ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 320/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση οι από 25.7.2018 (ΓΑΚ …/2018 και ΕΑΚ ../26.7.2018) και από 21.9.2018 (ΓΑΚ …/2018 και ΕΑΚ …/26.9.2018) εφέσεις των εναγόντων και της πρώτης εναγομένης αντιστοίχως, κατά της υπ΄αριθ. 2687/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (αρθ.591, 614, 621-622 ΚΠολΔ), την ενώπιόν του ασκηθείσα από 10.02.2017 αγωγή (ΓΑΚ …./2017 και ΕΑΚ …./2017), αντιμωλία των διαδίκων. Οι εφέσεις, που πρέπει να συνεκδικασθούν (246 ΚΠολΔ) διότι πλήττουν την ίδια απόφαση, έχουν ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου και εμπροθέσμως εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 27.7.2018 (βλ. …./27.7.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών . .. ….), μη υπολογιζομένου στην προθεσμία του μηνός Αυγούστου (αρθ. 147 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 524 παρ. 1, 2, 532, 533 ΚΠολΔ).
H εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την προαναφερόμενη αγωγή, με την οποία οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι, υπήκοοι Φιλιππίνων, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν τις αναφερόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους από την εργασία τους ως ναυτικών στο υπό σημαία Λιβερίας πλοίο P, κυριότητας της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, τον εφοπλισμό του οποίου ασκούσε στην πραγματικότητα ο τρίτος εναγόμενος -εφεσίβλητος εμμέσως αντιπροσωπευόμενος από τη δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη, διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου, της οποίας ο τρίτος είχε τον απόλυτο έλεγχο και ως εκ τούτου ευθυνόμενος ατομικώς κατά κάμψη της νομικής προσωπικότητας των εν λόγω εταιρειών που ήταν εικονικές, επικουρικά δε ευθυνόμενη η πρώτη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου και η δεύτερη ως εργοδότρια. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της και δέχθηκε αυτή εν μέρει κατά την επικουρική βάση της μόνον ως προς την πρώτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου και συνεπώς εργοδότρια των εναγόντων, απορριπτομένης κατ΄ ουσίαν ως προς τη δεύτερη εναγομένη.
Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, κατά τους μεν ενάγοντες-εκκαλούντες, να γίνει κατ’ ουσίαν δεκτή η αγωγή και ως προς τους λοιπούς εναγομένους, κατά δε την πρώτη εναγομένη-εκκαλούσα να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρία ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.
Κατά το άρθρο 70 ΑΚ “δικαιοπραξίες” που επιχείρησε μέσα στο όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων, και κυρίως εκείνων που έχουν σωματειακή οργάνωση, όπως είναι η ανώνυμη εταιρία και η εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η περιουσιακή αυτοτέλεια του νομικού προσώπου έναντι των μελών του και αντιστρόφως. Ωστόσο, η αρχή αυτή κάμπτεται κατ` εξαίρεση, όταν ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη νόμου, είτε κατά την καλή πίστη (ΑΚ 281,288,200). Eτσι, καταφάσκεται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, οσάκις τα μέλη αυτού, καταχρώμενα του εταιρικού τύπου που επέλεξαν, ενεργούν προς καταστρατήγηση του νόμου ή πρόκληση δολίως ζημίας σε τρίτους ή αποφυγή των υποχρεώσεών τους. Στις περιπτώσεις αυτές, ως κύρωση, επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως, προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας και η μετακύλιση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν. Ενδεικτικά κριτήρια της τοιαύτης καταχρήσεως αποτελούν η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της ατομικής και εταιρικής περιουσίας. Εξάλλου, ο Κ.Ι.Ν.Δ. διακρίνει μεταξύ κυριότητος και εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άρθρα 105 και 106), οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ` ανάγκη στο ίδιο πρόσωπο. Eτσι, κύριος του πλοίου είναι ο μη εκμεταλλευόμενος τούτο ιδιοκτήτης, ενώ εφοπλιστής είναι ο εκμεταλλευόμενος για δικό του λογαριασμό (δι` εαυτόν) πλοίο ανήκον κατά κυριότητα σε άλλον. Ειδικότερα κατά το άρθρο 105 ΚΙΝΔ “Ο εκμεταλλευόμενος δι` εαυτόν πλοίον ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώση τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Η δήλωσις, περιλαμβάνουσα το όνομα, την ιθαγένειαν και την κατοικίαν του εφοπλιστού, την διάρκειαν της εκμεταλλεύσεως, ως και χαρακτηριστικά του πλοίου, καταχωρίζεται εις το νηολόγιον και σημειούται εις το έγγραφον εθνικότητος του πλοίου. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι` εαυτόν…” . Η μη τήρηση δηλαδή των διατυπώσεων αυτών δημιουργεί νόμιμο μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό στο όνομα και για λογαριασμό του, οι δε τρίτοι μπορούν πάντοτε να αποδείξουν ότι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο δεν είναι ο φερόμενος στο νηολόγιο ως εφοπλιστής αλλά ο υποκρυπτόμενος κύριος ή άλλος. Εξάλλου, αποτελεί συνήθη μορφή ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας και εκείνη κατά την οποία ο επιχειρηματίας, μη επιθυμών να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρίες στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε αμέσως είτε δι` αναθέσεως της διαχειρίσεώς τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται προς τούτο και ενεργεί για λογαριασμό της πρώτης. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρίας διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους, κερδοσκοπώντας έτσι εμμέσως, ως κύριος μέτοχος, δια της απολήψεως των κερδών και της οικονομικής αναπτύξεως της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο-επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση εκμεταλλεύσεως του πλοίου για λογαριασμό του. Διαφέρει όμως το πράγμα, αν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες αυτές είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται για λογαριασμό του επιχειρηματία, ο οποίος στην πραγματικότητα ασκεί την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση για λογαριασμό του και, εκτός της απολαβής των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο εκ της εκμεταλλεύσεώς του (ΟλΑΠ 2/20013, ΑΠ 1910/2009, 149/2013, 1369/2018 – “Νόμος”). Θέση της νομικής προσωπικότητας κατά μέρος δεν δικαιολογείται ούτε στην περίπτωση κατά την οποία το φυσικό πρόσωπο συγκεντρώνει το σύνολο των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ακόμη και αν το ίδιο είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά (ΑΠ Ολ 5/1996 ΕλλΔνη 1996, 1046 = ΔΕΕ 1996, 934 = ΕΕμπΔ 1996, 758 = ΕΕΝ 1996, 25 = ΕΤρΑξΧρΔ 1997, 172 = ΝοΒ 1997, 203 = ΠΧ 1996/1397, ΑΠ Ολ 17/1994 ΕλλΔνη 1994, 1263 = ΑρχΝ 1994, 646 = ΕΕΝ 1994, 392 = ΝοΒ 1996, 36, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009, 804 = Αρμ 2009, 1529 = ΕπισκΕΔ 2009, 940, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004, 1161), αφού το δίκαιο αναγνωρίζει διαφόρων τύπων μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (ανώνυμη, ναυτική ή περιορισμένης ευθύνης), η οποία και διατηρεί την οικονομική της αυτοτέλεια ως νομικό πρόσωπο έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Ομοίως, η νομική προσωπικότητα δεν αίρεται ούτε όταν τα συμφέροντα της εταιρίας ταυτίζονται με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της (ΕφΠειρ 348/2005 ΠειρΝομ 2005, 310 = ΝοΒ 2006, 246) ή αυτός παρέχει συστηματικά εγγυήσεις υπέρ της εταιρίας, αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά τρόπο ασφαλώς θεμιτό (ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009, 800 = Αρμ 2009, 1885) ούτε όταν το φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται ως ουσιαστικός φορέας της ασκούμενης από την εταιρία επιχείρησης, αφού τούτο είναι αλληλένδετο με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου. Η διατήρηση της περιουσιακής αυτοτέλειας του, έστω και αφερέγγυου, νομικού προσώπου δικαιολογείται στις περιπτώσεις αυτές, επειδή οι σκοποί για τους οποίους θεσπίστηκε εξακολουθούν να συμπορεύονται με τους σκοπούς της έννομης τάξης. Όταν, όμως, η επίκληση της χωριστής προσωπικότητας (και περιουσίας του) αντιτίθεται στις γενικές αρχές και στις αξιολογήσεις του δικαίου (ΕφΑθ 1702/2006 ΔΕΕ 2007, 322 = ΕΕμπΔ 2008, 538) και υπερβαίνει τους κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 12 παρ. 1, 3 και 25 παρ. 1γ οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο, αντιθέτως, χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, ανακύπτει περίπτωση απαγορευμένης κατάχρησης του εταιρικού θεσμού, η οποία ναι μεν δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 330/2010 – “Νόμος”). Κύρωση της καταχρήσεως αποτελεί η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας και η μετακύλιση από αυτήν στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν, δηλαδή των συνεπειών της αφερεγγυότητάς της (άρθρα 335, 343,345, 382, 383 ΑΚ). Η κάμψη αυτή είναι προσωρινή και, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιορισμένη, δεν εξικνείται δηλαδή μέχρι του σημείου καταλύσεως της ίδιας της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, η οποία, όπως και η περιουσιακή της αυτοτέλεια, απλώς παραμερίζονται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, με την έννοια ότι ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της ευθύνεται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 ΑΚ για την εκπλήρωση των εκ της ζημιογόνου συναλλαγής υποχρεώσεων (άρθρο 926 ΑΚ), δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές (ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009, 767, ΤριμΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014, 138, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝαυτΔ 2011, 32 = ΕΕμπΔ 2012, 115 = Ε7 2012, 881. ΕΦΠΕΙΡ [ΜΟΝ] 111/2017 – “Νόμος”).
Από τη διάταξη του άρθρου 219 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται, μπορεί όμως ο ενάγων για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής, να τη στηρίξει σε άλλη βάση ή να υποβάλει άλλη αίτηση που στηρίζεται στην ίδια ή σε άλλη βάση, συνάγεται ότι με αυτήν εισάγεται εξαίρεση από τον κανόνα της απαγορεύσεως ασκήσεως αγωγής υπό αίρεση και αναγνωρίζεται η επικουρική θεμελίωση της αγωγής σε άλλη ή άλλες βάσεις του ίδιου επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος, ακόμη και όταν η επικουρικώς ασκούμενη αγωγή είναι αντιφατική προς την κυρίως ασκούμενη, η εξέταση, όμως, της επικουρικής εξαρτάται από την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως (ΑΠ 191/2017, ΑΠ 488/2014 – “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της, η εκκαλούσα – πρώτη εναγομένη, χωρίς να παραπονείται για την ουσιαστική κρίση της εκκαλουμένης σχετικά με την ιδιότητά της (εκκαλούσας) ως πλοιοκτήτριας του ένδικου πλοίου ούτε σχετικά με το ύψος των επιδικασθέντων στους ενάγοντες κονδυλίων, ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη διότι απέδιδε , όπως επί λέξει αναφέρεται στο δικόγραφο της ανωτέρω εφέσεως, “σε όλους τους εναγομένους παράλληλα, εναλλάξ και κατά τρόπο εντελώς αντιφατικό τις ιδιότητες της κυρίας, της πλοιοκτήτριας, του εφοπλιστή και της διαχειρίστριας” του ένδικου πλοίου, ιδιότητες “αντικρουόμενες και αλληλοαποκλειόμενες μεταξύ τους, η συνδρομή εκάστης των οποίων επιφέρει διαφορετικές συνέπειες ως προς αυτή καθαυτή την ύπαρξη ευθύνης”. Ο μοναδικός αυτός λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η ένδικη αγωγή παραδεκτώς περιέχει κύρια και επικουρική βάση (219 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με την κύρια βάση, οι εναγόμενοι ενάγονται από τους εργαζόμενους ναυτικούς, για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους, η μεν πρώτη ως κυρία του ένδικου πλοίου, η δεύτερη ως διαχειρίστρια και ο τρίτος ως εφοπλιστής αυτού εμμέσως αντιπροσωπευόμενος από τη δεύτερη κατά κάμψη της νομικής προσωπικότητας των εταιρειών άρα δεν αποδίδονται στο ίδιο πρόσωπο οι ιδιότητες του πλοιοκτήτη και του εφοπλιστή, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η εκκαλούσα. Σύμφωνα με την επικουρική βάση, η πρώτη εναγομένη ενάγεται ως πλοιοκτήτρια και η δεύτερη ως διαχειρίστρια του πλοίου-εργοδότρια των εναγόντων ενώ η επικουρική βάση δεν στρέφεται κατά του τρίτου εναγομένου. Συνεπώς και πάλι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των ιδιοτήτων που αποδίδονται σε κάθε εναγόμενο και δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε επαρκώς ορισμένη την αγωγή. Ο μοναδικός δε λόγος της από 21.9.2018 (ΓΑΚ …./2018 και ΕΑΚ …../26.9.2018) εφέσεως της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως και η ανωτέρω έφεση στο σύνολό της, χωρίς να διαληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων σχετικά με την ανωτέρω έφεση ελλείψει σχετικού αιτήματος (αρθ. 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) των εφεσιβλήτων (βλ. τις από 06.02.2019 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους επί της ανωτέρω εφέσεως).
Από την εκτίμηση όλων των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων, σε μερικά από τα οποία, ενδεικτικώς μόνο, γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύοντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη, είναι εταιρεία που έχει συσταθεί στη Μονροβία Λιβερίας, όπου και η καταστατική της έδρα, και εκροσωπείται νόμιμα από τον τρίτο εναγόμενο. Στην κυριότητά της, τουλάχιστον κατά τον ένδικο χρόνο (2014-2016), ανήκε το υπό σημαία Λιβερίας φορτηγό πλοίο «P», με Ι.Μ.Ο. …., κ.ο.χ. 25190 και 41551 τόνων DW, στο οποίο ήταν ναυτολογημένοι οι ενάγοντες. Η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, ιδρύθηκε επίσης στη Μονοροβία Λιβερίας, όπου βρίσκεται και η καταστατική έδρα της, εδρεύει, όμως, στην πραγματικότητα στον Πειραιά, καθόσον έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις τους ΑΝ 89/67 , επί της οδού ……. (βλ. το υπ’ αριθ. 156/11.09.2000 ΦΕΚ/ΤΑΠΣ, στο οποίο δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 3122.1/3476/23803 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα του ως άνω γραφείου), απ’ όπου ασκείται η διοίκησή της. Αυτή ανέλαβε τη διαχείριση του ανωτέρω πλοίου, κατόπιν της από 21.01.2014 δηλώσεως της πρώτης εναγομένης, εκπροσωπουμένης από τον τρίτο, η οποία καταχωρήθηκε στο ελληνικό Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου, στις 07.05.2014. Ο τρίτος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της διαχειρίστριας εταιρείας-δεύτερης εναγομένης (βλ. την από 27.01.2015 και με αρ. πρωτ. ………/19 βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών της Διεύθυνσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου), παράλληλα δε κατέχει και τη θέση του Διευθυντή και μοναδικού εταίρου της πρώτης εναγομένης. Ενόψει του ότι δεν υπάρχει η κατ΄άρθρο 105 ΚΙΝΔ δήλωση εφοπλισμού προς την Αρμόδια Λιμενική Αρχή του τόπου νηολογήσεως του πλοίου, οι ενάγοντες, που κατά τα προαναφερόμενα φέρουν το σχετικό βάρος αποδείξεως, με κανένα μέσο δεν αποδεικνύουν ότι ο τρίτος εναγόμενος ασκούσε προσωπικά, στο όνομα και για λογαριασμό του, τον εφοπλισμό του ένδικου πλοίου κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και ότι η πρώτη εναγόμενη ήταν μόνο η κυρία αυτού. Αντιθέτως, από όλα τα προσκομισθέντα έγγραφα αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη εκμεταλλευόταν οικονομικά το πλοίο, επωμιζόταν τα σχετικά βάρη και αποκόμιζε τα κέρδη ασκώντας τη διαχείριση αυτού μέσω της δεύτερης εναγομένης, που νομίμως είχε εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά ως εταιρεία του ΑΝ. 89/67. Η δεύτερη εναγομένη δεν ήταν εικονική εταιρεία αλλά λειτουργούσε στα προαναφερόμενα γραφεία της στον Πειραιά, είχε καταχωρημένο ΑΦΜ (…..) στη ΔΟΥ πλοίων Πειραιά και απασχολούσε τουλάχιστον τέσσερα πρόσωπα ως υπαλλήλους (βλ. προσκομιζόμενη κατάσταση προσωπικού, καταχωρημένη στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας με αριθμό πρωτοκόλλου ΠΠ……), χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι ένα ή δύο από αυτά είχαν συγγένεια με τον τρίτο εναγόμενο. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο τρίτος εναγόμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και των δύο ως άνω εταιρειών ούτε από το ότι η δεύτερη εναγομένη παρείχε εταιρική εγγύηση και ο πρώτος εγγυήθηκε προσωπικά, δυνάμει της από 16 .01.2014 συμβάσεως εγγυήσεως, προς την Εθνική Τραπεζα της Ελλάδος ΑΕ, την εξόφληση του ενυπόθηκου ναυτιλιακού δανείου ποσού 3.444.445 δολλαρίων ΗΠΑ που έλαβε η πρώτη εναγομένη για την αγορά του ένδικου πλοίου (βλ. προσκομιζόμενη ……./2014 σύμβαση), αφού στις συναλλαγές είναι εντελώς συνηθισμένο τα φυσικά πρόσωπα, μέλη των εταρειών στις οποίες συμμετέχουν, να παρέχουν προσωπικές εγγυήσεις σε δάνεια που λαμβάνουν τα νομικά πρόσωπα. Οι εναγόμενες εταιρείες εμφανίζονταν στις ναυτιλιακές συναλλαγές με το δικό τους όνομα και δρούσαν αυτοτελώς για δικό τους λογαριασμό, εντός των πλαισίων της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, ως πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια αντίστοιχα, ενώ οι οικονομικές συναλλαγές που αφορούσαν στο πλοίο (εισπραττόμενοι ναύλοι, δαπάνες για τη λειτουργία και συντήρησή του) γίνονταν μέσω τραπεζικού λογαριασμού της πρώτης εναγομένης, ο οποίος τηρείτο στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και ήταν δεσμευμένος και εκχωρημένος υπέρ της Tράπεζας, ως μέρος των εξασφαλίσεων που είχαν δοθεί από την πρώτη για τη χορήγηση σε αυτή του προαναφερόμενου ενυπόθηκου ναυτιλιακού δανείου. Το γεγονός ότι ο τρίτος εναγόμενος εγγυήθηκε προσωπικά για την αποπληρωμή του ως άνω ναυτικού δανείου που έλαβε η πρώτη εξ αυτών, δεν αρκεί για να του προσδώσει την εφοπλιστική ιδιότητα, αλλά αιτιολογείται από το γεγονός ότι έχει κοινά οικονομικά συμφέροντα με αμφότερες τις εναγόμενες εταιρείες, ενώ δεν αποδείχθηκαν άλλες συναλλαγές σχετικά με το εν λόγω πλοίο που να έγιναν ατομικά στο όνομά του ή συμβάσεις που να καταρτίσθηκαν από τον ίδιο προσωπικά. Επίσης, μόνο το γεγονός ότι στις επίδικες συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, εμφαίνεται ότι ο πράκτορας στις Φιλιππίνες, ο οποίος τους προσέλαβε, ενήργησε για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης και πουθενά σε αυτές (συμβάσεις) δεν εμφανίζεται ως αντισυμβαλλόμενη των εναγόντων η πρώτη εναγομένη – πλοιοκτήτρια, δεν επαρκεί προς απόδειξη του ισχυρισμού των εναγόντων ότι η δεύτερη εναγομένη ενεργούσε στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό κι ότι αυτή ήταν η εργοδότρια των εναγόντων ναυτικών, ενόψει του ότι ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης εναγομένης (ιδιότητα με την οποία είχε καταχωρηθεi στον Ελληνικό Ναυτικό Οδηγό), της είχε ανατεθεί από αυτή (πλοιοκτήτρια) η διαδικασία προσλήψεως του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, την οποία περαιτέρω η δεύτερη εναγομένη ανέθεσε στον ως άνω πράκτορα, χωρίς, ωστόσο, να αποδεικνύεται ότι η δεύτερη ανελάμβανε για δικό της λογαριασμό υποχρεώσεις έναντι τρίτων και μάλιστα των μελών του πληρώματος του ως άνω πλοίου. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, δεν ήταν εικονική και όχι μόνο ήταν η κυρία του πλοίου αλλά εκμεταλλευόταν αυτό οικονομικά ασκώντας τη ναυτική διοίκησή του μέσω της δεύτερης, αποκομίζοντας τα κέρδη και επωμιζόμενη τα βάρη, συνεπώς έφερε την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας αυτού και άρα ήταν η εργοδότρια των εναγόντων ναυτικών, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την κύρια βάση της αγωγής εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο τρίτος εναγόμενος ασκούσε στην πραγματικότητα τον εφοπλισμό του πλοίου καταχρώμενος τη νομική προσωπικότητα των εναγομένων εταιρειών. Ακολούθως, ορθώς η εκκαλουμένη δέχθηκε ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη την επικουρική βάση της αγωγής μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη και απέρριψε αυτή κατ΄ουσίαν ως προς τη δεύτερη. Σημειώνεται ότι κατά του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που επιδικάζει υπέρ των εναγόντων και σε βάρος της πρώτης εναγομένης τα σε αυτή αναφερόμενα ποσά ως οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές και καταδικάζει την τελευταία στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων ποσού 6.200 ευρώ, δεν υπάρχει λόγος εφέσεως.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εκκαλουμένη δεν έσφαλε που έκρινε τα ανωτέρω αλλ΄ορθώς το νόμο εφάρμοσε κι εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεσή τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 25.7.2018 (ΓΑΚ …./2018 και ΕΑΚ …./26.7.2018) έφεση και την από 21.9.2018 (ΓΑΚ …./2018 και ΕΑΚ …../26.9.2018) έφεση.
-Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.
-Απορρίπτει τις εφέσεις κατ΄ουσίαν.
-Καταδικάζει τους εκκαλούντες της από 25.7.2018 (ΓΑΚ …./2018 και ΕΑΚ …../26.7.2018) εφέσεως στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 12-6-2019
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ