραστής έχει υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα, το οποίο, συνήθως, είναι καταβλητέο ταυτόχρονα με την εκπλήρωση των ανωτέρω συμβατικών υποχρεώσεων του πωλητή, εκτός κι αν συμφωνήθηκε προκαταβολή ή πίστωση του τιμήματος. Σε περίπτωση μη καταβολής, ο αγοραστής περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη (ΑΚ 340επ., 383επ), οπότε ο πωλητής δικαιούται να αξιώσει την καταβολή του τιμήματος και τόκων υπερημερίας (ΑΚ 345-346). Ωστόσο, όπως προαναφέρεται, ενόσω ο αγοραστής έχει δικαίωμα να προβάλει κατά του πωλητή την εκ του άρθρου 374 ΑΚ ένσταση δεν περιέρχεται σε υπερημερία, επομένως δεν οφείλει τους αντίστοιχους τόκους. Φυσικά, η μη περιέλευση του οφειλέτη αγοραστή σε υπερημερία δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση εκπληρώσεως της κύριας παροχής, δηλαδή, εν προκειμένω, από την καταβολή του τιμήματος, το οποίο εξαλουθεί να οφείλεται εφόσον η σύμβαση παραμένει ενεργής και δεν έχουν ανατραπεί με κάποιο τρόπο τα αποτελέσματά της (πχ με υπαναχώρηση).
- Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθ. …../20-12-2013 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Πειραιώς .. .-.., κατόπιν του χρονικώς προγενέστερου καταρτισθέντος από 25-11-2013 και σε εκτέλεση αυτού προσυμφώνου, η ενάγουσα ναυτική εταιρεία μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως, στην εναγομένη ναυτική εταιρεία, την κυριότητα του υπό ελληνική σημαία Φ/Γ-Ο/Γ πλοίου «Μ», το οποίο έχει καταχωρηθεί στο νηολόγιο Πειραιά με αριθμό …., με αριθμό ΙΜΟ …., Δ.Δ.Σ. … και …, ΚΟΧ 1517,80 και ΚΚΧ 543,07, ολικού μήκους 124,20 μ., μήκους νηολόγησης 120,10μ. και πλάτους νηολόγησης 19,20 μ., κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχει η ανωτέρω σύμβαση αγοραπωλησίας. Το πωληθέν πλοίο, το οποίο κατασκευάσθηκε από χάλυβα το έτος 1971 και μετασκευάστηκε το έτος 1990, μετονομάστηκε κατά την ημέρα της μεταβιβάσεως και παραδόσεώς του στην εναγομένη αγοράστρια εταιρεία, η οποία και το παρέλαβε, σε «Τ». Από της καταχωρήσεως της σχετικής εκποιητικής δικαιοπραξίας μεταβιβάσεώς του στο οικείο νηολόγιο (βλ. υπ΄αριθ. GRC ………./20-12-2013 έγγραφο εθνικότητας του ΑΜΥΕΝ), η εναγομένη το κατέχει και το νέμεται ως κυρία αυτού. Με ρητό όρο του ως άνω συμβολαίου, το συνολικό τίμημα για την αγορά του πλοίου συμφωνήθηκε στο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ εκ του οποίου καταβλήθηκε από την αγοράστρια το ποσό των 300.000 ευρώ (200.000 ευρώ κατά την υπογραφή του προσυμφώνου και 100.000 ευρώ κατά την ημέρα υπογραφής του οριστικού συμβολαίου), ενώ, το υπόλοιπο για την εξόφληση ποσό, ύψους 700.000 ευρώ, πιστώθηκε και ορίστηκε ότι η εναγομένη αγοράστρια θα το καταβάλει στην ενάγουσα πωλήτρια σε 18 ισόποσες, άτοκες, μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης 38.888,88 ευρώ, καταβλητέας της 1ης δόσης στις 20-6-2014 και των επομένων δόσεων στην αντίστοιχη ημερομηνία καθενός των επόμενων μηνών μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ορίστηκε δε ότι η τελευταία δόση ήταν καταβλητέα την 20-12-2015. Στην ως άνω σύμβαση συνεβλήθη ως εγγυητής προσωπικώς ως αυτοφειλέτης υπέρ της πρώτης εναγομένης αγοράστριας ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος εκπροσώπησε και την εναγομένη στην κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως και παραιτήθηκε του δικαιώματος της διαιρέσεως και διζήσεως αναδεχόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την αγοράστρια (πρώτη εναγομένη) κάθε χρέος που τυχόν θα προέκυπτε εκ της συμβάσεως και θα οφειλόταν στην πωλήτρια. Σύμφωνα, επίσης, με ρητό όρο της ανωτέρω συμβάσεως, ορίστηκε ότι «η παρούσα αγοραπωλησία τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος», η αγοράστρια δήλωσε κι εγγυήθηκε ότι θα καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα εμπροθέσμως και προσηκόντως κατά τις ορισθείσες ημερομηνίες και συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ότι εκάστη ημέρα καταβολής των ανωτέρω δόσεων είναι δήλη μέρα καταβολής, ήτοι η 20η μέρα κάθε ημερολογιακού μηνός, άλλως ότι σε περίπτωση παρέλευσης αυτής και καθυστέρησης στην καταβολή των δόσεων, αυτές θα καθίστανται έντοκες κι απαιτητές με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την παρέλευση και μόνο της δήλης ημέρας καταβολής εκάστης δόσεως και ότι η πωλήτρια θα δύναται να προβεί στην είσπραξή τους και με κάθε νόμιμο μέσο (σελ. 7 του συμβολαίου). Επιπλέον, η ανωτέρω σύμβαση αγοραπωλησίας προέβλεπε ρητώς ότι «για μεγαλύτερη ασφάλεια ως προς την είσπραξη του ανωτέρω πιστωθέντος τιμήματος η αγοράστρια αναλαμβάνει με το παρόν την υποχρέωση να παραχωρήσει υπέρ της πωλήτριας ή υπέρ τρίτου υποδειχθησόμενου από αυτήν πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη» (σελ. 7 του συμβολαίου). Πράγματι, προς εξασφάλιση του ανωτέρω πιστούμενου τιμήματος, ενεγράφη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί του ανωτέρω πλοίου υπέρ της ενάγουσας, με την υπ’αριθμ. …/20-12-2013 πράξη σύστασης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. Περαιτέρω, ρητώς στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο (σελ. 8 αυτού), ορίσθηκε ότι : «…τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι η πλήρωση της αιρέσεως της αγοραπωλησίας θα επέρχεται μετά την μη καταβολή από την αγοράστρια προς την πωλήτρια συνολικού ποσού 4 δόσεων, ήτοι συνολικού οφειλόμενου ποσού 155.555,52 ευρώ, είτε οι δόσεις αυτές είναι συνεχόμενες είτε όχι, οπότε η αγοράστρια θεωρείται αυτοδικαίως υπερήμερος και πληρούται η διαλυτική αίρεση με αποτέλεσμα την παύση της ενέργειας και της νομικής ισχύος της παρούσης αγοραπωλησίας, την ανατροπή των αποτελεσμάτων της πώλησης του πλοίου και την αυτοδίκαιη επάνοδο τη κυριότητας, της νομής και της κατοχής του πλοίου στην πωλήτρια με αναστροφή της πωλήσεως (…) Ρητά συμφωνείται με το παρόν ότι η ανωτέρω ρήτρα της διαλυτικής αίρεσης της συμβάσεως θα δύναται να ασκηθεί από την πωλήτρια κατά της αγοράστριας μόνο για οφειλόμενα ποσά έως 75 % της αξίας του συνολικού ποσού της οφειλής της αγοράστριας, ήτοι του πιστούμενου στο παρόν ποσού των 700.000 ευρώ, ήτοι για ποσό 525.000 ευρώ (= 700.000 Χ 75 %), το οποίο αν έχει αποπληρώσει στην πωλήτρια η αγοράστρια , δεν θα δύναται η πωλήτρια για το υπόλοιπο πιστούμενο κεφάλαιο των 175.000 ευρώ, ακόμη κι εάν είναι υπερήμερος ο αγοραστής, ως προς την καταβολή του, να ασκήσει τα δικαιώματά της εκ της διαλυτικής αιρέσεως, θα έχει όμως κάθε άλλο δικαίωμα από όσα αναφέρονται στο παρόν και προβλέπονται στο νόμο για τη διεκδίκηση των οφειλομένων χρημάτων…Η πωλήτρια επιφυλάσσει για τον εαυτό της το δικαίωμα σε περίπτωση υπερημερίας της αγοράστριας, είτε να ασκήσει το εκ της διαλυτικής αιρέσεως δικαίωμά της και να προβεί στην αναστροφή της πωλήσεως είτε να ασκήσει τα εκ της ναυτικής υποθήκης δικαιώματά της και σε κάθε περίπτωση να απαιτήσει το οφειλόμενο τίμημα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας …Δήλωσε ακόμη η πωλήτρια δια του παρισταμένου εκπροσώπου της ότι εγγυάται και υπόσχεται ότι το πωλούμενο πλοίο είναι ελεύθερο εν γένει βαρών, υποθηκών…χρεών προς ΟΛΠ…αξιώσεις ναυτικών…και παραδίδει αυτό στην αγοράστρια στην ως άνω νομική κατάσταση, δηλαδή ελεύθερο από κάθε βάρος … (σελ.10 του συμφωνητικού). Επίσης, η πωλήτρια εγγυήθηκε (σελ 12) την πλήρη αποπληρωμή κάθε οφειλής που αφορά στη εν γένει λειτουργία κι εκμετάλλευση του πλοίου από αυτήν για το χρονικό διάστημα που αυτό ήταν στην κυριότητά της και έως την 20-12-2013, είτε είναι υφιστάμενη αλλά μη ληξιπρόθεσμη, είτε δεν έχει γνωστοποιηθεί ακόμη σε αυτήν. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι η εμπρόθεσμη εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος θα αποδεικνύεται είτε με έγγραφη απόδειξη της πωλήτριας είτε με παραστατικό κατάθεσης του τιμήματος σε τραπεζικό λογαριασμό της πωλήτριας είτε με γραμμάτιο του ΤΠΔ, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, απαγορευομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου και αυτού ακόμη του όρκου. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι τον μήνα Μάρτιο του έτους 2014, δηλαδή, πριν από τη δήλη ημέρα καταβολής (20.06.2014) της πρώτης από τις ανωτέρω μηνιαίες δόσεις και με αφορμή τη χορήγηση στο εν λόγω πλοίο από την ΟΛΠ ΑΕ θέσεως φορτώσεως για την εκτέλεση δρομολογίων (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …../27.03.2014 έγγραφο της ΟΛΠ ΑΕ περί διακανονισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών), περιήλθε σε γνώση της αγοράστριας ότι η ΟΛΠ ΑΕ διατηρούσε απαιτήσεις κατά του ανωτέρω πλοίου, συνολικού ποσού 59.272,33 ευρώ, πλέον τόκων, για την εξόφληση τιμολογίων που είχαν εκδοθεί από την ΟΛΠ ΑΕ, σε βάρος της εταιρείας “…………”, η οποία είχε ναυλώσει το πλοίο κατά τα έτη 2010 έως 2013. Οι απαιτήσεις αυτές βαρύνουν το πωληθέν πλοίο και συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙV σκέψη, αποτελούν νομικό ελάττωμα του πωληθέντος και όχι έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας αυτού, όπως έκρινε η εκκαλουμένη εφαρμόζοντας εσφαλμένως τις διατάξεις των άρθρων 534επ., 540επ., 543 ΑΚ. Για το ανωτέρω νομικό ελάττωμα ευθύνεται η πωλήτρια-ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη- ανεξάρτητα από υπαιτιότητα, γνώση ή ανυπαίτια άγνοια αυτής περί της υπάρξεώς του και ανεξάρτητα από την αντίστοιχη γνώση ή άγνοια της αγοράστριας (βλ. υπό στοιχείο IV σκέψη). Επομένως, ο ισχυρισμός της ενάγουσας πωλήτριας ότι αγνούσε την ύπαρξη των χρεών αυτών και ότι τα πληροφορήθηκε μετά την ένδικη πώληση ουδεμία επιρροή ασκεί στην ανωτέρω κρίση. Από το ποσό αυτό, η πωλήτρια κατέβαλε, στις 27.03.2014, στην ΟΛΠ ΑΕ, ποσό 24.883,14 ευρώ, προκειμένου να καταστεί δυνατή η χορήγηση θέσεως φορτώσεως στο εν λόγω πλοίο, και το υπόλοιπο παρέμεινε ανεξόφλητο τουλάχιστον μέχρι την ημερομηνία που είχε συμφωνηθεί καταβλητέα η πρώτη δόση του πιστωθέντος τμήματος, δηλαδή τουλάχιστον μέχρι τις 20.06.2014. Γνωρίζοντας την ύπαρξη του ανωτέρω νομικού βάρους επί του πωληθέντος πλοίου η αγοράστρια εναγομένη δεν κατέβαλε εμπροθέσμως τις συμφωνημένες δόσεις αλλά πάντοτε με καθυστέρηση, άλλοτε λίγων ημερών και άλλοτε πολλών μηνών, ζητώντας, ταυτόχρονα, από την πωλήτρια ενάγουσα να αποπληρώσει τις ανωτέρω οφειλές της, έτσι ώστε να αρθεί το εν λόγω νομικό ελάττωμα του πωληθέντος. Η ύπαρξη αυτού του νομικού ελαττώματος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω υπό στοιχείο ΙV, παρείχε τη δυνατότητα στην αγοράστρια εναγομένη να εγείρει την ένσταση του μη (προσηκόντως) εκπληρωθέντος συναλλάγματος και επομένως, ενόσω υπήρχε η δυνατότητα αυτή, αποκλειόταν η υπερημερία οφειλέτη στο πρόσωπο της αγοράστριας και κατ΄ακολουθία δεν βαρύνεται αυτή με τόκους υπερημερίας από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσεως. Για το λόγο αυτό, είναι εσφαλμένη η κρίση της εκκαλουμένης περί περιελεύσεως της αγοράστριας σε υπερημερία λόγω της καθυστερημένης καταβολής των μηνιαίων δόσεων και περί της συνακόλουθης υποχρεώσεώς της να καταβάλει τόκους υπερημερίας από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσεως. Περαιτέρω, τον Νοέμβριο του έτους 2015, δηλαδή πριν την ημερομηνία που είχε συμφωνηθεί καταβλητέα η τελευταία εκ των ανωτέρω δόσεων, ασκήθηκε αγωγή από εργαζόμενο, κατά το παρελθόν, ναυτικό στο εν λόγω πλοίο, ο οποίος, το έτος 2011, είχε υποστεί εργατικό ατύχημα και αξίωνε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνολικού ποσού 933.238,37 ευρώ. Η εν λόγω αγωγή ασκήθηκε μεταξύ άλλων και κατά της ήδη εναγομένης, αγοράστριας του πλοίου ως έχουσας ευθύνης εκ του άρθρου 479 ΑΚ, η αξίωση δε αυτή επίσης αποτελεί νομικό ελάττωμα του πλοίου κατά την προαναφερθείσα έννοια εφόσον ασκείται κατ΄αυτού. Επομένως, η εναγομένη αγοράστρια είχε και εξ αυτού του λόγου τη δυνατότητα να ασκήσει το εκ του άρθρου 374 ΑΚ δικαίωμά της, αρνούμενη την εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος έως την άρση των ελαττωμάτων εκ μέρους της πωλήτριας ενάγουσας. Μάλιστα δήλωσε ρητά αυτό στην πωλήτρια με το από 31.10.2016 εξώδικό της, το οποίο της κοινοποίησε την 3.11.2016. Επομένως, εσφαλμένως απερρίφθη από την εκκαλουμένη η από το άρθρο 374 ΑΚ ένσταση, που παραδεκτώς πρότειναν πρωτοδίκως οι εναγόμενοι και επαναφέρουν με εν μέρει τον πρώτο, εν μέρει τον δεύτερο και με τον τρίτο λόγους εφέσεως, κατά προσήκουσα εκτίμηση αυτών με βάση το σύνολο των ισχυρισμών των εναγομένων-εκκαλούντων. Μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, η αγοράστρια εναγομένη είχε καταβάλει τμηματικά στην ενάγουσα πωλήτρια εκ του πιστωθέντος τιμήματος συνολικό ποσό 527.768 ευρώ. Η πωλήτρια άσκησε κατά της αγοράστριας, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 29.6.2016 αγωγή της (ΓΑΚ-ΕΑΚ ./../2016), με την οποία, επικαλούμενη ότι η εναγομένη αγοράστρια δεν είχε καταβάλει επτά δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος, συνολικού ποσού 272.22,16 ευρώ, ζήτησε να αναγνωρισθεί η πλήρωση όλων των όρων της προαναφερόμενης διαλυτικής αιρέσεως και η αυτοδίκαιη επάνοδος της κυριότητας του πλοίου στην πωλήτρια καθώς και να διαταχθεί η εναγομένη να συμπράξει στην αναμεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου στην πωλήτρια. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη δυνάμει της υπ’ αριθ. 2560/2017 οριστικής αποφάσεως του ανωτέρω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι το υπόλοιπο προς πληρωμή ποσό του πιστωθέντος τιμήματος δεν υπερέβαινε το προβλεπόμενο από το ανωτέρω συμβόλαιο για την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως ποσό των 175.000 ευρώ αλλ’ αυτό (υπόλοιπο), μέχρι τις 17.10.2016, που πραγματοποιήθηκε η τελευταία καταβολή, ανερχόταν σε 172.232 ευρώ. Η ανωτέρω απόφαση καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων ποσου 10.000 ευρώ. Η κρίση αυτή επικυρώθηκε με την υπ΄αριθ. 703/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την έφεση που άσκησε η πωλήτρια κατά της ανωτέρω οριστικής αποφάσεως και καταδίκασε την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας ποσού 700 ευρώ. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός της ήδη εφεσίβλητης σχετικά με το ότι έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου το γεγονός της περιελεύσεως της αγοράστριας σε υπερημερία, καθόσον η σχετική αναφορά των προαναφερόμενων αποφάσεων στην υπερημερία της αγοράστριας έχει διηγηματικό χαρακτήρα, δεν αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε και δεν αποτυπώνεται στο διατακτικό αυτών ώστε να εξοπλιστεί με δύναμη δεδικασμένου κατ’ άρθρο 322επ ΚΠολΔ (βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 128/2008 – “Νόμος”). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι τα προαναφερόμενα νομικά ελαττώματα του πωληθέντος ήρθησαν τελικώς, αφενός με την καταβολή, περί τα τέλη του έτους 2017, εκ μέρους της πωλήτριας και ήδη εφεσίβλητης ποσού 69.572,54 ευρώ προς την ΟΛΠ ΑΕ, (καθόσον στο μεταξύ τα οφειλόμενα είχαν επιβαρυνθεί με προσαυξήσεις) προς εξόφληση κάθε οφειλόμενου χρέους που είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια της ναυλώσεως του πλοίου από τη …….. (βλ. το από 20.12.2017 έγγραφο της ΟΛΠ ΑΕ) αφετέρου με την καταβολή εκ μέρους της πωλήτριας προς τον προαναφερόμενο ναυτικό ποσού 25.000 ευρώ και την μετά ταύτα συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς και την παραίτηση του ναυτικού από κάθε αξίωσή του κατά της πωλήτριας από το περιγραφόμενο στην ανωτέρω αγωγή του ατύχημα, από το δικόγραφο και δικαίωμα της οποίας ρητώς παραιτήθηκε ως προς την πωλήτρια (βλ. το από 1.2.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού και εξοφλητική απόδειξη). Έτσι, εφόσον με την επιμέλεια της πωλήτριας ήρθησαν τελικώς όλα τα προαναφερόμενα νομικά έλαττώματα του πωληθέντος, εξέλιπαν και δεν συντρέχουν πια οι προϋποθέσεις ασκήσεως του από το άρθρο 374 ΑΚ δικαιώματος εκ μέρους της αγοράστριας ως προς την καταβολή του εναπομείναντος προς πληρωμή τιμήματος. Από το ποσό των 172.232 ευρώ που με δύναμη δεδικασμένου (βλ. ανωτέρω 703/2018 απόφαση ΤρΕφΠειραιώς) κρίθηκε ότι οφειλόταν, έως την 17.10.2016, από το πιστωθέν τίμημα, η αγοράστρια ακολούθως κατέβαλε και άλλα ποσά στην πωλήτρια προς εξόφληση αυτού και συγκεκριμένα, κατέβαλε στις 21-3-2017 ποσό 10.000 ευρώ, στις 2-6-2017 ποσό 20.000 ευρώ, στις 28-6-2017 ποσό 30.000 ευρώ και στις 20-7-2017 ποσό 25.000 ευρώ (βλ. εκτύπωση κινήσεων πελατειακού λογαριασμού της τράπεζας ALPHA BANK, στον οποίο καταγράφονται οι μεταφορές των ανωτέρω ποσών από τον τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης αγοράστριας στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας πωλήτριας) και επομένως απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο, κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ποσό 87.232 ευρώ, που αφορά υπόλοιπο του πιστωθέντος τιμήματος, χωρίς τόκους υπερημερίας. Από το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό που κατέβαλαν, στις 21-11-2017, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες στην Ο.Λ.Π. ΑΕ, ήτοι 2.875,82 ευρώ, ως 1η δόση διακανονισμού των οφειλών της εταιρείας ………., όπως εξάλλου συνομολογεί η εφεσίβλητη και ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, κατ’ αποδοχή ως ουσία βάσιμης της ενστάσεως μερικής εξοφλήσεως που προέβαλαν οι εναγόμενοι ως προς το ποσό αυτό. Ο ισχυρισμός των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων περί τμηματικής καταβολής συνολικού ποσού 40.000 ευρώ σε μετρητά χρήματα στον πληρεξούσιο δικηγόρο της πωλήτριας και τη σύζυγό του προς εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος, τον οποίο επαναφέρουν με τον τέταρτο λόγο εφέσεως και για την απόδειξη του οποίου επικαλούνται και προσκομίζουν την …../2018 ένορκη βεβαίωση της ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, παραπονούμενοι ότι εσφαλμένως αυτή δεν ελήφθη υπόψη από την εκκαλουμένη, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, γιατί δεν προσκομίζονται έγγραφες εξοφλητικές αποδείξεις ή άλλα έγγραφα περί της καταβολής του ανωτέρω ποσού. ΄Οπως προαναφέρεται, με το ένδικο συμβόλαιο τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι η εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος θα αποδεικνύεται είτε με έγγραφη απόδειξη της πωλήτριας είτε με παραστατικό κατάθεσης του τιμήματος σε τραπεζικό λογαριασμό της πωλήτριας είτε με γραμμάτιο του ΤΠΔ εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, απαγορευομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου και αυτού ακόμη του όρκου. Επομένως, εφόσον δεν επικαλούνται οι εκκαλούντες ότι το έγγραφο που υπήρχε χάθηκε τυχαία, η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1γ και 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη, ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου εφέσεως. Τέλος, οι εκκαλούντες ζητούν, με τον πέμπτο λόγο εφέσεως, να αφαιρεθούν από το οφειλόμενο ποσό τα δικαστικά έξοδα ύψους 10.000 ευρώ, που επιβλήθηκαν υπέρ αυτών και σε βάρος της ήδη εφεσίβλητης δυνάμει της προαναφερόμενης αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως είχαν αιτηθεί και πρωτοδίκως. Το αίτημα αυτό εκτιμάται ως ένσταση συμψηφισμού (440 ΑΚ), που παραδεκτώς προτείνεται, καθόσον πρόκειται για αμοιβαίες, ομοειδείς (χρηματικές) απαιτήσεις, η δε απαίτηση που προτείνεται σε συμψηφισμό είναι ληξιπρόθεσμη, γιατί αφενός έχει εξοπλισθεί με δύναμη δεδικασμένου δυνάμει της προαναφερόμενης 208/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς αφετέρου είναι αμέσως απαιτητή (323 ΑΚ) εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο ούτε από τη φύση της ούτε από τις περιστάσεις. Επομένως, το ανωτέρω ποσό πρέπει να αφαιρεθεί από το οφειλόμενο, κατ’ αποδοχή του πέμπτου λόγου εφέσεως ως βάσιμου. Σημειώνεται ότι το ποσό των δικαστικών έξοδων ύψους 700 ευρώ, στα οποία καταδικάσθηκε η ήδη εφεσίβλητη δυνάμει της προαναφερόμενης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, δεν προτείνεται σε συμψηφισμό από τους εκκαλούντες και επομένως δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τα οφειλόμενα, παρόλο που η εφεσίβλητη αναγνωρίζει, με τις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου από 8-3-2019 έγγραφες προτάσεις της, την υποχρέωσή της να το καταβάλει.
Ενόψει των προηγουμένων, αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες οφείλουν στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, έκαστος εις ολόκληρον, συνολικό ποσό 74.356,18 ευρώ, χωρίς τόκους υπερημερίας, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και όχι ποσό 84.356,18 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κάθε επιμέρους μηναία δόση, μετά τόκων επιδικίας, όπως εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη ως προς εν μέρει τον πρώτο και εν μέρει τον δεύτερο λόγους της, τον τρίτο και τον πέμπτο λόγους της, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, του έκτου και τελευταίου λόγου , που αφορά τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα, καθισταμένου άνευ αντικειμένου μετά την κατά τα ανωτέρω εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση κι αφού δικασθεί η αγωγή, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα συνολικό ποσό 74.356,18 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, να καταδικασθούν δε σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (176, 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
-Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.
-Διατάζει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους εκκαλούντες.
-Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 3949/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
-Κρατεί και δικάζει την από 10.02.2017 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ: …/…./14-12-2017).
- Δέχεται αυτή εν μέρει.
- Υποχρεώνει τους εναγομένους, έκαστον εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα ποσό εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα έξι ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (74.356,18 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
- Καταδικάζει τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 12-6-2019
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ