Έφεση του ενάγοντος ναυτικού κατ’ αποφάσεως που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύθηκαν υποκειμενικά περισσότερες αγωγές του κατ’ ισαρίθμων πλοιοκτητών, με καθεμία από τις οποίες επιδιώχθηκε η ικανοποίηση περισσότερων, αντικειμενικώς σωρευόμενων, αξιώσεών του καθ’ εκάστου εναγομένου. Η πλειονότητα των αντικειμένων δίκης δημιουργεί και πλειονότητα κεφαλαίων. Λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, η αυτεπάγγελτη έρευνα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα των αγωγικών αιτημάτων, περιορίζεται, αν δεν υπάρξει αντίθετη προσβολή της εκκαλουμένης και για να μη χειροτερεύσει η θέση του εκκαλούντος, μόνον στα κεφάλαια εκάστης αγωγής που αποδικάστηκαν, αφού η έκταση της μεταβιβάσεως εξαρτάται από τους λόγους της έφεσης και έννομο συμφέρον στην προβολή τέτοιων ο εκκαλών διατηρεί μόνον ως προς τις απορριπτικές διατάξεις της εκκαλουμένης. Όταν τα αγωγικά αιτήματα συντίθενται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός τους επιχειρείται παραδεκτά μόνο εφόσον διευκρινίζεται σε ποιά κονδύλια αυτός αφορά ή όταν με σαφή δήλωση του ενάγοντος ο περιορισμός επέρχεται κατά κλάσμα ή κατά ποσοστό του όλου αιτήματος με αντίστοιχη ανάλογη (σύμμετρη) μείωση όλων των κονδυλίων. Σε κάθε άλλη περίπτωση η αγωγή καθίσταται εκ των υστέρων αόριστη. Αν παρά την επιγενόμενη αυτή αοριστία της η αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή και εκκαλεί ο ενάγων, το εφετείο εξαφανίζει αυτεπαγγέλτως την εκκαλουμένη ως προς τις απορριπτικές της διατάξεις, χωρίς να αρκεί αντικατάσταση των αιτιολογιών της, επειδή το παραγόμενο δεδικασμένο είναι διαφορετικής εμβέλειας από της πρωτοβάθμιας κρίσης αλλά και ευμενέστερο για τον εκκαλούντα, που μπορεί να επανέλθει με ορισμένη αγωγή. Έννοια αόριστων, αλυσιτελών και εν γένει απαράδεκτων λόγων εφέσεως. Απαράδεκτος ο λόγος που δεν αντιστοιχεί σε νομική ή πραγματική παραδοχή της εκκαλουμένης, που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος αλλά και όταν με το λόγο έφεσης επιχειρείται μεταβολή της βάσης της αγωγής στο δεύτερο βαθμό, όταν δηλαδή παραλλάσσουν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αγωγής και αλλοιώνεται το ιστορηθέν βιοτικό συμβάν στο σύνολό του. Δέχεται εν μέρει την έφεση, εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως προς τις απορριπτικές διατάξεις της επί των σωρευθεισών αγωγών, το καταψηφιστικό αίτημα των οποίων περιορίστηκε απαραδέκτως, απορρίπτει ως αόριστα τα αιτήματα των αγωγών αυτών, που πρωτοδίκως είχαν απορριφθεί ως αβάσιμα και απορρίπτει κατά τα λοιπά την έφεση, επειδή όλοι οι λόγοι της είναι απαράδεκτοι.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 365/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 27.10.2017 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../27.10.2017 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../31.1.2018), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 3747/3.8.2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 7.7.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../9.7.2015 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της, χωρίς ανάγκη κατάθεσης παραβόλου λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 § 4 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.
ΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 511, 520, 522 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με τη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και το εφετείο έχει ως προς την αγωγή την ίδια με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία, που εκτείνεται επί όλων των ζητημάτων για τα οποία και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση αυτεπάγγελτης έρευνας, όπως συμβαίνει με το παραδεκτό, το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα των αγωγικών αιτημάτων (ΑΠ 769/2017, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 356/2013, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Δεν έχει, όμως, εξουσία να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, αν η πρωτοβάθμια απόφαση δεν προσβλήθηκε και από τον αντίδικό του με αντίθετη αυτοτελή έφεση ή αντέφεση, εκτός, βέβαια, εάν προηγουμένως έχει εξαφανίσει κατά παραδοχή κάποιου λόγου της έφεσης την εκκαλουμένη και βρίσκεται στο στάδιο της αναδίκασης της υπόθεσης κατ’ ουσίαν (ΑΠ 940/1988, ΕΕΝ 1989/501). Επομένως, πριν την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης, το εφετείο μπορεί να απορρίψει ως αόριστη την αγωγή κατά το κεφάλαιό της που έχει μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό, εφόσον πρωτοδίκως απορρίφθηκε καθ’ ολοκληρία ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη, χωρίς μάλιστα ειδικό παράπονο, ακόμα δηλαδή και αν ο εκκαλών προσβάλλει την πρωτοβάθμια κρίση μόνον επί της ουσίας (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 806/2018, ΑΠ 1935/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 132). Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία το εκκληθέν κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης αφορά αίτημα της αγωγής που έγινε δεκτό κατά ένα μέρος του μόνον, ενώ κατά το υπόλοιπο απορρίφθηκε, ναι μεν στο δεύτερο βαθμό μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως (γι’ αυτό και κατά το μέρος του κατά το οποίο το ίδιο αγωγικό αίτημα έγινε δεκτό είναι επιτρεπτή η άσκηση αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο), όμως, το εφετείο μπορεί να το εξετάσει μόνο στο μέτρο κατά το οποίο πλήττεται με παραδεκτό λόγο έφεσης. Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση προβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στη διάταξη της εκκαλουμένης που είναι επωφελής για τον εκκαλούντα, δηλαδή στο μέρος του εκκληθέντος κεφαλαίου κατά το οποίο η αγωγή έγινε δεκτή. Οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι της έφεσης του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος θα αφορούν κατ’ ανάγκη τη βλαπτική γι’ αυτόν (απορριπτική) διάταξη της εκκαλουμένης, ως προς την οποία και μόνον διατηρεί αυτός έννομο συμφέρον προσβολής της με έφεση. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης, η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, καθώς αποκλείεται η αποδίκαση του μέρους του εκκληθέντος κεφαλαίου που επιδικάστηκε πρωτοδίκως, αν δεν ασκηθεί έφεση ή αντέφεση από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/1992, Δνη 1993/347 = ΕΕΝ 1993/148 = ΝοΒ 1993/694, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 113, αρ. 19, σελ. 201, Π. Κολοτούρος, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, Δ 1994/295 επομ. [307], Ευαγ. Ρίκος, Τα όρια της μεταβιβάσεως, Δνη 1985/181 επομ. [184 – 185], Αγ. Μπακόπουλος, Οι εξουσίες του εφετείου μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, Δνη 1989/264 επομ. [269]). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου το ίδιο ισχύει και όταν η εξαφάνιση της εκκαλουμένης δεν είναι απότοκος παραδοχής λόγου έφεσης αλλά αποτέλεσμα αυτεπάγγελτης διόρθωσης από το εφετείο των αμαρτημάτων του πρώτου βαθμού που εκφεύγουν της εξουσίας διαθέσεως των διαδίκων. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται η δυνατότητα περιορισμού εκ μέρους του ενάγοντος του αιτήματος της αγωγής, που συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφό της κατά το αίτημα που περιορίζεται, το οποίο θεωρείται ότι από την αρχή δεν υποβλήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς που έχει αχθεί στη δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνο εφόσον διευκρινίζεται σε ποιά κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος κατά κλάσμα ή κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη ανάλογη (σύμμετρη) μείωση όλων των κονδυλίων (ΟλΑΠ 30/2007, ΕφΑΔ 2008/331 = ΝοΒ 2007/2388, ΑΠ 1299/2018, ΧρΙΔ 2019/213, ΑΠ 1675/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1893/2013, ΕφΑΔ 2014/161 = ΝοΒ 2014/1147, Γ. Παναγιώτου, Ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής [χρονικά όρια – επιγενόμενη αοριστία], ΕΕΔ 2015/1117 επομ.). Επομένως, επί περισσοτέρων αγωγικών κονδυλίων, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα ούτε στη σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ούτε στο δικόγραφο των ενώπιον αυτού κατατιθέμενων προτάσεών του, σε ποιό ή ποιά ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της, διότι, εφόσον δεν διευκρινίζεται ποίων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται πλέον η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμιμες ή ουσιαστικά βάσιμες, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως να αποφασισθεί ποιές από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα (ΑΠ 25/2013, ΕφΑΔ 2013/442, ΑΠ 1314/ 2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 209/2015, Δικογραφία 2016/291, ΤριμΕφΑθ. 58/2012, ΕφΑΔ 2012/617, ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΜονΕφΠειρ. 8/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 2/2014, Δνη 2015/166). Η επιγενόμενη αυτή αοριστία της αγωγής ερευνάται αυτεπαγγέλτως κατά την έκκλητη δίκη (ΑΠ 971/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αν, παρά τον απαράδεκτο περιορισμό του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματός της σε εν μέρει αναγνωριστικό, έγινε αυτή κατά ένα μέρος δεκτή κατ’ ουσίαν, το εφετείο δύναται, αν μεν την πρωτοβάθμια απόφαση εκκαλεί ο εναγόμενος, να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, έστω και χωρίς αντίστοιχη, ειδική και συγκεκριμένη, αιτίαση, και πριν ακόμα γίνει δεκτός άλλος λόγος έφεσης (ΑΠ 1004/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001, Δνη 2001/925, ΑΠ 1216/1997, Δνη 1998/573 = ΕπιθΙΚΑ 1998/865). Αντιθέτως, αν εκκαλεί μόνον ο ενάγων παραπονούμενος για ουσιαστικό σφάλμα που οδήγησε στη μερική απόρριψη της αγωγής του, ναι μεν στο εφετείο μεταβιβάζεται καθένα από τα κεφάλαια που πλήττονται αδιαίρετα, δηλαδή και ως προς το μέρος τους που έγινε πρωτοδίκως δεκτό, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται μόνον ως προς τις απορριπτικές της διατάξεις, προκειμένου να απορριφθεί κατά τα αντίστοιχα κεφάλαιά της η αγωγή ως αόριστη, χωρίς να αρκεί η αντικατάσταση των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλουμένης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), καθόσον το εκ της τέτοιας απορρίψεως παραγόμενο δεδικασμένο είναι διαφορετικής εμβέλειας από της πρωτοβάθμιας κρίσης αλλά και ευμενέστερο για τον εκκαλούντα, που μπορεί να επανέλθει με ορισμένη αγωγή, ενώ δεν θίγεται αυτή (εκκαλουμένη) κατά το μέρος της με το οποίο η αγωγή έγινε δεκτή, αφού έτσι θα καθίστατο δυσμενέστερη η θέση του εκκαλούντος χωρίς αντίθετη έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου (ΕφΑθ. 1356/2004, Δνη 2005/180, ΕφΑθ. 600/1997, Δνη 1997/1919 = ΕΔΠ 1998/47, ΕφΘεσ. 440/1999, Αρμ. 1999/1101, μειοψΕφΑθ. 2220/1992, Αρμ. 1993/153, Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2004/265 επομ. [292], Κ. Μακρίδου, Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 52). Άλλωστε, η έλλειψη αντίθετης προσβολής της εκκαλουμένης επιφέρει την τελεσιδικία της πρωτοβάθμιας κρίσης κατά το μέρος της που δέχθηκε την αγωγή και παράγει δεδικασμένο που καλύπτει και το νομικό σφάλμα της (Αγ. Μπακόπουλος, ο.π., σελ. 271).
ΙΙΙ. Εν προκειμένω, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίστηκε ότι καθ’ εκάστης των εναγομένων εταιριών, πλοιοκτήτριας του αντίστοιχου αναφερόμενου ρυμουλκού (Ρ/Κ) πλοίου, σε καθένα των οποίων απασχολήθηκε έναντι κλειστού μισθού και σύμφωνα με τους όρους της οικείας συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) κατά τα μνημονευόμενα χρονικά διαστήματα, διατηρούσε περιουσιακές αξιώσεις προερχόμενες από τις συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που συνήψε με τον κοινό νόμιμο εκπρόσωπό τους και απορρέουσες από διάφορες αιτίες (δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής και των αργιών, αποζημίωση για μη χορηγηθείσες ημέρες αναπαύσεως εκτός πλοίου, αποζημίωση άδειας και αποζημίωση για την παροχή εργασίας κατά τις αργίες), ανερχόμενες δε συνολικά α] σε εβδομήντα επτά χιλιάδες εκατόν πενήντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (77.156,37 €) από την απασχόλησή του στο υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ πλοίο Α1 με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …. [στο εξής Ρ/Κ Α1], που ανήκε στην πλοιοκτησία της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……», β] σε πέντε χιλιάδες εξακόσια τριάντα ένα ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (5.631,57 €) από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στο υπό ομοίως ελληνική σημαία Ρ/Λ πλοίο με το ίδιο όνομα (Α2) με αριθμό νηολογίου Πειραιώς [στο εξής Ρ/Κ Α2], που ανήκε στην πλοιοκτησία της δεύτερης εναγομένης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………» και γ] σε τριάντα εννέα χιλιάδες διακόσια τριάντα δύο ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (39.232,99 €) από τη ναυτική εργασία του στο ομώνυμο (Α3) Ρ/Κ υπό ελληνική σημαία πλοίο με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …. [στο εξής Ρ/Κ Α3], που ανήκε στην πλοιοκτησία της τρίτης εναγομένης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………». Επικαλούμενος δε περαιτέρω ότι μέρος των απαιτήσεών του αυτών είχε ήδη πριν την έναρξη της αντιδικίας εξοφληθεί με καταβολή χρηματικού ποσού ύψους τριάντα χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ευρώ (30.770 €), χιλίων ευρώ (1.000 €) και δεκαέξι χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (16.300 €), από κάθε εναγόμενη αντίστοιχα, που καταλόγισε σε συγκεκριμένα από τα αξιούμενα κονδύλια των δεδουλευμένων αποδοχών του (βασικός μισθός, ειδικά επιδόματα και επίδομα Κυριακών), ζήτησε ακολούθως με την αγωγή του να υποχρεωθούν αυτές να του καταβάλουν νομιμοτόκως από κάθε απόλυσή του άλλως από την επίδοσή της το χρηματικό ποσό α] η πρώτη των σαράντα έξι χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (46.386,37 €), β] η δεύτερη των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ενός ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (4.631,57 €) και γ] η τρίτη των είκοσι δύο χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δύο ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (22.932,99 €), ενώ με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, περιόρισε το αρχικώς εξολοκλήρου καταψηφιστικό παρ’ εκάστης των εναγομένων αίτημά του σε εν μέρει αναγνωριστικό και ζήτησε να υποχρεωθούν οι πρώτη και η τρίτη από αυτές να του καταβάλουν είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €) εκ του συνόλου των εναντίον τους απαιτήσεών του, του δε υπολοίπου της παρ’ εκάστης εναγομένης απαιτήσεώς του να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της προς καταβολή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και, αφού την ερεύνησε κατ’ ουσίαν, την έκανε κατά ένα μέρος δεκτή υποχρεώνοντας σε καταβολή α] χιλίων εννιακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (1.939,22 €) την πρώτη εναγόμενη, β] τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και ένδεκα λεπτών (444,11 €) τη δεύτερη και γ] διακοσίων ενός ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (201,77 €) την τρίτη των εναγομένων και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της πρώτης και της τρίτης από αυτές να καταβάλουν στον ενάγοντα δύο χιλιάδες πεντακόσια πενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (2.558,44 €) και είκοσι εννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (29,59 €) αντιστοίχως, με το νόμιμο τόκο από 28.1.2014, 29.6.2013 και 3.7.2014 αντίστοιχα. Στην απόφαση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εναντιώνεται ήδη με την κρινόμενη έφεσή του ο εκκαλών και ζητεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
- IV. Από όσα προαναφέρθηκαν είναι προφανές ότι στο αγωγικό δικόγραφο ο ενάγων σώρευσε υποκειμενικά περισσότερες (τρεις [3] τον αριθμό) αγωγές κατ’ ισαρίθμων εναγομένων, με καθεμία από τις οποίες επιδίωξε την ικανοποίηση περισσότερων, κατά παραδεκτή (άρθρο 218 § 1 ΚΠολΔ) αντικειμενική σώρευσή τους, απαιτήσεών του καθ’ εκάστης εναγομένης που πήγαζαν από παρόμοιες νομικές αιτίες και ήταν συναφείς μεταξύ τους, αφού απέρρεαν από την αυτή κατά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ιστορική αιτία, δηλαδή την εργασιακή απασχόλησή του στα πλοία των εναγομένων υπό τους αυτούς νομικούς όρους και παραπλήσιες πραγματικές συνθήκες. Κάθε απαίτηση του ενάγοντος συνιστά αυτοτελή αίτηση παροχής έννομης προστασίας και εισάγει ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 270/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η πλειονότητα των οποίων δημιουργεί κατά νομική αναγκαιότητα και πλειονότητα κεφαλαίων. Επομένως, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος κάθε αγωγής, που επιχειρήθηκε, έπρεπε να πραγματοποιηθεί ανά ξεχωριστό κεφάλαιό της. Όμως, ο ενάγων με τον τρόπο που προαναφέρθηκε περιόρισε το εναντίον εκάστης των πρώτης και δεύτερης εναγομένης αίτημά του κατά ένα μέρος και αφού διατήρησε τον καταψηφιστικό χαρακτήρα του για χρηματικό ποσό έως το όριο της υλικής αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, για το οποίο δεν είχε νόμιμη υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, μετέτρεψε το πέραν αυτού σε έντοκο αναγνωριστικό. Από τη δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο και από τις πρωτόδικες προτάσεις του δεν συνάγεται, όμως, ότι περιορίστηκαν ανάλογα τα επιμέρους κεφάλαια εκάστης αντίστοιχης αγωγής κατά ποσοστό ή κλάσμα του συνολικού αιτήματός της, δεδομένου ότι καθόλου δεν διευκρινίστηκε ποιών αξιώσεων από αυτές που προαναφέρθηκαν ζητήθηκε η αναγνώριση και ποιών η καταψήφιση, με αποτέλεσμα να καταστεί η καθεμία από τις ανωτέρω δύο [2] σωρευόμενες αγωγές αόριστη, αφού και αν ακόμα κάθε απαίτηση του ενάγοντος κρινόταν νόμιμη και βάσιμη, η επιδίκαση ή η αναγνώρισή τους θα ήταν αυθαίρετη, όπως και πράγματι συνέβη στην κρινόμενη περίπτωση, κατά την οποία η εκκαλουμένη χωρίς σχετικό αγωγικό αίτημα προέβη σε καταψήφιση και αναγνώριση των δεκτών γενομένων κονδυλίων εκάστης αγωγής συμμέτρως. Έτσι, που ενήργησε, όμως, έσφαλε, ενώ κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 § 1 ΚΠολΔ έπρεπε να απορρίψει τις σωρευθείσες στο ίδιο δικόγραφο αγωγές κατά της πρώτης και της τρίτης των εναγομένων ως αόριστες. Της επιγενόμενης αυτής αοριστίας τους επιλαμβάνεται το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, έστω και χωρίς αντίστοιχο ειδικό λόγο έφεσης εκ μέρους του εκκαλούντος και πριν από τη διαπίστωση άλλου σφάλματος της εκκαλουμένης λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, που μεταβίβασε την υπόθεση ενώπιόν του καθ’ όλα τα κεφάλαια που απορρίφθηκαν αδιαιρέτως, δηλαδή και κατά το μέρος τους ως προς το οποίο οι απαιτήσεις του ενάγοντος επιδικάστηκαν. Σύμφωνα δε με όσα προαναφέρθηκαν, ως προς τις απορριπτικές της διατάξεις η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, προκειμένου να απορριφθεί κατά τα αντίστοιχα κεφάλαιά της ως αόριστη η αγωγή που στράφηκε εναντίον της πρώτης και της τρίτης εναγομένης, χωρίς να αρκεί η αντικατάσταση των σχετικών αιτιολογιών της εκκαλουμένης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και χωρίς να χειροτερεύει η δικονομική θέση του εκκαλούντος, η οποία, αντιθέτως, βελτιώνεται. Το ίδιο, όμως, δε μπορεί να συμβεί ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες έγινε κατά ένα μέρος δεκτή καθεμία από τις αγωγές αυτές, δεδομένου ότι η αντίστοιχη εναγόμενη (ήδη εφεσίβλητη) δεν έχει προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς τις διατάξεις της αυτές. Αντιθέτως, με τις κατατεθείσες στο Δικαστήριο τούτο προτάσεις της υποστηρίζει ότι ορθά το Πρωτοδικείο επιδίκασε στον ενάγοντα όσα επιδίκασε, αφού «με τον τρόπο αυτό “διορθώθηκαν” λογιστικά σφάλματα που είχαν παρεισφρήσει στους δικούς [της] υπολογισμούς». Επομένως, ελλείψει αντίθετης προσβολής της, η εκκαλουμένη δεν θα θιγεί κατά το μέρος της με το οποίο εκάστη των ανωτέρω αγωγή έγινε δεκτή, αφού το αντίθετο θα ήταν επιβλαβέστερο για τον εκκαλούντα και, επιπλέον, θα προσέβαλε το δεδικασμένο που παρήχθη από την, έστω εσφαλμένη, πλην τελεσίδικη πλέον, πρωτοβάθμια κρίση.
- V. Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, § 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Τα σφάλματα του δικαστηρίου εντοπίζονται σε οποιοδήποτε στάδιο του δικανικού συλλογισμού (Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 1998/749 επομ. [751]) και ανάγονται είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου είτε σε δικονομικές παραβάσεις που εμφιλοχώρησαν κατά τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της εκκαλουμένης είτε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 19/2018, ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1003/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 169, Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279). Εξάλλου, οι λόγοι της έφεσης πρέπει να εκθέτουν σαφώς τις πλημμέλειες που αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους (ΑΠ 1168/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 305/2001, Δνη 2001/1318 = ΔΕΝ 2001/1232 = ΕΕΔ 2002/1108, ΑΠ 1129/1995, Δνη 1997/591, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Περαιτέρω, από το άρθρο 520 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ.). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτο απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν αντιστοιχεί σε νομική ή πραγματική παραδοχή της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη (ανύπαρκτη) παραδοχή δεν άσκησε επιρροή στη διαμόρφωση του δυσμενούς για τον εκκαλούντα διατακτικού της εκκαλουμένης. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216). Τέλος, ως απαράδεκτος απορρίπτεται και εκείνος ο λόγος έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών επιχειρεί (ανεπίτρεπτη κατ’ άρθρο 526 ΚΠολΔ) μεταβολή της βάσης της αγωγής στο δεύτερο βαθμό, όταν δηλαδή κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του ιδίου Κώδικα αρχής της τήρησης προδικασίας, παραλλάσσει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στήριξε το αγωγικό αίτημά του με την προσθήκη άλλων που αντικαθιστούν τα πρωτοδίκως προταθέντα και αλλοιώνουν το ιστορούμενο βιοτικό συμβάν στο σύνολό του (ΟλΑΠ 2/1994, Δνη 1994/352 = ΑρχΝ 1994/300 = ΕΕΝ 1994/379, ΑΠ 962/2012, ΕΠολΔ 2013/424 = ΧρηΔικ 2012/454, ΑΠ 389/2010, ΕΠολΔ 2010/426 = ΕΕμπΔ 2010/918 = ΝοΒ 2011/337 = Αρμ. 2011/1171, ΑΠ 918/2007, ΧρΙΔ 2008/31, ΕφΘεσ. 729/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Άνθιμος, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 98 επομ., Σ. Σαμουήλ, ο.π., σελ. 233).
- VI. Εν προκειμένω, ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την αγωγή του, κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον της δεύτερης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του Ρ/Κ Α2, ολικής χωρητικότητας διακοσίων εβδομήντα τριών κόρων (273 κ.ο.χ.), ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ενός ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (4.631,57 €), το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, όφειλε σ’ αυτόν για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, για αποζημίωση λόγω μη χορηγήσεως χρόνου αναπαύσεως εκτός πλοίου και για αποζημίωση άδειας, όπως ειδικότερα κάθε επιμέρους αξίωση εκτέθηκε στην αγωγή, δηλαδή προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεών του, που παρήχθησαν λόγω της απασχολήσεώς του στο πιο πάνω πλοίο με την ειδικότητα του τρίτου [Γ΄] μηχανικού κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2013 έως και 28.6.2013, οπότε αυτό, κατά τους ισχυρισμούς του, εκτελούσε πλόες από την παράλια περιοχή του αερολιμένα Θεσσαλονίκης προς το λιμένα της Γρίτσας στο Λιτόχωρο Πιερίας με επιστροφή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αποναυτολογήσεώς του (29.6.2013) άλλως από την επίδοση της αγωγής. Προς θεμελίωση των αξιώσεών του αυτών ο ενάγων επικαλέστηκε ειδικότερα ότι στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η εκκίνηση της μηχανής, οι επιθεωρήσεις της και η παροχή συνδρομής στους ναύτες κατά τον απόπλου και τον κατάπλου, ως και κατά την πρόσδεση και απόδεση της φορτηγίδας που το Ρ/Κ Α ρυμουλκούσε και ότι η εργασία του εκτεινόταν χρονικά επί δεκαεξάωρο ημερησίως, του Σαββάτου και της Κυριακής συμπεριλαμβανομένων και, συγκεκριμένα, από τις 06:00 έως τις 22:00, όσο δηλαδή διαρκούσε το δρομολόγιο προς Γρίτσα, η αναμονή επικειμένης φορτώσεως της φορτηγίδας και ο πλους της επιστροφής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερευνώντας την αγωγή κατ’ ουσίαν διαπίστωσε ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο Ρ/Κ Α2 το πλοίο αυτό παρέμενε στο ναυπηγείο «….» στο Πέραμα Αττικής για την εκτέλεση εργασιών επισκευής και συντήρησής του, επικειμένης τότε της ετήσιας επιθεώρησής του, καθώς και ότι ο ενάγων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ουδέποτε απασχολήθηκε Σάββατο ή Κυριακή ούτε πέραν του οκταώρου ημερησίως κατά τις καθημερινές ημέρες και για το λόγο αυτό με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το μέρος της με το οποίο ζητήθηκε αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, αμοιβή για εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και των εορτών και αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες ανάπαυσης εκτός του πλοίου, κρίνοντας ότι στον ενάγοντα οφείλονταν μόνο οι προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ αποδοχές και συγκεκριμένα α] χίλια εννιακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτά (1.964,75 €) για εργασία ενός μηνός, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 ΚΙΝΔ, β] εκατόν ενενήντα έξι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτά (196,48 €) για ειδικά επιδόματα της ΣΣΝΕ (τροφοδοσίας και εξειδικευμένης εργασίας), γ] διακόσια πενήντα εννέα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (259,35 €) για επίδομα Κυριακής σε ποσοστό 22% του βασικού μισθού για δεκαοκτώ [18] ημέρες και δ] τετρακόσια δεκατέσσερα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (414,96 €) για επίδομα εορτών και αποζημίωση άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΣΣΝΕ. Τα ποσά αυτά που επιδικάστηκαν, πλην του τελευταίου που υπολειπόταν κατά τι, ταυτίζονταν με εκείνα που ο ενάγων είχε με την αγωγή του υπολογίσει. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλόγισε στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (2.835,54 €) τις ήδη καταβληθείσες στον ενάγοντα εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης μικτές αποδοχές του, ύψους δύο χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (2.391,43 €) και υποχρέωσε την οφειλέτρια να του καταβάλει το χρηματικό ποσό της προκύπτουσας διαφοράς των τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και ένδεκα λεπτών (444,11 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αποναυτολογήσεώς του.
VII. Με την ένδικη έφεσή του ο ενάγων ζητεί μεν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και κατά το μέρος της με το οποίο αποδικάστηκαν οι παραπάνω απαιτήσεις του δεν επικαλείται, όμως, κανένα παραδεκτό λόγο που να δικαιολογεί το αίτημά του. Πράγματι, από τους σαράντα τέσσερις [44] τον αριθμό λόγους της έφεσής του (η πληθώρα των οποίων οφείλεται στο ότι με τους περισσότερους επιχειρείται κατάτμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και προσβολή εκάστης περικοπής τους ως αναληθούς), ουδείς πλήττει τις διαπιστώσεις της εκκαλουμένης που επιστήριξαν το εν μέρει απορριπτικό διατακτικό της όσον αφορά τη δεύτερη εναγόμενη και, συγκεκριμένα, την παραδοχή της ότι κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2013 έως 28.6.2013 το Ρ/Κ Α2 δεν εκτελούσε πλόες, όπως ο ενάγων είχε με την αγωγή του υποστηρίξει αλλά παρέμενε επισκευαζόμενο σε ναυπηγείο. Και μόνο με τους τριακοστό όγδοο και τριακοστό ένατο λόγους της έφεσής του, που όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια είναι και γι’ άλλο λόγο απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, παραδέχεται την αλήθεια, ότι δηλαδή «…με το ρυμουλκό (νηολ. Α2) κάναμε επισκευή στη δεξαμενή ενώ δρομολόγια κάναμε με τα άλλα δύο ρυμουλκά». Αν υποτεθεί, όμως, ότι οι αποδικασθείσες πρωτοδίκως αξιώσεις του από την εργασία του στο πλοίο αυτό επιχειρείται πλέον να θεμελιωθούν στην υπερωριακή απασχόλησή του κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του εν λόγω χρονικού διαστήματος, πρόκειται για απαράδεκτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού το ιστορικό συμβάν επί του οποίου αυτές εδράστηκαν πρωτοδίκως (εργασία κατά τους πλόες) παραλλάσσει ουσιωδώς (επισκευαστικές του πλοίου εργασίες στο ναυπηγείο) και αλλοιώνεται ανεπίτρεπτα. Αλλά και των λοιπών λόγων της έφεσης Α] είτε παρέλκει η έρευνα, επειδή πλήττουν παραδοχές της εκκαλουμένης που αφορούν σε περιστατικά επί των οποίων στηρίζονται οι αξιώσεις του ενάγοντος κατά των λοιπών εναγομένων, όπως συμβαίνει με τον πρώτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών διαμαρτύρεται επειδή η εκκαλουμένη, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της, δεν έλαβε κατ’ ουσίαν υπόψη της, αφού δεν τις αξιολόγησε όπως ο ίδιος θα επιθυμούσε, τις ένορκες ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις των μαρτύρων αποδείξεως …….και …….., οι οποίοι, όμως, αναφέρθηκαν μόνο στα περιστατικά που σχετίζονται με την παροχή της εργασίας του ενάγοντος στα Ρ/Κ Α1 και Α3, με τους τέταρτο, πέμπτο, έβδομο, δέκατο έβδομο, δέκατο ένατο και εικοστό ένατο λόγους της έφεσης, με τους οποίους γίνεται αναφορά στη διάρκεια των δρομολογίων που εκτελέστηκαν με τα ίδια αυτά ρυμουλκά, με τον τριακοστό πέμπτο που αναφέρεται στο είδος των εργασιών που πραγματοποιούσε ο ενάγων εν πλω, με τον περί των ωρών εργασίας του κατά τις Κυριακές δωδέκατο, με τον εικοστό έβδομο, που σχετίζεται με τον αριθμό των απασχολούμενων ναυτικών κατά τους πλόες των ως άνω δύο [2] ρυμουλκών και με τους έκτο, όγδοο, δέκατο όγδοο, εικοστό δεύτερο, εικοστό τρίτο, εικοστό τέταρτο, εικοστό όγδοο, τριακοστό, τριακοστό πρώτο και τριακοστό δεύτερο λόγους, που αναφέρονται στην κατά τις νυκτερινές ώρες παραμονή των ιδίων πλοίων σε ναύδετο στην παράλια περιοχή του αεροδρομίου ή στο λιμένα της Θεσσαλονίκης και στη διαμονή κατά τις ώρες αυτές του ενάγοντος εντός ή εκτός εκάστου πλοίου Β] είτε επιβάλλεται η απόρριψή τους ή 1] λόγω της ασάφειάς τους ως προς τη μομφή που προσάπτουν στην εκκαλουμένη, όπως συμβαίνει με τους ακατανόητους δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο και εικοστό λόγους ή 2] ως αλυσιτελών, όπως συμβαίνει με τους τριακοστό έκτο έως και τεσσαρακοστό τέταρτο λόγους της έφεσης, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη, επειδή αξιολόγησε εσφαλμένα την ένορκη κατάθεση του ……….., υιού του νομίμου εκπροσώπου των εναγομένων εταιριών και εκ των νομίμων και αυτός εκπροσώπων τους, ο οποίος εξετάστηκε πράγματι στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του, όμως, η κατάθεσή του δεν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο εκείνο, το οποίο δε στήριξε επ’ αυτής το αποδεικτικό του πόρισμα, με αποτέλεσμα οι απορριπτόμενοι λόγοι έφεσης να στηρίζονται σε αναληθή προϋπόθεση, όπως συμβαίνει 3] και με τους ποικίλου περιεχομένου δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, εικοστό πέμπτο και εικοστό έκτο λόγους της έφεσης, που δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές παραδοχές της εκκαλουμένης, με αποτέλεσμα και αληθείς υποτιθέμενοι να μη δύνανται να επιφέρουν την εξαφάνισή της, αφού δεν άσκησαν επίδραση στο διατακτικό της ή 4] ως απαράδεκτων, όπως συμβαίνει με τους εκτός του αντικειμένου της δίκης κείμενους λόγους εφέσεως, που αναφέρονται σε περιστατικά (ηλικία των πιο πάνω δύο [2] ρυμουλκών: ένατος και τριακοστός τέταρτος λόγοι και ανάγκη συμμετοχής του ενάγοντος σε επισκευαστικές εργασίες που εκτελούνταν επ’ αυτών από εξωτερικά συνεργεία: δέκατος, ενδέκατος, εικοστός πρώτος και τριακοστός τρίτος λόγοι) που δι’ αυτών φέρονται ως αληθή και κατά τον εκκαλούντα θα έπρεπε να είχαν γίνει δεκτά, δεν επιστήριζαν, όμως, στην πραγματικότητα κανένα αγωγικό αίτημα Γ] είτε ως νομικά αβάσιμων, όπως συμβαίνει με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλουμένη, επειδή για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης έλαβε υπόψη την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα ανταποδείξεως …….., πλοιάρχου κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα των Ρ/Κ Α1 και Α3, αν και αυτός ήταν εξαιρετέος επειδή «μπορεί να είχε όφελος από την έκβαση της δίκης» και, για τον λόγο αυτό, είχε υποβάλει στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετική ένσταση από το άρθρο 400 αρ. 3 ΚΠολΔ με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε. Οι λόγοι αυτοί δεν ευρίσκουν νόμιμο έρεισμα, δεδομένου ότι κατά το χρόνο λήψεως της καταθέσεως του εν λόγω μάρτυρα είχε ισχύ, κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου που συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 21 εδαφ. β ΕισΝΚΠολΔ (ΑΠ 1045/1974, ΝοΒ 1975/622, Κ, Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Στ. Κουσούλης], Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2000, Εισαγωγικός Νόμος, άρθρο 21, αρ. 3, σελ. 2057), κατά την οποία «διαδικαστικές πράξεις απόδειξης που έγιναν κατά τις διατάξεις του δικαίου που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται κατά το δίκαιο αυτό», ο Ν. 4335/2015, ακόμα και επί ενδίκων βοηθημάτων που ασκήθηκαν πριν την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του (πρβλ ΑΠ 515/2017, ΑΠ 772/2017, ΑΠ 915/2003, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με τον οποίο (§ 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 αυτού) καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ, που όριζε ότι δεν εξετάζονται, αν κληθούν ως μάρτυρες, πρόσωπα που έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης (για την έννοια της οποίας βλ. ΑΠ 1301/2000, Δνη 2002/424, ΜονΕφΠειρ. 191/2015, ΜονΕφΑθ. 5673/2015, ΕφΑθ. 3879/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70, ΕφΑθ. 3242/1986, Δνη 1986/958, Στ. Πανταζόπουλο, Η εμμάρτυρη αποδεικτική διαδικασία, 1995, σελ. 81), με αποτέλεσμα στην κατηγορία των εξαιρετέων μαρτύρων να μην συγκαταλέγονται πλέον τα πρόσωπα που έχουν συμφέρον από τη δίκη, τα οποία πλέον εξετάζονται μεν ως μάρτυρες για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αγωγής εκδικαζόμενης και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ωστόσο η κατάθεση τους σταθμίζεται από το δικαστήριο της ουσίας ως προς την αξιοπιστία της (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, Κεφάλαιο ΙΖ, αρ. 32 – 33, σελ. 482, Ε. Μπαλογιάννη, σε Π. Κατσιρούμπα, Ενστάσεις στην Πολιτική Δίκη, 2018, [20], αρ. 12, σελ. 458).
VIII. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση κατά το μέρος της που στρέφεται εναντίον της δεύτερης εφεσίβλητης να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των δικαιοδοτικών βαθμών να συμψηφιστούν ολικώς μεταξύ τους λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρα 176, 178 § 1 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3747/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη μόνον ως προς τις απορριπτικές διατάξεις της που αφορούν τις σωρευθείσες στο αγωγικό δικόγραφο αγωγές κατά της πρώτης και της τρίτης από τις εναγόμενες ναυτικές εταιρίες.
Κρατεί και δικάζει ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαιά τους τις αγωγές αυτές.
Απορρίπτει κατά τα αυτά ως άνω κεφάλαιά τους τις ίδιες αγωγές ως αόριστες.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την έφεση.
Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Ιουνίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ