Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 350/2019

Αριθμός  350/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 26.6.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./27.6.2016) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγομένης – εκκαλούσας, κατά της υπ΄αριθ. 559/22.2.2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή την αγωγή των εναγόντων – εφεσιβλήτων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς οι διάδικοι δεν προσκομίζουν, ούτε, άλλωστε, επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, (518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, εφόσον για το παραδεκτό της άσκησής της κατατέθηκε  το προσήκον παράβολο, όπως προκύπτει από τα υπ΄αριθ. ………/2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……../2016 παράβολα Δημοσίου. Με την από 23.6.2014, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../25.6.2014) αγωγή τους, οι  ……, εξέθεταν τα ακόλουθα : Ότι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 20%, ο 1ος, και από 7,5% καθένας από τους 2η, 3η, και 4ος εξ αυτών, του αναλυτικά περιγραφομένου στην αγωγή ακινήτου – οικοπέδου μετά της επ΄αυτού πολυόροφης οικοδομής, στην οποία στεγάζεται εξαώροφο ξενοδοχείο με δύο υπόγεια, ισόγειο και δώμα, με εστιατόρια και σνακ μπάρ, ευρισκόμενο στο Ν. Φάληρο Αττικής, ενώ κατά το υπόλοιπο, εκ 57,5% ποσοστό εξ αδιαιρέτου, συγκυρία είναι η εναγομένη εταιρία, η οποία και το εκμεταλλεύεται.  Ότι, μετά τον καθορισμό του τρόπου διοίκησης του κοινού ακινήτου από το Δικαστήριο, η εναγομένη εταιρία, ως έχουσα την πλειοψηφία των μερίδων της κοινωνίας, έλαβε, σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, απόφαση περί συνέχισης της εκμετάλλευσης  του ακινήτου από την ίδια, έναντι ανταλλάγματος καταβλητέου προς τους ενάγοντες συνολικά ανερχομένου στο ποσό των 5.100 €, την απόφαση δε αυτή κοινοποίησε στους ενάγοντες και εφάρμοσε έκτοτε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Αυτής της απόφασης ζητούσαν οι ενάγοντες την αναγνώριση της ακυρότητας, διότι υφίστατο δικαστική απόφαση η οποία καθόριζε τον τρόπο χρήσης του κοινού, ως άνω ακινήτου, την οποία δεν μπορούσε να υπερβεί η απόφαση της πλειοψηφίας,  ούτε να προσμετρηθεί τα ποσοστό της για το σχηματισμό πλειοψηφίας, καθώς η ληφθείσα απόφαση αφορούσε την ίδια και δεν είναι ο προσήκων και αρμόζων στο κοινό ακίνητο, κατά δε την επικουρική βάση της αγωγής, ζητούσαν να καθοριστεί το ύψος του καταβλητέου σε αυτούς ανταλλάγματος χρήσης, στο ποσό των 8.500 €, κατανεμητέου κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας σε καθέναν από αυτούς, από την 1.1.2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την ακυρότητα της κρίσιμης, από 27.10.2013 απόφασης του ΔΣ της εναγομένης και επέβαλε εναντίον της και τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη, με την κρινόμενη έφεσή της για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί όπως, δεκτής γενομένης της έφεσής της, εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, επί τω τέλει όπως απορριφθεί η αγωγή των εφεσιβλήτων και καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.  Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και η γνωμοδότηση και οι προσκομιζόμενες φωτοτυπικές φωτογραφικές απεικονίσεις, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι είναι συγκύριοι με ποσοστά εξ αδιαιρέτου, 20% ο 1ος ενάγων, 7,5% η 2η ενάγουσα, 7,5% η 3η ενάγουσα, 7,5% ο 4ος ενάγων και 57,5% η εναγομένη, ενός οικοπέδου μετά του επ΄ αυτού πολυωρόφου κτηρίου – ξενοδοχείου με την ονομασία ……., αποτελούμενου από υπόγεια, ισόγειο, ημιώροφο, έξι υπέρ το ισόγειο ορόφους και δώμα, ευρισκομένου στο Ν. Φάληρο Αττικής και επί της οδού ….. αρ. ….. Οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι κατά τα ανωτέρω ποσοστά, δυνάμει του υπ΄αριθ. …../27.1.1997 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένου. Η δε εναγομένη κατέστη συγκυρία ποσοστού 57,5% εξ αδιαιρέτου και δη,  ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ΄αριθ. …./31.1.1996 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… και στη συνέχεια, επιπλέον ποσοστού 7,5% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ΄ αριθ. …../20.12.2013 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως, αμφοτέρων, μεταγεγραμμένων. Αρχικά, δυνάμει του από 12.12.1995 μισθωτηρίου, η εναγομένη είχε μισθώσει το επίδικο ακίνητο από τους τότε συγκυρίους, …. και . …., για να το χρησιμοποιήσει ως ξενοδοχείο. Η μίσθωση αυτή έληξε την 1.5.2012, (βλ. υπ΄αριθ. 721/2010 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς), η δε εναγομένη αποβλήθηκε βιαίως από τη χρήση του 50% εξ αδιαιρέτου (για το υπόλοιπο 50%, είχε καταστεί κυρία ως ανωτέρω, η δε μίσθωση είχε αποσβεστεί κατά το ποσοστό αυτό λόγω συγχύσεως), στις 14.5.2012, (βλ. υπ΄αριθ. …./14.5.2012 έκθεση βιαίας αποβολής του Δικαστικού Επιμελητή Πειραιώς, …..). Δυνάμει της υπ΄αριθ. 3452/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (Διαδικασίας Ασφαλιστικών Μέτρων), που δίκασε επί αιτήσεως της εναγομένης, (με ποσοστό 50%)  και επί προφορικής ανταίτησης των εναγόντων και του . …………, (με ποσοστό συνολικά 50%, ήτοι 20% ο . …………. και 7,5% καθένας από τους 2η, 3η και 4ο των εναγόντων και 7,5% ο ……), ρυθμίστηκε προσωρινά η χρήση του κοινού και αποδόθηκε στην εναγομένη για να το χρησιμοποιεί ως ξενοδοχείο, έναντι μηνιαίου ανταλλάγματος, καταβαλλομένου στους ενάγοντες και στον  …………, για τη χρήση των ιδανικών μεριδίων τους, ανερχομένου στο συνολικό ποσό των 10.000 € και καταβαλλομένου  σε καθέναν από τους ενάγοντες και τον . …………, κατά την αναλογία των ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστών τους. Στο πλαίσιο της αντιδικίας αυτής, οι ενάγοντες και ο …….., είχαν ασκήσει την υπ΄αριθ. κατάθ. …./18.5.2012 αγωγή τους, η δε εναγομένη είχε ασκήσει την υπ΄αριθ. ……/10.4.2012 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από τις οποίες παραιτήθηκαν δυνάμει των υπ΄ αριθ. 158/2013 και 88/2014 πρακτικών του ως άνω Δικαστηρίου. Ετσι, ως προς τη χρήση του ανωτέρω ακινήτου, το μεν δεν εκδόθηκε άλλη δικαστική απόφαση, πλην της ως άνω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, το δε, κατά το χρόνο εκείνο, η διάταξη του άρθρου 693 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν έθετε ανώτατο χρονικό όριο  άσκησης τακτικής αγωγής, ώστε με την παρέλευσή της να αίρεται η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, ούτε ο εκδώσας την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής είχε θέσει προθεσμία στους διαδίκους για την άσκηση τακτικής αγωγής για την κύρια υπόθεση, για την οποία εν πάσει περιπτώσει, οι διάδικοι άσκησαν κύριες αγωγές και κατόπιν παραιτήθηκαν, ως ανωτέρω.  Η μεταγενέστερη παραίτηση όμως, δεν επέφερε αυτοδικαίως και την άρση του διαταχθέντος με την ως άνω απόφαση ασφαλιστικού μέτρου, ούτε προκύπτει ανάκληση αυτού δυνάμει νέας απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, λόγω τυχόν έλλειψης του νομικού ερείσματος για τη συνέχιση ύπαρξης αυτού. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 693 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε τότε, (όπως είχε αντικατασταθεί δυνάμει του άρθρου 49 του ν. 3994/2011, , ΦΕΚ Α 165, που ίσχυε από 25.7.2011), «Αν το ασφαλιστικό μέτρο έχει διαταχθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, ο δικαστής που το διατάσσει, μπορεί να ορίσει, κατά την κρίση του, προθεσμία για την άσκησή της, όχι όμως μικρότερη από τριάντα (30) ημέρες. 2. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία που έχει οριστεί κατά την παράγραφο 1, αίρεται αυτοδικαίως, το ασφαλιστικό μέτρο, εκτός αν ο αιτών, μέσα στην προθεσμία αυτή, πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής, Υποβολή νέας αίτησης δεν αποκλείεται». Με το παραπάνω άρθρο είχε τροποποιηθεί το άρθρο 693 ΚΠολΔ και είχε διατυπωθεί στη μορφή που είχε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 4 Ε παράγραφος 1 του ν. 3388/2005. Ο δικαιοπολιτικός λόγος της τροποποίησης υπαγορευόταν από την ανάγκη επιτάχυνσης της πολιτικής δίκης μέσω της μείωσης των, κατ΄επιταγή του νόμου, ασκηθεισών αγωγών. Η υποχρεωτική άσκηση αγωγών παρέμεινε αμετάβλητη μόνο για τις από μακρού αξιολογηθείσες ως ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις των άρθρων 715 παρ. 5, 727 και 729 παρ. 5 ΚΠολΔ. Οι διατάξεις του άρθρου 693 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το ν. 3388/2005, είχαν λειτουργήσει επί μακρώ (από το 1971) και ήταν γνωστές στο νομικό κόσμο. Ο κίνδυνος διαιώνισης αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων ελλείψει διατάξεως του δικαστηρίου περί ασκήσεως αγωγής, σταθμίστηκε ως λίαν περιορισμένος σε σχέση με την ανάγκη επιτάχυνσης. Ακόμη και στην περίπτωση που δεν είχε διαταχθεί άσκηση αγωγής εντός ορισμένης προθεσμίας, ο ηττηθείς διάδικος διέθετε παραδεδεγμένους τρόπους αντιμετώπισης του κινδύνου αυτού, λ.χ. άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, ανάκληση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων επί τη βάσει μεταβολής των συνθηκών ή και άνευ αυτής ένα είχε ασκηθεί αρνητική αναγνωριστική αγωγή, (βλ. Εισηγητική ΄Εκθεση στο ν. 3994/2011, κάτω από το άρθρο 49). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα, είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την υπ΄αριθ. κατάθ. …../2012 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία συνεκδικάστηκε με την προφορικά στο ακροατήριο ασκηθείσα ανταίτηση των καθ΄ων η αίτηση – ανταιτούντων, και ήδη εφεσιβλήτων και του . …………, επικαλούμενη ασυμφωνία με τους καθ΄ων για τη χρήση του ξενοδοχείου, ώστε να της αποδοθεί η αποκλειστική χρήση και εκμετάλλευση αυτού έναντι ευλόγου ανταλλάγματος 7.500 € μηνιαίως. Οι δε ανταιτούντες, ζητούσαν για τους ίδιους λόγους, τη συνεκμετάλλευση του ξενοδοχείου, άλλως επικουρικώς και στην περίπτωση που η εκμετάλλευση αποδοθεί στην αιτούσα να τους καταβάλλεται μηνιαίο αντάλλαγμα 12.000 € μηνιαίως. Επ΄αυτών, (μετά την έκδοση προσωρινής διαταγής), εξεδόθη η υπ΄αριθ. 3452/18.10.2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας ρυθμίστηκε προσωρινά η χρήση του προαναφερθέντος ξενοδοχείου, αποδιδομένης της χρήσης και εκμετάλλευσης αυτού στην εκκαλούσα, έναντι μηνιαίως καταβαλλομένου ανταλλάγματος ποσού 10.000 €, για τη χρήση των ιδανικών μεριδίων των καθ΄ων από την αιτούσα (επί του 50%).  Οι τότε καθ΄ων – ανταιτούντες άσκησαν, μεταγενέστερα, την υπ΄αριθ. ……/2012 τακτική αγωγή για τον καθορισμό της χρήσης του ξενοδοχείου, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκαν με την ως άνω έκθεση παραίτησης, χωρίς ποτέ ν΄ασκηθεί άλλη αγωγή. Επίσης μεταγενέστερα ασκήθηκε η από 9.4.2012, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/10.4.2012) αγωγή της εκκαλούσας, από την οποία παραιτήθηκε με την ως άνω έκθεση παραίτησης. Συνεπώς, η υπ΄αριθ. 3452/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων συνέχισε να ισχύει και ν΄αποτελεί την αναπλήρωση της απόφασης όλων των κοινωνών για τη διοίκηση του κοινού και όχι απλώς για τη χρήση του από έναν κοινωνό, (εν προκειμένω την εκκαλούσα), υπερτερώντας τυχόν μεταγενέστερης απόφασης πλειοψηφίας, (ΑΠ 51/1980, ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον, ότι η εκκαλούσα δεν ζήτησε την ανάκληση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, κατ΄άρθρ. 696 ΚΠολΔ, ούτε μετά την απόκτηση από αυτήν του επιπλέον ποσοστού 7,5%, δυνάμει του ως άνω …./2013 συμβολαίου αγοράς, αν και ομολογεί στις προτάσεις της παρούσας δίκης ότι με την αύξηση των μερίδων συγκυριότητάς της επί του κοινού, μεταβλήθηκαν οι συνθήκες με βάση τις οποίες διατάχθηκε το ανωτέρω ασφαλιστικό μέτρο και συνεπώς θα μπορούσε να ζητήσει την ανάκληση αυτής, αλλά, ακόμη και στην περίπτωση που, όπως ισχυρίζεται, η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων δεν εξαρτάται από την ύπαρξη προθεσμίας προς άσκηση κύριας αγωγής, (πράγμα που δεν ισχύει στην προκειμένη υπόθεση αφού το ασφαλιστικό μέτρο διατάχθηκε πριν από την άσκηση κύριας αγωγής), ούτε και με βάση τη διάταξη του άρθρου 698 παρ. 2 ΚΠολΔ, μετά την παραίτηση από την κύρια αγωγή των εφεσιβλήτων και του . ………… αλλά και από τη δική της αγωγή, ως άνω. Εν όψει των ανωτέρω, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η ανωτέρω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ήταν ισχυρή και η από 27.12.2013 απόφαση του ΔΣ της εκκαλούσας ως πλειοψηφούσας συγκοινωνού ελήφθη ακύρως καθώς δεν μπορούσε να καταλύσει την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αλλά χρειαζόταν η ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου και συνεπώς, ο 2ος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι κακώς η εκκαλουμένη έκρινε ότι η ως άνω από 27.12.2003 απόφαση ήταν άκυρη, διότι μετά την έκδοση απόφασης για τον τρόπο διοίκησης του κοινού η βούληση της πλειοψηφίας των κοινωνών δεν δύναται να εκδηλωθεί εγκύρως, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι ο τρόπος καθορισμού της διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού ακινήτου δεν μπορούσε έγκυρα να πραγματοποιηθεί με την απόφαση της εκκαλούσας ως πλειοψηφούσας κοινωνού λόγω της ύπαρξης της ισχυρής ακόμη απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (4ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι, κατά την κρατούσα θέση της νομολογίας, η προσφυγή στο δικαστήριο από την πλειοψηφία είναι απαράδεκτη και θα έπρεπε η εκκαλουμένη να κρίνει επί του ποσού του ανταλλάγματος, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η εκκαλούσα, μπορούσε όπως προαναφέρθηκε να ζητήσει την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων από τη χρονική στιγμή που μεταβλήθηκαν οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκε αυτή αφού κατέστη πλειοψηφούσα κοινωνός, πράγμα που δεν έκανε, με αποτέλεσμα   η ρύθμιση της διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού ακινήτου να εξακολουθεί να βασίζεται στην ανωτέρω απόφαση. Εξάλλου, η λήψη κάθε μέτρου που επιβάλλεται από τη φύση και τον προορισμό του κοινού αντικειμένου και από την αντικειμενική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών, ορίζουν την έννοια της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού, όπως μεταξύ άλλων, η συγκομιδή και είσπραξη των φυσικών και πολιτικών καρπών, (Γεωργιάδης Σταθόπουλος ΕρμΑΚ, κάτω από το άρθρο 789, σημ. 0 επ.), η σύμβαση με έναν κοινωνό, όπως της εντολής για διαχείριση από έναν κοινωνό. Επίσης, σχετικά με τη λήψη απόφασης και κατάρτισης σύμβασης από τον πλειοψηφούντα κοινωνό, γίνεται δεκτό από τη θεωρία ότι επιβάλλεται η αναλογική εφαρμογή των άρθρων 98 και 235 ΑΚ, σύμφωνα με τις επιταγές των γενικών ρητρών των άρθρων 200, 281 και 288 ΑΚ, (Δεληγιάννης, Κοινωνία δικαιώματος, 2002, σελ. 157 επ., ενώ για την εφαρμογή του άρθρου 98 ΑΚ διαφωνεί ο Θ. Σκούρας, στην ΕρμΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, κάτω από το άρθρο 789, σημ. 24). Τούτο σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος κοινωνός δεν έχει δικαίωμα ψήφου όταν πρόκειται ν΄αποφασιστεί η κατάρτιση δικαιοπραξίας με αυτόν ως τρίτο. Η δε διάταξη του άρθρου 235 ΑΚ, εφαρμόζεται και σ΄αυτήν την περίπτωση, δεδομένου ότι πρόκειται και για εξωτερικές σχέσεις των κοινωνών και η πλειοψηφία ενέχει και εξουσία αντιπροσώπευσης, ο κοινωνός της πλειοψηφίας στερείται του δικαιώματος ψήφου, καθώς δεν μπορεί να παραβλεφθεί η σύγκρουση συμφερόντων, (Γεωργιάδης Σταθόπουλος ΕρμΑΚ, κάτω από το άρθρο 789, σημ. 24). Περαιτέρω, ο  τρόπος τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο, μπορεί να καθοριστεί με απόφαση της πλειοψηφίας, που υπολογίζεται με βάση το μέγεθος των μερίδων. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση κάθε κοινωνού αφορά μόνο τη μερίδα του, η δε πλειοψηφία σχηματίζεται από το άθροισμα των επί μέρους μερίδων. Συνεπώς, αν η απόφαση των κοινωνών για την εκμετάλλευση του κοινού δεν επιδρά, ούτε επηρεάζει την τύχη της μερίδας κάποιου από αυτούς, η τελευταία δεν συνυπολογίζεται για το σχηματισμό της πλειοψηφίας. Τούτο συμβαίνει όταν η χρήση του κοινού παραχωρείται σε έναν από τους κοινωνούς, κατόπιν  σύμβασης μίσθωσης, εντολής, χρησιδανείου, κλπ., οπότε η μερίδα του, εφόσον δεν επηρεάζεται από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προσμετράται στο σχηματισμό της, (ΑΠ 212/2003, ΝΟΜΟΣ). Από το περιεχόμενο της ως άνω από 27.12.2013 απόφασης του ΔΣ της εκκαλούσας, που κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους στις 30.12.2013 και παρατίθεται αυτούσιο στην κρινόμενη αγωγή, αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα, ευθύς μόλις κατέστη συγκυρία επιπλέον ποσοστού 7,5%, (εξ αγοράς από τον Ευστάθιο …………, δυνάμει του υπ΄αριθ. …./20.12.2013 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, νομίμως μεταγεγραμμένου) και έτσι  κατέστη συγκυρία συνολικά κατά ποσοστό 57,5%, δήλωσε στους εφεσίβλητους ότι, α) ως έχουσα την πλειοψηφία των μερίδων της κοινωνίας «…δικαιούται να αποφασίζει για τη διοίκηση και χρησιμοποίηση του κοινού ακινήτου κατά τον πλέον συμφερότερο για όλους τους κοινωνούς τρόπο…»,  β) ότι με την από 27.12.2013 απόφαση του ΔΣ αυτής αποφάσισε τη συνέχιση της εκμετάλλευσης του ξενοδοχείου από την ίδια και γ) ότι το καταβαλλόμενο αντάλλαγμα θα ανέρχεται του λοιπού στο ποσό των 5.100 €, συμπεριλαμβανομένου και του χαρτοσήμου, θεωρουμένου ότι η  μισθωτική αξία του ξενοδοχείου ανέρχεται στο ποσό των 12.000 €.  Από το περιεχόμενο της ανωτέρω δήλωσης, καθίσταται προφανές ότι α) η εκκαλούσα δεν αναφέρθηκε σε «ιδιόχρηση» του ξενοδοχείου, όπως ισχυρίζεται, (για την οποία άλλωστε, δεν απαιτείται  πλειοψηφία, εφόσον δεν εμποδίζεται η χρήση από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ΄άρθρ. 787 ΑΚ), αλλά ρητά αναφέρθηκε στη διοίκηση του κοινού ακινήτου «κατά το συμφερότερο στους κοινωνούς τρόπο», ανεξαρτήτως εάν κατά περιεχόμενο η ίδια η εκκαλούσα ως έχουσα την πλειοψηφία και αντιπροσωπεύοντας έτσι και τους λοιπούς κοινωνούς της μειοψηφίας, συμμετέχει και δικαιοπρακτεί η ίδια για τον εαυτό της, καταρτίζοντας στην ουσία αυτοσύμβαση (ΑΚ 235)  για την από αυτήν εκμετάλλευση και χρήση του ξενοδοχείου, δημιουργώντας σύγκρουση συμφερόντων των κοινωνών, με περαιτέρω συνέπεια την έλλειψη νομιμότητας της απόφασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, (Γεωργιάδης Σταθόπουλος ΕρμΑΚ, κάτω από το άρθρο 789 ΑΚ, σημ. 24, 32, σελ. 171, 172) και β) ότι η συνέχιση της εκμετάλλευσης από την ίδια, στα πλαίσια της ως άνω απόφασής της ως πλειοψηφούσας μεριδούχου, θα λάβει χώρα,  καταβάλλοντας αντάλλαγμα στους εφεσιβλήτους – λοιπούς μεριδούχους, το ποσό των 5.100 € μηνιαίως, χωρίς να αναφέρεται σε απόδοση του οφέλους ή των ωφελημάτων στους λοιπούς κοινωνούς, όπως θα γινόταν εάν αποφάσιζε τη χρήση του κοινού ακινήτου στα πλαίσια του άρθρου 787 ΑΚ, οπότε θα επρόκειτο για εσωτερική πράξη μεταξύ των συγκοινωνών, (υπό την προϋπόθεση, ότι δεν προϋπήρχε απόφαση ρυθμίζουσα τον τρόπο διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού). Τέλος, η εκκαλούσα δεν αναφέρεται καθόλου στην ως άνω υπ΄αριθ. 3452/2012 απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, και δεν εξηγεί γιατί θεωρεί την ως άνω απόφαση ως μη ισχύουσα, ενώ δεν έχει ανακληθεί, ή μεταρρυθμιστεί μετά από αίτηση, έστω και αν γνωστοποιεί ότι έχει καταστεί η πλειοψηφούσα μεριδούχος. Επίσης, στην ως άνω απόφαση η εκκαλούσα  ρητά αναφέρεται στον τρόπο διοίκησης του κοινού, (διαχείριση για το συμφέρον όλων των κοινωνών, βλ. Γεωργιάδης Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ, κάτω από το άρθρο 788, σημ. 4), και όχι στον τρόπο χρήσης του κοινού, που να αποβλέπει στην απόλαυσή του αποκλειστικά από την ίδια, (Γεωργιάδης Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ, κάτω από το άρθρο 788, σημ. 5),  αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασής της, αφού θέτει η ίδια ως προϋπόθεση «…τον συμφερότερο για όλους τους κοινωνούς τρόπο…».  Με βάση τ΄ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι η μερίδα της εκκαλούσας δεν λαμβάνεται υπ΄όψιν για το σχηματισμό της πλειοψηφίας για την ανωτέρω από 27.12.2013 απόφαση, καθώς αυτή (εκκαλούσα) δεν επηρεάζεται από τη σχετική απόφαση, δεδομένου ότι συμμετέχει και δικαιοπρακτεί για τον εαυτό της, επομένως δεν υφίσταται νόμιμη απόφαση για τον καθορισμό της χρήσης του κοινού ακινήτου, (στα πλαίσια τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης αυτού), δεν έσφαλε και ο σχετικός (1ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη υπολαμβάνει ότι καταρτίστηκε σύμβαση με αυτήν (εκκαλούσα), πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 Α.Κ.: “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (πρβλ. Ολ Α.Π. 16/2006, 17/1995, 62/1990, Α.Π. 1871/2014, 1504/2013, 1623/2012, 91/2011, 1130/2011, 1521/2009, 279/2008, 298/2008). Περαιτέρω, εάν η ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ασκούμενο δικαίωμα, τα περιστατικά αυτά, προς το κατά τα άρθρα 262, 269 και 527 ΚΠολΔ αντίστοιχο δικαίωμα του εναγομένου, αποτελούν, κάθε ένα εξ αυτών, κεχωρισμένα «πράγματα», υπό την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ. Συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λάβει υπ΄όψιν του και να συνεκτιμήσει όλα τα περιστατικά τα οποία έχει προβάλλει ο εναγόμενος προς θεμελίωση της προαναφερθείσας ένστασης, τα οποία ομού συντρέχοντα, δύνανται να προσδώσουν καταχρηστικό χαρακτήρα στην άσκηση του δικαιώματος. Αυτό δεν συμβαίνει, όταν το Δικαστήριο έλαβε υπ΄όψιν του όλα τα προβληθέντα προς θεμελίωση της ένστασης πραγματικά περιστατικά, αλλ΄απέρριψε μερικά από αυτά για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο, (ΑΠ 1080/2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΠειρ 20/2015, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις νομίμως προκατατεθείσες προτάσεις της η εκκαλούσα υπέβαλε παραδεκτά την ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, ισχυριζόμενη ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν καταχρηστικά την κρινόμενη αγωγή γιατί αδιαφορούν για το συμφερότερο τρόπο αξιοποίησης του κοινού ακινήτου, αφού με τις αγωγές τους δεν ζητούν την ανάθεση σε αυτούς της χρήσης του, ούτε τη μίσθωση σε τρίτον και η τυχόν ακύρωση της από 27.12.2013 απόφασής της θα δημιουργήσει νέο κύκλο αντιπαράθεσης, γι΄αυτό η άσκηση τη αγωγής τους είναι καταχρηστική και το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι ασκούν συνεχώς ένδικα μέσα εν γνώσει τους ότι είναι αβάσιμα, με σκοπό να πετύχουν την αναπροσαρμογή του ανταλλάγματος, ενώ επίσης παραιτούνται από πληθώρα αγωγών, ή ασκούν ένδικα μέσα επί απορριπτικών αποφάσεων, παραθέτουν δε αγωγές και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που άσκησαν οι εφεσίβλητοι, ήτοι, α) την από 19.4.2011 αγωγή εξωσης της εκκαλούσας, επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθ. 66/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε δεκτή την αγωγή, αλλά οι εφεσίβλητοι δεν ανέλαβαν τη διοίκηση του κοινού, αν και τότε οι διάδικοι ήταν συγκύριοι κατά 50% εκάστη πλευρά, β) την από 15.2.2012 αγωγή διανομής, από την οποία παραιτήθηκαν, γ) την από 17.5.2012 αγωγή περί καθορισμού χρήσης του κοινού από τους ίδιους, από την οποία παραιτήθηκαν, δ) την από 17.5.2012 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων από την οποία παραιτήθηκαν και ε) δύο αγωγές αναπροσαρμογής του μισθώματος, ενώ η μίσθωση είχε λυθεί.  Τα παραπάνω αναφερόμενα προς θεμελίωση της ένστασης, περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων, δοθέντος ότι οι διάδικοι έχουν σταθερή και  επίμονη αντιδικία, με άσκηση εκατέρωθεν αγωγών, αιτήσεων και ενδίκων μέσων, που διαμορφώνονται όχι μόνο από την άσκηση των δικαιωμάτων τους με αγωγές και αιτήσεις, αλλά και από το περιεχόμενο των εκδιδομένων αποφάσεων τις οποίες προσβάλλουν με ένδικα μέσα, χωρίς αυτό να καθιστά την άσκηση των δικαιωμάτων τους καταχρηστική. Σημειωτέον δε ότι η επιδίωξη αποβολής της εκκαλούσας από το μίσθιο λόγω λήξης της μίσθωσης (α), δεν υποχρέωνε τους εφεσίβλητους να αναλάβουν τη διοίκηση  του κοινού, εν όψει και  του ότι η απόφαση κατέστη τελεσίδικη μετά από έφεση της εκκαλούσας κατά της 66/2012 ως άνω απόφασης, η εκκαλούσα παραιτήθηκε και η ίδια (β) από δική της αγωγή διανομής υπ΄αριθ. …../2009, η οποία είχε κοινοποιηθεί 4 ημέρες πριν την κοινοποίηση άλλης αγωγής της περί αναγνώρισης διάρκειας της μίσθωσης επί του 50 % του κοινού ακινήτου, ως προς την  αγωγή περί καθορισμού της χρήσης του κοινού από τους ίδιους (γ) αναφέρεται στην παρούσα στο σκέλος που αφορά την ισχύ της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων λόγω παραίτησης από την κύρια αγωγή, τόσο από τους εφεσιβλήτους, όσο και από την εκκαλούσα η οποία παραιτήθηκε από τη δική της σχετική αγωγή,  εκδόθηκε όμως η ως άνω υπ΄αριθ. 3452/2012 απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, τέλος δε από το περιεχόμενο της υπ΄αριθ. 1513/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (διαδικασία μισθωτικών διαφορών), (ε) προκύπτει ότι αφορούσε  αξίωση από την υφιστάμενη παλαιότερα μεταξύ των διαδίκων σχέση μίσθωσης και είναι άλλο θέμα η απόρριψή της ως νομικά αβάσιμης για τους εν αυτή λόγους. Τέλος, το ενδιαφέρον των εφεσιβλήτων για τη δικαστική επιδίωξη των αξιώσεών τους, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αδιαφορούν για τη συμφέρουσα διοίκηση του κοινού ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εκτίμησε πλήρως το περιεχόμενο της ανωτέρω ένστασης και απέρριψε αυτήν ως νομικά αβάσιμη, έστω και με ατελή αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται παραδεκτά με την παρούσα, (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκρινε συνολικά επί της ανωτέρω ένστασης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος, με τον 5ο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι η ένδικος αγωγή συζητήθηκε ενώπιον μη νομίμου συνθέσεως, διότι εκφωνήθηκε μεν από τη σύνθεση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, πλην όμως η αποδεικτική διαδικασία διεξήχθη από μόνη την Πρόεδρο αυτού ως Εισηγήτρια, χωρίς την έκδοση σχετικής απόφασης.  Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 5 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 9 ν. 4055/2012,

Οι υποθέσεις εκφωνούνται με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητούνται αμέσως αυτές για τις οποίες δεν θα διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη. Αν πρόκειται να εξεταστούν μάρτυρες η συζήτηση μπορεί να διακόπτεται και για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης, κατά την οποία και ολοκληρώνεται η συζήτηση χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, αφού προηγηθεί η εξέταση των μαρτύρων. Οι μάρτυρες εξετάζονται ξεχωριστά για κάθε υπόθεση ενώπιον του ορισμένου από τον πρόεδρο εισηγητή δικαστή. Ο ακριβής τόπος και χρόνος διεξαγωγής των εμμαρτυρων αποδείξεων καθορίζεται κατά την αρχική δικάσιμο αμέσως μετά την εκφώνηση και τη διακοπή της συζήτησης με ανακοίνωση του προέδρου, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται. Ο εισηγητής αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα.»

Ακολούθως, και εν όψει του ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο, (495 παρ. 3 εδ. τελ. ΚΠολΔ) και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 26.6.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../27.6.2016) έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά  την 15η Μαρτίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

ευρισκομένης σε

αναρρωτική άδεια

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Χρυσούλα Πλατιά.

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 21 Ιουνίου 2019, με άλλη σύνθεση,  κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη, Παρασκευή Μπερσή και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτες, και με Γραμματέα τη  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ