Έννοια και νομική φύση της σύμβασης χρονοναύλωσης. Αποτελεί είδος της stricto sensu ναυλώσεως του άρθρου 107 § 1 περ. α ΚΙΝΔ και διακρίνεται από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων του άρθρου 107 § περ. β ΚΙΝΔ, συνιστώντας ειδικά ρυθμισμένη σύμβαση έργου, αφού αποσκοπεί στην επίτευξη συγκεκριμένου μεταφορικού αποτελέσματος. Για το ορισμένο της αγωγής του εκναυλωτή προς καταβολή του συμβατικού ναύλου αρκεί η επίκληση της καταρτισθείσας σύμβασης, η αναφορά του συμφωνηθέντος ναύλου, η περιγραφή του μεταφορικού έργου που συμφωνήθηκε και η μνεία της εκτελέσεώς του προσηκόντως, χωρίς να προσαπαιτείται εξειδίκευση του τρόπου και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την προσήκουσα εκπλήρωση της συμβατικής παροχής του εκναυλωτή, η επάρκεια των οποίων μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο κατ’ ουσίαν. Πότε το χρέος του χρονοναυλωτή καθίσταται ληξιπρόθεσμο. Ο ισχυρισμός του ότι μετά το ληξιπρόθεσμο του παρασχέθηκε με συμφωνία νέα προθεσμία αποπληρωμής συνιστά γνήσια μη αυτοτελή αναβλητική ένσταση και για το ορισμένο της προβολής του απαιτείται να καθορίζεται το ύψος του ποσού που πιστώθηκε και ο ακριβής χρόνος εξοφλήσεώς του, ο οποίος πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι μεταγενέστερος του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, αφού άλλως το δικαίωμα του εκναυλωτή παραμένει ενεργό και η αξίωσή του δεν αναστέλλεται προσωρινά. Απορρίπτει την έφεση.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 364/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 16.2.2018 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../26.2.2018 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./30.3.2018), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 300/16.1.2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία επί της από 31.1.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../13.2.2017 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 22.2.2018 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.). Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.
ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ναυτική εταιρία, πλοιοκτήτρια του φορτηγού – οχηματαγωγού (Φ/Γ – Ο/Γ) πλοίου ανοικτού τύπου Α.Α., νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό ….., αναφέρθηκε στη σύμβαση που συνήψε με την εναγόμενη ναυτική ομοίως εταιρία, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να παραχωρήσει το πλοίο της στην αντίδικό της για το αναφερόμενο στην αγωγή περιορισμένο χρονικό διάστημα (από 11.4.2016 έως 19.6.2016), προκειμένου με αυτό να μεταφερθούν για λογαριασμό της εναγομένης ποσότητα τεσσάρων χιλιάδων (4.000) περίπου τόνων από τα πράγματα (οικοδομικά υλικά, μηχανήματα έργου και οχήματα) που η τελευταία είχε αναλάβει να μεταφέρει στη Νήσο Ερεικούσσα, με διαδοχικές φορτώσεις από το λιμάνι της Ελευσίνας και, κυρίως, της Πλαταριάς στη Θεσπρωτία και αντίστοιχες παραδόσεις στην Ερεικούσσα. Στη συνέχεια εξέθεσε ότι μεταξύ των συμβατικών όρων που αποτυπώθηκαν στο από 1.4.2016 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό της επίδικης ναυλώσεως, περιελήφθησαν και οι ειδικότερες συμφωνίες: α] περί καθορισμού των ημερομηνιών πραγματοποίησης εκάστης μεταφοράς από κοινού με βάση τις καιρικές συνθήκες, την ετοιμότητα του φορτίου και τα άλλα δρομολόγια του πλοίου, β] περί πραγματοποιήσεως της πρώτης φορτώσεως στο λιμένα της Ελευσίνας και των υπολοίπων στο λιμένα της Πλαταριάς, γ] περί προσδιορισμού των καθαρών (άνευ φόρου προστιθέμενης αξίας [ΦΠΑ]) ναύλων στο χρηματικό ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων ευρώ για την πρώτη μεταφορά και των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (4.800 €) για κάθε επόμενη (από Πλαταριά προς Ερεικούσσα με επιστροφή) και δ] περί διακανονισμού της αποπληρωμής εκάστου ναύλου με προκαταβολή από τη ναυλώτρια ποσοστού 30% της αξίας του με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό και καταβολή του υπολοίπου εντός μηνός από την έκδοση κάθε φορτωτικής ή τιμολογίου παροχής υπηρεσιών με επιταγή λήξεως τριάντα [30] ημέρες μετά από την έκδοση της φορτωτικής ή με τραπεζική κατάθεση, καθώς και ότι η ίδια εκπλήρωσε όλες τις συμβατικές υποχρεώσεις της και εκτέλεσε κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες είκοσι [20] δρομολόγια από και προς τους μνημονευόμενους λιμένες (Ελευσίνα, Πλαταριά, Ημερολιά και Ερεικούσσα), διατηρώντας καθ’ όλη τη συμβατική διάρκεια την αξιοπλοΐα του πλοίου της, πλήρως λειτουργικά τα μέσα εκφορτώσεως του φορτίου και σε άριστη κατάσταση τους χώρους εναπόθεσής του. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη περαιτέρω, πρώτον, ότι για τις υπηρεσίες που παρείχε εξέδωσε στο όνομα της εναγομένης τα με αριθμούς …/25.4.2016 και …./1.7.2016 τιμολόγια, με τα οποία την χρέωσε με εβδομήντα μια χιλιάδες εννιακόσια πενήντα πέντε ευρώ (71.955 €) και σαράντα έξι χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα δύο ευρώ (46.872 €), συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, αντίστοιχα και, δεύτερον, ότι η εναγομένη εκ της συνολικής οφειλής της, που ανήλθε σε εκατόν δεκαοκτώ χιλιάδες οκτακόσια είκοσι επτά ευρώ (118.827 €), έχει εξοφλήσει μέρος της μόνον ύψους σαράντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (43.500 €), ζήτησε η ενάγουσα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς να υποχρεώσει την αντίδικό της στην καταβολή του ανεξόφλητου υπόλοιπου, ύψους εβδομήντα πέντε χιλιάδων τριακοσίων είκοσι επτά ευρώ (75.327 €), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δηλαδή από την παρέλευση τριάντα μιας [31] ημερών από την έκδοση εκάστου των ανωτέρω τιμολογίου και μέχρι την εξόφληση άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής της. Η εναγόμενη δεν αμφισβήτησε πρωτοδίκως την ιστορική βάση της αγωγής, περιορίστηκε δε στην προβολή ισχυρισμών περί απαραδέκτου του δικογράφου της λόγω αοριστίας, περί συμφωνίας των διαδίκων για την παροχή στην εναγομένη οφειλέτρια προθεσμίας αποπληρωμής του χρέους της, το οποίο ως εκ τούτου δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο και περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και με την εκκαλουμένη τη δέχθηκε στο σύνολό της ως και ουσιαστικά βάσιμη, απορρίπτοντας ως αναπόδεικτο τον ουσιαστικό ισχυρισμό της εναγομένης, τον οποίο εκτίμησε ως αρνητικό της αγωγής και όχι ως ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, επειδή δε συνοδευόταν από αίτημα απορρίψεως για το λόγο αυτό της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεσή της η εναγόμενη και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί την εξαφάνισή της, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και τη συνολική απόρριψη της εναντίον της αγωγής.
ΙΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 107 ΚΙΝΔ, η χρονοναύλωση αποτελεί σύμβαση δυνάμει της οποίας ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, καλούμενος εκναυλωτής, θέτει έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρονικό διάστημα το πλοίο στη διάθεση του ναυλωτή εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, διατηρώντας ο ίδιος τη ναυτική διεύθυνσή του (τεχνική διαχείριση του πλοίου) και παρέχοντας συγχρόνως στο χρονοναυλωτή τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του κατά το συμφωνημένο χρόνο προς μεταφορά πραγμάτων μεταξύ ασφαλών λιμένων καθ’ υπόδειξη του τελευταίου, που διατηρεί την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 248, σελ. 139). Η παροχή πλοίου ικανού προς θαλασσοπλοΐα και κατάλληλου για τη διενέργεια της συμφωνημένης μεταφοράς (άρθρο 111 ΚΙΝΔ) αποτελεί την κύρια υποχρέωση του εκναυλωτή, που υπέχει και άλλες ειδικότερες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η διενέργεια της φορτώσεως και της στοιβασίας των προς μεταφορά πραγμάτων (άρθρο 112 περ. β ΚΙΝΔ), η διενέργεια του πλου με τήρηση της συμφωνημένης πορείας (άρθρο 126 ΚΙΝΔ), η διενέργεια της εκφόρτωσης και η παράδοση του φορτίου στον νομιμοποιούμενο παραλήπτη (άρθρα 127 περ. β και 130 ΚΙΝΔ), καθώς και, επί ολικής ναυλώσεως, η μη παραλαβή φορτίου από άλλους πλην του χρονοναυλωτή φορτωτές (άρθρο 115 εδαφ. α ΚΙΝΔ) και αν ακόμη το φορτίο του πρώτου δεν καταλαμβάνει ολόκληρο το χώρο του πλοίου (περί αυτών βλ. Π. Σαρλή, Η ναύλωσις εν στενή εννοία και η σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων, ΕΕμπΔ 1968/321 επομ. [327 – 328]). Αντιστοίχως, αντικείμενο της συμβατικής παροχής του χρονοναυλωτή αποτελεί η καταβολή του συμφωνημένου ανταλλάγματος, δηλαδή του ναύλου, ο οποίος συμφωνείται συνήθως με βάση τη συμβατική διάρκεια και τη χωρητικότητα του πλοίου και δεν επηρεάζεται από το είδος, το βάρος και τον όγκο του μεταφερόμενου φορτίου (Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η Προστασία των Ναυτικών Δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [467], Ι. Κοροτζής, Ο ναύλος, ΝοΒ 1986/1018 επομ. [1022]). Η χρονοναύλωση αποτελεί είδος της εν στενή εννοία ναυλώσεως και, όπως εκείνη, είναι σύμβαση άτυπη, αμφοτεροβαρής και ενοχική (ΑΠ 1963/2017, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Κατά τη νομική της φύση, από τον προσδιορισμό της οποίας εξαρτάται η συμπληρωματική εφαρμογή των αντιστοίχων διατάξεων του αστικού δικαίου (ΕφΠειρ. 300/2004, ΕΝαυτΔ 2004/126 = ΕΤρΑξΧρΔ 2006/161), η χρονοναύλωση, όπως και η stricto sensu ολική ναύλωση, κατά την οποία παραχωρείται ο χώρος του πλοίου και γίνεται χρήση των υπηρεσιών του πλοιάρχου και του πληρώματός του προς επίτευξη της δια θαλάσσης μεταφοράς πραγμάτων αλλά και η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων του άρθρου 107 § 1 περ. β ΚΙΝΔ, με την οποία σκοπείται η μεταφορά πραγμάτων με το πλοίο χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του χώρου εναπόθεσής τους (ΕφΠειρ. 340/2009, ΕΝαυτΔ 2009/412, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 333), αποτελεί ειδικά ρυθμισμένη στον ΚΙΝΔ σύμβαση έργου, επειδή με αυτήν επιδιώκεται συγκεκριμένο αποτέλεσμα, συνιστάμενο στη μεταφορά των πραγμάτων από το λιμένα φορτώσεως στον τόπο προορισμού (ΜονΕφΠειρ 662/2012, ΕΝαυτΔ 2012/413, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2007, § 117, σελ. 36, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 107, αρ. 1, σελ. 96, Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, σελ. 212, Ν. Δελούκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 169, σελ. 259, Αθ. Καρδαράς, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 681 – 702, αρ. 21, σελ. 590, Β. Κιάντος, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1975, τεύχος έκτο, σελ. 12, Π. Νίκου, Είδη ναύλωσης – Ναύλωση γυμνού σκάφους, χρονοναύλωση, ναύλωση κατά ταξίδι, σε ΕπισκΕΔ 2018/15 επομ. [20], βλ. και Δ. Μυλωνόπουλο, Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2012, σελ. 293 επομ., πρβλ ΕφΠειρ. 76/2008, ΕΝαυτΔ 2008/123, ΕφΠειρ. 882/2000, ΕΝαυτΔ 2001/122). Στη χρονοναύλωση πλοίου συμβαλλόμενοι είναι ο ναυλωτής – φορτωτής, που έχει θέση εργοδότη και ο θαλάσσιος μεταφορέας – εκναυλωτής που έχει θέση εργολάβου (ΕφΠειρ. 300/2004, ο.π.). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 § 2, 118 § 4 και 216 § 1 ΚΠολΔ το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα άλλα στοιχεία, πρέπει να περιέχει α] σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο … β] ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ] ορισμένο αίτημα. Η ελλιπής αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, της αοριστίας μη δυναμένης να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή από άλλο έγγραφο. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες του άρθρου 107 ΚΙΝΔ και των συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενων των άρθρων 681 και 694 εδαφ. α ΑΚ, κατά τις οποίες ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή κατά την παράδοση του έργου, συνάγεται ότι, κατά το υιοθετούμενο από τον έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ., Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 24 επομ. και Γ. Μητσόπουλου, Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, σε Δνη 1995/1 επομ.), για το ορισμένο της αγωγής του εργολάβου – εκναυλωτή, που ενάγει τον εργοδότη – χρονοναυλωτή για την καταβολή του ναύλου, απαιτείται αλλά και αρκεί η επίκληση της καταρτισθείσας σύμβασης χρονοναυλώσεως, η αναφορά του συμφωνηθέντος ναύλου, η περιγραφή του συμφωνηθέντος μεταφορικού έργου και η μνεία της εκτελέσεώς του ή της πραγματικής προσφοράς του στον εναγόμενο (για τα αντιστοίχως ισχύοντα στη σύμβαση έργου βλ. ΑΠ 5/2016, ΑΠ 837/2015, ΑΠ 672/2014, ΑΠ 119/2014, πρώτη δημοσίευση όλων σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 715/2012, ΝοΒ 2012/2399, ΑΠ 357/2012, ΝοΒ 2012/1792, ΑΠ 883/2011, ΑΠ 682/2010, ΤριμΕφΛαμ. 54/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής να απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, αφού η παράθεση των παραπάνω πραγματικών περιστατικών παρέχει στο μεν Δικαστήριο τη δυνατότητα να προσδιορίσει το αντικείμενο της δίκης, στο δε εναγόμενο την ευχέρεια να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα κατά της βασιμότητας της αγωγής από νομική και ουσιαστική άποψη.
Εν προκειμένω στην αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση περιελήφθησαν όλα τα αναγκαία κατά νόμο για τη δικανική της εκτίμηση και αξιολόγηση στοιχεία, αφού στο δικόγραφό της εκτέθηκε το μεταφορικό έργο που ανελήφθη με την κατάρτιση της επίμαχης χρονοναύλωσης (τα διαδοχικά δρομολόγια του πλοίου και οι αντίστοιχες μεταφορές πραγμάτων), η αμοιβή που συμφωνήθηκε (ο συμβατικός ναύλος ανά πλου) και ο συμφωνημένος χρόνος εξοφλήσεώς της (εν μέρει προκαταβλητέας και εν μέρει πιστωθείσας), καθώς και η προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας, χωρίς για την πληρότητα του δικογράφου της να ήταν αναγκαία η πρόσθετη αναφορά ούτε του είδους ή της ποσότητας των πραγμάτων που μεταφέρθηκαν με κάθε δρομολόγιο, όπως η εναγόμενη πρωτοδίκως ισχυρίστηκε, αφού αντικείμενο της παροχής της ενάγουσας ήταν η διάθεση αξιόπλοου πλοίου προς εκτέλεση μεταφορών οικοδομικών υλικών, μηχανημάτων έργου και οχημάτων από την Ελευσίνα και, κυρίως, την Πλαταριά προς την Ερεικούσσα συνολικού βάρους τεσσάρων χιλιάδων (4.000) τόνων περίπου και όχι η μεταφορά συγκεκριμένων ειδών και ποσοτήτων ανά δρομολόγιο ούτε, όπως η ναυλώτρια ήδη κατ’ έφεση υποστηρίζει, η εξειδίκευση των μέσων εκφορτώσεως του πλοίου που χρησιμοποιήθηκαν ή η μνεία του τρόπου στοιβασίας του φορτίου ή ο λόγος της προσεγγίσεως του πλοίου στο λιμένα της Ημερολιάς στην Κέρκυρα, καθόσον τα ανωτέρω αφορούν όχι στο παραδεκτό αλλά στην ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και έπρεπε, αν είχαν αμφισβητηθεί, να αποδειχθούν από την ενάγουσα, όπως, όμως, δε συνέβη εν προκειμένω, δεδομένου ότι η εναγόμενη δεν προέβαλε ισχυρισμό περί αναξιοπλοΐας του πλοίου ή μη παράδοσης στην Ερεικούσσα των πραγμάτων που φορτώθηκαν στην Ελευσίνα και στην Πλαταριά ή περί μεταφοράς φορτίων τρίτων φορτωτών εκτός των δικών της, αντιθέτως συνομολόγησε την επίδικη οφειλή της, όπως και την εκτέλεση των επιμέρους μεταφορών στα πλαίσια της ένδικης χρονοναυλώσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή ήταν πλήρως ορισμένη και απέρριψε τον περί του αντιθέτου αμυντικό ισχυρισμό της εναγόμενης, ορθώς έκρινε και ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίον η εκκαλούσα τον επαναφέρει προσάπτοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση μομφή για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 ΚΠολΔ και 107 ΚΙΝΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
- IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340 και 341 ΑΚ συνάγεται ότι ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος όταν καθυστερεί υπαίτια την εκπλήρωση της συμβατικής παροχής του, προϋπόθεση δε της υπερημερίας του είναι το ληξιπρόθεσμο της απαιτήσεως του δανειστή, που επέρχεται είτε δι’ οχλήσεώς του προς εκπλήρωση είτε με την παρέλευση της ορισμένης (δήλης) ημέρας εκπληρώσεως, αν τέτοια έχει συμφωνηθεί ρητά ή σιωπηρά. Ληξιπρόθεσμο (απαιτητό) είναι το χρέος, όταν η πληρωμή του μπορεί να εξαναγκαστεί χωρίς ο οφειλέτης να δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωσή του αντιτάσσοντας οποιαδήποτε αναβλητική ένσταση (ΟλΑΠ 20/2003, ΔΕΕ 2004/449 = ΕΕΔ 2004/429 = ΧρΙΔ 2004/41 = ΕΔΚΑ 2003/679, ΑΠ 1088/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 25, αρ. 4, σελ. 291, Στ. Κουμάνης, Η μη εκπλήρωση της ενοχικής σύμβασης κατά τον ΑΚ, ιδίως πριν από το ληξιπρόθεσμο, 2002, σελ. 64 και 106). Αντιθέτως, ο οφειλέτης νομίμως αρνείται την εκπλήρωση της χρηματικής οφειλής του, που πιστώθηκε μεν αλλά μετά τη λήξη της πίστωσης κατέστη απαιτητή, αν, έστω και μετά το ληξιπρόθεσμο, συμφώνησε με το δανειστή τη χορήγηση νέας προθεσμίας αποπληρωμής του χρέους του, η συνομολόγηση της οποίας αίρει την υπερημερία του (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 340, αρ. 19, σελ. 237), αφού μεταθέτει στο μέλλον το απαιτητό της παροχής του, συνιστώντας κατ’ ουσίαν παροχή νέας πίστωσης. Από τη συμφωνία αυτή παράγεται δικαίωμα του οφειλέτη να αρνηθεί προσωρινά, μέχρι τη λήξη της νέας πιστώσεως, την εξόφληση του χρέους του και, αν παρά τη σύναψή της εναχθεί προς εκπλήρωση, να αποκρούσει την αγωγή αντιτάσσοντας το περιεχόμενό της κατ’ ένσταση, η οποία έχει το χαρακτήρα γνήσιας αναβλητικής μη αυτοτελούς (Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Β, 1994, άρθρο 262, αρ. 4, σελ. 189, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, § 88, σελ. 237 – 239, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 23, σελ. 454 επομ., Ε. Ποδηματά, Δεδικασμένο – Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, ΙΙ, 2002, § 9, σελ. 210 επομ.), η δε παραδοχή της δεν καταλύει το αγωγικό δικαίωμα (Ν. Νίκας, ο.π., § 68, αρ. 4, σελ. 264) αλλά το αδρανοποιεί προσωρινά, με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 17, σελ. 1154) ή, αν η συμφωνία εμποδίζει μόνο τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως, ως απαράδεκτης λόγω πρόωρης ασκήσεώς της (Γ. Νικολόπουλος, Η Έννοια και η Λειτουργία της Ενστάσεως κατά το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1987, σελ. 84, κατά τον οποίον η ένσταση του μη ληξιπροθέσμου της απαιτήσεως, επειδή η αγωγή ασκήθηκε πριν την παρέλευση της χορηγηθείσας προθεσμίας αποπληρωμής, είναι καταχρηστική). Για να επιφέρει, όμως, δικαιοανασταλτικό αποτέλεσμα η συμφωνία αυτή πρέπει να καθορίζει το ύψος του ποσού που πιστώθηκε και τον ακριβή χρόνο εξοφλήσεώς του, ο οποίος πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι μεταγενέστερος του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, αφού στην αντίθετη περίπτωση η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης που ασκείται με αυτή δεν αναστέλλεται (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, ΙΙ, 2007, § 11, αρ. 56, σελ. 286, Αθ. Καρδαράς, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 694, αρ. 18, σελ. 661) και το αγωγικό δικαίωμα δεν αδρανοποιείται αλλά παραμένει πλήρως ενεργό (Ε. Ποδηματά, ο.π., Ι, 1995, σελ. 232). Έτσι, αν τα ανωτέρω δεν περιλαμβάνονται στη συμφωνία περί παροχής στον οφειλέτη νέας προθεσμίας αποπληρωμής του χρέους του ο ισχυρισμός του δεν είναι νόμιμος, αφού δεν αναστέλλεται το ληξιπρόθεσμο της απαιτήσεως του δανειστή, ενώ αν τα ίδια περιστατικά δεν εκτίθενται στο δικόγραφο των προτάσεων του εναγομένου προς απόκρουση της αγωγής, ο ίδιος ισχυρισμός του οφειλέτη είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (πρβλ ΑΠ 578/1971, ΝοΒ 1972/36).
Με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα και ως αβάσιμο απορριφθέντα ισχυρισμό της ότι δυνάμει προφορικής συμφωνίας της με την αντίδικό της είχε λάβει πίστωση για την τμηματική αποπληρωμή των ενδίκων τιμολογίων χωρίς να οριστεί δήλη ημέρα εξοφλήσεως, η οποία επρόκειτο να επακολουθήσει κατόπιν μεταγενέστερης συνεννόησης των διαδίκων. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως και ο λόγος της εφέσεως στα πλαίσια του οποίου προβάλλεται, είναι αόριστος και ως τέτοιος απορριπτέος, επειδή δεν εκτίθεται ότι καθορίστηκε χρόνος εξοφλήσεως της επίδικης οφειλής μεταγενέστερος της ασκήσεως της αγωγής.
- V. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 300/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ