Αριθμός 356/2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 6.10.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/6.10.2017) έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 2975/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 1.4.2014 ανακοπή του (κατά της αρνητικής δήλωσης της ήδη καθ’ ης-εφεσίβλητης εταιρίας, ως τρίτης), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο ανακόπτον, με επιμέλεια της καθ’ ης η ανακοπή, την 11.9.2017 (βλ. την σχετική από 11.9.2017 έγγραφη επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, ……….., επί του σώματος της εκκαλουμένης) και το εφετήριο κατατέθηκε την 6.10.2017 (άρθρα 495 όπως ήδη ισχύει, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 11 κ.δ. 26-6/10-7-1944, όπως ήδη ισχύει), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου του παραβόλου, που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 κ.δ. από 26.6/10.7.1944 «Περί Κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου». Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι, στην προκείμενη υπόθεση, λόγω του χρόνου άσκησης της υπό κρίση έφεσης (ήτοι μετά την 1.1.2016), τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα (βλ. την μεταβατική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ως άνω νόμου).
ΙΙ. Με την από 1.4.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2014) ανακοπή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών και ειδικώς από τον Προϊστάμενο της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης του Υπουργείου Οικονομικών, ισχυρίσθηκε ότι έχει απαίτηση κατά της εταιρίας «……» (με ΑΦΜ ….), συνολικού ύψους 2.259.163,16 ευρώ (ήτοι 2.214.865,84 ευρώ για κεφάλαιο και τόκους + 44.297,32 ευρώ για προσαυξήσεις), που αφορά ληξιπρόθεσμα χρέη της προς αυτό (ανακόπτον Δημόσιο) από χρεωστικές δηλώσεις, τα οποία (χρέη) έχουν βεβαιωθεί σε βάρος της από την αρμόδια ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και έχει συνταχθεί ο σχετικός από 14.2.2014 πίνακας χρεών, αντίγραφο του οποίου έχει ενσωματωθεί στην ένδικη ανακοπή. Ότι η ως άνω οφειλέτιδα εταιρία έχει χρηματική απαίτηση κατά της καθ’ ης η ανακοπή εταιρίας «………» (με ΑΦΜ …..) από συναλλαγές της με αυτήν και συγκεκριμένα από πέντε (5) συμβάσεις δανεισμού προσωπικού που καταρτίσθηκαν μεταξύ των εν λόγω εταιριών, με ημερομηνία υπογραφής 7.12.2012, διάρκειας 18 μηνών για εκάστη από αυτές, για ποσά 252.716,65, 119.367,91, 297.875,03, 81.223,14 και 95.659,88 ευρώ, καταβλητέα από την καθ’ ης η ανακοπή εταιρία στην ως άνω οφειλέτρια (του ανακόπτοντος) εταιρία, ανά μήνα αντίστοιχα. Ότι με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ΕΜΕΙΣ ……/14.2.2014 κατασχετήριο έγγραφο του Προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης του Υπουργείου Οικονομικών, που επιδόθηκε στην καθ’ ης εταιρία την 25.2.2014, αυτό (ανακόπτον) προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια της καθ’ ης η ανακοπή εταιρίας, ως τρίτης, της ανωτέρω απαίτησης της ως άνω οφειλέτιδάς του εταιρίας. Ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρία προέβη την 28.2.2014, δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας, σε αρνητική δήλωση ότι δεν υφίστανται οφειλές της προς την εταιρία «………..», η οποία (αρνητική δήλωση), όμως, είναι ανειλικρινής. Με βάση το ιστορικό αυτό το ανακόπτον, για τον αναφερόμενο στην ανακοπή του λόγο, ζήτησε: α) να αναγνωριστεί η ανακρίβεια και συνακόλουθα η ακυρότητα της ως άνω αρνητικής δήλωσης της καθ’ ης η ανακοπή εταιρίας ως προς την ύπαρξη της κατασχεθείσας στα χέρια αυτής, ως τρίτης, απαίτησης της ως άνω οφειλέτιδας του Δημοσίου, β) να εξαφανισθεί η ανακοπτόμενη δήλωση της καθ’ ης, να αναγνωρισθεί ότι η τελευταία οφείλει σ’ αυτό (ανακόπτον) όλο το ποσό της κατασχεθείσας απαίτησης των 2.259.163,16 ευρώ και να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο επιβολής της κατάσχεσης στα χέρια της (25.2.2014), άλλως από την επίδοση της ανακοπής. Επικουρικώς, το ανακόπτον ζήτησε α) να υποχρεωθεί η καθ’ ης η ανακοπή να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 2.259.163,16 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τα προαναφερόμενα, ως αποζημίωσή του, κατ’ άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ, προς αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που υπέστη από την εν λόγω ανακριβή δήλωσή της και β) να αναγνωρισθεί ότι με την ανωτέρω κατάσχεση και από τον χρόνο επιβολής της επήλθε αναγκαστική εκχώρηση προς αυτό (ανακόπτον) κάθε απαίτηση της οφειλέτιδας αυτού εταιρίας κατά της καθ’ ης η ανακοπή βάσει της συνδέουσας αυτές έννομης σχέσης, άλλως να αναγνωρισθεί ότι η καθ’ ης, κατ’ άρθρο 33 του ΚΕΔΕ, κατέστη κατά τεκμήριο οφειλέτης ολόκληρης της ανωτέρω κατασχεθείσας χρηματικής απαίτησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αφού απέρριψε, ως μη νόμιμο, το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων επί της απαίτησης από την επιβολή της κατάσχεσης άλλως από την άσκηση της ανακοπής, απέρριψε την ως άνω ανακοπή, στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι κατά τον χρόνο επίδοσης του κατασχετηρίου, δεν υπήρχε ουδεμία οφειλή της καθ’ ης η ανακοπή εταιρίας προς την οφειλέτιδα του ανακόπτοντος εταιρία, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης εξόφλησης της καθ’ ης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω ανακοπή του.
IΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 30, 32, 33 και 34 του ΚΕΔΕ (Ν.Δ. 356/1974) προκύπτει ότι το Δημόσιο, προς ικανοποίηση απαίτησής του κατά του οφειλέτη του, μπορεί να επιβάλλει κατάσχεση στα χέρια τρίτου των ευρισκομένων στα χέρια αυτού χρημάτων και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτη του Δημοσίου ή των οφειλόμενων εν γένει προς τον τελευταίο, η οποία (κατάσχεση) διενεργείται από τον Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου με κατασχετήριο έγγραφο, το οποίο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη. Το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να περιέχει εκτός των άλλων, το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, καθώς και την έννομη σχέση (π.χ. μίσθωση, σύμβαση έργου, εντολή, εταιρία κ.λπ.), που συνδέει τον καθ’ ου η κατάσχεση με τον τρίτο, η οποία αποτελεί την παραγωγό (δικαιογόνο) αιτία της οφειλής του τρίτου, η οποία (αιτία) πρέπει να αναφέρεται συνοπτικά αλλά κατά τρόπο σαφή, χωρίς περαιτέρω να απαιτείται και αναφορά (στο κατασχετήριο) των γενεσιουργών περιστατικών της οφειλής. Το στοιχείο αυτό, αν και δεν αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 30 του ΚΕΔΕ ούτε και στη γενική διάταξη του άρθρου 983 ΚΠολΔ, είναι αναγκαίο, γιατί διαφορετικά καθίσταται δυσχερής η δήλωση του τρίτου και ο προσδιορισμός της απαίτησης της οποίας επιδιώκεται η κατάσχεση (ΑΠ 1162/2013 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 117/2011 ΕλλΔνη 2011.762, ΑΠ 884/2010 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1182/2009 ΝοΒ 2010.937, ΜΕφΑθ. 1073/2015 και ΕφΑθ. 6239/2010 δημ. σε ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο τρίτος, στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση, μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου, πρέπει να δηλώσει αν οφείλει τα αναφερόμενα στο κατασχετήριο χρήματα ή άλλα πράγματα. Την ειλικρίνεια της δήλωσης του τρίτου μπορεί να αμφισβητήσει το κατάσχον Δημόσιο με ανακοπή, η οποία εισάγεται και εκδικάζεται κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ΚΕΔΕ (ΑΠ 95/2016 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ανακοπής προσδιορίζεται από τη φύση της κατασχεθείσας απαίτησης. Αν η απαίτηση αυτή ανήκει στο ιδιωτικό δίκαιο, η διαφορά που ανακύπτει με την άσκηση της ανακοπής είναι ιδιωτική και υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 23/1999 ΕλλΔνη 1999.1697, ΑΠ 741/2017, ΑΠ 1523/2013 και ΑΠ 325/2008 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1288/2008 ΕφΑΔ 2010.947). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 985 και 986 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το Ν. 4335/2015, προκύπτει, ότι στο εν λόγω κατάσχον Δημόσιο (όπως και σε κάθε κατασχόντα) παρέχεται ειδικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο αυτός μπορεί να αμφισβητήσει την τυχόν αρνητική δήλωση του τρίτου, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που τη συνιστούν, όταν αυτά εκτίθενται στη δήλωση, και να επιδιώξει την αναγνώριση της κατασχεθείσας απαίτησης και την καταδίκη του τρίτου σε καταβολή του ποσού της απαίτησης αυτής, θεωρώντας αυτόν ως οφειλέτη του κατασχεμένου (άρθρο 990 του ΚΠολΔ), ενώ η αναγνώριση της ανειλικρίνειας της αρνητικής δήλωσης ή της προς αυτήν εξομοιούμενης παράλειψης του τρίτου, αποτελεί αυτόθροη συνέπεια του αναγνωριστικού χαρακτήρα της ανακοπής και της επ’ αυτής εκδιδόμενης απόφασης. Έτσι, μεταξύ του κατάσχοντος και του τρίτου δημιουργείται δίκη, στην οποία κατ’ ουσίαν εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ’ ου η κατάσχεση (εκτέλεση), που αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της δίκης, δηλαδή με την ανακοπή ασκεί ο ανακόπτων πλαγιαστικώς (άρθρο 72 ΚΠολΔ) τα δικαιώματα του καθ’ ου η κατάσχεση. Συνεπώς, κύριο αντικείμενο της ανακοπής είναι η ύπαρξη και η έκταση της οφειλής του τρίτου προς τον οφειλέτη του Δημοσίου (ΑΠ 161/2011, ΑΠ 1182/2009, ΕφΑθ 4959/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, ο ΚΕΔΕ υποχρεώνει τον τρίτο να αντιταχθεί κατά της στα χέρια του γενομένης κατάσχεσης, μόνο όταν αρνείται είτε την ύπαρξη της κατασχεθείσας απαίτησης ή το μέγεθος ή το ληξιπρόθεσμο αυτής ή εάν επικαλείται την προ της κατάσχεσης της απαίτησης απόσβεσή της για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο, όπως π.χ. συμψηφισμός, εξόφληση κλπ. (ΑΠ 144/1990 ΕΕΝ 1990. 664, ΕφΑθ 6488/2008 ΕλλΔνη 2009.859).
ΙV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, ……., που εξετάσθηκε με επιμέλεια της καθ’ ης η ανακοπή στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εφεσίβλητη-καθ’ ης η ανακοπή υπ’ αριθ. …./11.1.2016 ένορκη βεβαίωση του …….ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. …/5.1.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …….) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, έχοντας απαίτηση σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία «……» και με το διακριτικό τίτλο «……», που εδρεύει στον Πειραιά επί της οδού ………., από ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς αυτό, συνολικού ύψους 2.259.163,16 ευρώ, επέδωσε την 25.2.2014 στην καθ’ ης η ανακοπή εταιρία το υπ’ αριθ. πρωτ. EMEΙS …./14.2.2014 κατασχετήριο έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων – Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης του Υπουργείου Οικονομικών, µε το οποίο επέβαλε στα χέρια της, ως τρίτης, κατάσχεση για όσα οφείλει ή μέλλει να οφείλει ή όσα βρίσκονται στα χέρια της από συναλλαγές της ως πελάτης της ως άνω οφειλέτιδας και μέχρι του ανωτέρω ποσού. Στη συνέχεια, η καθ’ ης η ανακοπή, µε την από 28.2.2014 έγγραφη δήλωση της προς τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων – Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης του Υπουργείου Οικονομικών, δήλωσε ότι δεν οφείλει χρήματα ή άλλα πράγματα προς την εταιρία «………..». Το ανακόπτον θεώρησε αναληθή και ανακριβή την ως άνω δήλωση της καθ’ ης, καθόσον, όπως επικαλείται, αν και η τελευταία δεν δέχεται οιαδήποτε οφειλή και δεν αναφέρει ουδεμία σχέση της µε την ανωτέρω οφειλέτιδα, παρά ταύτα υπάρχουν ακόμη σε ισχύ συμβατικές σχέσεις μεταξύ των δύο ως άνω εταιριών και συγκεκριμένα πέντε (5) συμβάσεις δανεισμού προσωπικού, µε ημερομηνία υπογραφής 7-12-2012, διάρκειας 18 μηνών εκάστη, για ποσά 252.716,65 ευρώ, 119.367,91 ευρώ, 297.875,03 ευρώ, 81.223,14 ευρώ και 95.659,88 ευρώ ανά μήνα αντίστοιχα. Για το λόγο αυτό άσκησε την ανωτέρω ανακοπή του µε το προεκτεθέν περιεχόμενό της. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα περιστατικά: Η καθ’ ης η ανακοπή εταιρία με την επωνυμία «……..» δραστηριοποιείται στους τομείς παροχής υπηρεσιών καθαριότητας και διαχείρισης στερεών αποβλήτων, καθώς επίσης και στην παροχή υποστήριξης στην οργάνωση και εκτέλεση συναφών έργων µέσω υπεργολαβιών και αναλαμβάνει κατόπιν δημόσιων διαγωνισμών την εκτέλεση των ανωτέρω έργων από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (όπως νοσοκομεία Ε.Σ.Υ., δημόσιες υπηρεσίες κλπ.) και δημόσιες επιχειρήσεις (όπως ΟΣΕ, ΜΕΤΡΟ, ΟΛΠ κλπ.). Για την καλύτερη οργάνωση της εκτέλεσης των ανωτέρω εργασιών η καθ’ ης η ανακοπή αποφάσισε να συνεργασθεί µε την εταιρία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «. ….» (οφειλέτιδα του ανακόπτοντος) στον τομέα παροχής υπηρεσιών καθαριότητας χώρων προς το Δημόσιο, καθώς και προς φορείς ευρύτερου δημόσιου τομέα (νοσοκομεία, ΟΛΠ κλπ.). Στο πλαίσιο της συνεργασίας τους αυτής, την 7.12.2012, καταρτίσθηκαν μεταξύ των δύο ως άνω εταιριών πέντε (5) έγγραφες «συμβάσεις δανεισμού εργαζομένων» της τελευταίας αυτής εταιρίας (. …), διάρκειας 18 μηνών εκάστη, προκειμένου να απασχοληθούν από την καθ’ ης η ανακοπή, ως ανάδοχο των κατωτέρω έργων στην εκτέλεση εργασιών καθαριότητας, ήτοι: 1) στα Νοσοκομεία 251 ΓΝΑ, 417 ΝΙΜΙΤΣ, Γ.Ν. Κορίνθου και Γ.Ν. «ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ», 2) στις εγκαταστάσεις του Λιμένος Πειραιά της Ο.Λ.Π. ΑΕ., 3) στους χώρους και εγκαταστάσεις της ΟΣΕ ΑΕ, 4) στους σταθμούς ΜΕΤΡΟ Αθήνας και ΗΣΑΠ και 5) σε λοιπά έργα καθαριότητας σε φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (όπως ΟΑΕΔ, ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, Τράπεζες, ΚΤHMATOΛOΓΙO ΑΕ κ.ά.), για ποσό αντίστοιχα 252.716,65 ευρώ, 81.223,14 ευρώ, 119.367,91 ευρώ, 275.875,03 ευρώ και 95.615,88 ευρώ κάθε μήνα πλέον ή έλαττον, ανάλογα με τις προαναφερόμενες εργατοώρες ώστε να περιλαμβάνει το εργατικό κόστος της απασχόλησης των μισθωτών στην δανειζόμενη επιχείρηση (ήδη καθ’ ης η ανακοπή) το οποίο καταβάλει ο εργοδότης για μισθούς, δώρα εορτών, επιδόματα άδειας, άδειες και ασφαλιστικές εισφορές και γενικά για κάθε εργατικό κόστος που προβλέπεται από την εργατική νομοθεσία, πλέον διοικητικού κόστους. Επίσης, με τις ίδιες ως άνω συμβάσεις συμφωνήθηκε ότι η καταβολή του ως άνω ποσού μηνιαίως, θα γίνεται µε τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που θα εκδίδει ο εργοδότης (ήτοι η εταιρία «. ..») πλέον Φ.Π.Α (βλ. τον 8ο όρο των εν λόγω συμβάσεων). Οι συμβάσεις αυτές, που γνωστοποιήθηκαν και κατατέθηκαν νόμιμα στη ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά (με αριθ. πρωτ. …/18.1.2013), κατ’ άρθρο 8 παρ. 16 του Ν. 1882/1990, έληξαν πρόωρα µε καταγγελία της καθ’ ης η ανακοπή, σύμφωνα µε τον 9ο όρο αυτών, και συγκεκριμένα η μεν σύμβαση που αφορά δανεισμό εργαζομένων στην καθαριότητα της εταιρίας ΟΛΠ ΑΕ έληξε την 1.3.2013 µε την από 25.2.2013 καταγγελία της καθ’ ης, που επιδόθηκε νόμιμα στην εταιρία «. …..» (βλ. την υπ’ αριθ. …΄/26.2.2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, …., οι δε λοιπές ως άνω τέσσερις συμβάσεις, κατά την αναφερόμενη ανωτέρω σειρά, έληξαν την 1.11.2013 µε την από 29.10.2013 καταγγελία της καθ’ ης, που επιδόθηκε νόμιμα στην εταιρία «. …..» (βλ. τις υπ’ αριθ. ……….30.10.2013 εκθέσεις επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή). Κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης που αφορούσε το δανεισμό εργαζόμενων που απασχολήθηκαν από την καθ’ ης η ανακοπή στις εργασίες καθαριότητας των νοσοκομείων 251 ΓΝΑ, 417 ΝΙΜΙΤΣ, Γ.Ν. «ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ», Γ.Ν. Κορίνθου, η οποία διήρκησε από 1.11.2012 έως 31.10.2013, οπότε έληξε µε την ως άνω καταγγελία, η πιο πάνω οφειλέτρια του ανακόπτοντος εξέδωσε προς την καθ’ ης δεκατρία (13) τιμολόγια (πλέον ΦΠΑ), ήτοι τα υπ’ αριθ. …….., συνολικού ποσού 3.024.824,17 ευρώ µε ΦΠΑ. Επίσης, κατά τη διάρκεια της δεύτερης σύμβασης, που αφορούσε το δανεισμό εργαζομένων που απασχολήθηκαν από την καθ’ ης η ανακοπή στις εργασίες καθαριότητας των εγκαταστάσεων της Ο.Λ.Π. Α.Ε., η οποία διήρκησε από 1.11.2012 έως 28.2.2013, οπότε έληξε µε την ως άνω καταγγελία, για την καταβολή του μηνιαίου τιμήματος η οφειλέτρια του ανακόπτοντος «. ……» εξέδωσε προς την καθ’ ης τέσσερα (4) τιμολόγια (πλέον ΦΠΑ), ήτοι τα υπ’ αριθ. ………, συνολικού ποσού 354.492,88 ευρώ µε ΦΠΑ. Ακόμη, κατά τη διάρκεια της σύμβασης που αφορούσε το δανεισμό εργαζομένων που απασχολήθηκαν από την καθ’ ης η ανακοπή στις εργασίες καθαριότητας πανελλαδικά των σιδηροδρομικών σταθμών της ΟΣΕ Α.Ε., η οποία διήρκησε από 1.11.2012 έως 31.10.2013, οπότε έληξε με την ως άνω καταγγελία, η πιο πάνω οφειλέτρια του ανακόπτοντος εξέδωσε προς την καθ’ ης δεκατρία (13) τιμολόγια (πλέον ΦΠΑ), ήτοι τα υπ’ αριθ. ……… συνολικού ποσού 2.184.693,06 ευρώ με ΦΠΑ. Επίσης, κατά τη διάρκεια της σύμβασης που αφορούσε το δανεισμό εργαζόμενων που απασχολήθηκαν από την καθ’ ης η ανακοπή στις εργασίες καθαριότητας των σταθμών ΜΕΤΡΟ Αθήνας και ΗΣΑΠ της ΣΤΑ.ΣΥ. Α.Ε, που διήρκησε από 1.11.2012 έως 31.10.2013, οπότε έληξε με την ως άνω καταγγελία, η πιο πάνω οφειλέτρια του ανακόπτοντος εξέδωσε προς την καθ’ ης δεκατρία (13) τιμολόγια (πλέον ΦΠΑ), ήτοι τα υπ’ αριθ. ………, συνολικού ποσού 4.120.427,80 ευρώ με ΦΠΑ. Τέλος, κατά τη διάρκεια της σύμβασης που αφορούσε το δανεισμό εργαζόμενων που απασχολήθηκαν από την καθ’ ης η ανακοπή στις εργασίες καθαριότητας σε λοιπά έργα, που διήρκησε από 1.11.2012 έως 31.10.2013, οπότε έληξε με την ως άνω καταγγελία, η ως άνω οφειλέτρια του ανακόπτοντος εξέδωσε προς την καθ’ ης δεκατρία (13) τιμολόγια (πλέον ΦΠΑ), ήτοι τα υπ’ αριθ. …….. συνολικού ποσού 1.685.490,58 ευρώ με ΦΠΑ. Δηλαδή και για τις πέντε (5) ως άνω συμβάσεις δανεισμού η εταιρία «.. …..» (αποκαλούμενη εργοδότης με τις συμβάσεις), κατά το χρονικό διάστημα ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων αυτών, από την έναρξή τους μέχρι την εν λόγω καταγγελία τους εξέδωσε συνολικά πενήντα έξι (56) τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, συνολικού ποσού 11.444.672,36 ευρώ με ΦΠΑ, όπως ο υπολογισμός του ποσού αυτού δεν αμφισβητήθηκε από το ανακόπτον με την έφεσή του. Την ως άνω συνολική οφειλή της (11.444.672,36 ευρώ) η καθ’ ης η ανακοπή (αποκαλούμενη δενειζόμενη επιχείρηση με τις εν λόγω συμβάσεις) εξόφλησε προς την οφειλέτιδα του ανακόπτοντος, εταιρία «…….» κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την 31.12.2013, ήτοι πριν την επίδοση του ως άνω κατασχετηρίου εγγράφου, που, κατά τα προεκτεθέντα, έγινε την 25.2.2014 και έκτοτε δεν είχε καμία οφειλή προς αυτήν. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από την ένορκη κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της μάρτυρος της καθ’ ής η ανακοπή, …. (λογίστριας της καθ’ ης εταιρίας), από την προσκομισθείσα από την καθ’ ης ένορκη βεβαίωση του …….., Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας «… ….», από τον προσκομιζόμενο από την καθ’ ης «αναλυτικό δοσοληπτικό λογαριασμό», τηρούμενο ηλεκτρονικά από το λογιστήριό της, από τα προσκομιζόμενα αναλυτικά στοιχεία πληρωμών (μέσω τράπεζας, αποδείξεις πληρωμής-εκκαθαριστικά σημειώματα, ταμειακά παραστατικά), είτε απευθείας στην εταιρία «… …..», είτε σε τρίτους (όπως σε εργαζόμενους αυτής, Ι.Κ.Α., Δημόσιο) με την εντολή και έγκρισή της, κατ’ άρθρο 417 ΑΚ, σε απόσβεση της οφειλής της καθ’ ης και κυρίως από τις προσκομιζόμενες από την καθ’ ης δύο (2) «εκθέσεις διασταυρωτικού ελέγχου» της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά με ημερομηνία ελέγχου την 12.1.2016 για τα φορολογικά έτη (χρήσεις) 2012 και 2013, με τις οποίες βεβαιώνεται, ως πορισματική διαπίστωση της φορολογούσας αρχής, ότι ο δοσοληπτικός λογαριασμός τόσο της καθ’ ης η ανακοπή εταιρίας όσο και της εταιρίας «… …..» με ύψος χρεοπιστώσεων 11.444.672,36 ευρώ εμφάνιζε την 31.12.2013 μηδενικό υπόλοιπο λόγω καταγγελίας εντός του έτους 2013 από την καθ’ ης των προαναφερόμενων συμβάσεων δανεισμού προσωπικού στα ανωτέρω έργα. Σημειώνεται, ότι ο έλεγχος αυτός της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά διενεργήθηκε και στις δύο εν λόγω εταιρίες. Κατόπιν αυτών, αποδείχθηκε ότι, κατά τον χρόνο επίδοσης (25.2.2014) του κατασχετηρίου στην καθ’ ης η ανακοπή, δεν υπήρχε καμία οφειλή της τελευταίας προς την oφειλέτιδα του ανακόπτοντος, εταιρία «… …..», αφού είχε ήδη αποσβεσθεί η από τις ανωτέρω πέντε (5) συμβάσεις δανεισμού, οφειλή της προς αυτήν λόγω εξόφλησης, κατά τον ουσιαστικά βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της, με συνέπεια η ανακοπτόμενη από 28.2.2014 έγγραφη δήλωση της καθ’ ης εταιρίας, ως τρίτης, να είναι ειλικρινής κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας. Τέλος, η όλως γενικώς επικαλούμενη από το ανακόπτον, με την ανακοπή του (επίκληση που επαναφέρεται και με την έφεσή του), σχέση των δύο αυτών εταιριών (οφειλέτριας αυτού και καθ’ ης η ανακοπή) λόγω της από 6.12.2012 σύμβασης απόσχισης τμημάτων του κλάδου καθαριότητας της καθ’ ης η ανακοπή εταιρίας και εισφοράς αυτών στην εταιρία «.. …» (οφειλέτρια του ανακόπτοντος), δεν αρκεί για να καταστήσει υπόχρεη την καθ’ ης η ανακοπή εταιρία έναντι της ως άνω οφειλέτριας του ανακόπτοντος εταιρίας για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων της, που απορρέουν από τις ανωτέρω πέντε (5) συμβάσεις δανεισμού προσωπικού, κατά το χρονικό διάστημα μετά την 25.2.2014 (χρόνος επίδοσης του κατασχετηρίου στην καθ’ ης), αφού, όπως προαναφέρθηκε, κατά τον χρόνο αυτόν (25.2.2014) είχε ήδη αποσβεσθεί η από τις εν λόγω συμβάσεις δανεισμού, οφειλή της καθ’ ης η ανακοπή προς την οφειλέτρια του ανακόπτοντος εταιρία λόγω εξόφλησης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ως άνω ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την ίδια, κατά βάση, αιτιολογία, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του μοναδικού λόγου της έφεσης του ανακόπτοντος Δημοσίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
- V. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης εταιρίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ του Δημοσίου), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 6.10.2017 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../6.10.2018) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 2975/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης εταιρίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 15 Ιουνίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄ αυτής,
ευρισκομένης σε
αναρρωτική άδεια,
η αρχαιότερη της
συνθέσεως Εφέτης,
Χρυσούλα Πλατιά.
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 24 Ιουνίου 2019, με άλλη σύνθεση, κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη, Παρασκευή Μπερσή και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του δικαστικού πληρεξουσίου του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΦΕΤΗΣ