Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 353/2019

Αριθμός    353 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται  να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην  μεν του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η υπόθεση ως εάν αυτός να ήταν παρών ή είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που  μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, επομένως η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών,  είχε συναχθεί δε  σε βάρος του τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας,  μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης,  να ακουστεί και να προβάλει στο Εφετείο  όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης,  χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014,   ΑΠ 1906/2008, ΕφΠειρ 67/2016, ΕφΑνατΚρητ 61/2015, ΕφΠειρ 336/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).ΙΙ.  Με το Ν.4307/2014 εισήχθη η παράλληλη προς τον Πτωχευτικό Κώδικα (εφεξής ΠτΚ) έκτακτη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης για την εκκαθάριση εν λειτουργία (εκποίηση εν λειτουργία και μεταβίβαση ως συνόλων ενεργητικού ή ως επιμέρους συνόλων ενεργητικού (κλάδων) σε νέους φορείς), υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η ως άνω διαδικασία συνιστά παρεμφερή, κατά το σκοπό και τη δομή της, ή απολύτως συναφή διαδικασία προς την ειδική εκκαθάριση της διάταξης του άρθρου 106ια του ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 14 ταυ Ν 4446/2016 και είχε προστεθεί στον ΠτΚ με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν 4013/2011 και μεταγενέστερα τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. Γ υποπαρ. Γ.3 περ. 16 του Ν 4336/2015 (βλ. Χ. Χριστοπούλου, η διαδικασία εξυγίανσης ως διαχρονικός θεσμός του Ελληνικού Δικαίου, σελ. 314, Γ. Μιχαλόπουλο, η νέα πτωχευτική νομοθεσία [πρόλογος Δ΄ έκδοσης], σελ. 13, αιτιολογική έκθεση Ν 4336/2015 άρθρο 1, Γ.3, αριθ. 11). Η ανωτέρω διαδικασία που ρυθμίζεται στις διατάξεις των άρθρων 68 επ. του Ν 4307/2014, όπως και η ειδική εκκαθάριση, είναι συλλογική διαδικασία, δεδομένου ότι συνιστά μια εξωτερική και οργανωμένη διαδικασία από το νόμο, η οποία προβλέπεται σε περίπτωση γενικής και μόνιμης αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων του έχοντος πτωχευτική ικανότητα οφειλέτη, με σκοπό την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησής του ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) ή ακόμα και κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων, μέσω δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, για τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του (βλ. Χ. Χριστοπούλου, ό.π., σελ. 315). Η διαδικασία αυτή είναι παραπτωχευτική, κηρύσσεται, εξελίσσεται και περατώνεται αυτοτελώς, χωρίς ανάμειξή της με την πτώχευση (βλ., Γ. Μιχαλόπουλο, ό.π. (πρόλογος γ΄ έκδοσης], σελ. 37). Στόχος του ως άνω νόμου ήταν να δοθεί μια νέα αρχή στις πληγείσες επιχειρήσεις (βλ. άρθρο 1 τους αιτιολογικής έκθεσης του εν λόγω νόμου). Όπως και η καταργηθείσα διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 106ια του ΠτΚ, η ως άνω διαδικασία της ειδικής διαχείρισης αποσκοπεί να αποφευχθεί η απαξίωση της επιχείρησης του νομικού προσώπου μέσω της άμεσης υπαγωγής του στην πτωχευτική διαδικασία καθώς και να επιτευχθεί η σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών από το τίμημα της πώλησης του ενεργητικού (εν συνόλω ή επιμέρους στοιχείων) της ως άνω επιχείρησης. Κι αυτό γιατί η διάσωση της επιχείρησης δε σημαίνει αναγκαία και διάσωση του φορέα της, επιχειρηματία. Με την υπαγωγή της στην ειδική διαχείριση η επιχείρηση του νομικού προσώπου, το οποίο βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του, δεν παύει να λειτουργεί γι  αυτό και ο Ν 4307/2014 τιτλοφορεί την ως άνω διαδικασία ως ειδική διαχείριση. Άλλωστε, και στην παρεμφερή διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης που προβλεπόταν με τη διάταξη του άρθρου 106ια ταυ ΠτΚ – κατά παρέκκλιση των ισχυόντων στην κοινή εκκαθάριση – ρυθμιζόταν ότι η υπαγωγή στην ως άνω διαδικασία δε συνεπαγόταν την παύση της λειτουργίας της επιχείρησης, εφόσον η εκκαθάριση συντελούνταν εν λειτουργία της επιχείρησης. Βασικός στόχος της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης ήταν η μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη, ενόσω αυτή εξακολουθεί να λειτουργεί (βλ. Cristoph G. Paulus, Στάθη Ποταμίτη, Αλέξανδρου Ρόκα, Ignasio Tirado, Το πτωχευτικό δίκαιο ως ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας της αγοράς, ΔΕΕ 11/2015, 1070). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στην έκτακτη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης των άρθρων 68 επ. του Ν 4307/2014  η λειτουργία της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας αποτελεί πρωταρχικό σκοπό του ως άνω νόμου, ώστε μέσω αυτής να αποφευχθεί η απαξίωση της επιχείρησης του οφειλέτη νομικού προσώπου που έχει παύσει της πληρωμές του και να επιτευχθεί μέσω της μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης (ως συνόλου ή μερών) η συνέχιση της λειτουργίας αυτής με μεταβολή των φορέων της, με ταυτόχρονη ικανοποίηση των πιστωτών από το τίμημα της πώλησης του ενεργητικού. Περαιτέρω, κατ άρθρο 72 του ως άνω νόμου συνέπειες της εκδοθείσας και δημοσιευθείσας απόφασης που κάνει δεκτή την αίτηση υπαγωγής της επιχείρησης σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης είναι α) η παύση της συνολικής εξουσίας των καταστατικών οργάνων διοίκησης και διαχείρισης της επιχείρησης (νομικού προσώπου), ήτοι της γενικής συνέλευσης και του διοικητικού συμβουλίου, β) η άμεση – από τη δημοσίευση – ανάληψη καθηκόντων εκ μέρους του διορισθέντος διαχειριστή, στον οποίο περιέρχεται το σύνολο των εξουσιών διοίκησης της επιχείρησης του φορέα αυτής, νομικού προσώπου, με δημιουργούμενη κατάσταση όμοια με εκείνη της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης (πρβλ. για τα ισχύοντα στην ειδική εκκαθάριση, Σ. Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 143, 144), γ) η αυτοδίκαιη αναστολή όλων των ατομικών διώξεων κατά της επιχείρησης, καθ’ όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους ΦΚΑ, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του Ν 4174/2013 «κώδικα φορολογικής διαδικασίας». Αντίθετα, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισής, αλλά ακόμη και κατά τη διάρκεια αυτής (άρθρο 72 παρ. 2 και 3 Ν.4307/2014) ουδόλως επηρεάζονται τόσο οι απαιτήσεις όσο και οι εκκρεμείς συμβάσεις του υπό ειδική εκκαθάριση προσώπου.           Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από     14.11.2017/8.11.2017 και με αριθμ.εκθ.καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/../../2017 έφεση των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων κατά της 639/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία (έφεση) οι εκκαλούντες  προβάλλοντας άρνηση των αγωγικών ισχυρισμών της εφεσίβλητης-ενάγουσας ζητούν  να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, καθ ό μέρος, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα κατωτέρω,  δέχτηκε την ασκηθείσα εναντίον τους με αριθμ.εκθ.καταθ.ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/…../27.6.2014 αγωγή της τελευταίας,  εκδικασθείσας με την τακτική διαδικασία,  να γίνει νέα συζήτηση της υπόθεσης κατ’ ουσίαν, αφού κατά τη συζήτησή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν παραστάθηκαν  και λόγω της ερημοδικίας τους  θεωρήθηκαν ομολογημένοι εκ  μέρους τους οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφό της, όπως περιγράφηκε στο σκεπτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Η έφεση αυτή, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, αφού για το παραδεκτό της έχει  προκατατεθεί από τους εκκαλούντες  το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100)  ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο  495 του ΚΠολΔ,  πρέπει σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα  νομική σκέψη, υπό στοιχ.Ι,  να  γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή,  να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθ ό μέρος δέχτηκε την εναντίον τους ως άνω αγωγή και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα  528 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) να εξεταστεί η ως άνω  αγωγή της εφεσίβλητης-ενάγουσας,  ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, στο καθοριζόμενο από την έφεση πλαίσιο, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. σχετική αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση). Σημειωτέον ότι α) δεν τίθεται ζήτημα βιαίας διακοπής της δίκης, κατ άρθρο 286 περ.γ ΚΠολΔ, ως αιτείται η εφεσίβλητη, λόγω του ότι έχει τεθεί σε διαδικασία ειδικής διαχείρισης, κατά τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις του Ν.4307/2014, δυνάμει της προσκομιζόμενης και επικαλούμενης απ αυτήν με αριθμό 1883/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθότι, κατά εκτενώς αναφερόμενα στην υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, η ως άνω διαδικασία της ειδικής διαχείρισης είναι αφ ενός μεν παραπτωχευτική και όχι πτωχευτική διαδικασία, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής της περ.γ του 286 του ΚΠολΔ, που αυτή επικαλείται αφ ετέρου δε με την υπαγωγή της σ αυτή η εν λόγω επιχείρηση δεν παύει να λειτουργεί και υφίσταται, εκπροσωπούμενη  από την αναφερόμενη στις προτάσεις της διορισθείσα ως ειδική διαχειρίστριά της και β) απαραδέκτου της συζήτησης της προκείμενης εφέσεως, κατ άρθρο  72 παρ.1 του Ν.4307/2014 που αυτή επικαλείται, καθόσον, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισης ουδόλως επηρεάζονται οι απαιτήσεις του τεθέντος σ αυτήν οφειλέτη, εν προκειμένω της ενάγουσας-εφεσίβλητης, ως η ένδικη απαίτηση, αφού στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη-ενάγουσα  φέρεται  με την ένδικη αγωγή και την εκδοθείσα με αφορμή αυτή πρωτόδικη απόφαση, να διατηρεί απαίτηση κατά των εκκαλούντων-εναγόμενων, ανερχόμενης, κατά την πρωτόδικη απόφαση, στο ποσό των 112.957,35 ευρώ, και όχι οι τελευταίοι κατ αυτής, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής της επικαλούμενης από την τελευταία διάταξης του άρθρου 72 παρ.1 του Ν.4307/2014 που αφορά, κατά τα ανωτέρω,  την αυτοδίκαιη αναστολή, συνεπεία της θέσης της επιχείρησης σε ειδική διαχείριση, των ατομικών διώξεων κατ αυτής, περίπτωση που δε συντρέχει, κατά τα προαναφερόμενα, εν προκειμένω.      ΙΙΙ.  Κατά το άρ. 1 παρ, 2 του π.δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων» που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 85/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπα­ϊκών Κοινοτήτων, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών-μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) όπως τροποποιήθηκε με τα π.δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995 για την εφαρμογή των διατά­ξεων του π.δ. αυτού, «εμπορικός αντιπρόσωπος» είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε  να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται «αντιπροσωπευόμενος» την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε  να διαπραγ­ματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ` ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Η σχετική σύμβαση κα­ταρτίζεται εγγράφως (άρ. 8 παρ. Ια π.δ. 219/1991). Στην τυπική της μορφή ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν ενεργεί στο δικό του όνομα (όπως αντίθετα έτσι ενεργεί ο παραγγελιοδόχος βλ. άρ. 90 ΕμπΝ). Δεν αποκλείονται όμως ad hoc διαμορφώσεις της σχέσης, ώστε ο αντιπρόσωπος είτε να ενεργεί στο όνομά του (για λογαριασμό πάντως του αντιπροσωπευόμενου), είτε να μην συμβάλλεται καθόλου. Στην πρώτη περίπτωση θα πρόκειται για «παραγγελιοδοχικό αντιπρόσωπο», όπου ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεσμεύει την εμπορική του δραστηριότητα σε έναν ατομικά ορισμένο παραγγελέα, χωρίς όμως να υπάρχει άμεση αντιπροσωπεία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση θα πρόκειται απλώς για διαμεσολαβητική αντιπροσωπεία («μεσιτικός αντιπρόσωπος”), όπου ο αντιπρόσωπος αναζητεί και υποδεικνύει πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο, ο τελευταίος δε, είτε καταρτίζει ο ίδιος τη σύμβαση, είτε συναινεί ή εγκρίνει την κατάρτιση της σύμβασης από τον αντιπρόσωπο (βλ. Ευ. Περάκη, Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, έκδ. 2000, παρ. 76, αριθ. 12, σελ. 402, Ρούσσο, ΕΕμπΔ 1991, σελ. 603). Ως εκ τούτου στην «παραγγελιοδοχική αντιπροσωπεία» που στην ουσία αποτελεί είδος της παραγγελίας (άρ. 90 ΕμπΝ) ο αντιπρόσωπος δρα σε μόνιμη βάση στο όνομά του μεν αλλά για λογαριασμό συγκεκριμένου επιχειρη­ματία  (βλ. ΕφΑν Κρητ 70/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος). Εξ άλλου τα άρθρα 211 επ. ΑΚ ρυθμίζουν τη σχέση αντιπροσωπείας που έχει τη μορφή εκείνης που επικράτησε να χαρακτηρίζεται άμεση, ενώ η έμμεση αντιπροσωπεία, της οποίας χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη, σύμφωνα προς ρητή νομοθετική διάταξη (90 ΕμπΝ), του παραγγελιοδόχου, αποτελεί αντιπροσώπευση συμφερόντων.  Στην έμμεση αντιπροσώπευση ο αντιπρόσωπος επιχειρεί τη δικαιοπραξία στο όνομά του, για λογαριασμό του εντολέα του, ούτως ώστε να απαιτείται στη συνέχεια άλλη δικαιοπραξία μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου για να μεταβιβασθούν στον τελευταίο τα δικαιώματα που απέκτησε και τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος με την αρχική δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 914 και 719 ΑΚ προκύπτει ότι, αν ο εντολοδόχος σ` εκτέλεση της εντολής απέκτησε κινητό πράγμα, επομένως και χρήματα, σύμφωνα με τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως, δηλαδή στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του εντολέα, γίνεται κύριος αυτού και έχει απλώς ενοχική υποχρέωση να το μεταβιβάσει στον εντολέα, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 1034 ΑΚ. Επομένως, αν ο εντολοδόχος αρνηθεί να αποδώσει το κινητό αυτό πράγμα στον εντολέα και το κατακρατήσει, αθετεί απλώς την από το παραπάνω άρθρο σχετική ενοχική υποχρέωσή του προσβάλλοντας το αντίστοιχο ενοχικό δικαίωμα του εντολέα και δεν διαπράττει υπεξαίρεση και συνακόλουθα αδικοπραξία, κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου 914 ΑΚ (ΑΠ 1309/2016, ΑΠ 991/2010, ΑΠ 1865/2009, ΑΠ 1894/2008, ΑΠ 339/2005, ΑΠ 1591/1998, ΕφΠατρ 155/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14.4.2014 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/…./27.6.2014 αγωγή της στρεφόμενη κατά των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων,  στην οποία εξέθετε ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης εμπορικής συνεργασίας που συνήφθη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μεταξύ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία  «……….», της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι τυγχάνουν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες και δη ο πρώτος εξ αυτών, ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής  έως στις 10.1.2012 οι δε λοιποί για το μετέπειτα χρονικό διάστημα και δη  η τρίτη εξ αυτών, ως πρόεδρός της, ο  δε δεύτερος ως αντιπρόεδρος της εταιρίας, η τελευταία (ανώνυμη εταιρία) ανέλαβε να ενεργεί για λογαριασμό της ενάγουσας  ως παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος αυτής στους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Φθιώτιδας. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής η ως άνω ανώνυμη εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη δια των εναγόμενων-εκπροσώπων αυτής, ανέλαβε να ενεργεί στο όνομά της αλλά για λογαριασμό της ενάγουσας, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή, εισαγωγή και εμπορία πρώτων υλών και άλλων ειδών ζαχαροπλαστικής και μαγειρικής κλπ, πωλήσεις των προϊόντων της σε τρίτους, να εισπράττει (η εκπροσωπούμενη από τους εναγομένους εταιρία) το τίμημα της αξίας αυτών και να το παραδίδει στην τελευταία, αφού αφαιρέσει προηγουμένως το τίμημα της συμφωνηθείσας αμοιβής της. Κατά τους όρους δε της μεταξύ τους συνεργασίας η αμοιβή της εκπροσωπούμενης από τους εναγόμενους εταιρίας συμφωνήθηκε σε ποσοστό 7% επί των πωλήσεων για τα προϊόντα .. και … και 10% για τα λοιπά εμπορεύματα της ενάγουσας. Ότι είχε συμφωνηθεί  μεταξύ των εταιριών ότι το ποσό για τα πωληθέντα εμπορεύματα κάθε μήνα να αποδίδεται το αργότερο εντός μηνός από την παρέλευσή του και να καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό αμέσως μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής,  κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι η ως άνω παραγγελιοδοχική αντιπρόσωπος εταιρία, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2011 έως και τον μήνα Απρίλιο του 2012, όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα τα κάτωθι ανά μήνα ποσά, προερχόμενα από την πώληση των εμπορευμάτων της και δη: 1) για το μήνα Ιανουάριο 2011 το ποσό των 11.482,84 ευρώ 2) για το μήνα Φεβρουάριο 2011 το ποσό των 8.702,38 ευρώ 3) για το μήνα Απρίλιο 2011 το ποσό των 16.518,97 ευρώ 4)  για το μήνα Μάιο 2011, το ποσό των 18.596,98 ευρώ 7) για το μήνα Αύγουστο 2011, το ποσό των 6.509,08 ευρώ 8) για το μήνα Σεπτέμβριο 2011, το ποσό των 3.862,02 ευρώ 9) για το μήνα Οκτώβριο 2011, το ποσό των 8.778,02 ευρώ 10) για το μήνα Νοέμβριο 2011 το ποσό των 6.771,66 ευρώ 11) για το μήνα Δεκέμβριο 2011 το ποσό των 4.464,68 ευρώ 12) για το μήνα Ιανουάριο 2012 το ποσό των 1.330,23 ευρώ 13) για το μήνα Φεβρουάριο 2012 το ποσό των 2.617,94 ευρώ 14) για το μήνα Μάρτιο 2012 το ποσό των 403,97 ευρώ και 15) για το μήνα Απρίλιο 2012 το ποσό των 11.503,51 ευρώ, ενώ για το μήνα Μάρτιο 2011  προέκυψε πιστωτικό υπόλοιπο, υπέρ της εκπροσωπούμενης από τους εναγόμενους εταιρίας, ανερχόμενο στο ποσό των 3.967,77 ευρώ, ήτοι το συνολικά οφειλόμενο ποσό ανήλθε σε 123.858,76 ευρώ. Ότι έναντι της οφειλής αυτής η ως άνω ανώνυμη εταιρία της έχει αποδώσει το ποσό των 10.901,41 ευρώ και ως εκ τούτου το υπόλοιπο οφειλής της ανέρχεται στο ποσό των 112.957,35 ευρώ, το οποίο αρνείται να της το αποδώσει και ως εκ τούτου  υπεξαιρέθηκε από τους εναγόμενους, ενεργώντας υπό την παραπάνω αναφερόμενη ιδιότητά τους. Ότι λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγόμενων υπέστη ηθική βλάβη, καθόσον προσβλήθηκε η εμπορική της πίστη και η επαγγελματική της υπόληψη. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας 1)  να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 116.001,35 ευρώ, ήτοι 112.957,35 ευρώ ως θετική ζημία της νομιμοτόκως από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα για κάθε επιμέρους οφειλόμενο ανά μήνα ποσό, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, άλλως από την επίδοση της τελευταίας καθώς και 3.044 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση συνεπεία της ηθικής βλάβης που υπέστη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, από το οποίο ποσό 44 ευρώ επιφυλάσσεται να το αξιώσει από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα σε βάρος των εναγόμενων. Επικουρικά η ενάγουσα ζητούσε την καταβολή του ποσού των 112.957,35 ευρώ και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον οι εναγόμενοι κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας της και δίχως νόμιμη αιτία για το ποσό αυτό. Ζητούσε, επίσης, να διαταχθεί η προσωρινή εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγόμενων, λόγω της αδικοπραξίας διάρκειας έως 12 μήνες και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση,  δικάζοντας ερήμην των εναγόμενων, αφού απέρριψε την αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση, ήτοι αυτή του αδικαιολογήτου πλουτισμού ως μη νόμιμη, έκρινε αυτήν αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως προς το αίτημά της  περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ενώ, κατά τα λοιπά, έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, προς την κύρια, περί αδικοπραξίας,  βάση της, πλην του παρεπόμενου αίτηματός  της περί τοκοφορίας του αιτούμενου ποσού των 112.957,35 ευρώ από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα, κατά τα αναφερόμενα στην πρωτόδικη απόφαση.. Στη συνέχεια, με βάση το εκ της ερημοδικίας τεκμήριο ομολογίας της ένδικης αγωγής εκ μέρους των εναγόμενων (άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ), δέχτηκε αυτήν και κατ ουσίαν και υποχρέωσε εντεύθεν τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το  χρηματικό ποσό των 112.957,35 ευρώ, με το  νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, απήγγειλε δε και προσωπική κράτηση διάρκειας είκοσι ημερών σε βάρος των εναγομένων, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, καταδικάζοντάς τους και στα δικαστικά της  έξοδα.

Η ανωτέρω αγωγή, με το προεκτεθέν ιστορικό και αίτημα,  καθ’ ο μέρος αυτή έγινε δεκτή πρωτοδίκως σε βάρος των εναγόμενων, ήτοι ως προς την κύρια περί αδικοπραξίας βάση της, για την οποία παραπονούνται με την ένδικη έφεσή τους, αφού, ως προεκτέθηκε στην οικεία υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη, η υπόθεση ερευνάται στο πλαίσιο που καθορίζεται με την ένδικη έφεση,  είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη.  Και αυτό διότι με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή η εκπροσωπούμενη από τους εναγόμενους εταιρία «………» ενεργούσε εν προκειμένω ως παραγγελιοδοχική αντιπρόσωπος της ενάγουσας, ήτοι ως έμμεσος αντιπρόσωπός της και ως εκ τούτου η μη καταβολή απ αυτήν στην ενάγουσα εταιρία δια των εναγόμενων-εκπροσώπων της  του εισπραττόμενου απ αυτήν  αγωγικού ποσού των 112.957,35 ευρώ, που απέκτησε,  σύμφωνα με τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως, δηλαδή στο όνομά της αλλά για λογαριασμό της ενάγουσας-εντολέως της συνιστά μεν αθέτηση εκ μέρους της σχετικής ενοχικής υποχρέωσής της προσβάλλοντας το αντίστοιχο ενοχικό δικαίωμα της ενάγουσας-εντολέως της όχι, όμως,  υπεξαίρεση και συνακόλουθα αδικοπραξία, κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου 914 ΑΚ, τελεσθείσα δια των εναγόμενων-νομίμων εκπροσώπων της, ως ιστορείται στην αγωγή, διότι η κυριότητα των χρημάτων που προερχόταν από την πώληση των προϊόντων σε αγοραστές περιερχόνταν αυτοδικαίως στην «ιδίω ονόματι» συμβαλλόμενη με αυτούς-εκπροσωπούμενη από τους εναγόμενους εταιρία «……..» και όχι στην ενάγουσα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  (ενόψει του ότι οι εκκαλούντες-εναγόμενοι λόγω της ερημοδικίας τους δεν υποβλήθηκαν σε έξοδα στον πρώτο βαθμό) πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής,  ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που αυτοί  (εναγόμενοι) προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της εφέσεως τους,   πρέπει να διαταχθεί η   απόδοσή τους σε αυτούς (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν  την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 639/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθ ο μέρος έκανε δεκτή  την από 14.4.2014 και  με αριθμ.εκθ.καταθ.ΓΑΚ/ΕΑΚ/../…/27.6.2014 αγωγή της ενάγουσας ως προς την κύρια βάση της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την ως άνω  αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αγωγή, ως προς την  κύρια βάση της.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την   επιστροφή   του  με κωδ.πληρωμής ……  ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού  εκατό (100) ευρώ, στους καταθέσαντες εκκαλούντες.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά,  στις   21 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ