Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 243/2019

Αξιώσεις από την κατάρτιση σύμβασης ναυτικής εργασίας μηχανοδηγού και καθαριστή σε ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο, σχετικές με υπόλοιπα δεδουλευμένων μισθών, διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και επιδομάτων δώρων εορτών, αμοιβή για διανυκτερεύσεις που δεν χορηγήθηκαν, πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές και αποζημίωση απολύσεως. Αντίθετες εφέσεις κατ’ αποφάσεως επί αγωγής που στράφηκε κατά της εφοπλίστριας του πλοίου και της κυρίας αυτού, η οποία μετά τη λήξη του εφοπλισμού ανέλαβε η ίδια την εμπορική του εκμετάλλευση. Πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές. Τρόπος υπολογισμού του αριθμού των δρομολογίων και της πρόσθετης αμοιβής. Η διάταξη του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ περιλαμβάνει περισσότερους κανόνες δικαίου με διαφορετικό πραγματικό, που επάγονται την ίδια έννομη συνέπεια. Αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο κάθε αγωγικής βάσης. Αν ο ενάγων ρητώς επιλέξει συγκεκριμένη νομική βάση, το δικαστήριο δε δικαιούται σε άλλη υπαγωγή, αφού αυτό θα προσέβαλε τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως. Αν η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ο ενάγων δικαιούται μεν να εκκαλέσει την πρωτοβάθμια κρίση ως εσφαλμένη, δεν δύναται, όμως, με την έφεσή του ούτε να συμπληρώσει τους ελλιπείς αγωγικούς ισχυρισμούς του εντός της βάσης που εξαρχής επέλεξε ούτε να θεμελιώσει την απαίτησή του σε άλλη, διάφορη της αγωγικής, βάση, ενόψει της διάταξης του άρθρου 526 εδαφ. α ΚΠολΔ. Ορθή απόρριψη του κονδυλίου ως αόριστου. Απαράδεκτη μεταβολή της βάσης της αγωγής όταν με λόγο έφεσης εγκαταλείπονται τα περιστατικά που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επιχειρείται η θεμελίωση της αιτούμενης έννομης συνέπειας σε διαφορετικό λόγο παραγωγής της, ακόμα και αν προκύπτει από το ίδιο βιοτικό συμβάν. Το προβλεπόμενο στη ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού χορηγείται προς εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών του πλοίου και αν η στολή παρέχεται από τον εργοδότη το επίδομα δεν οφείλεται ούτε περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές του ναυτικού και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε κατά τον υπολογισμό των εορταστικών επιδομάτων (δώρων). Η εξόφληση των αξιώσεων του ναυτικού που έχει εναγάγει τον εργοδότη του δια καταβολής εκ μέρους του Δημοσίου χρημάτων προερχομένων από την κατάπτωση εγγυητικών επιστολών που ο εναγόμενος είχε καταθέσει για την ανάληψη έργου δημόσιας υπηρεσίας, συνιστά έγκυρη κατ’ άρθρο 317 ΑΚ καταβολή από τρίτον και η απόδειξή της άγει σε καταλογισμό των εισπραχθέντων στις επίδικες απαιτήσεις στο βαθμό που τα πρώτα καλύπτουν τις δεύτερες, με αποτέλεσμα να οφείλεται πλέον μόνον το υπερβάλλον. Αποζημίωση για μη χορήγηση διανυκτερεύσεων εκτός του πλοίου δεν οφείλεται αν στο δικαιούχο ναυτικό παρέχεται η σχετική ευχέρεια και αυτός δεν κάνει χρήση της, αφού το γεγονός αυτό είναι νομικά αδιάφορο. Έννοια της βαριάς παράβασης των έναντι του ναυτικού καθηκόντων του πλοιάρχου ως λόγου λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης κατά το άρθρο 74 ΚΙΝΔ. Η παράβαση αυτή δεν επιφέρει αυτομάτως τη λύση της σύμβασης αλλά προσαπαιτείται καταγγελία της με έστω άτυπη δήλωση βουλήσεως του ναυτικού που απευθύνεται στον εργοδότη του μέσω του πλοιάρχου και προϋποθέτει ισχυρή σύμβαση, που δεν έχει ήδη λυθεί για άλλη αιτία. Λόγος αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης, εκτός του ΚΙΝΔ, είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας παροχής προστασίας σε εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς σύμφωνα με το άρθρο 29 § 1 του Ν. 1220/1981, κατά το οποίο η βεβαίωση από το ΝΑΤ ότι έχει εκδοθεί για κάθε ναυτικό που έχει εγκαταλειφθεί επιταγή για την πληρωμή των καθυστερούμενων αποδοχών έως ενός τριμήνου συνεπάγεται αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας και κλείσιμο του ναυτολογίου, μετά το οποίο δε νοείται καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης εκ μέρους του ναυτικού. Σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που θεώρησε κατ’ ουσίαν ότι η σύμβαση των εναγόντων καταγγέλθηκε από τον πλοίαρχο, μολονότι οι ίδιοι σαφώς επικαλέστηκαν δική τους καταγγελία, η οποία δεν αποδείχθηκε και, σε κάθε περίπτωση, ως μεταγενέστερη της αυτοδίκαιης λύσης των συμβάσεών τους, που επήλθε με το κλείσιμο του ναυτολογίου, δε θα μπορούσε να επιφέρει το ίδιο, ήδη ex lege επελθόν, αποτέλεσμα. Ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ανεξαρτήτως αν της λήψεώς τους προηγήθηκε κλήση του αντιδίκου. Όταν η αλήθεια ενός πραγματικού ισχυρισμού του διαδίκου δεν αμφισβητείται ειδικά το δικαστήριο συνάγει περί αυτού ομολογία του αντιδίκου του σύμφωνα με το άρθρο 261 εδαφ. β ΚΠολΔ. Δέχεται τη μία από τις εφέσεις και την αγωγή εν μέρει. Αλυσιτελές το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, όταν το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το ποσό που λόγω της προσωρινής εκτελεστότητας της εκκαλουμένης καταβλήθηκε στον ενάγοντα.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός     243/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 9.5.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./10.5.2017 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../7.7.2017 έφεση της εκ των εναγομένων – εκκαλούσας [Α έφεση] και β) από 30.6.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./7.7.2017 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./7.7.2017 έφεση των εκκαλούντων – εναγόντων [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1868/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εκ των εναγομένων πρώτης εφεσίβλητης της Β έφεσης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 23.12.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../24.12.2015 αγωγή, πλήττουν εκκλητή απόφαση και έχουν ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου και είναι εμπρόθεσμες (άρθρα 499 και 518 §§ 1, 2 ΚΠολΔ), αφού η κατάθεση της Β έφεσης πραγματοποιήθηκε εντός των χρονικών ορίων του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ από τη, με παραγγελία των εκκαλούντων της Β έφεσης, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στις αντιδίκους τους στις 9.6.2017 και στις 13.6.2017 αντίστοιχα (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ……./2017 και ………/2017 δύο [2] αντίστοιχες επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …… και …….. αντίστοιχα), ενώ για το ότι η επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αποτελεί διαδικαστική πράξη που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 2 ΚΠολΔ, κινεί την προθεσμία εφέσεως και σε βάρος του διαδίκου που την επέδωσε βλ. ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΕφΑθ. 4916/1986, Δ 1986/742, ΕφΑθ. 521/1986, ΑρχΝ 1986/233, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349) και η κατάθεση της Α έφεσης έγινε στις 10.5.2017, πριν δηλαδή από την επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ), για δε το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία, ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της Β έφεσης, η οποία, αν και κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να εμφανιστεί στη συζήτηση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …./17.7.2017 έκθεση επιδόσεως του ως άνω δικαστικού επιμελητή . …., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι αντίδικοί της, εντούτοις, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σα να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 4 εδαφ. α ΚΠολΔ και θα οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την απολιπόμενη πρώτη εφεσίβλητη της Β έφεσης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την ως άνω αγωγή τους οι ενάγοντες αναφέρθηκαν στην εξαρτημένη ναυτική εργασία που δυνάμει συμβάσεως και αντί κλειστού μισθού παρείχαν επί του επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου AJ, ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τεσσάρων κόρων και δεκαοκτώ εκατοστών (3.934,18 κ.ο.χ.), που ανήκε στην κυριότητα της δεύτερης των εναγομένων ναυτικής εταιρίας και τελούσε υπό τον εφοπλισμό της πρώτης από αυτές ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας έως την 11η.6.2015, οπότε η εκμετάλλευσή του επανήλθε στην κυρία αυτού και εξέθεσαν ότι κατά τη ναυτολόγησή τους, με την ειδικότητα του δεύτερου μηχανοδηγού και του καθαριστή μηχανής αντίστοιχα, το εν λόγω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2014 έως 6.3.2014 και από 18.4.2014 έως 12.10.2014 εκτελούσε εξπρές δρομολόγια προς εξυπηρέτηση ακτοπλοϊκών γραμμών των Κυκλάδων, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 13.10.2014 έως 30.7.2015 παρέμενε ακινητοποιημένο υπό επισκευή, ότι από την 1η.8.2014 η εφοπλίστρια, που τους προσέλαβε, διέκοψε τη μισθοδοσία τους, γεγονός που ανάγκασε τον δεύτερο ενάγοντα να προβεί σε επίσχεση εργασίας στις 19.2.2015, ότι κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο πραγματοποιούσε πλόες δεν χορηγήθηκαν στους ενάγοντες οι προβλεπόμενες από την εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) διανυκτερεύσεις ούτε τους καταβλήθηκαν πλήρεις οι αποδοχές της εργασίας που υπερωριακώς εκτελούσαν επί δωδεκάωρο ημερησίως ούτε συμπεριελήφθησαν αυτές ακέραιες στα εορταστικά επιδόματα που τους χορηγήθηκαν, καθώς και ότι η εργασιακή σχέση τους έληξε συνεπεία καταγγελίας στην οποία προέβησαν οι ίδιοι εξαιτίας βαριάς παράβασης των έναντι αυτών καθηκόντων του πλοιάρχου, συνιστάμενης στην καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση τα περιστατικά αυτά κατέστησαν επίδικες τις αξιώσεις τους για την αποπληρωμή του υπολοίπου των δεδουλευμένων αποδοχών τους, ο δε δεύτερος και των μισθών υπερημερίας που αντιστοιχούσαν στο χρονικό διάστημα της επισχέσεως της εργασίας του και για την καταβολή της διαφοράς της αμοιβής της υπερωριακής τους απασχόλησης και των δώρων εορτών της ένδικης χρονικής περιόδου, καθώς επίσης και για την πρόσθετη αμοιβή των δρομολογίων εξπρές που εκτελούσε το πλοίο, την αποζημίωση απολύσεώς τους και τις διανυκτερεύσεις που στερήθηκαν, το χρηματικό αντικείμενο των οποίων συμποσούται σε εξήντα χιλιάδες εξακόσια πενήντα έξι ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (60.656,44 €) για τον πρώτο από αυτούς και σε σαράντα επτά χιλιάδες εξακόσια εξήντα τρία ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (47.663,57 €) για τον δεύτερο ενάγοντα. Για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους αυτών στράφηκαν κατά των εναγομένων, ευθυνομένων εν μέρει εις ολόκληρον, για όσες αξιώσεις παρήχθησαν κατά το χρονικό διάστημα εφοπλισμού του πλοίου, από τις οποίες ζήτησαν τα ως άνω συνολικά χρηματικά ποσά, εν μέρει καταψηφιστικώς και κατά τα λοιπά αναγνωριστικώς, κατά τις διακρίσεις στις οποίες παραδεκτώς κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ οι ενάγοντες πρωτοδίκως προέβησαν, κυρίως μεν με βάση τη σύμβασή τους και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως δε από τότε που κάθε αγωγικό κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την ημέρα της απολύσεώς τους και επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την αγωγή ερήμην της πρώτης εναγομένης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών απέρριψε τα κονδύλια της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές και των διανυκτερεύσεων που δεν χορηγήθηκαν το μεν πρώτο ως αόριστο και το δεύτερο ως αβάσιμο και στη συνέχεια δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή κατά ένα μέρος, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες να καταβάλουν στον πρώτο των εναγόντων δεκατρείς χιλιάδες εκατόν εβδομήντα ένα ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (13.171,31 €) και στο δεύτερο από αυτούς δέκα χιλιάδες εννιακόσια εβδομήντα δύο ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (10.972,99 €) και αναγνωρίζοντας την υποχρέωσή τους στην καταβολή είκοσι τριών χιλιάδων διακοσίων σαράντα επτά ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (23.247,54 €) προς τον πρώτο και δεκαεπτά χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (17.985,67 €) προς το δεύτερο ενάγοντα, ενεχόμενες προς ταύτα εις ολόκληρον, η δεύτερη όμως περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι το ποσό της αξίας του, ενώ υποχρέωσε τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει δύο χιλιάδες εκατόν εξήντα έξι ευρώ και σαράντα δύο ευρώ (2.166,42 €) στον πρώτο και χίλια επτακόσια τριάντα ένα ευρώ και δέκα λεπτά (1.731,10 €) στο δεύτερο ενάγοντα, άπαντα δε τα ως άνω χρηματικά ποσά επιδίκασε νομιμοτόκως κατά τις στο σκεπτικό της διαλαμβανόμενες διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους οι εκκαλούντες και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Στις διατάξεις των §§ 1 έως και 7 του υπό τον τίτλο «Δρομολόγια εξπρές» άρθρου 33 της από 8.4.2014 ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε αρμοδίως με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5/01/13.6.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664/24.6.2014) και έτσι κατέστη γενικά υποχρεωτική, εφαρμόζεται δε στην κρινόμενη υπόθεση, ορίζεται ότι «Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξη [6] ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (§ 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην ΠΝΟ, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (§ 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίον αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωσιν πριν περάσουν τουλάχιστον έξη [6] ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§ 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§ 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (§ 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (§ 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ’ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο β (§ 7)». Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, υποχρέωση εκείνου που εκμεταλλεύεται ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) να καταβάλλει πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα όταν με το πλοίο εκτελούνται τακτικά ή έκτακτα δρομολόγια εξπρές. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή αποτελεί το αντάλλαγμα της αυξημένης καταπόνησης των ναυτικών που προκαλείται επειδή μεταξύ των δρομολογίων αυτών δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα εξάωρης τουλάχιστον διάρκειας, γεγονός που συνεπάγεται την ελάττωση των ωρών αναπαύσεώς τους συνεπεία των πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου. Κατά την έννοια του άρθρου 33 δρομολόγιο είναι το κυκλικό ταξίδι του πλοίου που μεταφέρει επιβάτες ή/και εμπορεύματα προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή σειράς διαδοχικών λιμένων ή σημείων προσεγγίσεως (ΕφΠατρ. 125/2008, ΕπισκΕΔ 2008/550), το οποίο αρχίζει με τον απόπλου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και περατώνεται με τον κατάπλου στον αφετήριο λιμένα (ΤριμΕφΠειρ. 379/2013, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του δρομολογίου και του αφετήριου λιμένα ταυτίζεται προς εκείνη που αποδίδει ο νομοθετικός ορισμός τους στο άρθρο 1 (στοιχ. στ και ζ) του ΠΔ 814/1974 «Περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως» (ΦΕΚ Α 359/3.12.1974), στο οποίο το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτησιν δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείον εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεσιν του δρομολογίου του» (ΕφΠειρ. 34/2008, ΕΝαυτΔ 2008/290). Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της αφετηρίας σε προκαθορισμένη ώρα ημερησίως, έστω και αν η ώρα δεν είναι κάθε ημέρα η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη και χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (ΜονΕφΠειρ. 260/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του δρομολογίου ως τακτικού. Υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου σε λιμάνι σαφώς ορίζεται ότι ανακύπτει μία και μόνη φορά σε κάθε κυκλικό δρομολόγιο (ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι πριν από κάθε απόπλου του, αφού δεν προβλέπεται χρόνος αναπαύσεως και στην αφετηρία και στον προορισμό. Το λιμάνι στο οποίο θα παραμείνει αγκυροβολημένο το πλοίο για έξι [6] τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου του σ’ αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη το αφετήριο, όπως καταρχήν προδιαθέτει η διάταξη της § 1, αφού τούτο μπορεί να συμβεί και στο λιμάνι του προορισμού, σύμφωνα με τη σαφή πρόβλεψη της § 3, που δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση (ΜονΕφΠειρ. 211/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενόψει του ότι και τότε ο νομοθετικός σκοπός πληρούται. Στην περίπτωση αυτή, δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του σ’ αυτό (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 33/2002, ΔΕΕ 2003/561). Το ότι η προβλεπόμενη πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε σε κάποιο από τους δύο [2] λιμένες (αφετηρίας ή προορισμού) επί έξι [6] ώρες σε κάθε ταξίδι προκύπτει και από τον τρόπο υπολογισμού της, όπως αυτός διαγράφεται στην § 7, όπου τίθεται ως βάση η πλήρης διάρκεια του δρομολογίου, δηλαδή το χρονικό διάστημα από τον απόπλου του από την αφετηρία μέχρι την επιστροφή του σ’ αυτήν. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμένει επί εξάωρο σε καθέναν από τους λιμένες αφετηρίας και προορισμού και, επομένως, να μην ταξιδεύει επί συνολικά δώδεκα [12] ώρες κάθε ημέρα, δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α της § 7 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, αφού κανένα ημερήσιο κυκλικό δρομολόγιο δε θα μπορούσε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών (ΤριμΕφΠειρ. 359/2013, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 85/2015, ΜονΕφΠειρ. 192/2015, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 545/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Όταν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις οι ναυτικοί που απασχολούνται στο πλοίο που εκτελεί δρομολόγια εξπρές δικαιούνται πρόσθετη αμοιβή, που ισούται προς το γινόμενο που αποδίδει ο πολλαπλασιασμός του πηλίκου του αθροίσματος των ωρών των προώρων αναχωρήσεων του πλοίου μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμητικού συντελεστή 8 επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών τους, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Κατά την § 3 η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα δρομολόγια που εκτελούνται από ακτοπλοϊκό επιβατηγό πλοίο που δεν έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από την αφετηρία του (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996) τουλάχιστον πέντε [5] κάθε εβδομάδα. Αντιθέτως, κατά τη διάταξη της § 5 του άρθρου 33, που είναι ειδική σε σχέση προς εκείνη της § 4 (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, ΕφΠειρ. 740/2005, ΕΝαυτΔ 2005/341), αν το πλοίο πραγματοποιεί περισσότερες τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (6 ή 7 ανά εβδομάδα), στον πλοίαρχο και το πλήρωμα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για καθένα εκ των πέραν των πέντε (5) δρομολόγιο, υπολογιζόμενη με βάση τη διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού, χωρίς για τον προσδιορισμό της να χρησιμοποιείται αριθμητικός συντελεστής και χωρίς να ενδιαφέρει το άθροισμα των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κάθε εβδομάδα, αφού κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η πρόσθετη αμοιβή οφείλεται όχι για όλα τα εβδομαδιαία τακτικά δρομολόγια αλλά μόνο για καθένα των έκτου και, ενδεχομένως, εβδόμου κάθε εβδομάδας και καταβάλλεται ανεξαρτήτως αν αυτά εκτελέστηκαν πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας. Έτσι, αν εκτελούνται έξι [6] τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα οι ναυτικοί λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή τους το 1/30 των ως άνω αποδοχών τους (δηλαδή ένα [1] επιπλέον ημερομίσθιο την εβδομάδα) και, αν εκτελούν επτά [7] τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν, βέβαια, τα δρομολόγια που εκτελούνται είναι πέντε [5] ή λιγότερα, ο υπολογισμός της πρόσθετης αμοιβής γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής διάταξης της § 4 του άρθρου 33 (ΜονΕφΠειρ. 534/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή ως δρομολόγια εξπρές νοούνται μόνον εκείνα που εκτελούνται υπό συνθήκες που δεν εξασφαλίζουν εξάωρη παραμονή του πλοίου σε λιμένα. Τέλος, κατά την § 6, πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται κατ’ εξαίρεση (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97) και στους απασχολούμενους σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που ενεργούν ημερινούς πλόες (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή σε πλοία τοπικών γραμμών, εφόσον επεκτείνουν τους πλόες τους και κατά τις νυκτερινές ώρες (ΤριμΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΜονΕφΠειρ. 131/2016, ΜονΕφΠειρ. 281/2015, ΜονΕφΠειρ. 285/2015, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΜονΕφΠειρ. 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, προκειμένου α] περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου σ’ αυτόν, η πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται με βάση ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού, κυμαινόμενο ανάλογα με την υπερδωδεκάωρη ή την από έξι [6] έως δώδεκα [12] ώρες ή την έως έξι [6] ώρες διάρκεια εκάστου κυκλικού πλου, το οποίο πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο της διαιρέσεως του συνόλου των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως με τον αριθμητικό συντελεστή 8, τον οποίο προβλέπει η ΣΣΝΕ, το οποίο (πηλίκο) παριστά τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές σε εβδομαδιαία βάση, ενώ β] επί πλοίου με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, η ίδια αμοιβή υπολογίζεται με βάση τον εξαρχής δεδομένο αριθμό των προσθέτως αμειβόμενων δρομολογίων σε εβδομαδιαία βάση (1 ή 2), που πολλαπλασιάζεται προς το ανάλογο με τη διάρκεια του ημερήσιου ταξιδιού ποσοστό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου ναυτικού και γ] το ίδιο συμβαίνει και στις εξαιρετικές περιπτώσεις των νυκτερινών δρομολογίων, ο αριθμός των οποίων σε εβδομαδιαία βάση είναι ομοίως εξαρχής δεδομένος (1 ή 2) και δεν εξάγεται με αριθμητικούς υπολογισμούς επί τη βάσει μεταβλητών ποσοτήτων. Από όσα προαναφέρθηκαν καθίσταται φανερό ότι στη γένεση της αξίωσης στην πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συντελούν περισσότερα βιοτικά συμβάντα, ανόμοια κατά το ποιόν τους, γεγονός που επιδρά στη θεμελίωσή της όταν η ικανοποίησή της επιδιώκεται δικαστικά. Πράγματι, από το άρθρο 33, που θεσπίζει περισσότερους κανόνες δικαίου με διαφορετικό πραγματικό ο καθένας, απορρέουν τρεις [3] βάσεις αγωγής, που διαφοροποιούνται ως προς τα δικαιοπαραγωγικά τους γεγονότα, τα οποία, κατά το υιοθετούμενο από τον έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ., Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 24 επομ. και Γ. Μητσοπούλου, Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, σε Δνη 1995/1 επομ.), πρέπει να περιγράφονται επαρκώς στο δικόγραφό της, αφού είναι αναγκαία για την επέλευση της έννομης συνέπειας, δηλαδή για την αποδοχή του αγωγικού αιτήματος, σύμφωνα με τον κανόνα δικαίου, του οποίου με την αγωγή γίνεται επίκληση. Ο κανόνας αυτός δεν χρειάζεται να προσδιοριστεί ρητώς, αφού η αγωγή δεν είναι ανάγκη να περιέχει νομική βάση (ΑΠ 1261/1993, Δνη 1995/132) και η υπαγωγή των επικαλούμενων πραγματικών περιστατικών στην προσήκουσα διάταξη νόμου γίνεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Αν, όμως, ο ενάγων δια της ρητής επικλήσεως συγκεκριμένης νομικής βάσης εκφράσει με το αγωγικό δικόγραφο τη βούλησή του να θεμελιώσει την αξίωσή του μόνο σ’ αυτήν, το δικαστήριο δε δικαιούται σε άλλη υπαγωγή, αφού αυτό θα προσέβαλε τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως (ΕφΠειρ. 345/2002, ΕΝαυτΔ 2002/6 = ΠειρΝομ 2002/199, ΕφΠειρ. 1015/2000, ΔΕΕ 2001/637, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 16, σελ. 302 επομ., Στ. Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2003, σελ. 9, πρβλ Σπ. Τσαντίνη, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία, 2016, § 5, σελ. 218). Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής ναυτικού που ενάγει τον εργοδότη του για την καταβολή της πρόσθετης αμοιβής που του οφείλεται συνεπεία εκτελέσεως νυκτερινών δρομολογίων (περ. γ ανωτέρω), απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, η επίκληση του αριθμού των ημερήσιων δρομολογίων του ημερόπλοιου ή του πλοίου τοπικών γραμμών και η διάρκεια εκάστου με σαφή προσδιορισμό του τμήματός τους που επεκτείνεται μετά την ενδεκάτη βραδινή ή εκτελείται πριν την εβδόμη πρωινή (ΜονΕφΠειρ. 237/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ όταν πρόκειται για πλοίο με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (περ. β ανωτέρω) είναι αναγκαία η αναφορά του αριθμού των αναχωρήσεων αυτών σε εβδομαδιαία βάση (ΕφΠειρ. 452/2010, αδημ. προσκομιζόμενη) και του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, εφόσον αυτές υπερβαίνουν τις νόμιμες, αφού άλλως αρκεί η μνεία της ειδικότητάς του και της χωρητικότητας του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Αν, όμως, ο ενάγων απασχολήθηκε σε πλοίο με λιγότερα των πέντε [5] κυκλικά ταξίδια ανά εβδομάδα και αναχωρήσεις προ της παρελεύσεως εξαώρου από τον κατάπλου, στο δικόγραφο της αγωγής του, με την οποία διώκει την επιδίκαση της πρόσθετης αμοιβής του για τα δρομολόγια αυτά, πρέπει, πέραν του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του, να αναφέρει τη δρομολογιακή γραμμή, προς εξυπηρέτηση της οποίας καθορίστηκαν τα εν λόγω δρομολόγια και τον αριθμό των εβδομαδιαίων αναχωρήσεων του πλοίου από την αφετηρία του, να προσδιορίζει τους λιμένες αφετηρίας και προορισμού και να μνημονεύει τόσο την ώρα κάθε απόπλου και κατάπλου σ’ αυτούς, προκειμένου να καταστεί εφικτή η άθροιση των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου (ΤριμΕφΠειρ. 591/2013, ΜονΕφΠειρ. 293/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 17/2013, ΠειρΝ 2013/167, ΕφΔωδ. 113/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 540/2006, ΕΝαυτΔ 2006/363), όσο και τη συνολική χρονική διάρκεια κάθε κυκλικού δρομολογίου, προκειμένου να προσδιοριστεί το ποσοστό των συνολικών αποδοχών του επί του οποίου θα υπολογιστεί η επίδικη πρόσθετη αμοιβή (ΕφΠειρ. 1090/2005, ΕφΠειρ. 726/2003, αδημ. προσκομιζόμενες). Επί πλοίου που φέρεται να αναχωρεί πριν την παρέλευση εξαώρου από το λιμάνι της αφετηρίας του είναι αναγκαία η ειδική μνεία της χρονικής διάρκειας παραμονής του στο λιμάνι του προορισμού του (ΤριμΕφΠειρ. 716/2011, ΕΝαυτΔ 2012, 107, ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΜονΕφΠειρ. 620/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού, όπως ήδη εκτέθηκε, η αξίωση πρόσθετης αμοιβής δε γεννάται αν το εξάωρο αναπαύσεως σε κάθε κυκλικό ταξίδι συμπληρώνεται στο λιμάνι αυτό, καθόσον τότε δεν πρόκειται για δρομολόγιο εξπρές κατά την έννοια της § 3 του άρθρου 33 της εν λόγω ΣΣΝΕ. Η ελλιπής αναφορά των περιστατικών αυτών στο δικόγραφο της αγωγής που ασκείται με τη ρητή επίκληση της διατάξεως της § 4 του ιδίου άρθρου την καθιστά αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006, Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής ούτε το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις ούτε ο εναγόμενος να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα. Η αοριστία αυτή δε μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου (ΑΠ 94/2018, ΧρΙΔ 2019/99) ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 165/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθόσον τούτο αντίκειται στις για την προδικασία διατάξεις του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 5/2019, ΑΠ 512/2018, ΑΠ 752/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μόνη δε διέξοδος καταλείπεται στον ενάγοντα η επάνοδος με νέα αγωγή, συμπληρωμένη κατά τα προηγουμένως ελλείποντα στοιχεία. Τη θεραπεία της πραγματικής αοριστίας της αγωγής του ο ενάγων ούτε με έφεση μπορεί να επιτύχει, αφού για τη συμπλήρωση, τη διευκρίνιση ή τη διόρθωση των αγωγικών ισχυρισμών του ο νόμος (άρθρο 224 εδαφ. β ΚΠολΔ) του παρέχει ευχέρεια μόνο μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 114, αρ. 39, σελ. 247). Έτσι, αν η αγωγή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ο ενάγων δικαιούται μεν να εκκαλέσει την πρωτοβάθμια κρίση ως εσφαλμένη, δεν δύναται, όμως, με την έφεσή του ούτε να συμπληρώσει τους ελλιπείς αγωγικούς ισχυρισμούς του εντός της βάσης που εξαρχής επέλεξε ούτε να θεμελιώσει την απαίτησή του σε άλλη, διάφορη της αγωγικής, βάση, δεδομένου ότι με τη διάταξη του άρθρου 526 εδαφ. α ΚΠολΔ ο νομοθέτης επαναλαμβάνει στη δευτεροβάθμια δίκη την απαγόρευση της μεταβολής της (ΑΠ 1867/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 526, αρ. 3, σελ. 244), δηλαδή το ανεπίτρεπτο της παράλλαξης των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών είτε με την προσθήκη άλλων που αντικαθιστούν τα πρωτοδίκως προταθέντα (ΟλΑΠ 2/1994, Δνη 1994/352 = ΑρχΝ 1994/300 = ΕΕΝ 1994/379, ΑΠ 962/2012, ΕΠολΔ 2013/424 = ΧρηΔικ 2012/454,  ΑΠ 389/2010, ΕΠολΔ 2010/426 = ΕΕμπΔ 2010/918 = ΝοΒ 2011/337 = Αρμ. 2011/1171, ΕφΘεσ. 729/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Άνθιμος, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 98 επομ.) και αλλοιώνουν το ιστορούμενο βιοτικό συμβάν στο σύνολό του είτε με τη συμπλήρωση ή την αντικατάσταση ενός μόνον περιστατικού αν δι’ αυτής επέρχεται μεταβολή του επικαλούμενου κανόνα δικαίου, όπως συμβαίνει όταν με τη διαφοροποίηση της ιστορικής αιτίας το επίδικο αίτημα παραμένει μεν το ίδιο αλλά υπάγεται πλέον στο πραγματικό ενός άλλου κανόνα δικαίου  (ΑΠ 460/2013, ΠειρΝ 2013/129 = ΔΕΕ 2014/267, Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 117, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης και αντικείμενο της έκκλητης δίκης, 2016, σελ. 242, Ν. Κλαμαρής, γνμδ, σε ΝοΒ 2013/1126 επομ. [1136]).

Εν προκειμένω, με την αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι το ως άνω πλοίο, στο οποίο καθένας τους απασχολήθηκε με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, εκτελούσε πλόες μεταξύ νήσων των Κυκλάδων στις δρομολογιακές γραμμές α] Σύρο – Τήνο – Άνδρο με επιστροφή στη Σύρο, β] Σύρο – Σέριφο – Σίφνο – Κίμωλο – Μήλο με επιστροφή στη Σύρο και προσεγγίσεις στα ίδια λιμάνια κατ’ αντίστροφη πορεία, γ] Σύρο – Κύθνο – Κέα – Λαύριο με επιστροφή στη Σύρο από τα ίδια λιμάνια, δ] Σύρο – Πάρο – Νάξο – Ίο – Σίκινο – Φολέγανδρο – Κίμωλο – Μήλο με επιστροφή στη Σύρο από τα ίδια λιμάνια αντίστροφα, ε] Σύρο – Πάρο – Νάξο – Ίο – Σίκινο – Φολέγανδρο – Θηρασιά – Θήρα – Ανάφη με επιστροφή στη Σύρο κατ’ αντίστροφη πορεία και στ] Σύρο – Πάρο – Σέριφο – Σίφνο – Κίμωλο – Μήλο με επιστροφή στη Σύρο από τα ίδια λιμάνια, ότι καθένα από τα ταξίδια αυτά είχε διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών, ότι το πλοίο απέπλεε από το λιμένα της Σύρου τέσσερις [4] φορές κάθε εβδομάδα του χρονικού διαστήματος από 5.1 έως 6.3.2014 και τρεις [3] φορές κάθε εβδομάδα των λοιπών επίδικων χρονικών διαστημάτων αναχωρώντας από εκεί πριν τη συμπλήρωση εξαώρου από τον κατάπλου του και, υπό τη ρητή επίκληση των §§ 3 και 7 της ως άνω ΣΣΝΕ, ζήτησαν να τους καταβληθεί πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, τον αριθμό των οποίων υπολόγισαν ανά εβδομάδα με βάση τις αναφερόμενες ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από τη Σύρο, το σύνολο των οποίων διαίρεσαν με τον αριθμητικό συντελεστή 8. Το αίτημά τους αυτό ήταν αόριστο, καθόσον οι ενάγοντες παρέλειψαν να αναφέρουν την ακριβή ώρα άφιξης και αναχώρησης του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας (δηλαδή κατά τους ισχυρισμούς τους τη Σύρο) και από το εκάστοτε λιμάνι προορισμού (δηλαδή κατά τους ισχυρισμούς τους την Άνδρο, τη Μήλο, το Λαύριο και την Ανάφη, ανάλογα με το δρομολόγιο), ώστε να προκύπτει η χρονική διάρκεια της εκεί παραμονής του και με τον τρόπο αυτό κατέστησαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες περιστατικό της συμπληρώσεως κατά τη διάρκεια εκάστου κυκλικού δρομολογίου ή μη εξάωρης συνεχούς παραμονής του πλοίου στο λιμένα προορισμού, του οποίου η αναφορά ήταν αναγκαία, αφού, όπως εκτέθηκε, το δρομολόγιο κατά τη διάρκεια του οποίου συμπληρώνονται έξι [6] ώρες αναπαύσεως του πλοιάρχου και του πληρώματος στο λιμάνι προορισμού δε θεωρείται εξπρές κατά την έννοια των διατάξεων της ΣΣΝΕ των οποίων έγινε επίκληση και, επομένως, αξίωση για την καταβολή της αντίστοιχης πρόσθετης αμοιβής δεν παράγεται. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με αυτές τις παραδοχές κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε το συγκεκριμένο αγωγικό αίτημα ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του τρόπου της εκφοράς του ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο πρώτος λόγος της ένδικης Β έφεσης, με τον οποίο πλήττεται ως εσφαλμένη η κρίση του αυτή πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε καθόσον, ειδικότερα, η πλημμέλεια που αποδίδεται στην εκκαλουμένη και συνίσταται στο ότι για την ανεύρεση της ακριβούς ώρας εκάστης των αφιξαναχωρήσεων του πλοίου από τα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού δεν ανέτρεξε στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, που οι ενάγοντες είχαν πρωτοδίκως προσκομίσει, δεν αποτελεί σφάλμα, δεδομένου ότι το ελλιπές περιεχόμενο της αγωγής δεν επιτρέπεται κατά το δικονομικό στάδιο ελέγχου του παραδεκτού της να συμπληρωθεί με βάση άλλα εκτός αυτής (αποδεικτικά) έγγραφα. Περαιτέρω, στα πλαίσια του ιδίου λόγου της εφέσεώς τους οι ενάγοντες, αναφερόμενοι στα περιστατικά που με την αγωγή τους εξέθεσαν,  προβάλλουν για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τον ισχυρισμό ότι το πλοίο AJ είχε επτά [7] τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα της Σύρου και μέμφονται την εκκαλουμένη για μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 33 § 5 της ως άνω ΣΣΝΕ, επειδή δεν τους επιδίκασε πρόσθετη αμοιβή για τα δύο [2] από τα κυκλικά αυτά δρομολόγια, που θεωρούνται εξπρές επειδή υπερβαίνουν τα πέντε [5] εβδομαδιαίως χωρίς να ασκεί επιρροή το πρόωρο ή μη των αναχωρήσεων του πλοίου από την αφετηρία του προς εκτέλεσή τους. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού υπό τα εκτιθέμενα το πλοίο ουδέποτε πραγματοποίησε επτά [7] αναχωρήσεις από τη Σύρο εντός της ιδίας εβδομάδας. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος προεχόντως για το λόγο ότι η προβολή του συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, η οποία, για όσους λόγους ήδη εκτέθηκαν, είναι απαγορευμένη είτε γίνει στον πρώτο είτε στο δεύτερο βαθμό (ΕφΘεσ. 1075/2010, Αρμ. 2003/1118, ΜονΕφΠειρ. 234/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πράγματι, εν προκειμένω, η εγκατάλειψη του ισχυρισμού περί πρόωρων αναχωρήσεων του πλοίου και η αντικατάστασή του από την επίκληση της εκτέλεσης τακτικών δρομολογίων περισσότερων των πέντε [5] ανά εβδομάδα μεταβάλει τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που πρωτοδίκως επικαλέστηκαν οι ενάγοντες και διαφοροποιεί απαράδεκτα το νόμιμο λόγο παραγωγής της αιτούμενης έννομης συνέπειας, μολονότι αυτή παραμένει η ίδια (η επιδίκαση της πρόσθετης αμοιβής) και ανεξαρτήτως του ότι απορρέει από το ίδιο βιοτικό συμβάν (την εκτέλεση ακτοπλοϊκών δρομολογίων).

ΙV. Α] Κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. ΣΤ αυτής συγκαταλέγονται οι μηχανοδηγοί και οι καθαριστές που ανήκουν στο προσωπικό του μηχανοστασίου, καταβάλλεται μηνιαίως χρηματικό ποσό πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) ως επίδομα ιματισμού τους και προς αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν. Όμως, το επίδομα αυτό δεν αποτελεί παροχή του εργοδότη καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας τους, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, με αποτέλεσμα, σύμφωνα και με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 5 της ΣΣΝΕ, να μην οφείλεται εάν η στολή παρέχεται από τον εργοδότη, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204), να μην περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές του ναυτικού (ΜονΕφΠειρ. 177/2016, ΜονΕφΠειρ. 200/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να μη λαμβάνεται υπόψη ούτε κατά τον υπολογισμό των εορταστικών επιδομάτων (δώρων) [ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262].

Β] Εξάλλου, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Στην αντίθετη περίπτωση, τα ποσά που απαρτίζουν τον κλειστό μισθό συνιστούν τις καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές του ναυτικού και η μη καταβολή τους παράγει δικαστικώς επιδιώξιμη αξίωσή του, που δεν αποκρούεται με τον ισχυρισμό ότι αντί των συμφωνημένων οφείλονται οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, αφού αυτές είναι μικρότερες. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 212/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).

Γ] Με το υπό τον τίτλο «Προστασία Ναυτικής Εργασίας» άρθρο 50 § 1 του Ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α 69/2.7.2015) τροποποιήθηκε η § 13 του όγδοου άρθρου του Ν. 2932/2001 (ΦΕΚ Α 145/27.6.2001), που εξουσιοδοτούσε τον Υπουργό Ναυτιλίας να συνάπτει με πλοιοκτήτες συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την αποκλειστική εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών που χαρακτηρίζονται άγονες και, μεταξύ άλλων, ορίστηκε ότι με απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού αποδίδονται σε ναυτικούς εταιρίας που κηρύχθηκε έκπτωση τέτοιας συμβάσεως ή εταιρίας που ανήκει στον ίδιο εταιρικό όμιλο ή στην ίδια μητρική επιχείρηση ή σε άλλη ναυτική εταιρία υπό κοινή διαχείριση, τα έσοδα από την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών που είχαν κατατεθεί για την καλή εκτέλεση των συμβάσεων αυτών από τον πλοιοκτήτη που συμβλήθηκε με το Δημόσιο και εργοδότη των ναυτικών, εφόσον αυτός δεν τήρησε τις σχετικές με τη μισθοδοσία τους διατάξεις. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της υπουργικής τροπολογίας στο Σχέδιο Νόμου που περιέλαβε την ως άνω ρύθμιση με αυτή λαμβάνονται επείγοντα μέτρα για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων εκείνων των ναυτικών, των οποίων ο εργοδότης έχει καταστεί αφερέγγυος και κηρύχθηκε έκπτωτος του έργου της εκτέλεσης δρομολογίων σε άγονες γραμμές της ακτοπλοΐας που είχε αναλάβει με σύμβαση, τα οποία (επείγοντα μέτρα) λαμβάνονται ακόμα και μετά την έναρξη της διαδικασίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981, στις οποίες θα γίνει εκτενέστερη αναφορά σε επόμενο σημείο της παρούσας και κατά τις οποίες η διαπίστωση εκ μέρους των Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτιλίας του γεγονότος ότι κάποιος πλοιοκτήτης δεν τηρεί τις περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεις του έναντι των ναυτικών που απασχολεί συνεπάγεται την περιέλευση αυτών σε κατάσταση εγκατάλειψής τους από τον εργοδότη τους και ενεργοποιεί τη διαδικασία οικονομικής προστασίας τους, όπως αυτή διαγράφεται στις διατάξεις της με αριθμό 3529.2/12/2010 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας «Διαπίστωση των προϋποθέσεων παροχής προστασίας και βεβαιώσεως των δικαιούμενων αποδοχών των εγκαταλειπόμενων από τον πλοιοκτήτη ναυτικών» (ΦΕΚ Β 314/24.3.2010), η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και για την απόδοση των ως άνω εσόδων. Με τη νομοθετική ρύθμιση σκοπείται η σύμμετρη ικανοποίηση των απαιτήσεων των δικαιούχων ναυτικών, όπως αυτές καθ’ ύψος ανά δικαιούχο καθορίζονται με πρακτικό της Επιτροπής της § 3 του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981, το οποίο στη συνέχεια κυρώνεται διοικητικά, ενώ, κατά το τελευταίο εδάφιο της § 1 του άρθρου 50 του Ν. 4331/2015, που προστέθηκε με το άρθρο 55 § 2 του Ν. 4342/2015 (ΦΕΚ Α 143/9.11.2015), «ο Κωδικός Αριθμός Εξόδων για την απόδοση των εν λόγω ποσών και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής». Από τα ανωτέρω σε συνδυασμό προς το ότι μετά την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής το χρηματικό ποσό για το οποίο εκδόθηκε περιέρχεται ως αξία στην περιουσία του λήπτη της (Απ. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, § 6, αρ. 127, σελ. 177), συνάγεται ότι η απόδοση από το Δημόσιο στους δικαιούχους ναυτικούς των ποσών που προέρχονται από την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών που ο εργοδότης τους, που εκ των υστέρων κατέστη αφερέγγυος, είχε καταθέσει για την ανάληψη του συμβατικού έργου της δρομολογιακής εξυπηρέτησης άγονης γραμμής, συνιστά εκπλήρωση της προς αυτούς συμβατικής παροχής του από τρίτον κατά την έννοια του άρθρου 317 ΑΚ, η οποία είναι καταρχήν επιτρεπτή, προκαλεί τα ίδια όπως και κατά το άρθρο 416 ΑΚ αποτελέσματα και απαλλάσσει τον οφειλέτη από την ενοχική του υποχρέωση (ΑΠ 1265/2002, Δνη 2004/459, Α. Γεωργιάδου, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 317, αρ. 7, σελ. 142, Μ. Καστριώτη, Η αποσβεστική λειτουργία της καταβολής σε θέματα αστικού δικαίου και αναγκαστικής εκτέλεσης [ΑΚ 416], σε ΑρχΝ 2010/1 επομ. [9], Ι. Σπυριδάκης, γνμδ σε ΕφΑΔ 2009/131 επομ., πρβλ ΑΠ 1627/2010, Δνη 2011/432, 489 = ΧρΙΔ 2011/586), με αποτέλεσμα η πραγματική καταβολή των πιο πάνω ποσών να επιφέρει απόσβεση της ενοχής του εργοδότη προς τους εργαζόμενους, αφού, ανεξαρτήτως της υποκαταστάσεως του Δημοσίου στα δικαιώματα των ναυτικών, περί της οποίας καμία αναφορά δεν γίνεται στο άρθρο 50 § 1 του Ν. 4331/2015, ρητώς πάντως εκεί ορίζεται ότι σκοπός της καταβολής είναι η ικανοποίηση (και δη συμμέτρως) των περιουσιακών απαιτήσεων των δικαιούχων που απορρέουν από τη σύμβαση της ναυτολόγησης εκάστου με τον αφερέγγυο εκμεταλλευτή του πλοίου (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή). Επομένως, η απόδειξη της καταβολής των ως άνω ποσών σε ναυτικό που έχει εναγάγει τον εργοδότη του για την ικανοποίηση των αξιώσεών του από την παροχή της εργασίας του άγει σε καταλογισμό των από τον ενάγοντα εισπραχθέντων στις επίδικες απαιτήσεις στο βαθμό που τα πρώτα καλύπτουν τις δεύτερες, με αποτέλεσμα να οφείλεται πλέον μόνον το υπερβάλλον (περί της έννοιας του καταλογισμού και της λειτουργίας του στις εργατικές απαιτήσεις ως μηχανισμού αποτροπής της διπλής πληρωμής των ίδιων μισθολογικών παροχών που επιτρέπεται πάντοτε για λόγους ουσιαστικής δικαιοσύνης βλ. ΑΠ 1067/2017,  ΑΠ 764/2010, ΧρΙΔ 2011/262).

  1. V. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως ……………., εργαζομένου με την ειδικότητα του πρώτου μηχανικού στο πλοίο των εναγομένων, συνυπηρετήσαντος με τους ενάγοντες, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η μαρτυρία του περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει και με την υπ’ αριθμ. …../28.9.2015 ένορκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. βεβαίωση του ………., αρχιμηχανικού της δεύτερης εναγόμενης, που την προσκομίζει, η οποία δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και αξιολογείται ως απλό έγγραφο (ΑΠ 515/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 554/2012, ΕφΑΔ 2012/878 = ΕΠολΔ 2012/597, ΑΠ 254/2013, ΕφΑΔ 2013/786, ΑΠ 1633/2009, ΧρΙΔ 2010/531, Ι. Δεληκωστόπουλος, Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ μετά την εφαρμογή του ν. 4335/2015, σε Δνη 2017/666 επομ. [682], Ι. Πετρόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις στην πολιτική δίκη, Δνη 2007/38 επομ. [46]), ανεξαρτήτως αν της λήψεώς της προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση του τότε αντιδίκου της (ΑΠ 736/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι Έλληνες απογεγραμμένοι ναυτικοί, κάτοχοι των ναυτικών φυλλαδίων με αριθμούς …. και ….. αντίστοιχα και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα απασχολήθηκαν με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, ο πρώτος με την ειδικότητα του δεύτερου μηχανοδηγού και ο δεύτερος ως καθαριστής μηχανής, στο επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο AJ, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ….., κ.ο.χ. 3.934,18 υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ….., το οποίο ανήκει στην κυριότητα της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας και ήδη από το έτος 2010 τελούσε υπό εφοπλισμό από την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, που ασκούσε την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευσή του. Ειδικότερα, σε εκτέλεση αντίστοιχων προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά στις 9.4.2013 και στις 6.8.2013 μεταξύ των εναγόντων και του νομίμου εκπροσώπου της εφοπλίστριας, οι πρώτοι ναυτολογήθηκαν αυθημερόν στο ως άνω πλοίο, στο οποίο και απασχολήθηκαν μέχρι τις 30.7.2015 και τις 24.7.2015 αντίστοιχα, οπότε και η εργασιακή τους σχέση λύθηκε υπό τις συνθήκες που θα αναφερθούν πιο κάτω. Κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής τους, για το οποίο οι ενάγοντες εγείρουν αξιώσεις, εφαρμοστέα ήταν η από 8.4.2014 ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2014, που καθόριζε τα ελάχιστα όρια των νόμιμων αποδοχών των ναυτικών, όμως, με τις ατομικές τους συμβάσεις ναυτικής εργασίας οι ενάγοντες συνομολόγησαν και η πρώτη εναγόμενη αποδέχθηκε να τους καταβάλει «κλειστό» μισθό, που περιελάμβανε το μισθό ενέργειας της ΣΣΝΕ και τα προβλεπόμενα από αυτήν επιδόματα και, επιπλέον, κατ’ αποκοπή χρηματικό ποσό ως αμοιβή της υπερωριακής εργασίας τους. Πιο συγκεκριμένα, οι μηνιαίες αποδοχές του πρώτου ενάγοντος περιελάμβαναν το μισθό ενέργειας του δεύτερου μηχανοδηγού, ύψους χιλίων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (1.166,39 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, ύψους διακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (256,61 €), το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ύψους τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (35,22 €), το επίδομα κατωτέρου πληρώματος ύψους δεκαεννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (19,81 €), το επίδομα εκτέλεσης έξτρα εργασιών ύψους τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (35,48 €) και τις αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας ύψους τετρακοσίων δεκαεννέα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών {[(1.166,39 € + 256,61 € : 22 = 64,68 €) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 419,46 €}, ενώ οι μηνιαίες αποδοχές του δεύτερου ενάγοντος περιελάμβαναν το μισθό ενέργειας του καθαριστή μηχανής ύψους εννιακοσίων δέκα ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (910,38 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, ύψους διακοσίων ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (200,28 €), το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ύψους τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (35,22 €), το επίδομα κατωτέρου πληρώματος ύψους δεκαεννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (19,81 €), το επίδομα εκτέλεσης έξτρα εργασιών ύψους τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (35,48 €) και τις αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας ύψους τριακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών {[(910,38 € + 200,28 € : 22 = 50,48 €) + 19,21 €] Χ 5 ημέρες = 348,47 €}. Πέραν των ανωτέρω, που προβλέπονταν από τη ΣΣΝΕ, η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε στους ενάγοντες για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής τους α] το χρηματικό ποσό των εκατόν ενός ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (101,83 €) στον πρώτο και των εβδομήντα εννέα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (79,48 €) στο δεύτερο ως επίδομα άγονης γραμμής, β] το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (458,43 €) στον πρώτο και των τριακοσίων πενήντα επτά ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (357,81 €) στο δεύτερο, ως αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής τους κατά τα Σάββατα και τις αργίες και γ] το χρηματικό ποσό των εκατόν ενενήντα έξι ευρώ (196 €) στον πρώτο και των ενενήντα πέντε ευρώ (95 €) στο δεύτερο, ως αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές και Κυριακές, ενώ λόγω της αυτουσίως επί του πλοίου παρεχομένης τροφής δεν καταβαλλόταν στους ενάγοντες το προβλεπόμενο από το άρθρο 3 της ΣΣΝΕ ημερήσιο αντίτιμό της. Έτσι, οι καταβαλλόμενες αποδοχές των εναγόντων ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες εξακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και είκοσι τρία λεπτά (2.689,23 €) για τον πρώτο και σε δύο χιλιάδες ογδόντα ένα ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (2.081,93 €) για τον δεύτερο από αυτούς για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής τους και υπερέβαιναν τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ως άνω ΣΣΝΕ. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από τους έγγραφους λογαριασμούς μισθοδοσίας των εναγόντων, όπου γίνεται ανάλυση των κονδυλίων που απαρτίζουν το σύνολο των αποδοχών τους. Με βάση τους λογαριασμούς αυτούς, από τους οποίους προκύπτουν πληρωμές των ιδίων, υπέρτερων των νομίμων, χρηματικών ποσών για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης ή αναλογία αυτών κατά τους λοιπούς μήνες, καταρρίπτεται ο αμυντικός ισχυρισμός της δεύτερης εναγόμενης ότι η αμοιβή της εργασίας των εναγόντων δεν είχε συμφωνηθεί «κλειστή» αλλά περιελάμβανε μόνον το μισθό ενέργειας και τα ελάχιστα επιδόματα που αντιστοιχούσαν κατά τη ΣΣΝΕ στην ειδικότητα εκάστου από αυτούς, που απορριφθείς πρωτοδίκως επαναφέρεται με την ένδικη Α έφεσή της. Ομοίως αβάσιμος είναι και ο επαναπροβαλλόμενος ισχυρισμός της ότι το οφειλόμενο μηνιαίως σε καθέναν ενάγοντα επίδομα άγονης γραμμής ήταν ίσο προς το προβλεπόμενο από τη ΣΣΝΕ και ανερχόταν σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενέργειας εκάστου και, συγκεκριμένα, σε ογδόντα ένα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (81,65 €) για τον πρώτο και εξήντα τρία ευρώ και εβδομήντα τρία λεπτά (63,73 €) για το δεύτερο, δεδομένου ότι τακτικώς καταβαλλόμενα δεν ήσαν τα ποσά αυτά αλλά τα υπέρτερα που προαναφέρθηκαν, την πληρωμή των οποίων, αντί των νομίμων, η εκκαλούσα δεν εξηγεί. Εξάλλου, από τους ίδιους μισθοδοτικούς λογαριασμούς προκύπτει ότι ουδέποτε καταβλήθηκε στους ενάγοντες το προβλεπόμενο από τη ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού. Τούτο σημαίνει ότι τον απαιτούμενο ιματισμό τους παρείχε η εργοδότριά τους σε είδος και το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την προσκομιδή των υπ’ αριθμ. …./24.12.2013 και …../6.11.2014 τιμολογίων που εκδόθηκαν από τον έμπορο ενδυμάτων …….. και από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……» αντίστοιχα για την πώληση προς την εφοπλίστρια του πλοίου διακοσίων τεσσάρων [204] και διακοσίων ογδόντα [280] αντίστοιχα τεμαχίων από το είδος «ολόσωμη φόρμα εργασίας», που ακολούθως διανεμήθηκαν σε όλους τους απασχολούμενους στα πλοία της ναυτικούς. Δεν υπήρχε, επομένως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. IVA της παρούσας αναφέρθηκαν, υποχρέωση καταβολής του επιδόματος ιματισμού στους ενάγοντες επιπλέον του μισθού τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο συναφής τρίτος λόγος της ένδικης Β έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται επειδή η εκκαλουμένη εσφαλμένα δε συνυπολόγισε το συγκεκριμένο επίδομα κατά τον προσδιορισμό των μισθών υπερημερίας του δεύτερου από αυτούς και του υπολοίπου των δεδουλευμένων αποδοχών, των επιδομάτων δώρων εορτών και της αποζημιώσεως απολύσεως αμφοτέρων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1ης.1.2014 έως και 12.10.2014 το πλοίο AJ εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμές ενταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και, συγκεκριμένα, διενεργούσε πλόες προς εξυπηρέτηση των νήσων των Κυκλάδων που ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας αναφέρθηκαν, με αφετηρία τους λιμένες της Σύρου και του Λαυρίου, πλην του χρονικού διαστήματος από 7.3.2014 έως και 18.4.2014, κατά το οποίο το πλοίο δεν ταξίδευε εξαιτίας της εκτελέσεως εργασιών συντηρήσεώς του ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του, όπως αποδεικνύεται από το ημερολόγιο γέφυρας, που προσκομίζει σε αντίγραφο η δεύτερη εναγόμενη και όπως συνομολογείται από τους ενάγοντες, οι οποίοι δεν επικαλούνται δρομολόγια του πλοίου κατά το εν λόγω διάστημα. Από το ημερολόγιο γέφυρας και από την ένορκη βεβαίωση του ………. προκύπτει ότι κατά το διάστημα αυτό το πλήρωμα του πλοίου μετείχε στις εκτελούμενες εργασίες απασχολούμενο κατά το ωράριο 08:00 έως 17:00 με ωριαίο διάλλειμα για γεύμα και αναψυχή, δηλαδή επί οκτάωρο ημερησίως. Επίσης, ανεκτέλεστα παρέμειναν, όπως δεν αμφισβητείται, τα δρομολόγια της 22.1, 24.1, 25.1, 26.1, 27.1, 2.2, 2.3, 11.5, 14.5, 3.6, 2.7 και 5.7.2014 εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών. Από τις 13.10.2014 και έως τις 30.7.2015 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια αλλά παρέμεινε σε ακινησία στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας Αττικής προς επισκευή ζημίας στην αριστερή κύρια μηχανή του. Κατά το διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν περιορισμένης έκτασης επισκευαστικές εργασίες, στις οποίες δε μετείχε το πλήρωμά του, συγχρόνως δε λάμβαναν χώρα και γυμνάσια προς αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Από την 1η.8.2014 η πρώτη εναγόμενη, που μέχρι τότε καθυστερούσε την εξόφληση των αμοιβών του πληρώματος του πλοίου, διέκοψε τη μισθοδοσία τους και για το λόγο αυτό στις 19.2.2015 τα μέλη του, μεταξύ των οποίων αμφότεροι οι ενάγοντες, προέβησαν σε επίσχεση εργασίας μέχρις εξοφλήσεως των έως τότε δεδουλευμένων αποδοχών τους με κοινή έγγραφη δήλωσή τους που κοινοποιήθηκε στην εφοπλίστρια και επέφερε την αναστολή της σχέσης εργασίας τους (Ι. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις και δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας, 2014, σελ. 778, Στ. Βλαστός, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 382). Το καθεστώς αυτό, όμως, δε συνεχίστηκε ως προς τον πρώτο ενάγοντα, ο οποίος, σε χρονικό σημείο που δεν διευκρινίστηκε, μεταγενέστερο πάντως της 19ης.2.2015, επανήλθε στην εργασία του, μολονότι δεν είχαν εξοφληθεί οι απαιτήσεις του, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του …….. που βεβαιώνει ότι διαπίστωνε καθημερινά την παρουσία του στο πλοίο. Στις 11.6.2015 ο εφοπλισμός του πλοίου έληξε και η εκμετάλλευσή του επανήλθε στην κυρία αυτού δεύτερη εναγόμενη, η οποία συνέχισε να το εκμεταλλεύεται εφεξής ως πλοιοκτήτρια. Τέλος, στις 30.7.2015 στο ναυτικό φυλλάδιο του πρώτου ενάγοντος σημειώθηκε ότι αυτός απολύθηκε από το πλοίο AJ στις 22.7.2015, επειδή έκλεισε το ναυτολόγιό του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν. 3816/2010, ενώ παρόμοια εγγραφή καταχωρήθηκε στο ναυτικό φυλλάδιο και του δεύτερου ενάγοντος στις 24.7.2015. Για την αποναυτολόγησή τους αυτή, περί της οποίας θα γίνει λόγος εκτενέστερα πιο κάτω, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι επήλθε ύστερα από δική τους καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους συνεπεία βαρέων έναντι αυτών παραβάσεων των καθηκόντων του πλοιάρχου, συνιστάμενων στη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους. Ανεξαρτήτως τούτου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο AJ τελούσε υπό εφοπλισμό και εκτελούσε δρομολόγια (1.1.2014 έως 12.10.2014), οι ενάγοντες απασχολούνταν καθημερινά πέραν του νομίμου οκταώρου τους, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη μόνιμη καταβολή αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας τόσο κατά τα Σάββατα και τις αργίες όσον και κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές. Με βάση το προβλεπόμενο στη ΣΣΝΕ προσαυξημένο ωρομίσθιο της ειδικότητας εκάστου (8,43 € με την απλή κατά 25% και 10,11 € με την επαυξημένη κατά 50% προσαύξηση για τον πρώτο και 6,57 € και 7,89 € αντιστοίχως για το δεύτερο ενάγοντα) η καταβαλλόμενη υπερωριακή αμοιβή αντιστοιχούσε σε εργασία τους διαρκείας εννέα [9] ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες και μιας [1] περίπου ώρας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές πέραν του οκταώρου. Όμως, ενόψει της φύσης και του αντικειμένου της εργασίας εκάστου, των συνθηκών που επικρατούσαν κατά την περίοδο της ναυτολογήσεώς τους και των αναγκών του πλοίου, που πραγματοποιούσε δρομολόγια σε περισσότερες ακτοπλοϊκές γραμμές με διαδοχικές προσεγγίσεις σε περισσότερους λιμένες, η απασχόλησή τους κάθε ημέρα διαρκούσε επί δώδεκα [12] ώρες, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται και όπως επιβεβαιώνεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως. Η εργασία αυτή κατά τη ΣΣΝΕ δικαιολογεί υπερωριακή αμοιβή για το σύνολο των ωρών της απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες, υπολογιζόμενη με βάση το ωρομίσθιο της ειδικότητας εκάστου προσαυξημένο κατά 50%, ενώ τέτοιας αμοιβής, υπολογιζόμενης, όμως, με βάση το ωρομίσθιό τους προσαυξημένο κατά 25%, δικαιούνται οι ενάγοντες για τις τέσσερις [4] μετά το νόμιμο ωράριο της καθημερινής και κατά τις Κυριακές εργασίας τους ώρες. Αντιθέτως, κατά τις δώδεκα [12] προαναφερθείσες ημέρες της ακινησίας του πλοίου λόγω απαγόρευσης του απόπλου του, όπως και κατά το χρονικό διάστημα από 7.3.2014 έως και 18.4.2014, κατά το οποίο το πλοίο ναυλοχούσε και δεν ταξίδευε, η ημερήσια εργασία των εναγόντων ουδέποτε υπερέβη τα νόμιμα χρονικά πλαίσια, με αποτέλεσμα να μη δικαιούνται υπερωριακής αμοιβής. Το ίδιο ισχύει και για το χρονικό διάστημα μετά την 12η.10.2014, κατά το οποίο το επισκευαζόμενο πλοίο βρισκόταν σε ακινησία. Για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο συναφείς αξιώσεις εγείρει μόνον ο πρώτος ενάγων και αυτός μόνο για το μετά την 19η.2.2015 χρονικό διάστημα, κατά το οποίο υποστηρίζει ότι απασχολήθηκε επί δωδεκάωρο ημερησίως, όντας επιφορτισμένος με τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας του ατμολέβητα του πλοίου, που ήταν αναγκαία για τη λειτουργία των ηλεκτρογεννητριών του μηχανοστασίου. Ο ισχυρισμός του αυτός, όμως, δεν ευσταθεί. Ο πρώτος ενάγων ήταν μεν κατά το διάστημα αυτό παρών στο πλοίο, όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται η υπερωριακή εργασία του. Αντιθέτως, ο μάρτυρας αποδείξεως καταθέτει ότι « … 4 ώρες δούλευαν στις επισκευές … », ενώ ο …. βεβαιώνει ότι « … στο πλοίο στο διάστημα από 13.10.2014 μέχρι 30.7.2015 δεν γινόταν καμία εργασία, πλην ελαχίστων που έκανε το συνεργείο …… Το πλήρωμα δεν συμμετείχε και δεν έκανε καμία εργασία ούτε βέβαια εργάστηκε ποτέ Σάββατα και αργίες στο διάστημα αυτό … ». Άλλωστε, ο ίδιος καταθέτει, χωρίς η μαρτυρία του να αμφισβητείται, ότι κατά το χρονικό διάστημα της επισχέσεως εργασίας των μελών του πληρώματός του, στο πλοίο AJ παρόντες ήσαν μόνον ο πρώτος ενάγων, η ……….., δόκιμη πλοίαρχος και ο ………, θαλαμηπόλος. Ενόψει, επομένως, του ότι από το προσωπικό του μηχανοστασίου μόνον ο πρώτος ενάγων εργαζόταν, δεν εξηγείται πώς επιτυγχανόταν η συνεχής λειτουργία του ατμολέβητα και μετά το δωδεκάωρο της επικαλούμενης δικής του απασχόλησης. Ομοίως δεν εξηγείται γιατί ήταν αναγκαία η συνεχής λειτουργία των ηλεκτρογεννητριών, αφού οι [εκτελούμενες από εξωτερικά συνεργεία και όχι από τα παρόντα μέλη του πληρώματος] επισκευαστικές εργασίες ουδέποτε, κατά το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, επεκτάθηκαν πέραν του ωκταώρου ημερησίως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα δεν έσφαλε και τα όσα αντίθετα επαναφέρει ο πρώτος ενάγων με τον δεύτερο λόγο της ένδικης Β έφεσης είναι αβάσιμα και θα απορριφθούν. Με βάση όσα μέχρι τώρα αποδείχθηκαν, ως αμοιβή της παροχής υπερωριακής εργασίας επί διακόσιες είκοσι εννέα ημέρες [229] συνολικά συνολικά ημέρες και, συγκεκριμένα, επί εκατόν πενήντα οκτώ [158] καθημερινές ημέρες, είκοσι οκτώ [28] Κυριακές, τριάντα τέσσερα [34] Σάββατα και εννέα [9] αργίες [1.1.2014, 6.1.2014, 3.3.2014 (Καθαρά Δευτέρα), 21.4.2014 (Δευτέρα του Πάσχα), 23.4.2014 (ημέρα του Αγίου Γεωργίου), 1.5.2014, 8.6.2014 (ημέρα της Αναλήψεως), 15.8.2014 και 14.9.2014], ειδικότερα δε επί επτακόσιες σαράντα τέσσερις [(158 + 28 =) 186 ημέρες Χ 4 ώρες ημερησίως = 744] συνολικά ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές και επί πεντακόσιες δεκαέξι [34 + 9 =) 43 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως = 516] συνολικά ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες,   δικαιούνται να λάβουν: 1] ο πρώτος ενάγων Α] για την απασχόλησή του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (744 ώρες Χ 8,43 € το ωρομίσθιο = 6.271,92 €) και Β] για την απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων δεκαέξι ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (516 ώρες Χ 10,11 € το ωρομίσθιο = 5.216,76 €), συνολικώς δε ένδεκα χιλιάδες τετρακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (6.271,92 € + 5.216,76 € = 11.488,68 €), εκ των οποίων εισέπραττε ήδη κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του μηνιαίως το χρηματικό ποσό των εξακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (458,43 € ως συμφωνημένη αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες + 196 € ως συμφωνημένη αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές = 654,43 €) και, επομένως, μέχρι την 31η.7.2014, οπότε η εργοδότριά του δεν είχε παύσει τις πληρωμές της, έλαβε συνολικά για την αιτία αυτή τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια ογδόντα ένα ευρώ και ένα λεπτό (654,43 € Χ 7 μήνες = 4.581,01 €) και 2] ο δεύτερος ενάγων Α] για την απασχόλησή του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (744 ώρες Χ 6,57 € το ωρομίσθιο = 4.888,08 €) και Β] για την απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εβδομήντα ενός ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (516 ώρες Χ 7,89 € το ωρομίσθιο = 4.071,24 €), συνολικώς δε οκτώ χιλιάδες εννιακόσια πενήντα εννέα ευρώ και τριάντα δύο λεπτά (4.888,08 € + 4.071,24 € = 8.959,32 €), εκ των οποίων εισέπραττε ήδη κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του μηνιαίως το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων πενήντα δύο ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (357,81 € ως συμφωνημένη αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες + 95 € ως συμφωνημένη αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές = 452,81 €) και, επομένως, μέχρι την 31η.7.2014, οπότε η εργοδότριά του δεν είχε παύσει τις πληρωμές της, έλαβε συνολικά για την αιτία αυτή τρεις χιλιάδες εκατόν εξήντα εννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (452,81 € Χ 7 μήνες = 3.169,67 €). Συνεπώς, δικαιούνται επιπλέον ο μεν πρώτος των εναγόντων έξι χιλιάδες εννιακόσια επτά ευρώ και εξήντα επτά λεπτά (11.488,68 € – 4.581,01 € = 6.907,67 €) και ο δεύτερος από αυτούς πέντε χιλιάδες επτακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (8.959,32 € – 3.169,67 € = 5.789,65 €). Στα ποσά αυτά περιλαμβάνονται και οι αμοιβές της υπερωριακής εργασίας που οι ενάγοντες παρείχαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως και 12.10.2014 (δηλαδή επί 2,4 μήνες), μέρος των οποίων, όμως, καλύπτεται από τις συμφωνημένες και για την υπερωριακή απασχόλησή τους οφειλόμενες αποδοχές τους, που κατά τα ανωτέρω ανέρχονται αντιστοίχως για καθέναν τους σε εξακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και σαράντα τρία λεπτά (654,43 €) και σε τετρακόσια πενήντα δύο ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (452,81 €) ανά μήνα και οι οποίες αναζητούνται με επόμενο κονδύλιο της αγωγής τους (που αφορά στη διεκδίκηση των δεδουλευμένων αποδοχών τους του ως άνω χρονικού διαστήματος), ισούνται δε προς χίλια πεντακόσια εβδομήντα ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (654,43 € Χ 2,4 μήνες = 1.570,63 €) για τον πρώτο και χίλια ογδόντα έξι ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (452,81 € Χ 2,4 μήνες = 1.086,74 €) για τον δεύτερο των εναγόντων. Για το λόγο αυτό οι εν λόγω συμφωνημένες (και επί διαφορετικής βάσεως διεκδικούμενες) αμοιβές των εναγόντων θα καταλογιστούν στο εξεταζόμενο κονδύλιο, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή επιδίκασή τους. Κατά συνέπεια, τελικώς για την εν λόγω αιτία (διαφορές αμοιβών υπερωριακής εργασίας) δικαιούνται ο μεν πρώτος πέντε χιλιάδες τριακόσια τριάντα επτά ευρώ και τέσσερα λεπτά (6.907,67 € – 1.570,63 € = 5.337,04 €) και ο δεύτερος ενάγων τέσσερις χιλιάδες επτακόσια δύο ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (5.789,65 € – 1.086,74 € = 4.702,91 €). Συνεπώς, η εκκαλουμένη που για την ίδια αιτία επιδίκασε στους ενάγοντες επτά χιλιάδες τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (7.433,92 €) και έξι χιλιάδες τριακόσια τριάντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτά (6.338,03 €) αντίστοιχα, σε εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα κατέληξε, επειδή, όπως βασίμως με την ένδικη Α έφεσή της η δεύτερη εναγόμενη υποστηρίζει, λανθασμένα δέχθηκε ότι αυτοί παρείχαν καθημερινώς υπερωριακή εργασία δωδεκάωρης διάρκειας και κατά το χρονικό διάστημα από 7.3.2014 έως και 18.4.2014, κατά το οποίο, όμως, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AJ δεν εκτελούσε πλόες.
  2. VI. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι μετά την εκ μέρους της εφοπλίστριας διακοπή καταβολής της μισθοδοσίας των εναγόντων από την 1η.8.2014, παρέμειναν ανεξόφλητες οι απαιτήσεις αυτών επί των δεδουλευμένων αποδοχών τους. Για την αιτία αυτή 1] ο πρώτος ενάγων: Α] για το χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο το πλοίο τελούσε υπό εφοπλισμό και πραγματοποιούσε δρομολόγια, δικαιούται έξι χιλιάδες τετρακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά [2.689,23 € το σύνολο των καταβαλλόμενων αποδοχών του, όπως ανωτέρω προσδιορίστηκαν Χ 2,4 μήνες = 6.454,15 €], ποσό στο οποίο περιλαμβάνεται και το σύνολο της αντίστοιχης προς την περίοδο αυτή αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας, που αφαιρέθηκε πιο πάνω από το οικείο κονδύλιο. Β] Για το χρονικό διάστημα από 13.10.2014 έως και 11.6.2015, κατά το οποίο το πλοίο παρέμενε μεν υπό εφοπλισμό αλλά δεν εκτελούσε πλόες, δικαιούται είκοσι χιλιάδες πεντακόσια σαράντα τρία ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά, κατόπιν υπολογισμού με βάση το σύνολο των μέχρι τότε καταβαλλόμενων συμφωνημένων αποδοχών του (2.689,23 €), αφαιρουμένου μόνον του επιδόματος της άγονης γραμμής (101,83 €), κατά το αγωγικό αίτημα και συμπεριλαμβανομένων των συμβατικών αποδοχών της υπερωριακής απασχόλησής του (654,43 € μηνιαίως), αφού η καταβολή τους δεν προκύπτει ότι είχε συμφωνηθεί υπό τον όρο της πραγματικής εκτελέσεως υπερωριακής εργασίας ([2.689,23 € – 101,83 € =] 2.587,40 € Χ 7,94 μήνες = 20.543,95 €). Επειδή, όμως, ο ενάγων υπολογίζει τις συγκεκριμένες αξιώσεις του αφαιρώντας από τις συμφωνημένες αποδοχές του, εκτός του επιδόματος άγονης γραμμής και το κονδύλιο των εκατόν ενενήντα έξι ευρώ (196 €) που λάμβανε μηνιαίως ως αμοιβή στην πραγματικότητα μεν της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές αλλά, όπως αυτός θεωρεί, της εκτέλεσης έξτρα εργασιών, θα του επιδικαστεί, σύμφωνα με την αρχή της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών ([2.689,23 € – {101,83 € + 196 € =} 297,83 € =] 2.391,40 € Χ 7,94 μήνες = 18.987,72 €), ενώ Γ] για το χρονικό διάστημα από 12.6.2015 έως 30.7.2015, κατά το οποίο ο εφοπλισμός του πλοίου είχε λήξει και συνέχιζε να μην εκτελεί πλόες, δικαιούται, αφού ο ίδιος δεν προβαίνει σε διαφορετικό από του Δικαστηρίου υπολογισμό, τέσσερις χιλιάδες διακόσια δεκαεπτά ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (2.587,40 € Χ 1,63 μήνες = 4.217,46 €). Αντιστοίχως, 2] ο δεύτερος ενάγων: Α] για το χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 12.10.2014, κατά το οποίο το πλοίο τελούσε υπό εφοπλισμό και πραγματοποιούσε δρομολόγια, δικαιούται τέσσερις χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα έξι ευρώ και εξήντα τρία λεπτά [2.081,93 € το σύνολο των καταβαλλόμενων αποδοχών του, όπως ανωτέρω προσδιορίστηκαν Χ 2,4 μήνες = 4.996,63 €], ποσό στο οποίο περιλαμβάνεται και το σύνολο της αντίστοιχης προς την περίοδο αυτή αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας, που αφαιρέθηκε πιο πάνω από το οικείο κονδύλιο. Β] Για το χρονικό διάστημα από 13.10.2014 έως και 12.2.2015, κατά το οποίο το πλοίο παρέμενε μεν υπό εφοπλισμό αλλά δεν εκτελούσε πλόες, ο δε δεύτερος ενάγων δεν είχε αναστείλει την εργασιακή του σχέση με την πρώτη εναγόμενη, δικαιούται αυτός οκτώ χιλιάδες τετρακόσια εβδομήντα ευρώ και τριάντα έξι λεπτά, κατόπιν υπολογισμού με βάση το σύνολο των μέχρι τότε καταβαλλόμενων συμφωνημένων αποδοχών του (2.081,93 €), αφαιρουμένου μόνον του επιδόματος της άγονης γραμμής (79,48 €), κατά το αγωγικό αίτημα και συμπεριλαμβανομένων των συμβατικών αποδοχών της υπερωριακής απασχόλησής του (452,81 € μηνιαίως), αφού η καταβολή τους δεν προκύπτει ότι είχε συμφωνηθεί υπό τον όρο της πραγματικής εκτελέσεως υπερωριακής εργασίας, χωρίς, όμως, να συμπεριλαμβάνεται το αντίτιμο τροφής σε μηνιαία βάση, αφού δεν θα του καταβαλλόταν ακόμα και αν δεν τελούσε σε καθεστώς επίσχεσης, απορριπτομένου έτσι του συναφούς πέμπτου λόγου της ένδικης Β έφεσης ([2.081,93 € – 79,48 € =] 2.002,45 € Χ 4,23 μήνες = 8.470,36 €). Επειδή, όμως, ο ενάγων υπολογίζει τις συγκεκριμένες αξιώσεις του αφαιρώντας από τις συμφωνημένες αποδοχές του, εκτός του επιδόματος άγονης γραμμής και το κονδύλιο των ενενήντα πέντε ευρώ (95 €) που λάμβανε μηνιαίως ως αμοιβή στην πραγματικότητα μεν της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές αλλά, όπως αυτός θεωρεί, της εκτέλεσης έξτρα εργασιών, θα του επιδικαστεί, σύμφωνα με την αρχή της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξήντα οκτώ ευρώ και πενήντα ενός λεπτών ([2.081,93 € – {79,48 € + 95 € =} 174,48 € =] 1.907,45 € Χ 4,23 μήνες = 8.068,51 €). Περαιτέρω, Γ] κατά το χρονικό διάστημα από 19.2.2015 έως 11.6.2015, κατά το οποίο το πλοίο παρέμενε σε ακινησία τελώντας ακόμα υπό εφοπλισμό αλλά ο δεύτερος ενάγων είχε προβεί σε επίσχεση της εργασίας του, με αποτέλεσμα έκτοτε να του οφείλονται μισθοί υπερημερίας (Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σελ, 446, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, § 17, αρ. 1153β, σελ. 727, Γ. Λεβέντης/Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 568), δικαιούται αυτός επτά χιλιάδες πενήντα επτά ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (1.907,45 € Χ 3,7 μήνες = 7.057,56 €). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκκινώντας από εσφαλμένο υπολογισμό του μηνιαίου μισθού που δικαιούταν ο δεύτερος ενάγων λόγω της υπερημερίας της εργοδότριάς του, στον οποίο δε συμπεριέλαβε το επίδομα της ΣΣΝΕ για την εκτέλεση έξτρα εργασιών (35,48 €), μολονότι αυτό είχε περιληφθεί στις αποδοχές του κλειστού μισθού του, καταβαλλόμενο επομένως με συμβατική αιτία και ανεξαρτήτως της εκτελέσεως τέτοιων εργασιών κατά το διάστημα της επισχέσεως, προσδιόρισε την πιο πάνω απαίτησή του σε έξι χιλιάδες εννιακόσια είκοσι έξι ευρώ και είκοσι εννέα λεπτά (6.926,29 €), χωρίς η κρίση του αυτή να θίγεται με λόγο έφεσης εκ μέρους του δεύτερου ενάγοντος, με αποτέλεσμα να έχει τελεσιδικήσει. Τέλος, Δ] για το χρονικό διάστημα από 12.6.2015 έως 24.7.2015, κατά το οποίο ο εφοπλισμός του πλοίου είχε λήξει, συνεχιζόταν όμως η ακινησία του όπως και η επίσχεση της εργασίας του δεύτερου ενάγοντος, δικαιούται αυτός δύο χιλιάδες επτακόσια είκοσι επτά ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (1.907,45 € Χ 1,43 μήνες = 2.727,65 €). Για τους λόγους όμως που προαναφέρθηκαν θα ισχύσει και εδώ η τελεσίδικη κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που για το εν λόγω χρονικό διάστημα απεφάνθη ότι ο δεύτερος ενάγων δικαιούται δύο χιλιάδες εξακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (2.676,92 €). Στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 29 § 1 του Ν. 1220/1981, που, όπως θα εκτεθεί πιο κάτω, κινήθηκε διοικητικά για την παροχή προστασίας στους ναυτικούς των πληρωμάτων των πλοίων της πρώτης εναγομένης, που θεωρήθηκε ότι εγκαταλείφθηκαν από αυτήν, ο πρώτος ενάγων έλαβε από το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο [ΝΑΤ] το συνολικό χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εξήντα τεσσάρων ευρώ (4.815,64 €), που αντιστοιχούσε στις καθυστερούμενες κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη του τρίμηνο τακτικές αποδοχές του, το οποίο καθ’ υποφορά με την αγωγή του καταλόγισε στις αναζητούμενες δεδουλευμένες αποδοχές του, αφαιρώντας από μεν τις απαιτήσεις του για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο τελούσε υπό εφοπλισμό (και επομένως ευθυνόμενες για την εκπλήρωσή τους ήταν αμφότερες οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη πλήρως και η δεύτερη περιορισμένα δια του πλοίου της και έως την αξία του κατ’ άρθρο 106 ΚΙΝΔ) μέρος των ληφθέντων ύψους δύο χιλιάδων εκατόν ενενήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (2.194,33 €), από δε τις απαιτήσεις του για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η εκμετάλλευση του πλοίου είχε επανέλθει στην πλοιοκτήτριά του δεύτερη εναγόμενη (που ευθυνόταν επομένως έκτοτε μόνη αυτή για την ικανοποίησή τους) το υπόλοιπο μέρος τους ύψους δύο χιλιάδων εξακοσίων είκοσι ενός ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (2.621,31 €). Η ορθότητα αυτής της μεθόδου του καταλογισμού δεν αμφισβητήθηκε από τις εναγόμενες, ακολουθήθηκε δε και από την εκκαλουμένη. Επομένως, από τις ως άνω απαιτήσεις του πρώτου ενάγοντος, που παρήχθησαν κατά το χρονικό διάστημα του εφοπλισμού του πλοίου [6.454,15 € + 18.987,72 € = 25.441,87 €], πρέπει να αφαιρεθεί το καταλογισθέν ποσό, για να απομείνει υπόλοιπο είκοσι τριών χιλιάδων διακοσίων σαράντα επτά ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (25.441,87 € – 2.194,33 € = 23.247,54 €) και από τις απαιτήσεις του, που γεννήθηκαν το πρώτον έναντι μόνης της δεύτερης εναγομένης (4.217,46 €) να αφαιρεθεί το υπόλοιπο τμήμα των ληφθέντων, ώστε να απομείνει υπόλοιπο χιλίων πεντακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (4.217,46 € – 2.621,31 € = 1.596,15 €). Αντί του τελευταίου αυτού ποσού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκκινώντας από εσφαλμένο υπολογισμό των δεδουλευμένων αποδοχών του πρώτου ενάγοντος κατά την τελευταία περίοδο της ναυτολόγησής του, επιδίκασε (αναγνωριστικώς) υπέρ αυτού και σε βάρος μόνης της δεύτερης εναγόμενης το χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.276,67 €), το οποίο θα παραμείνει ως κρίθηκε, δεδομένου ότι κατά το κεφάλαιό της αυτό η εκκαλουμένη δεν έχει πληγεί με λόγο έφεσης εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος. Αντιστοίχως, κατά την ίδια διαδικασία ο δεύτερος ενάγων έλαβε από το ΝΑΤ το συνολικό χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ευρώ (3.840 €), το οποίο ήδη με την αγωγή του καταλόγισε στους διεκδικούμενους μισθούς υπερημερίας, αφαιρώντας από μεν τις απαιτήσεις του για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο τελούσε υπό εφοπλισμό (19.2.2015 έως 11.6.2015) μέρος των ληφθέντων ύψους δύο χιλιάδων πέντε ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (2.005,76 €), από δε τις απαιτήσεις του για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η εκμετάλλευση του πλοίου είχε επανέλθει στην πλοιοκτήτριά του δεύτερη εναγόμενη το υπόλοιπο μέρος τους ύψους χιλίων οκτακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (1.834,26 €). Η ορθότητα αυτής της μεθόδου του καταλογισμού δεν αμφισβητήθηκε από τις εναγόμενες, ακολουθήθηκε δε και από την εκκαλουμένη. Επομένως, από τις ως άνω απαιτήσεις του δεύτερου ενάγοντος, που παρήχθησαν κατά το χρονικό διάστημα του εφοπλισμού του πλοίου από την υπερημερία της εφοπλίστριας [6.926,29 €] πρέπει να αφαιρεθεί το καταλογισθέν ποσό, για να απομείνει υπόλοιπο τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (6.926,29 € – 2.005,76 € = 4.920,53 €) και από τις απαιτήσεις του, που γεννήθηκαν το πρώτον έναντι μόνης της δεύτερης εναγομένης (2.676,92 €) να αφαιρεθεί το υπόλοιπο τμήμα των ληφθέντων, ώστε να απομείνει υπόλοιπο οκτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (2.676,92 € – 1.834,24 € = 842,68 €). Με βάση όσα μέχρι τώρα εκτέθηκαν ο πρώτος ενάγων δικαιούται ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών του το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (23.247,54 € + 1.276,67 € = 24.524,21 €) και ο δεύτερος, για την ίδια αιτία, εκείνο των δεκαοκτώ χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (4.996,63 € + 8.068,51 € + 4.920,53 € + 842,68 € = 18.828,35 €). Περαιτέρω, όμως, αποδεικνύεται ότι αμφότεροι οι ενάγοντες έχουν εισπράξει το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεών τους αυτών μετά την άσκηση της αγωγής κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 50 § 1 του Ν. 4331/2015, περί της οποίας έγινε αναφορά ανωτέρω υπό στοιχ. IVΓ της παρούσας. Ειδικότερα, με το από 11.11.2015 πρακτικό της η Επιτροπή του άρθρου 29 § 3 του Ν. 1220/1981 καθόρισε ότι οι οφειλόμενες από την παροχή της εργασίας τους στο πλοίο AJ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως και 22.4.2015 και καθυστερούμενες έκτοτε λόγω της αφερεγγυότητας της πρώτης εναγομένης μικτές αποδοχές των εναγόντων ανέρχονταν για τον πρώτο από αυτούς σε δεκαεννέα χιλιάδες επτακόσια εξήντα δύο ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτά (19.762,89 €) και για τον δεύτερο σε δεκαπέντε χιλιάδες εξακόσια δύο ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (15.602,57 €). Το πρακτικό αυτό κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.6/40349/24.11.2015 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και στη συνέχεια εκδόθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 50 § 1 εδαφ. τελευταίο του Ν. 4331/2015, που προστέθηκε με το άρθρο 55 § 2 του Ν. 4342/2015, η υπ’ αριθμ. 2811.16-7/47047/16.12.2015 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 2751/17.12.2015), με την οποία, πρώτον, αποφασίστηκε να αποδοθεί σε ναυτικούς της πρώτης εναγομένης (………..) το συνολικό χρηματικό ποσό των πέντε εκατομμυρίων οκτακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (5.856.500 €) προερχόμενο από την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών που εκείνη είχε καταθέσει προκειμένου να της ανατεθεί με σύμβαση η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας κατά το Ν. 2932/2001, το οποίο ρητώς χαρακτηρίστηκε ως μισθολογική παροχή, δεύτερον, ορίστηκε ως δικαιολογητικό πληρωμής για τη διαπίστωση και συνδρομή των όρων εγκατάλειψής τους και την παροχή προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς το ως άνω πρακτικό της Επιτροπής που είχε κυρωθεί με υπουργική απόφαση και, τρίτον, καθορίστηκε η διαδικασία για την καταβολή των αποδοτέων ποσών στους δικαιούχους εκ μέρους της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Από το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./22.1.2016 έγγραφο της Υπηρεσίας αυτής, που εκδόθηκε σε απάντηση αιτήσεως της εκκαλούσας της Α έφεσης, που το προσκομίζει, προκύπτει ότι οι απαιτήσεις όλων των ναυτικών του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου AJ είχαν κατά το χρόνο της εκδόσεώς του εκκαθαριστεί, τα σχετικά έγγραφα θεωρηθεί από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αποσταλεί στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες [Δ.Ο.Υ.] προς ενταλματοποίηση. Από δε τον συνημμένο στο ίδιο αυτό έγγραφο πίνακα δικαιούχων προκύπτει ότι το καθαρό καταβλητέο στους ενάγοντες ποσό ανερχόταν σε δεκατέσσερις χιλιάδες τριακόσια ογδόντα οκτώ ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (14.388,87 €) για τον πρώτο και σε ένδεκα χιλιάδες εκατόν είκοσι τρία ευρώ και οκτώ λεπτά (11.123,08 €) για τον δεύτερο από αυτούς. Η δεύτερη εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίστηκε και με την ένδικη Α έφεσή της εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι τα εν λόγω χρηματικά ποσά, που προορίστηκαν για την πληρωμή των δεδουλευμένων αποδοχών τους, καταβλήθηκαν τελικά στους ενάγοντες, με αποτέλεσμα να επέλθει ισόποση απόσβεση της αντίστοιχης επίδικης απαιτήσεως εκάστου και συνακόλουθη δική της απαλλαγή. Η αλήθεια του πραγματικού αυτού ισχυρισμού της ουδέποτε κατά τη διάρκεια της έως το παρόν διαδικαστικό στάδιο αντιδικίας αμφισβητήθηκε ειδικά και ως εκ τούτου Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ συνάγει περί αυτού ομολογία των εναγομένων. Συνεπώς, από το μικτό ποσό των επίδικων δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων πρέπει να αφαιρεθεί το μικτό ποσό που έλαβαν κατά τα ανωτέρω και να διαμορφωθεί η αντίστοιχη απαίτηση εκάστου σε τέσσερις χιλιάδες επτακόσια εξήντα ένα ευρώ και τριάντα δύο λεπτά (24.524,21 € – 19.762,89 € = 4.761,32 €) και σε τρεις χιλιάδες διακόσια είκοσι πέντε ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά (18.828,35 – 15.602,57 € = 3.225,78 €) αντίστοιχα. Ακολούθως, στο ποσό της απαιτήσεως του πρώτου ενάγοντος πρέπει να καταλογιστούν επιπλέον α] εκατό ευρώ (100 €), τα οποία έλαβε έναντι του μισθού του του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2014, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 6.11.2014 έγγραφη απόδειξη πληρωμής που φέρει τη μη αμφισβητούμενης γνησιότητας υπογραφή του και β] χίλια ευρώ (1.000 €) που έλαβε έναντι των αποδοχών του για το μήνα Μάρτιο του επομένου έτους 2015, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο έγγραφο μισθοδοσίας του πληρώματος του πλοίου AJ για το μήνα εκείνο και δεν αμφισβητείται ειδικά, ενώ στο ποσό της απαιτήσεως του δεύτερου ενάγοντος πρέπει να καταλογιστούν επιπλέον α] εκατό ευρώ (100 €), τα οποία έλαβε έναντι του μισθού του του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2014, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 6.11.2014 έγγραφη απόδειξη πληρωμής που φέρει τη μη αμφισβητούμενης γνησιότητας υπογραφή του, β] εκατό ευρώ (100 €), τα οποία έλαβε έναντι του μισθού του του μηνός Ιανουαρίου του επομένου έτους 2015, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 16.1.2015 έγγραφη απόδειξη πληρωμής που φέρει την ομοίως μη αμφισβητούμενης γνησιότητας υπογραφή του και γ] χίλια ευρώ (1.000 €) που έλαβε έναντι των αποδοχών του για το μήνα Μάρτιο του ιδίου έτους 2015, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την δεύτερη εναγόμενη έγγραφο μισθοδοσίας του πληρώματος του πλοίου AJ για το μήνα εκείνο και δεν αμφισβητείται ειδικά. Κατά συνέπεια, κατά παραδοχή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της περί μερικής εξοφλήσεως ενστάσεως που επαναφέρει με λόγο έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η δεύτερη εναγόμενη, την οποία παραδεκτώς, πλην ακάρπως, είχε προτείνει και στον πρώτο βαθμό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαίτηση εκάστου ενάγοντος για την ερευνώμενη αιτία (διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του) ανέρχεται σε τρεις χιλιάδες εξακόσια εξήντα ένα ευρώ και τριάντα δύο λεπτά [4.761,32 € – (100 € + 1.000 € =) 1.100 € = 3.661,32 €] για τον πρώτο και σε δύο χιλιάδες είκοσι πέντε ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά [3.225,78 € – (100 € + 100 € + 1.000 € =) 1.200 € = 2.025,78 €] για τον δεύτερο. Επομένως, η εκκαλουμένη που τους επιδίκασε υπέρτερα χρηματικά ποσά έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων.

VII. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της § 1 του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ στα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός δεκαπέντε [15] ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. Εάν, όμως, η σύμβαση της ναυτικής εργασίας έχει διαρκέσει μικρότερο χρονικό διάστημα από εκείνο που έχει αφετηρία την 1η Μαΐου έως την 31η Δεκεμβρίου, επί του οποίου υπολογίζεται το δώρο Χριστουγέννων και από εκείνο που εκκινεί την 1η Ιανουαρίου και διαρκεί έως και την 30η Απριλίου, επί του οποίου υπολογίζεται το δώρο Πάσχα, τότε, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1981 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), ο ναυτικός δικαιούται αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού του ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Κατά δε το άρθρο 14 § 2 της ιδίας ΣΣΝΕ τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των πράγματι καταβαλλομένων πάγιων και σταθερών αποδοχών, ήτοι μισθού ενέργειας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών. Επομένως, ως βάση υπολογισμού των εορταστικών επιδομάτων λαμβάνεται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησής τους στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση, ως τέτοιες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) κάθε επίδομα καταβαλλόμενο είτε σε χρήμα είτε αυτουσίως, εφόσον αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ο.π., ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), όπως συμβαίνει με το επίδομα αδείας (ΤριμΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/87, ΜονΕφΠειρ. 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267) και το αντίτιμο τροφής (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, 85/2015, 328/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και τις λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387) και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.), στο ποσό που καταβάλλεται σταθερά από τον εργοδότη για την αιτία αυτή, ακόμα και αν το καταβαλλόμενο υπερβαίνει το από τη ΣΣΝΕ καθοριζόμενο.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών, που εδικαιούντο οι ενάγοντες για τα χρονικά διαστήματα που παρείχαν υπερωριακή εργασία, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών τους έθεσε ως βάση τον κλειστό μισθό εκάστου, όπως αυτός ανωτέρω προσδιορίστηκε (πλην του ποσού της άδειας μετά τροφοδοσίας και των συμφωνημένων αμοιβών υπερωριακής εργασίας), στο οποίο συμπεριέλαβε και το σταθερά καταβαλλόμενο, υπέρτερο του ελάχιστου νόμιμου, ποσό του επιδόματος άγονης γραμμής, μόνον, όμως, για τις αποδοχές του πρώτου, το οποίο ακολούθως προσαύξησε με το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, ύψους κατά τη ΣΣΝΕ δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (19,21 €) την ημέρα και πεντακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι συναφείς λόγοι της Α έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ομοίως ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τον καθορισμό των εν λόγω επιδομάτων για τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, συνυπολόγισε τα ποσά των παγίως καταβαλλόμενων υπερωριακών αμοιβών των εναγόντων, η πληρωμή των οποίων είχε συμβατική την αιτία και εμφάνιζε σταθερή επανάληψη, απορριπτομένης της συναφούς αιτίασης της εκκαλούσας ως αβάσιμης. Έσφαλε, όμως, η εκκαλουμένη, που δε συμπεριέλαβε στις αποδοχές του δεύτερου ενάγοντος για το χρονικό διάστημα των δρομολογίων του πλοίου τα σταθερά καταβαλλόμενα επιδόματα άγονης γραμμής και εκτέλεσης έξτρα εργασιών, όπως και κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου των υπερωριακών αμοιβών των εναγόντων αλλά και της αναλογίας του μηνιαίου μισθού, για τα μικρότερα του τετραμήνου και του οκταμήνου διαστήματα, αφού δεν ακολούθησε τις προβλέψεις του νόμου αλλά τη μεθοδολογία της αγωγής και για τους λόγους αυτούς απέτυχε να υπολογίσει σωστά τα οφειλόμενα υπόλοιπα των επιδομάτων δώρων εορτών στα οποία είχαν αυτοί δικαίωμα. Έτσι, με βάση υπολογισμού το σύνολο των τακτικών αποδοχών τους, που ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες εκατόν ενενήντα ένα ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (2.191,64 €) για τον πρώτο ενάγοντα και σε χίλια οκτακόσια πενήντα έξι ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά (1.856,95 €) για το δεύτερο ενάγοντα (με συνυπολογισμό στο μισθό ενέργειας εκάστου των αντίστοιχων επιδομάτων Κυριακών, βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, κατώτερου πληρώματος, εκτέλεσης έξτρα εργασιών και άγονης γραμμής, πλέον του μηνιαίου αντίτιμου τροφής, για τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και με συνυπολογισμό στα ανωτέρω ποσά της μηνιαίως καταβαλλόμενης αμοιβής για υπερωριακή εργασία μόνο κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, σύμφωνα με το σχετικό αγωγικό αίτημα, για τα χρονικά διαστήματα της ακινησίας του πλοίου, χωρίς, όμως, συνυπολογισμό του επιδόματος άγονης γραμμής για το ίδιο διάστημα και για τον ίδιο λόγο), 1] ο πρώτος ενάγων δικαιούται: Α] για δώρο εορτής Πάσχα του έτους 2014 το ποσόν των χιλίων οκτακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και είκοσι δύο λεπτών [(2.191,64 € οι πάγιες τακτικές αποδοχές του + 1.566,80 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του =) 3.758,45 € ÷ 2 = 1.879,22 €), έναντι του οποίου του έχουν, όπως συνομολογείται, καταβληθεί χίλια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και πενήντα τέσσερα λεπτά (1.074,54 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των οκτακοσίων τεσσάρων ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (804,68 €), Β] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2014 για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.5.2014 έως και 12.10.2014, κατά το οποίο παρείχε υπερωριακή εργασία, το ποσόν των δύο χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα έξι ευρώ και τριάντα επτά λεπτών [(2.191,64 € + 1.455 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του =) 3.646,64 € Χ 2/25 Χ 8,42 δεκαεννεαήμερα = 2.456,37 €), Γ] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο τελούσε υπό επισκευή, το ποσό των οκτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών [2.548,24 € οι πάγιες τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 Χ 4,21 δεκαεννεαήμερα = 858,24 €), Δ] για δώρο εορτής Πάσχα του έτους 2015 το ποσόν των χιλίων διακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και δώδεκα λεπτών (2.548,28 € ÷ 2 = 1.274,12 €), Ε] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους 2015 για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο τελούσε υπό εφοπλισμό το ποσόν των τετρακοσίων πενήντα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (2.548,28 € Χ 2/25 Χ 2,21 δεκαεννεαήμερα = 450,52 €) και ΣΤ] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του αυτού έτους για το χρονικό διάστημα μετά τη λήξη του εφοπλισμού του πλοίου το ποσόν των πεντακοσίων είκοσι τριών ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (2.548,24 € Χ 2/25 Χ 2,57 δεκαεννεαήμερα = 523,91 €), ενώ 2] ο δεύτερος ενάγων δικαιούται: Α] για δώρο εορτής Πάσχα του έτους 2014 το ποσόν των χιλίων πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών [(1.856,95 € οι πάγιες τακτικές αποδοχές του + 1.221,90 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του =) 3.078,87 € ÷ 2 = 1.539,43 €), έναντι του οποίου του έχουν, όπως δεν αμφισβητείται, καταβληθεί οκτακόσια είκοσι επτά ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (827,86 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των επτακοσίων ένδεκα ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (711,57 €), Β] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2014 για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.5.2014 έως και 12.10.2014, κατά το οποίο παρείχε υπερωριακή εργασία, το ποσόν των δύο χιλιάδων είκοσι πέντε ευρώ και δώδεκα λεπτών [(1.856,95 € + 1.149,46 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του =) 3.006,41 € Χ 2/25 Χ 8,42 δεκαεννεαήμερα = 2.025,12 €), Γ] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο τελούσε υπό επισκευή, το ποσό των επτακοσίων δεκαεννέα ευρώ και δεκαέξι λεπτών [2.135,28 € οι πάγιες τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 Χ 4,21 δεκαεννεαήμερα = 719,16 €), Δ] για δώρο εορτής Πάσχα του έτους 2015 το ποσόν των χιλίων εξήντα επτά ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (2.135,28 € ÷ 2 = 1.067,64 €), Ε] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους 2015 για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο τελούσε υπό εφοπλισμό το ποσόν των τριακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (2.135,28 € Χ 2/25 Χ 2,21 δεκαεννεαήμερα = 377,51 €) και ΣΤ] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του αυτού έτους για το χρονικό διάστημα μετά τη λήξη του εφοπλισμού του πλοίου το ποσόν των τετρακοσίων τριάντα εννέα ευρώ (2.135,28 € Χ 2/25 Χ 2,57 δεκαεννεαήμερα = 439 €).

VIII. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων για το έτος 2014 κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στον λιμένα είτε αφετηρίας είτε προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας.

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων αμφοτέρων των εναγόντων το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AJ παρέμενε κατά τη διάρκεια της νύκτας ελλιμενισμένο στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού του α] κατά την χρονική περίοδο από 5.1.2014 έως 6.3.2014 δύο [2] φορές κάθε εβδομάδα και, συγκεκριμένα, διανυκτέρευε κάθε Δευτέρα στη Σύρο και κάθε Σάββατο στο Λαύριο και β] κατά την χρονική περίοδο από 19.4.2014 έως 29.9.2014 τρείς [3] φορές κάθε εβδομάδα και, συγκεκριμένα, διανυκτέρευε κάθε Δευτέρα και Σάββατο στη Σύρο και κάθε Πέμπτη στο Λαύριο. Υπήρχε, επομένως, ευχέρεια χορηγήσεως σε καθέναν ενάγοντα διανυκτερεύσεων μηνιαίως, αφού κατά την παραμονή του πλοίου στους λιμένες αυτούς μπορούσε να ρυθμιστεί η υπηρεσία των μελών του προσωπικού της μηχανής με τέτοιον τρόπο, ώστε να επαρκεί τόσο για τις απαραίτητες πρωινές εργασίες όσο και για τις νυκτερινές υπηρεσίες φυλακής, προκειμένου να χορηγείται εκ περιτροπής άδεια διανυκτερεύσεως στο μη αναγκαίο κάθε φορά προσωπικό, μεταξύ των οποίων και στους ενάγοντες, ανεξαρτήτως αν αυτοί, που κατοικούν μονίμως στην Αττική, ο μεν πρώτος στο Λαύριο ο δε δεύτερος στο Βύρωνα, είχαν τη δυνατότητα ή τη βούληση να κάνουν πάντοτε χρήση της άδειας αυτής, γεγονός νομικά αδιάφορο, αφού σε κάθε περίπτωση δεν στερήθηκαν τη σχετική ευχέρεια (ΤριμΕφΠειρ. 587/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι, ασφάλειας του πλοίου ή άλλοι, ένεκα των οποίων ο πλοίαρχος απέρριψε το σχετικό αίτημά τους, όπως ισχυρίζονται, ενώ ούτε ο μάρτυρας αποδείξεως καταθέτει κάτι σχετικό πέραν της αόριστης αναφοράς ότι «διανυκτερεύσεις δεν λαμβάναμε». Έτσι, η αγωγή όσον αφορά το συναφές κονδύλιό της ήταν απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του στο ίδιο πόρισμα κατέληξε, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο αντίθετος ισχυρισμός των εναγόντων, που επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της ένδικης Β εφέσεώς τους, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

  1. IX. Εξάλλου, ειπώθηκε ήδη ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης αποτελεί η διάγνωση της αιτούμενης έννομης συνέπειας όπως αυτή θεμελιώνεται σε συγκεκριμένη ιστορική αιτία, της οποίας η επίκληση καλεί σε εφαρμογή συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, ο οποίος συνιστά και τη νομική αιτία της αγωγής (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, σελ. 43, Δ. Μπαμπινιώτης, ο.π., σελ. 349). Όταν η έννομη συνέπεια που περιλαμβάνεται στο αγωγικό αίτημα μπορεί να επέλθει βάσει πραγματικών περιστατικών που πληρούν τη νομοτυπική μορφή περισσότερων κανόνων δικαίου, δημιουργούνται τόσα αντικείμενα δίκης όσοι είναι και οι λόγοι παραγωγής της έννομης συνέπειας. Όμως, επί έννομης συνέπειας που θεμελιώνεται σε περισσότερες ιστορικές αιτίες (καθεμία από τις οποίες συνιστά ξεχωριστή νομική αιτία, αφού πληροί το πραγματικό διαφορετικού κανόνα δικαίου), η επιλογή της μιας από αυτές εκ μέρους του ενάγοντος οριοθετεί το αντικείμενο της δικαστικής διάγνωσης και η υπέρβασή του παραβιάζει την θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως. Επομένως, η αγωγή με την οποία ζητείται αποζημίωση υπό την επίκληση συγκεκριμένης πραγματικής αιτίας της ευθύνης του εναγομένου, αν τα παραγωγικά αυτής γεγονότα δεν αποδειχθούν, απορρίπτεται ως αβάσιμη, δεδομένου ότι είναι ανεπίτρεπτη η επιδίκαση της αποζημιώσεως με την παραδοχή άλλης, διαφορετικής, πραγματικής [ταυτόχρονα δε και νομικής] αιτίας, την οποία ο ενάγων δεν επικαλέστηκε ούτε θεμελίωσε σ’ αυτήν το αίτημά του. Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, σελ. 253). Με την εξαίρεση των περιπτώσεων που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 70, 71 και 75 § 3 του ΚΙΝΔ, η λύση της σύμβασης της ναυτικής εργασίας θεμελιώνει πάντοτε δικαίωμα αποζημιώσεως του ναυτικού, ακόμα και αν επέρχεται αυτόματα ή αυτοδίκαια (Α, Βερνάρδος, Το Δίκαιον της Ναυτικής Εργασίας, 1980, σελ. 53). Τέτοιο δικαίωμα γεννάται και όταν η σύμβαση καταγγέλλεται από το ναυτικό, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 74 ΚΙΝΔ, όταν δηλαδή ο πλοίαρχος έχει υποπέσει σε βαριά παράβαση των έναντι αυτού καθηκόντων του. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, βαριά είναι η παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου όταν εξαιτίας της δε μπορεί να αξιωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ναυτικό, κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, να συνεχίσει να εργάζεται στο πλοίο, εμμένοντας στη σύμβαση ναυτολογήσεως αλλά επιβάλλεται η εκ μέρους του άμεση καταγγελία της (ΜονΕφΠειρ. 625/2014, Δνη 2015/509, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 338). Τέτοια παράβαση αποτελεί και η καθυστέρηση καταβολής στον ναυτικό του μισθού του ενόψει του ότι αυτός θεωρείται αναγκαίος για τη συντήρηση τόσο του ναυτικού όσο και της οικογένειάς του, εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης ή δικαιολογημένη από τη φύση της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο για την υποχρέωση καταβολής της συγκεκριμένης μισθολογικής παροχής ή για το ύψος αυτής (ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 74, αρ. 3.1, σελ. 378). Η βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου δε λύνει αυτόματα τη σύμβαση αλλά προσαπαιτείται και ενέργεια αυτού, δηλαδή δήλωση της βουλήσεώς του έστω άτυπη, πάντως απευθυντέα προς τον εργοδότη του, διαμέσου του πλοιάρχου, ότι δεν επιθυμεί την εξακολούθηση της εργασίας του στο πλοίο (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η καταγγελία της συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το άρθρο 74 ΚΙΝΔ, σε Μελέτες προς τιμήν Νικολάου Α. Δελούκα, 1989, σελ. 387 – 441 [400]). Αν και το άρθρο 74 ΚΙΝΔ αναφέρει ότι ο ναυτικός δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβασή του κατά πάντα χρόνο, είναι αυτονόητο ότι η δήλωση αυτή προϋποθέτει ισχυρή σύμβαση, που δεν έχει ήδη κατά το χρόνο της καταγγελίας λυθεί για άλλη αιτία, αναγόμενη στη βούληση των συμβαλλομένων είτε επιφέρουσα αυτοδικαίως το πέρας της συμβατικής σχέσης. Λόγο αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης, εκτός του ΚΙΝΔ, θεμελιώνει η ολοκλήρωση της διαδικασίας παροχής προστασίας σε εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς (περί της οποίας βλ. ειδικότερα Ε. Βουλίκα, Η αφερεγγυότητα του εργοδότη, σε ΕΕΔ 1993, σελ. 993 επομ. [1003 – 1004] και Η. Χριστοδούλου – Βαρότση, Η επίδραση του κοινοτικού δικαίου στην προστασία των ναυτικών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πλοιοκτήτη – εργοδότη, σε ΕΝαυτΔ 2002, σελ. 236 επομ. [239]), που προβλέπεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 29 § 1 του Ν. 1220/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 11 § Α1 του Ν. 3816/2010 (ΦΕΚ Α 6/21.1.2010), η οποία ορίζει ότι «Σε περίπτωση εγκατάλειψης στην αλλοδαπή ή ημεδαπή Ελλήνων ναυτικών, που είναι ναυτολογημένοι σε πλοία υπό ελληνική σημαία ή ξένα, συμβεβλημένα με το “Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο” (ΝΑΤ), λόγω μη τήρησης από τον πλοιοκτήτη των διατάξεων περί μισθοτροφοδοσίας: α) Καταβάλλονται από το ΝΑΤ και ειδικότερα από το “Κεφάλαιο Ασθένειας και Ανεργίας” έναντι των καθυστερημένων βασικών μισθών και επιδομάτων, αποδοχές μέχρι ενός τριμήνου, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικίες συλλογικές συμβάσεις. Η καταβολή αυτή γίνεται με βάση κατάσταση, που περιλαμβάνει το πλήρωμα και τις αποδοχές του και έχει εγκριθεί από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία ή από την Επιτροπή της παραγράφου 3. Σε περίπτωση διαφωνίας, υπερισχύει η γνώμη της Επιτροπής. Η βεβαίωση από το ΝΑΤ ότι έχει εκδοθεί για κάθε ναυτικό, που έχει εγκαταλειφθεί, επιταγή για την παραπάνω καταβολή, συνεπάγεται αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας και κλείσιμο του ναυτολογίου». Επομένως, μετά το κλείσιμο του ναυτολογίου δε νοείται καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης εκ μέρους του ναυτικού, αφού η εργασιακή του σχέση έχει ήδη λυθεί. Το ότι έτσι έχει το πράγμα επιβεβαιώνεται εξ αντιδιαστολής και από τη ρύθμιση της § 2α του ιδίου άρθρου 29, που προστέθηκε με το άρθρο 50 § 2 του Ν. 4331/2015, κατά την οποία «Η κίνηση της διαδικασίας για την καταβολή της παροχής της παραγράφου 1 δεν θίγει το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας εκ μέρους του ναυτικού και τη λύση αυτής, όταν αυτή επέρχεται κατά χρόνο μεταγενέστερο της αίτησης του ναυτικού για τη διαπίστωση και συνδρομή των όρων εγκατάλειψής του και ο ναυτικός που ασκεί το ανωτέρω δικαίωμα καταγγελίας δικαιούται την παροχή της παραγράφου 1». Πράγματι, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο ναυτικός διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβασή του, ακόμα και αν ο ίδιος έχει με αίτησή του προκαλέσει την κίνηση της διοικητικής διαδικασίας για την προστασία των εργασιακών του δικαιωμάτων και να προκαλέσει έτσι τη λύση της εργασιακής του σχέσης, χωρίς να αποστερηθεί της προστασίας αυτής, εφόσον όμως η δήλωση της σχετικής βουλήσεώς του προηγηθεί της έκδοσης στο όνομά του επιταγής από το ΝΑΤ για την πληρωμή των μισθών και των επιδομάτων που του οφείλονται λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη του και αντιστοιχούν στο τελευταίο τρίμηνο πριν την κίνηση της διαδικασίας. Μετά την παρέλευση του χρονικού αυτού σημείου το δικαίωμα καταγγελίας για οποιονδήποτε λόγο, ακόμα και για βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου έναντι αυτού, απόλλυται και αξίωση αποζημιώσεώς του δεν γεννάται.

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στις 22.4.2015 κινήθηκε η διαδικασία της § 1 του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981 για όλους τους ναυτικούς, μέλη πληρωμάτων πλοίων της πρώτης εναγομένης και στις 6.7.2015 εκδόθηκε η με αριθμό πρωτοκόλλου 3526.2/11/2015 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, με την οποία κυρώθηκε το από 3.7.2015 Πρακτικό της Επιτροπής Διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας σε εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, με το οποίο βεβαιώθηκε ότι [και] οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν από το Κεφάλαιο Ασθενείας και Ανεργίας του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ) αποδοχές μέχρις ενός τριμήνου σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και, συγκεκριμένα, ο μεν πρώτος το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (4.815,64 €) και ο δεύτερος ενάγων το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (3.804,76 €). Μετά από αυτά, το ΝΑΤ στις 21.7.2015 εξέδωσε χρηματικά εντάλματα για την αποζημίωση των εναγόντων και έθεσε αυτά στη διάθεσή τους, ενώ με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 23.689/22.7.2015 έγγραφό του το Τμήμα Εισφορών Ελληνικών Πλοίων της Διεύθυνσης Πόρων του ΝΑΤ γνωστοποίησε τα ανωτέρω στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς, από το οποίο ζήτησε να προβεί σε άμεσο κλείσιμο του ναυτολογίου του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου AJ. Κατόπιν τούτου, το ναυτολόγιο έκλεισε αυθημερόν και για το λόγο αυτό στο ναυτικό φυλλάδιο του πρώτου ενάγοντος στις 30.7.2015 σημειώθηκε ότι απολύθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν. 3816/2010 της απολύσεώς του λογιζομένης από 22.7.2015, ενώ ανάλογη καταχώρηση έγινε και στο ναυτικό φυλλάδιο του δευτέρου των εναγόντων. Με βάση τα ανωτέρω ασφαλές συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επικαλούμενη καταγγελία των εναγόντων που φέρεται ότι αντιστοίχως πραγματοποιήθηκε στις 30.7.2015 και στις 24.7.2015 δεν μπορούσε, ως μεταγενέστερη της αυτοδίκαιης λύσης των συμβάσεών τους, να επιφέρει το ίδιο, ήδη ex lege επελθόν, αποτέλεσμα. Επιπλέον, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι υπήρξε πράγματι σχετική δήλωσή τους που απευθύνθηκε με οποιονδήποτε τρόπο είτε στον πλοίαρχο του πλοίου είτε σε κάποια από τις εναγόμενες. Είχαν, άλλωστε, οι ενάγοντες την ευχέρεια να καταγγείλουν τη σύμβασή τους και να λάβουν την αποζημίωση του άρθρου 74 ΚΙΝΔ πολύ πιο πριν, δεδομένου ότι ήδη από 19.2.2015 είχαν αμφότεροι υπογράψει δήλωση με την οποία προέβαιναν σε επίσχεση της εργασίας τους για τον ίδιο ακριβώς λόγο (καθυστέρηση από 1ης.8.2014 της εξόφλησης των δεδουλευμένων αποδοχών τους), πλην όμως αδράνησαν. Επομένως, το αγωγικό αίτημα περί καταβολής αποζημιώσεως απολύσεως κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ ήταν αβάσιμο και έπρεπε να απορριφθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, όμως, ότι η αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας που επέρχεται με το κλείσιμο του ναυτολογίου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 του Ν. 3816/2010, «δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 § 2 ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ αποζημίωσης, αν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού» και για το λόγο αυτό δέχθηκε κατ’ ουσίαν το επίμαχο αίτημα της αγωγής και επιδίκασε στους ενάγοντες αποδοχές δεκαπέντε [15] ημερών ως αποζημίωση για την απόλυσή τους. Έτσι που έκρινε, όμως, αφενός πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε και αφετέρου εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, υπερέβη δε και το αντικείμενο της δίκης, αφού έλαβε υπόψη του ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης πραγματικούς ισχυρισμούς που οι ενάγοντες δεν είχαν προτείνει. Συγκεκριμένα, δεν διαπίστωσε την ανυπαρξία δήλωσης των εναγόντων περί καταγγελίας των συμβάσεών τους ούτε αξιολόγησε ορθά τη σημασία του χρονικού σημείου που αυτές φερόταν ότι καταγγέλθηκαν, ενώ με την υιοθέτηση του άρθρου 72 ΚΙΝΔ ως νόμιμης βάσης της αποζημίωσης που επιδίκασε θεώρησε κατ’ ουσίαν ότι η σύμβαση των εναγόντων καταγγέλθηκε από τον πλοίαρχο, μολονότι οι ίδιοι σαφώς επικαλέστηκαν δική τους καταγγελία. Κατόπιν αυτών, ο λόγος της ένδικης Α έφεσης με τον οποίο πλήττεται το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος.

Χ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η Β από αυτές, να γίνει εν μέρει δεκτή η Α έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, 2008, αρ. 1143, σελ. 430 – 431) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να επιδικαστεί στους ενάγοντες το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τριακοσίων εξήντα έξι ευρώ και είκοσι λεπτών (5.337,04 € + 3.661,32 € + 6.367,84 € = 15.366,20 €) στον πρώτο και των δώδεκα χιλιάδων εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (4.702,91 € + 2.025,78 € + 5.340 € = 12.068,69 €) στο δεύτερο. Ειδικότερα, με βάση το αίτημα της αγωγής πρέπει Α] να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, η δεύτερη όμως περιορισμένα δια του πλοίου και έως το ποσό της αξίας του, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα ένδεκα χιλιάδες εκατόν ογδόντα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά (11.180,97 €) και στο δεύτερο ενάγοντα εννέα χιλιάδες εξακόσια τρία ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (9.603,91 €), Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους στην εις ολόκληρον και περιορισμένα κατά τα ανωτέρω ως προς την ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης καταβολή στον πρώτο ενάγοντα δύο χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (2.384,65 €) και στο δεύτερο ενάγοντα χιλίων εκατόν ογδόντα τριών ευρώ και δέκα λεπτών (1.183,10 €), Γ] να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα πεντακόσια είκοσι τρία ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (523,91 €) και στο δεύτερο ενάγοντα τετρακόσια τριάντα εννέα ευρώ (439 €) και Δ] να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτής της τελευταίας στην καταβολή χιλίων διακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.276,67 €) στον πρώτο ενάγοντα και οκτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (842,68 €) στο δεύτερο ενάγοντα. Όλα τα ανωτέρω κονδύλια πρέπει να επιδικαστούν νομιμοτόκως από τότε που κατέστησαν απαιτητά, δηλαδή από την πρώτη ημέρα του επόμενου μηνός από εκείνον κατά τον οποίο ανέκυψε η υποχρέωση καταβολής μισθών και επιδομάτων, πλην των εορταστικών, από τα οποία για τα μεν δώρα Χριστουγέννων τόκος οφείλεται από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους, για δε τα δώρα Πάσχα από την 1η Μαΐου του έτους εντός του οποίου οφείλονται.

ΧΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος στο Δικαστήριο τούτο με τις προτάσεις της εκκαλούσας της Α έφεσης αιτήματός της για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στους ενάγοντες μέρους του ποσού για το οποίο η εκκαλουμένη κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή και, συγκεκριμένα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €) και δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) αντιστοίχως, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης υπέρ εκάστου ενάγοντος επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν (ΕφΠειρ. 540/2006, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.).

ΧΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων των εναγόντων σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις εφέσεις ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της δεύτερης έφεσης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ ουσία τη δεύτερη από αυτές.

Δέχεται εν μέρει την πρώτη έφεση

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει, ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται κατά τα λοιπά αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες ενεχόμενες εις ολόκληρον, η δεύτερη όμως περιορισμένα δια του πλοίου και έως το ποσό της αξίας του, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα ένδεκα χιλιάδες εκατόν ογδόντα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά (11.180,97 €) και στο δεύτερο ενάγοντα εννέα χιλιάδες εξακόσια τρία ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (9.603,91 €), με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες ενεχόμενες εις ολόκληρον, η δεύτερη όμως περιορισμένα δια του πλοίου και έως το ποσό της αξίας του οφείλουν να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα δύο χιλιάδες τριακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (2.384,65 €) και στο δεύτερο ενάγοντα χίλια εκατόν ογδόντα τρία ευρώ και δέκα λεπτά (1.183,10 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Υποχρεώνει την δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα πεντακόσια είκοσι τρία ευρώ και ενενήντα ένα λεπτά (523,91 €) και στο δεύτερο ενάγοντα τετρακόσια τριάντα εννέα ευρώ (439 €), νομιμοτόκως από την 1η.1.2016 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης στην καταβολή χιλίων διακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (1.276,67 €) στον πρώτο ενάγοντα και οκτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (842,68 €) στο δεύτερο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της δεύτερης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ