Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 272/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 272/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————- 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού,  Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 15-9-2016 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2016) έφεση του ενάγοντος-αντεναγομένου, ως μερικώς ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 1310/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε η από 12-2-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2013) αγωγή του κατά του εναγομένου, περί άρσης της παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς του και παράλειψης κάθε τέτοιας προσβολής στο μέλλον και χρηματικής ικανοποίησης λόγω της εντεύθεν ηθικής βλάβης του, και έγινε εν μέρει δεκτή η ασκηθείσα με τις προτάσεις του εναγομένου ανταγωγή, ομοίως, περί άρσης της παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς του, παράλειψης κάθε μελλοντικής  προσβολής της και χρηματικής ικανοποίησης λόγω της εντεύθεν ηθικής του βλάβης. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος, απαλλασσόμενου από την υποχρέωση προκαταβολής της προβλεπόμενης εισφοράς στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, καθώς ο εκκαλών τον οποίο εκπροσωπεί, είχε αλλά έχει απωλέσει τη δικηγορική του ιδιότητα από τις 7-5-2014, και δεν έχει συνταξιοδοτηθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 61 § § § 1, 3 και 4 του ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 παρ.8 α΄, β΄ και γ΄, αντίστοιχα, του ν.4205/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 παρ.2 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με σχετική απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, όπου αυτός είναι εγγεγραμμένος  (σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ……/1-12-2015 έγγραφο του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς), και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 εδ.α΄του ΚΠολΔ), εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 20-7-2016 (σχετ. η κατ’άρθρο 139 παρ.3 του ΚΠολΔ επισημείωση επί αντιγράφου αυτής του δικαστικού επιμελητή, ……..), και η έφεση ασκήθηκε στις 19-9-2016, πριν δηλαδή την παρέλευση μηνός, στον οποίο δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου (άρθρο 147 παρ.2 του ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την κατάθεσή της (υπ’αριθμ. ……. παράβολα του Δημοσίου και υπ’αριθμ. . . .. παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

ΙΙ. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση ότι το ισχυριζόμενο η διαδιδόμενο ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του δράστη να ισχυριστεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης, απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 125/2016 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη, ενώ η δυσφήμιση ως αστικό αδίκημα θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη (ΑΠ 726/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Ως τιμή του προσώπου νοείται η ηθική και προσωπική αξία, που απολαμβάνει το άτομο (ΑΠ 1176/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις (ΑΠ 308/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του, ηθικών, πνευματικών, επαγγελματικών και λοιπών, για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του (ΑΠ 1176/2017, ΑΠ 109/2012, ό.π). Τέλος, κατά το άρθρο 367 § 1 περ. α΄- δ΄ του ΠΚ,  το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ΄και δ΄). Στις περιπτώσεις αυτές αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 § 2). Παραμένει, επομένως, η παρανομία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η εκδήλωση αυτή αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση ή όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει τη τιμή άλλου (ΑΠ 760/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 712/2016 ό.π). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ (ΑΠ 1294/2017, ΑΠ 599/2016,  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή, της μεν περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής, εκείνης δε του άρθρου 367 § 2 του ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της εκ του άρθρου 367 § 1 το ΠΚ ενστάσεως (ΑΠ 599/2016, ό.π, ΑΠ 1251/2015, ΑΠ 1321/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

ΙΙΙ. Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, επικαλούμενος υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του εκ μέρους του εναγομένου, δια της ασκήσεως της από 11-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2012), ενσωματωμένης στο δικόγραφό της αγωγής του, στην οποία διέλαβε τους ειδικότερα ψευδείς και συκοφαντικούς σε βάρος του ισχυρισμούς και προσβλητικούς της τιμής του χαρακτηρισμούς, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματός της και τροπής του εν μέρει σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ, και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει επιπλέον το ποσό των 15.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί κατ’αυτού προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσον εκτελέσεώς της, να υποχρεωθεί αυτός να άρει την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, να παραλείπει κάθε τέτοια προσβολή στο μέλλον, υπό την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης ενός έτους, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά του έξοδα.Ο εναγόμενος, επίσης, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του, άσκησε ανταγωγή, και επικαλούμενος και εκείνος υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του εκ μέρους του αντεναγομένου, δια της ασκήσεως της ένδικης από 12-2-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …/2013) αγωγής του, στο κείμενο της οποίας διαλαμβάνονται οι ειδικότερα μνημονευόμενοι ψευδείς και συκοφαντικοί σε βάρος του ισχυρισμοί και προσβλητικοί της τιμής του χαρακτηρισμοί, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματός της να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την άσκησή της στις 3-1-2014 και μέχρι την εξόφληση,  να απαγγελθεί κατ’αυτού προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσον εκτελέσεώς της, να υποχρεωθεί αυτός να άρει την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, να παραλείπει κάθε τέτοια προσβολή στο μέλλον, υπό την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης ενός έτους, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά του έξοδα, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 51.150 ευρώ και επικουρικά των 23.435,87 ευρώ, ενώ ζήτησε επιπλέον τη διαγραφή των αναλυτικά αναφερόμενων ανάρμοστων φράσεων που περιέχονται στην αγωγή του αντεναγομένου και την σε αυτόν επιβολή χρηματικής ποινής, λόγω μη τήρησης, κατά τη διεξαγωγή της δίκης, των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και του καθήκοντος αληθείας.  Αμφότεροι επίσης οι διάδικοι, ο μεν ενάγων με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του και ο αντενάγων με τις προτάσεις του, προς απόκρουση της ανταγωγής και αγωγής, αντίστοιχα, πέραν της αιτιολογημένης αρνήσεώς τους, πρότειναν, τη θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 367 § 1 στοιχ.γ΄του ΠΚ, σύμφωνα με την προηγηθείσα υπό στοιχ. ΙΙ σκέψη, ένσταση άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης τους, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι οι ισχυρισμοί και χαρακτηρισμοί τους έγιναν στο πλαίσιο της μεταξύ τους αντιδικίας, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και προκειμένου να προστατεύσουν το δικαίωμά τους για προστασία της προσωπικότητάς τους. Επιπλέον, προς απόκρουση του ανωτέρω ισχυρισμού, ο μεν ενάγων με την αγωγή του και ο αντενάγων με τις προτάσεις του, πρότειναν καθ’υποφοράν την εκ του άρθρου 367 § 2 του ίδιου κώδικα, αντένσταση, κατά τα συναφώς εκτεθέντα στην ίδια νομική σκέψη. IV. Επί των παραπάνω αγωγών εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η από 12-2-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγή του ενάγοντος και διατάχθηκε η διαγραφή από το δικόγραφό της των παρατιθέμενων στο διατακτικό της φράσεων, ως ανάρμοστων, ενώ επιβλήθηκαν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, που προσδιορίστηκαν στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, και έγινε δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, η ανταγωγή του αντενάγοντος και υποχρεώθηκε ο αντεναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 21-2-2014 και μέχρι την εξόφληση, να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του αντενάγοντος με οποιονδήποτε τρόπο, με τη χρήση όμοιων ή παρεμφερών ισχυρισμών που περιέχονται στην αγωγή του, υπό την απειλή χρηματικής ποινής χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης, και επιβλήθηκαν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του αντενάγοντος, ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ.  Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο ενάγων για τους ειδικότερα διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο της έφεσής του λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις αναγόμενες στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της άλλως μεταρρύθμισή της, με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η δική του αγωγή και να απορριφθεί η ανταγωγή του εφεσίβλητου.

            V.Κατά τα άρθρα 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφ’ όσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί, για να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, έννομη δε σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννομες αυτές συνέπειες (ΑΠ 313/2018, ΑΠ 1419/2015, ΑΠ 1184/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, η κατοχύρωση με τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και  14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997, του τεκμηρίου της αθωότητας, το οποίο αποτελεί κατ’ αρχήν τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 του ΠΚ), δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση- συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Οι διατάξεις των άρθρων 93 – 96 του Συντάγματος, αφενός μεν κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ’ αντιστοιχία των προβλεπόμενων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Βασική συνέπεια που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των δικαιοδοσιών είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. του ΚΠολΔ, 57 του ΚΠΔ, 197 του ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Περαιτέρω, αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ). Επομένως, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό αποτέλεσμα σύμφωνο με την αθωωτική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 § 2 ΕΣΔΑ και 14 § 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος «αποδεικτικής δέσμευσης», ένα νέο είδος «δεδικασμένου», μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος κατήργησε την προϊσχύσασα, αντίθετη ρύθμιση, της ΠολΔ/1834 που στο άρθρο 12 όριζε: “αποφασισθέντος άπαξ του προδικαστικού ζητήματος παρά του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν δύναται πλέον το άλλο δικαστήριον, είτε πολιτικόν, είτε ποινικόν, να επιχειρήση την έρευναν του αυτού ζητήματος), ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Δηλαδή αν η “δέσμευση” αυτή νοηθεί ως ιδιαίτερο είδος δεδικασμένου, το κώλυμα είναι συνταγματικό από τις διατάξεις περί χωριστής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Αν πάλι το νέο αυτό είδος “δέσμευσης” μεταξύ δικαιοδοσιών συνιστά μία έκφραση της βεβαιωτικής ενέργειας ή αλλιώς διαπιστωτικής δύναμης των δικαστικών αποφάσεων, έννοια άγνωστη στο αστικό δικονομικό δίκαιο, τότε για τη δημιουργία τέτοιου είδους δέσμευσης απαραίτητη είναι η ύπαρξη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης (όπως στο άρθρο 5 ΚΔΔ) που εν προκειμένω δεν υφίσταται (ΑΠ 1422/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, με τις παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις, της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου (ΑΠ 322/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το τελευταίο δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου (ΑΠ 322/2018, ό.π, ΑΠ 1398/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1364/2011, Νοβ 2012.568). Τέλος, τα πολιτικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται σε αστικής φύσης θέματα από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εκτός αν αυτά κρίθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής αγωγής που άσκησε κατά το άρθρο 63 του ΚΠΔ ο παθών από το έγκλημα (ΑΠ 1098/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1067/2009, Νοβ 2010. 929). (ΑΠ 322/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

β. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1330/2017, ΑΠ 400/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), προκύπτει, ότι, όταν δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας και όταν ακόμη η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό δικαστήριο, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επίδικου δικαιώματος (ΑΠ 197/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), υπάρχει δηλαδή μεταξύ τους δεσμός προδικαστικότητας (ΑΠ 2182/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η αναβολή ή όχι της εκδίκασης της ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας εκκρεμούς διαφοράς απόκειται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 194/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην κρινόμενη περίπτωση, ο εκκαλών, με τις προτάσεις του υπέβαλε αίτημα αναστολής εκδόσεως αποφάσεως, μέχρις ότου εκδοθούν αποφάσεις επί των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των υπ’αριθμ. 389/2015, 363/2017, 613/2017, 614/2017 και 651/2017 αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου, υπό μονομελή ή τριμελή σύνθεση, που εκκρεμούν ενώπιον του Αρείου Πάγου. Πέραν, όμως, του ότι δεν παραθέτει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνάφεια εκείνων με την παρούσα δίκη, από το περιεχόμενο των αντίστοιχων δικογράφων, προκύπτει ότι, αφορούν άλλες δίκες και συγκεκριμένα τις δίκες επί της από 31-12-2010 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2010), της από 16-8-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …/20130, της από 16-7-2008 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2008) της από 16-10-2008 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2008) και της από 10-5-2011 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2011) αγωγής, αντίστοιχα, του νυν αντενάγοντος, σε βάρος του ιδίου ή και της συζύγου του, με τις οποίες δεν υφίσταται ταυτότητα διαφοράς, με την προκείμενη δίκη, ούτε πρόκειται να κριθούν προδικαστικά ζητήματα αυτής, ώστε να τίθεται ζήτημα εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προηγείται, που άλλωστε εκτείνονται μόνο σε έννομες σχέσεις και όχι σε πραγματικά γεγονότα. Εξάλλου, δεν κρίνεται σκόπιμη και η αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση έφεσης, κατ’άρθρο 249 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την αμέσως προηγηθείσα σκέψη, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της, διότι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας των έννομων σχέσεων που πρόκειται να κριθούν στο πλαίσιο των παραπάνω εκκρεμών υποθέσεων, ανεξαρτήτως του ότι και αυτές όπως και οι λοιπές αστικές δίκες των διαδίκων αφορούν εν τέλει, ως επί το πλείστον, τα ίδια βιοτικά συμβάντα, για τα οποία, όπως θα αναπτυχθεί και στη συνέχεια, υπάρχει πληθώρα δικαστικών κρίσεων.

VΙ. Από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα -5 συνολικά-φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), τις υπ’αριθμ. ……../19-11-2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ………, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που ελήφθησαν με επιμέλεια του αντενάγοντος (…………..), μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 270 παρ.2 εδ.γ΄του ΚΠολΔ- κλήτευση του ενάγοντος (……………) (υπ’αριθμ. …/8-11-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . …, περί της επιδόσεως της από 7-11-2013 εξώδικης γνωστοποίησης εξετάσεως μαρτύρων), που δεν παρέστη σε αυτές, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Η γνωριμία των διαδίκων, του επιχειρηματία, εναγομένου-αντενάγοντος, ………… ………… (στο εξής αντενάγοντος), και του δικηγόρου, . …………., ενάγοντος-αντεναγομένου  (στο εξής ενάγοντος), που έχει ήδη απωλέσει την ιδιότητά του αυτή αλλά δεν έχει ακόμη συνταξιοδοτηθεί, ανάγεται στο έτος 1996 και έγινε μέσω του κοινού πνευματικού τους, ιερομονάχου ……….. Επ’αφορμή αυτής, o αντενάγων ανέθεσε στον ενάγοντα, αρχικά προφορικά και στη συνέχεια, έχοντας ήδη αναπτυχθεί μεταξύ τους σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και εμπιστοσύνης, και εγγράφως, δυνάμει του υπ’αριθμ. ////22-7-1999 γενικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς και συζύγου του τελευταίου, ………., το χειρισμό νομικών του υποθέσεων, είτε δια της δικαστικής οδού είτε εξωδίκως. Προϊόντος του χρόνου, η σχέση τους, από σχέση πελάτη-δικηγόρου, εξελίχθηκε σε στενή φιλική και οικογενειακή σχέση, γεγονός στο οποίο συνετέλεσε και η αφοσίωση αμφοτέρων στα ιδεώδη της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Ο ενάγων, πράγματι, επί σειρά ετών ασχολήθηκε με υποθέσεις του αντενάγοντος, ο οποίος, μεταξύ άλλων εγγράφων που ήταν αναγκαία για το σκοπό αυτό, του παρέδωσε προς φύλαξη, μέσα σε κλειστό σφραγισμένο φάκελο, την από 16-10-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους του, τον προαναφερθέντα ιερομόναχο και τον ίδιο, καταλείποντας σε αυτόν το ποσό των 10.000.000 δραχμών. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο αντενάγων στις 7-11-2000 χορήγησε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 20.000.000 δρχ, ως δάνειο, αποδοτέο στις 31-12-2002, πλέον τόκων, ύψους 1.000.000 δρχ ετησίως, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα σε έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό που αυθημερόν συνυπέγραψαν. Από την Άνοιξη του έτους 2002, ωστόσο, οι σχέσεις τους άρχισαν να διαταράσσονται και να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία, για λόγους που δεν επιβεβαιώνονται πλήρως. Γεγονός πάντως είναι ότι ο αντενάγων είχε αρχίσει να δυσανασχετεί, λόγω της ασυνέπειας του ενάγοντος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από τη δανειακή σύμβαση, μην έχοντας καταβάλει οποιοδήποτε ποσό μέχρι τότε, πέραν του 1.000.000 δρχ, το οποίο είχε συμψηφιστεί κατ’απαίτηση του ενάγοντος, με δική του ανταπαίτηση από δικηγορική αμοιβή, και αυτό προοιώνιζε, κατά την άποψη του αντενάγοντος, την ασυνέπεια του τελευταίου και κατά τη λήξη του δανείου, με δεδομένο ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να εισπράξει την –υπ’αριθμ. ……..-επιταγή σε δραχμές, που ο ενάγων του είχε παραδώσει προς εξασφάλισή του,  μετά τη μετατροπή του εθνικού νομίσματος στην Ελλάδα σε ευρώ, λόγω μη τηρήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 35 παρ.2 του ν.2971/2001. Ο ενάγων, επίσης, είχε την υποψία ότι ο αντενάγων μαγνητοφωνούσε εν αγνοία του και χωρίς φυσικά τη συναίνεσή του, τη συνομιλία τους, κατά τη διάρκεια των συναντήσεών τους αλλά και των τηλεφωνικών τους συνδιαλέξεων. Υπό τα δεδομένα αυτά, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, ενόψει της επικείμενης συμβατικής λήξης του δανείου, έλαβε χώρα συνάντηση των διαδίκων στο γραφείο του, στις 28-12-2002. Τότε, ο ίδιος πρότεινε στον αντενάγοντα την υπογραφή του από 28-12-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού, που είχε συντάξει, για την παράταση της προθεσμίας απόδοσης του δανείου έως τις 7-11-2004, αλλά με δυνατότητα και περαιτέρω παράτασής της, πλην όμως εκείνος αρνήθηκε να το υπογράψει και αποχώρησε, καθώς είχε την άποψη ότι δεν τον εξασφάλιζε, αφού η πληρωμή του δανείου και των επιταγών που επρόκειτο να του δοθούν προς εξασφάλιση, θα απόκειντο στην απόλυτη εξουσία του ενάγοντος, και έκτοτε, επήλθε οριστική ρήξη στις μεταξύ τους σχέσεις. Μάλιστα, το αμέσως επόμενο διάστημα και δη τον Ιανουάριο του έτους 2003, ο αντενάγων απευθύνθηκε σε νέο δικηγόρο, το …….., προκειμένου να μεσολαβήσει στον ενάγοντα για την αποπληρωμή του δανείου, όπως και πράγματι έγινε, πλην όμως ο τελευταίος, παρά το ότι δεν αμφισβήτησε την οφειλή του, υποσχόμενος ότι θα το αποδώσει εντός 15 περίπου ημερών, τελικά δεν συμμορφώθηκε προς την υπόσχεσή του αυτή. Τα παραπάνω γεγονότα, μάλιστα,  βρίσκονται σε λογική αλλά και χρονική αλληλουχία με την επακολουθήσασα ανάκληση της πληρεξουσιότητας εκ μέρους του αντενάγοντος, με την υπ’αριθμ. ……./4-2-2003 πράξη ανάκλησης πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….. Σημειώνεται ενδεικτικά ότι, κατά το σκεπτικό : α/ της υπ’αριθμ. 684/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της υπ’αριθμ. 964/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με κατηγορουμένους τον νυν ενάγοντα και τη σύζυγό του για τα αδικήματα, μεταξύ άλλων, της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση και από κοινού, υιοθετείται η άποψη ότι η εμπιστοσύνη του αντενάγοντος προς τον ίδιο άρχισε να κλονίζεται από τον μήνα Μάρτιο περίπου του έτους 2002, όταν ο τελευταίος, παρά την αίσια έκβαση υπόθεσής του με τρίτους (κληρονόμους ……), με την έκδοση της υπ’αριθμ. 10453/2001 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ αυτού το ποσό των 343.595,4 ευρώ, ο ίδιος (ενν. ο ενάγων) άρχισε να διατυπώνει απαισιόδοξες προβλέψεις για την τελική έκβαση της δίκης, ενώ αμελούσε να στραφεί και κατά του θείου του τελευταίου δικαστικώς, με τον οποίο υπήρχαν οικονομικές εκκρεμότητες, με το επιχείρημα ότι λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, θα ήταν σκοπιμότερο να αναμείνει τον θάνατό του, β/ της υπ’αριθμ. 528/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, όπου εκδικάστηκε έφεση του ενάγοντος για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, έγινε δεκτό ότι ο αντενάγων απέδωσε τη διατάραξη των σχέσεών τους ακριβώς στο γεγονός της άρνησής του να χορηγήσει στον ενάγοντα νέο δάνειο, και να συναινέσει στην παράταση του χρόνου απόδοσης του ήδη υπάρχοντος, αλλά και στην προσπάθεια του τελευταίου να το συμψηφίσει με διογκωμένες αμοιβές για υπηρεσίες που δεν του προσέφερε, ενώ ο ίδιος υποστήριζε ότι ο αντενάγων προετοίμαζε τεχνηέντως το έδαφος προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής των δικηγορικών αμοιβών του.

Από την άλλη πλευρά, ο ενάγων,  όπως ήδη εκτέθηκε, διατείνεται ότι αιτία της διακοπής των σχέσεών τους αποτέλεσε η διαπίστωση στις 28-12-2002 ότι ο αντενάγων μαγνητοφώνησε τη συνομιλία τους, επιβεβαιώνοντας έτσι τις υποψίες του για μαγνητοφώνηση των συνομιλιών τους, προφορικών και τηλεφωνικών, και το προηγούμενο διάστημα. Η άποψή του αυτή μάλιστα υιοθετείται από την-ήδη αναιρεθείσα- υπ’αριθμ. 788/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσα επί εφέσεως κατά της υπ’αριθμ. 4876/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκρινε επί της από 2-6-2003 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2003) αγωγής του νυν ενάγοντος για καταβολή οφειλόμενων αμοιβών. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της γίνεται δεκτό ότι αιτία διαταράξεως των σχέσεων των διαδίκων, υπήρξε η καχυποψία του νυν αντενάγοντος, η οποία τον οδήγησε στη χρήση ενίοτε αθέμιτων μεθόδων στις μετά του ενάγοντος επαφές του, όπως η εν αγνοία του τελευταίου μαγνητοφώνηση των τηλεφωνικών τους συνδιαλέξεων, για την οποία καταγγέλθηκε και ήδη ελεγχόταν ποινικά. Aκολούθως, η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εντολής λύθηκε, συνεπεία καταγγελίας της από αμφότερους και ο αντενάγων, έχοντας ήδη απευθυνθεί σε άλλους δικηγόρους για τη νομική του εκπροσώπηση, με το προαναφερθέν υπ’αριθμ. …./4-2-2003 έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., που επιδόθηκε στον ενάγοντα αυθημερόν, ανακάλεσε το προηγηθέν γενικό πληρεξούσιο προς αυτόν, για να επακολουθήσει η κοινοποίηση και της από 7-2-2003 σχετικής εξώδικης δηλώσεώς του. Σε απάντηση αυτής, ο ενάγων του απέστειλε την από 14-2-2003 εξώδικη απάντηση, δήλωση και πρόσκληση, στην οποία κάνει το πρώτον αναφορά στην εκ μέρους του τελευταίου μεθόδευση της διακοπής των επαγγελματικών τους σχέσεων και την αποφυγή καταβολής των οφειλόμενων αμοιβών του για τις υποθέσεις που είχε χειριστεί, με την «αποψίλωση» των φακέλων τους, ώστε να μην υπάρχουν αποδεικτικά προς τούτο στοιχεία. Επακολούθησε ανταλλαγή και άλλων εξωδίκων και έκτοτε υφίσταται σφοδρή αντιδικία μεταξύ των διαδίκων, σε αστικό αλλά και ποινικό επίπεδο, με σωρεία αγωγών και μηνύσεων εκατέρωθεν, που ξεκίνησε το έτος 2003 και διατηρείται μέχρι σήμερα. Μεταξύ αυτών, ο αντενάγων άσκησε την από 11-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2012) αγωγή του σε βάρος του ενάγοντος, απευθυνόμενη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία, επικαλούμενος παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του εκ μέρους του, ζητούσε, μεταξύ άλλων, να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι ο τότε εναγόμενος και νυν ενάγων, στην προγενέστερη, από 23-12-2009 (υπ’αριθμ εκθ. καταθ. …../2009), στρεφόμενη κατ’αυτού, αγωγή του διέλαβε τους ειδικότερα αναφερόμενους συκοφαντικούς σε βάρος του ισχυρισμούς, εν γνώσει της αναληθείας τους, με σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψή του, αλλά και προσβλητικούς για τον ίδιο χαρακτηρισμούς, οι οποίοι υπερέβαιναν το μέτρο της ευπρέπειας για τη σύνταξη δικογράφων, ειδικότερα δε ισχυρίστηκε ότι αυτός (νυν ενάγων) επικαλέστηκε στο δικόγραφο της αγωγής του αυτής ότι ο ίδιος (νυν αντενάγων) μαγνητοφωνούσε εν αγνοία του τις ιδιωτικές τους συνομιλίες, παρακολουθούσε την οικία του και φωτογράφιζε με τηλεφακό τους χώρους αυτής, ότι το έτος 2002 αφαίρεσε από τις δικογραφίες που φύλασσε στο γραφείο του για το χειρισμό υποθέσεών του, κρίσιμα έγγραφα, προκειμένου να του αποστερήσει αποδεικτικά στοιχεία για τις αξιώσεις αμοιβής του γι’αυτές καθώς και ότι η από 7-11-2000 σύμβαση δανείου, ύψους 20 εκ. δραχμών και ήδη 58.694,06 ευρώ, ήταν εικονική και η αληθινή βούλησή τους ήταν να δοθεί το ποσό αυτό, ως προκαταβολή έναντι των αμοιβών του, προβαίνοντας παράλληλα σε απαξιωτικούς και περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς και ισχυρισμούς για το πρόσωπό του. Αναφορικά με τα παραπάνω θέματα που αποτέλεσαν κομβικά σημεία της μεταξύ τους αντιδικίας αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Α) Η εν αγνοία του ενάγοντος μαγνητοφώνηση των ιδιωτικών τους συνομιλιών, προφορικών και τηλεφωνικών. Ο ενάγων, από το Μάρτιο του έτους 2002, που οι σχέσεις του με τον αντενάγοντα άρχισαν να διαταράσσονται, διαπίστωσε μεταστροφή στη συμπεριφορά του τελευταίου, ο οποίος είχε αρχίσει να τον αντιμετωπίζει με καχυποψία. Όπως κατ’επανάληψη ισχυρίστηκε στη μέχρι τώρα δικαστική αντιδικία τους, έκτοτε είχε υπόνοιες ότι ο αντενάγων, στις κατ’ιδίαν συναντήσεις τους στο δικηγορικό του γραφείο αλλά και στις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους, μαγνητοφωνούσε τις συνομιλίες τους, εν αγνοία του και χωρίς τη συγκατάθεσή του. Οι υπόνοιές του στηρίζονταν, πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς του, στο γεγονός ότι ορισμένες φορές, όταν προφανώς ήθελε να καταγράψει τη συνομιλία τους, ο αντενάγων μιλούσε σαν να έκανε υπαγόρευση και στο ότι ακόμα και κατά τους θερινούς μήνες, φορούσε μπουφάν, όπου προφανώς το τοποθετούσε, αυτές δε οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν στις 28-12-2002, όταν η χρήση μαγνητοφώνου έγινε αντιληπτή από τη σύζυγό του, που βρισκόταν στο συστεγαζόμενο γραφείο δίπλα ακριβώς από το δικό του γραφείο, απ’όπου διήλθε ο αντενάγων για να τον συναντήσει, και το δικηγόρο και συνεργάτη τους, ………, που ευρισκόταν εκεί. Για το ζήτημα αυτό, ο ενάγων υπέβαλε σε βάρος του αντενάγοντος την από 26-3-2003 έγκλησή του, εξ αφορμής της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του τελευταίου για παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της ιδιωτικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση, ενώ άσκησε και την από 30-4-2003 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2003) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Αναφορικά με τη μεν έγκληση, ο αντενάγων καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό με την υπ’αριθμ. 2887/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ενώπιον του οποίου αλλά και του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, που επιλήφθηκε επί εφέσεως του ενάγοντος, η σύζυγός του, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, εξέφρασε απόλυτη βεβαιότητα ότι στις 28-12-2002 είδε τον αντενάγοντα να βγάζει το μαγνητόφωνο από το μπουφάν του, να το ενεργοποιεί και να το τοποθετεί σε χάρτινη σακούλα. Την ίδια βεβαιότητα μάλιστα είχε εκφράσει και ο ….., στην υπ’αριθμ. …./2003 ένορκη βεβαίωσή του. Τελικώς, ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος, λόγω αμφιβολιών, με την υπ’αριθμ. 103/2008 απόφαση του ανωτέρω Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 27-3-2008 και έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, στήριξε την κρίση του στο γεγονός ότι δεν υπήρξε άμεση αντίδραση της συζύγου του ενάγοντος, κατόπιν συνεννόησης με αυτόν, μετά τη βεβαιότητα πλέον ότι ο αντενάγων μαγνητοφώνησε τη συνομιλία τους στις 28-12-2002, ενώ ο ενάγων για πρώτη φορά έκανε αναφορά στις μαγνητοφωνήσεις στην από 18-2-2003 εξώδικη απάντησή του προς εκείνον. Και στο πλαίσιο, όμως, της δίκης που ανοίχθηκε με την άσκηση της παραπάνω αγωγής, φέρεται ότι έγινε δεκτή τελεσίδικα, με την υπ’αριθμ. 634/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η αναλήθεια του ισχυρισμού του ενάγοντος περί μαγνητοφώνησης, με τα επιπλέον επιχειρήματα, μεταξύ άλλων, ότι ο νυν ενάγων δεν επιδίωξε άμεσα με οποιοδήποτε τρόπο την παράδοση του μαγνητοφώνου και του υλικού που περιείχε και ότι το επιδιωκόμενο από τον αντενάγοντα, δια των μαγνητοφωνήσεων, όφελος ήταν περιορισμένο, αφού για τις εκατέρωθεν αξιώσεις των διαδίκων υπήρχαν πολλά έγγραφα, που δεν μπορούσαν ευχερώς να αναιρεθούν από σχετικό προφορικό λόγο, και ο ενάγων ως έμπειρος δικηγόρος διέθετε την ικανότητα να χειριστεί καταλλήλως τους διαλόγους του με τους εντολείς του, ώστε να αποφύγει τη χρήση δυσμενών για τα συμφέροντά του εκφράσεων, αντιθέτως, ο κίνδυνος που διέτρεχε ο αντενάγων να υποστεί δυσμενείς συνέπειες από τη χρήση του υλικού που τυχόν κατείχε από τις μαγνητοφωνήσεις, ήταν ιδιαιτέρως μεγάλος. Έκτοτε, το συγκεκριμένο ζήτημα αποτέλεσε παρεμπίπτον αντικείμενο απόδειξης ή στοιχείο αποδοθείσας κατηγορίας, και διατυπώθηκε επ’αυτού πληθώρα δικαστικών κρίσεων, οι οποίες, με εξαίρεση την ως άνω, υπ’αριθμ. 2887/2005 απόφαση, δέχθηκαν ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα τέτοιες μαγνητοφωνήσεις, ακόμη και στις περιπτώσεις που η κρίση των ποινικών δικαστηρίων υπήρξε αθωωτική τόσο για τον νυν ενάγοντα όσο και για τους μάρτυρες που επιβεβαίωσαν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του. Προ πάσης άλλης αναφοράς, αξιοσημείωτη, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, είναι η επισήμανση στο σκεπτικό της-μετέπειτα αναιρεθείσας- υπ’αριθμ. 95/2009 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, εκδοθείσας επί της άνω από 30-4-2003 αγωγής περί προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ των καταθέσεων της συζύγου του τότε εγκαλούντος και νυν ενάγοντος και του ιδίου ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, που εξέδωσε την υπ’αριθμ. 103/2008 απόφαση, καθώς, αυτοί, αναφερόμενοι στο περιστατικό της 28-12-2002 ισχυρίστηκαν, η μεν πρώτη ότι «ήταν πολύ ταραγμένη εκείνη την ημέρα και δεν είπε τίποτα στο σύζυγό της» ενώ σε άλλο σημείο της κατάθεσής της ότι «όταν βεβαιώθηκαν για τη μαγνητοφώνηση ο σύζυγός της είπε στον τότε κατηγορούμενο : να μην σε ξαναδώ να μην σε ξανακούσω», ενώ ο τελευταίος είπε ότι «τον συγκράτησε η σύζυγός του για να μην σκοτωθούν». Στην ίδια πάντως δίκη, εξεταζόμενος ως μάρτυρας και ο ………., συμμαθητής του αντενάγοντος, στον οποίο ανέθεσε κατ’αρχήν ο τελευταίος τη διευθέτηση του δανείου μετά τη ρήξη των σχέσεών του με τον ενάγοντα,  βεβαιώνει ότι ο ίδιος ο ενάγων του μίλησε για τις μαγνητοφωνήσεις στη σχετική τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν περί τον Ιανουάριο του έτους 2003. Έτσι, με τις ακόλουθες αποφάσεις κρίθηκε σε ποινικό επίπεδο ότι ουδέποτε έλαβε χώρα μαγνητοφώνηση. Ειδικότερα : 1) Με την υπ’αριθμ. 1908/2010 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, κήρυξε τον νυν ενάγοντα ένοχο για την επίκληση του ίδιου ουσιαστικά περιστατικού, στο δικόγραφο της από 30-6-2003 αγωγής του απευθυνόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κρίνοντας ότι αυτό ήταν ψευδές, κατ’αμάχητο τεκμήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 366 του ΠΚ, εφόσον ο νυν αντενάγων είχε ήδη αθωωθεί για την πράξη της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της ιδιωτικής συνομιλίας κατ’εξακολούθηση, με την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. 103/2008-ήδη αμετάκλητη- απόφαση, 2) Με την υπ’αριθμ. 1668/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, ο νυν ενάγων κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση, τελεσθείσας σε βάρος του αντενάγοντος, δια της επικλήσεως εκ νέου στο δικόγραφο της από 30-4-2003 (υπ’αριθμ. εκθ.καταθ. …./2003) αγωγής του, που επιδόθηκε στον αντενάγοντα δια θυροκολλήσεως στις 2-5-2003, του γεγονότος των παράνομων μαγνητοφωνήσεων, 3) Με την υπ’αριθμ. 549, 549α, 549β, 549γ, 579 και 579α/2010 –ήδη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της ασκηθείσας κατ’αυτής αναίρεσης-απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ο ενάγων κηρύχθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία, μεταξύ άλλων, για την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης κατ’εξακολούθηση, τελεσθείσας στις 30-3-2005 και στις 21-1-2008 κατά την εκδίκαση σε πρώτο και δεύτερο, αντίστοιχα, βαθμό της σε βάρος του αντενάγοντος κατηγορίας της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας, όπου μεταξύ άλλων κατέθεσε για τη συστηματική καταγραφή των συνομιλιών τους εκ μέρους του αντενάγοντος, ενώ κηρύχθηκαν ένοχοι και η σύζυγός του και ο ……….. για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, κατ’εξακολούθηση και μη, αντίστοιχα, λόγω των συναφών καταθέσεών τους, η πρώτη για την κατάθεσή της στις 15-5-2003 ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιώς και στις 21-1-2008 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, και ο δεύτερος για την υπ’αριθμ. …../2003 ένορκη βεβαίωσή του, δοθείσα στις 17-9-2003, 4) Με την υπ’αριθμ. 608 δ, 737/2013-ήδη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της ασκηθείσας κατ’αυτής αναίρεσης- απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ο ενάγων κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης επί δικαστηρίω, τελεσθείσας στις 10-5-2006 δια της καταθέσεως προτάσεων, κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας από 30-6-2003 αγωγής, με τις οποίες, προσκόμισε μετ’επικλήσεως την παραπάνω υπ’αριθμ. …/2003 ένορκη βεβαίωση του ….., προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί παράνομων μαγνητοφωνήσεων, 5) Με την υπ’αριθμ. 584α, 608γ 628/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, ο νυν ενάγων κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση, τελεσθείσας σε βάρος του αντενάγοντος, δια της επικλήσεως του ίδιου ως άνω πραγματικού γεγονότος με το δικόγραφο των από 11-12-2008 και 30-1-2009 προτάσεων και προσθήκης-αντίκρουσης αυτών, αντίστοιχα, ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, που εξέδωσε ακολούθως την υπ’αριθμ. 95/2009 απόφασή του, 6) Με την υπ’αριθμ. 1638, 1789, 1813 και 1864/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, με κατηγορουμένους, μεταξύ άλλων και τον νυν ενάγοντα, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, συνιστάμενης στα όσα προσβλητικά της τιμής και υπόληψης του αντενάγοντος είχε διαλάβει στο δικόγραφο της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2009 αγωγής του κατ’αυτού, μεταξύ των οποίων και ο ισχυρισμός του περί παράνομων μαγνητοφωνήσεών του, αυτός κηρύχθηκε ένοχος, αφού έγινε δεκτό το ψευδές του ισχυρισμού του, κατ’αμάχητο τεκμήριο, με βάση το άρθρο 366 του ΠΚ. Σημειώνεται ότι η παρούσα αστική αντιδικία έχει ως αφετηρία την ίδια αυτή αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας επικαλέστηκε ο αντενάγων ως συκοφαντικό με την από 11-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2012) αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας θεώρησε δυσφημιστικό ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του, 7) Με την υπ’αριθμ. 1851α, 1852/2012 απόφασή του,  όπως αυτή διορθώθηκε και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 29-3-2013, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς έκρινε αυτόν ένοχο, για την πράξη της απάτης- όχι ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας- συνιστάμενης αυτής στην παραπλάνηση των μελών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώπιον του οποίου εκδικάστηκε η από 30-4-2003 αγωγή του ενάγοντος, δια της προσκόμισης, μαζί με τις υποβληθείσες, κατά τη συζήτηση στις 31-5-2006, προτάσεις του, των ειδικότερα μνημονευόμενων ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί παράνομων μαγνητοφωνήσεων, με αποτέλεσμα την έκδοση της υπ’αριθμ. 5189/2007 απόφασης, που έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του αυτό και επιδίκασε υπέρ αυτού χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης,  8) Mε την υπ’αριθμ. 1365, 1466, 1629/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (καταχωρηθείσα στις 15-7-2016), ο νυν ενάγων και η σύζυγός του κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης από κοινού, τελεσθείσας δια της επίκλησης με το δικόγραφο της κατατεθείσας στις 22-3-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγής τους εναντίον του αντενάγοντος του γεγονότος των παράνομων μαγνητοφωνήσεων. Αντιθέτως : 9) Με την υπ’αριθμ. 684/2011 απόφαση (καταχωρηθείσα στις 14-3-2012) του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς-όπως αυτή διορθώθηκε-επί εφέσεως του νυν ενάγοντος και της συζύγου του, κατά της υπ’αριθμ. 964/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, αμφότεροι κηρύχθηκαν αθώοι, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης και η δεύτερη και για εκείνη της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, για το ίδιο γεγονός που είχαν ισχυριστεί με το δικόγραφο των από 21-10-2009 προτάσεών τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο η δεύτερη επιβεβαίωσε και σε ένορκη και ανωμοτί εξέτασή της, επαναλαμβάνοντας ότι στις 28-12-2002 είδε τον αντενάγοντα να βγάζει το μαγνητόφωνο από την τσέπη του μπουφάν του, να το ενεργοποιεί και να το τοποθετεί σε σακούλα, πριν εισέλθει στο γραφείο του συζύγου της. Η αθώωσή τους στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, όταν ο αντενάγων στις 28-12-2002 επισκέφθηκε το γραφείο τους, κρατούσε πράγματι μία συσκευή, με την οποία ασχολείτο και ζήτησε να κλείσουν τα παράθυρα, για να μην ακούγεται ο θόρυβος από έξω και ότι πολλές φορές επισκεπτόμενος τον ενάγοντα την άνοιξη και το θέρος του ίδιου έτους, φορούσε μπουφάν ενώ επικρατούσε ζέστη, με αποτέλεσμα εκ πλάνης να θεωρούν ότι πράγματι μαγνητοφωνούσε συνομιλίες του με τον ενάγοντα, 10) Με την υπ’αριθμ. 1159, 1190/2016 ήδη αμετάκλητη απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιά, κρίνοντας επί της κατηγορίας της συκοφαντικής δυσφήμισης του νυν ενάγοντος, συνιστάμενης στην επίκληση του παραπάνω γεγονότος με τις από 22-3-2012 προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, που έκρινε, μετ’αναίρεση, έφεση του αντενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 5189/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απεφάνθη ότι, στο πλαίσιο της μεταξύ τους αντιδικίας, ο νυν ενάγων πίστευε πράγματι ότι ο αντενάγων ενεργούσε σε βάρος του παράνομη μαγνητοφώνηση των συνομιλιών τους, και έτσι, ελλείποντος του δόλου του, δεν στοιχειοθετείτο το αδίκημα της συκοφαντικής αλλά της απλής δυσφήμισης, ο άδικος χαρακτήρας της οποίος ήρθη, αφού ο ενάγων απέβλεπε στην προστασία των δικαιωμάτων του, που απειλούνταν από τον αντενάγοντα ενόψει της εκκρεμούς αστικής δίκης και δεν υπερέβη το αναγκαίο από τις περιστάσεις μέτρο, δεχόμενο εμμέσως πλην σαφώς ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα τέτοιες μαγνητοφωνήσεις διότι, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα στοιχειοθετείτο κατ’αρχήν ούτε και το αδίκημα της απλής δυσφήμισης.  Το ίδιο σκεπτικό ακολούθησαν και οι : 11) υπ’αριθμ. 334 και 335/2013-ήδη αμετάκλητες- αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς. Η πρώτη, με την οποία ο ενάγων κρίθηκε αθώος, κατά πλειοψηφία, ελλείψει δόλου, αφορούσε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, τελεσθείσας από τον νυν ενάγοντα και τη σύζυγό του, με την κατάθεση των από 17-1-2012 προτάσεών τους επί αγωγής του αντενάγοντος σε βάρος τους, της από 6-2-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγής τους εναντίον του, αμφότερες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, των από 23-2-2012 προτάσεών τους επί της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2008 αγωγής του αντενάγοντος και κατ’αυτών, της ψευδορκίας μάρτυρα, για τη σύζυγό του, αναφορικά με την από 4-12-2007 ένορκη εξέτασή της ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν εκ μέρους του νυν ενάγοντος και της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω. Συνίστατο δε αυτή στην κατάθεση των από 6-10-2011 προτάσεών του, προς απόκρουση έφεσης του αντενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 5189/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες επικαλείτο, την έκθεση πρακτικών της υπ’αριθμ. 2887/2005 ως άνω απόφασης, τα υπ’αριθμ. 4876/2003 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τα υπ’αριθμ. 1668/2009 πρακτικά του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς και την υπ’αριθμ. …../2005 ένορκη βεβαίωση της συζύγου του ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, όπου ο ίδιος εξεταζόμενος ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγων, στην πρώτη περίπτωση και η σύζυγός του εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας, στις λοιπές, επιβεβαίωναν το γεγονός των παράνομων μαγνητοφωνήσεων. Με τη δεύτερη, επίσης, απόφαση, που αφορούσε την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, συνιστάμενης αυτής στην προσκόμιση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, κατόπιν της από 28-12-2006 εγκλήσεως του αντενάγοντος, του από 5-6-2007 υπομνήματος-εξηγήσεών του (ενν. ενάγοντος), της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση, συνιστάμενης, μεταξύ άλλων, στην κατάθεση στις 14-6-2011 προτάσεων, κατά τη συζήτηση της από 26-2-2008 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2008) αγωγής του κατά του αντενάγοντος, και στις 17-6-2011, στην κατάθεση προσθήκης-αντίκρουσης αυτών, και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ψευδορκίας, που φέρεται ότι τέλεσε η σύζυγός του εξεταζόμενη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, στις 30-3-2009, με αναφορά και πάλι στο γεγονός των μαγνητοφωνήσεων, ο νυν ενάγων κηρύχθηκε αθώος, ελλείψει δόλου,  12) Με την υπ’αριθμ. 1273, 1301/2015-ήδη αμετάκλητη- απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, ο νυν ενάγων κρίθηκε αθώος για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, φερόμενης ως τελεσθείσας με το από 2-5-2008 έγγραφο υπόμνημα εξηγήσεων που είχε καταθέσει στο πλαίσιο εξέτασης της με ΑΒΜ …… μήνυσης του αντενάγοντος σε βάρος του, για τις πράξεις της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, συνιστάμενης στην επιβεβαίωση του γεγονότος των παράνομων δήθεν μαγνητοφωνήσεων, κατά την εξέτασή του, ως πολιτικώς ενάγοντος, στις 30-3-2005, κατά την εκδίκαση της κατηγορίας σε βάρος του αντενάγοντος, για παραβίαση απορρήτου τηλεφωνημάτων και προφορικής συνομιλίας, και στις 21-1-2008, κατά την εκδίκαση της έφεσης κατά της υπ’αριθμ. 2887/2005 απόφασης, κατά τα άνω. Στο σκεπτικό της, μνημονεύεται ότι τα όσα είχε ισχυριστεί και καταγγείλει προηγουμένως ο αντενάγων ήταν αληθή και αντιστοίχως όσα ισχυρίστηκε ο ίδιος ήταν αναληθή, πλην όμως τα πίστευε ως αληθή, με την επιπλέον επισήμανση ότι και η αθωωτική κρίση για τις μαγνητοφωνήσεις στηρίχθηκε στην ύπαρξη αμφιβολιών.  Σε επίπεδο, επίσης, αστικών δικών : 1/ Με την υπ’αριθμ. 613/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, επί αγωγής του αντενάγοντος περί προσβολής της προσωπικότητάς του από την επίκληση του άνω ισχυρισμού-όπως και εκείνου περί αφαίρεσης κρίσιμων εγγράφων με σκοπό αποφυγής καταβολής της δικηγορικής του αμοιβής- σε δικόγραφα του ενάγοντος (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2003 αγωγή απευθυνόμενη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, από 18-9-2003 και 23-9-2003 προτάσεις του και προσθήκη-αντίκρουση αυτών, αντίστοιχα, από 2-3-2005 και 8-3-2005 προτάσεις του και προσθήκη-αντίκρουση αυτών, αντίστοιχα, επί της ασκηθείσας εφέσεως και από 25-1-2007 προτάσεις του ενώπιον του Αρείου Πάγου, επί της ασκηθείσας αναιρέσεως, και υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2003 αγωγή του, απευθυνόμενη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), έγινε δεκτό ότι ο ενάγων τέλεσε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, καθόσον τελούσε εν γνώσει της αναληθείας όσων ψευδών είχε ισχυριστεί. 2/ Με την υπ’αριθμ. 614/2017 απόφαση του παρόντος επίσης Δικαστηρίου, επί αγωγής του αντενάγοντος περί προσβολής της προσωπικότητάς του, από την επίκληση του ίδιου ισχυρισμού του ενάγοντος, στα από 14-2-2003, 15-3-2003 και 24-3-2003 εξώδικά του, απευθυνόμενα προς αυτόν (αντενάγοντα), δέχθηκε ότι ο τελευταίος τέλεσε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, στηρίζοντας την αιτιολογία του στο γεγονός της μη επιδίωξης εκ μέρους του της παράδοσης του χρησιμοποιηθέντος μαγνητοφώνου και του υλικού που περιείχε, την έλλειψη άλλου μάρτυρα που βεβαίωσε το γεγονός της παράνομης μαγνητοφώνησης, πλην της συζύγου του ενάγοντος, και την έλλειψη οποιουδήποτε οφέλους για τον αντενάγοντα από μια τέτοια ενέργεια. Διέλαβε, ωστόσο, στο σκεπτικό της ότι η σύζυγός του είχε εκλάβει πεπλανημένα τη συσκευή τηλεφώνου που ο νυν αντενάγων κρατούσε, εισερχόμενος στο γραφείο του συζύγου της, ως μαγνητόφωνο. 3/ Με την υπ’αριθμ. 389/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, επί αγωγής  του αντενάγοντος και ανταγωγής του ενάγοντος, έγινε επίσης δεκτό, με αναφορά σε ήδη εκδοθείσες αποφάσεις, επί αστικών και ποινικών υποθέσεων, ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα μαγνητοφωνήσεις και, επομένως, τα όσα σχετικά είχε διαλάβει ο ενάγων στην από 15-2-2005 (ΑΒΜ ……) έγκλησή του ήταν αναληθή και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους. 4/ Με την υπ’αριθμ. 651/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της υπ’αριθμ.2881/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επιβεβαιώθηκε η ήδη πλειστάκις διατυπωθείσα δικαστική κρίση ότι δεν έλαβαν χώρα παράνομες μαγνητοφωνήσεις, ισχυρισμός που διατυπώθηκε στο δικόγραφο της από 21-3-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγής του ενάγοντος και της συζύγου του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Από την επισκόπηση όλων των ανωτέρω αποφάσεων και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο συνάγει ότι πράγματι ουδέποτε έλαβαν χώρα οι μαγνητοφωνήσεις, για τις οποίες ο ενάγων έκανε λόγο στα δικόγραφά του αλλά και στην έγκληση που υπέβαλε εναντίον του αντενάγοντος για το γεγονός αυτό. Άλλωστε, οποιαδήποτε άλλη παραδοχή θα έπληττε το απορρέον από την παραπάνω ήδη αμετάκλητη αθωωτική απόφαση, τεκμήριο αθωότητας υπέρ του αντενάγοντος. Ο ίδιος, ωστόσο,  στηριζόμενος στη βεβαιότητα της συζύγου του για το περιστατικό της 28-12-2002, σε συνδυασμό με ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία που δημιουργούσαν υπόνοιες για τη συμπεριφορά του αντενάγοντος, όπως το ότι κυκλοφορούσε με πανωφόρι ακόμα και τους θερινούς μήνες που τους επισκεπτόταν και ότι εκείνη την ημέρα ζήτησε να κλείσουν τα παράθυρα του γραφείου, γεγονός που οι ανωτέρω εξέλαβαν ότι το έπραξε για να μην ακούγεται θόρυβος απ’έξω ώστε η μαγνητοφώνηση να είναι επιτυχής, και όντας εξαιρετικά καχύποπτος πλέον έναντι εκείνου, λόγω του κλονισμού της αμοιβαίας εμπιστοσύνης τους, πίστευε ότι ο αντενάγων τον μαγνητοφωνούσε, παρ’ότι μάλιστα αυτός είχε αθωωθεί για τη συγκεκριμένη πράξη, με αμετάκλητη απόφαση. Επομένως, τα όσα συναφώς διέλαβε ο αντενάγων στην προαναφερθείσα (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή του, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ότι δηλαδή ο ενάγων είχε επικαλεστεί το παραπάνω γεγονός, με το δικόγραφο της προηγηθείσας (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2009) αγωγής του, δόλια, εν γνώσει δηλαδή της αναληθείας του, είναι ψευδές, ο ίδιος, όμως, όντας σίγουρος για τον εαυτό του και τις πράξεις του, ευλόγως είχε την πεποίθηση αυτή καθώς και η δική του εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του ενάγοντος είχε κλονιστεί. Επομένως, με την προηγηθείσα αγωγή του αντενάγοντος τελέστηκε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα όχι της συκοφαντικής αλλά της απλής δυσφήμισης, ο άδικος χαρακτήρας της οποίας, όμως, αίρεται αφού η αγωγή αυτή ασκήθηκε προς προστασία του δικαιώματος του αντενάγοντος επί της προσωπικότητάς του, που εθίγη από την προηγηθείσα αγωγή του ενάγοντος, ενώ δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης του τελευταίου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο αντενάγων υπερέβη το αναγκαίο από τις περιστάσεις μέτρο για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης του, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του. Επομένως, γενομένης δεκτής της εκ του άρθρου 367 § 1 εδ.γ΄του ΠΚ, ένστασης που επανέφερε ο αντενάγων με τις προτάσεις του και απορριπτομένης της αντενστάσεως του ενάγοντος, εκ του άρθρου 367 § 2 εδ.β΄του ΠΚ, που επαναφέρεται με το δικόγραφο της έφεσής του, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή, καθό μέρος ο ενάγων επικαλείται αδικοπρακτική σε βάρος του συμπεριφορά, για το συγκεκριμένο γεγονός. Αντιθέτως, όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του ενάγοντος και δη της δυσφήμισης σε βάρος του αντενάγοντος, δια των όσων συναφώς διέλαβε στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής του, δεν αίρεται, παρ’ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, αυτός τα πίστευε ως αληθή, αφού στο περιεχόμενό της περιλαμβάνονται οξείες εκφράσεις που δεν ήταν αναγκαίες για την απόδοση του περιεχομένου της σκέψης του και υποδηλώνουν περιφρόνηση προς το πρόσωπο του αντενάγοντος. Συγκεκριμένα, η αγωγή του διαπνέεται από ειρωνεία σε αρκετά σημεία, η οποία υποδηλώνεται κυρίως με τη χρήση θαυμαστικών, όπως  «……. Ηλίου φαεινότερη, η εγγενής αδυναμία του αντιδίκου για τη συστηματική, μαγνητοφωνική καταγραφή συνδιαλέξεων-συνομιλιών, με τρόπο αδιάβλητο (!) και μάλιστα ενόψει των υπερβολικά συχνών δικαστικών εμπλοκών του με εμένα, τον αντίδικό του !!!» (σελ. 13), «…σήμερα κόπτεται υποκρινόμενος το θύμα μου !» (σελ. 25), «αποκαλύπτεται και πάλι το επιλήψιμο ήθος του αντιδίκου αναφορικά με την αντιδικία μας, την κατασυκοφάντηση και κατασπίλωσή μου !» (σελ. 33), «…. Αποτελεί έντοκο δάνειο, που «ως δανεικά και αγύριστα», θέλησα να ιδιοποιηθώ άδικα και παράνομα! (σελ. 34), «.. ως ένα κοινό ψεύτη και ανέντιμο δικηγόρο, όπως και τη συμβολαιογράφο σύζυγό μου, ενώπιον της οποίας υπογράφηκαν οι σχετικές συμβάσεις και συμβολαιογραφικές εντολές!» (σελ 35), «…θυματοποιώ τους ανυποψίαστους πελάτες μου, έχοντας, μάλιστα, σαν να έχω συστήσει για το σκοπό αυτό «ληστοσυμμορία», της οποίας είμαι αρχηγός !» (σελ. 45), «επέλεξε και γι’αυτή την υπόθεση να με μηνύσει, ισχυριζόμενος ότι ψεύδομαι, γιατί, δήθεν, με είχε εξοφλήσει!» (σελ. 47), «… κατά την έκδοση της 103/2008 ποινικής απόφασης, με την οποία αθωώθηκε «λόγω αμφιβολιών» (!)….» (σελ. 59, «… έφθασαν στο σημείο να τις «διορθώνουν» εκ των υστέρων με απλές ένορκες βεβαιώσεις τους, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών!» (σελ. 60), «… όλοι οι συνεργάτες του εναγομένου γνώριζαν, άμεσα, από εκείνον, τον ίδιο τον αντίδικο, ότι πράγματι μου όφειλε τις αιτηθείσες δικηγορικές μου αμοιβές, εκτός από αυτόν (!), ο οποίος τις αρνείται κατασυκοφαντώντας και μηνύοντάς με, έχοντας καταθέσει σε βάρος μας, 35 έως σήμερα μηνύσεις και 20 αγωγές!» (σελ. 105), «…. Ισχυρίζεται ψευδώς, απατηλώς και οψίμως, ότι, τάχα, η επαγγελματική μας συνεργασία διακόπηκε, επειδή δεν του επέστρεφα το «δάνειο» και του παρέτεινα, διαρκώς, τον χρόνο απόδοσης !» (σελ. 110) «Η σε βάρος μας δεδικασμένη, αδικοπρακτική συμπεριφορά του ………….. υπήρξε όντως πρωτοφανής!» (σελ. 118), «Το μόνο που πράγματι αρνήθηκα ήταν να διεξάγω δικαστικούς αγώνες (άσκηση αγωγών και υποβολή μηνύσεων κατά των θείων του) με ακριβοπληρωμένους και μη, ψευδομάρτυρες, όπως συχνά μου πρότεινε, πρόθυμους να καταθέσουν ό,τι εμείς τους πούμε!» (σελ. 122). Επιπλέον, εκφράσεις όπως «… ανίερος προσηλυτισμός ψευδομαρτύρων…» (σελ. 8), «με τέτοιες ανήκουστες δικαστικές εμπειρίες σε ψυχοκτόνες αντιδικίες συγγενικού αίματος και με κακόβουλες πρακτικές» (σελ. 34), «Η υποκρισία και το ψεύδος έχουν τα όριά τους!…το ανυπολόγιστο ηθικοπνευματικό βάρος της λάσπης από έναν ψευδόμενο και υποκρινόμενο …………..» (σελ. 93), «…πρόδωσε και διέλυσε με απεχθή τρόπο…. υποκρίνεται σήμερα το θύμα!» (σελ. 112), δεν ήταν αναγκαίες για να εκφράσει ο ενάγων τις απόψεις του και εμπεριέχουν περιφρόνηση προς το πρόσωπο του αντενάγοντος. Συνεπώς, έπρεπε, γενομένης δεκτής της άνω αντένστασης του αντενάγοντος, να απορριφθεί η ένσταση του ενάγοντος, ως αβάσιμη, όπως και ο έκτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών διατείνεται ότι δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης του αντενάγοντος από τα όσα διαλαμβάνονται στην αγωγή του.

Β) Η παρακολούθηση της οικίας του νυν ενάγοντος εκ μέρους του αντενάγοντος και η φωτογράφιση χώρων αυτής με τηλεφακό. Ο νυν αντενάγων έχει αθωωθεί με την υπ’αριθμ. 108403/2008-προσκομιζόμενη σε απόσπασμα, ήδη αμετάκλητη-απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για την πράξη της παραβάσεως του άρθρου 22 παρ.4 του ν. 2472/1997, συνιστάμενης στη φωτογράφιση της οικογενειακής οικίας του νυν ενάγοντος, των διαφόρων δωματίων αυτής, καθώς και των προσώπων και οχημάτων στους χώρους της, με το σκεπτικό, όπως αυτό μεταφέρεται στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 703, 1222/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, ότι ο νυν αντενάγων δεν προέβη στη λήψη άλλων φωτογραφιών, πλην εκείνων που υπήρχαν στην προαναφερθείσα δικογραφία και δεν απεικονίζουν ούτε τον ίδιο ούτε άλλο μέλος της οικογενείας του, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να θεωρηθούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, γεγονός το οποίο γνώριζε ο νυν ενάγων, ως δικηγόρος, και παρά ταύτα υπέβαλε σε βάρος του αντενάγοντος την από 20-7-2004 (ΑΒΜ ……..) μήνυσή του, στην οποία έκανε λόγο για συστηματική και επανειλημμένη παρακολούθηση του ιδίου και της συζύγου του, με το αυτοκίνητό του, καθώς και των διαφόρων δωματίων αυτής, των προσώπων και των οχημάτων που κινούνταν στους χώρους της, κατά το χρονικό διάστημα από τις 20-12-2003 έως τις 26-5-2004. Ειδική μάλιστα σκέψη έγινε στο γεγονός ότι ο τότε κατηγορούμενος και νυν ενάγων και η σύζυγός του αναπροσάρμοσαν την υπερασπιστική της κατηγορίας γραμμή, εξαιρώντας από τις ημερομηνίες της παρακολούθησης εκείνη της 26-5-2004, κατά την οποία ο αντενάγων, βάσει αδιάψευστων αποδεικτικών στοιχείων, απουσίαζε στο εξωτερικό. Ο ίδιος άλλωστε ο αντενάγων ενώπιον του ακροατηρίου, αποδέχθηκε το γεγονός της φωτογράφησης, η οποία, κατά την ίδια απόφαση, έγινε προς επίρρωση του ισχυρισμού του ότι κατήρτισε δάνειο με τον ενάγοντα στις 7-11-2000, ποσού 20 εκ. δρχ, για την αποπεράτωση-επέκταση της οικίας του τελευταίου στο Πανόραμα Βούλας, επί της οδού ………, η οποία πραγματοποιήθηκε πράγματι με συμβολαιογραφική πράξη, 15 ημέρες αργότερα, στις 23-11-2000. Αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα γίνεται και στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 684/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που έκρινε επί εφέσεως κατά της υπ’αριθμ. 964/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, αναφορικά με την αποδοθείσα, μεταξύ άλλων, στη σύζυγο του ενάγοντος πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, φερόμενη ως τελεσθείσα στις 7-4-2005, κατά την ένορκη εξέτασή της ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά, επί μηνύσεως του συζύγου της σε βάρος του αντενάγοντος (Α …..), όπου βεβαίωνε τα άνω περί φωτογραφήσεων και παρακολουθήσεων. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι πράγματι υπήρξε φωτογράφιση της οικίας, ενώ τα παράθυρά της ήταν ανοιχτά- χωρίς να προσδιορίζεται αν αυτό έγινε μία ή περισσότερες φορές- με αποτέλεσμα να μπορεί κάποιος να δει και στο εσωτερικό της, τις κινήσεις, εισόδους, εξόδους και παραμονή της οικογενείας του νυν ενάγοντος από γειτονικές πολυκατοικίες, γεγονός που αντιλήφθηκε η σύζυγος του. Η ίδια μάλιστα, απολογούμενη, ισχυρίστηκε ότι αντιλήφθηκε τον αντενάγοντα να φωτογραφίζει την οικία με τηλεφακό  στις 24 και τις 25/5 και όχι τις 26/5, που είχε εσφαλμένα αναγραφεί στα πρακτικά-προφανώς-της υπ’αριθμ. 108403/2008 απόφασης και την τελευταία φορά κατευθύνθηκε προς το μέρος του ενώ εκείνος αποχώρησε εσπευσμένα. Ακόμη, φέρεται ότι προσκόμισε φωτογραφίες, που απεικόνιζαν το σημείο, υπό διαφορετικές καιρικές συνθήκες και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της ημέρας (χιόνι, ήλιος, φως, σκοτάδι), γεγονός που της επέτρεπε να συνάγει το συμπέρασμα ότι η φωτογράφιση έγινε κατ’επανάληψη. Για το ίδιο γεγονός, με την υπ’αριθμ.  1638, 1789, 1813, 1864/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, ο νυν ενάγων κρίθηκε ένοχος, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, που στοιχειοθετείτο με τα όσα διέλαβε στο δικόγραφο της από 30-12-2009 (υπ’αριθμ. εκθ.καταθ. ……/2009) αγωγής του περί συνεχούς παρακολούθησης και φωτογράφησης με τηλεφακό των χώρων της οικογενειακής του κατοικίας, με τη συνεργασία «βοηθού», εκ μέρους του αντενάγοντος, δεχθέντος του δικαστηρίου αμάχητο τεκμήριο περί της αναληθείας των καταγγελλομένων, κατ’άρθρο 366 § 2 του ΠΚ,  εκ της ως άνω, υπ’αριθμ. 108403/2008 απόφασης. Τέλος, και με την υπ’αριθμ. 389/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που έκρινε κατ’έφεση επί της από 31-12-2010 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2010) αγωγής και ανταγωγής του αντενάγοντος, και της από 5-6-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγής του νυν ενάγοντος, έγινε δεκτό ότι ο ισχυρισμός του τελευταίου περί παράνομων φωτογραφήσεων ήταν ψευδής, με επίκληση και στην περίπτωση αυτή της αθωωτικής απόφασης υπέρ του αντενάγοντος.  Επομένως, τα όσα είχε προηγουμένως καταγγείλει η σύζυγος του ενάγοντος, έστω και καθ’υπερβολήν, αναφορικά με τη διάρκεια των φωτογραφίσεων και παρακολουθήσεων, δεν αφίστανται της αληθείας στον πυρήνα τους, αφού όπως έγινε δεκτό με τις παραπάνω δικαστικές κρίσεις-πλην της τελευταίας-έλαβε πράγματι χώρα φωτογράφιση της οικίας εκ μέρους του αντενάγοντος, και ο λόγος που αυτός δεν καταδικάστηκε ήταν νομικός, και συγκεκριμένα επειδή δεν συνέτρεχαν αντικειμενικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 § 4 του ν.2472/1997 και δη το στοιχείο του αρχείου, καθόσον επρόκειτο για κάποιες μεμονωμένες φωτογραφήσεις. Εξάλλου, ο ίδιος ο ενάγων ουδέποτε δήλωσε ότι είχε άμεση γνώση για το γεγονός αυτό και αρκέστηκε στα όσα η σύζυγός του του μετέφερε. Επομένως, είναι αναληθή τα όσα διέλαβε ο αντενάγων στην προαναφερθείσα (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή του,  ότι δηλαδή ο ενάγων σκόπιμα, αδικαιολόγητα και κυρίως τελώντας εν γνώσει της αναληθείας του, επικαλέστηκε το παραπάνω γεγονός στην προγενέστερη (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2009) αγωγή του. Αυτός, όμως, γνωρίζοντας την πραγματικότητα είχε ευλόγως την πεποίθηση ότι το γεγονός της μεμονωμένης, όπως ισχυρίζεται, φωτογράφησης, την οποία άλλωστε αποδέχθηκε, προσκομίζοντας τις φωτογραφίες που τράβηξε ως αποδεικτικά στοιχεία σε άλλη δίκη, δεν αρκούσε ούτε δικαιολογούσε την επίκληση του παραπάνω ισχυρισμού, ο οποίος προσέδιδε εντελώς διαφορετικό νόημα στην πράξη του, και πίστευε ότι ο αντίδικός του προσπαθούσε να τον πλήξει με αθέμιτους τρόπους. Επομένως, με την προηγηθείσα αγωγή του αντενάγοντος τελέστηκε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα όχι της συκοφαντικής αλλά της απλής δυσφήμισης, ο άδικος χαρακτήρας της οποίας, όμως, αίρεται για του λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, ενώ δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης του τελευταίου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο αντενάγων υπερέβη το αναγκαίο από τις περιστάσεις μέτρο για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης του. Επομένως, γενομένης δεκτής της εκ του άρθρου 367 § 1 εδ.γ΄του ΠΚ, ένστασης που επανέφερε ο αντενάγων με τις προτάσεις του και απορριπτομένης της αντενστάσεως του ενάγοντος, εκ του άρθρου 367 § 2 εδ.β΄του ΠΚ, που επαναφέρεται με το δικόγραφο της έφεσής του, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή, καθό μέρος ο ενάγων επικαλείται αδικοπρακτική σε βάρος του συμπεριφορά, για το συγκεκριμένο γεγονός. Αντιθέτως, όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του ενάγοντος και δη της δυσφήμισης σε βάρος του αντενάγοντος, δια των όσων συναφώς διέλαβε στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής του, δεν αίρεται, παρ’ότι, όπως ήδη εκτέθηκε, αυτός τα πίστευε ως αληθή, σύμφωνα με όσα διεξοδικώς εκτέθηκαν για το ζήτημα των παράνομων μαγνητοφωνήσεων. Γ) Ο νυν ενάγων στην προαναφερθείσα από 30-12-2009 αγωγή του έκανε λόγο για αποψίλωση εκ μέρους του αντενάγοντος των φακέλων των δικογραφιών που διατηρούσε στο γραφείο για τις υποθέσεις του, από το 1996 έως το 2002, με σκοπό να του αποστερήσει κρίσιμα και ουσιώδη έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία για τις δικηγορικές εργασίες που του είχε προσφέρει, τα οποία ακολούθως, στην έκταση που αυτό κατέστη δυνατό, συγκέντρωσε με προσπάθεια εκ των υστέρων για τη διεκδίκηση των συμφωνηθέντων αμοιβών του. Επισημαίνεται εισαγωγικά ότι, αρχικά ο νυν ενάγων είχε υποβάλει για το ίδιο βιοτικό συμβάν την από 12-10-2004 έγκλησή του (ΑΒΜ ……) σε βάρος του αντενάγοντος, καταγγέλλοντάς τον για υπεξαγωγή εγγράφων. Επ’αυτής της ποινικής υπόθεσης εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 729/2006 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφων, διότι τα έγγραφα (συμβολαιογραφικές πράξεις, δικόγραφα, αποφάσεις, επιστολή) που φέρονταν ως υπεξαχθέντα, είτε είχαν παραληφθεί από τον εναγόμενο κατ’εντολήν και με δαπάνες του ενάγοντος, είτε είχαν αποσταλεί στον ενάγοντα είτε είχαν παραδοθεί από αυτόν σε εκείνον, ενώ στο σκεπτικό γίνεται ειδική αναφορά στα υποτιθέμενα έγγραφα της υπόθεσης ……, τα οποία κρίθηκε ότι δεν είναι υπαρκτά αφού και η εταιρεία για την οποία έκανε λόγο ο ενάγων είχε λυθεί και διαγραφεί από τα οικεία μητρώα από το 1994. Το ίδιο ζήτημα κρίθηκε εκ νέου, στο πλαίσιο άλλων επίσης δικών, αστικών και ποινικών. Έτσι, ο ενάγων εγκατέλειψε τον αρχικό του ισχυρισμό περί υπεξαγωγής, ομιλώντας πλέον για αφαίρεση κρίσιμων εγγράφων, με σκοπιμότητα, τα οποία, παρότι η αγωγή του είναι εκτενής, δεν προσδιορίζονται. Ωστόσο, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι αφορά στα έγγραφα εκείνα για τα οποία είχε υποβάλλει και την προαναφερθείσα έγκλησή του, στα οποία επανήλθε πλειστάκις καθ’όλη τη διάρκεια της μακροχρόνιας αντιδικίας τους. Αναφορικά με το γεγονός αυτό, είναι κατ’αρχήν αδιαμφισβήτητο ότι πράγματι στις 27-3-2002 και εντός του πρώτου δεκαημέρου του Απριλίου του ίδιου έτους, ο αντενάγων μετέβη στο γραφείο του νυν ενάγοντος και παρέλαβε ορισμένα έγγραφα που τον αφορούσαν. Τα έγγραφα αυτά αποτυπώνονται στο κείμενο της παραπάνω απόφασης και είναι ως επί το πλείστον συμβόλαια από τις μερίδες συγγενικών προσώπων του αντενάγοντος, ήτοι των …………, που αφορούν, μεταξύ άλλων, ακίνητα στην περιοχή του ……, αντίγραφο συμβολαίου σύστασης της εταιρείας με την επωνυμία «…….»,  στην οποία φέρετο να συμμετείχε, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ο θείος του αντενάγοντος, ………….., στη θέση του επίσης θείου του, … και κάποια άλλα διαδικαστικά έγγραφα (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αντενάγοντος κατά των ………, σημείωμα, αντίγραφο της από 9-6-1994 αγωγής του . ………… κατά των ανωτέρω, αντίγραφο της 2981/1995 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκθέσεις επιδόσεως του έτους 1994, υπ’αριθμ. 1974/450/17-7-2004 απόφαση του 19ου Πρωτοδικείου Μουλγκά Κωνσταντινούπολης σε επίσημη μετάφραση στα ελληνικά και επιστολή με αποδέκτη τον αντενάγοντα από τον γάλλο πληρεξούσιο δικηγόρο του). Ουδέποτε, όμως, αφαίρεσε οποιοδήποτε έγγραφο που αφορούσε τον υποτιθέμενο «φάκελο ….», στην οποία φέρετο ότι εμπλεκόταν η αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «. …..», αφού, όπως κατ’επανάληψη έγινε δεκτό, με αμετάκλητες μάλιστα αστικές και ποινικές αποφάσεις, τέτοια υπόθεση ουδέποτε υπήρξε. Συγκεκριμένα, ο νυν ενάγων κατέθεσε εναντίον του αντενάγοντος την από 2-6-2003 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2003) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζητούσε να του καταβληθούν τα εκεί αναφερόμενα ποσά, ως δικηγορικές αμοιβές, για το χειρισμό και την επιτυχή έκβαση των περιγραφόμενων υποθέσεων του, μετά από σχετική εντολή του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 4876/2003 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή, για το ποσό των 32.592,42 ευρώ. Επί εφέσεων αμφοτέρων των διαδίκων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 788/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις. Με τις αποφάσεις αυτές, το σκεπτικό των οποίων συμπίπτει κατά κύριο λόγο, κρίθηκε ότι με τη μεσολάβηση του νυν ενάγοντος, διεκπεραιώθηκαν πράγματι οι ακόλουθες υποθέσεις του αντενάγοντος : α/ υπόθεση …., ο οποίος του όφειλε εκ δανείου 18 εκ. δρχ, εκ της οποίας ο ενάγων δικαιούτο ως αμοιβή, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, το ποσό των 2 εκ. δρχ, απομένοντος  υπολοίπου 1.798.670 δρχ και ήδη 5.278,56 ευρώ, β/ υπόθεση ………….., θείου του αντενάγοντος, με τον οποίο ο ίδιος είχε οικονομικές εκκρεμότητες, σχετιζόμενες με την απόληψη κερδών από δύο οικογενειακές επιχειρήσεις, στις οποίες ο αντενάγων συμμετείχε με το ποσοστό του 46,44 %. Για την υπόθεση αυτή ο ενάγων πραγματοποίησε έρευνες στο Υποθηκοφυλακείο Κρανιδίου και στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Ναυπλίου προς εντοπισμό χρήσιμων για τα συμφέροντα του εντολέα του στοιχείων. Τελικώς, επιτεύχθηκε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, δια του από 15-5-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού, και ο αντενάγων εισέπραξε το ποσό των 99.160.556 δρχ και ήδη 291.006,76 ευρώ. Η αμοιβή που δικαιούτο ο ενάγων βάσει συμφωνίας ανερχόταν σε ποσοστό 20 % αυτού, ήτοι 58.201,35 ευρώ. Κρίθηκε, ακόμη, ότι η ανάκληση της χορηγηθείσας προς τον ενάγοντα πληρεξουσιότητας ήταν αδικαιολόγητη, καθώς η αξίωσή του για απόδοση του δανείου ύψους 20 εκ. δρχ., που φέρετο να είχε χορηγήσει σε αυτόν ο αντενάγων μπορούσε να διευθετηθεί συμψηφιστικά, και επομένως, ο ενάγων δικαιούτο τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, η οποία, μετά την αφαίρεση του παραπάνω ποσού ανερχόταν σε 32.592,42 ευρώ. Επισημαίνεται ότι, στο σκεπτικό της ως άνω εφετειακής απόφασης δεν διαλαμβάνεται οποιαδήποτε κρίση περί της πραγματικής αιτίας καταβολής του ποσού των 20 εκ. δρχ, με την αιτιολογία μάλιστα ότι εφόσον ο ίδιος ο νυν ενάγων το αφαιρούσε από το αιτούμενο ποσό, το Δικαστήριο δεν δικαιούτο να το ερευνήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Αντιθέτως, κρίθηκε ότι ουδέποτε υπήρξε υπόθεση …., σχετιζόμενη με την επιδίωξη απολήψεως μετοχών αλλοδαπής εταιρείας λόγω συμμετοχής του πατέρα του αντενάγοντος σε αυτήν, με την επισήμανση, μεταξύ άλλων, ότι η επίκλησή της ήταν ασαφής, αφού γινόταν αναφορά σε αόριστες νομικές συμβουλές και οδηγίες του ενάγοντος σε κάποιον μη κατονομαζόμενο καθηγητή πανεπιστημίου. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι, μέχρι σήμερα, παρά την επικαλούμενη επί μακρόν απασχόληση του ενάγοντος με αυτήν, και τις σχετικές καταδίκες του καθ’όλη τη διάρκεια της αντιδικίας του με τον αντενάγοντα, αυτός δεν ήταν σε θέση να ανακαλέσει στη μνήμη, ακόμα και τα πρώτα χρόνια αυτής, συγκεκριμένες εργασίες και να παραθέσει κάποια από τα επιμέρους θέματα που τον απασχόλησαν για τη διεκπεραίωσή της, σε ποιές ακριβώς ενέργειες προέβη, μνημονεύοντας ενδεικτικά έστω κάποιες, ούτε και τί είδους διαφορά είχε ανακύψει ούτε με ποιά ιδιότητα συνδεόταν με την προαναφερθείσα εταιρεία ο πατέρας του αντενάγοντος ή ο ίδιος, ώστε να δικαιολογείται και το υψηλό ποσό της φερόμενης ως συμφωνηθείσας αμοιβής του. Επιπλέον κρίθηκε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε διένεξη του αντενάγοντος με τις θείες του ………. και η προς αυτόν μεταβίβαση, απαιτήσεως της πρώτης κατά τρίτων, από κεφάλαιο 44.020,54 ευρώ και τόκους 129.187 ευρώ, και δύο αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών της δεύτερης, αιτία δωρεάς, έγιναν χωρίς τη μεσολάβηση του ενάγοντος και χωρίς να προηγηθεί διαφωνία μεταξύ τους, σε εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων των θείων του προς τον αποβιώσαντα πατέρα του, και ότι η συμμετοχή του ενάγοντος περιορίστηκε στην παράστασή του στο δωρητήριο συμβόλαιο για την οποία αμείφθηκε προσηκόντως. Οι προαναφερθείσες δικαστικές κρίσεις, αποτέλεσαν το βασικότερο πυλώνα, επί του οποίου στηρίχθηκαν κατά κανόνα όλες οι μετέπειτα δικαστικές κρίσεις, αστικές περί χρηματικής ικανοποίησης, και ποινικές. Έτσι, αντίστοιχες παραδοχές : α/ ως προς τις μεταβιβάσεις αυτές και τις υποθέσεις ….. και ….. διατυπώνονται στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 526α, 540 και 541/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε ένοχη η ……., για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’εξακολούθηση, τελεσθείσας : αα) στις 18-9-2003 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπου εξεταζόταν ως μάρτυρας, κατά την εκδίκαση της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2003 αγωγής του νυν ενάγοντος κατά του αντενάγοντος και βεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε υπόθεση με τον τίτλο «φάκελος ….» που αφορούσε μετοχές σε εταιρεία στη …. και ο αντενάγων διεκδικούσε μετοχές του θανόντος πατέρα του σε αυτήν, με συμφωνηθείσα αμοιβή 10 % επί του εισπραχθέντος από αυτόν ποσού καθώς και ότι ο ίδιος ομολόγησε ότι εισέπραξε το ποσό των 120 εκ. δρχ, ενώ, αντιθέτως, κηρύχθηκε αθώα για την ίδια κατάθεσή της, ως προς το σκέλος της που αφορούσε τη μεσολάβηση του συζύγου της για τη διασφάλιση της οφειλής του … εκ δανείου ύψους 18 εκ. δρχ, με την προς τον αντενάγοντα μεταβίβαση διαμερίσματος του οφειλέτη και της συζύγου του στη …., και ότι αυτή η υπόθεση είχε εφάπαξ αμοιβή 2 εκ. δρχ, ββ) στις 3-3-2005 με την υπ’αριθμ. …./2005 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο κατά τη συζήτηση ενώπιον του Εφετείου Πειραιά της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2003 αγωγής του νυν ενάγοντος. Στην ένορκη αυτή βεβαίωση, η ίδια βεβαίωσε ψευδώς ότι ο νυν ενάγων ασχολήθηκε 8-10 μήνες με την υπόθεση που αφορούσε στις θείες του αντενάγοντος, . …………, οι οποίες με τη μεσολάβηση του συζύγου της, προέβησαν σε περιουσιακές παροχές προς τον τελευταίο, ενώ δεν το έκαναν προηγουμένως, παρά το ότι ο ανηψιός τους το ζητούσε επίμονα και μάλιστα αυτό αποτέλεσε την αρχή της εξομάλυνσης των σχέσεών του με τους θείους του και της συμβιβαστικής επίλυσης για τις περαιτέρω σημαντικές οικονομικές εταιρικές διαφορές που είχε ειδικότερα με το θείο του . …………, ενώ το αληθές ήταν ότι ο νυν ενάγων είχε προσφέρει τις δικηγορικές του υπηρεσίες μόνο για τη μεταβίβαση διαμερίσματος προς τον αντενάγοντα από τη θεία του . …………, για την οποία είχε εξοφληθεί ήδη δυνάμει επιταγών.  Με την ίδια απόφαση η …. κηρύχθηκε ένοχη για τη δοθείσα στις 17-9-2003 υπ’αριθμ. …./2003 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό μέσο στην ίδια δίκη. Σε αυτήν βεβαίωνε ψευδώς ότι το ποσό των 20 εκ. δρχ είχε δοθεί από τον αντενάγοντα δήθεν ως δάνειο, για το λόγο ότι αυτός αγωνιούσε μήπως ο ενάγων εγκαταλείψει τις υποθέσεις του, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για προκαταβολή έναντι των αμοιβών του, δοθείσα ενώ είχαν ήδη περατωθεί κάποιες από τις υποθέσεις που αυτός είχε αναλάβει επιτυχώς. Αντιθέτως, η ίδια κηρύχθηκε αθώα, ως προς το σκέλος της κατάθεσής της που αφορούσε τη μεσολάβηση του ενάγοντος για την εξασφάλισή απαίτησής του από δάνειο προς τον ….., β/ και ως προς την υπόθεση του . …………, διατυπώνονται στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 684, 684α, 684β και 684γ/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι η . …………. και η ….., για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος και ο νυν ενάγων για ηθική αυτουργία σε αυτές, για καταθέσεις τους αναφορικά με το χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης εκ μέρους του τελευταίου, και ένοχοι, αντίστοιχα, κατά πλειοψηφία, για τα όσα κατέθεσαν οι δύο πρώτες στις ίδιες καταθέσεις τους, αναφορικά με την ανάμιξη του ενάγοντος στην υπόθεση ….., …… και .. …………, και ., για την οποία, όμως, σε αντίθεση με όσα προαναφέρθηκαν, έγινε δεκτό ότι δεν χορηγήθηκε δάνειο προς τον …… και γ) Με τις υπ’αριθμ. 703, 1222/2011, 335/2013 ήδη αναφερθείσες αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, κρίθηκε εκ νέου ότι το δάνειο ήταν πραγματικό και όχι εικονικό και ότι ουδέποτε υπήρξε υπόθεση ….., ο δε ενάγων τελούσε εν γνώσει του γεγονότος αυτού. Με την πρώτη απόφαση, ο ενάγων κηρύχθηκε ένοχος των πράξεων της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω κατ’εξακολούθηση, της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, και της συκοφαντικής δυσφήμισης, που αφορούσε και τον ισχυρισμό του περί εσκεμμένων λεηλασιών των φακέλων των δικογραφιών εκ μέρους του αντενάγοντος, ενώ στο σκεπτικό της έγινε εκτενής αναφορά στο γεγονός ότι ο ….., κατέθεσε ως μάρτυρας του αντενάγοντος ότι ο ίδιος τον Ιανουάριο του έτους 2003 τηλεφώνησε στον ενάγοντα και εκείνος δέχθηκε τη λήψη του δανείου, εκφράζοντας και την πρόθεσή του να το αποδώσει. Αντιθέτως, με τη δεύτερη κρίθηκε αθώος, κατά πλειοψηφία, για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας στην ίδια πράξη, φερόμενη ως τελεσθείσα από τη σύζυγό του, με το σκεπτικό ότι τα όσα ισχυρίστηκε περί των ανωτέρω θεμάτων τα κατέθεσε καλόπιστα. Επίσης, με την υπ’αριθμ. 334/2013 ως άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, ο ενάγων κηρύχθηκε κατά πλειοψηφία αθώος, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, συνιστάμενης στην επίκληση του έντοκου δήθεν δανείου, ψευδώς από τον αντίδικό του, της υπόθεσης της ….. και της δόλιας αποψίλωσης εκ μέρους του αντενάγοντος εγγράφων από τους φακέλους των δικογραφιών που τον αφορούσαν, ελλείψει δόλου, δ) Με την υπ’αριθμ. 684/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (επί εφέσεως κατά της υπ’αριθμ. 964/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς), κηρύχθηκαν ένοχοι, η μεν σύζυγος του ενάγοντος για ψευδορκία μάρτυρος, συνιστάμενη στο ότι αυτή, εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά στις 9-3-2005, επί της με ΑΒΜ …… ποινικής δικογραφίας σε βάρος του αντενάγοντος, κατέθεσε ότι ο τελευταίος είχε αναφέρει ψευδώς ότι το ποσό των 20 εκ. δρχ αποτελούσε πραγματικό δάνειο, και ο ενάγων, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση. Αυτή φέρεται ότι τελέσθηκε στις 21-10-2009, δια της καταθέσεως προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2008 αγωγής,  όπου, μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι ο αντενάγων είχε επιχειρήσει να εξαπατήσει το Εφετείο Πειραιά, τον Άρειο Πάγο και τις Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιά, ότι ουδέποτε υπήρξε υπόθεση ….., ότι ενεργεί καταχρηστικά και παρελκυστικά μεταβάλλοντας το εικονικό δάνειο σε πραγματικό και ότι αυτός (ενν. ο αντενάγων) είχε ζητήσει και είχε λάβει από αναρμόδια υπηρεσία του κρατιδίου του Λιχτενσταϊν την από 18-1-2005 βεβαίωση για να αποδείξει δήθεν την ανυπαρξία της υπαρκτής αλλοδαπής εταιρείας «……» ή «…..», εξαπατώντας το Εφετείο Πειραιά και τον Άρειο Πάγο, καθώς επίσης και στις 27-7-2009 και στις 24-9-2009, δια της καταθέσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και εν συνεχεία του Εφετείου Πειραιώς αντίστοιχα, της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2009 έφεσής του κατά της υπ’αριθμ. 2744/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην οποία και πάλι απέδωσε στον αντενάγοντα υβριστική, αντισυμβατική και καταχρηστική συμπεριφορά, κάνοντας και πάλι λόγο για εικονικότητα του χορηγηθέντος δανείου και για παρελκυστικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου του, γενομένου δεκτού ότι ουδέποτε υπήρξε υπόθεση …., ουδέποτε ανατέθηκε στον ενάγοντα από τον αντενάγοντα υπόθεση με τις θείες του … και …. και  ότι το δάνειο ήταν πραγματικό, γεγονότα τα οποία γνώριζε ο ενάγων, ε/ Με την υπ’αριθμ. 17, 35, 39, 42/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (κατ’έφεση επί της υπ’αριθμ. …../2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς), μεταξύ άλλων, ο νυν ενάγων κηρύχθηκε αθώος, κατά πλειοψηφία, για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, αναφορικά με την έγκλησή του σε βάρος του αντενάγοντος που περιελήφθη στις από 8-10-2007 έγγραφες εξηγήσεις του, στο πλαίσιο της με ΑΒΜ ….. έγκλησης του τελευταίου σε βάρος του, και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία της δεύτερης, κατά την εξέτασή της ως μάρτυρα την 1-11-2007 ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά, δεκτού γενομένου ότι ναι μεν ουδέποτε υπήρξε υπόθεση …., πλην όμως διατηρήθηκαν πολλές αμφιβολίες ως προς την πεποίθηση του ενάγοντος περί επαγγελματικής εμπλοκής του σε αυτήν, από την οποία και είχε αξίωση καταβολής αμοιβής. Αντιθέτως, η άποψη της μειοψηφίας στηρίχθηκε στο γεγονός ότι αυτός, ήδη κατά το στάδιο εκείνο, δεν ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο για την ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση. Επίσης, με την υπ’αριθμ. 1365,1466, 1629/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, ο ενάγων κρίθηκε αθώος λόγω αμφιβολιών, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, συνιστάμενης στον ισχυρισμό του περί αφαίρεσης εγγράφων που αποδείκνυναν της παρασχεθείσες δικηγορικές του υπηρεσίες προς τον αντενάγοντα, ελλείψει δόλου, στ) Με την υπ’αριθμ. 1638, 1789, 1813,1864/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος περί σκόπιμης αποψίλωσης φακέλων δικογραφιών από τον αντενάγοντα, προκειμένου να υποστηρίξει εκ των υστέρων ότι ουδέποτε του είχε αναθέσει τις συγκεκριμένες υποθέσεις, περί ανάθεσης της υπόθεσης …. και εικονικότητας του χορηγηθέντος δανείου ήταν ψευδείς, και αυτός κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ’εξακολούθηση, ζ) Με την υπ’αριθμ. 1111, 1149/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η ….. κηρύχθηκε αθώα ελλείψει δόλου, για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, φερόμενη ως τελεσθείσα στις 5-5-2009 δια της ένορκης κατάθεσής της ενώπιον του Β΄Ανακριτή Πλημμελειοδικών Πειραιά, όπου ισχυρίστηκε ουσιαστικά ότι η υπόθεση ….. ήταν υπαρκτή και το ποσό των 20 εκ δρχ που είχε χορηγήσει ο αντενάγων στο σύζυγό της με τη μορφή εικονικού δανείου, αποτελούσε προκαταβολή αμοιβής, γεγονότα τα οποία κρίθηκαν ψευδή, η/ Με την υπ’αριθμ. 954/1165/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, o ενάγων κηρύχθηκε αθώος, ελλείψει δόλου,  για την πράξη της απάτης στο δικαστήριο, με την επίκληση, μεταξύ άλλων, με τις από 14-6-2011 προτάσεις του κατά τη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2008 αγωγής του, κατά του αντενάγοντος, της εικονικότητας του άνω δανείου. Επίσης, αναφορικά με το δάνειο, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2744/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 24-1-2007 αγωγή του αντενάγοντος εναντίον του ενάγοντος περί αποδόσεως του επίμαχου δανείου πλέον τόκων, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 833/2010 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δεχόμενη σοβαρή πρόθεση των διαδίκων για κατάρτισή της. Πέραν των προαναφερθέντων ποινικών αποφάσεων, η κρίση περί πραγματικού δανείου, επιβεβαιώνεται από την υπ’αριθμ. 389/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, περί ανυπαρξίας της υπόθεσης ….., την υπ’αριθμ. 363/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, και την υπ’αριθμ. 614/2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, αναφορικά με το ότι η ανάληψη εγγράφων από τον αντενάγοντα δεν έγινε με πρόθεση αποφυγής καταβολής εκ μέρους του τυχόν οφειλόμενων αμοιβών στον ενάγοντα. Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, ουδέποτε υπήρξε υπόθεση ….. και συνακόλουθα, ο ορισμός του ενάγοντος ως τετιμημένου με την από 16-10-2000 διαθήκη του αντενάγοντος, δεν θα μπορούσε να αποσκοπεί στην εξασφάλιση της απαίτησής του έναντι του τελευταίου από αυτήν, όπως ο ενάγων ψευδώς ισχυρίστηκε στην από 30-12-2009 αγωγή του, διατεινόμενος μάλιστα ότι η συγκεκριμένη υπόθεση ήταν η μόνη που είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς, κατά τον χρόνο σύνταξης της παραπάνω διαθήκης. Έτσι, και η μη λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της διαθήκης, με την αιτιολογία ότι αποτελεί παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό στοιχείο, ανεξαρτήτως της ορθότητας αυτής, αλυσιτελώς προβάλλεται ως λόγος έφεσης, αφού η συνεκτίμησή της δεν θα δύνατο να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης και διαφοροποίηση του διατακτικού της. Επομένως, η αφαίρεση εγγράφων, για την οποία έκανε λόγο ο ενάγων, δεν αφορούσε άλλες υποθέσεις παρά μόνον εκείνη με το θείο του αντενάγοντος ………….., αφού μεταξύ των εγγράφων που ο τελευταίος παρέλαβε ή του παραδόθηκαν ήταν και κάποια συμβόλαια από ακίνητα στην περιοχή του ….., όπου βρίσκονταν ακίνητά του και αυτός διατηρούσε επιχείρηση. Αντιθέτως, δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα που να αφορούν τις λοιπές υποθέσεις για τις οποίες ο ενάγων προέβαλε αξίωση για καταβολή δικηγορικής αμοιβής, καθόσον, είτε δεν αποδείχθηκε εν τέλει οποιαδήποτε ανάμιξή του σε αυτές, είτε δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη εγγράφων συναφών με αυτές (όπως πχ για την υπόθεση …. και …..). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι παρ’ότι η αντιδικία των διαδίκων και για το συγκεκριμένο ζήτημα διαρκεί χρόνια, ο ενάγων δεν εξειδίκευσε για καθένα από τα φερόμενα ως δολίως -ή παρανόμως κατ’άλλη διατύπωση σε ορισμένα δικόγραφά του-αφαιρεθέντα έγγραφα,  πώς συνδέονται με τις υποθέσεις που χειρίστηκε.  Όπως δε ήδη εκτέθηκε, ο ενάγων δεν είχε εξ αρχής κάνει λόγο για δόλια αφαίρεση εγγράφων, αφού η συνεργασία του με τον αντενάγοντα συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του έτους 2002, έχοντας προηγηθεί η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς του τελευταίου με το θείο του. Η υιοθέτηση της άποψης αυτής έγινε μεταγενέστερα, όταν τέθηκε το ζήτημα καταβολής των αμοιβών του, τις οποίες ο αντενάγων αρνείτο. Συνακόλουθα, μόνον για τα έγγραφα αυτά θα μπορούσε να γίνει ευλόγως λόγος για σκόπιμη αφαίρεσή τους, ώστε να είναι δυσχερής εκ των υστέρων η διεκδίκηση εκ μέρους του ενάγοντος της νόμιμης αμοιβής του ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία θα έπρεπε να συγκεντρώσει εκ νέου, και εν πάσει περιπτώσει η περί αυτού πεποίθηση του ενάγοντος δεν ήταν εντελώς αυθαίρετη, ούτε όμως αποδείχθηκε ότι αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Έτσι, τα όσα ισχυρίστηκε ο αντενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του, ότι δηλαδή ο ενάγων δολίως, δηλαδή εν γνώσει του ψεύδους του, είχε επικαλεστεί το συγκεκριμένο ισχυρισμό με την προηγηθείσα αγωγή του, ήταν εν μέρει και δη κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αληθή-πλην της υπόθεσης του θείου του αντενάγοντος. Συνεπώς, δεν τελέστηκε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα της συκοφαντικής αλλά ούτε και της απλής δυσφήμισης (άρθρο 366 § 1 εδ.α΄ του ΠΚ). Ειδικώς, όσον αφορά την υπόθεση ………….., με την επίκληση του ίδιου ισχυρισμού, τα όσα ισχυρίστηκε ο ενάγων στην αρχική αγωγή του, όπως και ο αντενάγων στη δική του, τα πίστευαν ως αληθή, επομένως,  δια της τελευταίας αυτής αγωγής δεν  τελέστηκε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα της συκοφαντικής αλλά της απλής δυσφήμισης, ο άδικος χαρακτήρας της οποίας, όμως, αίρεται για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, γενομένης δεκτής της εκ του άρθρου 367 § 1 εδ.γ΄του ΠΚ, ένστασης που επανέφερε ο αντενάγων με τις προτάσεις του και απορριπτομένης της αντενστάσεως του ενάγοντος, εκ του άρθρου 367 § 2 εδ.β΄του ΠΚ, που επαναφέρεται με το δικόγραφο της έφεσής του, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί η αγωγή, καθό μέρος ο ενάγων επικαλείται αδικοπρακτική σε βάρος του συμπεριφορά, για το συγκεκριμένο γεγονός. Αντιστοίχως, με όσα διέλαβε ο ενάγων στην επίδικη αγωγή του τέλεσε σε βάρος του αντενάγοντος το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, καθώς δεν τίθετο ζήτημα σκόπιμης αφαίρεσης εγγράφων, για τις υποθέσεις τις οποίες δεν είχε αναλάβει ή δεν υπήρχαν έγγραφα για τις ενέργειές του, όπως ο ίδιος με βεβαιότητα γνώριζε, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η εκ του άρθρου 367 § 1 εδ.γ΄του ΠΚ, ένσταση που επαναφέρει ο  ενάγων με το δικόγραφο της έφεσής του, κατά παραδοχή της προταθείσας από τον αντενάγοντα αντένστασης εκ του άρθρου 367 § 2 του ΠΚ. Τέλος, αναφορικά με το δάνειο, αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτό ήταν πραγματικό. Η παραδοχή αυτή οδηγεί, κατά λογική αναγκαιότητα, στο συμπέρασμα, ότι ο ενάγων είχε προσωπική γνώση και άμεση αντίληψη του αληθούς αυτού γεγονότος και επομένως και του ψεύδους του ισχυρισμού του περί εικονικού δανείου, το οποίο δήθεν ο αντενάγων επινόησε για να αποφύγει την καταβολή των νομίμων αμοιβών του. Άλλωστε, αφού η καταβολή των χρημάτων ήταν δεδομένη, το ποσό που δόθηκε, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι επρόκειτο για προκαταβολή αμοιβών, απλώς θα αφαιρείτο από το τελικώς οφειλόμενο ποσό αμοιβής, όπως και πράγματι έγινε, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο όφελος για τον αντενάγοντα από την επίκλησή του, πλην ενδεχομένως του ποσού των τόκων. Συνεπώς, όσα αυτός διέλαβε στην αγωγή του ήταν αληθή, ότι δηλαδή ο ενάγων εν γνώσει του ψεύδους του είχε αναφερθεί στην προγενέστερη αγωγή του, στο δάνειο, ως εικονικό και δεν τελέστηκε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα ούτε της συκοφαντικής αλλά ούτε και της απλής δυσφήμισης. Αντιθέτως, με τα όσα ισχυρίστηκε ο ενάγων με την αγωγή του, στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος του αντενάγοντος, συνεπώς, πρέπει ως προς το συγκεκριμένο γεγονός να απορριφθεί η εκ του άρθρου 367 § 1 εδ.γ΄του ΠΚ, ένσταση που επαναφέρει ο  ενάγων με το δικόγραφο της έφεσής του, κατά παραδοχή της προταθείσας από τον αντενάγοντα αντένστασης εκ του άρθρου 367 § 2 του ΠΚ. Σημειώνεται ότι, με βάση όσα προεκτέθηκαν, σαφώς συνάγεται ότι αντικείμενο κρίσης στην προκειμένη περίπτωση ήταν τα όσα ο αντενάγων διέλαβε στο δικόγραφο της από 11-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../21) αγωγής του και ο ενάγων στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής του, τα οποία δεν περιορίζονταν στον αν πράγματι έλαβαν χώρα οι επίμαχες μαγνητοφωνήσεις, οι φωτογραφήσεις, οι σκόπιμες αποψιλώσεις και αν το δάνειο που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων ήταν εικονικό ή όχι, αλλά αφορούσαν και στο αν η επίκλησή τους έγινε εν γνώσει της τυχόν αναληθείας τους. Επομένως, αληθές ή ψευδές γεγονός αποτελούσε κάθε φορά, μεταξύ άλλων, η εν γνώσει της τυχόν αναληθείας επίκληση του αντίστοιχου ισχυρισμού, με τα άνω προηγηθέντα δικόγραφα των διαδίκων. Έτσι, ερευνητέο επί της πρώτης αγωγής ήταν εάν ο αντενάγων, εν γνώσει της τυχόν αναληθείας του, ισχυρίστηκε ότι τα όσα είχε διαλάβει ο ενάγων στην προηγηθείσα από 23-12-2009 (υπ’αριθμ. …../2009) αγωγή του αναφορικά με τα παραπάνω ζητήματα ήταν τυχόν αναληθή και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους. Αντιστοίχως, στο πλαίσιο εκδίκασης της ανταγωγής, ερευνητέο ήταν το αν, τα όσα ισχυρίστηκε ο ενάγων για τον αντενάγοντα, αναφορικά με την παραπάνω από 11-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../21) αγωγή του, ήταν εν γνώσει του τυχόν αναληθή, διάκριση που δεν διατυπώθηκε στο κείμενο της εκκαλουμένης. Συνεπώς, όσον αφορά τον ενάγοντα, δεν τίθεται ζήτημα παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς του και συνακόλουθα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης προς αποκατάστασή της και η ένδικη αγωγή του έπρεπε να απορριφθεί, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Αντιθέτως, με τα όσα διέλαβε ο ενάγων στην αγωγή του, των οποίων έλαβαν γνώση ο γραμματέας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου κατατέθηκε το δικόγραφό της και ο γραμματέας της έδρας κατά τη συζήτησή της, οι δικαστές που μετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου που προέβη στην εκδίκασή της, ο δικαστικός επιμελητής που προέβη στην επίδοσή της, και άλλα πιθανώς πρόσωπα μη δυνάμενα να προσδιοριστούν, μπορούσε και προσέβαλε πράγματι την τιμή και την υπόληψη του αντενάγοντος, ως ατόμου και επιχειρηματία, αφού έθεσε ευθέως υπό αμφισβήτηση την ηθική του αξία, με ονειδισμό της προσωπικότητάς του, οδηγώντας οποιονδήποτε μέσο αναγνώστη του συγκεκριμένου δικογράφου στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για άτομο μειωμένης ηθικής υπόστασης, δόλιο, ανέντιμο και μετερχόμενο αθέμιτα μέσα για να επιτύχει παράνομα οφέλη, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά του παράνομα, δηλαδή χωρίς δικαίωμα και σε βαθμό μη ανεκτό, γεγονός που ο ενάγων μπορούσε ευχερώς να αντιληφθεί. Συνεπώς, τελεσθείσας σε βάρος του, εν μέρει της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης και εν μέρει της εξύβρισης, κατά τις διακρίσεις που ανωτέρω μνημονεύονται, και όχι μόνον της συκοφαντικής δυσφήμισης, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τον εν μέρει βάσιμο πέμπτο, αλλά και δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσης, υπέστη πράγματι ηθική βλάβη, παρά τα όσα αβασίμως διατείνεται ο εκκαλών με τον έβδομο λόγο της έφεσής του, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τελέσεώς της, το είδος της προσβολής, και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, εκ των οποίων ο εναγόμενος, όπως προεκτέθηκε, έχει απωλέσει την ιδιότητα του δικηγόρου και δεν έχει ακόμη συνταξιοδοτηθεί, να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000 ευρώ, συνολικά, που κρίνεται εύλογο και δίκαιο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Πλέον αυτών, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών προβάλλει, μεταξύ άλλων, αιτίαση αφενός περί παραβιάσεως του τεκμηρίου της αθωότητάς του, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το διατακτικό των ειδικότερα μνημονευόμενων αθωωτικών αποφάσεων, για τις οποίες έχει γίνει ήδη λόγος, αφετέρου δε για παραβίαση του δεδικασμένου, αθωωτικών αποφάσεων, που έκριναν και επί του αιτήματος παράστασης πολιτικής αγωγής του αντενάγοντος. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος, σύμφωνα και με όσα συναφώς εκτέθηκαν στην οικεία υπό στοιχ. Vα νομική σκέψη, διότι η μη εναρμόνιση των πραγματικών παραδοχών του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με εκείνες των ποινικών δικαστηρίων, δεν αποτελεί παραβίαση υπό την ανωτέρω έννοια του τεκμηρίου αθωότητας του ενάγοντος ως κατηγορουμένου, δημιουργώντας αμφιβολίες ως προς την αθώωσή του, η οποία στηρίχθηκε στην έλλειψη δόλου του, και αφορά γεγονότα, διάφορα κατά τόπο και χρόνο εκείνων της ένδικης αγωγής και ανταγωγής, ώστε να μην υπάρχει και ταυτότητα διαφοράς και συνακόλουθα να μην τίθεται και ζήτημα δεδικασμένου, το οποίο δεν νοείται μόνον επί πραγματικών γεγονότων. Άλλωστε, η κρίση περί της έλλειψης δόλου του ενάγοντος, δεν αποτελεί σταθερό μέγεθος στην πορεία του χρόνου αλλά δύναται να μεταβληθεί υπό τις εκάστοτε υφιστάμενες συνθήκες.

Συνεπώς, η εκκαλουμένη η οποία έκρινε ότι τα όσα είχε διαλάβει ο αντενάγων στην από 11-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/21) αγωγή του είναι αληθή και κατά λογική αναγκαιότητα εκείνα που ισχυρίστηκε ο ενάγων στην από 23-12-2009 (υπ’αριθμ. …../2009) αγωγή του ήταν αναληθή, και συνακόλουθα απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και δέχθηκε την ανταγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, ορθά κατ’αποτέλεσμα έκρινε αν και με διαφορετική αιτιολογία, η αντικατάσταση της οποίας δεν αρκεί διότι επέρχεται μεταβολή στο αντικείμενο του δεδικασμένου της προσβαλλόμενης απόφασης, που απαιτεί εξαφάνισή της (ΕφΠειρ 570/2015 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3651/2013 Νοβ 2014.902), γενομένης δεκτής της εφέσεως, και δη των λόγων της, με τους  οποίους ο εκκαλών παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Αναφορικά δε με την ανταγωγή, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε αυτήν εν μέρει και επιδίκασε στον αντενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ, έσφαλε περαιτέρω κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, και πρέπει, κατά μερική παραδοχή του έβδομου λόγου εφέσεως, να εξαφανιστεί αυτή, ως προς τη συγκεκριμένη διάταξή της και εν τέλει στο σύνολο της, αναγκαίως δε και κατά τις περί δικαστικών εξόδων διατάξεις της, που θα καθορισθούν από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208), με αποτέλεσμα ο ένατος λόγος της έφεσης που πλήττει τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής (ΕφΠειρ 90/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148). Στη συνέχεια, πρέπει να  κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή και η ανταγωγή και, η μεν αγωγή να απορριφθεί η δε ανταγωγή να γίνει δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος να καταβάλει στον αντενάγοντα, για τη μνημονευόμενη στο σκεπτικό αιτία, το ποσό των 2.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τις 21-2-2014 και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει, λόγω της υφιστάμενης αντιδικίας των διαδίκων που δημιουργεί κίνδυνο επανάληψης της προσβολής της προσωπικότητας του αντενάγοντος εκ μέρους του αντεναγομένου, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του αντενάγοντος με την με οποιοδήποτε τρόπο χρήση όμοιων ή παρεμφερών ισχυρισμών με αυτούς που περιέχονται στην ένδικη αγωγή του και μνημονεύονται κατωτέρω, υπό την απειλή χρηματικής ποινής (200) ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας δέκα (10) ημερών, για κάθε παράβαση της προαναφερόμενης διάταξης. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα το προκαταβληθέν παράβολο λόγω της νίκης του (άρθρο 495 § 4 εδ. ε΄του ΚΠολΔ) και, κατόπιν σχετικών εκατέρωθεν αιτημάτων, να επιβληθεί, μέρος των δικαστικών εξόδων του αντενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του ενάγοντος, λαμβάνοντας υπόψη τον συνημμένο στις προτάσεις του αντενάγοντος πίνακα εξόδων (άρθρα 106, 176, 183,189, 190, 191 § 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 109 του νδ 3026/1954 και άρθρα 63 § 1 iα), 68 παρ.1, 69 παρ.1, 84 παρ.1 και 166 του ν.4194/2013), συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος επί της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη προτάσεων ΦΠΑ (ΕφΠατρ 124/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Με τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η διασφάλιση της ευπρέπειας και κοσμιότητας κατά τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως χωρίς χρονικό περιορισμό, να διατάσσει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίες για την προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων των διαδίκων, αποβλέπουν σε ονειδισμό και περιφρόνηση του αντιδίκου ή του δικαστηρίου. Αρμόδιο για τη διαγραφή είναι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου απευθύνεται το δικόγραφο ή οι προτάσεις του διαδίκου, όπου διαλαμβάνονται οι επίμαχες εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις (ΑΠ 1264/2017, ΑΠ 794/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η απόφαση για τη διαγραφή εξυβριστικών ή ανάρμοστων φράσεων δεν αφορά τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος ούτε συνιστά επιβολή πειθούς, κατά την τεχνική του όρου έννοια, αλλά ηθική κύρωση της οποίας οι συνέπειες αντανακλούν στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου, αφού εκείνος είναι ο συντάκτης του κειμένου, που οφείλει να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά των διαδίκων οριοθετείται στα όρια της ευπρέπειας (ΕφΠατρ 55/2006,  ΑΧΑΝΟΜ 2007.707). Η από τα δικαστήρια χρήση του μέτρου αυτού απαιτεί περίσκεψη, φειδώ και βαθιά εκτίμηση και αξιολόγηση των φράσεων για να κριθεί αντικειμενικά αν αυτές συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο νόμος για να μην καταλήξει σε κατασταλτική λογοκρισία. Οι υπερβολές στις εκφράσεις και οι οξείς χαρακτηρισμοί πρέπει να υποβάλλονται σε βαθιά αξιολογική έρευνα για να μην επέρχεται σύγχυση στα όρια αυτών με τους κανόνες της ευπρέπειας και της ευκοσμίας (ΕφΑΘ 2180/2006 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση ο  ενάγων και ήδη εκκαλών διέλαβε στην υπό κρίση αγωγή του τις ακόλουθες λέξεις και φράσεις, όπως αυτές παρατίθενται στις κάτωθι μνημονευόμενες σελίδες της αγωγής του, των οποίων η αρίθμηση διαφοροποιείται από εκείνη της ενσωματωμένης στο δικόγραφό της, από 11-12-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγής του νυν αντενάγοντος : 1)…. Με προσποιητή εκτίμηση… αποδύθηκε σ’έναν, άνευ προηγουμένου, πόλεμο λασπολογίας (σελ.8), 2) «ανίερο προσηλυτισμό ψευδομαρτύρων……. το επιλήψιμο ήθος του αντιδίκου (σελ. 17-18, 33), 3) «Με τέτοιες ανήκουστες «δικαστικές εμπειρίες», σε ψυχοκτόνες αντιδικίες «συγγενικού αίματος» και με κακόβουλες πρακτικές…» (σελ. 34), 4) «… «εξυπηρετεί» τα εγωτικά του συμφέροντα…..αρνούμενος με άδικο μένος….» (σελ. 44), 5) «Η υποκρισία και το ψεύδος έχουν τα όριά τους !…το ανυπολόγιστο ηθικοπνευματικό βάρος της «λάσπης»… από έναν ψευδόμενο και υποκρινόμενο …………..» (σελ. 93), 6) «… πρόδωσε και διέλυσε με απεχθή τρόπο…υποκρίνεται σήμερα το θύμα» (σελ. 112), 7) «Η δυστροπία και η καχυποψία του…. αποκαλύπτει σε βάθος, τον άδικο χαρακτήρα…… την ευχέρειά του να κατασπιλώνει…. και να παραπλανά….» (σελ. 112-113), 8) «…. τέτοιο σκανδαλώδες πρόβλημα από συστημένο μάλιστα πελάτη…» (σελ.118), 9) «… αποδείχθηκε, όντως, δύστροπος και κακοπρόθετος….» (σελ. 112). Οι εκφράσεις αυτές δεν αποτελούν αιτιολογικούς ισχυρισμούς, που συνάπτονται με τη θεμελίωση των ισχυρισμών του, που περιέχονται στο δικόγραφο της έφεσής του. Το αίτημα δε διαγραφής πρέπει να γίνει δεκτό για τις υπ’αριθμ. 2), 3), 5), 6) εκφράσεις, ως εξυβριστικές και ανάρμοστες και να απορριφθεί για τις λοιπές, ενόψει του ότι οι φράσεις αυτές, ακόμη και με την εκ­δοχή ότι δεν ήταν αναγκαίες για την προ­σήκουσα υπεράσπιση των απόψεων του εκκαλούντος στην ένδικη διαφορά, ναι μεν ενέχουν υπερβολή, όμως, στα πλαίσια της αντιδικίας, δεν παραβιάζουν τα ακραία όρια του επιβαλλόμενου μέτρου ευπρέπει­ας και κοσμιότητας και εντεύθεν δεν είναι ανάρμοστες κατά την έννοια του άρθρου 206 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, ούτε υβριστικές, αφού με αυ­τές δεν εκδηλώνεται καταφρόνηση κατά του εφεσίβλητου, γενομένου δεκτού, ως εν μέρει βάσιμου και κατ’ουσίαν του όγδοου λόγου εφέσεως.

Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχονται στο ταμείο νομικών, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι αν και το γνώριζαν : 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 του ΚΠολΔ καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης, κατά τα προαναφερθέντα, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με τη μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 602/2016, ΑΠ 1443/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αντενάγων, με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του υπέβαλε αίτημα επιβολής στον αντεναγόμενο χρηματικής ποινής, διότι, όπως ισχυρίστηκε, επισταμένα και παραπλανητικά παραθέτει αποσπασματικές περικοπές δικαστικών αποφάσεων, διαστρέφοντας έτσι το νόημά τους ενώ καταφέρεται με οξείες εκφράσεις και έκδηλη καταφρόνηση κατά της δικαιοσύνης και των λειτουργών της. Από την επισκόπηση, ωστόσο, των δικογράφων του ενάγοντος δεν επιβεβαιώθηκε ο ισχυρισμός του αντενάγοντος, αφού ούτε παραπλανητική διεξαγωγή της δίκης διαπιστώθηκε εκ μέρους του ούτε χρήση εκφράσεων που θίγουν το κύρος της δικαιοσύνης και των λειτουργών της, σε βαθμό που να έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος επιβολής χρηματικής ποινής για την αιτία αυτή, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος του αντενάγοντος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-9-2016 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …/2016) έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 1310/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατέβαλε ο εκκαλών κατά  την κατάθεσή της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 12-2-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγή και την ασκηθείσα με τις προτάσεις του αντενάγοντος ανταγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανταγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αντεναγόμενο να καταβάλει στον αντενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τις 21-2-2014 και μέχρι την εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αντεναγόμενο να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του αντενάγοντος με την με οποιονδήποτε τρόπο χρήση όμοιων ή παρεμφερών ισχυρισμών με αυτούς που περιέχονται στην ως άνω αγωγή του.

ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος του αντεναγομένου χρηματική ποινή διακοσίων (200) ευρώ και προσωπική κράτηση δέκα (10) ημερών για κάθε παραβίαση της προαναφερόμενης διάταξης.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ τη διαγραφή από το δικόγραφο της από 12-2-2013 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγής των ακόλουθων φράσεων : α) «ανίερο προσηλυτισμό ψευδομαρτύρων……. το επιλήψιμο ήθος του αντιδίκου (σελ. 17-18, 33), β) «Με τέτοιες ανήκουστες «δικαστικές εμπειρίες», σε ψυχοκτόνες αντιδικίες «συγγενικού αίματος» και με κακόβουλες πρακτικές…» (σελ. 34), γ) «Η υποκρισία και το ψεύδος έχουν τα όριά τους !…το ανυπολόγιστο ηθικοπνευματικό βάρος της «λάσπης»… από έναν ψευδόμενο και υποκρινόμενο …………..» (σελ. 93), δ) «… πρόδωσε και διέλυσε με απεχθή τρόπο…υποκρίνεται σήμερα το θύμα» (σελ. 112).

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος, μέρος των δικαστικών εξόδων του αντενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    12 Απριλίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

ευρισκομένης σε

αναρρωτική άδεια,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Χρυσούλα Πλατιά.

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   13 Μαΐου  2019, με άλλη σύνθεση,  κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Παρασκευή Μπερσή και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ

ΕΦΕΤΗΣ